Δευτέρα 31 Δεκεμβρίου 2012

Τρόμος και Δημοκρατία στην Εποχή του Στάλιν II

Συνεχίζουμε σήμερα με το δεύτερο και τελευταίο μέρος της μεταφραστικής δουλειάς του άναυδου. Ελπίζω μόνο να μη "χαθεί" λόγω των ημερών και της επήρειας των μελομακάρονων. Καλή ανάγνωση και καλή χρονιά.

Εκλογές με μυστική ψηφοφορία και πολλούς υποψήφιους
Οι εκλογές προξένησαν σημαντική αναταραχή στην ηγεσία, σαρώνοντας τους παλιούς ηγέτες και δημιουργώντας ζωηρή συγκίνηση στους εργάτες. Το Συνδικάτο Εργατών Μαλλιού για παράδειγμα διοργάνωσε συναντήσεις ‘ανάληψης ευθύνης’ σε κάθε εργοστάσιο στο οποίο οι εργάτες είχαν καταθέσει παράπονα. Για πρώτη φορά μετά από χρόνια  οι εργάτες συμμετείχαν ενεργητικά σε μαζικές θορυβώδεις συνελεύσεις για να επιλέξουν νέους υποψήφιους για τις επικείμενες εκλογές των εργοστασιακών επιτροπών. Από τους πάνω από 1,300 εκλεγμένους στις 195 εργοστασιακές επιτροπές της βιομηχανίας μαλλιού το 65% εκλέχθηκαν για πρώτη φορά και το 43% δεν είχε συμμετάσχει ποτέ προηγουμένως στις διαδικασίες του συνδικάτου. Περίπου οι μισοί από τους προέδρους των εργοστασιακών επιτροπών εκλέχθηκαν για πρώτη φορά.
(....)
Στο εργοστάσιο Κρασνι Τκαχ περίπου το ένα έκτο της συνολικής δύναμης των 4,400 εργατών εκλέχθηκε στις εργοταξιακές επιτροπές μια χωρίς προηγούμενο εθελοντική συμμετοχή. Καταργήθηκαν οι επ’ αμοιβή υπεύθυνοι στα εργοτάξια και αντικαταστάθηκαν από εθελοντές. Ο αριθμός των επ’ αμοιβή στελεχών της εργοστασιακής επιτροπής μειώθηκε κατά 15%. Η νεοεκλεγμένη εργοστασιακή επιτροπή εξέλεξε μια ολομέλεια που συνεδρίαζε τακτικά για να συζητήσει τις συνθήκες διαβίωσης.. Τον Αύγουστο το Συνδικάτο των Εργατών Μαλλιού διοργάνωσε το πρώτο του συνέδριο με 245 αντιπροσώπους. Αυτοί κριτίκαραν με οξύτητα την κεντρική επιτροπή για ελλιπή καθοδήγηση, ‘σοβαρές παραβιάσεις της συνδικαλιστικής δημοκρατίας’, έλλειψη επαφής με τις κατώτερες οργανώσεις, και πλαστές επιδόσεις. Οι αντιπρόσωποι καταψήφισαν τα παλιά μέλη και αντικατέστησαν περίπου τους μισούς με Σταχανοβίτες από τα εργοτάξια. Η νέα κεντρική επιτροπή γρήγορα οργάνωσε επιτροπές προστασίας για να βελτιώσουν τον εξαερισμό, να κρατούν αρχεία ατυχημάτων, να προμηθεύουν με ρούχα εργασίας και να παρακολουθούν την υπερωριακή εργασία.
 (...)
Στο τέλος του 1937 νέες κεντρικές επιτροπές εκλέχθηκαν στα 146 από τα 157 συνδικάτα της χώρας. Η κομματική και συνδικαλιστική ηγεσία διακήρυξαν ότι η καμπάνια είχε μεγάλη επιτυχία. Περίπου 1,200,000 άτομα το 6% των 22 εκατομμυρίων μελών εκλέχθηκαν σε θέσεις ευθύνης στα συνδικάτα περιλαμβάνοντας 31.000 σε περιφερειακές και ενωσιακές επιτροπές, 830,000 σε εργοστασιακές επιτροπές, 160,000 σε εργοταξιακές επιτροπές και 163,000 σε επιτροπές βάσης. Το ΠΚΣΣ ακύρωσε εκατοντάδες εκλογές στις οποίες παραβιάστηκαν ‘οι αρχές της συνδικαλιστικής δημοκρατίας’ αφού δεν υπήρξε μυστική ψηφοφορία και περισσότεροι του ενός υποψηφίου. Αυτό έκανε μεγάλη εντύπωση στους εργάτες’ σύμφωνα με μια έκθεση. Στα κατώτερα επίπεδα οι εργάτες ψήφισαν για την αναδιάρθρωση εκατοντάδων χιλιάδων οργανώσεων βάσης και εργοταξιακών επιτροπών, περίπου 100,000 εργοστασιακών επιτροπών και 1645 περιφερειακών επιτροπών. Τα τελικά εκλογικά αποτελέσματα έδειξαν μια σοβαρή αλλαγή στη σύνθεση των συνδικάτων. Πάνω από 70% των μελών των εργοστασιακών επιτροπών αντικαταστάθηκαν, το 66% των 94,000 προέδρων των εργοστασιακών επιτροπών και το 92% των 30.723 μελών των περιφερειακών επιτροπών. Πολλοί από τους νεοεκλεγμένους ήταν εργάτες ή ‘άνθρωποι από την παραγωγή’: 65% αυτών που εκλέχθηκαν στις οργανώσεις βάσης ήταν Σταχανοβίτες και πρωτοπόροι εργάτες όπως και το 62% που εκλέχθηκε στις εργοταξιακές επιτροπές, 45% στις εργοστασιακές επιτροπές και 25% στις περιφερειακές επιτροπές. Οι αριθμοί δείχνουν ισχυρή εκπροσώπηση των εργατών αλλά επίσης δείχνουν και μία άλλη τάση. Όσο πιο ψηλό ήταν το επίπεδο αντιπροσώπευσης στη συνδικαλιστική οργάνωση τόσο πιο χαμηλό ήταν το ποσοστό συμμετοχής των εκλεγμένων εργατών. Από την οργάνωση βάσης μέχρι την περιφερειακή επιτροπή το ποσοστό των εκλεγμένων εργατών πέφτει κατά 40%. Άνθρωποι που δεν δούλευαν στον κλάδο που εκπροσωπούσε το συνδικάτο ακόμη καταλάμβαναν τις περισσότερες θέσεις στα ψηλά κλιμάκια. Το κύμα της ανανέωσης εξασθένιζε όσο ανέβαινε τα ψηλά πατώματα των συνδικάτων.
Στις εκλογές για τα ανώτερα κλιμάκια της συνδικαλιστικής ηγεσίας, τις κεντρικές επιτροπές, τα μέλη των συνδικάτων έδωσαν ισχυρή ψήφο αποδοκιμασίας. Τα εκλογικά αποτελέσματα σε 116 κεντρικές επιτροπές συνδικάτων έδειξαν ότι το 96% των 5054 μελών της ολομέλειας το 87% των μελών των προεδρείων το 92% των γραμματέων και το 68% των προέδρων αντικαταστάθηκαν.
(...)
Οι κομματικοί και συνδικαλιστικοί ηγέτες σημείωναν με περηφάνια το γεγονός ότι πολλοί νεοεκλεγμένοι υπεύθυνοι δεν ήταν κομματικά μέλη απόδειξη ότι ‘νέοι άνθρωποι’, ‘οι καλύτεροι Σταχανοβίτες’ λάμβαναν ενεργό μέρος στις υποθέσεις των συνδικάτων. Πολλοί περισσότεροι μη-κομματικοί βρίσκονταν στα χαμηλότερα παρά στα ψηλότερα επίπεδα της συνδικαλιστικής ηγεσίας: 93% των οργανώσεων βάσης, 84% των εργοταξιακών επιτροπών 80% των εργοστασιακών επιτροπών, 66% των προέδρων των εργοστασιακών επιτροπών, 47% των περιφερειακών επιτροπών, 34% των προεδρείων των περιφερειακών επιτροπών, 33% των κεντρικών επιτροπών και 19% των μελών των προεδρείων των κεντρικών επιτροπών δεν άνηκαν στο Κόμμα. Ανεβαίνοντας την οργανωτική κλίμακα το ποσοστό των κομματικών μελών αυξανόταν ενώ το ποσοστό των εργατών μειωνόταν. Η ενεργητική υποστήριξη από την κομματική ηγεσία των μη-κομματικών υποψηφίων βρισκόταν στον αντίποδα στη συνηθισμένη τους πολιτική της προώθησης των δικών τους μελών. Τον Σεπτέμβρη του 1937 ο Μπρέγκμαν ο νεο-προαχθείς στη γραμματεία του ΠΚΣΣ επέκρινε με δριμύτητα τους επικεφαλής των συνδικάτων επειδή έστελναν τόσο πολλά κομματικά μέλη στο Πανενωσιακό Συνέδριο των Συνδικάτων. ‘Αυτό είναι λάθος’ έγραψε. ‘Τουλάχιστον 35-40% των αντιπροσώπων πρέπει να μην είναι κομματικά μέλη’.
Ποιο ήταν το κίνητρο του ΠΚΣΣ να προωθήσει μη κομματικούς; Ο στόχος τους ήταν ο ίδιος με το πρόγραμμα του Στάλιν και του Ζντάνοφ για το ίδιο το Κόμμα: μια ανανέωση της δημοκρατίας από τα κάτω και η απομάκρυνση των πρώην αντιπολιτευόμενων. Στην καμπάνια για τη δημοκρατία στα συνδικάτα, μη κομματικός χρησίμευε σαν προσδιορισμός του εργάτη όπως το ‘κομματικό μέλος’ ειδικά ανάμεσα σε υπεύθυνους σε ηγετικές θέσεις  σηματοδοτούσε μεγαλύτερη πιθανότητα αντιπολιτευτικής δραστηριότητας. Μειώνοντας το ρόλο του Κόμματος στις εκλογές οι κομματικοί ηγέτες έδιναν στους εργάτες την αίσθηση μεγαλύτερης δύναμης. Οι κομματικοί ηγέτες έβλεπαν στα μεσαία και ψηλά στελέχη των συνδικάτων το ανάλογο των περιφερειακών ‘πριγκίπων’ που κατήγγειλαν στην Ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής τον Φεβρουάριο-Μάρτιο. Αυτά τα συνδικαλιστικά στελέχη ήταν πιθανότερο να έχουν περιπλεγμένα πολιτικά βιογραφικά και καριέρα από ό,τι οι μη-κομματικοί εργάτες. Επιπλέον οι εργάτες δυσανασχετούσαν μαζί τους για την αποτυχία τους να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα στα εργοστάσια. Κινητοποιώντας τους εργάτες για να απομακρύνουν αυτά τα στελέχη οι κομματικοί ηγέτες κατάφεραν να κερδίσουν την υποστήριξη της εργατικής τάξης και να στοχοποιήσουν τους παλιούς αντιπολιτευόμενους περίπου με τον ίδιο τρόπο που ήθελαν να χρησιμοποιήσουν τα απλά μέλη και στελέχη ενάντια στους ηγέτες των περιφερειών.
(....)
Wendy Z. Goldman Terror and Democracy in the Age of Stalin – The social dynamics of repression – Cambridge University Press 2007 p. 146-151

(...)
Τα όρια της Δημοκρατίας στα Συνδικάτα.
Οι ηγεσίες του Κόμματος και του ΠΚΣΣ ομολογούσαν ανοικτά ότι η καμπάνια για τη δημοκρατία στα συνδικάτα είχε δύο στόχους: ‘να διαλύσουν τη στασιμότητα’ και ‘να ξεριζώσουν τους Τροτσκιστο-Μπουχαρινικούς πράκτορες του φασισμού και τους υποστηριχτές τους’. Η ηγεσία ποτέ δεν θεώρησε αυτούς τους στόχους σαν αντιδιαμετρικούς παρά οραματιζόταν ένα αναγεννημένο συνδικαλιστικό κίνημα πρόθυμο να στηρίξει την Σταλινική εκβιομηχάνιση. Τα συνδικάτα δεν θα αμφισβητούσαν τις κρατικές πολιτικές της συσσώρευσης, επένδυσης ή μισθών αλλά παρόλα αυτά είχαν να παίξουν ένα σημαντικό ρόλο. Θα εξασφάλιζαν ότι οι κρατικοί πόροι για στέγαση, παιδική φροντίδα, οίκους ευγηρίας, κοινωνική ασφάλιση και ασφάλεια θα ξοδεύονταν τίμια και αποτελεσματικά, θα επέβλεπαν τη διανομή τροφίμων και θα αποτελούσαν τους φύλακες ενάντια στη διαφθορά και στις κακής ποιότητας κατασκευές. Θα μείωναν τους δείκτες ατυχημάτων και θα εξασφάλιζαν την τήρηση των κανόνων ασφαλείας και υπερωρίας. Οι υπεύθυνοι των συνδικάτων θα ήταν γνήσιοι εκπρόσωποι των εργατών που θα εκλέγονταν τακτικά με μυστική ψηφοφορία σε εκλογές με πολλούς υποψήφιους. Οι κομματικοί ηγέτες συνειδητοποίησαν ότι με την απουσία ενεργών μελών, τα συνδικαλιστικά στελέχη θα γινόντουσαν ολοένα και περισσότερο οκνηρά και διεφθαρμένα, προσανατολισμένα αποκλειστικά στην καλυτέρευση των δικών τους κοινωνικών και υλικών συμφερόντων. Στην ουσία το Κόμμα  επεξεργάστηκε ένα νέο ρόλο για τα συνδικάτα το ρόλο του διαχειριστή της ‘κοινωνικής πρόνοιας’. Μπορούσαν να πιέσουν τους διευθυντές των επιχειρήσεων, να αναφέρουν τις παραβιάσεις των κανονισμών ασφαλείας στα δικαστήρια. Δεν μπορούσαν ωστόσο να αμφισβητήσουν  την πολιτική του κράτους, να προτείνουν ένα εναλλακτικό οικονομικό πρόγραμμα ή να αμφισβητήσουν νόρμες και μισθούς.
Η πιο εντυπωσιακή επιτυχία της καμπάνιας για τη δημοκρατία στα συνδικάτα ήταν η νέα προσοχή για την ασφάλεια στην εργασία. Σε κάθε κλάδο οι εργάτες υπέφεραν από ψηλούς δείκτες ατυχημάτων στις αρχές του 1930. Το 1934 25 με 33% του εργατικού δυναμικού στους πιο επικίνδυνους κλάδους είχαν υποστεί ένα ατύχημα στην εργασία και τουλάχιστον ένα 10% στην πλειοψηφία των κλάδων. Το 1937 ωστόσο πάνω από το 90% των κλάδων  με την εξαίρεση της εξόρυξης άνθρακα, επεξεργασίας κωκ, τα χημικά λιπάσματα, κόντρα πλακέ, λικέρ και αλκοόλ, και την κατασκευή δρόμων έδειξαν πτώση στους δείκτες ατυχημάτων. Η νέα επικέντρωση στη δολιοφθορά χωρίς αμφιβολία ενθάρρυνε τους διευθυντές και τους υπεύθυνους των συνδικάτων να δώσουν μεγαλύτερη σημασία στην ασφάλεια στους χώρους εργασίας. 
(...)
Ο Στάλιν και οι υποστηρικτές του στο ΠΚΣΣ και το Κόμμα δεν θεωρούσαν ότι η εκστρατεία για δημοκρατία ερχόταν σε αντίθεση με την καταστολή της αντιπολίτευσης. Οραματίζονταν μια εργατική δημοκρατία σε περιορισμένα πλαίσια δίνοντας έμφαση στην επίβλεψη από τους εργάτες των καταναλωτικών υπηρεσιών, τον πολιτικό τους ακτιβισμό, και την ευρεία λαϊκή συμμετοχή. Οι εργάτες επιτρέπονταν μάλιστα ενθαρρύνονταν να κριτικάρουν τους διευθυντές και τους υπεύθυνους, να μιλάνε ανοικτά ενάντια στις καταχρήσεις εξουσίας, τη διαφθορά και τις ελλιπείς συνθήκες εργασίας και διαβίωσης. Παροτρύνονταν να αναγράφουν τις καταχρήσεις στις εφημερίδες τοίχου στα εργοστάσια, να γράφουν γράμματα στον τύπο, την κυβέρνηση και τους κομματικούς υπεύθυνους
Wendy Z. Goldman Terror and Democracy in the Age of Stalin – The social dynamics of repression – Cambridge University Press 2007 p. 158-161

Κυριακή 30 Δεκεμβρίου 2012

Τρόμος και Δημοκρατία στην Εποχή του Στάλιν Ι

A' μέρος

Η κε του μπλοκ αποχαιρετά μια πλούσια σε γεγονότα κι αναρτήσεις χρονιά με μια πολύ χρήσιμη μεταφραστική δουλειά του Άναυδου, που φωτίζει κάποιες πτυχές της ιστορικής πορείας της εσσδ στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 30'. Σήμερα μπορείτε να διαβάσετε το πρώτο μέρος, μαζί με ένα μικρό πρόλογο του Άναυδου, κι αύριο θα δημοσιευτεί το δεύτερο και τελευταίο. Καλή ανάγνωση.

