Και έρχεται η ώρα του απολογισμού. Εκεί που το κόσκινο της μνήμης συγκρατεί τα μεγάλα και συγκλονιστικά -όπως το έργο του Μίκη χωρίς τα φάλτσα του- αποβάλλοντας τις μικρές αντιφάσεις, που φτιάχνουν τον κόσμο. Όταν σκαλώνεις εμμονικά στις μεγάλες αλήθειες που τον ορίζουν. Ότι είχαμε δίκιο για τα σουβλάκια. Και ότι we were on a break με την επαναστατική θεωρία μας, στα χρόνια του σκοτεινού θαλάμου (1989-91).
Αλλά όταν δίνεις ραντεβού στο μπαρ του Φεστιβάλ, με τον Αθηνέζο σφο, που σε περιμένει στην ταβέρνα με τα σουβλάκια -που συμφωνήσαμε ότι είναι σουβλάκια, δε χρειάζονται περσότερα-, έρχεσαι αντιμέτωπος με νέου τύπου προβλήματα, που σε πιάνουν αδιάβαστο και πρέπει να πάρεις τηλέφωνο τον Παπασταύρου (από το ΠΓ και το Freak Out), για να μην ξεπέσεις στο σημείο να βοηθάς προεκλογικά τη Διαμαντοπούλου -τυχερός ο Βλάσσης που δεν ήρθε. Γιατί πέρα από τη μοναξιά υπάρχει ο ιμπεριαλισμός. Και πέρα από την ταξική άβυσσο που χωρίζει στα δυο την κοινωνία μας, υπάρχει το γεωγραφικό χάσμα στα Τέμπη -που δεν το μελέτησαν επαρκώς στην εποχή τους οι κλασικοί της θεωρίας μας- και το χάσμα των γενεών.
Καλή ώρα όπως στην Ιταλία, όπου κάναμε το ’89 από την ανάποδη, και στηρίζουμε τη νεολαία που τα έσπασε με τον Ρίτσο τον κακό (καμία σχέση με τον Γιάννη ή την Παπαρήγα την καλή), ο οποίος τελικά αποδείχτηκε λίγο ψέκας, λίγο ρωσόδουλος και κολλημένος με τον λάθος Βλαδίμηρο. Innamorato si ma di Putin...
Κι ίσως το βασικό λάθος που έγειρε ανάποδα την πλάστιγγα για ένα κόμμα με τόσο βαρύ φορτίο και τους Ιταλούς συντρόφους, ήταν πως τους κατάπιαν τα «προνόμια» μιας «δημοκρατίας» που νόμισαν πως θα την μετατρέψουν με εκλογές στο αντίθετό της, ενώ αυτή λογόκρινε τη Ραφαέλα Καρά και έναν στίχο για τον Φιντέλ, που ήταν «πολύ πολιτικός» και δεν ασχολούνταν σοβαρά με τη μοναξιά -εκτός από τον ιμπεριαλισμό.
Μα η τσούλα ιστορία δεν ξεβράζει μόνο αρχαία οράματα. Ξεβράζει πρωτίστως αυταπάτες. Κι όποιος ερωτεύεται το βόλεμά του -όσο μικρό ή μεγαλύτερο κι αν είναι-, θα το χάσει αργά ή γρήγορα, αν κάτσει πάνω σε αυτό. Κι εκείνος που σωπαίνει θα χαθεί -ακόμα κι αν πρόκειται για ένα από τα μεγαλύτερα ΚΚ της Ευρώπης, με τις μεγαλύτερες αυταπάτες για τον αντίπαλο.
Έρχεται λοιπόν η στιγμή για τον επίλογο, αρκεί να ξέρεις πότε πρέπει να μπει, Βασίλη μου. Κι όσο έχεις φωνή, θα τραγουδάς στα Φεστιβάλ κι ό,τι λόγια κι αν πεις, θα είναι η φωνή των αδικημένων που ονειρεύτηκαν. Αλλά εμείς δε βρίσκουμε λόγια να σου πούμε πως δε (σου) βγαίνει πια. Ότι δεν είσαι πια αιώνιος έφηβος και μπορεί να πας από πέσιμο. Και πριν το (καλλιτεχνικό σου) τέλος πως μοιάζει η σιωπή με αγάπη μεγάλη.
