Ξέβρασε η τσούλα η (εναλλακτική) ιστορία ότι νικήσαμε
Πρόκειται για μυθιστόρημα εναλλακτικής ιστορίας. Πώς θα ήταν η ελλάδα αν είχε νικήσει ο δημοκρατικός στρατός στο δεύτερο αντάρτικο; Το ίδιο θέμα είχε απασχολήσει το δημήτρη φύσσα, αλλά από την ακριβώς αντίθετη σκοπιά, στο δικό του βιβλίο, πλατεία λένιν, πρώην συντάγματος.
Το βιβλίο του αλεξάτου είναι στην ουσία μια απάντηση στο βιβλίο του φύσσα. Ο ένας αναφέρεται στην μετονομασμένη ομόνοια κι ο άλλος στο σύνταγμα που καταπατήθηκε (η ομόνοια να δεις). Η πρόθεση του αλεξάτου γίνεται φανερή από τον τίτλο ακόμα. Σε κάποιο σημείο μάλιστα, αφήνει στην άκρη τα προσχήματα και βάζει τους ήρωές του να αναφερθούν ευθέως στο βιβλίο του φύσσα και το ξεχέζει κανονικά (και καλά κάνει δηλ).
-Δεν ξέρω αν το πήρατε χαμπάρι, αλλά πριν από καιρό κυκλοφόρησε κάτι τέτοιο. Κάποιου τύπου που ήταν στην επον μετά την επανένωση (οι όροι δεν αντιστοιχούν στη δική μας ιστορική πραγματικότητα αλλά στην πλοκή του βιβλίου). Δεν ξέρω αν ήταν κατόπιν στο κόμμα. Αλλά και να ήταν, μάλλον νεοπασόκος θα είναι τώρα. Το πολύ-πολύ με τους εναλλακτικούς.
-Λες για το πλατεία μαρξ, πρώην βικτορίας, είπε η σοφία.
Το πιάσατε το υπονοούμενο.. Τώρα αρχίζει το νόημα.
Εκεί που έχει γέλιο το βιβλίο είναι στις ιστορικές ανακρίβειες. Όταν γράφεις εναλλακτική ιστορία, αναφέρεσαι μέχρι ενός σημείου σε πραγματικά γεγονότα και με βάση αυτά πλάθεις την υπόθεση. Για να το κάνεις, πρέπει να ξέρεις ιστορία.
Κι αφού αναφέρει τις παραχαράξεις για το μαλτέζο και το αρχείο του μαρξισμού, καταπιάνεται με το κόλλημά του για τον καζαντζίδη, που ο φύσσας τον είπε ελαφρολαϊκό.
Η όλη στιχομυθία πάντως, ξεκινά από ένα βαθύ αίσθημα αυτογνωσίας.
Κι εγώ τα έχω σκεφτεί αυτά, αλλά με τα αν δε μπορεί παρά να πέσεις στη μεταφυσική. Το πολύ να γράψεις κάνα μυθιστόρημα εναλλακτικής ιστορίας. Ενδιαφέρον. Το κρατάμε για τη συνέχεια.
Αμφότεροι γεννήθηκαν την χρονιά που έγινε το εικοστό συνέδριο (56’). Αλλά το βασικό κοινό που έχουν είναι ένα σύντομο πέρασμα από τις γραμμές του κόμματος (ή της νεολαίας στην περίπτωση του φύσσα). Κι ένας σφοδρός έρωτας που κατέληξε αντεστραμμένη αγάπη για μια διεστραμμένη ιστορική νομοτέλεια που δεν υπάκουσε στις διαστροφές μας. Κανείς (μη κουκουές) βάρβαρος, ή έστω κάποιος που δε μετείχε της κουκουέ μόρφωσης για ένα μικρό χρονικό διάστημα, δε θα είχε ασχοληθεί με αυτό το θέμα. Που απασχολεί κυρίως τους ίδιους και παρεμπιπτόντως το κοινό τους. Γράφουν βασικά για να πείσουν τον εαυτό τους και να δικαιώσουν τη θέση τους.