Τα παρακάτω αποσπάσματα είναι δική μου μετάφραση από το πολύ ενδιαφέρον βιβλίο της Wendy Z. Goldman Terror and Democracy in the Age of StalinThe social dynamics of repressionCambridge University Press 2007.Η W. Goldman είναι καθηγήτρια Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Carnegie Mellon και έχει γράψει αρκετά βιβλία σχετικά με την ΕΣΣΔ των δεκαετιών 1920-1930. Το παραπάνω βιβλίο της το συνιστώ, με κάποιες επιφυλάξεις σε όποιον θέλει να κατανοήσει τι πραγματικά συνέβη στην ΕΣΣΔ στα μέσα της δεκαετίας του 1930 και αποκλήθηκε από την αστική ιστοριογραφία ο Μεγάλος Τρόμος. Βέβαια ο αναγνώστης πρέπει να λάβει υπόψη του ότι πρόκειται για μια αστή ιστορικό που αδυνατεί να ξεφύγει από το προκαθορισμένο από την αστική ιδεολογία πλαίσιο ερμηνείας της εποχής εκείνης και των βασικών της γεγονότων, Ωστόσο η ανάλυση της αλλά ακόμη περισσότερο η παράθεση από τα σοβιετικά αρχεία  ντοκουμέντων που συνήθως είναι εξαφανισμένα από παρόμοια έργα αστών ιστορικών  προσφέρουν μία οπτική διαφορετική από το κλασσικό σενάριο του ‘παράφρονα δικτάτορα’ και των ιδεολόγων και ανιδιοτελών ‘παλαιών μπολσεβίκων’ που έπεσαν ‘θύματα’ του.

(....)
Η κοινωνική κρίση της εκβιομηχάνισης
Στην ακμή του τρόμου το 1937 συνήλθε η επί μακρόν αργοπορημένη εθνική συνδιάσκεψη του Συνδικάτου των μεταλλωρύχων ορυχείων μη-σιδηρούχων μεταλλευμάτων. Οι ηγέτες του συνδικάτου εκθείασαν τη ‘νεα δημοκρατική τάξη’. Τα συνδικάτα ξεσκέπαζαν εχθρούς στις γραμμές τους και αμφισβητούσαν τις παλιές ηγεσίες που βασίζονταν στις πελατειακές σχέσεις. Η χώρα βίωνε επιτέλους μια ‘πολιτική στροφή’. Ενθαρρυμένος από τη νέα ρητορική ένας μεταλλωρύχος ονόματι Σανταμπουντίνοφ ανέβηκε ντροπαλά στο βήμα. ‘Σύντροφοι’ ξεκίνησε νευρικά ‘δεν μπορώ να μιλήσω τόσο καλά όσο οι σύντροφοι που μίλησαν αλλά θα σας παρακαλούσα να με ακούσετε’. Ο Σανταμπουντίνοφ εξήγησε ότι ήθελε να πει ‘ορισμένα λόγια για το λατομείο μου που σήμερα δίνει στη χώρα τόσο πολύ χαλκό’. Ο ίδιος ‘βρέθηκε στην ολομέλεια κατά λάθος’ και μέχρι σήμερα δεν είχε συναντήσει  ποτέ τον επικεφαλής του συνδικάτου του. Οι συνδικαλιστικοί υπεύθυνοι σπάνια επισκέπτονταν τις εγκαταστάσεις του και όταν το έκαναν ποτέ δεν πήγαιναν κάτω στα πηγάδια. Το τοπικό συνδικάτο προσπαθούσε να βοηθήσει τους εργάτες αλλά ‘τα πράγματα δεν γίνονταν πάντα σωστά ειδικά όταν παρέμβαιναν δολιοφθορείς’, Και το 1936 ‘είχαμε πολλές δολιοφθορές’. Δεκαέξι μεταλλωρύχοι είχαν σκοτωθεί, τέσσερις μόνο στους τελευταίους τέσσερις μήνες. Πολύ περισσότεροι είχαν τραυματιστεί, τυφλωθεί και σακατευτεί σε ατυχήματα. ‘Αληθινά αυτός είναι τρόμος’ είπε σιγανά ο Σανταμπουντίνοφ. Ακόμη χειρότερα οι υπεύθυνοι δεν έδειχναν να νοιάζονται. Στα πλαίσια της πολιτικής εκπαίδευσης ο κομματικός οργανωτής δεν έκανε τίποτε άλλο από το να διαβάζει δυνατά την εφημερίδα. ‘Μας λέει παραμυθάκια’ είπε ο Σανταμπουντίνοφ με αποστροφή. ‘Και γι αυτό κερδίζει 400 ρούβλια το μήνα’. Ο διευθυντής του ορυχείου δεν ανταποκρινόταν και είχε στο τσεπάκι του το γραμματέα της ΚΟΒ. Ο διευθυντής του είχε δώσει πρόσφατα 4,000 ρούβλια και μια ωραία γούνα την οποία επιδείκνυε στα παγωμένα λατομεία. Ο Σανταμπουντίνοφ έγραψε επανειλημμένα σε διάφορους υπεύθυνους αλλά κανείς δεν ανταποκρίθηκε. Τελικά μάζεψε όλα τα αντίγραφα από τα γράμματα του τα έβαλε σ’ έναν αυτοσχέδιο φάκελο από παλιές εφημερίδες και έστειλε το πακέτο στον Ν. Γιεζόφ τον επικεφαλής του Επιτροπάτου Εσωτερικών Υποθέσεων (NKVD). ‘Δεν έλαβα κάποια απάντηση αλλά ξαφνικά αισθάνθηκα ότι κάτι γίνεται’ σημείωσε με ικανοποίηση ο Σανταμπουντινοφ. ‘Πριν από πέντε μέρες η Κομματική Εξελεγκτική Επιτροπή απαίτησε να δει τον διευθυντή και τον γραμματέα της ΚΟΒ.’ Η καταγγελία του Σανταμπουντίνοφ ήταν η αφορμή για να ξεκινήσει μια έρευνα για τον διευθυντή και τον γραμματέα της ΚΟΒ. Κατηγορούμενοι για ‘δολιοφθορά’ κατά πάσα πιθανότητα είχαν παρόμοια τύχη με αναρίθμητα άλλα θύματα του τρόμου. Ωστόσο για τον Σανταμπουντίνοφ ποιος αν όχι αυτοί οι ‘δολιοφθορείς’  με τα γούνινα παλτά έπρεπε να λογοδοτήσουν για τους νεκρούς και σακατεμένους μεταλλωρύχους.
(...)
Wendy Z. Goldman Terror and Democracy in the Age of Stalin – The social dynamics of repression – Cambridge University Press 2007 p. 11-12.

(...)
Ένας Χάρτης για τη Δημοκρατία στα συνδικάτα
Οι αποφάσεις που πήρε η 6η ολομέλεια ζητούσαν την αναδιάρθρωση των συνδικάτων από πάνω μέχρι κάτω. Νέες εκλογές με μυστική ψηφοφορία θα γινόντουσαν σε όλες τις συνδικαλιστικές οργανώσεις τόσο στις κεντρικές όσο και στις εργοστασιακές τους επιτροπές. Τα μέλη των συνδικάτων θα είχαν ‘το απεριόριστο δικαίωμα να απορρίψουν και να κριτικάρουν’ τις ατομικές υποψηφιότητες. Η ψηφοφορία με λίστα απαγορεύτηκε. Η ολομέλεια προσδιόρισε και τις προθεσμίες: εκλογές για επιχειρησιακές και εργοστασιακές επιτροπές θα γίνονταν μεταξύ της 1ης Ιουνίου ως τις 15 Ιουλίου, Θ’ ακολουθούσαν οι περιφερειακές εκλογές , τα συνέδρια των συνδικαλιστικών ενώσεων και οι εκλογές για τις ανώτερες θέσεις μεταξύ 15 Ιουλίου και 15 Σεπτεμβρίου. Το Πανενωσιακό Κεντρικό Συμβούλιο των Συνδικάτων  (VTsSPS) θα έκανε το συνέδριο του που στη σύνθεση του θα συμμετείχαν οι νεοεκλεγμένοι υπεύθυνοι των συνδικαλιστικών ενώσεων στη 1 Οκτωβρίου. Κάθε κεντρική ή εργοστασιακή επιτροπή θα έπρεπε να ξεκινήσει μια διαδικασία ‘κριτικής και αυτοκριτικής’ να αποδέχεται υποδείξεις και να είναι υπόλογη στα μέλη της πριν από τις εκλογές. Αντίγραφα του απολογισμού θα πρέπει να μοιραστούν πλατιά για συζήτηση. Οι υποδείξεις των εργατών θα πρέπει να χρησιμέψουν σαν ‘διαταγές για τους νέους ηγέτες’. Η Τρουντ η εθνική εργατική εφημερίδα πήρε οδηγίες να ερευνήσει διάφορα συνδικάτα για να εξασφαλίσει τη συμμόρφωση τους. Ο έλεγχος των οικονομικών πόρων θα εκδημοκρατιζόταν. Οι εργοστασιακές επιτροπές στις μεγάλες επιχειρήσεις (300 και πλέον εργαζόμενοι) θα έπρεπε να οργανώσουν συμβούλια (σοβιέτ) κοινωνικής ασφάλισης που θα τα αποτελούσαν 15 ως 30 άτομα με σκοπό την μελέτη των επαγγελματικών ασθενειών και ατυχημάτων, την επίβλεψη της διανομής των ασφαλιστικών παροχών και να εξασφαλίσουν ότι οι διευθυντές εφαρμόζουν αυστηρά τους νόμους σχετικά με τις υπερωρίες, άδειες κι αργίες. Το εργοστασιακό συνδικάτο και οι κεντρικές επιτροπές έλαβαν οδηγίες να σταματήσουν τη συνηθισμένη πρακτική των διευθυντών να παρακρατούν τους μισθούς των εργατών για να αντιμετωπίζουν πιο πιεστικές δαπάνες και να εξασφαλίσουν ότι οι εργάτες θα πληρώνονται στην ώρα τους. Τέλος μόνιμες επιτροπές από εθελοντές συνδικαλιστές θα ενσωματώνονταν στα σοβιέτ σε κάθε επίπεδο για να επισημαίνουν ζητήματα στέγασης, κατανάλωσης και συνθηκών ζωής.
Το ΠΚΣΣ αποφάσισε να μεταφέρει τα κεντρικά των συνδικάτων από τη Μόσχα στις περιοχές οπού δουλεύουν τα μέλη του. Σκοπός ήταν να βελτιώσει την επαφή των εργατών με τους ηγέτες τους και να διαλύσει μια μοσχοβίτικη γραφειοκρατία που απομακρυνόταν από τα τοπικά προβλήματα με αυξανόμενο ρυθμό. Τα κεντρικά γραφεία του Συνδικάτου των Εργαζόμενων στη Διύλιση Πετρελαίου για παράδειγμα μεταφέρθηκαν στο Μπακού ενώ αυτά του συνδικάτου των Εργαζόμενων στην Υαλουργία στο Σμολένσκ. Η διαταγή αυτή πυροδότησε μεγάλη αναστάτωση ανάμεσα στους αξιωματούχους των συνδικάτων στη Μόσχα. Υποχρεωμένοι να αφήσουν άνετα διαμερίσματα στην πιο καλά προμηθευόμενη πόλη της χώρας για αμφίβολες κατοικίες σε περιοχές με τεράστιες ελλείψεις και ελάχιστες δυνατότητες αναψυχής, οι αξιωματούχοι αυτοί βομβάρδισαν με τηλεγραφήματα και γράμματα το ΠΚΣΣ εξηγώντας γιατί το προσωπικό των συνδικάτων δεν μπορούσε ν’ αφήσει τη Μόσχα. Οι περισσότεροι εξηγούσαν ότι χρειάζονταν άμεση πρόσβαση σε υψηλά ιστάμενους ώστε να εξυπηρετήσουν τους εργάτες αποτελεσματικά. Το ΠΚΣΣ ωστόσο δεν ταλαντεύτηκε από αυτές τις διάφανες εκκλήσεις. Οι μετακομίσεις συνοδεύτηκαν από βακχικά αποχαιρετιστήρια πάρτι που έδιναν την εντύπωση ότι οι αξιωματούχοι προορίζονταν για την αγχόνη παρά για την ενδοχώρα. Στα μάτια ενός καλοζωισμένου Μοσχοβίτη πιθανά αυτά τα δύο να ταυτίζονταν. Σαν αποτέλεσμα της γενικής πτώσης του ηθικού χρειάστηκαν μήνες για τους ηγέτες των συνδικάτων μέχρι να εγκαταστήσουν λειτουργικά αρχηγεία στις νέες πόλεις.
Wendy Z. Goldman Terror and Democracy in the Age of Stalin – The social dynamics of repression – Cambridge University Press 2007 p. 141-143.