Κι αν συνεχίσεις, αυτό μπορεί να έρθει επί σκηνής -κάπως σαν την Μαρινέλλα. Να αναληφθείς μπροστά στους πιστούς σου, που ζούμε για να σε ακούμε -ή τραγουδάμε αντί για σένα. Να στέκεις βαλσαμωμένος, στη γνωστή στάση του Εσταυρωμένου, και από κάτω να συρρέουν χιλιάδες, να δακρύζουν, να προσκυνούν προσμένοντας το θαύμα, να βγάλει η μορφή σου μαλλιά -γιατί η φωνή φεύγει σαν τον πανδαμάτορα χρόνο και δεν ξαναγυρνά. Πού να καταλάβουν όμως πως για σένα οι συναυλίες αυτές είναι το ελιξήριο της νιότης και σου δίνουν δύναμη να αντέξεις -όπως τα Μουντιάλ για τον Μαραντόνα;
Πότε ακριβώς καταλαβαίνεις όμως ότι σε έχει νικήσει ο πανδαμάτωρ;
Όταν ξεχνάς να πεις αυτά που θες και βάζεις υστερόγραφα στο επόμενο κείμενο. Ή όταν ξεχνάς πως τελικά τα είχες ήδη γράψει. Όταν αρχίζει το αλτσχάιμερ και μπερδεύεις το όνομα της φοιτητικής σκηνής -Νεανική είναι. -Πες το κι έτσι. Όταν σου πέφτει βαρύ το τετραήμερο και δε θεωρείς πια ζήτημα τιμής να μη φύγεις πριν κλείσει το πρόγραμμα, πριν ακουστεί και η τελευταία νότα στο ικαριώτικο. Και όταν ακούς «Υπόγεια Ρεύματα» με τις άλλες σαύρες της γενιάς σου, κάνεις συνειρμούς με το βιβλίο του Μαλτς και ξαφνικά διαπιστώνεις ότι όλοι γύρω σου περιμένουν στωικά το τέλος, για να ξεκινήσει ο Λιάκος.
Με ποια γενιά είσαι φίλε; Πες μας με ποια γενιά;
Είμαι με τους ημίνεους που αρνούνται να γίνουν μεσήλικες. Και δε θέλουν να κάτσουν εδώ με τη νεολαία. Απλώς να κάτσουν εδώ -και τώρα- να ξαποστάσουν, γιατί η μέση τιμωρεί τις εξαλλοσύνες της μέσης ηλικίας. Είμαι με αυτούς που έμαθαν -περίπου- τι λένε τα κομπιούτερς κι οι αριθμοί και κοιτάζουν μουδιασμένοι, σαν τη Ρόζα, όσα γίνονται στη μαθητική, είτε μιλάμε για όρθιους κωμικούς είτε για νότες -που είναι είδος υπό εξαφάνιση στα σημερινά ακούσματα. Και μπορεί να μην προλάβουν να ζήσουν τη μέρα που θα πάρουν τα όνειρά μας εκδίκηση, στήνοντας έναν κόσμο στο ύψος τους. Αλλά ίσως πάρουν μικρή εκδίκηση σε μια γενιά από τώρα, που θα έχει προχωρήσει η μουσική -μπροστά ή πίσω, άλλη συζήτηση- και τα σημερινά «ατίθασα νιάτα», που ούτε καν πιάνουν την αναφορά στη σειρά, θα μοιραστούν την αμηχανία μας για τα νεότερα άσματα. Κι όποιος δε μοιράζεται την αμηχανία μας, θα μοιραστεί την ήττα μας.
Να παίζουν στις σκηνές μας τα αμερικάνικα...
Ακούς τους Dead Prez να ζητάνε από το κοινό να κάνει λίγο θόρυβο και ξανά-μανά θόρυβο -εντάξει, τον εμπεδώσαμε τον θόρυβο, από μουσική παίζει τίποτα; Τους βλέπεις με το δέος που είχαν στην εποχή που ο JR (όχι του Χάρρυ) Χόλντεν έπαιρνε τίτλους με τη Ρωσία του Μπλατ -και ας μην ήταν ευθεία συνέχεια της Σοβιετίας, σαν το δικό μας κόμμα. Βλέπεις την κοσμοπλημμύρα στον Anser, σαν τις ουρές όταν άνοιξαν Μακ Ντόναλντς στη Μόσχα, με το δέος της πρωταγωνίστριας από το Goodbye Lenin, όταν είδε απ’ το παράθυρο να φεύγει η ΓΛΔ και να εισβάλλουν τα γραφεία της Κόκα-Κόλα.
