Κυριακή 24 Νοεμβρίου 2024

Το χρυσοψαράκι της γυάλας

Λένε πως οι 24ωρες απεργίες είναι ντουφεκιές στον αέρα. Κι ειδικά αυτές για τον προϋπολογισμό κάποιο ετήσιο εθιμοτυπικό, κάτι σαν το σεμεδάκι της γιαγιάς στο κομοδίνο της τηλεόρασης, όπου βγαίνει κάθε χρόνο τέτοιες μέρες κι ο Γιάννης ο Παναγόπουλος, ο άρχοντας της εργατιάς.

Ναι αλλά δεν υπάρχει χειρότερο έθιμο από τις κλασικές δικαιολογίες του απεργοσπάστη, που είναι έτοιμος - ψημένος για απεργίες διαρκείας ή να ανέβει στο βουνό για αντάρτικο, αλλά δεν ευκαιρεί να χαλάσει τη ζαχαρένια του ή να χάσει τη δουλειά του για μια 24ωρη. Άσε που στο γραφείο είναι κι ένα ψαράκι στη γυάλα, που πρέπει οπωσδήποτε να το ταΐσει, για να μην πεθάνει της πείνας -όλοι οι άλλοι είναι ασυνείδητοι, ταξικώς και γενικώς. Μακάρι να έρθει μια κυβέρνηση να μας ταΐσει κι εμάς, ανταμείβοντας την υποταγή μας.

Το ξέρεις, θα ήμουν πρώτος σε μια απεργία διαρκείας, αλλά δεν περισσεύουν λεφτά για 24ωρες. Έβγαλα όμως διαρκείας για την ομαδάρα, που κάνει ένα μηνιάτικο -ή ένα νεφρό αν θες να πας δίπλα στην όποια Μαριγκόνα.

Και δεν υπάρχει χειρότερος αφοπλισμός από τον εκούσιο, από τον εργάτη που αγνοεί τη δύναμή του και αρνείται να χρησιμοποιήσει ένα τόσο βασικό όπλο σαν την απεργία -όχι στον αέρα, αλλά στο ψαχνό, ενάντια στην τάξη ή το κράτος που τον καταπιέζει, με τους οποίους βρίσκεται σε ανειρήνευτο ταξικό πόλεμο κάθε μέρα, είτε το έχει συνειδητοποιήσει είτε όχι.

Κι αν δεν το γνωρίζει αυτός, το ξέρει πολύ καλά ο αντίπαλος κι οι δυνάμεις καταστολής, που λειτουργούν συχνά σα λαγωνικά Ραντανπλάν, αλλά έχουν αλάνθαστο ταξικό ένστικτο -γνωρίζουν καλά τα αφεντικά τους και ποιος τα απειλεί. Μπορεί να συλλάβουν πχ έναν σύντροφο γιατί είχε μια σημαία που «παρέπεμπε σε επικίνδυνο όπλο» -sic. Δεν είναι η «αθάνατη ελληνική αστυνομία» που χαρίζει θάνατο μαζί με γέλιο και μακροζωία. Ο συμβολισμός εννοεί πως η απεργία και η διαδήλωση είναι το πιο επικίνδυνο όπλο. Αναγνωρίζουν δηλαδή αυτό που αγνοούν πολλοί εργάτες, που έχουν μάθει να κουνάνε χαρούμενα την ουρά τους στους ισχυρούς και τους γεμίζουν σάλια. Άραγε ο Παβλόφ να μελέτησε τέτοιου είδους εξαρτημένα αντανακλαστικά -ούτε καν ανισότιμη αλληλεξάρτηση, γιατί «χωρίς εσένα γρανάζι δε γυρνά...;

Το ρεύμα των αναθεωρητών ιστορικών ψάχνει σε κάθε πόλεμο μικρές προσωπικές αφηγήσεις για να ανατρέψει την ιστορική αλήθεια, ατομικά παραδείγματα και μικρές προσωπικές ιστορίες για να αναιρέσουν τα γεγονότα και να αλλάξουν την Ιστορία -με γιώτα κεφαλαίο- και τα γρανάζια που την κινούν -τα ταξικά συμφέροντα, την πάλη τους, τους μαζικούς αγώνες. Χωρίς αυτούς γρανάζι δε γυρνά και ο πυκνός ιστορικός χρόνος αρχίζει να γυρίζει προς τα πίσω, στον εργασιακό Μεσαίωνα.

Στον -ακήρυκτο, πλην προαιώνιο- κοινωνικό πόλεμο, όλες οι κυρίαρχες αφηγήσεις εστιάζουν στο «προσωπικό δράμα» του απεργοσπάστη, που ποθεί κολασμένα να δουλέψει αλλά δεν τον αφήνουν της γης οι κολασμένοι που απεργούν. Και το Σύνταγμα προστατεύει το δικαίωμα στην εργασία -εκτός και αν μιλάμε για απολύσεις, ανεργία και άλλα τέτοια φυσικά ταξικά φαινόμενα, όπου το κράτος δεν μπορεί να επέμβει και αφήνει το αόρατο χέρι της αγοράς να μας χουφτώνει κανονικά.

Για αυτόν γίνονται όλα! Ο παροιμιώδης μέσος ανθρωπάκος, βιδωμένος στον καναπέ, να αυνανίζεται με οθόνες σαν τον Αλ Μπάντι, ζει μακάβριος στη νιρβάνα του -τηλεοπτική ή καταναλωτική. Έγκλειστα χρυσόψαρα, με συλλογική μνήμη μερικών δευτερολέπτων, που καταναλώνουν πλάνα ακόμα μικρότερης διάρκειας για την απεργία και τα αιτήματά της. Η αγανακτισμένη σιωπηλή μάζα, που αφήνει σε άλλους να ερμηνεύουν τη σιωπή της, κατά το δοκούν και συμφέρον τους, ή να της λένε πώς και πότε πρέπει να αγανακατεί, πχ για τη μεγάλη ταλαιπωρία της στους δρόμους -που είναι πάντα πιο άδειοι και εύκολοι, τις μέρες της απεργίας.

Βλέπει τα πάντα από τη γυάλα του, με τις 55 ίντσες, θολούρα και στερεότυπα υψηλής ευκρίνειας. Μαθαίνει ακόμα και πώς να εκτονώνεται, βλέποντας πχ πόσο καλά τα λέει ο Λάκης, που η μόνη του απεργιακή κουβέντα ήταν ότι τη Γερασιμίδου δεν την αφήνει το κόμμα της να εμφανιστεί ζωντανά, σε μέρα απεργίας, για αυτό βγήκε κονσέρβα το σκετς τους.

Είναι λογικό να (θες αλλά να) φοβάσαι να απεργήσεις, με τόση τρομοκρατία -που αφήνει παντού αποτυπώματα αλλά μένει ασύλληπτη και ατιμώρητη. Κι είναι άλλο να μη φοβάσαι το αφεντικό σου αλλά τους απεργούς. Να γίνεσαι ένα φοβισμένο ανθρωπάκι (όχι του Τσίρκα, αλλά του Λάκη) που αγαπά τους εκ-βιαστές του όσο κανείς ή ένα κανίς -το σύνδρομο της ταξικής υποταγής, που ονειρεύεται τη Στοκχόλμη και το σουηδικό μοντέλο. Κι ενίοτε σιχτιρίζει ψιθυριστά -άει χάσου, εξουσία- ή της βροντοφωνάζει στον τοίχο του πως γαμιέται -που είναι χειρότερο κι από ψίθυρος, συνέψεια της υποταγής με άλλα μέσα και άλλα ντεσιμπέλ. Μια ανέξοδη βαλβίδα εκτόνωσης σαν τον γελωτοποιό του Μαρινάκη, που σήκωσε το λάβαρο της αντιπολίτευσης -ου μην και της επανάστασης- κατά της κυβέρνησης, για τους δικούς του λόγους -δηλαδή συμφέροντα.

Όταν φοβάσαι την απεργία, δύο πράγματα μπορεί να συμβαίνουν. Είτε να είσαι επιχειρηματίας που σου κλείνουν το μαγαζί, τα γραφεία, το εργοστάσιο κοκ. Είτε να μην ξέρεις απολύτως τίποτα γι’ αυτήν, να νιώθεις φόβο μπρος στο άγνωστο, που είναι τέτοιο γιατί το έχεις «γνωρίσει» μόνο μέσα από φτηνά στερεότυπα και τα κανάλια που τα διαμορφώνουν.

Ο μέσος ανθρωπάκος - χρυσόψαρο φαντάζεται πως στην απεργία θα δει κομματικούς στρατούς, που ξερνάνε φλόγες και μπάχαλα, αργόσχολους και ανεπάγγελτους, αιώνιους φοιτητές που μασουλάνε τα λεφτά του πατέρα, εργατοπατερούληδες που δεν έχουν κολλήσει ποτέ ένσημα και ό,τι άλλο έχει μάθει από τα δελτία ειδήσεων. Και τα φαντάζεται όλα αυτά, γιατί έχει άποψη, για κάτι που δεν είδε ποτέ. Ας κατέβαινε, να έχει δική του άποψη, και ας ήταν προκατειλημμένη.

Ο πραγματικός κόσμος είναι πάντα διαφορετικός, πολύ πιο πλούσιος σε χρώματα, αντιφάσεις, συναισθήματα και ιστορίες. Κι η μόνη κομματική επαφή που θα έχει ένας άτυχος κυρ-Παντελής -για να μη βρει μπελά- είναι ίσως οι Κνίτες που έχουν οικονομική εξόρμηση και μια μεγάλη ποικιλία τετράδια κι ημερολόγια για να σε στραγγίξουν, από Τσε μέχρι Παλαιστίνη -το καλύτερο όμως είναι αυτό με το στιγμιότυπο από τα Δεκεμβριανά, τους αντάρτες και την υπογραφή ΚΚΕ στον τοίχο πίσω τους.

Επίσης περνάμε ξώφαλτσα τη Σανταρόζα και την έκθεση του ΚΚΕ για τα 80χρονα της απελευθέρωσης. Μια καλή ευκαιρία να μάθει κανείς ιστορία, να δει συγκλονιστικά ντοκουμέντα -όπως τη χειρόγραφη επιστολή του Άρη στο Κόμμα, που κλείνει συνωμοτικά με το «κάπου...» ή τις ανατριχιαστικές εικόνες από το βασανισμένο γυμνό σώμα της Ηλέκτρας. Ή να μάθει απλώς τι ενοχλεί τον Πρετεντέρη και τους ένοικους της Σκομπίας, που οχυρώνονται στον δικό τους κόσμο -όπως ο τηλεθεατής πίσω από τη γυάλα του.

Τι άλλο θα δει κανείς στην απεργία;

Ταξικά σωματεία που ξέρουν να οργανώνουν αγώνες και να πετυχαίνουν μικρές νίκες, να ξεχωρίζουν εχθρούς και φίλους ή ποια είναι η ενότητα που χρειαζόμαστε -με τους στόχους του αφεντικού για «ανάπτυξη» και κέρδη ή με το συμφέρον της τάξης μας. Κι αυτά τα δυο, σε έναν κοινωνικό ιστό που ξεσκίζεται από ανταγωνισμούς, δεν πάνε ποτέ μαζί, παρά μόνο στις καρτ-ποστάλ της κοινωνικής ειρήνης που δείχνουν τα δελτία, χωρίς αντιθέσεις -ούτε καν ασπρόμαυρες.

Θα δει πχ τους διανομείς της Wolt που έκαναν το δικό τους Σωματείο και έχουν πολύ δρόμο ακόμα αλλά έκαναν το πιο σημαντικό βήμα. Θα δει το μπλοκ του ΕΚ Λαυρίου με τη «φοιτητική» μαυροκόκκινη αισθητική, τον παλμό και τη δράση που ξεχωρίζει. Θα δει την επιτροπή αγώνα Λαϊκών Αγορών, με το κορυφαίο, εμπνευσμένο σύνθημα: αυτή η πολιτική, η αντιλαϊκή/βάζει λουκέτο στη λαϊκή...


Θα δει το μπλοκ της ΕΝΕΔΕΠ, που βιώνουν στο κορμί τους πώς δενότανε το ατσάλι. Τους εκπαιδευτικούς που έρχονται αντιμέτωποι με ωμούς εκβιασμούς, για όσους νομίζουν πως στο δημόσιο είναι χαλαρά και ειδυλλιακά κι έχεις δεμένο τον γάιδαρό σου στο μικρό σπίτι στο λιβάδι, όπου τρέχεις με ξέπλεκες κοτσίδες. Καληνύχτα (Τζον-μπόι) και καλή τύχη.

Θα δει τους εποχιακούς πυροσβέστες, τους ήρωες του καλοκαιριού, που τους πετάνε σα στυμμένες λεμονόκουπες τον χειμώνα -εν μέσω πυρκαγιών και πλημμύρων- να καταγγέλλουν με τρεμάμενη φωνή από το μικρόφωνο την άγρια καταστολή που αντιμετώπισαν από το επιτελικό κράτος.

Θα δει τους εργαζόμενους στους ΟΤΑ, που εγγράφουν στο Σωματείο τους συμβασιούχους υπαλλήλους, δείχνοντας στην πράξη τι σημαίνει ενότητα (κι αγώνας), αλλά η Ομοσπονδία -που λατρεύει το δίκιο και τη νομιμότητα- τους αποκλείει για αυτό ακριβώς, επικαλούμενη το καταστατικό και τους κανόνες.

Θα δει τους ιδιωτικούς υπαλλήλους, που συσπειρώνονται στο πιο μαζικό σωματείο, που -για αυτό ακριβώς- έχει και τις πιο μαζικές νοθείες, όπου μεταξύ πολλών και κραυγαλέων, ξεχωρίζουν οι εργατοπατέρες με τουρμπάνια (!), όχι από ταξική, διεθνιστική αλληλεγγύη στους μετανάστες συναδέλφους τους, αλλά ασορτί με τη νοθεία που ετοίμαζαν και τη δημοκρατία του φερετζέ -σε χώρους δουλειάς και γενικώς.

Θα δεις τους εργαζόμενους στο ΣΕΤΗΠ, που έχουν τις δικές τους εκλογές και έκαναν έναν έξυπνο χειρισμό για να μην κοπεί το Σωματείο για γραφειοκρατικούς λόγους, αποφεύγοντας την καταγραφή και το φακέλωμα του νόμου Χατζηδάκη. Η «Ταξική Πορεία» του πίσω μουλού βρήκε μια καλή ευκαιρία για σπέκουλα -πως το ΠΑΜΕ συναινεί τάχα στην εφαρμογή του νόμου- για να της απαντήσει η παράταξη που πρόσκειται στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ και να τους θυμίσει πως η διοίκηση του Σωματείου διώκεται δικαστικά για αυτόν ακριβώς τον λόγο -από μήνυση της Teleperformance. Κι ας παίρνει τελικά το μέρος τους, στα γύρω-γύρω από την ουσία.

Με άλλα λόγια θα δεις πολλές μικρές ιστορίες ταξικής συνδικαλιστικής δράσης, το ειδικό που αναδεικνύει το γενικό, αλλά δε θα βρει ποτέ θέση στο μικροσκόπιο της ανάλυσης των αναθεωρητών ιστορικών. Εδώ υπάρχει ένας έρωτας μεγάλος -με την τάξη των αφεντικών- κι εσύ μιλάς για κάτι πράγματα μικρά, σαν τους εργάτες...

Και πλάι σε όλους αυτούς, τη συγκέντρωση της ΓΣΕΕ - ΑΔΕΔΥ, στην πλατεία Κλαυθμώνος, με φόντο το Μνημείο Εθνικής Συμφιλίωσης -σημειολογικά ταιριαστά και τα δύο, για την περίσταση. Εκεί που θριαμβεύει η ενότητα -με όσους θέλουν να πάμε στον βούρκο. Κι εκτός από τους χρήσιμους ανόητους -όπως το ΣΕΚ και το άλλο μουλού με τον «ΕΡΓΑΣ»- ή διάφορους Πασόκους όλων των αποχρώσεων, θα έβλεπες δύο ξεχωριστές εξέδρες, της ΓΣΕΕ και της ΑΔΕΔΥ, που έχουν βαθιές διαφορές και χάσμα να τους χωρίζει -όση και η απόσταση που χώριζε τις δύο εξέδρες, στην ίδια πλατεία. Που δεν ήταν γεμάτη, αλλά για τα δικά τους δεδομένα, κάτι είχε -ακόμα κι εκεί. Κι αν είχαν χιούμορ, αντί να παίζει Αρβανιτάκη από τη μικροφωνική τους, έπρεπε να βάλουν Άσιμο.

Μια διαδήλωση, δέκα μικρόφωνα και τα μεγάφωνα στη διαπασών.
Ξεπουληθήκατε στο Γιουσουρούμ, για ένα κουστούμ, για ένα κουστούμ
.

Την ίδια στιγμή, ο κόσμος ήταν πραγματικά πολύς στη συγκέντρωση του ΠΑΜΕ, στην Πανεπιστημίου -σε κάποια φάση ακούστηκε από τα μεγάφωνα ότι τα μπλοκ έφταναν από το Σύνταγμα ως την Ομόνοια. Κι αν ήταν κάπως υπερβολική εκτίμηση, πάντως είχαν πυκνές γραμμές, δύσκολο πέρασμα από τα πλάγια και αρκετό κόσμο και στα Προπύλαια ή στην Κοραή -μακριά από το οδόστρωμα δηλαδή. Φαντάσου να μη γινόταν ξεχωριστή συγκέντρωση στον Πειραιά και στην Ελευσίνα δηλαδή...