Αυτό είναι πολύ εμφανές σε όλο το βιβλίο. Ο αλεξάτος γράφει για να πάρει ιδεολογική ρεβάνς από το φύσσα και τους ομοϊδεάτες του. Για να εκδικηθούν τα όνειρα την πραγματικότητα κι η πολιτική του θέση, ως αλτουσεριανού, τα υπόλοιπα ιστορικά ρεύματα της αριστεράς. Αλλά αφού τα νικήσει ιδεολογικά, τα αφήνει μες στο κόμμα, το οποίο παραμένει ενιαίο, ένα σουρωτήρι πολιτικών φυλών που χωράει τους πάντες. Μία διάσπαση δεν πρόλαβε μόνο η εναλλακτική διήγηση του αλεξάτου, αυτή με τους τροτσκιστές. Αλλά στην πορεία φροντίζει να γεφυρώσει κι αυτό το χάσμα.
Η πλατεία μπελογιάννη είναι ένα παραμύθι βασισμένο σε πραγματικά γεγονότα. Είναι μια (παρα)μυθική εναλλακτική ιστορία, μια τρόπον τινά μυθιστορία, αλλά δεν είναι μυθιστόρημα, γιατί έχει πολύ αδύναμη μυθοπλασία. Με σουρεάλ διαλόγους, όπως αυτόν μεταξύ του άρη και της λαοκρατίας (οι δυο βασικοί ήρωες) που συναντιούνται μετά από τριάντα χρόνια κι αντί να πουν τα δικά τους (έχουμε καιρό για αυτά, αργότερα) αναλύουν την πολιτική κατάσταση της ελλάδας και τις αποφάσεις των συνεδρίων του κόμματος! Και δεν είναι από αμηχανία, επειδή είχαν να βρεθούν πολύ καιρό. Όπως βλέπεις καμιά φορά φίλους που αρχίζουν να μιλάνε για μπάλα και ν’ αλλάζουν αναγνωριστικές μπαλιές μέχρι να ξαναβρούν το κομμένο νήμα της επαφής. Αυτοί εδώ το κάνουν συνειδητά, και δε λένε τίποτα άλλο.
Μία πρόζα με μακροπερίοδους, εναλλασσόμενους μονολόγους, όπου ο ένας συμπληρώνει τον άλλο, σαν τα ανίψια του ντόναλντ ντακ, κι όλοι μαζί τη σκέψη του συγγραφέα, που αντί για τους χαρακτήρες, μας περιγράφει στην ουσία τον εαυτό του και την ιδεολογία του. Ένα κείμενο που σου δίνει την εντύπωση ότι γράφτηκε ολόκληρο σε πλάγιο λόγο. Σαν τα πλάγια μέσα που χρησιμοποιεί ο αλεξάτος για να προβάλλει ως ιδεολογικά ηγεμονεύουσες τις ευρωμαοϊκά παρεκκλίνουσες θέσεις του και το πλάγιο ως ορθό.
Με σχεδόν ψεύτικους, μονοδιάστατους χαρακτήρες που υπάρχουν απλώς για να αφηγούνται τα γεγονότα και να δικαιώνουν τις απόψεις του αλεξάτου για την οικογένεια και τις έμφυλες σχέσεις (όπως η αμφιφυλόφιλη επονίτισσα λαοκρατία, που κάνει κι από κάνα τσιγαράκι με την αναρχική κόρη της). Οι χαρακτήρες μένουν σα μαριονέτες στα χέρια του συγγραφέα που μιλάει μέσω αυτών σαν εγκαστρίμυθος, χωρίς καμία άλλη διαμεσολάβηση με αισθητική αξία. Η εγκαστριμυθοπλασία υποκαθιστά την ωσεί παρούσα μυθοπλασία.
Η πιο αφυδατωμένη εκδοχή (αν όχι καρικατούρα) του σοσιαλιστικού ρεαλισμού. Που δεν είναι καν ρεαλισμός, αλλά μια βασικά ιδεολογική κατασκευή (το απωθημένο του αλτουσεριανού). Κι ακόμα και το σοσιαλιστική παίζεται, γιατί πρόκειται για ένα λαοκρατικό καθεστώς που εξαλείφει με χαρακτηριστική, βουλησιαρχική ευκολία όλες τις αντιθέσεις (χειρωνακτική-πνευματική εργασία) κι οδεύει ταχύτατα προς τον κομμουνισμό (σε μία χώρα, καθώς είναι η μόνη όπου αποτράπηκε η αντεπανάσταση την περίοδο 89-91). Ο θηλυκός μου γονιός, που δεν πρόλαβε συσπειρωσάδες στον καιρό του και το διάβασε ανυποψίαστη, στο τέλος μου είπε «καλά τα λέει, αλλά γίνονται»;
Δεν έχουμε το συναρπαστικό ειρμό του ραφαηλίδη, που τρέχει απ’ το ένα στο άλλο, ταξιδεύει σε χίλια θέματα και μέσα από ζιγκ-ζαγκ και παρενθέσεις (σε) επιστρέφει στο ίδιο σημείο αλλά σε ένα ανώτερο επίπεδο, με έναν πλούτο γνώσεων (ως) κέρδος από τη διαδρομή.