Και μη μου πεις για το αρχαίο πνεύμα αθάνατο του Φαράκου -που πρόλαβε το τρένο της ΕΤΕ, αλλά έχασε το κόκκινο τρένο με τους αναθεωρητές το ’68- και για συντηρητικά αντανακλαστικά που δε θα αλλάξουν τον κόσμο. Γιατί ο Βλαδίμηρος είχε πολύ κλασικίζον γούστο, που δεν το συγκινούσε ο φουτουρισμός της εποχής του. Κι ο Λιάκος -ο «Εισβολέας, ντε»- τρόλαρε εαυτόν κι αλλήλους, λέγοντας να μη φύγουν ποτέ οι Αμερικάνοι -και οι βάσεις τους- γιατί «εμείς ποιον θα αντιγράφουμε μετά»; Και τέλος πάντων -και της ιστορίας- περί ορέξεως κολοκυθόπιτα και μανιτάρια -αρκεί να τα κάνουμε σούπα, όπως είπε ο σφος Οβελίξ, που δεν έχει αντίρρηση να ακολουθεί εντολές, αρκεί να ξέρει γιατί παλεύουμε, και αυτή είναι η έννοια της δικής μας πειθαρχίας.
Παρίστασαι και χαιρετίζεις σιωπηλά στο μεταλο-προσκύνημα, σαν παρατηρητής. Περνάς μέσα από μπαλόνια και δακρυσμένα μάτια 40άρηδων που θέλουν να μυήσουν εξ απαλών ονύχων τα παιδιά στο είδος, με την ίδια κατάνυξη που θα τα πήγαινε ένας οπαδός στο γήπεδο, να πάρουν το βάφτισμα του πυρός στην επικρατούσα θρησκεία του σπιτιού. Ζητάς συμβολικά από φίλους μια καρέκλα -δεν είσαι κουρασμένος, απλώς καρεκλάς, νιώθεις όμως αλληλεγγύη για τα ακούσματα της μοντέρνας εποχής που είχαν κάποια μελωδία και τώρα απειλούνται με εξαφάνιση.
Βιώνεις την αυθόρμητη έκρηξη χαράς στις μπροστινές σειρές, το ανθρώπινο τείχος που κινείται. Και δεν υπάρχει τίποτα σαν την πίστη ενός φανατικού κοινού, την ορμή ενός ενήλικου παιδιού που του κάνουν δώρο αυτό που του ’χαν τάξει. Χοροπηδά στον αέρα, γίνεται όσων χρονών νιώθει, χτυπάει ντραμς στον αέρα, τα μακριά μαλλιά που δεν έχει πια αλλά του μπαίνουν στα μάτια επίμονα, και τους διπλανούς του στον ρυθμό του «αμπαλαέα» -που τώρα λέει το λένε mosh pit.
#festival_kne why do they always send the poor? pic.twitter.com/fHCev7eXQV
— Doq Hakkarl (@StarkillerGR) September 20, 2024
Αυτά τα παιδιά έρχονται από πολύ μακριά. Βίωσαν την απόρριψη και το περιθώριο. Άκουγαν να τους λένε ειρωνικά «γέρους», δεινόσαυρους -σαν τον Βλαδίμηρο πριν τον Οκτώβρη, που ήταν μόλις 47. Έβλεπαν άλλα είδη να γίνονται δεκτά με τιμές στις σκηνές του Φεστιβάλ, γυρίζοντας στο Πάρκο σαν απόκληροι παππούδες, έτοιμοι για κάποια συνοικιακή ΚΟΒ, να μιλάνε για την Τασκένδη, τον Ντεζ και την αντίφα αρκούδα. Πίστευαν πως δε θα ωριμάσουν ποτέ οι συνθήκες, δε θα αξιωθούν να ζήσουν την επανάσταση -όπως το πίστευε και ο Λένιν στην εποχή του- ή μια μέταλ συναυλία στο Φεστιβάλ. Άντεξαν, ζυμώθηκαν στα δύσκολα, ατσαλώθηκαν και τελικά έζησαν για να δουν πως δεν υπάρχει κάστρο άπαρτο για τους μπολσεβίκους -όσα δε φέρνει ο χρόνος, τα φέρνει το Φεστιβάλ. Και τώρα κάνουν μεταξύ τους γκάλοπ, ποιο συγκρότημα έχουν απωθημένο να δουν, για να μας έρθει του χρόνου στο 51ο.
Βασικά οι σκηνές θα έπρεπε να έχουν ένα σημάδι (α)καταλληλότητας, σαν τις τηλεοπτικές εκπομπές, για να διευκολύνουν το κοινό. Η μαθητική δεν προσφέρεται -χοντρικά και κατά κανόνα- για τους άνω των 20 και για απόφοιτους. Η νεανική είναι για τους μεταφοιτητές που δεν έχουν καταλάβει πόσο είναι και σκέφτονται ακόμα τι θα γίνουν όταν μεγαλώσουν. Η κεντρική είναι κάπως σαν την τέταρτη δέσμη, που πάει με όλα, αλλά κυρίως με τις μεγαλύτερες ηλικίες -ως κοινό και ως καλλιτέχνες- που θυμούνται τις δέσμες και τον ινστρούκτορα του Τραμπάκουλα -με την ατάκα για την αποδέσμευση από τα ιμπεριαλιστικά δεσμά. Και η λαϊκή είναι της ίδιας -και γηραιότερης- λογικής, με μια δόση φασαίων πανηγυρτζήδων στο ικαριώτικο γλέντι -και όχι μόνο.