Ποια θα είναι τώρα η επόμενη μέρα; Η επόμενη μέρα ξεκίνησε ήδη, περιφρουρώντας - προστατεύοντας όσους συμμετείχαν και βρέθηκαν στο στόχαστρο. Είναι σαν την καλή άμυνα στο μπάσκετ, που τελειώνει πάντα με το ριμπάουντ -και όχι απλά με ένα άστοχο σουτ. Κι η καλή (αντ)επίθεση, αρχίζει με μια γενική απεργία διαρκείας. Μια μέρα δε θα είναι εικονική πραγματικότητα, σαν αυτή που βιώνουν τα τηλεοπτικά ψαράκια, που ψαρώνουν να κατέβουν στον δρόμο, για να δουν τι παίζει.

Μπορεί αυτή η απεργία να μη νέκρωσε τα πάντα, ως θα όφειλε. Έδειξε όμως ότι δεν έχει νεκρώσει το κίνημα, δεν είμαστε όλοι ακίνητοι κι απαθείς, κλινικά νεκροί μπροστά σε μια οθόνη, με μια ευθεία γραμμή για σφυγμό και ταξική συνείδηση. Η ζωή τραβά την ανηφόρα, μαζί με τον Σίσσυφο, αλλά το σημαντικό είναι πως κινείται και μια μέρα θα νικήσει, γιατί δεν παραδέχτηκε τη νέκρα και τα σφαγεία του πολέμου, που ζητάνε εργατικό κρέας για τα κανόνια τους.

Τετάρτη 20 Νοεμβρίου 2024

Εδώ Πολυτεχνείο, εκεί Πολυτεχνείο, πού είναι το Πολυτεχνείο;

Μην το είδατε πουθενά στις ειδήσεις; Ψάξε-ψάξε δε θα το βρεις. Βγήκαν δελτία και επισήμως δεν είπαν τίποτα. Κάποια κανάλια έβγαλαν την υποχρέωση με ξεπέτες λίγων δευτερολέπτων. Αν δεν μπορείς να καταργήσεις κάτι, αποσιώπησέ το -σα να μην έγινε ποτέ. Αλάνθαστη συνταγή μισού αιώνα -και βάλε- στην καλύτερη (αστική) δημοκρατία που (δεν) είχαμε ποτέ. Η οποία δεν παύει να είναι μυριάδες φορές χειρότερη από τη χειρότερη σοβιετική δημοκρατία, όπως είχε πει προφητικά ο Βλαδίμηρος, για όσους ξέχασαν να σκέφτονται ταξικά.


Τι είναι σήμερα όμως το Πολυτεχνείο;

Μην είναι Ψωμί-Παιδεία-Ελευθερία;
Το ψωμί που λες ψωμάκι, μπας και βγει ο μήνας. Η «δημόσια δωρεάν» Παιδεία, που έχει γίνει ιδιωτική και πανάκριβη. Και η κουτσή ελευθερία να κάνεις ό,τι θες -αρκεί να έχεις λεφτά να το υποστηρίξεις. Κάτω ο φασισμός, λες, που θεριεύει εντός και εκτός συνόρων. Έξω αι ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ, που είναι ιερή συμμαχία για δεξιά κι αριστερά δεκανίκια της εξουσίας. Το Πολυτεχνείο ζει, αλλά θέλουν να το θάψουν ζωντανό τα κόμματα του «δημοκρατικού τόξου» και το βέλος του έρωτα των αφεντικών με τους φασίστες, που τους ενώνουν ισόβια, ιερά δεσμά. Κι όταν λέμε ισόβια, εννοούμε ισόβια, που θα έλεγε μια εθναρχική ψυχή.

Μην είναι οι Πασπίτες, που πάνε τρέχοντας για να μην τους πάρουν τη σημαία -αξίζει, και μόνο γι’ αυτό, να ξαναγίνει η ΕΦΕΕ για μια μέρα; Κι ήρθαν με πόζα κι αλυσίδες στο Πολυτεχνείο, η γη να τρέμει -σαν τα γόνατά τους-, και ο Τεμπονέρας ζει -μια μέρα ο γιος του ίσως μας καθοδηγεί. Και... «οι αρχές της 3ης του Σεπτέμβρη», όπου κάθε έννοια ξεκλειδώνει την επόμενη πίστα -η εθνική ανεξαρτησία είναι προϋπόθεση της λαϊκής κυριαρχίας, που είναι το θεμέλιο του σοσιαλισμού. Μα εγώ το έχω περάσει αυτό το στάδιο... Κι ίσως του χρόνου η ΠΑΣΠ κάνει πορεία στις 16 Νοέμβρη, για μεγαλύτερη ασφάλεια. Μια μέρα πριν νωρίς, μια μέρα μετά θανάσιμο λάθος, αλλά του φευγάτου η μάνα δεν έκλαψε ποτέ.

Μην είναι ο Κασσελάκης που έσπασε το στοιχειωμένο ρεκόρ του Αλέξη, σημειώνοντας νέα επίδοση μικρότερης διαδρομής και πιο σύντομης παρουσίας στην πορεία; Ναι, αλλά τουλάχιστον δεν έστριψε στα λουλουδάδικα. Έστριψε λίγο μετά, στην Ηρώδου Αττικού, όπου έχει εντοπίσει κάτι ωραία μέγαρα, με θέα στον κήπο, οικόπεδα-γωνία, επενδυτική ευκαιρία πρώτης τάξης. Κι είναι ο μόνος διαδηλωτής που έσπασε το μπλόκο με τις κλούβες και πέρασε ανάμεσά τους χωρίς να πέσει ούτε ένα δακρυγόνο. Άξιος!
Λίγο πριν, οι Κασσελίστας έκαναν σαματά που δεν τους άφησαν να μπουν αμέσως μετά το μπλοκ του ΣΦΕΑ -φασισμός παντού, ρε φίλε. Αλλά τα τρολ του προέδρου χωρίς κόμμα έλεγαν πως τη φασαρία την έκανε το ΜΛ-ΚΚΕ -που είναι προκλητικό και το ξέρουν όλοι. Κι αν συνεχίσουν να διασπώνται σε αποκόμματα, σαν πολιτικές αμοιβάδες, θα έχουμε ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ, ΠΣ ΣΥΡΙΖΑ, Π ΣΥΡΙΖΑ Σ, ΣΥΡΙΖΑ Μπουλκουμέ, και δε θα γελά κανείς πια με τις διασπάσεις του εξωκοινοβουλίου.

Μην είναι τα χουντικά πρωτοσέλιδα του Σπορτάιμ και το ψεκασμένο κοινό του, που αρνείται ότι υπήρχαν νεκροί και ζητά VAR για να διαπιστώσει τη γραμμή, αν ήταν εντός ή εκτός περιοχής και προαυλίου; Θα το δούμε το βράδυ στην τηλεόραση, με τον Νίκο Μαστοράκη, που είναι μάστορας στις αυθόρμητες μαρτυρίες, για όσους θέλουν να μαρτυρήσουν στα χέρια της Ασφάλειας.

Μην είναι τα ιδιωτικά εκπαιδευτήρια που δεν έκαναν σχολικές γιορτές; Μα το Πολυτεχνείο δεν ήταν γιορτή, ήταν εξέγερση και πάλη μαζική, και μια μέρα θα την βρούνε μπροστά τους, να γράφει ιστορία που δε θα χωρέσει ποτέ στα επίσημα εγχειρίδια.

Μην είναι οι δεκάδες γονείς, που φέρνουν τα παιδιά τους να μυηθούν, η δική μας «βάφτιση», κι ας μη νιώθουν την ίδια κατάνυξη τα τέκνα; Παρακαλούν να τους κάτσει ένα κλικ, έστω τυχαίο και παραπλανητικό, ένα καλό στιγμιότυπο που θα ανέβει στον τοίχο τους, θα σαρώσει τα like και θα τους αποζημιώσει για όλα όσα τράβηξαν. Χαμογέλα ρε, τι σου ζητάνε; Τα στέλνουν σε ξεναγήσεις, με Χαλβατζή, Χάγιο και λοιπούς βετεράνους, να μάθουν όσα δεν τους λένε τα βιβλία και να ρωτήσουν ό,τι θέλουν στο τέλος.
-Τι είναι η Ενωτική Κίνηση Σχημάτων;
-Δεν έχω ιδέα. Να σου πω για το φύλλο νούμερο 8;

Η ΕΚΣ, βασικά, δεν είναι με τα παλιά ΕΑΑΚ -που πλέον αυτοπροσδιορίζονται ως πολλά και ουδέτερα, «τα» -χωρίς θηλυκό αντίστοιχο- ούτε με την Ατάκ του ΝΑΡ -που έλεγε η ΕΑΑΚ, αλλά είχε χάσει την ηγεμονία, στο άρθρο και γενικώς- αλλά με μια τρίτη κατάσταση (Παρέμβαση, Μετάβαση κοκ), που στη γενιά του Χαλβατζή θα την έλεγαν «το Χάος». Αλλά δύσκολα θα βρεις πιο πολύ χάος και σύγχυση από ό,τι σε αυτούς, σήμερα.

Μην είναι η βεντέτα που άνοιξε η ΑΡΑΣ με την αναρχία;
Μπορεί, αλλά μες στο τριήμερο δεν έγινε κάτι σοβαρό και το ματς πήγε στην παράταση. Ο νικητής παίρνει για έπαθλο τα γύρω μαγαζιά -ο νοών νοείτω.

Μην είναι η βασική αντίφαση στο αριστεροχώρι, που όσο συνεχίζει τις διασπάσεις, τόσο λιγοστεύουν τα τραπεζάκια του χώρου αντί να αυξάνονται; Σαν το παράδοξο του αριστεροχωρίτη Αχιλλέα και της αρραβωνιαστικιάς του, που πήγε με το Εσωτερικού -τους αναθεωρητές, ντε- γιατί δε συμπαθούσε το λιοντάρι του Ντανφέρ και έφτασε στα βαθιά γεράματα να ψηφίζει «ΝΑΙ» στο δημοψήφισμα, για να μη φύγουμε από την ΕΕ. Ο χώρος ακολουθεί τη βιβλική εντολή, κάτι σαν «μειώνεσθε και πληθύνεσθε» ή μάλλον το ακριβώς αντίστροφο. «Αυξάνεσθε κι εξαϋλώνεσθε», για να βρείτε τον δημιουργό σας, με μια τελευταία έφοδο -με τη Ρίτα Χέιγουορθ- στον ουρανό.

Μην είναι η φασέικη αλλεργία προς κάθε τι συνειδητό κι οργανωμένο;
-Είκοσι λεπτά περπατάω κι ακόμα να τελειώσει το ΚΚΕ...
Η κόλασή μας/της είναι τα μπλοκ των άλλων. Και δε θα έχει καζάνια στη σειρά, αλλά μια μαραθώνια πορεία, με κόκκινα μπλοκ κατά μήκος, από τον Μαραθώνα ως το Καλλιμάρμαρο. Να τους βρίσκει σε κάθε βήμα και να της ρίχνουν τρικάκια στις πληγές.
-Έχουν πάρει τη μικροφωνική και λένε τα δικά τους...
Ναι, για να ακούγεται κάτι σωστό. Και δε λέμε μόνο τα δικά μας -και πολύ δημοκρατικοί είμαστε, αν θες να ξέρεις. Η κόλασή τους εκτός από κόκκινα μπλοκ θα έχει και μεγάφωνα με την ανακοίνωση της ΚΝΕ για το Πολυτεχνείο, σε όλη τη μαραθώνια διαδρομή.

Μην είναι οι αναμνήσεις μας, που είναι αμείλικτες;
Δεν είμαστε δα τόσο παλιοί -ίσως πάλι να είμαστε και δεν το ξέρουμε, αλλά όχι και βετεράνοι. Κι όμως, έχω να το λέω πως έχω προλάβει τριήμερο με την Πατησίων γεμάτη τραπεζάκια, από άκρη σε άκρη, να στρίβουν στη Στουρνάρη και να φτάνουν στην άλλη είσοδο. Κι έχω προλάβει τη ΔΑΠ να θέλει να καταθέσει στεφάνι, έστω πετώντας το σαν δίσκο από μακριά, για να γλιτώσει τις μπούφλες απ’ το αριστεροχώρι. Κι όμως, τη λύση την είχε δείξει ο Θάνος Πλεύρης, όταν έκανε αξημέρωτη καταδρομική στα Εξάρχεια, μιλώντας στην κάμερα σιγά και προσεκτικά, σαν ρωμαϊκή περίπολος στο γαλατικό δάσος, χωρίς να δίνει δικαιώματα, μες στα ξημερώματα.
Να ’ταν Νοέμβρης και Σαββάτο, σαν θα γύριζα -όπως τότε, το ’73...

Μην είναι οι μπάτσοι που σου ψάχνουν το σακίδιο και σε κάνουν να νιώθεις πάλι νέος κι επικίνδυνος; Που κάνουν προσαγωγές, για να φοβίσουν τον κόσμο -σε αυτό το πλευρό της ιστορίας να κοιμούνται- και να τον κρατήσουν μακριά, να κοιτάζει ήσυχος τη δουλειά του, όπως κάποτε; Μιλάμε για το σώμα που πέτυχε να γίνει πιο αυταρχικό κι αντιπαθητικό από τον στρατό, εν μέσω της στρατιωτικής χούντας. Και γιορτάζει τη δική του επέτειο, με έργα -προσαγωγές, τραμπουκισμόυς κτλ. Αν η πολιτική του ηγεσία πιστεύει όντως πως το Πολυτεχνείο έχει πεθάνει, ας ενημερώσει τουλάχιστον τους αστυνομικούς, να μη χτυπιούνται μόνοι τους -και βασικά να μη χτυπάνε τον κόσμο.

Μην είναι τελικά το ΚΚΕ, που είχε και γενέθλια ανήμερα της επετείου;
Ναι, μονολεκτικά και ολογράφως, με τρία κόκκινα γράμματα. Που μπορεί να είναι και από το αίμα των αγωνιστών που έδωσαν τη ζωή τους, για να νικήσει η ζωή -όχι στη μετά θάνατον ζωή, αλλά σε τούτη τη γη που την πατούμε.

Μπορεί κάποιος να πιστεύει πως το Πολυτεχνείο δεν ανήκει στους Κνίτες -και σε κανέναν άλλον εξάλλου- να μην τους συμπαθεί πολιτικά ή αισθητικά, να πιστεύει ότι έρχονται για να το καπελώσουν κτλ. Οφείλει να σκεφτεί όμως: τι θα ήταν το Πολυτεχνείο σήμερα χωρίς την ΚΝΕ; Ένα κουτσουράκι, τόσο δα μικρούτσικο -ούτε καν κοντόξυλο για τα ντου. Ένα τριήμερο χωρίς παλμό και κόσμο. Μια μικρής εμβέλειας εκδήλωση, που αν την αναλύαμε, θα μας έμεναν στο τέλος μια πέτρα, μια κατάληψη και ένας ασφαλίτης, που σημαίνει πως με αυτά τα υλικά μπορείς να το (ξανα)διαλύσεις. Ή απλά να φέρεις έναν Αρασίτη, που τα διαλύει όλα με τα αναλυτικά του εργαλεία.

Όσοι κατεβαίνουν κάθε χρόνο στο Πολυτεχνείο, οφείλουν στο ΚΚΕ μια σιωπηλή ευγνωμοσύνη, κι ας μην το ξέρουν. Ακόμα και αυτοί που ξέρουν πως ο μόνος δρόμος είναι να στοιχηθούν πίσω από τα παιδιά -δηλαδή τα μπλοκ μας- για να γλιτώσουν από τη γιούχα και πιο άγριες αντιδράσεις. Και πάνω από όλους όσοι δεν το συμπαθούν, αλλά χωρίς αυτό θα είχαν ξεπέσει σε συμμαχίες και παναριστερά μέτωπα, για να μη νικήσει η Δεξιά -μερικοί το κάνουν και τώρα, άλλωστε. Αν δεν υπήρχε το ΚΚΕ σήμερα, θα έπρεπε να το επανεφεύρουμε και να το επανιδρύσουμε -αλλά είδες τι περιπέτειες περνάει η επανίδρυση σε μια σειρά χώρες -καλή ώρα σαν την Ιταλία.

Εδώ το Πολυτεχνείο, εκεί το Πολυτεχνείο, πού είναι το Πολυτεχνείο;

Δεν είναι στους λόγους και τις ανακοινώσεις, στις ξύλινες γαλιφιές των επισήμων, στο φωτοστέφανο που του φορούν για να το φέρουν στα μέτρα τους και να ρουφήξουν κάθε ζωντανό χυμό από μέσα του. Το Πολυτεχνείο ζει στους αγώνες της γενιάς μας, αλλά βασικά της τάξης μας, σαν τη σημερινή απεργία. Σε κάθε αγώνα που τον συκοφαντούν, τον αποσιωπούν αλλά δεν μπορούν να τον εξαφανίσουν. Ζει και αναπνέει στον δρόμο, που είχε τη δική του ιστορία και συνεχίζει να τη γράφει, όταν τον κατακτούν οι μάζες. Κι είναι μονόδρομος για όσους έχουν ερωτευτεί μια χρονολογία -το ’17 ή το ’73- και έχουν βαρεθεί να προσμένουν τον πυκνό ιστορικό χρόνο να συμπυκνωθεί σε πιο ενδιαφέρουσες εποχές και γεγονότα.