Δεν είναι η αιρετική τρυφερότητα του τροτσκιστή ραφαηλίδη που βγάζει το στάλιν «αναθεωρητή» γιατί εφάρμοσε δημιουργικά το μαρξισμό στην εποχή του και μας άφησε πίσω να αναρωτιόμαστε αν τον στρέβλωσε ή τον ανάπτυξε.
Δεν είναι καν η τρυφερή ματιά του σκηνοθέτη του goodbye lenin που είδε με τα μάτια της ψυχής του τη ddr και τη ζωγράφισε στο πανί όπως θα ήθελε να ήταν. Άφησε όμως την ιστορία του να μας μιλήσει για την Ιστορία. Και στο τέλος της ιστορίας (με κεφαλαίο και μικρό μαζί) αποχαιρετά τη μαμά-πατρίδα, όπως κάνει με τη δική του μητέρα ο πρωταγωνιστής της ταινίας.
Απ’ όλα αυτά ο αλεξάτος κράτησε το ρεαλισμό των φτιαχτών ρεπορτάζ του άλεξ για τη συνταγή της κόκα κόλα και το διάγγελμα του προέδρου κοσμοναύτη, μαζί με μπόλικες ιστορικές γνώσεις (αυτό δε γίνεται να μην του το αναγνωρίσεις). Μας παρουσιάζει με τα μάτια της οργάνωσής του πώς θα (ήθελε να) ήταν τα πράγματα. Στο τέλος του βιβλίου, αντί για συγκίνηση, νιώθεις ότι έχεις διαβάσει προγραμματικές θέσεις και σου έρχεται απλώς να ψηφίσεις υπέρ ή κατά (αν βρείτε ένα λευκό στην καταμέτρηση, δικό μου θα ‘ναι).
Θα μπορούσε να είναι οι θέσεις της αραν για το σοσιαλισμό. Κάπως εκλαϊκευμένες, δε λέω, αλλά αυτό δεν είναι λογοτεχνία. Τέτοιο συνδυασμό (πολιτικής και τέχνης) μόνο ο σάββας κι η οακκε τον έχουν πετύχει έως τώρα. Και κάποιοι ρήτορες στα αμφιθέατρα, που όταν αναλύουν το πλαίσιό τους, είναι σα να ραπάρουν.
Αυτό που μένει είναι ένα αντιδιαλεκτικό παραμύθι εναλλακτικής ιστορίας που ιντριγκάρει το φαντασιακό μας (με τα αν δε μπορεί παρά να πέσεις στη μεταφυσική). Ένα παραμύθι χωρίς ρεαλισμό, δυνατές αλληγορίες και τις αρετές ενός μυθιστορήματος, που σέβεται όμως τους μύθους του κινήματος και τους αποτίνει φόρο τιμής.
Τυλίγει με τρυφερότητα την ελλάδα και τους αγωνιστές της αριστεράς που άξιζαν καλύτερη τύχη (και την είχαν στα χέρια τους, αλλά την κλότσησαν). Ό,τι δε μπορεί να αγκαλιάσει όμως, το βάζει στην ιδεολογική κλίνη του προκρούστη και το φέρνει στα μέτρα του.
Δείχνει έναν ζαχαριάδη σε αλτουσεριανό κοστούμι που ασκεί μαοϊκή κριτική στους σοβιετικούς και προχωρά σε αποσταλινοποίηση από τα αριστερά, με ολίγη από κίνημα των αδεσμεύτων και γιουγκοσλάβικο μοντέλο με αυτοδιαχείριση.