Ταρακουνώντας τα συνδικάτα.
Στη διάρκεια των επόμενων δύο χρόνων τα συνδικάτα πέρασαν μία μεγάλη αναταραχή. Οι αξιωματούχοι τους όχι μόνο διώχθηκαν από τη Μόσχα αλλά ήταν υποχρεωμένοι να κάνουν προεκλογική εκστρατεία για τις θέσεις τους σε εκλογές με πολλούς υποψήφιους και με μυστική ψηφοφορία. Η Τρουντ και το ΠΚΣΣ έστειλαν επιθεωρητές για να ελέγξουν τη διαδικασία σε συγκεκριμένα εργοστάσια και συνδικάτα. Τέτοιοι έλεγχοι δεν ήταν ασυνήθιστοι αλλά μετά την ολομέλεια του ΠΚΣΣ επικεντρώθηκαν στη δημοκρατία στα συνδικάτα και στις συνθήκες.
(....)
Γενικά οι εργοστασιακές επιτροπές ήταν το χάρτινο κέλυφος των αρχικά ζωντανών και ορμητικών οργανώσεων που είχαν καταλάβει τα εργοστάσια το 1917. Αντίθετα από ό,τι το 1920 δεν έκαναν τίποτε για να επιλύσουν τα παράπονα των εργατών. Αποδιοργανωμένες και χωρίς πρωτοβουλία, συναντιόντουσαν σπάνια με τους εργάτες και συχνά δεν συναντιόντουσαν καθόλου. Μία έρευνα στο εργοστάσιο Κρασνι Τεξτιλσικ τον Απρίλιο του 1937 αποκάλυψε ότι έξι πρόεδροι ηγήθηκαν της επταμελούς επιτροπής η οποία δεν είχε προχωρήσει σε εκλογές από το 1932. Ολόκληρη η επιτροπή δεν είχε συνεδριάσει ποτέ και δεν κρατούσε οικονομικά αρχεία. Ποτέ δεν συγκάλεσε μια συνέλευση του εργοστασιακού συνδικάτου παρότι περιστασιακά μάζευε τους εργάτες για να περάσει μία απόφαση για την επανάσταση του Οκτώβρη ή την Πρωτομαγιά. Η εργοστασιακή επιτροπή στο Ελεκτροζαβοντ ένα μεγάλο εργοστάσιο ηλεκτρομηχανών στη Μόσχα επίσης δεν κρατούσε οικονομικά αρχεία και δεν συζητούσε τις δαπάνες του συνδικάτου με τους εργάτες.
(...)
Η κεντρική επιτροπή του Συνδικάτων των Μεταλλουργών της Ανατολής βρέθηκε μπλεγμένη σε τρομερές κατηγορίες δολιοφθοράς για ένα εργοστάσιο στο Τσελιαμπινσκ. Η NKVD σταμάτησε την κατασκευή του εργοστασίου σιδηρο-μολύβδου κατηγορώντας τους διευθυντές και τους υπεύθυνους του συνδικάτου για δολιοφθορά επειδή ξόδεψαν 400,000 ρούβλια πάνω από τον προϋπολογισμό σε εξοπλισμό αγνοώντας την τεχνική ασφάλεια.
(...)
Στο Μπριάνσκ η κεντρική επιτροπή του Συνδικάτου των Εργατών Τσιμέντου έστειλε βιαστικά έναν επιθεωρητή εργασίας στο εργοστάσιο τσιμέντου στην Αμβροσιεβκα στην περιοχή του Ντομπάς αφού ο διευθυντής και ο επικεφαλής μηχανικός κατηγορήθηκαν για δολιοφθορά μετά από μία σειρά ατυχημάτων. Ο επιθεωρητής ανέφερε ότι υπήρχαν ‘μαζικά ατυχήματα’ ‘καταστροφική κατάσταση ενδιαίτησης’ και καθόλου καθαρό πόσιμο νερό, ούτε στο εργοστάσιο ούτε στις εγκαταστάσεις των εργατών. Οι θερμοκρασίες σε ορισμένα εργοτάξια έφταναν τους 50 βαθμούς και φωτιές ξεσπούσαν συνέχεια σε όλο το εργοστάσιο. Η εργοστασιακή επιτροπή δεν έκανε τίποτε για να διορθώσει την κατάσταση. Το Συνδικάτο των Εργατών Τσιμέντου έστειλε την αναφορά του επιθεωρητή στον εισαγγελέα παροτρύνοντας τον να ασκήσει ποινική δίωξη στον διευθυντή στην περίπτωση που δεν κρατούσε την υπόσχεση του να εξαφανίσει όλα τα προβλήματα σε έναν μήνα.
(...)
Ο φόβος για έρευνα, κατηγορία και σύλληψη ώθησε τους αυτάρεσκους υπεύθυνους στο να δράσουν. Το Συνδικάτο των Μεταλλουργών του Νότου συζήτησε και σχεδίασε νέους κανόνες ασφαλείας για όλη την χώρα. Το Συνδικάτο των Εργατών Εργαλειομηχανών έλεγξε τον αυξανόμενο αριθμό ατυχημάτων και βλαβών των ματιών στο εργοστάσιο Σανκολιτ και διέταξε τον διευθυντή να τους εφοδιάσει με προστατευτικά γυαλιά, μπότες και φόρμες ασφαλείας και λοιπά. Από δω και μπρος κάθε ατύχημα στο εργοστάσιο θα γινόταν αντικείμενο έρευνας. Το Συνδικάτο  Εργατών Ηλεκτροπαραγωγικών Σταθμών απέδωσε το γεγονός ότι τα ατυχήματα στο εργοστάσιο ηλεκτροπαραγωγής  του Λένινγκραντ αυξήθηκαν στην ‘εγκληματική και περιφρονητική’ συμπεριφορά του διευθυντή και στην αμέλεια των κανόνων ασφαλείας. Υπέδειξε την αποπομπή του υπεύθυνου ασφαλείας.
(....)
Wendy Z. Goldman Terror and Democracy in the Age of Stalin – The social dynamics of repression – Cambridge University Press 2007 p. 141-143.

(Συνεχίζεται...)

Σάββατο 29 Δεκεμβρίου 2012

Η τελευταία σοβιετική χώρα

Ένα από τα πιο αγαπημένα κλισέ των αστών δημοσιολόγων που αγγίζει τις ευαίσθητες χορδές των κομμουνιστών και τις τεντώνει μέχρι του σημείου να σπάσουν, είναι αυτό που λέει ότι η ελλάδα είναι η τελευταία σοβιετική χώρα-δημοκρατία που έχει απομείνει στην ευρώπη. Συνήθως αυτές οι αξιολογικές κρίσεις είναι το ίδιο αξιόπιστες με άλλες παρόμοιες: πχ είναι τα τελευταία επώδυνα μέτρα που παίρνει η κυβέρνηση, ή είναι η τελευταία φορά που τα ψηφίζει ο τάδε βουλευτής, κτλ, που αποβάλλουν και το τελευταίο φύλλο συκής από την εγκυρότητα και τη σοβαροφάνεια όσων μας τα πλασάρουν ζεστά για να τα καταπιούμε αμάσητα. Κάτι που ουδόλως τους εμποδίζει να τα επαναλάβουν σε πρώτη ευκαιρία, προς γνώση και συμμόρφωση της κοινής γνώμης που τα εμπεδώνει δια της πλύσης εγκεφάλου και του ψεκάσματος από οθόνης. Μετά από ένα όριο πάντως, αρχίζεις να κολακεύεσαι και να το βλέπεις ως φιλοφρόνηση, ότι είσαι κάτι εξωτικό κι ιδιαίτερο, το τελευταίο στο είδος του, που τελεί υπό εξαφάνιση, σαν τους κομμουνιστές καλή ώρα. Θα σας εξαφανίσωμεν, που έλεγε κι ο μαυρογιαλούρος σε μια ατάκα που άφησε εποχή.

Αρχικά αυτή η περισπούδαστη σοφία περί σοβιετικής ελλάδας έβγαινε στην επιφάνεια στις αναλύσεις για την κρατική ιδιοκτησία στις δεκο και το διογκωμένο δημόσιο τομέα, για να προετοιμάσει το έδαφος και την κοινή γνώμη για τις απαραίτητες αλλαγές, τις αναπτυξιακές αναδιαρθρώσεις, τις περικοπές υπαλλήλων και τις αποκρατικοποιήσεις στο δημόσιο τομέα. Σταδιακά όμως άρχισε να ακούγεται για τα πάντα. Απ’ τις συντεχνίες που αντιδρούν στις αλλαγές και την πρόοδο μέχρι τους μισθούς, τις συντάξεις και κάθε άλλο δικαίωμα ή κατάκτηση του εργατικού κινήματος.

Καθώς η εξυπνάδα αυτή γινόταν δημοφιλής στα αστικά παπαγαλάκια που την επαναλάμβαναν σε καθημερινή βάση, το τηλεοπτικό κοινό άρχισε να την πιστεύει και να τη θεωρεί θέσφατο: για να το λένε όλοι, έτσι θα ‘ναι. Και εσύ μένεις στη μέση αμήχανος να κοιτάς γύρω σου να βρεις τα σοβιέτ και τα εργατικά συμβούλια που συγκροτούνται σε όργανα εξουσίας, τη γαλανόλευκη με το σφυροδρέπανο, όπως στο δίσκο του πανούση. Τους κομμουνιστές να σχηματίζουν κυβέρνηση ως όργανο της εργατικής σοβιετικής εξουσίας. Έστω το λαφαζάνη που έχει την ίσκρα των μπολσεβίκων να εφοδεύει μαζί με τον αλέξη στα χειμερινά ανάκτορα. Βλέπεις βεβαίνως το σαμαρά να τσιτάρει λένιν και το στουρνάρα να θυμάται τους μπολσεβίκους και τη διαγραφή χρέους, αλλά δεν είναι αυτό ακριβώς που περίμενες.

Το ωραίο της υπόθεσης μάλιστα είναι ότι όλα αυτά λέγονται πολλές φορές από τους ίδιους ανθρώπους που όταν μιλάνε πχ για τη δεκαετία του 40’ και τον κατ’ ευφημισμόν εμφύλιο, σπεύδουν να ανασάνουν με ανακούφιση για την ήττα των κομμουνιστών και του λαϊκού κινήματος με τη βαθυστόχαστη φράση: ευτυχώς που δεν γίναμε αλβανία! Οι ίδιοι δηλ που ευχαριστούν το θεό της ελλάδας που την προστάτεψε από τους συμμορίτες και δεν έγινε σοβιετική επαρχία, σκούζουν και διαμαρτύρονται ότι έχει απομείνει η τελευταία σοβιετική χώρα της ευρώπης.

Διότι αν είχαν κερδίσει οι κομμουνισταί, θα ‘χαμε ακολουθήσει την τύχη των λαϊκών δημοκρατιών της βαλκανικής και θα δυστυχούσαμε. Τα παληκάρια μας θα γέμιζαν τα γκουλάγκ της πίνδου και οι νιες κοπέλες θα ήταν εξαγώγιμο προϊόν στα καμπαρέ και τα στριπτιτζάδικα της ευρώπης. Δε θα ‘χε χτιστεί ο νέος παρθενώνας στις όμορφες βραχονησίδες του αιγαίου. Δε θα τρώγαμε με τα χρυσά κουτάλια του σχεδίου μάρσαλ και της ενωμένης ευρώπης.

Δε θα είχαμε νιώσει το πουλί της επανάστασης να αναγεννάται μέσα από την τέφρα του, τη νίκη της δημοκρατίας στη μεταπολίτευση και τη γλύκα της αλλαγής, με το μανωλιό να φοράει τα πράσινα. Δε θα βλέπαμε τη σοσιαλμανία του καραμανλή, την ατα του παπανδρέου και τις αυξήσεις (0+0=14%) του μητσοτάκη. Ή τον εκσυγχρονισμό του σημίτη και τη μεγάλη ιδέα των ολυμπιακών της γιάννας. Δε θα ζούσαμε το σασπένς με τα σκάνδαλα από τον κοσκωτά μέχρι τη siemens και το βατοπέδι. Δε θα είχαμε μπει στο μηχναισμό διάσωσης για να εξορθολογιστεί η οικονομία μας και να κουρευτεί σημαντικά το χρέος προς τους φιλεύσπλαχνους πιστωτές μας. Από το δυο χιλιάδες εννιά, να δεις τι σου ‘χω για μετά.

Τώρα όμως που οι κομμουνιστές δε νίκησαν με τα όπλα, μας κατέκτησαν με την πολιτική  τους, όπως οι αρχαίοι έλληνες κατέκτησαν τους ρωμαίους κατακτητές με τον πολιτισμό τους. Οι συντεχνίες είναι κράτος εν κράτει και δεν αφήνουν να προχωρήσουν οι τόσο απαραίτητες μεταρρυθμίσεις. Το κράτος στραγγαλίζει την ιδιωτική πρωτοβουλία, μπουκώνοντάς την με ζεστό χρήμα. Οι τράπεζες ασφυκτιούν κάτω από τον κρατικό παρεμβατισμό και τον εργατικό έλεγχο. Αιμορραγούν από μερικούς απατεώνες οικογενειάρχες και ανεύθυνους μικρομαγαζάτορες που δε μπορούν να αποπληρώσουν τα δάνειά τους. Οι απεργίες ρημάζουν την χώρα και στέλνουν τους βιομήχανους στη βουλγαρία –η οποία σημειωτέον ευημερεί και προοδεύει από τη στιγμή που έπαψε να είναι κομμουνιστική.

Επειδή όμως η κατάσταση είναι πολύ ζόρικη για τον περισσότερο κόσμο και δε σηκώνει πάρα πολλές πλάκες. Επειδή η σοβιετική ένωση είναι η μοναδική χώρα που η οικονομία της κι οι ρυθμοί ανάπτυξης έμειναν αλώβητοι απ το παγκόσμιο κραχ του 29’. Επειδή δεν υπήρχε ούτε ένας άνεργος και το γραφείο ευρέσως εργασίας είχε κλείσει από το 1930. Επειδή στη σοβιετική ένωση είχαν δωρεάν εξασφαλισμένα μια σειρά δικαιώματα και κατακτήσεις σε όλους τους τομείς της καθημερινής ζωής, που σήμερα μας φαίνονται άπιαστο όνειρο, και ο κόσμος μπορούσε να πατήσει γερά στα πόδια του και να σχεδιάσει το μέλλον του στοιχειωδώς. Επειδή τέλος τα κρατικά μέσα παραγωγής στο σοσιαλισμό θα είναι λαϊκή περιουσία και δε θα έχουν καμία σχέση με το σημερινό δημόσιο τομέα που λειτουργεί σα συλλογικός καπιταλιστής και ιμάντας μεταφοράς υπεραξίας στο ιδιωτικό κεφάλαιο.

Για όλους αυτούς τους λόγους, επιβάλλεται να τους βγάλουμε αυτή την πλάκα ξινή και να παλέψουμε να γίνει η ελλάδα η πρώτη σοβιετική χώρα της ευρώπης στον 21ο αιώνα, τον αιώνα της αντεπίθεσης.

Σοβιέτ ελλήνων εργατών –και των μεταναστών, που είναι ταξικά αδέρφια μας.

Πέμπτη 27 Δεκεμβρίου 2012

Τα κεραμίδια στάζουν

Τα κεραμίδια στάζουν όμορφες ανθρώπινες ιστορίες στις σελίδες του χρόνη, που εξατμίζονται με τη θέρμη του αναγνώστη και ενσταλάζουν μέσα του, για να ξαναπάρουν υγρή μορφή και να γίνουν οι χυμοί της ζωής, που σε μεθάνε όσο τους γεύεσαι και κολυμπάς μέσα τους. Αρκεί να τις διαβάσεις στη σωστή ηλικία, όπως είπε σοφά ο νεαρός κομμάντο. Γιατί αν τις ξαναπιάσεις μεγάλος –και πιο ώριμος θεωρητικά- ίσως σου φανούν ξερές και κρύες, χωρίς ροή για να διεισδύσουν στους πόρους της ψυχής σου και να την (στρ)αγγίξουν. Δε βρίσκεις καν κάποια υποψία κλονισμού, που σου είχαν προκαλέσει την πρώτη φορά, και την αναμέτρηση για την οποία είχες προετοιμαστεί ψυχολογικά.

Πολλοί σύντροφοι λοιπόν διάβασαν χρόνη μίσσιο στη σωστή ηλικία, όταν ήταν μικρότεροι, και τους σημάδεψε. Αυτό για τη δική μου γενιά σημαίνει χοντρικά πριν από καμιά δεκαριά χρόνια, πολύ μετά δηλ από την κυκλοφορία του πρώτου βιβλίου του και τον αντίκτυπο που προκάλεσε στην εποχή του. Αν είχα ζήσει εκείνη την περίοδο, πιθανότατα θα είχα κι εγώ την ίδια αντίδραση με τους συντρόφους που θεωρούν το μίσσιο ανάξιο λόγου και το έργο του προσβολή στο παρελθόν του και τη γενιά της αντίστασης συνολικά. Επειδή ωστόσο δεν ανήκω σε αυτήν τη γενιά, ένιωθα ότι υπάρχουν ανοιχτοί λογαριασμοί και μια αναμέτρηση που εκκρεμμούσε με τον χρόνη και τα βιβλία του.

Τι θα μπορούσε όμως να βρει ένας κνίτης πχ στα βιβλία του μίσσιου και να τον κερδίσει; Άβυσσος η ψυχή του συντρόφου. Γνωρίζω πχ μια φίλη και συντρόφισσα, που διαβάζοντας σε μικρή ηλικία το «καλά εσύ σκοτώθηκες νωρίς», αγάπησε το κόμμα και οργανώθηκε αργότερα στην κνε. Εγώ πάλι διαβάζοντας φαντάρος «τα κεραμίδια στάζουν» (που δεν το βρήκα στη βιβλιοθήκη του στρατού, όπως κάποιος άλλος σφος αναγνώστης), προσωρινά κλονίστηκα: λες να έχει δίκιο ότι (ξε)χάσαμε το συναίσθημα και προβάλλαμε μόνο υλικούς-οικονομικούς στόχους και αιτήματα; Και χρειάστηκε να διαβάσω σε ένα βιβλίο του ρούση(!) για την κοινωνική ατομικότητα και την ολόπλευρη ανάπτυξη της προσωπικότητας στον κομμουνισμό, όπου κάθε μέρα θα ‘ναι σαν κυριακή, για να ξανάρθω στα ίσια μου και να ανακτήσω ηθικό.