Ο μόνος δρόμος δεν είναι πίσω απ’ τα παιδιά, αλλά μαζί τους. Για να νικήσουμε την πραγματική κόλαση και να χτίσουμε έναν άλλο επίγειο κόσμο, που δε θα είναι παράδεισος χωρίς αντιφάσεις αλλά μπορεί να είναι στο μπόι των ονείρων μας.

Υγ: στους φαντάρους που δε φοβήθηκαν και την Παλαιστίνη που δε λυγίζει.

Τετάρτη 13 Νοεμβρίου 2024

Η χούντα του κεφαλαίου δεν τελείωσε το ’73 - Ούτε το ’74

Μια εκδήλωση με την Αλέκα έχει πάντα ενδιαφέρον, είτε συμφωνεί κανείς είτε διαφωνεί με τις επεξεργασίες του ΚΚΕ. Μισό λεπτό, όμως, ντεζαβ(ο)ύ. Θυμάμαι να γράφω τα ίδια τις προάλλες για τον Ελισαίο -για όλους τα ίδια λες, Απολίθωμα. Αυτό που αλλάζει όμως είναι η τεκμηρίωση.


Η Αλέκα δείχνει την αξία της όταν μιλάει εκτός κειμένου, ενίοτε και εκτός θέματος ή έτσι νομίζουν όσοι δεν την ξέρουν και δεν προσέχουν πολύ. Εκεί που φαίνεται να το απλώνει, να ξεχειλώνει, να χάνεται ο ειρμός, εκεί που πάει να σβήσει, κάνει μια ντρίπλα μαγική (σαν την Αργεντινή του Μέσσι), προσφέροντας θέαμα και ουσία, δηλαδή ατάκες και περιεχόμενο. Κι η αναφορά στην ντρίπλα δεν είναι υποτιμητική, για πολιτικάντικα τεχνάσματα. Απλώς μια μικρή ωδή στη λατρεία της Αλέκας για το ποδόσφαιρο.

Η Παπαρήγα η καλή είναι πολύ καλή με τα παιδιά, νταντεύει πρόθυμα όσα βρέφη βρεθούν στον διάβα της, σαν τη γιαγιά που τους λέει ιστορίες για να την ακούν με ανοιχτό στόμα. Κι η εν λόγω περίσταση είχε σαφείς ομοιότητες, με τη διαφορά πως οι ιστορίες ήταν από την κρύπτη του κινήματος, μιλούσαν για την Ιστορία με γιώτα κεφαλαίο, σε ενήλικα παιδιά, που είναι όμως πολιτικά νήπια, στα πρώτα βήματα της διαδρομής τους και βλέπουν δικαίως την Αλέκα με δέος.

Κι εσύ, Απολίθωμα, τι έκανες για να στηρίξεις τη (νέα) ηγεσία της Αλέκας; Κράτησα πρόχειρες σημειώσεις εν είδει ανταπόκρισης από όσα είπε στην εκδήλωση στη Νομική για τα 50 χρόνια από τη Μεταπολίτευση -ήθελα να πω την επαναφορά της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Κι αν είχε καταγραφεί σε βίντεο, θα το μελετούσα για να μην έχω το άγχος πως μεταφέρω κάτι στο περίπου και το στρεβλώνω ακούσια, λόγω έλλειψης ακριβολογίας ή των συμφραζόμενων. (Αλλά μόλις με ενημερώνουν από το κοντρόλ ότι έχει βγει ολόκληρο το κείμενο της εισηγητικής ομιλίας της στο portal, οπότε όσοι θέλουν ας ανατρέξουν εκεί, χωρίς άγχος).

Ας δούμε λοιπόν κάποια βασικά σημεία.

Η μετάβαση στην αστική δημοκρατία ήταν προϊόν συναινετικού συμβιβασμού μεταξύ της χούντας και πολιτικών στελεχών της αστικής σκηνής, με επικεφαλής τον Καραμανλή τον πρεσβύτερο -αναγκαία η διευκρίνιση σε τέτοιες ηλικίες. Ωστόσο, η χούντα ήταν ήδη απονομιμοποιημένη στη συνείδηση του λαού. Κι αν είχε πέσει από τη δική του πάλη, οι εξελίξεις θα ήταν διαφορετικές.

Η δικτατορία βρήκε τελείως απροετοίμαστο το λαϊκό κίνημα και κυρίως την οργανωμένη πρωτοπορία του. Ο βασικός λόγος που επιβλήθηκε ήταν η βαθιά κρίση του αστικού πολιτικού συστήματος και η ανάγκη εκσυγχρονισμού του, που απέφερε την κατάργηση του θρόνου και δύο νέα κόμματα με διαφορετικά χαρακτηριστικά, σε μια νέα φάση καπιταλιστικής ανάπτυξης -κεϊνσιανές κρατικοποιήσεις και μια σειρά μεταρρυθμίσεις, που θεωρήθηκε λανθασμένα ότι είχαν προοδευτικό, φιλολαϊκό πρόσημο.

Η χρήση του όρου «μεταπολίτευση» είναι αποπροσανατολιστική. Στην επέτειο των 50 χρόνων, τα αστικά κόμματα υμνούν το «κράτος δικαίου», το «κράτος πρόνοιας», την αστική δημοκρατία και στηλιτεύουν την «παραβίασή» της -τότε από τους Συνταγματάρχες ή σήμερα από την κυβέρνηση της ΝΔ. Αλλά το κράτος έχει πάντα ταξικό περιεχόμενο και η δικτατορία του κεφαλαίου έχει συνέχεια με διάφορες μορφές -δημοκρατικές ή δικτατορικές.

Η χούντα ακολούθησε την ίδια πολιτική σε δυο κρίσιμους τομείς -τις διεθνείς σχέσεις και την οικονομία, δρώντας με συνέπεια υπέρ των μονοπωλίων. Σύντομα οι αντιδράσεις του αστικού πολιτικού κόσμου καταλάγιασαν, καθώς η κυρίαρχη τάξη είδε τα συμφέροντά της να διασφαλίζονται. Ας σημειωθεί, επίσης, ότι μέτρα καταστολής όπως οι εξορίες - εκτοπίσεις και οι φάκελοι κοινωνικών φρονημάτων, προϋπήρχαν της χούντας.

Αυτό δε σημαίνει πως εξισώνουμε τη χούντα με την αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία, όπου το κίνημα έχει σχετικά περισσότερη ελευθερία να δράσει. Δε θεωρούμε όμως την τελευταία ως απαύγασμα δημοκρατίας. Σημειωτέον ότι η Χρυσή Αυγή αναδείχθηκε (και) μέσω εκλογικών διαδικασιών, ότι η δικτατορία του Μεταξά επικυρώθηκε από το αστικό κοινοβούλιο -με πλήρη συναίνεση των δύο μεγάλων συνασπισμών- και ότι ο Χίτλερ ανήρθε στην εξουσία με εκλογές. Επιπλέον, η ναζιστική διακυβέρνηση είχε -για τους δικούς της πολεμικούς σκοπούς- αρκετά στοιχεία κεϊνσιανισμού, ενισχύοντας το συμπέρασμα πως η δικτατορία του κεφαλαίου είναι ανεξάρτητη από την απόχρωση της εκάστοτε κυβέρνησης -δεξιάς, «αριστερής» κτλ.

Η αστική τάξη προτιμά την αστική δημοκρατία, που της παρέχει ευρεία πολιτική νομιμοποίηση, χωρίς να απεμπολεί τα εργαλεία της κρατικής καταστολής.

Το ΠΑΣΟΚ και ο ΣΥΡΙΖΑ είναι κόμματα που μπορούσαν να κάνουν καλύτερα τη δουλειά των αστών, ξεγελώντας κάποια λαϊκά στρώματα ότι είναι τάχα προοδευτικά. Σήμερα παρουσιάζονται δυσκολίες στη δικομματική εναλλαγή και τη συγκρότηση του σοσιαλδημοκρατικού πόλου, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ έχει γίνει έξι κομμάτια. Δεν τον διέλυσε όμως ο Κασσελάκης -αλίμονο αν ένα μόνο άτομο μπορεί να διαλύσει ένα κόμμα. Ο ΣΥΡΙΖΑ εκφυλίστηκε γιατί ανέλαβε την ευθύνη να διασώσει το σύστημα, σε μια δύσκολη καμπή. Όσοι λένε σήμερα ότι δεν υπάρχει αντιπολίτευση, το κάνουν συνήθως εκ του πονηρού. Η μόνη πραγματική αντιπολίτευση είναι στους δρόμους και είναι η άνοδος της ταξικής πάλης.

Τα αστικά κόμματα καταθέτουν σειρά «ρεαλιστικών, κοστολογημένων» προτάσεων. Δηλαδή αντιλαϊκών. Με αυξήσεις που δεν ξεπερνούν το ένα ευρώ/μέρα -δεν έχουν πρόβλημα να δώσουν μερικά ψίχουλα, εφόσον το λαϊκό εισόδημα είναι κάτω κι από τα επίπεδα του ’09. Παράλληλα, συνεχίζεται η επέλαση των μονοπωλίων της ιδιωτικής εκπαίδευσης -που γιγαντώνεται διαρκώς τις τελευταίες δεκαετίες. Δεν υφίσταται όμως, ούτε μπορεί να νοηθεί κάποιου είδους «ειρηνική συνύπαρξη» της δημόσιας Παιδείας, με την ιδιωτική.

Τα αστικά κόμματα τσακώνονται κυρίως για τα λεφτά του Ταμείου Ανάκαμψης -σε ποια τσέπη και ποιον όμιλο θα καταλήξουν. Δε λένε ούτε λέξη όμως για το σφαγείο του πολέμου, τις υπέρογκες δαπάνες, τη μετατροπή σχεδόν όλων των λιμανιών σε πολεμικά ορμητήρια. Η σημερινή κατάσταση θυμίζει έντονα τον Μεσοπόλεμο, όταν την παγκόσμια κρίση τη διαδέχτηκε ο παγκόσμιος πόλεμος -ως διέξοδος για τις αστικές τάξεις. Σήμερα τα σύννεφα πυκνώνουν επικίνδυνα, όχι γιατί τάχα δεν υπάρχουν κεφάλαια για επενδύσεις, αλλά γιατί αυτά λιμνάζουν αναξιοποίητα και δημιουργούν το έδαφος για μια νέα συγχρονισμένη οικονομική κρίση.

Στον δεύτερο γύρο τέθηκαν ενδιαφέροντα ερωτήματα, πχ για την ντε φάκτο νομιμοποίηση του ΚΚΕ -και πώς επιτεύχθηκε-, για το (εσωχουντικό) πραξικόπημα του Ιωαννίδη, για το Κυπριακό και την αστικοποίηση του ΑΚΕΛ, για το πόσο δημοκρατικά διαμορφώνεται η κοινή γνώμη σε μια αστική δημοκρατία, με την τυπική ισότητα των πολιτών και κάθε γνώμης.

Απαντώντας, μεταξύ άλλων η Αλέκα είπε:

-για την εμπειρία της επί χούντας ως λογίστρια σε ένα μαγαζί της Ερμού και για μια απεργία των εμποροϋπαλλήλων για το ωράριο, που δείχνει πως το κίνημα θα είχε πολύ μεγαλύτερα περιθώρια αντίδρασης -αν ήταν κατάλληλα προετοιμασμένο και προσανατολισμένο- το ’67, πριν δηλαδή σταθεροποιηθεί το καθεστώς της δικτατορίας.

-για το ΚΚΕ που ποτέ δε συμβιβάστηκε, ποτέ δε δείλιασε να δώσει μια μάχη, ακόμα και όταν η στρατηγική του είχε κάποια προβληματικά στοιχεία (περί εθνικής αστικής τάξης κτλ).

-για τα συνθήματα που ακούστηκαν στην πόλη της Βαλένθια -el pueblo salva al pueblo- αντιγράφοντας ίσως τα αντίστοιχα δικά μας.

-για την ιμπεριαλιστική πυραμίδα -ας την πούμε έτσι-, την άνοδο περιφερειακών δυνάμεων όπως η Νιγηρία και την παρουσία της Ρωσίας, που είναι μια σημαντική ιμπεριαλιστική δύναμη. Αν δεν κάνω λάθος, είναι η πρώτη φορά που αναφέρεται ανοιχτά ως τέτοια κι όχι πχ ως μέλος του υπό διαμόρφωση πόλου των BRICs ή στο πλαίσιο του σφοδρού καπιταλιστικού ανταγωνισμού της με τον ευρωνατοϊκό ιμπεριαλισμό.

-για το ΚΚΕ που έπαψε να υποστηρίζει τη θέση του ΑΚΕΛ για διζωνική, δικοινοτική Ομοσπονδία, εκτιμώντας πως οδηγεί αντικειμενικά σε μια μορφή συνομοσπονδίας, συνεπώς σε δυο διαφορετικά κράτη χωρίς υπόσταση και κατ’ επέκταση σε μια πιθανή απορρόφησή τους -με διπλή ένωση.

-για αυτό που είδε ο κόσμος στον ΣΥΡΙΖΑ και δεν το είδε στο ΚΚΕ την περίοδο 2012-15: μια κυβερνητική πρόταση, που ευτυχώς δεν την στηρίξαμε, γιατί θα ήμασταν για κρέμασμα -και θα είχαμε περάσει μόνοι μας τη θηλιά. Το πρόγραμμα του ΚΚΕ δε μιλούσε για συμμετοχή σε μια αστική κυβέρνηση. Δεν αρκεί όμως να έχεις μια θέση, αν δεν την συζητάς με τον κόσμο, και πρέπει όλοι να μελετήσουν τη σοβαρή αυτοκριτική που έκανε σχετικά η κετουκε στο 19ο Συνέδριο.

-Για την πείρα της Αλέκας από την τριβή της με τον κόσμο και πολλούς εργάτες στα εργοστάσια, που παράγουν όλο τον πλούτο αλλά αμφιβάλλουν για τη δύναμη της τάξης τους: Μπορούμε εμείς να γίνουμε εξουσία και να διευθύνουμε την κοινωνία; Άντε ρε...

-για την κρίσιμη απουσία μιας κομμουνιστικής νεολαίας επί 25 χρόνια, από όταν η ΟΚΝΕ απορροφήθηκε από την ΕΠΟΝ. Κι αυτό έχει ιδιαίτερη αξία όταν το σημειώνει μια σφισσα της γενιάς των Λαμπράκηδων, που έζησε από πρώτο χέρι την εμπειρία, τις αντιφάσεις και τους περιορισμούς εκείνης της μορφής, και την ανάγκη να γίνει η ΚΝΕ από το μηδέν, μες στα σκοτάδια της χούντας και της κρίσης του Κόμματος.

-Για τη γραφομηχανή που χρησιμοποιεί -εκτός και αν το ’πε χαριτολογώντας- και τα γράμματα που δεν μπορεί να βγάλει πια. Στο κλείσιμο έκανε και μια υπενθύμιση -όχι απλώς ευχή- πως θα ξαναβρεθούμε, στο Πολυτεχνείο και την απεργία.

Η κε του μπλοκ από την πλευρά της είχε διάφορες σκέψεις, συνειρμούς και προβληματισμούς, αλλά προτίμησε να τους κρατήσει για μια άλλη περίσταση, με περισσότερους συνομήλικους παρόντες. Αυτή έγινε κυρίως για τα παιδιά της ΚΝΕ από τη ΝΟΠΕ, που είχαν προτεραιότητα.

Ρίχνω απλώς μερικά ερωτήματα προς μελλοντική διερεύνηση;

Μπορούσε να γίνει με άλλον τρόπο ο αστικός εκσυγχρονισμός της πολιτικής σκηνής;
Μπορεί να δούμε και στην εποχή μας κάποιο πραξικόπημα για τον ίδιο λόγο;
Γιατί δεν ήταν αρκετή για τον απαιτούμενο εκσυγχρονισμό η στήριξη μιας κυβέρνησης της ΕΚ, που είχε ισχυρό λαϊκό έρεισμα και είχε επιμέρους βασικές διαφωνίες με το Παλάτι;
Υπήρχε επαναστατική κατάσταση το ’74; Έπρεπε/μπορούσε να τεθεί ζήτημα εξουσίας;

Και ως κατακλείδα, κάτι σχετικά με τις δύσκολες ισορροπίες ανάμεσα σε διάφορα εύκολα δίπολα.