Είναι αυτό που είπε και ο Τσολιάς, μεταξύ σοβαρού και αστείου, για τους φασαίους και τους πολιτικά άστεγους που στρέφονται μαζικά στο ΚΚΕ, γιατί δεν έχουν πού αλλού να παν. Μπορεί να τρομάξουν λίγο όταν καταλάβουν ότι ο αγώνας θέλει δέσμευση -που την φοβούνται- και γενικώς, κάτι παραπάνω από μια ψήφο ή μια ανάρτηση. Αλλά θα τους μείνει κάτι, ο άγριος σπόρος που μπορεί να βλαστήσει ανά πάσα στιγμή -ακόμα και στις πλέον ανύποπτες.
Το Φεστιβάλ είναι ο καλύτερος τρόπος να γνωρίσεις τους κομμουνιστές, ένα «Κόμμα με [πιο] ανθρώπινο πρόσωπο», η καλύτερη «κάρτα γνωριμίας» για φασαίους -και όχι μόνο. Για πότε θα βρεθούν από τον ικαριώτικο χορό με τον Κουτσούμπα, στις πορείες με αλυσίδες ούτε οι ίδιοι θα το καταλάβουν. Ανοίξαμε την αλυσίδα και έγινες ένας από εμάς. Και μετά δε θα έχουν να χάσουν παρά μόνο τις αλυσίδες τους...
Το ωραίο, όμως, είναι ότι νιώθεις να μεγαλώνεις μαζί με το Φεστιβάλ που γιγαντώθηκε. Και τώρα πλέον δεν ισχύει η κλασική απορία «που είναι όλοι αυτοί οι πανηγυρτζήδες, όταν τους χρειάζεσαι, στον δρόμο ή έστω στην κάλπη;». Τώρα έρχεται κόσμος που τον ξέρεις, τον συναντάς, αποκτάς δεσμούς. Κι ενίοτε γράφεις και ιστορία μαζί του -όπως στο Φεστιβάλ. Γιατί την ιστορία την γράφουν πάντα οι μάζες, οι χιλιάδες ανώνυμοι συντελεστές της, οργανωμένοι και μη, που συνδέουν διαλεκτικά το συνειδητό με το αυθόρμητο, το διονυσιακό ξέσπασμα με τις χρεώσεις και με το αυστηρό σχέδιο. Ούτε ένα «ανκόρ» δεν είχαμε, για να μην αποκλίνουμε από το πρόγραμμα και τις προθεσμίες -εξαιρούνται οι σφοι που ζουν σε ώρα Ικαρίας.
Ναι αλλά τι θα μπορούσε να το κάνει ακόμα πιο ιστορικό; Τι άλλο θα μπορούσε να έχει το Φεστιβάλ για να φτάσεις σε νέες απάτητες κορφές; Πώς θα μπορούσε να κατακτήσει οριστικά την πολιτισμική ηγεμονία της χώρας; Και πώς μπορεί να χτυπήσει μεγαλόπνοα έργα, όπως τον ύμνο του Κασσελάκη -δεν τον τραγουδά ο ίδιος, αλλά όλα δείχνουν πως είναι έτοιμος για ένα άλλο βήμα στην καριέρα του, μόλις ξεμπερδέψει με την πολιτική;
Θα μπορούσε να έχει κι άλλο χώρο -και άλλες σκηνές. Αλλά αυτό σημαίνει πιο πολλή δουλειά, χρεώσεις και υποχρεώσεις. Ίσως γίνει πράξη, όσο μεγαλώνει το Κόμμα -και μαζί του το Φεστιβάλ. Αν είχε περισσότερο χώρο, θα είχε μεγαλύτερη άνεση και για τα στέκια ή για τις συζητήσεις -για να μην έχουν το άγχος να τελειώσουν, πριν αρχίσουν οι συναυλίες.
Θα μπορούσε να φέρει μεγάλα διεθνή ονόματα, για κάθε είδος -από την Ορχήστρα του Κόκκινου Στρατού, μέχρι τους Λένινγκραντ Κάουμποϊς, που είναι βασικά το ίδιο, αλλά ας προσθέσει ο καθένας τα δικά του. Αυτό όμως είναι δύσκολο και κοστίζει αρκετά.