Ο σύντροφος θα μπορούσε επίσης να γοητεύσει την αναρχική πλευρά του που κρύβει μέσα του. Να ζηλέψει την (ατομική και ψευδεπίγραφη) ελευθερία να μην χρειάζεται να πείσεις κανέναν για τίποτα. Να νιώσει τον ορισμό της μοναξιάς, όταν κάποιος έχει πολλά να δώσει, αλλά δεν υπάρχει κανείς να τα πάρει. Να προβληματιστεί για τη σχέση μας με τη φύση και τον τρόπο ζωής μας γενικότερα. Ή να κλονιστεί από εκείνο το απόσπασμα για τις ώρες που χωρίζουν σαν πτώμα τη μέρα και φεύγουν κούφιες κι αδιάφορες.

Μπορεί να γελάσει πικρά με την ιστορία του τραμπούκου που χτυπούσε τους κρατούμενους και τους φώναζε: πανανθρώπινη δεν την ήθελες ρε (σσ: τη λευτεριά); Να «κολλήσει» με την κριτική στο κόμμα και την απαξίωση για την ηγεσία, χάρη στο μοναδικό μαζοχισμό του κομμουνιστή να ρουφάει σα σφουγγάρι οτιδήποτε μας ασκεί πολεμική και «μας τη λέει», για να ‘χει προσωπική άποψη και να μπορεί να το αντικρούσει. Ή να ταυτιστεί με το σύντροφο που ‘χε αϋπνίες κι είχε κρύψει το εγχειρίδιο της κομματικής σχολής, για να το διαβάζει τα βράδια και να τον παίρνει ο ύπνος στην πρώτη σελίδα.

Η απομυθοποίηση του χρόνη επέρχεται σταδιακά, από βιβλίο σε βιβλίο. Κάθε καινούρια προσπάθεια σου αφήνει την αίσθηση πως είναι ελαφρώς χειρότερη από την αμέσως προηγούμενη και εν μέρει επαναλαμβάνεται. Στο τέλος της διαδρομής μπορεί να δει κανείς πώς ξετυλίγεται το νήμα της σκέψης του συγγραφέα για να φτάσει ως τις τελικές του συνέπειες.

Στο πρώτο βιβλίο (καλά εσύ σκοτώθηκες νωρίς) ακούμε το πικρό τραγούδι της ήττας με τις εξίσου στυφές αναμνήσεις από φυλακές κι εξορείς και τα πικρόχολα σχόλια για τα λάθη και τις ανεπάρκειες του κινήματος. Και από εκεί στο χαμογέλα ρε τι σου ζητάνε, όπου το μοτίβο είναι παρεμφερές, αλλά ο μίσσιος χαμογελά αναδρομικά και συμφιλιώνεται με τους βασανιστές του, ενώ συμπεραίνει πως η επανάσταση είναι προσωπική υπόθεση.

Ήδη στο δεύτερο βιβλίο αχνοφαίνεται η τομή σε ύφος και περιεχόμενο που θα ακολουθήσει στο επόμενο (τα κεραμίδια στάζουν). Εκεί η σκέψη του χάνεται στα παιδικά του χρόνια και το κοινοτικό κεκτημένο που εξαφανίζεται, αναπολώντας μέχρι και το μπουρδέλο της γειτονιάς του που τον μύησε στην τέχνη του έρωτα. Διακηρύσσει με το δικό του τρόπο –εν έτει 1991- το τέλος των ιδεολογιών, της πολιτικής και των κομμάτων και τα αντικαθιστά με τα χάδια και τον έρωτα, γιατί η επανάσταση δεν είναι εξέγερση, αλλά διέγερση. Λέει ότι ο σοσιαλισμός κατέρρευσε σα δεινόσαυρος αφήνοντας πίσω του μια μαύρη τρύπα, για να καταλήξει στο εμβριθές συμπέρασμα ότι το εαμικό κίνημα έχασε επειδή πρόδωσε τον πόθο και την ελπίδα του λαού για σεξουαλική απελευθέρωση.

Γράφει ότι η βία είναι η μαμή της εξουσίας. Ότι ο μαρξ πηδούσε κρυφά την υπηρέτριά του και δεν κατάφερε να απελευθερώσει ούτε τον εαυτό του. Και λυπάται για τον όουεν, τον προυντόν και τον μπακούνιν, που δεν τους αφήσαμε να φέρουν στην επανάσταση το άρωμα της ευαισθησίας και της φαντασίας. Θεωρεί ότι ο πολιτισμός γεννιέται από τις ανάγκες ανεξάρτητων παραγωγών (με άλλα λόγια σε καπιταλιστικά πλαίσια) κι όχι ενταγμένων σε πλάνα παραγωγής. Αλλού υποστηρίζει ότι η μόνη πηγή πολιτισμού είναι ο έρωτας, αλλά τις περισσότερες φορές τον θεωρεί πηγή καταστροφής και δυστυχίας, διακηρύσσοντας σε όλους τους τόνους το αναρχικό σύνθημα «επιστροφή στη φύση».

Κι έτσι περνάει στο τέταρτο βιβλίο του (το κλειδί είναι κάτω από το γεράνι) και μας παρουσιάζει την αναρχική του ευτοπία, όπου βρίσκουν δικαίωση τα ιδανικά που περιγράφει. Οι ήρωες του βιβλίου –μεταξύ άλλων κι ο μαοϊκός με ισχυρά παλαιοκομμουνιστικά κατάλοιπα, που τον εμποδίζουν να χαρεί όπως οι άλλοι τη ζωή και τον έρωτα- ζουν ευτυχισμένοι σε κάποια παραδεισένια νησίδα, και πίνουν διάφορα μαντζούνια με μαγικές ιδιότητες, για να καταπολεμήσουν το γήρας, την απληστία της πολυεθνικής άρπα-κόλα και τις κρατικές δυνάμεις καταστολής.

Η μυθοπλασία του μίσσιου αρχίζει να κινείται στα όρια της μεταφυσικής, γιατί δε μπορεί να πιάσει πουθενά το νήμα της πραγματικότητας. Όπως είχε δηλώσει και ο ίδιος εξάλλου στην κρατική τηλεόραση, σε μια από τις τελευταίες του συνεντεύξεις, σταμάτησε να γράφει βιβλία, γιατί δεν έβλεπε πουθενά ένα μέρος για να τοποθετήσει τους ήρωές του. Κι αυτό γίνεται εμφανές στο τελευταίο του βιβλίο, που χλευάζει το τελευταίο επίτευγμα των επιστημόνων να παρασκευάσουν ντομάτα με γεύση μπανάνας, υποκαθιστώντας τη φύση, αλλά δεν έχει την έμπνευση των προηγούμενων.

Παράλληλα γίνονται φανερά τα όρια και οι αντιφάσεις του μίσσιου. Η αγάπη του για τον άνθρωπο και τους χυμούς της ζωής, τον οδήγησε να εγκαταλείψει τα κοινά και να γίνει τρόπον τινά ερημίτης στο καπανδρίτι, σε μια τυπική –και όχι διαλεκτική- άρνηση του πολιτισμού ως πηγής δυστυχίας, που θα έλεγε κι ο φρόιντ –αν και όχι με απόλυτη συνέπεια, καθώς η κυρά-ρηνιώ του είχε πάρει ένα κινητό για να μπορεί να τον βρίσκει...
Κι η σεξουαλική επανάσταση ήρθε χωρίς να απελευθερώσει τον άνθρωπο ούτε απ’ τον πουριτανισμό ούτε από τη συναισθηματική αποξένωση και τις δομές του συστήματος, στις οποίες ενσωματώθηκε με χαρακτηριστική ευκολία.

Ο μίσσιος ομολογεί οικειοθελώς την χρεοκοπία των ιδανικών που οι βασανιστές του τον πίεζαν να αποκηρύξει. Καταλήγει να πει με το δικό του τρόπο «ευτυχώς ηττηθήκαμε σύντροφοι» κι ότι αυτός ο αγώνας έγινε για ένα πουκάμισο αδειανό. Οι απολίτικες αλήθειες του δεν απειλούν το σύστημα. Είναι εύκολες, ρηχές, στρογγυλεμένες, τόσο ώστε να χωράνε ακόμα και στην τελευταία ταινία του παπακαλιάτη.

Αυτό ωστόσο ουδόλως φαίνεται να απασχολεί τους διάφορους υμνητές του, που αντί να σκεφτούν ότι κάτι πάει στραβά όταν σε επαινεί ο αντίπαλός σου, αναγνωρίζουν ως τέτοιο το ριζοσπάστη και το κκε. Κι επαινούν με τη σειρά τους το μίσσιο, απλά και μόνο εξαιτίας της αναφοράς του ρίζου στο θάνατό του. Η οποία παρά την χοντροκομμένη της διατύπωση, δε λέει παρά μια αδιαμφισβήτητη αλήθεια. Ότι ο μίσσιος δεν πίστευε στην ταξική πάλη.

Τα ίδια τα βιβλία του αποτελούν αδιάψευστο μάρτυρα για του λόγου το αληθές. Κι είναι κάτι που θα το παραδεχόταν κι ο ίδιος. Και πρέπει να το αναγνωρίσουν όλοι όσοι ομνύουν στην ταξική πάλη και την αναγκαιότητά της, ανεξαρτήτως αν γοητεύτηκαν κάποτε από την αναρχική αύρα του χρόνη. Αν δεν το κάνουν, κρύβονται απλώς πίσω από το δάχτυλό τους και το υψώνουν προκλητικά στην κοινή λογική και τη νοημοσύνη μας.

Όχι ο νεκρός δε δεδικαίωται πάντα. Ιδίως όταν με το έργο του ακυρώνει –όχι τόσο τις «κομματικές γραφειοκρατίες», όπως θα πίστευε- αλλά τη στάση ζωής όσων αντιστάθηκαν και αγωνίστηκαν. Κι ανάμεσα σε αυτές και τη δική του, σε πρώτη φάση.

Τρίτη 25 Δεκεμβρίου 2012

Το (τ)έλος του κόσμου

Στον κόκορα του αρκά, οι ήρωες του κόμικ συσκέπτονται γύρω από το χνάρι μιας μεγάλης πατημασιάς και αποφαίνονται ότι αποκλείεται το τέλος του κόσμου να ‘ρθει με τα πόδια. Ενώ στον αστερίξ του γκοσινί, το μόνο που φοβάται ο ατρόμητος αρχηγός του χωριού μαζεστίξ (ή μοναρχίξ, ή χοντρομπαλίξ –δεν τα χαλάσουμε εκεί τώρα) είναι μην τυχόν του έρθει ο ουρανός στο κεφάλι. Περίπου όπως την πατήσαμε και εμείς δηλ, που μας ήρθε ο ουρανός σφοντύλι, ενώ επιχειρούσαμε την επουράνια έφοδο. Κι έτσι ήρθε το τέλος του νέου κόσμου, του σοσιαλισμού, που θέλησαν να μας το πλασάρουν ως το τέλος της ταξικής πάλης και γενικώς κάθε αγώνα για μια κοινωνία χωρίς εκμετάλλευση. Κι όσοι το ‘βλεπαν να ‘ρχεται και προβληματίζονταν αλλά δε μιλούσαν, μάλλον ένιωσαν πριν το τέλος πως μοιάζει η σιωπή με αγάπη μεγάλη και προτίμησαν να κρατήσουν ενός λεπτού σιγή για την αλεξάνδρεια που χάναμε.

Πώς να φοβηθούν λοιπόν το τέλος του κόσμου οι σύντροφοι, όταν έχουν ζήσει το τέλος της ιστορίας και των ιδεολογιών και κατάφεραν να παραμείνουν αλύγιστοι, κόντρα στο ρεύμα της εποχής; Ό,τι αρχίζει ωραία τελειώνει με πόνο, οι καρδιές των συντρόφων το ξέρουνε μόνο...
Γιατί όμως έπρεπε να είναι τόσο άδοξο το τέλος; Και μήπως στην πραγματικότητα είχε επέλθει νωρίτερα; Περίπου όπως στο όριαν εξπρές της αγκάθα κρίστι, όπου κάθε επιβάτης περνούσε απ’ την καμπίνα του θύματος κι έριχνε μια μαχαιριά εν είδει ενόρκου, χωρίς κανείς να γνωρίζει ποιο ήταν το αποφασιστικό χτύπημα που επέφερε το θάνατο. Η μονοπρόσωπη διεύθυνση, ή η εδαφική συγκρότηση των σοβιέτ, ή το εικοστό συνέδριο, ή η υποτίμηση της υποδιαίρεσης Ι, ή η περεστρόικα, ή...

Σε τελική ανάλυση οι αιτίες καθορίζονται από την παραγωγή και την οικονομική βάση. Αλλά οι αποφάσεις κι οι κατευθύνσεις που θα δοθούν είναι θέμα αρχών και βασικά της αρχής, δηλ της (πολιτικής) εξουσίας. Η αρχή και η κατάληψή της από την εργατική τάξη και την πολιτική της πρωτοπορία είναι το ήμισυ του παντός, αλλά δεν είναι το παν, γιατί μπορεί να αποσπαστεί και να αυτονομηθεί από τις μάζες κι αυτό να λειτουργήσει μακροπρόθεσμα εις βάρος τους.

Η εξουσία δεν είναι κάποιο φετίχ, που ικανοποιεί την αρχομανία μας, αλλά ένα απλό μέσο που υποτάσσεται διαλεκτικά στον τελικό σκοπό. Μ’ άλλα λόγια η αρχή (δηλ η εξουσία) υπηρετεί ένα τέλος (δηλ κάποιο σκοπό). Τα μέσα παίζουν τον ιστορικό τους ρόλο και βρίσκουν την τελείωσή τους στην εκπλήρωση του επιδιωκόμενου σκοπού, χωρίς να τον υποκαθιστούν.

Οι αναρχικοί απορρίπτουν από θέση αρχής κάθε αρχή που εξουσιάζει και θέλουν να πετάξουν πάνω από την πραγματικότητα και όλες τις ενδιάμεσες πίστες, για να φτάσουν κατευθείαν στο τέλος της κοινωνικής εξέλιξης και τον ώριμο κομμουνισμό, προδίδοντας έτσι την μικροαστική τους ανυπομονησία.
Η άλλη όψη του ίδιου νομίσματος απολυτοποιεί τη σημασία του μεταβατικού διαστήματος και την αόριστη κίνηση (για την κίνηση), καθώς ο τελικός σκοπός δεν είναι τίποτα. Ή όπως λέει και ο πι-πι στην επιστροφή στο μέλλον, ο κομμουνισμός είναι σαν την τελική γραμμή του ορίζοντα που όσο πλησιάζουμε, αυτή απομακρύνεται. Εδώ είναι το ταξίδι. Το οποίο αρχίζει και τελειώνει σε καπιταλιστικό έδαφος, με ευθύγραμμες ομαλές μεταρρυθμίσεις, χωρίς επαναστατικά άλματα και κενά αέρος.

Και στις δυο περιπτώσεις το αποτέλεσμα είναι μια άσκοπη κίνηση χωρίς αρχή και τέλος, που καταλήγει σε μηδενικό πηλίκο. Κι η σοβιετική περιπέτεια εκεί δεν οδήγησε όμως; Και ναι και όχι. Σε κάθε περίπτωση όμως, καλύτερα να έχουμε ένα επώδυνο τέλος, παρά μια οδύνη χωρί τέλος και διέξοδο, που θυμίζει τη μέρα της μαρμότας.