Η «ανωμαλία» της επταετίας ήταν το κλειδί για την ομαλή αναπαραγωγή της αστικής κυριαρχίας. Αλλά η χούντα δε θα μπορούσε να σταθεί ούτε μέρα χωρίς τη στήριξη του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού. Είναι απολύτως σωστό και αναγκαίο να αναδεικνύονται οι εσωτερικές αιτίες που οδήγησαν στο πραξικόπημα, χωρίς όμως να βγαίνει λάδι ο ιμπεριαλισμός των ΗΠΑ -ένα άθλημα στο οποίο διαπρέπουν πχ οι ανακοινώσεις του ΣΥΡΙΖΑ, από όταν έγινε υπεύθυνη κυβερνητική δύναμη, μέχρι σήμερα που πιθανότατα παύει να έχει αυτόν τον ρόλο.

Ένα άλλο δίπολο: οι παλιοί αγωνιστές επιμένουν πως δεν πρέπει να ευτελίζουμε ως όρο τη χούντα, με την κατάχρησή του για ασήμαντες αφορμές. Και θεωρούν συχνά πως όσοι φωνάζουν το σύνθημα «η χούντα δεν τελείωσε το ’73» δεν έζησαν τι ακριβώς ήταν για να εκτιμήσουν τι κατακτήσαμε με τη Μεταπολίτευση και τι σημαίνει να μην έχεις παντού τον χαφιέ που μας ακολουθεί.

Κι ίσως έχουν δίκιο. Αλλά όσοι φωνάζουν αυτό το σύνθημα, ξέρουν καλά πως αυτό που ζουν δεν είναι η δημοκρατία που τους διαφημίζουν -μέχρι και ο χλιαρός, ρηχός Πορτοκάλογλου έγραφε: χούντα δε γνωρίσαμε, ούτε δημοκρατία. Και ίσως όλος αυτός ο κόσμος -που φωνάζει το σύνθημα- να προσεγγίζει διαισθητικά τη θέση του ΚΚΕ για το αστικό κράτος και τη δικτατορία του κεφαλαίου, που έχει συνέχεια.

Στο Πολυτεχνείο θα ήταν πιθανότατα τυχοδιωκτισμός να τεθεί ζήτημα εξουσίας. Οι φοιτητές θεωρούσαν προβοκάτορες όσους έγραφαν απογειωμένα συνθήματα -πχ κάτω το Κράτος και το Κεφάλαιο. Στον αντίποδα, ήταν θεμιτό και απαραίτητο να υπάρξει ρήξη με τη γραμμή συναίνεσης (του Ρήγα και άλλων) στην απόπειρα «φιλελευθεροποίησης» της χούντας, που στόχευε στη μακροχρόνια εδραίωσή της, με δημοκρατικό μανδύα.

Κατά συνέπεια, η σωστή γραμμή δεν είναι το μίζερο κυνήγι του «εφικτού», ούτε όμως το πιο τολμηρό - προχωρημένο σύνθημα, που «κερδίζει» όλα τα άλλα. Η σωστή γραμμή περνάει μέσα από την ανάλυση της κατάστασης και από στόχους που συσπειρώνουν τον λαό, για να ανεβάσουν τις διαθέσεις του, το κριτήριό του και την αγωνιστική του πείρα. Κι αυτό μπορεί να ακούγεται εύκολο στα λόγια, αλλά είναι από τα πιο δύσκολα καθήκοντα στην πράξη.

Ίσως όλα αυτά απαιτούν ειδική ανάλυση, αλλά και περισσότερο χώρο, οπότε καλύτερα να μείνουν για μια άλλη μελλοντική ανάρτηση.

Δευτέρα 4 Νοεμβρίου 2024

Αιχμάλωτοι του ιμπεριαλισμού

Μια εκδήλωση με τον Ελισαίο Βαγενά (από το Τμήμα Διεθνών Σχέσεων της κετουκε) έχει πάντα ενδιαφέρον. Είτε γιατί μαθαίνεις στοιχεία που δε γνώριζες για τη διεθνή κατάσταση -και μπορεί να ξεχάσεις σύντομα, όπως είπε κι η σφισσα της ΕΕΔΔΑ- είτε γιατί ο πλούτος των στοιχείων σε οδηγεί σε κάποια συμπεράσματα, αντί να τα βρίσκεις έτοιμα και να τα κοπανάς ξεροσφύρι, χωρίς τεκμηρίωση. Αλλά ακόμα και αν διαφωνείς με την ανάλυση του ΚΚΕ -για να πάρουμε το «χειρότερο σενάριο»-, στον λόγο του Βαγενά θα βρεις κάποιες ιδέες στην πιο επεξεργασμένη, καθαρή μορφή τους και κατά συνέπεια αφορμές για μια πιο ουσιαστική αντιπαράθεση.


Το θέμα της εκδήλωσης της ΕΕΔΔΑ, τις προάλλες στην αίθουσα των Λογιστών στην Κάνιγγος, ήταν «Οι εξελίξεις στην Ανατολική Μεσόγειο, τον Περσικό Κόλπο και την Ερυθρά Θάλασσα», δηλαδή σε μια «γειτονιά» που ορίζεται από τρεις θαλάσσιους δρόμους -και την «Πύλη των Δακρύων», που ελέγχει την είσοδο στην Ερυθρά. Και δεν είναι μόνο η σημειολογία του ονόματος, αλλά η συνολική κατάσταση και οι πολυάριθμες εστίες πολέμου στην περιοχή, που έφεραν συνειρμικά στο νου, σαν μουσική υπόκρουση της εισήγησης, το τραγούδι του Μίκη.
Θάλασσες μας ζώνουν, κύματα μας κλειουν...

Δεν είμαστε όμως αιχμάλωτοι της θάλασσας ή της γεωγραφίας γενικά και αόριστα, όπως ισχυρίζεται ένα βιβλίο του συρμού του Τιμ Μάρσαλ -αστός δημοσιολόγος. Οι λαοί της Εγγύς και Μέσης Ανατολής -κι όχι μόνο- είναι, προς το παρόν τουλάχιστον, αιχμάλωτοι του ιμπεριαλισμού. Κι η λέξη-κλειδί για να ερμηνεύσουμε σωστά τις εξελίξεις, όπως είπε ο Ελισαίος, είναι ο ανταγωνισμός των διεθνών συμφερόντων που συγκρούονται στην περιοχή.

Όσα ακολουθούν βασίζονται σε δικές μου (πολύ) πρόχειρες σημειώσεις κατά τη διάρκεια της εκδήλωσης. Δεν τα έβγαλα από το μυαλό μου, αλλά δεν είναι στενογραφημένα πρακτικά κι ακριβής απόδοση όσων ειπώθηκαν. Είναι μια δημιουργική μεταφορά κάποιων βασικών σημείων, μαζί με δικά μου μικρά σχόλια και συνειρμούς, σε ορισμένα σημεία. Οι αβαρίες κατά τη μεταφορά είναι αναπόφευκτες και βαραίνουν αποκλειστικά την κε του μπλοκ -θα επανέλθω στο ζήτημα στον επίλογο.

Μες σε έναν χρόνο από τον Οκτώβρη του ’23, το κράτος-δολοφόνος του Ισραήλ έχει σκοτώσει τουλάχιστον 42 χιλιάδες Παλαιστίνιους, από τους περίπου 2,3 εκ. που επιβιώνουν σε μόνιμο καθεστώς πολιορκίας κι αλλεπάλληλων διωγμών. Ανάμεσα στα θύματα είναι χιλιάδες μικρά παιδιά, που κρίθηκαν επικίνδυνα για την «αυτοάμυνα» του κράτους-δολοφόνου. Αυτό το ψυχρό στατιστικό αφορά τον πρώτο χρόνο από το αρχικό χτύπημα της Χαμάς, στις 7 Οκτώβρη, που σημαίνει ότι η μακάβρια λίστα συνεχίζει να αυξάνεται στο ενδιάμεσο, με αμείωτους ρυθμούς.

Το Ισραήλ δρα ως δύναμη κατοχής στα εδάφη των Παλαιστίνιων, αλλά επικαλείται το «δικαίωμα στην αυτοάμυνα». Τηρουμένων των ιστορικών αναλογιών είναι σα να μιλούσαν για αυτοάμυνα οι ναζιστικές δυνάμεις Κατοχής στην Ελλάδα από τα χτυπήματα του ΕΛΑΣ και της Αντίστασης.

Τουλάχιστον μια ηλεκτρική συσκευή του νοικοκυριού μας έχει περάσει από τη διώρυγα του Σουέζ -που δείχνει τη στρατηγική θέση του περάσματος. Εκτός από τις θαλάσσιες εμπορικές διόδους, η ευρύτερη περιοχή έχει πλούσιους ενεργειακούς πόρους -σχεδόν τα μισά παγκόσμια αποθέματα σε κοιτάσματα πετρελαίου, υδρογονάνθρακες, φυσικό αέριο κτλ. Ακόμα και τα μονοπώλια της «πράσινης ενέργειας» που δραστηριοποιούνται σε άλλους τομείς, έχουν επενδύσεις σε τεράστια ηλιακά πάρκα. Όλα αυτά εξηγούν γιατί η περιοχή βρίσκεται στο επίκεντρο της προσοχής ομίλων και αστικών κρατών, που καίγονται να αυξήσουν το μερίδιό τους στην παγκόσμια πίτα -κάτι που αποτελεί την εύφλεκτη πρώτη ύλη για τις πολεμικές εστίες.

Τα τελευταία χρόνια προωθούνταν οι οικονομικές «συμφωνίες του Αβραάμ», ανάμεσα στο Ισραήλ και χώρες του αραβικού κόσμου, όπως η Αίγυπτος. Αν το Ισραήλ αφήνει κατά μέρος την τακτική του καρότου και προκρίνει την ένοπλη επίθεση, είναι γιατί εκτιμά ότι έχει υπέρ του τον συσχετισμό δύναμης, για να αναβαθμίσει τη θέση του και να αποδυναμώσει τους ανταγωνιστές του, με τη μέθοδο του μαστίγιου.

Μεταξύ άλλων, το ισραηλινό κράτος μελετά φαραωνικά σχέδια, όπως τη δημιουργία μιας νέας διώρυγας, παράλληλης σε αυτήν του Σουέζ και μεγαλύτερης σε μήκος, που θα κατέληγε στη Μεσόγειο, σε απόσταση βολής από τη λωρίδα της Γάζας. Κι ίσως αυτό εξηγεί εν μέρει την ασφυκτική πίεση που δέχονται οι Παλαιστίνιοι για να ξεριζωθούν από τις εστίες τους και να μετοικήσουν ουσιαστικά στην έρημο.

Σε ευρύτερη κλίμακα, ο ευρωνατοϊκός πόλος προωθεί τη δημιουργία ενός νέου εμπορικού «ειδικού δρόμου» που θα ενώνει την αραβική χερσόνησο και το Ισραήλ με τα λιμάνια του Πειραιά και της Γαλλίας, παρακάμπτοντας και απαξιώνοντας τον αντίστοιχο «κινέζικο δρόμο». Η επιθετικότητα του Ισραήλ -που επιχειρεί διαρκώς να διευρύνει τον... ζωτικό του χώρο- και των συμμάχων του στρέφεται ενάντια και στις στρατιωτικές βάσεις που διατηρούν Κίνα και Ρωσία στην περιοχή.

Στο ίδιο ερμηνευτικό πλαίσιο εντάσσονται και μια σειρά άλλα πολεμικά επεισόδια - αντιθέσεις, όπως η επίθεση της Σαουδικής Αραβίας στην Υεμένη και ο εμφύλιος πόλεμος στο Σουδάν, που μαίνεται αμείωτος -ακόμα και μετά την απόσχιση-ανεξαρτησία του Νότιου Σουδάν- με επίκεντρο την περιοχή του Νταρφούρ και με καταστροφικές συνέπειες για τους λαούς. Ποιες είναι αυτές; 13 εκατομμύρια πρόσφυγες, ο μισός πληθυσμός καταδικασμένος σε ακραία πείνα, και ραγδαία αύξηση κρουσμάτων χολέρας, ελονοσίας, ιλαράς, μηνιγγίτιδας κτλ.

Την ίδια στιγμή, σε πολιτικό επίπεδο, έχουν γίνει 35 στρατιωτικά πραξικοπήματα από το 1956 -τη χρονιά που το Σουδάν έγινε ανεξάρτητο κράτος. Παράγοντας σχετικής σταθερότητας ήταν η διεθνιστική βοήθεια που παρείχε η Σοβιετική Ένωση, παραμένοντας ωστόσο εγκλωβισμένη σε προβληματικά σχήματα και επεξεργασίες, όπως ο «μη καπιταλιστικός δρόμος ανάπτυξης» για τις παλιές αποικίες στην Αφρική, που κέρδιζαν την ανεξαρτησία τους.

Σε ένα μικρό βάθος χρόνου, η σουδανική ηγεσία έσπασε τους δεσμούς της με τους Σοβιετικούς, διατηρώντας όμως ως τις μέρες μας σχέσεις με την Κίνα. Σήμερα, οι «μεγάλοι παίκτες» παίζουν ενίοτε διπλό γεωστρατηγικό παιχνίδι, διατηρώντας σχέσεις και με τις δύο εμπόλεμες πλευρές -ενδεικτικό παράδειγμα η παραστρατιωτική οργάνωση Βάγκνερ του Πριγκόζιν που στήριζε τις αποσχιστικές δυνάμεις.

Λίγο πιο πέρα στον χάρτη, η Ινδία είναι σημαντική ανερχόμενη δύναμη (1η παγκοσμίως σε πληθυσμό, 4η σε στρατιωτική ισχύ και 3η σε οικονομική ανάπτυξη), που συμμετέχει στη συμμαχία των BRICs, αλλά παραμένει μήλο της έριδος για τις διακρατικές ενώσεις. Έχει στρατιωτικές σχέσεις με το Ισραήλ, ενώ οι ΗΠΑ επιχειρούν με οικονομικές συμφωνίες να την αποσπάσουν από την επιρροή της Κίνας.

Και η Ελλάδα, σύντροφοι;

Οι Έλληνες εφοπλιστές ελέγχουν πάνω από το 1/5 του παγκόσμιου θαλάσσιου εμπορίου, διευρύνοντας τον στόλο τους κατά 50%, στα 5,5 χιλιάδες πλοία. Δεν είναι όμως το μόνο κομμάτι της αστικής τάξης με φιλόδοξες βλέψεις. Σε αυτή την ενότητα, βλέπω στις σημειώσεις μου μια αναφορά στην «ελληνική επιθετικότητα», που τεκμηριώνεται από τη συμμετοχή σε μια σειρά στρατιωτικές αποστολές -σε Κόσοβο, Βοσνία, Σομαλία, Ερυθρά Θάλασσα κ.α., με φρεγάτες, εναέριες περιπολίες στα Βαλκάνια, στις γειτονικές μας χώρες προς βορρά -για να τις προστατέψουμε από τη Ρωσία- κτλ.

Η ελληνική αστική τάξη ρίχνει όλα τα αυγά της στο νατοϊκό καλάθι, προωθεί τη συνεκμετάλλευση στο Αιγαίο και τις στρατηγικές σχέσεις -συμφωνίες, κοινά γυμνάσια κτλ- με το Ισραήλ, τάχα ως αντίβαρο στο ρόλο της Τουρκίας, ενώ μετατρέπει τη χώρα σε νατοϊκό συνδετήρα ανάμεσα σε δύο μέτωπα (Μέση Ανατολή και Ουκρανία), πάντα στο όνομα του «εθνικού συμφέροντος».

Εν τω μεταξύ, μια ώρα πτήσης ενός F16 κοστίζει 25 χιλιάδες ευρώ, ενώ το λειτουργικό κόστος για τις φρεγάτες στην Αφρική ανέρχεται στο μισό εκατομμύριο ευρώ ημερησίως! Δεν είναι όμως μόνο οικονομικό το θέμα. Αλήθεια, ποιο εθνικό συμφέρον επιτάσσει την αποστολή οπλικών συστημάτων στον Ζελένσκι ή τη δολοφονία 17 χιλιάδων παιδιών στην Παλαιστίνη;

Ζωηρό ενδιαφέρον είχε και το δεύτερο μέρος, με τις ερωτοαπαντήσεις, όπου μεταξύ άλλων τέθηκε το ζήτημα του ρόλου της συμμαχίας των BRICs. Εκεί συμμετέχουν χώρες-μέλη, που έχουν ενίοτε αντικρουόμενα συμφέροντα -πχ εισαγωγείς αλλά κι εξαγωγείς πετρελαίου, σε μια σχετικά χαλαρή διακρατική ένωση, που δεν μπορεί (ακόμα) να συγκριθεί με το ΝΑΤΟ (κι ας έχει το τελευταίο τις δικές του εσωτερικές αντιθέσεις). Γι’ αυτό και το ΚΚΕ κάνει λόγο για έναν υπό διαμόρφωση πόλο, όπου κάποιες χώρες έχουν ανοιχτό μέτωπο με τις ΗΠΑ (Ρωσία, Ιράν), ενώ άλλες διατηρούν μια ενδιάμεση στάση. Η Κίνα πχ, παρά τη σαφή υποχώρηση, έχει ακόμα την τρίτη θέση στην αγορά των ΗΠΑ.

Κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει κατηγορηματικά το ενδεχόμενο ενός πυρηνικού πολέμου. Κι αν το ανέκδοτο με δυο τύπους που στοιχηματίζουν επ’ αυτού («κι αν όντως γίνει, πού θα με βρεις να σε πληρώσω;») μοιάζει σαν μακρινός απόηχος από την εποχή της ειρηνικής συνύπαρξης και της Περεστρόικα -που έβλεπε τον πλανήτη ως το κοινό μας σπίτι με τους ιμπεριαλιστές, τον καιρό που ο Ελισαίος σπούδαζε ακόμα στη Σοβιετία-, η διφορούμενη στάση επίσημων αρχών όπως του Ισραήλ -δεν έχουμε πυρηνικά όπλα, αλλά σκοπεύουμε να τα χρησιμοποιήσουμε, εφόσον χρειαστεί- ούτε για πικρά χαμόγελα δεν προσφέρεται.

Όσο για το πιθανό ενδεχόμενο μιας γενικευμένης πολεμικής σύγκρουσης, ας έχουμε κατά νου ότι κανείς από τους δύο παγκόσμιους πολέμους δεν ξεκίνησε ως τέτοιος, με παγκόσμιο χαρακτήρα, αλλά από τοπικές, περιφερειακές συγκρούσεις, που εξαπλώθηκαν γρήγορα σε παγκόσμια κλίμακα.

Φτάνοντας προς το τέλος, βλέπω ότι έχουν μείνει αρκετές ενδιαφέρουσες ψηφίδες απέξω -πχ για το φυσικό αέριο στη Γάζα ή τους Κούρδους της Συρίας που κατέχουν το 1/3 του εδάφους της και τη σύσταση να είμαστε επιφυλακτικοί ακόμα και με τους Κούρδους εξόριστους αγωνιστές, που έρχονται συχνά σε κάποιες κινητοποιήσεις μας, ως προς το πολιτικό τους πλαίσιο.

Προφανώς η περίληψη αδικεί κάποια σημεία και οι πρόχειρες σημειώσεις μπορεί να τα στρεβλώνουν -άθελά μου- ως έναν βαθμό, σε κρίσιμες διατυπώσεις, αποχρώσεις ή και ως προς την ουσία -ή επιμέρους πτυχές της. Συνεπώς, το καλύτερο που έχει να κάνει ο σφος αναγνώστης και η βάση του μπλοκ είναι να προμηθευτεί το επόμενο τεύχος του περιοδικού της ΕΕΔΔΑ, που θα έχει το πλήρες κείμενο της εισηγητικής ομιλίας του Βαγενά -για να μην ξεχάσουμε τα έπεα πτερόεντα, όπως είπε η σφισσα εκ των διοργανωτών. Ακόμα καλύτερα, θα μπορούσε να δώσει το «παρών» στις επόμενες παρεμφερείς εκδηλώσεις -η πρώτη για την Παλαιστίνη, όπου γίνεται προσπάθεια να παραβρεθεί και κάποιος ισραηλινός εκπρόσωπος του κινήματος ειρήνης. Κι άλλη μια, πιθανότατα για τον χαρακτήρα της συμμαχίας των BRICs, που έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον ως ζήτημα.

Ως τότε, οι λαοί δε χρειάζεται να νιώθουν αιχμάλωτοι της γεωγραφίας ή του ιμπεριαλισμού. Αρκεί να σπάσουν την άτιμη την (ιμπεριαλιστική) αλυσίδα, να γίνουν ο αδύναμος κρίκος της και να συνειδητοποιήσουν την (υπερ)δύναμή τους. Η μόνη υπερδύναμη είναι οι λαοί κι αυτό δεν είναι κούφιο σύνθημα, αλλά μας περιμένει να το κάνουμε πράξη.

Σάββατο 19 Οκτωβρίου 2024

Οι σκλαβωμένοι δε γιορτάζουνε ποτέ

Απελευθέρωση, απελευθέρωση... Χμμμ. Τι είναι δηλαδή αυτή η απελευθέρωση, ε; Τι την θέτε, τέλος πάντων, εσείς αυτήν την απελευθέρωση, μου λέτε;


Αυτή πια -η 12η Οκτώβρη- δεν είναι επέτειος αλλά η Αλεζία από το Αστερίξ, που κανείς τους δε θέλει να θυμάται, θα την ψάχνει ο ιστορικός του μέλλοντος στα σχολικά βιβλία και δε θα την βρίσκει πουθενά, χαμένη στο χρονοντούλαπο της λήθης, που στέκει ετυμολογικά στον αντίποδα της αλήθειας -και δεν έγινε τυχαία σύνθημα και στάση ζωής του ΠΑΣΟΚ.

Κι έτσι το επίσημο κράτος τιμάει την ένδοξη «Ζεγκόβια» στις 28 του μήνα, όταν το γαλατικό χωριό είπε το δικό του ΟΧΙ, ενώ ο Λουδοβίκος Μεταξάς -που θα τον λέγαμε Βερσιγκετόριγα, αν δεν είχε μια σειρά λόγους να ζηλεύει το κύρος και τη νομιμοποίηση που απολάμβαναν οι αρχηγοί εκείνων των αρχαίων φύλων, όπως σημειώνει κάπου ο Ένγκελς- είπε σε άπταιστα γαλλικά «αλόρ σ’ε λα γκερ» στον πρέσβη του Καίσαρα Μουσολίνιους. Μια φράση χαμένη στη μετάφραση, που αποδόθηκε ψευδώς ως «περήφανη άρνηση», καθώς η επίσημη ιστορία έχει πέσει στη χύτρα με τα παραμύθια, όταν ήτανε μικρή.

Κάπως έτσι μεταφράζουν στη γλώσσα τους και την ελευθερία -την επανάσταση, που την κάνουν τα νέα προϊόντα, κοκ.

Η ελευθερία για αυτούς είναι πράγματα μικρά και ασήμαντα. Να μπορείς να βρίζεις ανέξοδα τους από πάνω -πχ «Μητσοτάκη γαμιέσαι»- και να αλλάζεις δυνάστη με εκλογές -για να λες «Ανδρουλάκη γαμιέσαι, Κανσελάκη γαμιέσαι κοκ». Οι κρατούντες επιτρέπουν τα «προστυχόλογα» αρκεί να μη γίνουν πράξεις πρόστυχες, όπως η απεργία και η ανυπακοή, που αμφισβητούν τους ρόλους του παιχνιδιού.

Ξεχνάν βολικά -σαν την Κύπρο- το δίλημμα «Ελευθερία ή θάνατος», καθώς η ζωούλα εν τάφω και η επιβίωση είναι υπέρτατη αξία. Μα ποιος τα αναμασά πια, τη σήμερον ημέρα, αυτά τα αναχρονιστικά και τα κάνει σημαία του; Ανεξαρτησία γύρευες κι εσύ, τρέχεις με όποιον φτάνει κι όποιον σου βρεθεί -κι ούτε καν να σου σταθεί, σε μια ώρα ανάγκης, όπως στον Αττίλα. Γιατί να σε αγαπάω δηλαδή και να τραγουδώ τον ύμνο σου, που ξέχασες ποιον ακριβώς υμνούσε (τη συνείδηση της αναγκαιότητας).

Για εμάς πάλι η εθνική ανεξαρτησία στην καλύτερη είναι κρίκος για να βρούμε τον αδύναμο κρίκο της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας. Κι ο λαός δεν έχει να χάσει παρά μόνο τους κρίκους του, που τον δένουν σε αυτό το σάπιο σύστημα, αρκεί να μην τους δει σαν κόσμημα που ομορφαίνουν τη μισθωτή σκλαβιά του. Μα η χειρότερη σκλαβιά είναι όταν αγαπάς τα δεσμά σου -ενίοτε και τον δεσμοφύλακα. Αγάπα το κελί σου, τρώγε το σανό σου -και τα ψίχουλα που μας ρίχνουν- και αποχαυνώσουν στην τιβί.

Η ελευθερία για αυτούς είναι ξέρω εγώ η Αρβανιτάκη -αρκεί να μη θυμάται τα νιάτα της και να μην πηγαίνει να τραγουδά στο Φεστιβάλ. Κι εμείς, στο δικό τους αφήγημα, είμαστε μια «Οπισθοδρομική Κομπανία» -πολλοί την μπερδεύουν με τα «Παιδιά απ’ την Πάτρα» του Πελετίδη- που όμως παλεύει για να φέρει στο σήμερα την κοινωνία του μέλλοντος.

Μα η ελευθερία για εμάς είναι μια ωραία γυναίκα. Ή έστω άντρας. Ή ένα άτομο με δυσφορία φύλου και δικαίωμα να κάνει οικογένεια -κι μην το υπερψηφίσαμε. Σε κάθε περίπτωση, δεν είναι όμως κάνα χοντρογούρουνο αστικό. Κι αυτό δεν είναι σπισισμός ή χοντροφοβία -ούτε ομοφοβία. Είναι κοινωνική ανάλυση. Γιατί η απελευθέρωση, αν δε θέλουμε να είναι απλές συλλαβές και ρίγες στη σημαία- είναι πρωτίστως κοινωνική, με ταξικό πρόσημο -αλλιώς δε θα υπάρξει.

Μα οι απελεύθεροι, οι απλώς και μόνο τυπικά ελεύθεροι και μη ωραίοι των Αθηνών, δε γιορτάζουν ποτέ την Απελευθέρωση της πόλης τους -που δεν τίμησε ποτέ τους ελευθερωτές της αλλά μόνο τους Βρετανούς που την υπερασπίστηκαν με πάθος από την ελευθερία. Εκτός και αν αυτή τους έρθει δοτή και κουτσουρεμένη -όπως κάποτε με τους Βρετανούς- χωρίς καμία αρετή και τόλμη. Οι ραγιάδες δε γιορτάζουνε ποτέ...

Κάπως έτσι μεταφράζουν και την ομορφιά του αστικού τοπίου.

Όμορφη πόλη για αυτούς είναι ένα τουριστικό γκέτο, με χαρούμενους καταναλωτές, χωρίς ενοχλητικούς κατοίκους. Μια μεγάλη βιτρίνα χωρίς αληθινή ζωή, με ντόπιους-μαριονέτες για το φολκλόρ. Και πάνω από όλα χωρίς βρόμικους απόκληρους της ζωής, χωρίς φτωχούς, «πρεζάκηδες» -που θέλουν να τους παρκάρουν σε ελεγχόμενους χώρους σαν αυτοκίνητα-, εξαρτημένους από ουσίες και από τον μισθό τους, χωρίς πρόσφυγες και άστεγους, που θα τους κρύβουμε κάτω από το χαλί των επισήμων.

Εσύ πατάς στο κόκκινο χαλί των επισήμων
Κι εγώ είμαι στο ψάξιμο γυναίκας και ενσήμων

Για εμάς όμορφη πόλη είναι αυτή που έχει χαρούμενους κατοίκους, χωρίς προβλήματα -που δε θα τα κρύβουν απλώς κάτω από το χαλάκι ή τους ευημερούντες αριθμούς. Κι ως τότε, της γης οι κολασμένοι πρέπει να οργανωθούν και να παλέψουν, όπως κάποτε οι σαλταδόροι του ΕΑΜ. Γιατί πραγματικά λούμπεν είναι μόνο αυτοί που χάνουν την ταξική τους συνείδηση και δεν κάνουν κάτι να αλλάξουν τη σακαταμένη μοίρα τους. Και -ίσως ακουστεί ιδεαλιστικό, αλλά- η χειρότερη εξαθλίωση είναι κυρίως πνευματική, κι ας είναι καθ’ όλα υλικές οι συνέπειές της.

Όμορφη πόλη είναι αυτή του Μίκη, να την τραγουδάει η Νατάσσα -η δική μας «απόλυτη»- κι ας μην ήρθε φέτος στο Φεστιβάλ ή έστω ο Μπατμανίδης -κι ας μην έρθει ποτέ σε Φεστιβάλ.

Όμορφη πόλη ήταν η κόκκινη Αθήνα το περασμένο Σάββατο. Το πανό του ΕΑΜ στην Κοραή, τα τρικάκια που γέμισαν την Πανεπιστημίου, τα κόκκινα ποτάμια στις προσυγκεντρώσεις, η μπάντα που έπαιζε τον ύμνο του ΕΛΑΣ στον δρόμο. Γιατί «ένα τραγούδι είναι η ζωή μας» κι αυτό τουλάχιστον περνάει και από το δικό μας χέρι, να το επιλέξουμε: αν θα είναι λυπητερό - μίζερο, αν θα είναι χαβαλέ - καψούρικο για σοκολατόπαιδα ή αν θα παίρνει θέση για όσα γίνονται και θα γίνεται ένα αντάρτικο τέχνης -σε πόλεις, κάμπους και βουνά.

Το περασμένο Σάββατο καταλάβαμε την Αθήνα και δη το κέντρο της. Πήραμε τη Σκωμπία (νανού, νανού, νανού). Μονάχα για μια μέρα, αλλά είναι απλώς μια γενική πρόβα. Είδες πόσο εύκολο είναι να αλλάξει η εικόνα της πόλης, με δυο - τρεις κινήσεις; Αυτές δηλαδή που θα κάναμε, αν μας ρωτούσαν το κλασικό: τι θα άλλαζες αν ήσουν πρωθυπουργός (υπουργός, δήμαρχος κτλ) για μια μέρα; Θα ξαναέβαφα γαλάζια τη θάλασσα έβαζα το πανό του ΕΑΜ στο κτίριο της Κοραή.

Έστω αυτό. Γιατί όλα τα άλλα, τα βασικά - μεγάλα προβλήματά μας είναι δομικά, σύνθετα και δεν αλλάζουν σε μια μέρα, με μαγικό ραβδάκι -και πάντως «ποτέ την Κυριακή» των εκλογών, με μια απλή ψήφο.

Γιατί αυτή η πόλη -που έχει φτάσει να είναι η μισή χώρα- είναι μια άθλια τσιμεντούπολη, που οι οπαδοί την λένε «μπασταρδούπολη» -και μη σοκάρεστε όσοι τραγουδήσατε πέρσι στο Φεστιβάλ την «μπασταρδοκρατία» (δυο φορές)! Και η οποία θέλει γκρέμισμα, για να φτιαχτεί από το μηδέν και να μη μείνει πέτρα πάνω στην πέτρα...

Μα πώς -και τι- να γκρεμίσεις χωρίς να σκοντάψεις πάνω στην ιστορία; Τι να γκρεμίσεις σε έναν τόπο, όπου όποια πέτρα και αν σηκώσεις θα βρεις από κάτω την «αρχαία σκουριά», τους αγώνες του λαού μας και το ανεξίτηλο σημάδι του ΚΚΕ; Αυτά τα κόκκινα σημάδια στις πέτρες, δεν μπορεί παρά να είναι από αίμα.

Αυτό το Κόμμα, που έχει μάθει να ζει σε «πέτρινα χρόνια», είναι «μπόλικη πέτρα, μπόλικη καρδιά». Κι όλα θα ξεκινήσουν μια μέρα από κάποιο Πέτρογκραντ, μια κόκκινη Πετρούπολη ή κάποιον Πέτρο εξαδάχτυλο, που θα έχει καλύτερο κριτήριο από τον Πι-Πι που πήγε με τον Λαφαζάνη και λοιπούς βαρεμένους εξαδάχτυλους πατριώτες. Κι αν το Κόμμα έχει κάνει λάθη, ο αναμάρτητος τον λίθο βαλέτω. Και τον πρώτο λίθο τον ρίχνει το ίδιο το Κόμμα κι ας μην έχει το αλάθητο -αν και die Partei hat immer recht. Κάνει την αυτοκριτική του, χωρίς να λιθοβολεί το παρελθόν με λαθολογίες, αναδεικνύοντας ποια είναι η λυδία λίθος -της στρατηγικής. Κι όταν κινδύνεψε με διάλυση, έμειναν λίγοι σφοι που αρνήθηκαν να γίνουν ριψάσπιδες και όσοι έριξαν μαύρη πέτρα πίσω τους, τις είδαν να γίνονται σύντροφοι και νέα μέλη από το πουθενά, όπως με την Πύρρα και τον Δευκαλίωνα. Και σε αυτές εδώ τις πέτρες, αρχαία σκουριά δεν πιάνει...

Το Σάββατο, όμως, έλειπαν μόνο οι δωσίλογοι που λούφαζαν στα κτίρια της Πανεπιστημίου και πυροβολούσαν ύπουλα το πλήθος από τις τρύπες τους. Ή μια κατακόκκινη σημαία με σφυροδρέπανο, στα παλιά γραφεία του ΚΚΕ στο Σύνταγμα -επί της Όθωνος. Εκτός και αν το κρατάμε για την επέτειο των Δεκεμβριανών. Να βάλουμε και τίποτα εκρηκτικά στα θεμέλια του «Μεγάλη Βρετανία» -μην αφήνουμε μισές δουλειές- χτίζοντας στη θέση του ένα Μουσείο με τα πειστήρια των ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων -ή της ανισότιμης αλληλεξάρτησης, δε θα τα χαλάσουμε εκεί τώρα.