Ένα αγαπησιάρικο κουκουέ που αγκαλιάζει όλες τις τάσεις (τρότσκες και μαοϊκούς, αναθεωρητές και μπρεζνιεφικούς) με ενότητα τύπου παλιάς εδά, ή τύπου ανταρσύα, κι ιδεολογική ηγεμονία των παριζιάνων (αλτουσεριανοί). Μια ντριμ τιμ της αριστεράς, που χωράει το μίσσιο και τον καρούζο, την έλλη παππά, ως και τον πολύδωρο δανιηλίδη. Με άλλα λόγια ένα κουκουέ που δεν είναι κουκουέ.
Τους κουκουέδες πολλοί αγάπησαν, το κουκουέ ουδείς.
Κάπου μάλιστα αναφέρει και την ενάντια, ως οργάνωση της αντιφασιστικής ενότητας. Το πιάσατε κι αυτό το υπονοούμενο, έτσι; Εξάλλου υπήρξε κι υποψήφιος της. Δυστυχώς έγραψε το βιβλίο μες στο 08’ και δεν πρόλαβε την ανταρσύα, το ώριμο τέκνο του δεκέμβρη, για να την χώσει κι αυτήν κάπου.
Αυτή η επιλεκτική τρυφερότητα καταλήγει να αποπνέει κατά διαστήματα μια ξινίλα επιπέδου μπλόγκερ. Θα μου πεις, μην κρίνεις εξ ιδίων τα αλλότρια. Σωστό. Ακριβώς γι’ αυτό όμως, ένεκα των εξ ιδίων, πιστεύω ότι μπορώ να το αναγνωρίσω και στους υπόλοιπους, όταν το κάνουν.
Θεωρώ ενδεικτικό ένα παράδειγμα που δεν αφορά την πολιτική (όπου ο πρώτος αμερόληπτος το λίθο βαλέτω) αλλά τα αθλητικά. Σε κάποιο σημείο η λαοκρατία –που σπουδάζει στη θεσσαλονίκη- περιγράφει το πρωτάθλημα ποδοσφαίρου της λδ του βορρά.
Φυσικά το ποδόσφαιρο ήταν το πιο δημοφιλές άθλημα. Οι ομάδες που κέρδιζαν τα περισσότερα πρωταθλήματα ήταν ο παοκ, που είχαν ιδρύσει προπολεμικά πρόσφυγες και η κόκκινη σημαία, η ομάδα του δσε. Στα πρωταθλήματα της α’ εθνικής κατηγορίας συμμετείχαν επίσης ο εργατικός αστέρας της γσεε, ο ηρακλής, η παλιότερη ομάδα της θεσσαλονίκης που συνδεόταν με τον δήμο, κι ο σπάρτακος καλαμαριάς. Απ’ τις επαρχιακές ομάδες ξεχώριζαν...
Και μας αραδιάζει μερικά φανταστικά ονόματα. Παρτιζάν ξάνθης, πόμπεντα φλώρινας, πας γιάννινα (προλεταριακός αθλητικός σύνδεσμος) κ.ά.
Ο άρης δεν υπάρχει πουθενά! Ξύθηκε απλώς από τη φωτογραφία. Χυδαίο, αντι-αρειανό μένος που παραπέμπει σε ωμό αντικομουνισμό.
Σε κάποιο άλλο σημείο αναφέρει τις μεγάλες συναυλίες (του μίκη αν θυμάμαι καλά) στο λαϊκό στάδιο τούμπας, που κράτησαν πέντε μέρες για να προλάβει να συρρεύσει όλος ο πληθυσμός της πόλης. Και μες σε πέντε μέρες τις παρακολούθησαν κάτι εκατοντάδες χιλιάδες (νομίζω πέντε)! Ούτε ο μπούζας στην χρυσή εποχή των σπορ του βορρά δε θα φούσκωνε τόσο τους αριθμούς.