Έτσι βρισκόμαστε ξανά στην αφετηρία, όπως στο μαρτύριο του σισσύφου, να περιμένουμε τον αδύναμο κρίκο να κάνει την αρχή, για να ακολουθήσουν οι υπόλοιποι. Και να την πατάμε σαν αρχάριοι, για να ξαναβρεθούμε στο ίδιο σημείο και να καλούμε τον κόσμο να οργανωθεί για να δώσει μια πρώτη απάντηση στην επίθεση που υφίσταται. Που αν έχεις θητεύσει έστω και λίγο στον χώρο, έχεις μετρήσει μερικές δεκάδες πρώτες απαντήσεις κι αναρωτιέσαι πότε επιτέλους θα προχωρήσουμε παρακάτω στη δεύτερη ερώτηση –αφού καλά τα λέμε στη θεωρία, γιατί να κολλάμε στην πράξη;

Κι έτσι κάθε καινούρια απάντηση γίνεται η πρώτη απάντηση της υπόλοιπης ζωής μας, μέχρι να φτάσει ο κόμπος στο μη περαιτέρω. Όχι με την έννοια της εσχατολογίας, για την καταστροφή που μας απειλεί κι όταν έρθει, θα πούμε σαν προφήτες «εμείς τα λέγαμε» και θα πανηγυρίζουμε δικαιωμένοι που ο λαός δεν έβγαλε συμπεράσματα. Αλλά με τη λογική ότι θα αντιδράσει και θα βγει μπροστά. Και τότε οι έσχατοι έσονται πρώτοι και η πρώτη απάντηση θα γίνει ο τελευταίος λόγος του κινήματος, που θα πάρει τα πράγματα απ’ την αρχή και θα καταλάβει επαναστατικά την πολιτική αρχή, δηλ την εξουσία, για να φτάσει στον τελικό σκοπό. Που δε θα ‘ναι απλώς το τέλος της ανθρώπινης προϊστορίας, αλλά και η αρχή της πραγματικής ιστορίας του είδους μας, γιατί κάθε τέλος είναι και μια καινούρια αρχή. Αν και σήμερα έχουν αντιστραφεί τα πράγματα.

Γιατί η αναρχία που οραματίζεται ρομαντικά την επιστροφή μας στην απαρχή του κόσμου και την πρωτόγονη «κοινωνία», πριν μας χαλάσει ο πολιτισμός και αλλοιωθεί η ανθρώπινη ουσία μας, βαδίζει χέρι-χέρι με την αναρχία στην καπιταλιστική παραγωγή που έχει ως μοναδική της αρχή το κυνήγι του μέγιστου κέρδους. Η αστική ρωσία του γέλτσιν ήταν εξάλλου αυτή που αποκατέστησε ιστορικά την εξέγερση της κρονστάνδης. Προχώρησε όμως στην μετονομασία της οδού κροπότκιν, ο οποίος ήταν έντιμος αναρχικός και είχε καλές σχέσεις με το λένιν και με τους μπολσεβίκους.

Αυτή η απουσία κάθε αρχής λοιπόν, πλην της επιδίωξης του μέγιστου κέρδους, είναι αυτή που καθιστά αναπόφευκτο το τέλος του κόσμου. Μπορεί αυτό να μην ήρθε την παρασκευή, στις 21 του μηνός, αλλά αν συνεχίσουν έτσι τα πράγματα, η μέρα εκείνη δε θα αργήσει. Ο επίλογος θα γραφτεί πιθανόν από κάποια οικολογική καταστροφή, που πλησιάζει ολοένα και περισσότερο ως ενδεχόμενο. Κι αυτό θα έρθει ως επιστέγασμα στο τέλος του κόσμου όπως τον γνωρίζουμε, και πρωτίστως του κόσμου της εργασίας, με την πλήρη απαξίωση και εξαθλίωση της βασικής παραγωγικής δύναμης, που είναι ο άνθρωπος. Το «τέλος της ιστορίας» σήμαινε ότι έπρεπε να τελειώνουμε με το κράτος πρόνοιας, τις σταθερές σχέσεις εργασίας και γενικώς κάθε δικαίωμα που κατέκτησε το εργατικό κίνημα κατά τον εικοστό αιώνα.

Σήμερα που το σύστημα έχει βαλτώσει στα αδιέξοδά του κι επιχειρεί να μας πνίξει στα απόνερά του, μόλις 23 χρόνια από την πανηγυρική διακήρυξη του τέλους της ιστορίας, οι αστοί θερίζουν ό,τι έσπειραν: μεσαιωνικό σκοταδισμό σε συσκευασία ετε (ενώ η ανεργία και η φτώχια θερίζουν αδιακρίτως νέους και περήφανα γηρατειά). Κι ο κόσμος ψάχνει απεγνωσμένα μια διέξοδο στη μετά θάνατον παρηγοριά της θρησκείας, ενώ φαίνεται σχεδόν να επιθυμεί μαζοχιστικά το τέλος της εγκόσμιας πραγματικότητας –ίσως κάποιοι να απογοητεύτηκαν κιόλας που δεν ήρθε. Αυτή θα είναι κι η τελική του καταδίκη, όσο δε βάζει ένα τέλος (όχι στον κόσμο, αλλά) στις αυταπάτες του, για να πάρει την κατάσταση στα χέρια του και να δώσει τη δική του αυτοεκπληρούμενη προφητεία για το τι μέλλει γενέσθαι.


Κυριακή 23 Δεκεμβρίου 2012

Μαργαριτάρια στο βυθό που ‘ναι κρυμμένα

Περνάμε στο τρίτο μέρος με τις ερωτήσεις του κοινού και τις απαντήσεις του μαργαρίτη.
Η πρώτη ερώτηση που δέχτηκε ήταν για την εναλλαγή βρετανίας και ηπα στην καθοδήγηση και χρηματοδότηση του «εθνικού στρατού» στον εμφύλιο. Η ελλάδα ήταν σημαντικός κόμβος στο δρόμο προς την ανατολή (ινδία, κτλ) αλλά ήταν το πρώτο σημείο από το οποίο άρχισε να ξηλώνεται η βρετανική αυτοκρατορία, γιατί δε μπορούσε να αντέξει οικονομικά τον επικείμενο  πόλεμο. Αυτό το δηλώνει επίσημα τον νοέμβρη του 46’, ένα μήνα μετά την ίδρυση του δσε και αποσύρεται για να πάρουν τη σκυτάλη οι αμερικανοί, με το δόγμα τρούμαν να είναι το πρώτο κείμενο-εφαρμογή της νέας κατάστασης.

Στη συνέχεια του ζητήθηκε να κατονομάσει το συνάδελφό του που ήταν υπεύθυνος για κάποιο συγκεκριμένο αστικό μύθο (δυστυχώς δε μπόρεσα να ακούσω ποιον ακριβώς) και είπε ότι είναι κάπως δύσκολη η θέση του, γιατί την επόμενη βδομάδα (δηλ κάπου στα μέσα νοέμβρη) θα πήγαινε σε ένα συνέδριο προς τιμήν του μαρατζίδη (έτσι μας αποκάλυψε εμμέσως την ταυτότητά του), όπου αν σημείωσα καλά θα ακούσει μια εισήγηση για το κατύν. Αν και αυτό που ενδιαφέρει το μαρατζίδη και τους ομοίους του –κι εδώ βρίσκεται η ουσία- δεν είναι μόνο το κατύν, αλλά κάτι πολύ πιο φιλόδοξο: η αναψηλάφηση της δίκης της νυρεμβέργης, που αποτελεί το ουσιαστικό διακύβευμα, πίσω από την υπόθεση του κατύν.

Σχετικά με τη βοήθεια στο δσε και το ρόλο των σοβιετικών, είπε ότι η στάση τους ήταν πολύ προσεκτική, καθώς οι βρετανοί είχαν καταστήσει σαφές πως θα θεωρούσαν την επικράτηση των κομμουνιστών στην ελλάδα casus belli και πιθανή αφορμή έναρξης του 3ου παγκοσμίου πολέμου, ενώ η εσσδ ακόμα επούλωνε τις πληγές της από τον προηγούμενο. Γι’ αυτό και δεν προχώρησαν στην επίσημη αναγνώριση της κυβέρνησης του βουνού, αλλά παρείχαν βοήθεια μέσω των λαϊκών δημοκρατιών και των γειτονικών κκ –όπως έκαναν δηλαδή με την ισπανία, όπου η βοήθεια ήταν ως ένα βαθμό διακρατική, αλλά κυρίως διαμέσου της κομιντέρν και των διεθνών ταξιαρχιών.
Το πρόβλημα με τη σοβιετική βοήθεια δεν ήταν πως δεν υπήρχε, αλλά η αδυναμία προώθησής της στο νότο, λόγω και της ελληνικής γεωγραφίας, που άφησε ουσιαστικά άοπλο τον δσε στην ρούμελη και την πελοπόννησο. Οι σοβιετικοί συνεπώς εξάντλησαν τα περιθώρια που είχαν για παροχή βοήθειας, χωρίς να διακινδυνεύσουν ένα νέο πόλεμο.

Σε αντίστοιχη ερώτηση για το ρόλο των άγγλων, απάντσε πως ήταν επί της ουσίας ο ένας από τους δυο στρατούς που πολέμησε στα δεκεμβριανά (ο άλλος ήταν ο ελας) κι ότι αν είχαν φέρει στην ελλάσα τις ίδιες δυνάμεις και το 40-41’, οι γερμανοί θα τα είχαν βρει σκούρα στην επέλασή τους στο ελληνικό έδαφος. Ανέφερε επίσης κάποια καινούρια στοιχεία που ήρθαν στο φως απ’ τα αρχεία του bbc για το βομβαρδισμό της αθήνας και ένα παράδειγμα για τον αμελητέο ρόλο που έπαιξαν στην απελευθέρωση της θεσσαλονίκης, όπου μας είχαν παραδώσει για το αβέρωφ πυροβόλα χωρίς οβίδες.

Ρωτήθηκε επίσης σχετικά με το αντιρατσιστικό μέτωπο κι είπε ότι οι μετανάστες είναι κομμάτι της εργατικής τάξης, που πρέπει να αντιπαλέψει από ισότιμες θέσεις τον ιμπεριαλισμό που το έφερε εδώ και την εγχώρια πλουτοκρατία, και όχι κάτι διαφορετικό από εμάς, μια φυλή άλλου χρώματος που χρήζει μιας αστικού τύπου φιλανθρωπίας. Ο ρατσισμός επιδιώκει να διασπάσει το εργατικό κίνημα και να μας φέρει όλους στην θέση του ξένου, ανασφάλιστου εργάτη, χωρίς ουσιαστικά δικαιώματα. Στο τέλος έκανε και ένα δηκτικό σχόλιο για τον τυχοδιωκισμό εκείνων των οργανώσεων, που εκθέτουν τους μετανάστες, για να τους χρησιμοποιήσουν πολιτικά.

Μια συντρόφισσα από το κοινό ρώτησε για τη διαφορά στα οικονομικά του ελας και του εδες, και πως αν είναι αλήθεια ότι όσοι κατατάσσονταν στον δεύτερο αμείβονταν με μια χρυσή λίρα, το πραγματικό ερώτημα που πρέπει να μας απασχολεί είναι από πού προήλθαν αυτά τα λεφτά κι όχι οι πόροι του εαμ.

Ο μαργαρίτης έδωσε εισαγωγικά κάποιες πληροφορίες για την άφιξη της κυβέρνησης "εθνικής ενότητας" του παπανδρέου και τον φόβο των στελεχών της να κατέβουν στον πειραιά, προτού συγκεντρώσουν μερικές πληροφορίες για τις διαθέσεις του κόσμου. Γι’ αυτό κατέβηκαν από το πλοίο με μία μέρα καθυστέρηση, στις 18 οκτώβρη, με το πρόσχημα ότι η 17η ήταν γρουσούζικη μέρα!

Την πρώτη εβδομάδα το εαμ ήταν κυρίαρχο, ενώ υπήρχαν μόνο διακόσιοι βρετανοί, που είχαν ως πρώτο τους μέλημα να αναζητήσουν τα έπιπλα της βρετανικής πρεσβείας... Τα γραφεία του εαμ βρίσκονταν στην οδό κοραή, ενώ αυτά του κουκουέ στην πλατεία συντάγματος, εκεί όπου σήμερα βρίσκεται το υπουργείο οικονομικών.

Οι προκλήσεις άρχισαν μετά τις 9 νοέμβρη και την άφιξη της ορεινής ταξιαρχίας απ’ την ιταλία. Ο μαργαρίτης αναφέρθηκε και στο δικαιολογημένο δισταγμό του ελας να αναλάβει την πολιτική ευθύνη να ανατινάξει το μεγάλη βρετανία, με τόσους ηγέτες και διπλωμάτες διεθνούς εμβέλειας, που ήταν χοντρή υπόθεση –και πολύ χοντρή μάλιστα, αν συνυπολογίσει κανείς την παρουσία του τσώρτσιλ.

Όσο για τις απειλές προς όσους κατατάσσονταν εθελοντικά στον ελας ότι θα πεινάσουν και θα είναι ξιπόλυτοι, ο ελάς δεν άφησε ποτέ τους στρατιώτες του ξιπόλυτους, όπως έκανε ο εθνικός στρατός με τους δικούς του στην αλβανία. Μπορεί να μην είχαν κανονικά άρβυλα, αλλά ο λαός τους προμήθευε με γουρουνοτσάρουχα.

Ο ελάς και το εαμ μπορούσαν να υπολογίζουν σε ευρύτατη λαϊκή στήριξη. Φορολογούσαν τα αγροτικά προϊόντα με 10% και με αυτά τα έσοδα συντηρούσαν μια ολόκληρη κρατική μηχανή, ενώ η φορολογία των κατοχικών κυβερνήσεων κυμαινόταν από 25 έως 34% αλλά χρειάζονταν επιπλέον γερμανικό και βρετανικό χρήμα, γιατί τα υπόλοιπα χάνονταν στη διαφθορά.

Ο μαργαρίτης μίλησε επίσης για την οργάνωση χι, που είχε ως αποκλειστικό στόχο της την καταπολέμηση του κομμουνισμού, συνεργαζόταν με συμβούλους του παπανδρέου και είχε άριστες σχέσεις με όλο το φάσμα του αστικού πολιτικού κόσμου, ο οποίος την περιέβαλε με εμπιστοσύνη. Αυτό της επέτρεψε να αναλάβει μια σημαντική αποστολή, όπως τη μεταφορά του αγγλικού οπλισμού στα αστυνομικά τμήματα. Επειδή όμως οι χίτες ήταν πρόθυμοι να πουλήσουν και τη μάνα τους προκειμένου να βγάλουν χρήματα, συμφώνησαν να πουλήσουν ένα μέρος αυτού του οπλισμού και στον ελας. Μόλις ανακαλύφτηκε αυτό το κύκλωμα, οι γερμανοί προχώρησαν σε αντίποινα, που οδήγησαν και στο ολοκαύτωμα στο κορωπί στις 8 οκτώβρη, το τελευταίο στον ελλαδικό χώρο, πριν από την αποχώρηση των γερμανών από την ελλάδα.
Στη συνέχεια η χι ανέλαβε την αναδιανομή της ανθρωπιστικής βοήθειας του ερυθρού σταυρού. Και είναι γνωστές αρκετές περιπτώσεις ατόμων που εκμεταλλεύτηκαν την κατάσταση για να γιγαντώσουν την περιουσία τους.

Η τελευταία ερώτηση ήταν σχετικά με την υποτιθέμενη μοιρασιά της χαρτοπετσέτας και το περίφημο ραβασάκι του τσώρτσιλ στο στάλιν με τα ποσοστά και τις σφαίρες επιρροής. Ο μαργαρίτης λέει ότι οι άγγλοι έχουν πράγματι ένα χαρτάκι με τα γράμματα του τσώρτσιλ και κάποια τσεκαρισμένα ποσοστά (αν και ο στάλιν γενικά επικύρωνε με την υπογραφή του κι όχι με τσεκ). Αλλά αυτό δεν επιβεβαιώνεται από τους σοβιετικούς. Και η μοναδική πηγή είναι τα απομνημονεύματα του τσώρτσιλ, ο οποίος διηγείται ότι αμέσως μετά το ραβασάκι, ένιωσε τύψεις, γιατί αυτοί έπιναν τσάι μοιράζοντας τον κόσμο, ενώ οι μάχες στο μέτωπο μαίνονταν, κρατώντας για τον εαυτό του το ρόλο του καλού, ευαίσθητου ιμπεριαλιστή.

Πέρα από τα χαρτάκια και τις ιστορίες όμως, αυτό που είναι αδιαμφισβήτητο είναι ότι οι άγγλοι είχαν θέσει σαφή όρια με περιοχές που θεωρούσαν ζωτικής σημασίας κι η ελλάδα ήταν πρώτη σε αυτή τη λίστα.