Ή να κάνουμε μια συμβολική επίθεση στο Βάιλερ στου Μακρυγιάννη, όπου είναι η Εφορεία Αρχαιοτήτων, που ξεπουλά τα μνημεία σε εργολάβους, αλλά θέλει πίσω τα Ελγίνεια -να τα ξεπουλήσει κι αυτά. Μπήκαν στην (ακρο)πολη οι εχθροί. Πώς να συγκινηθούν όμως τώρα για τους εργολάβους, που στήνουν λημέρι στης Ακρόπολης τα μέρη, όσοι επευφημούσαν τον Δεκέμβρη τους Βρετανούς, που έκαναν τον βράχο πολεμικό ορμητήριο, χωρίς να σεβαστούν τίποτα;

Κι ύστερα να κάνουμε μια πολιτική εκδήλωση στο Καλλιμάρμαρο, όπως το ’45, με το ΕΑΜ και τον Ζαχαριάδη, να δουν τι θα πει «εξαντλήθηκαν οι θέσεις (τα εισιτήρια)», που τώρα το λέμε στη γλώσσα του Σκόμπι, σαν το ξεπούλημα -sold out. Μα σε αυτά τα Καλλιμάρμαρα κακιά σκουριά δεν πιάνει...

Κι αν αναρωτιέσαι, σφε αναγνώστη, τι ακριβώς περιμένουμε και γιατί να μην τα κάνουμε άμεσα όλα αυτά, η απάντηση είναι απλή: γιατί η πολιτική ομιλία - συναυλία του Σαββάτου είχε λίγες χιλιάδες κόσμου, το ένα δέκατο από όσους μάζεψε η συναυλία της προηγούμενης μέρας, για τα Τέμπη, στο Καλλιμάρμαρο. Και γιατί η ανθρωπολογική σύνθεση της Παρασκευής είχε πολλά ελπιδοφόρα κι αντιφατικά στοιχεία, απείχε πολύ όμως από το να παραπέμπει σε ένα νέο ΕΑΜ -αλλιώς στην είσοδο οι σφοι δε θα μοίραζαν προκηρύξεις, αλλά τουφέκια.

Η συναυλία για τα Τέμπη είχε αρκετούς φασαίους, νέους που δεν ήξεραν όλα τα τραγούδια, μπούμερ που δεν ήξεραν τα καινούρια και μια φθίνουσα πολιτικοποίηση στη ροή προγράμματος και των καλλιτεχνών. Από το Μανιφέστο των ΚΘ που δεν έπαιξε πουθενά σχεδόν -γιατί δεν ήταν αυλή της Παζαΐτη, σαν τον Λουδοβίκο, να είναι κάτι σαν εσωτερική «αντιπολίτευση» της ΝΔ έστω και να το προβάλουν αντίστοιχα- και το συγκινητικό τραγούδι του Φοίβου -που ούτε αυτός ήρθε φέτος στο Φεστιβάλ- στους άχρωμους Θανασομάλαμες στο φινάλε. Κερασάκι στην τούρτα, η «παραπολιτική» πληροφορία πως η απόλυτη Βίσση είχε αφήσει τα μηχανήματα από τη δική της συναυλία ως σιωπηλή ένδειξη τεχνικής συμπαράστασης προς τους γονείς των θυμάτων και την προσπάθειά τους.

Ίσως θυμήθηκε την εποχή που τραγουδούσε «στα χρόνια της Υπομονής», όπως στα «καλύτερά μας χρόνια», τον καιρό της Μεταπολίτευσης. Αλλά τα καλύτερά μας χρόνια δεν τα έχουμε ζήσει ακόμη. Λες να τραγούδησε και Χικμέτ η «απόλυτη»; Όχι, γιατί δε θα τον ήξερε το κοινό της -ούτε και οι φασαίοι των Τεμπών, αλλά έτερον εκάτερον. Κι αν τελικά το «έχω πεθάνει για σένα» είναι για το Κόμμα και τους αγωνιστές που στήθηκαν υπερήφανοι στο απόσπασμα; Βαθύ υπονοούμενο, γιατί η τέχνη δεν μπορεί παρά μόνο σε τελική ανάλυση να σου δίνει τροφή για σκέψη -όχι μασημένη εξ αρχής. Το λέει και αυτό κάπου ο Ένγκελς, ίσως στην μπροσούρα για τον ρόλο της βίας στην ιστορία, από όπου και το γνωστό τσιτάτο: η Λία είναι Βίσση και η Βία είναι Λύση. Αν και τον καιρό εκείνο η Άννα έγραφε το δικό της επίθετο με ύψιλον στο τέλος (ως «Βίσσυ»), όπως ανακάλυψε απρόσμενα η κε του μπλοκ σε μια έκθεση στο Νιάρχος για τα 50χρονα της Μεταπολίτευσης -να πάτε οπωσδήποτε, όπως και στις αντίστοιχες εκθέσεις στο Σύνταγμα (των σκιτσογράφων-γελοιογράφων) και στο Πάρκο Ελευθερίας.

Κι αν έλαβαν και οι δικές σας κεραίες κάποια κύματα σκατοψυχιάς για τους γονείς των θυμάτων, είναι αντιπροσωπευτικό δείγμα της δύναμης του συστήματος να περνάει τη σκατίλα του στον κόσμο, σε ένα κομμάτι λυκοκοινωνίας (του δόγματος: άνθρωπος προς άνθρωπο λύκος) που στηρίζει την εκάστοτε λυκοσυμμαχία και «ενημερώνεται» κατευθείαν από τα τρολ του διαδικτύου, που δίνουν γραμμή στα δελτία, αντικαθιστώντας τα κυβερνητικά νον-πέιπερ. Κι αφού βάλουν τα μυαλά του κόσμου στο μπλέντερ, φτάνουμε από το περήφανο «Δεν ξεχνώ» στο «σε δέκα χρόνια δε θα θυμάται κανείς...» -πχ τα μνημόνια. Και σε άλλα δέκα, θα ’ναι έτοιμοι να βγάλουν πάλι το παλιό κακό ΠΑΣΟΚ που δεν αγαπήσαμε.

Λέγαμε όμως για το Σάββατο. Εκεί που ο ΓΓ έκλεισε την ομιλία, λέγοντας πως -αυτή τη φορά- ο αγώνας του λαού πρέπει να φτάσει μέχρι τέλους. Και εσύ κάνεις ένα ακόμα αυθαίρετο άλμα με συνειρμούς και φαντάζεσαι νοερά το κόκκινο ποτάμι να αποθεώνει τον θρυλικό μάγκα (που χόρευε με τα κλαρίνα του Μάγκα στο Φεστιβάλ) και να φωνάζει ρυθμικά: μέχρι τέλους, οε-οε-οε. Και μετά να λέει το σύνθημα για την «μπασταρδούπολη αυτή» (όπου όποια πέτρα κι αν σηκώσεις, θρύψαλα τα τζάμια στον ηλεκτρικό, και μεταμοντέρνες αφηγήσεις που θάβουν τους αγώνες του λαού μας) και στο καπάκι την «μπασταρδοκρατία».

Κι ύστερα έθεσε το ρητορικό ερώτημα τι έχει αλλάξει από εκείνη την εποχή -για να απαντήσει πως ό,τι οδήγησε στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, είναι ακόμα εδώ ως φαινόμενο και αιτία.
Πόσο άλλαξες, πόσο άλλαξα... Μα όλα τα ίδια μένουν, όσο δεν τα αλλάζουμε εμείς και πιστεύουμε παρ-άλογα στα πράσινα άλογα της εκάστοτε «Αλλαγής». Και είναι μεγάλη συζήτηση, πώς και τι, για να την πιάσουμε αναλυτικά τώρα στο κλείσιμο.

Και γιατί μας τα λες τώρα αυτά, μια βδομάδα μετά από την επέτειο;

Για να τιμήσω τα ταξικά αντανακλαστικά του Γ. Παπανδρέου, που ήρθε στις 18 του μήνα, μια βδομάδα σχεδόν μετά από την απελευθέρωση, γιατί φοβόταν τον λαό που κυβερνούσε και -αν δεν κάνω λάθος- το προηγούμενο βράδι είχε κοιμηθεί πάνω σε ένα πλοίο, στο λιμάνι. Εκτός κι αν το μπερδεύω με την αποστολή της μπασκετικής Team USA στους Αγώνες της Αθήνας το ’04 και τον παπατζή Λεμπρόν, που είχε «ραντεβού με την ιστορία» και έκανε τα πάντα για να παίξει στην ίδια κυβέρνηση με τον γιο του τον Μπρόνι, που βγήκε πρωθυπουργός το ’81, καβάλα στο άλογο.

Κι αν βαρεθήκατε τα αθλητικά υπονοούμενα της κε του μπλοκ, να πάτε την Κυριακή να ακούσετε τον σφο από το Κόμμα, που τα λέει κρυστάλλινα και τσεκουράτα, για τον βετεράνο του Άρη, Αλέκο Σιώτη, όπου ο αθλητισμός είναι απλά αφορμή και υπόβαθρο, για να μιλήσουμε για τους αγώνες του λαού μας και την πραγματική απελευθέρωση που έμεινε στη μέση...

Λαέ θυμήσου το χώμα που πατάς...

Σάββατο 12 Οκτωβρίου 2024

Όταν έκλαψε ο Μήτσος

Αν η κόκκινη Πολιτεία στο Τρίτση -και αλλού- είναι μικρογραφία της κοινωνίας που θέλουμε να φτιάξουμε, το ξεστήσιμό της στο τέλος είναι άραγε ανατροπή που επιβάλλεται από τα πάνω ή κατάρρευση εκ των έσω; Και αν το Φεστιβάλ είναι εικόνα από τα προσεχώς της ιστορίας, η αναδρομή του ντοκιμαντέρ στη διαδρομή του μες στον χρόνο είναι ίσως ένα είδος ανασκαφής του μέλλοντος, στο μπόι των ονείρων και των αναμνήσεών μας;

Αν η Καρυστιάνη πήγε σαν «κατάσκοπος» να πάρει ιδέες από τη γιορτή της Ουμανιτέ -που σήμερα έχει γίνει εμποροπανήγυρη, όπως λέει ο Χιώνης- κι είδε χρώματα, αρώματα, γεύσεις, μια γιορτή των αισθήσεων (και των παραισθήσεων -που είναι συνώνυμες της αυταπάτης), το δικό μας Φεστιβάλ έγινε τόσα και ακόμα περισσότερα, πολύ παραπάνω από μια απλή αντιγραφή - εισαγωγή μιας καλής ιδέας. Μια ανθρώπινη μηχανή παραγωγής πολιτισμού και αναμνήσεων, μια τεράστια έκρηξη συναισθημάτων -ψυχικό big bang, θα το έλεγε ένας ΣΘΕίτης στη γλώσσα του- όπου ξεκινάν και τελειώνουν όλα. Εν αρχή ην το Φεστιβάλ. Βρε πώς έχεις μεγαλώσει... Κοίτα, πληθύναμε πολύ!

Κι η παράσταση (ντοκιμαντέρ) αρχίζει. Η τρίχα παγώνει, το αίμα σηκώνεται. Τα πρώτα ηρωικά Φεστιβάλ της μεταπολίτευσης, οι ιστορικές συναυλίες, το «μπιζ» για να παίξει πάλι το «Δέντρο». Ο Μάνος, ο Θάνος και ο Μίκης. Ο Κατράκης και ο Ρίτσος. Η απαγγελία για τα παιδιά της ΚΝΕ, η απαγγελία για τη Σωτηρία, η αναγγελία από τα μεγάφωνα ότι πέθανε ο Λοΐζος. Ανατριχίλα, δέος, πηχτή συγκίνηση! Στιγμές στα όρια του μύθου -και ας τις είδαμε ζωντανά, όπως λέει ο Λαμπρίδης στη δική του μαρτυρία.

Φτάνεις στα χρόνια της κρίσης, του «Σκοτεινού Δωματίου», για τα οποία κανείς Παπαχελάς δε θα γράψει -μόνο ξώφαλτσα ένα επεισόδιο των Φακέλων, όπου μιλάει και η Παπαρήγα η καλή. Κρίση, αντεπανάσταση, άνεμοι της αλλαγής, ασκός του Αιόλου, κουτί της Πανδώρας και στο βάθος μένει η ελπίδα, που είναι η πάλη των λαών και το ιστορικό πρωτοσέλιδο του Ριζοσπάστη για την κόκκινη σημαία που δεν υποστείλαμε ποτέ. Δεξιά και αριστερά (φυγο)κέντρα, ατάκτως ερριμμένα, όλα μαζί, ήττα, λαίλαπα, αντεπανάσταση, ρεύματα, η ΚΝΕ παρασύρθηκε σχεδόν όλη, -φυσικά και δε θα διαλυθούμε.


Πέφτει το ειδικό εφέ, σταματάει ο χρόνος, η μουσική, η ιστορία. Από τις ιστορίες που θες να ακούς για να τρως το φαΐ σου και να αγαπάς το κελί σου. Κι ας έχει λυπημένο τέλος σαν το παραμύθι του Μίλτου -
κάποτε αγάπησα έναν Κνίτη, μάτια μου, αχ μάτια μου... Κι ας μην τελειώνει ποτέ η Ιστορία με γιώτα κεφαλαίο -που δεν έχει καν αρχίσει όσο την κρατά δέσμια το κεφάλαιο στο σπήλαιο της προϊστορίας. Η Ιστορία δεν έχει να χάσει παρά μόνο τις αλυσίδες της. Και εμείς σιδηροδέσμιοι Σπάρτακοι, που ο βασικός εχθρός μας είναι στην ίδια μας τη χώρα, ενίοτε και στο ίδιο μας το κόμμα, μεταμφιεσμένος σε σ/φο, παραταγμένος σε δύο αλληλοτροφοδοτούμενα κέντρα, που μας χτυπάν εκατέρωθεν από τα άκρα -η θεωρία των δύο κέντρων.

Σύντροφοι Σπαρτακιστές, με σπαρταριστές ιστορίες, καταχωνιασμένες σε φακέλους που δεν έχουν αποχαρακτηριστεί, ούτε έχουν προβληθεί στους Φακέλους του Αλέξη. Παλεύουμε για να λύσουμε την Ιστορία από τον γόρδιο καπιταλιστικό δεσμό, που δε λύνεται με κάλπες και ειρηνικά μέσα. Κι όσα λάθη κι αν κάναμε -εκείνα τα χρόνια του σκοτεινού θαλάμου- δεν αλλάξαμε ούτε ένα «γιώτα» στις βασικές μας τις αρχές, παρά μόνο το «ει» της μισθωτής δουλείας, που την γράφαμε πεισματικά για χρόνια ως «δουλιά» στα όργανα, μπας και γίνει δημιουργική εργασία.

Αλλά ζητούμενο είναι να της αλλάξουμε τον τόνο, δίνοντας τον τόνο στο κίνημα, για να γίνει κάποτε «δουλειά», με «ει», από τις λίγες εξαιρέσεις ουσιαστικών με αυτή την ορθογραφία και αυτή την κατάληξη -όταν τονίζεται το «α». Σαν το ΚΚΕ, που είναι η παγκόσμια εξαίρεση στον κανόνα της αντεπανάστασης και δεν είχε την ίδια κατάληξη με άλλα κόμματα που μεταλλάχτηκαν σε μια νύχτα. Και μένει σαν ανορθογραφία στον καιρό που φυσάει κόντρα, ένα ανορθόγραφο «λάθος» μες στο κεφάλαιο του λάθος λήμματος, σαν σκισμένη σελίδα της μεγάλης Σοβιετικής Εγκλυκλοπαίδειας, που δεν έκλεισε μαζί με τα κεντρικά γραφεία, όπως έλπιζαν οι εχθροί του -που δε βρίσκουν ελπίδα στην πάλη των λαών και το πρωτοσέλιδο του Ρίζου. Αλλά με τόσους συνειρμούς θα χάσουμε τον ειρμό του κειμένου.

Λέει ο Σοφιανός στο ντοκιμαντέρ πως τα πρώτα -ηρωικά και πένθιμα χρόνια της ανασυγκρότησης, που ξαναρχίσαμε να κυλάμε τον βράχο στον ανήφορο, το Φεστιβάλ έγινε τόσο ωραίο και μεγάλο, που δεν είχε τίποτα να ζηλέψει από τα παλιότερα. Αδιαμφισβήτητα. Όπως θα πρόσθεταν κι οι Μόντι Πάιθον, αν εξαιρέσεις τον άπειρο κόσμο, το κλίμα, τη διάρκεια, τους καλλιτέχνες, ότι υπήρχε Σοβιετία και σοσιαλιστικό μπλοκ, τις αποστολές από τον υπαρκτό -υπάρχω λες κι ύστερα δεν υπάρχεις-, του Βεΐκου τα 9μερα, του μπλοκ μας τα 40, τα υδραγωγεία και τους δρόμους, τα πρώτα Φεστιβάλ της ανασυγκρότησης δεν είχαν τίποτα να ζηλέψουν από τα χρόνια της μεταπολίτευσης.