Κάποιοι έχουν απωθημένο τους Θανασομάλαμες. Ο Σωκράτης είχε έρθει παλιότερα στο Φεστιβάλ. Κι ο Θανάσης μάλλον το γυροφέρνει -μετά την παρουσία στο στέκι της ΚΝΕ και στον 904- κι είναι σχεδόν νομοτελειακό πως θα ερχόταν, αν δεν είχε πει ότι αποσύρεται. Ίσως έρθει ως φιλική συμμετοχή, μαζί με τον γιο του, στους «Γκιντίκι». Και τότε να δεις κλάμα και συγκίνηση η γενιά των μεταφοιτητών...
Κάποιοι άλλοι θα ήθελαν τους Social Waste -αλλά ίσως είναι λίγο «παρωχημένοι» πια, και εξάλλου φέτος ήρθε ως μονάδα ένα από τα μέλη τους. Στο ίδιο είδος, μπορεί να έρθουν κι άλλα συγκροτήματα, με πιο στοχευμένο στίγμα -σαν τους Rationalistas κ.ά. Κάποιοι μπορεί να έχουν στο πίσω μέρος του μυαλού τους και τον Λεξ, αλλά αυτό δεν είναι ορατό για το άμεσο μέλλον -δεν έχουν ωριμάσει οι συνθήκες.
Δεν είναι καρφί-έμμεση αναφορά για κάποιον, αλλά όσοι έχουν ευρύτερη αναγνωρισιμότητα, πρέπει να κρατήσουν λεπτές ισορροπίες με το κοινό τους, για να μην ξενερώσει από τη συμμετοχή σε ένα Φεστιβάλ με συγκεκριμένο στίγμα. Στον αντίποδα, το Φεστιβάλ έχει γίνει πια τόσο μεγάλο, που διασφαλίζει -ακόμα μεγαλύτερη- αναγνωρισιμότητα, ακόμα και σε όσους έχουν ήδη το δικό τους κοινό και επιλέγουν να έρθουν, μεταξύ άλλων και για να το διευρύνουν.
Όσο για την κε του μπλοκ, θα μου αρκούσαν αυτοί ακριβώς οι καλλιτέχνες, αλλά (κάποιους) 30-40 χρόνια πριν. Και ένα αφιέρωμα στο ΕΑΜ, όπως στο 1ο του Ζωγράφου, που λύγιζαν τα τσιμέντα από τη συγκίνηση.
Και μια επιπλέον σκηνή για τους αναστημένους, για να έρχονται σε ειδικές φεστιβαλικές εμφανίσεις -ξεκινώντας από τη Μαρία Δημητριάδη και συνεχίζοντας με τους υπόλοιπους. Αλλά κάποια πράγματα είναι αδύνατα, ακόμα και στο Φεστιβάλ, που είναι η χώρα των θαυμάτων. Και έπειτα, κάθε θάμα τρεις ημέρες -όσο διαρκεί δηλαδή συνήθως ένα Φεστιβάλ.@varlagas ♬ original sound - Panagiotis Varlagas
Και τι θα γίνει με τη μεταφεστιβαλική
κατάθλιψη; Πώς θα είναι το επόμενο Φεστιβάλ,
τώρα που έθεσε τόσο ψηλά τον πήχη το 50ό και ο θεσμός
μπαίνει στη δεύτερη 50ετία του;
Ξέρετε, αυτό βασικά είναι ανακριβές.
Είναι η ίδια παρανόηση που είχε γίνει και με
το μιλένιουμ. Το 50ό Φεστιβάλ δε σημαίνει ότι ο
θεσμός έκλεισε μισό αιώνα ζωής. Το πρώτο Φεστιβάλ
είχε γίνει το ’75 -δηλαδή 49 χρόνια πριν.
Πάλι γκρίνια μωρέ; Πες κάτι θετικό για
το κλείσιμο.
Εντάξει. Του χρόνου, που θα κλείσουν τα
50 χρόνια από το 1ο Φεστιβάλ ΚΝΕ-Οδηγητή, ο πήχης
θα μπει ακόμα πιο ψηλά για να γιορτάσουμε την
επέτειο. Θα τρυπήσουμε το ταβάνι, θα εφοδεύσουμε
στον ουρανό και -όπως ο Γιούρι πριν από 60 και βάλε
χρόνια- δε θα δούμε κανέναν θεό εκεί. Μόνο το Φεστιβάλ
από ψηλά, με διάφορους ημίθεους, ημίνεους και
βάλε...