Μπορείτε να δείτε στα σχόλια σε ατελή μορφή και ένα προσχέδιο με σημειώσεις που είχα κρατήσει πέρσι για το δεύτερο μέρος της εκδήλωσης του ρεύματος με το μαργαρίτη για τα 70χρονα του εαμ -αν αυτό έχει πλέον κάποια αξία.

Σάββατο 22 Δεκεμβρίου 2012

Το δεύτερο μέρος με το Μαργαρίτη

Με κάποια καθυστέρηση η κε του μπλοκ ολοκληρώνει με δυο συνέχειες, σήμερα και αύριο, την παρουσίαση της εισήγησης του μαργαρίτη και των ερωτοαπαντήσεων που ακολούθησαν, από την σχετική εκδήλωση του προηγούμενου μήνα. Εδώ μπορείτε να θυμηθείτε το πρώτο μέρος.

Είχαμε κλείσει το πρώτο μέρος με τη σημείωση ότι μεταπολιτευτικά ο αντικομμουνισμός στην ιστοριογραφία, τίθεται σε νέες βάσεις και γίνεται πιο εκλεπτυσμένος και «επιστημονικός». Μια τέτοια εκλεπτυσμένη μορφή αντικομμουνισμού ασκήθηκε και από τις εκπομπές που πρόβαλλε καθημερινά η ετ-1 για τη δεκαετία του 40’, οι οποίες προέρχονται ως επί το πλείστον από την περίοδο κατά την οποία κυβερνούσαν οι εκπρόσωποι των μη προνομιούχων, που λεηλάτησαν και διαπόμπευσαν την ιστορία της αντίστασης. Σε κάποια απ’ αυτές τις εκπομπές προβλήθηκε η εθνική αντίληψη περί αντίστασης, κατά την οποία η οργάνωση που σήκωσε το κύριο βάρος του αγώνα ήταν η πεαν. Η οποία το 42’ ανατίναξε τους φασίστες που ετοιμάζονταν να φύγουν για το ρωσικό μέτωπο και να πολεμήσουν με τους γερμανούς, αλλά δυο χρόνια αργότερα ήταν μια τελείως διαφορετική οργάνωση, που οι δυνάμεις της επάνδρωναν τα τάγματα ασφαλείας. Η εξύμνησή της κατά συνέπεια ακολουθεί τη θεωρία των άκρων και της καταπολέμησής τους, (τόσο των ναζί όσο και των κομμουνιστών).

Σε μια άλλη εκπομπή υποστηρίζεται ότι ο βασικός οργανωτής των μεγάλων κινητοποιήσεων της αθήνας ήταν –όχι ασφαλώς το εαμ- αλλά ο τσιγάντες, που είχε έρθει ως πράκτορας των άγγλων για να οργανώσει το κατασκοπευτικό τους δίκτυο, ενώ συνεργάστηκε παραπλεύρως με τον άγγελο έβερτ, το διευθυντή της αστυνομίας πόλεων, που διακινούσε στα κρυφά –λέει- προκηρύξεις, για εκείνες ακριβώς τις κινητοποιήσεις που ματοκυλούσε η αστυνομία! Την ίδια στιγμή δε γίνεται καμία αναφορά στο μηχανοκίνητο τάγμα των μπουραντάδων, που έπαιρνε ενεργά μέρος στα μπλόκα κ τις αιματηρές επιχειρήσεις των κατακτητών –λες και δεν τελούσε υπό την εποπτεία του έβερτ.

Αναφέρονται συχνά οργανώσεις όπως προμηθέας, μίδας, κτλ που λειτουργούσαν με τις χρυσές λίρες των άγγλων αλληλέγγυοι πλούσιοι και καλλιτέχνιδες πόρνες που δεν άφησαν αδοκίμαστο κρεβάτι ιταλού και γερμανού αξιωματικού και γίνονταν θυσία για το καλό της πατρίδας. Επίσης μαθαίνουμε ότι τις ανατινάξεις στα τέμπη τις έκαναν οι βρετανοί (μόνο στα βιβλία μαθαίνουμε τελικά ποιος πολέμησε τους γερμανούς).

Τις λίγες φορές που αναφέρεται ο ελας, μπαίνει πάντα δίπλα του και ο εδες του ζέρβα, που λειτουργούσε μάλλον σαν εγκληματική οργάνωση –όπως προκύπτει ακόμα και από τις δικές τους μαρτυρίες. Το εαμ περιγράφεται ως «δικτατορία της αριστεράς», όπου δυσφορούσε κάθε ευυπόληπτος πολίτης, ενώ υπάρχει ειδική αναφορά και στο μάριο χάκκα, (το συγγραφέα του τουφεκιοφόρου του εχθρού), απλώς επειδή ήρθε σε σύγκρουση με τον κομματικό μηχανισμό του κκε, και έγραψε για το μάταιο των επιλογών του. Εν κατακλείδι, η ταπείνωση του λαού πρέπει να περάσει μέσα από την ταπείνωση της ιστορίας του.

Ο μαργαρίτης συνέχισε επισημαίνοντας διάφορους δημοφιλείς ακαδημαϊκούς αστικούς μύθους για τη δεκαετία του 40’, χωρίς να θίγει ωστόσο ονόματα συναδέλφων του.
Κάποιοι εξ αυτών επιχειρούν να αποδείξουν ότι οι γερμανοί –παρά τις αρνητικές συνέπειες της κατοχής- κατάφεραν να νοικοκυρέψουν την οικονομία και να πετύχουν ένα μικρό οικονομικό θαύμα. Άλλοι προβάλλουν τους ήρωες της εαμικής αντίστασης σε μόνιμη αντιδικία με το κκε –ο άρης βελουχιώτης γίνεται κατεξοχήν γνωστός με αυτήν την ιδιότητα κι όχι ως αρχικαπετάνιος του ελας που ήταν δημιούργημα του κκε. Περίοπτη θέση καταλαμβάνουν κι οι αναλύσεις για το στάλιν και τη σοβιετική ένωση, που ξεπουλάν σε τιμή ευκαιρίας κάθε είδους επανάσταση –τους κινέζους, τους έλληνες και τους ισπανούς αντιφασίστες- αλλά και για το κκε που ξεπουλάει σαν ιδανικός μεταπράτης τον ελληνικό λαό.

Όλα αυτά αντικειμενικά κι επιστημονικά. Με τη λογική, έτσι είναι επειδή έτσι νομίζουμε. Και με εξαιρετικά πλούσιες πηγές, που είναι οι εξής δύο: τα βρετανικά αρχεία –που είχε την καλοσύνη να δώσει στη δημοσιότητα το φόρειν οφις-, και τις μαρτυρίες των γερμανών επιτετραμμένων επί κατοχής. Υπάρχουν επίσης οι μαρτυρίες των 25χρονων βρετανών αξιωματικών, με ειδική αποστολή από το λονδίνο, που βρέθηκαν να πολεμάν στο πλευρό κάποιου συναγματάρχη πχ του ελας και βαφτίστηκαν πχ ταξίαρχοι επειδή έπρεπε να είναι ανώτεροί του. Όσα λένε αυτοί θεωρούνται θέσφατα. Ενώ οι μαρτυρίες της άλλης πλευράς δεν είναι παρά κάτι απολογητικά κείμενα ανθρώπων που θέλουν να σώσουν το τομάρι τους.
Κι αν αυτό δεν είναι άκρατος υποκειμενισμός, τότε δεν υπάρχει ιστορική επιστήμη.

Σε αυτά τα πλαίσια ο μαργαρίτης σχολίασε και την κλασική οπτική του αριστερισμού –την οποία σιγοντάρισε εν μέρει και το πασόκ για τους δικούς του λόγους- η οποία προσεγγίζει τη μεταφυσική της μαύρης μαγείας, θεωρώντας βασικά απλά τα πράγματα: από τη μία υπάρχει η ακατάβλητη δίψα του λαού για εξέγερση, την οποία εμποδίζει η ηγεσία από την άλλη. Αλλά αν η τελευταία εξαφανιστεί, η πρώτη θα εκφραστεί ελεύθερα και θα γκρεμίσει το σάπιο καθεστώς. Επομένως το κύριο καθήκον είναι η συντριβή του κομματικού μηχανισμού.

Αυτή η οπτική συνδέεται με τη μικροαστική ανυπομονησία και συνολικά με την ψυχολογία του μικροαστού, το φοβισμένο θυμό του για την αποτυχία του να ανέλθει κοινωνικά, που θεωρεί πως θα ερχόταν πολύ πιο εύκολα, αν δεν υπήρχε το οργανωμένο εργατικό κίνημα και το κκ. Το καλύτερο που μπορεί να πετύχει αυτή η τάξη είναι να αναδείξει λαοπλάνους ηγέτες (σαν τον ανδρέα παπανδρέου) ή πολιτικούς σαλτιμπάγκους σαν το μιχαλολιάκο. (Σε αυτό το σημείο έγινε και μια ξώφαλτση αναφορά στις πλατείες, αλλά δεν τη συγκράτησα αρκετά καλά ώστε να την αναπαράγω χωρίς τον κίνδυνο να τη διαστρεβλώσω). Η αναφορά έκλεισε με ένα σχόλιο του μαργαρίτη για την απίστευτη σιγουριά και το «απύθμενο εγώ» αυτής της νοοτροπίας, που τυπικό δείγμα της αποτελεί η περίπτωση του βενιζέλου στο πασοκ.

Η σύγχρονη αντικομμουνιστική σταυροφορία μετά το 91’, δε βασίζεται πλέον στο ιδεολόγημα των τριών γύρων που χρησιμοποιούσε πχ παλιότερα στα βιβλία του ο ελληνοαμερικάνος τζων ιατρίδης, αλλά σε προσεγγίσεις σαν αυτή του ιστορικού μαζάουερ, που στο βιβλίο του σκοτεινή ήπειρος για τη σύγχρονη ευρωπαϊκή ιστορία, αναφέρεται στην υποχρεωτική εκτόπιση (απ’ την πολωνία, τη σουδητία κ.α) ενός μέρους του γερμανικού πληθυσμού, που έφτανε συνολικά στα 13 εκατομμύρια. Ο μαζάουερ κάνει λόγο εντελώς αστήρικτα για 4 εκατομμύρια θανάτους, που τους αποδίδει εμμέσως στους σοβιετικούς. Κάποιοι άλλοι ηπιότεροι υπολογισμοί μιλάνε για δύο εκατομμύρια νεκρούς, ενώ η γερμανική κυβέρνηση υπολογίζει μάξιμουμ 700 χιλιάδες νεκρούς, που οφείλονται κυρίως στο κρύο, τον τύφο και την αδυναμία των στρατιωτικών επιμελητειών να θρέψουν 13 εκατομμύρια πρόσφυγες.

Το βαθύτερο κίνητρο του μαζάουερ σε τελική ανάλυση είναι η απενοχοποίηση της ναζιστικής γερμανίας, στη λογική που λέει πως όλοι ίδιοι είναι –και σε πλήρη αντίθεση με την κατηγορία του φιλοεβραίου που του αποδόθηκε για το βιβλίο του θεσσαλονίκη πόλη των φαντασμάτων. Στην πραγματικότητα όμως, οι σοβιετικοί δεν επέβαλαν καν αντίποινα για τους 3 εκατομμύρια αιχμαλώτους, που σκοτώθηκαν στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης και επέστρεψαν στο τέλος του πολέμου, όλους τους δικούς τους αιχμαλώτους.

Στο βιβλίο του η ελλάδα του χίτλερ, ο μαζάουερ φαινομενικά εκθειάζει το εαμ, αλλά αποδομεί μεθοδικά αυτήν την εντύπωση με κάποιες έντεχνες φράσεις. Σε μερικά σημεία για παράδειγμα, αναρωτιέται αθώα πώς χρηματοδοτείται η οργάνωση και όλος αυτός ο στρατός και δίνει μια δική του αυθαίρετη ερμηνεία ότι φορολογούσε κι εκβίαζε εύπορους βιομήχανους. Το πετάει μεν έτσι απλά, αλλά στην ουσία παρουσιάζει τον ελας σαν ένα είδος μαφίας! Ενώ δεν κάνει την παραμικρή αναφορά για τους τραπεζικούς λογαριασμούς, που χρηματοδοτούσαν τα τάγματα ασφαλείας –κάτι που στοιχειοθετείται πλέον με ντοκουμέντα.

Η σχολή αυτή επιχειρεί συστηματικά την αποκατάσταση της μνήμης των ταγμάτων ασφαλείας. Στην προσπάθειά αυτή χρησιμοποιεί κατά κόρον προφορικές μαρτυρίες (από τις οποίες μπορεί να συνάγει κανείς ό,τι θέλει) επιλεκτικές ερμηνείες, κουτσομπολιά, κ.ά. Η εξέλιξη της κοινωνικής και οικονομικής ιστορίας είναι έννοιες που αγνοεί, ακατάλληλες λέξεις. Ξεπερασμένα πράγματα που δεν προσελκύουν τις χορηγίες των μάνατζερ και δεν συγκινούν τη λακανική αριστερά (του τύπου δημαρ) και τους διανοούμενούς της.

Στο ερώτημα «γιατί κάποιοι στρατεύτηκαν και πολέμησαν με τους φασίστες;», η σχολή αυτή απαντά μονότονα: επειδή τους κυνηγούσε η οπλα και ο ελας. Κι αναφέρει παραδείγματα, όπως το τάγμα λέων στη δυτική μακεδονία, που άρχισε να δρα πριν καν την ίδρυση του ελας, όταν υπήρχαν μόνο μικρές αντιστασιακές ομάδες ενόπλων, που ήταν ανίκανες να τρομοκρατήσουν τον οποιονδήποτε. Παραποιεί χοντροειδώς τα απλά γεγονότα, υποχρεώνοντας τους μαρξιστές ιστορικούς να αφήσουν κατά μέρος τη μελέτη πιο ουσιαστικών παραγόντων, πχ τη διαλεκτική σχέση μεταξύ παραγωγικών και κοινωνικών σχέσεων και να πασχίσουν για την αποκατάσταση της ιστορικής αλήθειας.

Και με αυτήν την παρατήρηση ο μαργαρίτης έκλεισε την (χειμαρρώδη) εισήγησή του. Ενώ η κε του μπλοκ έμεινε να  σκέφτεται ότι οι γνώσεις του μαργαρίτη είναι ένα τεράστιο κεφάλαιο, που πρέπει να αξιοποιήσει το κόμμα και να του δώσει τα απαραίτητα εφόδια για να προχωρήσει τις μελέτες του. Ίσως μάλιστα να το έχει κάνει ήδη κι ο δεύτερος τόμος του δοκιμίου να φέρει ως ένα βαθμό και τη σφραγίδα του μαργαρίτη.

Το δεύτερο μέρος με τις ερωτοαπαντήσεις, θα δημοσιευτεί σε μια τρίτη συνέχεια εντός των επόμενων ημερών.

Πέμπτη 20 Δεκεμβρίου 2012

Ο Μπρέζνιεφ ζει και σπέρνει αυταπάτες

Τον περασμένο νοέμβρη συμπληρώθηκαν τριάντα χρόνια από το θάνατο του σοβιετικού ηγέτη λεονίντ μπρέζνιεφ. Εκείνες τις μέρες όμως έπεσαν μαζεμένα κάποια θέματα επικαιρότητας μαζί με άλλες επετείους κι η κε του μπλοκ δεν είχε την ευκαιρία να ασχοληθεί και να «τιμήσει» με τη δέουσα προσοχή τη μνήμη του. Για αυτό κάνει δημόσια την αυτοκριτική της και καταθέτει εμπράκτως τη μεταμέλειά της, με αυτό το μικρό κείμενο, μία μέρα μετά την επέτειο των γενεθλίων του μπρέζνιεφ.