Εμένα όμως άλλη είναι η ένστασή μου σε όσα λέει ο Σοφιανός -που δεν εκφράζει προσωπική άποψη, αλλά σημειώνει εύστοχα πως δεν έχουμε ακόμα συλλογικές επεξεργασίες για αυτήν την περίοδο. Γιατί αν η κατηγορία είναι ότι προσπαθούσαν όλοι μαζί από κοινού να διαλύσουν την οργάνωση, το ένα κέντρο δεν είχε ακριβώς λόγο να το κάνει, γιατί... ήταν η ΚΝΕ. Και όταν έφυγε, η οργάνωση έπρεπε να γίνει πάλι από το μηδέν και πρακτικά δεν ήταν σε θέση να διοργανώσει το 16ο Φεστιβάλ -με τη μορφή που ξέραμε ή θα γνωρίζαμε στη συνέχεια. Είναι σαν αυτό που έλεγε στον Χαρίλαο ο δικαστής, για το ΕΑΜ που ήθελε να πάρει την εξουσία με τη βία και ο καπετάν-Γιώτης απάντησε: μα εμείς είχαμε την εξουσία...

Ασφαλώς μπορεί και πρέπει να γίνει ανελέητη κριτική στο ρεύμα, τους μύθους και τις αντιφάσεις του -αυτή είναι όμως άλλη συζήτηση. Για να το θέσω αλλιώς, αν ήταν λικβινταριστής -και ήθελε να διαλύσει την ΚΝΕ- πχ ο Σκαμνάκης, τότε δεν έπρεπε να έχει θέση στο ντοκιμαντέρ -όπου μίλησε κι ήταν εμφανώς συγκινημένος. Στην τελική, αν αγαπάς κάποιον, άφησέ τον ελεύθερο να φύγει και να ζήσει τη δική του χίμαιρα. Αν γυρίσει πίσω, ώριμος και κατασταλαγμένος, είναι δικός σου για πάντα. Σαν τον Νικολάου -τον πατέρα του ευρωβουλευτή- που δηλώνει αιώνιος «Κνίτης του Φεστιβάλ». Γιατί κάποιοι Κνίτες δεν έσπασαν ποτέ την αλυσίδα του δεσμού τους με το Κόμμα και τις αξίες του.

Κι ύστερα βλέπεις όσα έζησες και θυμάσαι επιλεκτικά, ως μέλος και μη -η οργανωμένη ζωή που δεν έζησα. Βρήκε ο Κνίτης τη γενιά του και αγαλλίασε η καρδιά του. Αρσένης, Γιουγκοσλαβία, Έλληνες γρηγορείτε, ανάποδα τα φλάι. Κάνεις συγκρίσεις με το απώτερο ηρωικό παρελθόν και βρίσκεις το δικό σου ελλιποβαρές σαν ιστορικό φορτίο. Ένα λιθαράκι τόσο δα μικρούτσικο -σαν τον Ανδρέα μπρος στον Θάνο- που δε φτάνει να σηκώσει ούτε την τρίχα απ’ το μικρό δαχτυλάκι όσων έζησαν τα πρώτα χρόνια. Κι αυτοί, γίγα(ντε)ς στους γίγαντες, βράχοι, ογκόλιθοι, σαν τα πέτρινα χρόνια που δεν τους λύγισαν, τους βράχους που έσκαβαν στη Μακρόνησο. Σαν το πρώτο Φεστιβάλ στου Ζωγράφου, όπου η γενιά του ΕΑΜ συνάντησε αυτή του Πολυτεχνείου, για να κλίνουν ευλαβικά το γόνυ από κοινού στους Ακροναυπλιώτες του Μεσοπολέμου και τα επιζήσαντα ιδρυτικά στελέχη -σαν τον Κοτζιά. Να ραγίζουν τα τσιμέντα, να κλαίνε οι πέτρες, ακόμα κι ο Γόντικας που τα θυμάται και τα αφηγείται.

Πώς να συγκριθείς μαζί τους; Βάζεις κάτω το μωσαϊκό με τις δικές σου ψηφίδες: η υποδοχή της Αχέντ -σύμβολο του αγώνα της Παλαιστίνης-, η μηχανοκίνητη πορεία των διανομέων -που απεργούσαν και σήμερα-, το λεπτό σιγής για τον Παύλο Φύσσα, η ιαχή «η ελπίδα είναι εδώ» -πριν την κλείσει ο ΣΥΡΙΖΑ σε κάλπικα κουτάκια. Η τελευταία φορά του Μητροπάνου, ο αποχαιρετισμός στον Θάνο, «του Αδόλφου τα εγγόνια» -όπου δάκρυσε και ο ουρανός με τους Υπεραστικούς. Λες τελικά να ζήσαμε στιγμές στα όρια του μύθου και να μην το ξέρουμε;

Ένα ψηφιακό δάκρυ κυλά στο μάγουλο της οθόνης. Η συγκίνηση είναι το παν, ο τελικός προορισμός δεν είναι τίποτα. Εδώ είναι το ταξίδι. Κι αυτό του Φεστιβάλ θα συνεχίζεται στο διηνεκές. Κι αν φτωχική την βρήκες την οργάνωση, δε σε γέλασε. Σύντροφοί μου, τους γέλασα...

Μήπως υπερβάλλεις λιγάκι; Μπορεί. Αλλά όταν έκλαψε ο Μήτσος, που είναι σιδερένιος σαν τις φτέρνες που κληρονόμησε από τη φάλαγγα και τα βασανιστήρια της χούντας, ποιος είσαι εσύ για να μείνεις αναίσθητος; Αν δε κλάψεις εσύ, αν δε δακρύσω εγώ, πώς θα λεγόμαστε άνθρωποι -μακριά από τον αφηρημένο ουμανισμό της Ουμανιτέ και του πανηγυριού της; Για να έρθει μετά ο ποιητής και να σου πει: ΚΚΕ, σκούπισε τα μάτια σου...


Βουρκώνει ο Γόντικας, δακρύζει ο Νικολάου, μπαίνουν σκουπιδάκια στα μάτια σου όταν ακούς από τα βάθη του χρόνου και της ιστορίας τη ρυθμική ιαχή «Κάπα-Νι-Έψιλον», όταν βλέπεις τον κόσμο που συγκεντρώθηκε στον Περισσό, μετά τη διάσπαση με τον ΣΥΝ, για να δείξει στήριξη συντροφική και ανησυχία.
Ανησυχώ για σένα, ανησυχώ... Γιατί το Κόμμα είναι σαν τη Χαλκιδική -το λέει και ο Πρωτούλης. Σαν το Κουκουέ δεν έχει!

Κι ας είχαμε γλιτώσει μόλις από τους Λαθρεπιβάτες κυρ-Παντελήδες, που έφυγαν από το καράβι που βούλιαζε -για να γίνουν αυτοί τελικά ταξικά ναυάγια. Όχι τον Θαλασσινό, αυτός χώρισε με τον Νικολάου (τον άλλο, όχι τον Κνίτη του Φεστιβάλ) και ήταν πάντα μαζί μας και στα «Πέτρινα χρόνια» της ανασυγκρότησης, που τα γύρισε ένας άλλος Παντελής, που απομακρύνθηκε και δε γύρισε ποτέ, αλλά μίλησε αντ’ αυτού η Καρυστιάνη -τόση διαφήμιση του κάναμε άλλωστε για το «Τελευταίο Σημείωμα».
Παντελής έλλειψη κριτηρίου, παντελής... -που θα έλεγε και μια ψυχή απ’ το διαφημιστικό της Διαμαντοπούλου.

Ακόμα και ο Μπίστης, που συναισθηματικό άνθρωπο δεν τον λες -και κομμουνιστή ακόμα λιγότερο- έχει στο βιβλίο του μια συγκλονιστική περιγραφή για την επιστροφή του Μίκη στο Φεστιβάλ, πώς έσπασε την αμήχανη σιωπή, την καχυποψία των -κατά δήλωσή του- γενίτσαρων, πώς κατέκτησε τα πλήθη με τη μαγεία της μουσικής του, τη σκηνική παρουσία του, καθώς τιναζόταν και ξεδίπλωνε το ανάστημά του, σαν σταυραϊτός της Κρήτης.

Και δεν είναι σκέτο, φτηνό συναίσθημα, ούτε απλά βιώματα -γιατί παντού μας κυνηγά αυτό το Κόμμα. Είναι έλλογη πίστη που κινεί βουνά, φτιάχνει πολιτείες, πρωτοπορεί, ανοίγει δρόμους, νέους χώρους -όπως στο Άλσος Περιστερίου, όπου οι σύντροφοι βρήκαν ένα ψόφιο άλογο (πιθανότατα πράσινο)-, μετασχηματίζει τις ιδέες σε πράξη, είναι πεδίο έμπνευσης, ομαδικής δουλειάς, συντροφικότητας, σφυρηλατεί δεσμούς με τους Κνίτες κάθε γενιάς, που παραμένουν τέτοιοι στο μυαλό και δεν έχουν ούτε μια άσπρη τρίχα στην ψυχή τους -ούτε καν στο «φεστιβάλ των άσπρων μαλλιών, το ’90»-, ούτε έναν ανεξίτηλο λεκέ -που να μην επιδέχεται αληθινής κάθαρσης- στο βιογραφικό τους και θα ’ταν πρόθυμοι να ξαναδώσουν.

Και τι άλλο μένει στο τέλος -που να μην έχει ειπωθεί;

Ότι έχουν περάσει δυο ώρες, αλλά θα έβλεπες άνετα άλλο ένα δίωρο, με αντίστοιχο οπτικοακουστικό υλικό -και είναι κρίμα να πάει χαμένο και να μην αξιοποιηθεί με κάθε τρόπο, ιδίως αυτό των πρώτων χρόνων.

Ότι το Φεστιβάλ δυναμώνει μαζί με το Κόμμα και αντανακλά πιστά την πορεία του, την ποιοτική του ενίσχυση και ότι είναι Κόμμα παντός καιρού -μια βροχερή μέρα στο Φεστιβάλ είναι μάλλον ο καλύτερος τρόπος να το καταλάβει κανείς.

Ότι το Φεστιβάλ είναι για πολλούς το πιο γλυκό κομμάτι της ζωής τους -και ας μην αποκτήσει ποτέ χορηγό για να γίνει σλόγκαν διαφήμισης. Και ότι αυτό φαίνεται στις μαρτυρίες όλων όσων μίλησαν -και αν έπρεπε να γίνει ειδική μνεία σε κάποιες, θα ήταν στην Εύα Μελά από τους δικούς μας και στον Λαμπρίδη από την ευρύτερη βάση. Γλυκές, μεστές, ειλικρινείς, συγκινητικές, πρωτίστως εγκεφαλικά παρά συναισθηματικά.

Ότι δε θα υπάρξει ποτέ κανείς, καμιά και τίποτα να ερμηνεύει σαν την Μαρία Δημητριάδη. Γιατί ήταν τεχνικά άρτια, ένιωθε τι τραγουδούσε όσο κανείς και γεννήθηκε την κατάλληλη εποχή, με το σωστό ρεπερτόριο. Η στρατευμένη τέχνη διάλεξε τη φωνή της, όπως η ιστορία διαλέγει τα κατάλληλα πρόσωπα που θα την ενσαρκώσουν.

Κι ότι παρόλα αυτά, στο τέλος θα σου έχει κολλήσει η εκπληκτική διασκευή από το «Ρόδι». Και δεν είναι μόνο οι στίχοι (του Ραβάνη-Ρεντή), οι φωνές (ιδίως της Καράκογλου) και η μουσική των ΚΘ, ούτε καν το τυπικό άθροισμα των παραπάνω, αλλά η δυναμική του συνόλου, που το εκτοξεύει, τολμώ να πω και πιο ψηλά από την αυθεντική εκδοχή -του Θάνου και της Μαρίας. Κι οι τακτικοί αναγνώστες ξέρουν καλά πως η κε του μπλοκ δε βγάζει συχνά τέτοιες κρίσεις, όταν κάνει συγκρίσεις με το παρελθόν εκείνων ειδικά των χρόνων.

Κι αν αλλάζει η ζωή, η σκέψη αλλάζει, σπάστε ένα ρόδι στο περβάζι. Γιατί κοντοζυγώνει η ανατολή και η μέρα εκείνη μπορεί να μην αργήσει όσο φοβόμαστε...

Εντάξει, αλλά μήπως το παρακάναμε με το Φεστιβάλ και πρέπει να γράψει και για τίποτα άλλο; Ναι, ίσως. Πέραν αυτού, ουδέν. Δείτε, απολαύστε υπεύθυνα και διαδώστε.

Δευτέρα 30 Σεπτεμβρίου 2024

Με ποια γενιά είσαι φίλε;

Και έρχεται η ώρα του απολογισμού. Εκεί που το κόσκινο της μνήμης συγκρατεί τα μεγάλα και συγκλονιστικά -όπως το έργο του Μίκη χωρίς τα φάλτσα του- αποβάλλοντας τις μικρές αντιφάσεις, που φτιάχνουν τον κόσμο. Όταν σκαλώνεις εμμονικά στις μεγάλες αλήθειες που τον ορίζουν. Ότι είχαμε δίκιο για τα σουβλάκια. Και ότι we were on a break με την επαναστατική θεωρία μας, στα χρόνια του σκοτεινού θαλάμου (1989-91).

Αλλά όταν δίνεις ραντεβού στο μπαρ του Φεστιβάλ, με τον Αθηνέζο σφο, που σε περιμένει στην ταβέρνα με τα σουβλάκια -που συμφωνήσαμε ότι είναι σουβλάκια, δε χρειάζονται περσότερα-, έρχεσαι αντιμέτωπος με νέου τύπου προβλήματα, που σε πιάνουν αδιάβαστο και πρέπει να πάρεις τηλέφωνο τον Παπασταύρου (από το ΠΓ και το Freak Out), για να μην ξεπέσεις στο σημείο να βοηθάς προεκλογικά τη Διαμαντοπούλου -τυχερός ο Βλάσσης που δεν ήρθε. Γιατί πέρα από τη μοναξιά υπάρχει ο ιμπεριαλισμός. Και πέρα από την ταξική άβυσσο που χωρίζει στα δυο την κοινωνία μας, υπάρχει το γεωγραφικό χάσμα στα Τέμπη -που δεν το μελέτησαν επαρκώς στην εποχή τους οι κλασικοί της θεωρίας μας- και το χάσμα των γενεών.

Καλή ώρα όπως στην Ιταλία, όπου κάναμε το ’89 από την ανάποδη, και στηρίζουμε τη νεολαία που τα έσπασε με τον Ρίτσο τον κακό (καμία σχέση με τον Γιάννη ή την Παπαρήγα την καλή), ο οποίος τελικά αποδείχτηκε λίγο ψέκας, λίγο ρωσόδουλος και κολλημένος με τον λάθος Βλαδίμηρο. Innamorato si ma di Putin...

Κι ίσως το βασικό λάθος που έγειρε ανάποδα την πλάστιγγα για ένα κόμμα με τόσο βαρύ φορτίο και τους Ιταλούς συντρόφους, ήταν πως τους κατάπιαν τα «προνόμια» μιας «δημοκρατίας» που νόμισαν πως θα την μετατρέψουν με εκλογές στο αντίθετό της, ενώ αυτή λογόκρινε τη Ραφαέλα Καρά και έναν στίχο για τον Φιντέλ, που ήταν «πολύ πολιτικός» και δεν ασχολούνταν σοβαρά με τη μοναξιά -εκτός από τον ιμπεριαλισμό.

Μα η τσούλα ιστορία δεν ξεβράζει μόνο αρχαία οράματα. Ξεβράζει πρωτίστως αυταπάτες. Κι όποιος ερωτεύεται το βόλεμά του -όσο μικρό ή μεγαλύτερο κι αν είναι-, θα το χάσει αργά ή γρήγορα, αν κάτσει πάνω σε αυτό. Κι εκείνος που σωπαίνει θα χαθεί -ακόμα κι αν πρόκειται για ένα από τα μεγαλύτερα ΚΚ της Ευρώπης, με τις μεγαλύτερες αυταπάτες για τον αντίπαλο.


Έρχεται λοιπόν η στιγμή για τον επίλογο, αρκεί να ξέρεις πότε πρέπει να μπει, Βασίλη μου. Κι όσο έχεις φωνή, θα τραγουδάς στα Φεστιβάλ κι ό,τι λόγια κι αν πεις, θα είναι η φωνή των αδικημένων που ονειρεύτηκαν. Αλλά εμείς δε βρίσκουμε λόγια να σου πούμε πως δε (σου) βγαίνει πια. Ότι δεν είσαι πια αιώνιος έφηβος και μπορεί να πας από πέσιμο. Και πριν το (καλλιτεχνικό σου) τέλος πως μοιάζει η σιωπή με αγάπη μεγάλη.