Μα είναι συνδυασμός αυτός; Παοκ κι αλτουσέρ; Σαν τον τολιάτη;
Και σκότωσα για ένα εισιτήριο… (τη γυναίκα του κατά πάσα πιθανότητα)
Παρόλα αυτά αξίζει να (δοκιμάσετε να) το διαβάστε. Κι αν σας καθίσει καλά, να το πάτε και μέχρι τέλους. Αυτό που δεν αξίζει να διαβάσετε (αν και η αντιπαραβολή έχει ένα ενδιαφέρον) είναι το πλατεία λένιν, πρώην συντάγματος. Ο φύσσας γράφει χοντρές ανακρίβειες (αποκορύφωμα η καρικατούρα του ρίτσου που μας παρουσιάζει) με αυτάρεσκο τουπέ κι έχει την εντύπωση ότι μας δίνει την ελληνική εκδοχή του 1984.
Η βασική διαφορά είναι ότι δε διεκδικεί για λογαριασμό του κάποια ιδεολογική ηγεμονία κι έτσι καταφέρνει να συνασπίσει γύρω του όλο τον «αστικό κόσμο». Ενώ ο αλεξάτος έχει πολύ λιγότερες πιθανότητες να το καταφέρει με τους δικούς του, είτε στη ζωή, είτε σαν συγγραφέας. Κι αυτό δεν είναι μόνο δικό του λάθος.
Όλα αυτά με αφορμή τη σημερινή επέτειο της εκτέλεσης του μπελογιάννη και των συντρόφων του. Του χρόνου στα 60χρονα, θα πιάσουμε και την ταινία, ο άνθρωπος με το γαρίφαλο.
Περισσότερα για το βιβλίο μπορείτε να βρείτε στις ηλεκτρονικές σελίδες που ακολουθούν
http://www.youtube.com/watch?v=rl7e0a_jg8E
http://ashtonhar.blogspot.com/2010/03/blog-post_29.html
http://www.avgi.gr/ArticleActionshow.action?articleID=577997
Τετάρτη 30 Μαρτίου 2011
Δευτέρα 28 Μαρτίου 2011
Ο βάρναλης για το βάρναλη
Η κε του μπλοκ συνεχίζει το αφιέρωμα στο βάρναλη σταχυολογώντας αποσπάσματα με προλόγους και κρίσεις του ίδιου του ποιητή στο έργο του.
Αριστερά ο Βάρναλης, δάσκαλος σε σχολείο της Κερατέας..
Σε ένα από τα αισθητικά του άρθρα με τίτλο «τέχνη και πολιτική» απαντά ο ποιητής στις κατηγορίες για στρατευμένη τέχνη και στο δόγμα τέχνη για την τέχνη με τα εξής λόγια:
Το δόγμα η τέχνη για την τέχνη κι ο μύθος «η τέχνη δεν κάνει πολιτική» διαψεύδεται από τα πράγματα. Ο αριστοφάνης, ο ντάντες, ο θερβάντες, ο ζολά, τολοστόης, κάνουνε πολιτική. Πολιτική κατά των κακώς κειμένων. Πολιτική έξω από τα δόντια. Ποιος μυθολόγος της εξωπολιτικής τέχνης θα ‘χει το κουράγιο να υποστηρίξει, πως αυτοί οι ήλιοι του πνευματικού στερεώματος δεν είναι μέγιστοι δημιουργοί του λόγου; Να λοιπόν μια απόδειξη πως η τέχνη μπορεί να κάνει πολιτική χωρίς να πάψει να ‘ναι τέχνη και μάλιστα τρισμέγαλη.
Ζήτημα λοιπόν δεν υπάρχει για το αν η τέχνη κάνει πολιτική και για το αν η πολιτική τη χαλάει. Ζήτημα υπάρχει μόνον, ποια πολιτική δίνει ζωή και δύναμη στην τέχνη και την απλώνει στον χώρο και στον χρόνο και ποια πολιτική την χαλάει, τη σκοτώνει και τη μεταβάλλει σε καπνό χωρίς φλόγα. Ποια πολιτική κάνει ψεύτικη τέχνη και ποια κάνει αληθινή, ποια πολιτική κάνει καλή τέχνη και ποια κακή.
Σχόλια του Βάρναλη για το φως που καίει
Ήτανε για την ελλάδα η πρώτη επαναστατική κραυγή ενάντια στο τεράστιο έγκλημα του παγκόσμιου μακελειού. Αυτή η κραυγή ήτανε γενική σε όλη την ευρώπη από την πρώτη μέρα του πολέμου. Τα αντιπολεμικά μανιφέστα κι έργα ξεπετιούνται πύρινα από τις ουδέτερες χώρες και μάλιστα από την ελβετία όπου είχανε καταφύγει όλοι οι ειρηνιστές, οι ανθρωπιστές και μαζί τους κοινωνικοί επαναστάτες απ’ όλα τα εμπόλεμα κράτη. Μερικοί από αυτούς ήταν κορυφαίοι της παγκόσμιας σκέψης και δράσης, όπως ο ρομαίν-ρολάν και ο λένιν.