Το πρώτο που πρέπει να σημειώσει κανείς είναι οι αντιδράσεις των μέσων της εποχής και δη του ελληνικού τύπου. Το πρωτοσέλιδο της ελευθεροτυπίας για παράδειγμα, αποτύπωνε πλήρως το τότε κυρίαρχο πολιτικό κλίμα, με ένα εξ ορισμού ρετρό φύλλο, όχι μόνο γιατί δεν είχε υποκύψει ακόμα στη μόδα των ταμπλόιντ αλλά για το περιεχόμενό του, που θρηνούσε με εξάστηλους τίτλους για την απώλεια του μαχητή της ειρήνης, λεονίντ μπρέζνιεφ. Το συγκρίνεις εκ των υστέρων με τα κατοπινά αφιερώματα της μακαρίτισσας εφημερίδας, που εξελίχθηκε σε άντρο του αριστερού εναλλακτικού αντι-σοβιετισμού, για τον αν-υπαρκτο σοσιαλισμό στη σοβιετική ένωση, και μένεις να θαυμάζεις το μέγεθος της μετάλλαξης, που ακολούθησε αυτήν του πασόκ. Το οποίο τότε ήταν φιλικά διακείμενο προς τα σοσιαλιστικά καθεστώτα και κρατούσε στάση ευμενούς ουδετερότητας, παίζοντας επιδέξια το φιλοσοβιετικό χαρτί, όπως πχ με το γιαρουζέλσκι. Κάτι που επηρέαζε αναπόφευκτα ως ένα βαθμό τη βάση του κκε, αλλά και τα ενημερωτικά δελτία της κρατικής τηλεόρασης.

Σημείο κλειδί είναι η σύνδεση του μπρέζνιεφ με τη σοσιαλδημοκρατία –ακόμα και στη «φαιδρή» ελληνική της εκδοχή. Το ένα σκέλος του έχει να κάνει με τη διαδικασία (προτσές) της σταδιακής σοσιαλδημοκρατικοποίησης του κκσε, το οποίο διατηρούσε άριστες σχέσεις με πολλές ευρωπαϊκές σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις κι υποστήριζε το ειρηνικό πέρασμα στο σοσιαλισμό, την ειρηνική συνύπαρξη με τον ιμπεριαλισμό και τα μονοπώλια, κι ένα είδος «μικτής οικονομίας» σοσιαλισμού με αγορά, εμπορευματικές σχέσεις, κριτήρια κέρδους, κτλ, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που θα το έκανε κι ένα δυτικό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα.

Σε ένα άλλο επίπεδο, η σύνδεση με την ελληνική σοσιαλδημοκρατία μπορεί να σταθεί μεταξύ του νεποτισμού και της διαφθοράς ενός τμήματος της κρατικής νομενκλατούρας –που έλαβε εκτεταμένες διαστάσεις στα χρόνια του μπρέζνιεφ- από τη μια πλευρά, και της ρεμούλας κατά την οκταετία της αλλαγής από την άλλη, με τα γνωστά σκάνδαλα –που αποδείχτηκαν παρωνυχίδα σε σχέση με άλλα μεταγενέστερα, αλλά έμειναν στην ιστορία. Οι μυθικές ιστορίες για τις «χρυσές δουλειές» και τον πλούτο των πολυάριθμων γαμπρών του μπρέζνιεφ, στο δικό μου μυαλό έχουν πάντα ως διαλεκτικό συμπλήρωμα την ιστορική ατάκα του παπανδρέου για κάποιον διακεκριμένο πρασινοφρουρό.
Είπαμε να κάνει ένα δωράκι στον εαυτό του, αλλά όχι και πεντακόσια εκατομμύρια.

Στην πορεία των πραγμάτων, το μπρέζνιεφ διαδέχτηκε ο αδιάφθορος αρχηγός της καγκεμπέ, γιούρι αντρόποφ, ως πρόδρομος του γκορμπατσόφ και της διαβόητης ανασυγκρότησής του (περεστρόικα), κατ’ αναλογία του «σοβαρού καθηγητή» σημίτη και της πασοκικής εκδοχής ανασυγκρότησης, που ονομάστηκε εκσυγχρονισμός.

Κατά συνέπεια η αναπόλησης της «χρυσής, μπρεζνιεφικής εποχής», θα ήταν ίσως μια ρομαντική αυταπάτη, εξίσου επιζήμια πολιτικά με αυτήν του παλιού, καλού πασόκ της πρώτης τετραετίας, που μας πλασάρεται εδώ και χρόνια, σε διάφορες κομματικές εκδοχές. Αυτό όμως με τη σειρά του δεν μπορεί να μας οδηγήσει σε μια συνολική απόρριψη και απαξίωση της αυθόρμητης συνείδησης των μαζών, που αναγνωρίζουν εμπειρικά ότι τότε ζούσε καλύτερα και αναπολούν –όχι κάποιον ηγέτη, αλλά- τις κατακτήσεις που τους πρόσφερε, στη μια περίπτωση το ριζοσπαστικό μεταπολιτευτικό κίνημα και στην άλλη το κοινωνικό σύστημα του σοσιαλισμού, με τα στραβά και τις αντιφάσεις του.

Κι αυτό είναι κάτι που μόνο το κουκουέ αναγνωρίζει , χαρακτηρίζοντας σοσιαλισμό ενιαία όλη την αντιφατική ιστορική πορεία της σοβιετίας, της οικοδόμησης και της υποχώρησης, χωρίς διακρίσεις κι αστερίσκους. Μια συνεπήςστάση, για την οποία έχει αποκομίσει κατά καιρούς διάφορα κοσμητικά επίθετα, του τύπου σοβιετικό ή μπρεζνιεφικό απολίθωμα, το οποίο ενέπνευσε στην κε του μπλοκ και το διαδικτυακό της ψευδώνυμο.

Εάν έτσι έχουν λοιπόν τα πράγματα με το μπρέζνιεφ γιατί δεν αναγνώρισαν την αξία του οι αστοί για να τιμήσουν τη ρεβιζιονιστική του προσφορά στο ξήλωμα του σοσιαλισμού; Γιατί δεν του έκαναν ένα άγαλμα πχ, όπως οι ρωσικές αρχές στον κοσίγκιν; Επ’ αυτού υπάρχουν διάφορες προσεγγίσεις.

Υπάρχει καταρχάς το ιστορικό σχίσμα με το ευρωκομμουνιστικό ρεύμα, που μετά την άνοιξη της πράγας και την επέμβαση του συμφώνου της βαρσοβίας, παρουσίαζε τον μπρέζνιεφ ως ένα «στάλιν χωρίς αίμα» (όπως λέει ο ραφαηλίδης).
Θα ‘θελε! όπως είχε πει μια φορά ο (πάλαι ποτέ) σκληρός διαλεκτικός, σχολιάζοντας την αξία των δυο ηγετών. Πολύ θα ‘θελε ο μπρέζνιεφ να είναι ισάξιος του στάλιν. Όπως κι εμείς (πολύ) θα θέλαμε το μεσαίο του όνομα (ιλίτς), που ήταν το ίδιο με αυτό του βλαδίμηρου, να έκρυβε κάποια ιδιαίτερη σημειολογία. Αλλά αποδείχτηκε απλή συνωνυμία.

Μια άλλη πιθανή εξήγηση είναι ότι η ρώσικη αρκούδα (τσαρική, σοβιετική ή αστική) παραμένει το αντίπαλο δέος των δυτικών στο γεωπολιτικό παιχνίδι και δεν περισσεύουν καλά λόγια κι έπαινοι για την άλλη πλευρά. Ακόμα και για το γκόρμπι, που ήταν το αγαπημένο παιδί της δύσης, ένας δυτικός αξιωματούχος είχε επιστήσει την προσοχή γιατί «ο γκορμπατσόφ μεταρρυθμίζει την εσσδ για να την ενισχύσει, όχι για να την αλλάξει ή να την ανατρέψει». Εννοώντας προφανώς μια μετασοβιετική εσσδ με παλινορθωμένο καπιταλισμό κι ανταγωνιστική θέση.

Υπάρχει και μια τρίτη πτυχή που αφορά τη στοχοποίηση της περιόδου της λεγόμενης μπρεζνιεφικής στασιμότητας, ως πηγής όλων των δεινών, και ιδεολογικό άρμα των ιθυνόντων της περεστρόικα, που έβαλαν συνολικά στο στόχαστρο τις «μαύρες κηλίδες του παρελθόντος» και το ξεκαθάρισμα με ό,τι απέμεινε από τις κατακτήσεις της οικοδόμησης επί στάλιν.

Το κλειδί για την ερμηνεία της ουσίας, πίσω από την επιφάνεια των γεγονότων –από την καθαίρεση του νικήτα, μέχρι την τελική επικράτηση της περεστρόικα- είναι ο διαχωρισμός στο εσωτερικό του γραφειοκρατικού στρώματος (που κάποιοι έσπευσαν να θεωρήσουν κυρίαρχη τάξη) σε οικονομικά και πολιτικά στελέχη. Με το μπρέζνιεφ σχηματικά να εκπροσωπεί την κυριαρχία των δεύτερων στον «παλλαϊκό» κρατικό μηχανισμό, κατά την περίοδο της στασιμότητας. Και το νικήτα ως προάγγελο της περεστρόικα, να εκπροσωπεί τα διευθυντικά στελέχη στην παραγωγή, που επιζητούσαν γρήγορες και τολμηρές αλλαγές για τη μετάβαση στην αγορά και την υπέρβαση της στασιμότητας –εννοώντας τα εναπομείναντα σοσιαλιστικά «βαρίδια» για την επιχειρούμενη παλινόρθωση. Αυτός ο διαχωρισμός ωστόσο είναι κάπως σχηματικός και κάθε άλλο παρά απόλυτος, καθώς οι μεταρρυθμίσεις κοσίγκιν κι η εισαγωγή κριτηρίων κέρδους στην παραγωγή για παράδειγμα, έλαβαν χώρα το 65, ένα χρόνο μετά την καθαίρεση του χρουτσόφ και την ανάδειξη του λεωνίδα.

Γιατί λοιπόν δεν ισχύει στην περίπτωση του μπρέζνιεφ η παροιμία «ο νεκρός δεδικαίωται»; Γιατί οι καπιταλιστές καταλαβαίνουν πολύ καλύτερα από τους σύγχρονους αντισοβιετικούς κομμουνιστικής καταγωγής την κοινωνική φύση αυτού που υπήρχε στη σοβιετία. Και για αυτούς δεν υπάρχει κανένα περιθώριο ιστορικής δικαίωσης του σοσιαλισμού και –κατά συνέπεια- οτιδήποτε συνδέεται μαζί του σε συμβολικό έστω επίπεδο. Κι αυτό γιατί φοβούνται την εμβέλειά –όχι του μακαρίτη λεωνίδα αλλά- του μακαρίτη σοσιαλισμού, που πλανάται σα φάντασμα πάνω από την ευρώπη και όλο τον κόσμο, στοιχειώνοντας την ιστορική τους μνήμη. Το αστικό ηθικό δίδαγμα του εικοστού αιώνα είναι ότι ο σοσιαλισμός ήταν μια ουτοπική παρένθεση που έκλεισε. Και οτιδήποτε κινείται εκτός αυτού του παραμυθιού, δεν είναι αποδεκτό.
Αυτό απαντά και στο δραματικό υποθετικό ερώτημα, «με ποιους θα ήμασταν;» αν μπορούσαμε να γυρίσουμε αντιδιαλεκτικά το ρολόι της ιστορίας, πχ στην «άνοιξη της πράγας» ή το αφγανιστάν. Με τον αγώνα των λαών και των κομμουνιστών για εθνική και κοινωνική χειραφέτηση. Και ενάντια στον ιμπεριαλισμό και τα διάφορα υποχείριά του.

Εκεί που βρίσκει ωστόσο απρόσμενη δικαίωση μετά θάνατον ο λεωνίδας είναι στο παρόν και την τρέχουσα συγκυρία, από διάφορες πολιτικές δυνάμεις, διακηρυγμένα αντισοβιετικές, που ωστόσο επαναφέρουν στα σημερινά δεδομένα τις αυταπάτες για το ρόλο της σύγχρονης σοσιαλδημοκρατίας και τη μπρεζνιεφική θεωρία περί ειρηνικού, κοινοβουλευτικού περάσματος στο σοσιαλισμό μέσω μιας... μεταβατικής μετάβασης που φέρνει από την πίσω πόρτα την παλαιοπορτουνιστική θεωρία των σταδίων.

Και το ωραίο της υπόθεσης είναι ότι τις προωθούν τώρα που έχει εκλείψει η «επάρατος» σοβιετία, η ύπαρξη της οποίας έδινε τουλάχιστον μια ρεαλιστική βάση σε αυτήν την χιμαιρική αυταπάτη, και σε κάθε περίπτωση καθιστούσε αυτό το πέρασμα πιο εύκολο. Και αυτή ήταν η πραγματική αξία και η σημασία του ρόλου της εσσδ στους παγκόσμιους συσχετισμούς.

Ακούγοντας κανείς τις περισπούδαστες αναλύσεις για το πώς θα καταφέρουμε να επιβάλουμε στην αστική τάξη μεταρρυθμίσεις που θα θίγουν τα κέρδη της, προς όφελος του λαού, χωρίς να θίγουν την εξουσία της συνολικά, θυμάται τη λεπτή ειρωνεία του βλαδίμηρου για τους μεταφυσικούς πολιτικούς παπάδες, που δεν είχαν παρά να προσεύχονται για να γίνουν πράξη όσα θαυμαστά περιέγραφαν και πρότειναν. Και τα εντάσσει αυτομάτως στην υψηλή τέχνη του πολιτικού άρλεκιν με τις γλυκανάλατες αταξικές αναλύσεις. Ένα είδος που ανθούσε στα χρόνια του μπρέζνιεφ, παραμένοντας ακόμα και σήμερα αξεπέραστο φάρμακο για τις δύσκολες περιπτώσεις αϋπνίας.

Κι αυτό που μένει ως θύμηση να προσδιορίζει αυτό το είδος και την εποχή του, είναι η σκηνή με το παθιασμένο φιλί του λεωνίδα με τον χόνεκερ, που επιβεβαίωνε και υπογράμμιζε τους ακατάλυτους δεσμούς φιλίας των δυο κρατών, λίγα χρόνια πριν καταλυθούν οριστικά και τα δυο, με όσα ακολούθησαν την πτώση του τείχους του βερολίνου.

Ο λεωνίδας φιλούσε υπέροχα…

Τρίτη 18 Δεκεμβρίου 2012

Ο άγνωστος Βάρναλης

Χτες το βράδυ η κε του μπλοκ βρέθηκε στην αίθουσα των εκδηλώσεων του εδοεαπ, (του ταμείου των δημοσιογράφων), για την ανοιχτή παρουσίαση του βιβλίου του ηρακλή κακαβάνη για τον άγνωστο βάρναλη (και 19 αδημοσίευτα ποιήματά του) από τις εκδόσεις εντός. Είχε προηγηθεί πριν μερικές μέρες μια «κλειστή» παρουσίαση του βιβλίου σε δημοσιογράφους και blogger και η ανταπόκριση της κε του μπλοκ, που μπορείτε να θυμηθείτε εδώ.
Η απόφασή μου να ξαναγράψω για το ίδιο θέμα μέσα σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα, δεν είναι γιατί ξεμείναμε από θέματα. Αλλά αφενός για να τιμήσει τη μνήμη του ποιητή και τη συμπλήρωση 38 χρόνων από το θάνατό του, αφετέρου γιατί αυτή η εκδήλωση δεν επανέλαβε όσα ειπώθηκαν στην προηγούμενη, αλλά ήρθε να προσθέσει πολλά και ουσιαστικά πράγματα.

Ρόλο συντονιστή είχε η συνάδελφος του ηρακλή στο ριζοσπάστη, σοφία αδαμίδου, που είπε στο άνοιγμα ότι το βιβλίο που θα παρουσιαστεί είναι από αυτά που ζηλεύει κανείς και θα ήθελε να τα έχει γράψει ο ίδιος. Ακολούθησε ο χαιρετισμός εκ μέρους του δσ του εδοεαπ, από ένα μέλος του και προσωπικό φίλο του ηρακλή, που ανέφερε και «το τρίτο μέλος της παρέας», τον δημοσιογράφο γιώργο πετρόπουλο, με την καθοριστική συμβολή στη συγγραφή του βιβλίου. Κι η δραματοποίηση του σατιρικού διαλόγου του βάρναλη «λόγια και πράξις», από τους ηθοποιούς στέλιο γεράνη κι εύα βάρσου.