Κι αν συνεχίσεις, αυτό μπορεί να έρθει επί σκηνής -κάπως σαν την Μαρινέλλα. Να αναληφθείς μπροστά στους πιστούς σου, που ζούμε για να σε ακούμε -ή τραγουδάμε αντί για σένα. Να στέκεις βαλσαμωμένος, στη γνωστή στάση του Εσταυρωμένου, και από κάτω να συρρέουν χιλιάδες, να δακρύζουν, να προσκυνούν προσμένοντας το θαύμα, να βγάλει η μορφή σου μαλλιά -γιατί η φωνή φεύγει σαν τον πανδαμάτορα χρόνο και δεν ξαναγυρνά. Πού να καταλάβουν όμως πως για σένα οι συναυλίες αυτές είναι το ελιξήριο της νιότης και σου δίνουν δύναμη να αντέξεις -όπως τα Μουντιάλ για τον Μαραντόνα;

Πότε ακριβώς καταλαβαίνεις όμως ότι σε έχει νικήσει ο πανδαμάτωρ;

Όταν ξεχνάς να πεις αυτά που θες και βάζεις υστερόγραφα στο επόμενο κείμενο. Ή όταν ξεχνάς πως τελικά τα είχες ήδη γράψει. Όταν αρχίζει το αλτσχάιμερ και μπερδεύεις το όνομα της φοιτητικής σκηνής -Νεανική είναι. -Πες το κι έτσι. Όταν σου πέφτει βαρύ το τετραήμερο και δε θεωρείς πια ζήτημα τιμής να μη φύγεις πριν κλείσει το πρόγραμμα, πριν ακουστεί και η τελευταία νότα στο ικαριώτικο. Και όταν ακούς «Υπόγεια Ρεύματα» με τις άλλες σαύρες της γενιάς σου, κάνεις συνειρμούς με το βιβλίο του Μαλτς και ξαφνικά διαπιστώνεις ότι όλοι γύρω σου περιμένουν στωικά το τέλος, για να ξεκινήσει ο Λιάκος.

Με ποια γενιά είσαι φίλε; Πες μας με ποια γενιά;

Είμαι με τους ημίνεους που αρνούνται να γίνουν μεσήλικες. Και δε θέλουν να κάτσουν εδώ με τη νεολαία. Απλώς να κάτσουν εδώ -και τώρα- να ξαποστάσουν, γιατί η μέση τιμωρεί τις εξαλλοσύνες της μέσης ηλικίας. Είμαι με αυτούς που έμαθαν -περίπου- τι λένε τα κομπιούτερς κι οι αριθμοί και κοιτάζουν μουδιασμένοι, σαν τη Ρόζα, όσα γίνονται στη μαθητική, είτε μιλάμε για όρθιους κωμικούς είτε για νότες -που είναι είδος υπό εξαφάνιση στα σημερινά ακούσματα. Και μπορεί να μην προλάβουν να ζήσουν τη μέρα που θα πάρουν τα όνειρά μας εκδίκηση, στήνοντας έναν κόσμο στο ύψος τους. Αλλά ίσως πάρουν μικρή εκδίκηση σε μια γενιά από τώρα, που θα έχει προχωρήσει η μουσική -μπροστά ή πίσω, άλλη συζήτηση- και τα σημερινά «ατίθασα νιάτα», που ούτε καν πιάνουν την αναφορά στη σειρά, θα μοιραστούν την αμηχανία μας για τα νεότερα άσματα. Κι όποιος δε μοιράζεται την αμηχανία μας, θα μοιραστεί την ήττα μας.

Να παίζουν στις σκηνές μας τα αμερικάνικα...

Ακούς τους Dead Prez να ζητάνε από το κοινό να κάνει λίγο θόρυβο και ξανά-μανά θόρυβο -εντάξει, τον εμπεδώσαμε τον θόρυβο, από μουσική παίζει τίποτα; Τους βλέπεις με το δέος που είχαν στην εποχή που ο JR (όχι του Χάρρυ) Χόλντεν έπαιρνε τίτλους με τη Ρωσία του Μπλατ -και ας μην ήταν ευθεία συνέχεια της Σοβιετίας, σαν το δικό μας κόμμα. Βλέπεις την κοσμοπλημμύρα στον Anser, σαν τις ουρές όταν άνοιξαν Μακ Ντόναλντς στη Μόσχα, με το δέος της πρωταγωνίστριας από το Goodbye Lenin, όταν είδε απ’ το παράθυρο να φεύγει η ΓΛΔ και να εισβάλλουν τα γραφεία της Κόκα-Κόλα.

Και μη μου πεις για το αρχαίο πνεύμα αθάνατο του Φαράκου -που πρόλαβε το τρένο της ΕΤΕ, αλλά έχασε το κόκκινο τρένο με τους αναθεωρητές το ’68- και για συντηρητικά αντανακλαστικά που δε θα αλλάξουν τον κόσμο. Γιατί ο Βλαδίμηρος είχε πολύ κλασικίζον γούστο, που δεν το συγκινούσε ο φουτουρισμός της εποχής του. Κι ο Λιάκος -ο «Εισβολέας, ντε»- τρόλαρε εαυτόν κι αλλήλους, λέγοντας να μη φύγουν ποτέ οι Αμερικάνοι -και οι βάσεις τους- γιατί «εμείς ποιον θα αντιγράφουμε μετά»; Και τέλος πάντων -και της ιστορίας- περί ορέξεως κολοκυθόπιτα και μανιτάρια -αρκεί να τα κάνουμε σούπα, όπως είπε ο σφος Οβελίξ, που δεν έχει αντίρρηση να ακολουθεί εντολές, αρκεί να ξέρει γιατί παλεύουμε, και αυτή είναι η έννοια της δικής μας πειθαρχίας.

Παρίστασαι και χαιρετίζεις σιωπηλά στο μεταλο-προσκύνημα, σαν παρατηρητής. Περνάς μέσα από μπαλόνια και δακρυσμένα μάτια 40άρηδων που θέλουν να μυήσουν εξ απαλών ονύχων τα παιδιά στο είδος, με την ίδια κατάνυξη που θα τα πήγαινε ένας οπαδός στο γήπεδο, να πάρουν το βάφτισμα του πυρός στην επικρατούσα θρησκεία του σπιτιού. Ζητάς συμβολικά από φίλους μια καρέκλα -δεν είσαι κουρασμένος, απλώς καρεκλάς, νιώθεις όμως αλληλεγγύη για τα ακούσματα της μοντέρνας εποχής που είχαν κάποια μελωδία και τώρα απειλούνται με εξαφάνιση.

Βιώνεις την αυθόρμητη έκρηξη χαράς στις μπροστινές σειρές, το ανθρώπινο τείχος που κινείται. Και δεν υπάρχει τίποτα σαν την πίστη ενός φανατικού κοινού, την ορμή ενός ενήλικου παιδιού που του κάνουν δώρο αυτό που του ’χαν τάξει. Χοροπηδά στον αέρα, γίνεται όσων χρονών νιώθει, χτυπάει ντραμς στον αέρα, τα μακριά μαλλιά που δεν έχει πια αλλά του μπαίνουν στα μάτια επίμονα, και τους διπλανούς του στον ρυθμό του «αμπαλαέα» -που τώρα λέει το λένε mosh pit.

Αυτά τα παιδιά έρχονται από πολύ μακριά. Βίωσαν την απόρριψη και το περιθώριο. Άκουγαν να τους λένε ειρωνικά «γέρους», δεινόσαυρους -σαν τον Βλαδίμηρο πριν τον Οκτώβρη, που ήταν μόλις 47. Έβλεπαν άλλα είδη να γίνονται δεκτά με τιμές στις σκηνές του Φεστιβάλ, γυρίζοντας στο Πάρκο σαν απόκληροι παππούδες, έτοιμοι για κάποια συνοικιακή ΚΟΒ, να μιλάνε για την Τασκένδη, τον Ντεζ και την αντίφα αρκούδα. Πίστευαν πως δε θα ωριμάσουν ποτέ οι συνθήκες, δε θα αξιωθούν να ζήσουν την επανάσταση -όπως το πίστευε και ο Λένιν στην εποχή του- ή μια μέταλ συναυλία στο Φεστιβάλ. Άντεξαν, ζυμώθηκαν στα δύσκολα, ατσαλώθηκαν και τελικά έζησαν για να δουν πως δεν υπάρχει κάστρο άπαρτο για τους μπολσεβίκους -όσα δε φέρνει ο χρόνος, τα φέρνει το Φεστιβάλ. Και τώρα κάνουν μεταξύ τους γκάλοπ, ποιο συγκρότημα έχουν απωθημένο να δουν, για να μας έρθει του χρόνου στο 51ο.

Βασικά οι σκηνές θα έπρεπε να έχουν ένα σημάδι (α)καταλληλότητας, σαν τις τηλεοπτικές εκπομπές, για να διευκολύνουν το κοινό. Η μαθητική δεν προσφέρεται -χοντρικά και κατά κανόνα- για τους άνω των 20 και για απόφοιτους. Η νεανική είναι για τους μεταφοιτητές που δεν έχουν καταλάβει πόσο είναι και σκέφτονται ακόμα τι θα γίνουν όταν μεγαλώσουν. Η κεντρική είναι κάπως σαν την τέταρτη δέσμη, που πάει με όλα, αλλά κυρίως με τις μεγαλύτερες ηλικίες -ως κοινό και ως καλλιτέχνες- που θυμούνται τις δέσμες και τον ινστρούκτορα του Τραμπάκουλα -με την ατάκα για την αποδέσμευση από τα ιμπεριαλιστικά δεσμά. Και η λαϊκή είναι της ίδιας -και γηραιότερης- λογικής, με μια δόση φασαίων πανηγυρτζήδων στο ικαριώτικο γλέντι -και όχι μόνο.

Είναι αυτό που είπε και ο Τσολιάς, μεταξύ σοβαρού και αστείου, για τους φασαίους και τους πολιτικά άστεγους που στρέφονται μαζικά στο ΚΚΕ, γιατί δεν έχουν πού αλλού να παν. Μπορεί να τρομάξουν λίγο όταν καταλάβουν ότι ο αγώνας θέλει δέσμευση -που την φοβούνται- και γενικώς, κάτι παραπάνω από μια ψήφο ή μια ανάρτηση. Αλλά θα τους μείνει κάτι, ο άγριος σπόρος που μπορεί να βλαστήσει ανά πάσα στιγμή -ακόμα και στις πλέον ανύποπτες.

Το Φεστιβάλ είναι ο καλύτερος τρόπος να γνωρίσεις τους κομμουνιστές, ένα «Κόμμα με [πιο] ανθρώπινο πρόσωπο», η καλύτερη «κάρτα γνωριμίας» για φασαίους -και όχι μόνο. Για πότε θα βρεθούν από τον ικαριώτικο χορό με τον Κουτσούμπα, στις πορείες με αλυσίδες ούτε οι ίδιοι θα το καταλάβουν. Ανοίξαμε την αλυσίδα και έγινες ένας από εμάς. Και μετά δε θα έχουν να χάσουν παρά μόνο τις αλυσίδες τους...

Το ωραίο, όμως, είναι ότι νιώθεις να μεγαλώνεις μαζί με το Φεστιβάλ που γιγαντώθηκε. Και τώρα πλέον δεν ισχύει η κλασική απορία «που είναι όλοι αυτοί οι πανηγυρτζήδες, όταν τους χρειάζεσαι, στον δρόμο ή έστω στην κάλπη;». Τώρα έρχεται κόσμος που τον ξέρεις, τον συναντάς, αποκτάς δεσμούς. Κι ενίοτε γράφεις και ιστορία μαζί του -όπως στο Φεστιβάλ. Γιατί την ιστορία την γράφουν πάντα οι μάζες, οι χιλιάδες ανώνυμοι συντελεστές της, οργανωμένοι και μη, που συνδέουν διαλεκτικά το συνειδητό με το αυθόρμητο, το διονυσιακό ξέσπασμα με τις χρεώσεις και με το αυστηρό σχέδιο. Ούτε ένα «ανκόρ» δεν είχαμε, για να μην αποκλίνουμε από το πρόγραμμα και τις προθεσμίες -εξαιρούνται οι σφοι που ζουν σε ώρα Ικαρίας.

Ναι αλλά τι θα μπορούσε να το κάνει ακόμα πιο ιστορικό; Τι άλλο θα μπορούσε να έχει το Φεστιβάλ για να φτάσεις σε νέες απάτητες κορφές; Πώς θα μπορούσε να κατακτήσει οριστικά την πολιτισμική ηγεμονία της χώρας; Και πώς μπορεί να χτυπήσει μεγαλόπνοα έργα, όπως τον ύμνο του Κασσελάκη -δεν τον τραγουδά ο ίδιος, αλλά όλα δείχνουν πως είναι έτοιμος για ένα άλλο βήμα στην καριέρα του, μόλις ξεμπερδέψει με την πολιτική;

Θα μπορούσε να έχει κι άλλο χώρο -και άλλες σκηνές. Αλλά αυτό σημαίνει πιο πολλή δουλειά, χρεώσεις και υποχρεώσεις. Ίσως γίνει πράξη, όσο μεγαλώνει το Κόμμα -και μαζί του το Φεστιβάλ. Αν είχε περισσότερο χώρο, θα είχε μεγαλύτερη άνεση και για τα στέκια ή για τις συζητήσεις -για να μην έχουν το άγχος να τελειώσουν, πριν αρχίσουν οι συναυλίες.

Θα μπορούσε να φέρει μεγάλα διεθνή ονόματα, για κάθε είδος -από την Ορχήστρα του Κόκκινου Στρατού, μέχρι τους Λένινγκραντ Κάουμποϊς, που είναι βασικά το ίδιο, αλλά ας προσθέσει ο καθένας τα δικά του. Αυτό όμως είναι δύσκολο και κοστίζει αρκετά.

Κάποιοι έχουν απωθημένο τους Θανασομάλαμες. Ο Σωκράτης είχε έρθει παλιότερα στο Φεστιβάλ. Κι ο Θανάσης μάλλον το γυροφέρνει -μετά την παρουσία στο στέκι της ΚΝΕ και στον 904- κι είναι σχεδόν νομοτελειακό πως θα ερχόταν, αν δεν είχε πει ότι αποσύρεται. Ίσως έρθει ως φιλική συμμετοχή, μαζί με τον γιο του, στους «Γκιντίκι». Και τότε να δεις κλάμα και συγκίνηση η γενιά των μεταφοιτητών...

Κάποιοι άλλοι θα ήθελαν τους Social Waste -αλλά ίσως είναι λίγο «παρωχημένοι» πια, και εξάλλου φέτος ήρθε ως μονάδα ένα από τα μέλη τους. Στο ίδιο είδος, μπορεί να έρθουν κι άλλα συγκροτήματα, με πιο στοχευμένο στίγμα -σαν τους Rationalistas κ.ά. Κάποιοι μπορεί να έχουν στο πίσω μέρος του μυαλού τους και τον Λεξ, αλλά αυτό δεν είναι ορατό για το άμεσο μέλλον -δεν έχουν ωριμάσει οι συνθήκες.

Δεν είναι καρφί-έμμεση αναφορά για κάποιον, αλλά όσοι έχουν ευρύτερη αναγνωρισιμότητα, πρέπει να κρατήσουν λεπτές ισορροπίες με το κοινό τους, για να μην ξενερώσει από τη συμμετοχή σε ένα Φεστιβάλ με συγκεκριμένο στίγμα. Στον αντίποδα, το Φεστιβάλ έχει γίνει πια τόσο μεγάλο, που διασφαλίζει -ακόμα μεγαλύτερη- αναγνωρισιμότητα, ακόμα και σε όσους έχουν ήδη το δικό τους κοινό και επιλέγουν να έρθουν, μεταξύ άλλων και για να το διευρύνουν.

Όσο για την κε του μπλοκ, θα μου αρκούσαν αυτοί ακριβώς οι καλλιτέχνες, αλλά (κάποιους) 30-40 χρόνια πριν. Και ένα αφιέρωμα στο ΕΑΜ, όπως στο 1ο του Ζωγράφου, που λύγιζαν τα τσιμέντα από τη συγκίνηση.

@varlagas

♬ original sound - Panagiotis Varlagas
Και μια επιπλέον σκηνή για τους αναστημένους, για να έρχονται σε ειδικές φεστιβαλικές εμφανίσεις -ξεκινώντας από τη Μαρία Δημητριάδη και συνεχίζοντας με τους υπόλοιπους. Αλλά κάποια πράγματα είναι αδύνατα, ακόμα και στο Φεστιβάλ, που είναι η χώρα των θαυμάτων. Και έπειτα, κάθε θάμα τρεις ημέρες -όσο διαρκεί δηλαδή συνήθως ένα Φεστιβάλ.

Και τι θα γίνει με τη μεταφεστιβαλική κατάθλιψη; Πώς θα είναι το επόμενο Φεστιβάλ, τώρα που έθεσε τόσο ψηλά τον πήχη το 50ό και ο θεσμός μπαίνει στη δεύτερη 50ετία του;
Ξέρετε, αυτό βασικά είναι ανακριβές. Είναι η ίδια παρανόηση που είχε γίνει και με το μιλένιουμ. Το 50ό Φεστιβάλ δε σημαίνει ότι ο θεσμός έκλεισε μισό αιώνα ζωής. Το πρώτο Φεστιβάλ είχε γίνει το ’75 -δηλαδή 49 χρόνια πριν.

Πάλι γκρίνια μωρέ; Πες κάτι θετικό για το κλείσιμο.
Εντάξει. Του χρόνου, που θα κλείσουν τα 50 χρόνια από το 1ο Φεστιβάλ ΚΝΕ-Οδηγητή, ο πήχης θα μπει ακόμα πιο ψηλά για να γιορτάσουμε την επέτειο. Θα τρυπήσουμε το ταβάνι, θα εφοδεύσουμε στον ουρανό και -όπως ο Γιούρι πριν από 60 και βάλε χρόνια- δε θα δούμε κανέναν θεό εκεί. Μόνο το Φεστιβάλ από ψηλά, με διάφορους ημίθεους, ημίνεους και βάλε...