Πρώτος μίλησε ο χρήστος αλεξίου, ακαδημαϊκός κι υπεύθυνος του περιοδικού θέματα λογοτεχνίας. Ο οποίος διηγήθηκε την πρώτη του επαφή με την ποίηση του βάρναλη –στην περιοχή της θεσσαλίας με μια ανταρτοεπονίτικη ομάδα, που ήταν χρεωμένη και με την πολιτιστική δουλειά, με τον 13χρονο τότε αλεξίου να ερωτεύεται κεραυνοβόλα τα ποιήματα που άκουσε και να ακολουθεί στο βουνό την ομάδα, που γυρνούσε από χωριό σε χωριό. Καθώς και τη γνωριμία του με τον ίδιο τον ποιητή –όταν κατέφυγε στην αθήνα κυνηγημένος από τους σούρληδες, το 47’, και μέσω του κορδάτου και του συλλόγου «οι φίλοι του βιβλίου» συνάντησε το βάρναλη σε ένα βιβλιοπωλείο, γωνία ακαδημίας και ιπποκράτους, κρατώντας ένα ρίζο της δευτέρας για να τον αναγνωρίσει ο ποιητής. Αλλά έμεινε αποσβολωμένος, γιατί είχε πλάσει στη φαντασία του το βάρναλη ψηλό και μαυριδερό. Κι αυτός βάζοντας το χέρι του πίσω απ’ το αυτί του, το ρώτησε: τι, δε σου γεμίζω το μάτι;

Μας διηγήθηκε επίσης ένα ακόμα περιστατικό από τις διαλέξεις του τόμσον στην αθήνα, το 61’, όπου ένας συντηρητικός ακαδημαϊκός αντέδρασε και ξέσπασε, «αυτά είναι μαρξιστικές ανοησίες, όχι επιστήμη», για να εισπράξει την πληρωμένη απάντηση του βάρναλη: άι να χαθείς γάιδαρε, είσαι και καθηγητής πανεπιστημίου!

Ως καθηγητής πανεπιστημίου στο μπέρμιγχαμ, ο αλεξίου ήταν εποπτεύων στην πρώτη διδακτορική διατριβή σχετικά με τον ποιητή (από τη θεανώ μιχαηλίδη που ανέλαβε αργότερα την ευθύνη του αρχείου βάρναλη) κι είναι σε θέση να (ανα)γνωρίζει τη σημασία και το κενό στη βιβλιογραφία που έρχεται να καλύψει το έργο του ηρακλή, καθώς και τη σπουδαιότητα του επιστημονικού συνεδρίου που έγινε πέρσι στην έδρα της κε, στον περισσό. Όπως επίσης και την άγνοια (εξ ου και άγνωστος βάρναλης, όπως αναφέρεται στον τίτλο) για τα σύμβολα στο έργο του ποιητή –τι είναι ο χριστός; Τι είναι ο προμηθέας; Η μάνα γη, κτλ. Ο οδηγητής πάντως είναι ο λένιν, όπως μάθαμε προς το τέλος, κατά την απαγγελία του ομώνυμου ποιήματος.

Ενδιάμεσα ο αλεξίου μας έδωσε μερικά παραδείγματα, ενδεικτικά για τον ασυμβίβαστο χαρακτήρα του στοχαστή βάρναλη. Ο οποίος θαύμαζε κι αγαπούσε τον παλαμά, αλλά όταν ο τελευταίος έγραψε σε ένα ποιήμά του για τους «λύκους-μπολσεβίκους», δε δίστασε να του δώσει μια σκληρή απάντηση «σπαράζουν τους μωρούς ποιητές οι λύκοι», για να την αφαιρέσει αργότερα από τις επόμενες εκδόσεις του ποιήματος. Ενώ αντίστοιχες κριτικές είχε ασκήσει και σε προσωπικότητες όπως ο δελμούζος κι ο τριανταφυλλίδης, που επίσης εκτιμούσε βαθύτατα.

Εάν ο αλεξίου δεν πρόλαβε να γράψει κάτι εισηγητικά για την περίσταση, και ζήτησε την κατανόησή μας για αυτό (!), ο νίκος σαραντάκος φάνηκε αντιθέτως να μην προλαβαίνει να μας διαβάσει ολόκληρη την εκτενή εισήγηση που ‘χε γράψει για το βιβλίο, το οποίο είχε διαβάσει σε διάφορες μορφές, κατά τη συγγραφή του ακόμα, συμβάλλοντας σημαντικά στην ολοκλήρωσή του. Ελπίζω η περιληπτική απόδοση όσων είπε βάση σημειώσεων που μπόρεσα να κρατήσω, να μην αδικήσει το λόγο του, που ήταν πυκνός και χειμμαρώδης ως προς τη ροή του.

Αρχικά καταπιάστηκε με το ερώτημα που βάζει ο ηρακλής στο οπισθόφυλλο του βιβλίου του: γιατί κάποια από τα ποιήματά του ο βάρναλης, ενώ τα δημοσίευσε στον καιρό τους, δεν τα συμπεριέλαβε στις συλλογές ποιημάτων που εξέδωσε; Αναφέρθηκε σε ένα χρονογράφημα του βάρναλη στην πρωία (οι καταλοιποθήραι), όπου καταφέρεται ενάντια στους τυμβωρύχους (αν όχι εμπόρους) του πνεύματος που σκαλίζουν τα οστεοφυλάκια των νεκρών ποιητών, για να βρουν ό,τι να ‘ναι και να το δημοσιέψουν (ατελή κι ανέκδοτα ή πρωτόλεια ποιήματα που δε συμπεριλήφθηκαν στις οριστικές συλλογές τους). Αλλά [αναφέρθηκε] και στον αντίλογο που λέει ότι ο ίδιος ο βάρναλης είχε εμπνευστεί μια απάντηση σε ένα καβαφικό ποίημα, το οποίο δημοσιεύτηκε μόλις το 63’ (30 χρόνια μετά το θάνατό του). Κι ότι με αυτό το σκεπτικό δεν θα είχαμε σήμερα σημαντικά έργα του κάφκα –όπως τη δίκη, και τον πύργο- ο οποίος είχε ζητήσει στη διαθήκη του να καούν τα χειρόγραφά του –αλλά ευτυχώς δεν εισακούστηκε από το φίλο του, που είχε αναλάβει να την εκτελέσει.

Ο σαραντάκος είπε επίσης ότι πολλές ενότητες του βιβλίου θα μπορούσαν να σταθούν ξεχωριστά ως αυτοτελείς μονογραφίες, όπως πχ το κεφάλαιο για την εξορία, για την οποία ο βάρναλης είχε γράψει τις αναμνήσεις του σε μια μαρτυρία, που προοριζόταν να δημοσιευτεί στο ριζοσπάστη, αλλά το χειρόγραφο κάηκε με τη δικτατορία του μεταξά και χάθηκε. Μίλησε για την υποδειγματική ανάλυση των μαρασλειακών από το συγγραφέα, σε αντίθεση πχ με την προσέγγιση της ρεπούση που επικεντρώνει την ανάλυση των αιτιών αποκλειστικά στη ρόζα ιμβριώτη και το χτύπημα του φεμινισμού, αποσιωπώντας τη δίωξη του κώστα βάρναλη, που προηγήθηκε χρονικά.

Μίλησε ακόμα για την ιδιαίτερη γλώσσα και τον ψυχαρικό λόγο του βάρναλη, που δεν έχει τοπικούς αλλά πανελλήνιους ιδιωματισμούς, και για τις διάφορες κατηγορίες ποιημάτων του –πρωτόλεια, καταγραμμένα εκτός απάντων, αθησαύριστα κι ατελή, όπως το όχι του λαού, όπου ο ποιητής είχε σημειώσει στο χειρόγραφο ένα «ΟΧΙ», που κανείς δεν γνώριζε με σιγουριά αν αναφερόταν στον τίτλο του ποιήματος ή απέρριπτε έτσι τη δημοσίευσή του.

Επισήμανε επίσης το παράδοξο να έχουν εκδοθεί τα άπαντα ωραιότατων αλλά λιγότερο σημαντικών ποιητών από το βάρναλη, για το οποίο ευθύνεται εν μέρει κι ο ίδιος ο ποιητής, εξαιτίας της τελειομανίας του, καθώς τα αναδημοσίευε με το σταγονόμετρο, ή τα ξαναδούλευε όσο σήκωναν –γι’ αυτό κι ο ίδιος έλεγε ότι δε θυμόταν απέξω κανένα ποιήμά του. Και κατά μία άλλη εκδοχή –που δε βρίσκει σύμφωνο τον ηρακλή-εξαιτίας του φόβου του για τυχόν διώξεις, ή μη τυχόν δημοσιευτούν πρωτόλεια ποιήματά του, πχ αυτά που έστειλε κάποτε στον παλαμά.

Στο τέλος ο σαραντάκος χαρακτήρισε τον μ. παπαϊωάννου ως τον κορυφαίο σύγχρονο βαρναλιστή, αυτολογοκρίθηκε στα σημεία που δεν είχε προλάβει να αναπτύξει (ιδεολογική αντιπαράθεση με ιδεαλισμό, αθεϊκά, δίκη λουντέμη) και έκλεισε με ένα σχόλιο αναγνώστη από το ιστολόγιό του, που άφησε ο σφος οικοδόμος.

Στη συνέχεια ακολούθησε μια πολύ ιδιαίτερη και συγκινητική εισηγητική τοποθέτηση από την ποιήτρια σοφία κολοτούρου, που έχει υποστεί πλήρη απώλεια της ακοής της –κάτι που έχει επηρεάσει αναπόφευκτα και την εκφορά του λόγου της. Παράλληλα όμως είχε ένα ιδιαίτερο κοινό γνώρισμα με το βάρναλη, που ήταν βαρήκοος, και ανέπτυξε αυτό ακριβώς το θέμα των ήχων στο έργο του ποιητή, μιλώντας μεταξύ άλλων για τη δύναμη που έχουν οι ποιητές να αφουγκράζονται τον κόσμο γύρω τους, ακόμα κι όταν δεν ακούνε.

Η σκυτάλη πέρασε στον καζάκο, που αναρωτήθηκε φωναχτά «εμένα τώρα γιατί με φώναξαν;», αλλά όπως είπε στο κλείσιμο κι ο ηρακλής δεν υπήρχε κάποιος που θα μπορούσε να μεταδώσει καλύτερα, με τέτοια αμεσότητα τα μηνύματα της ποίησης του βάρναλη.
Στην αρχή διηγήθηκε την πρώτη του συνάντηση με τον ποιητή, σε ένα κουτούκι στην πλάκα, μαζί με άλλους συμφοιτητές του από τη θεατρική σχολή, όπου ο βάρναλης τους ζήτησε να του πουν απέξω κάποιο ποίημά του, κι αυτοί του απήγγειλαν τους μοιραίους. Καθώς και μια άλλη συνάντηση, στο πατάρι του λουμίδη, όπου τον χαιρετούσαν με σεβασμό κι αυτός τους έλεγε: μην προσκυνάτε βρε, και σας μείνει κουσούρι.

Μας διηγήθηκε επίσης ένα επεισόδιο από τη συμμετοχή του σε μια επιτροπή του υπουργείου πολιτισμού,στα μέσα της δεκαετίας του 80’, όπου έκοψαν σύσσωμη μια τάξη τελειόφοιτων, γιατί δεν ήξερε κανείς τους τίποτα για το βάρναλη. Κι έτσι δημιουργήθηκε πολιτικό θέμα, με τη μελίνα να πιέζει την επιτροπή να ανακαλέσει και να την εξαναγκάζει ουσιαστικά σε παρίατηση.

Ενώ στη συνέχεια –χωρίς να νιώθει ότι ξεφεύγει από την ουσία του θέματος- μίλησε: για την απέχθειά του προς τη φιλολογία της ήττας, των αγώνων και της αριστεράς, και κατά συνέπεια τους «ποιητές και τους καλλιτέχνες της ήττας». Για τους νόμους της κοινωνικής εξέλιξης, την ενότητα και πάλη των αντιθέτων. Και για το κίνημα, που αναπτύσσεται ασταμάτητα από αυτή την αντίθεση και μπορεί να γονατίζει, αλλά δε σταματά, ούτε πισωγυρίζει. Μίλησε επίσης για το δσε, που είναι πηγή περηφάνιας, κι όχι ήττα, επειδή έχασε από έναν πάνοπλο στρατό, που ενισχύθηκε από άγγλους, αμερικανούς και τα κέρατά τους... Αλλά και για την ελπίδα που είναι μόνο για τους πεθαμένους, που ελπίζουν στην κρίση της δευτέρας παρουσίας και όχι για τους ζωντανούς [–τι είναι ελπίδα; Τρώγεται αυτό το πράγμα;] που δεν πρέπει να ελπίζουν, αλλά να δρουν. Τώρα αντιθέτως έχουμε ένα εμπόριο ελπίδας, που συν τοις άλλοις είναι και κάλπικες.
Άλλο όμως να στα περιγράφει κανείς όλα αυτά κι άλλο να τα βλέπεις ζωντανά, με το ύφος και την παραστατικότητα του καζάκου.

Ο γιώργος σαρρής τέλος στάθηκε στην «τρομερή σύνθεση του πάνελ», όπου ένιωσε να κυλάει πηχτή δίπλα του η ιστορία, και είπε ότι σήμερα δεν έχουμε ανάγκη από περισσότερο βάρναλη, αλλά από περισσότερη βαρναλική ουσία, με το βιβλίο του ηρακλή να βάζει ένα μικρό τουβλάκι σε αυτήν την κατεύθυνση. Στο τέλος της εκδήλωσης τραγούδησε με την κιθάρα του δυο μελοποιημένα τραγούδια του βάρναλη, ενώ αργότερα έδωσε το «παρών» και στη συνεστίαση της αχτίδας καλλιτεχνών του κκε, ολοκληρώνοντας ένα γεμάτο πρόγραμμα.

Ενδιάμεσα είχαμε την απαγγελία ποιημάτων από τον χρήστο αλεξίου κι από το μακρονησιώτη συγγραφέα σωτήρη κράνια, που «πέτυχαν» αρκετά καλά και τη φωνή του μπαρμπα-βάρναλη. Καθώς και το κλείσιμο του συγγραφέα, στο οποίο ο ηρακλής στάθηκε στις ελάχιστες αναφορές που υπήρχαν στον τύπο και το διαδίκτυο για την επέτειο θανάτου του κώστα βάρναλη –μεταξύ των οποίων και η χυδαία δημόσια τοποθέτηση της χρυσής αυγής για το «κτήνος της βουλγαροφροσύνης». Μίλησε επίσης για τις επίσης ελάχιστες αναφορές των σχολικών βιβλίων στο έργο του ποιητή και έκανε ειδική μνεία στα δυο ντοκιμαντέρ της κρατικής τηλεόρασης –εκ των οποίων το ένα προβλήθηκε προχθές βράδυ στην ετ1- που είναι αξιόλογα και με πολύ καλή προσέγγιση στο έργο του βάρναλη, αλλά του ασκούσαν παράλληλα άδικη κριτική, γιατί τάχα ήταν υπερβολικά αισιόδοξος, με μια σχηματική ιδεολογική γραμμή της πάλης του καλού με το κακό, ενώ το έργο του είχε υπερβολικό ιδεολογικό φορτίο...

Επί τη ευκαιρία αναφέρθηκε και στο σχετικό ντοκιμαντέρ που επιμελήθηκε η σοφία αδαμίδου –που προβλήθηκε πρόσφατα από την τηλεόραση του 902- αλλά δυστυχώς δε μπορέσαμε να το παρακολουθήσουμε εξαιτίας ενός τεχνικού προβλήματος, όπως εξάλλου και ένα άλλο σύντομο βιντεάκι με στιγμιότυπα από την κηδεία του ποιητή.


Σε κάθε περίπτωση όμως φεύγοντας από την εκδήλωση για τον άγνωστο βάρναλη, νιώθαμε ότι γνωρίζαμε πολύ καλύτερα το έργο του και πως δε μας ήταν πλέον τόσο άγνωστος. Κι αυτή είναι η πραγματική αξία του βιβλίου του ηρακλή κακαβάνη.