Εμείς εδώ οι καθυστερημένοι ανατολίτες και μοιρολάτρες, πουλημένοι στους ξένους και ντόπιους πράκτορές τους, που παρασταίνανε σε εμάς τους εθνικούς αρχηγούς, δεν καταλαβαίναμε τι πραγματικά συμβαίνει. Η ελλάδα του βενιζέλου και του κωνσταντίνου, η ελλάδα των αμυνιτών και των επιστράτων, η ελλάδα των μπαζαδόρων του πολέμου και των φυγοπόλεμων είχε το περίφημο «αγεφύρωτο χάσμα». Οι μισοί κοντυλοφόροι ονομάζανε προδότρια τη μία φατρία κι οι άλλοι μισοί την άλλη. Μα ούτε μισός άνθρωπος δε βρέθηκε να φωνάξει και στους απ’ εδώ και στους απ’ εκεί «κάτω τα βρωμόχερά σας από το λαό δολοφόνοι».
Πώς λοιπόν τόλμησα εγώ να τα βάλω με τον ιερό θεσμό του πολέμου με τον φυσικό νόμο του αλληλοφαγώματος των ζώων, με την ιστορία που δεν είναι τίποτες άλλο από καταστροφές και ποταμούς αιμάτων, με το θεό τον ίδιο, που πρώτος αυτός έκαιγε τους εχθρούς του με φωτιά ή τους έπνιγε με κατακλυσμούς;
Απλούστατα γιατί το σύνταγμα μου έδινε το δικαίωμα της ελευθερίας λόγου. Όταν έγραψα το φως που καίει ίσχυε ακόμα το σύνταγμα της «βασιλευομένης δημοκρατίας». Κι όταν κυκλοφόρησε το έργο ίσχυε το σύνταγμα της «αβασίλευτης δημοκρατίας».
Ο ποιητής γράφει για τους σκλάβους πολιορκημένους.
Ο θάνατος και η καταστροφή είχαν ξυπνήσει τις συνειδήσεις των λαών και σκορπίσει στους τέσσερις ανέμους τα ψεύτικα συνθήματα των ιμπεριαλιστών. Το έργο στην ουσία του είναι αντιπολεμικό και αντιδεαλιστικό. Αναλαμβάνει να ερμηνέψει τη ζωή ρεαλιστικά, δηλαδή όπως είναι, με τις ασκήμιες της, τους φόβους, τις πλάνες, τις ανθρώπινες αδυναμίες. Και από την βάση αυτή ξεκινώντας ανεβαίνει στο ιδανικό της ελευθερίας όλων των ανθρώπων και όχι μιας τάξης ανθρώπων.
Προλογίζοντας την πέμπτη έκδοση της «αληθινής απολογίας του σωκράτη», το 1956 ο βάρναλης δίνει τις παρακάτω εξηγήσεις για το πνεύμα και το νόημα του έργου.
Μερικοί παρεξηγήσανε το σκοπό και το πνεύμα του έργου. Νομίσανε πως με αυτό χλευάζεται η αρχαία ελλάδα κι ο μεγάλος φιλόσοφος σωκράτης. Λάθος. Η ελλάδα της παρακμής κι ο θεωρητικός της αντίδρασης χρησιμέψανε για πρόσχημα να χτυπηθεί η παρακμή κι η αντίδραση της εποχής μας.
Το σωκράτη, το τέκνο του λαού, που στάθηκε εχθρός του λαού και καταφρονητής της δημοκρατίας, τον κατηγορήσανε τρεις, αλλά τον καταδίκασε ο λαός. Το δικαστήριο της ηλιαίας με τα πεντακόσια μέλη του, ήταν δικαστήριο λαϊκό. Αλλά γιατί τον καταδίκασε ο λαός; Όταν ο θρασύβουλος με τους φυγάδες δημοκρατικούς λεφτέρωσε την πατρίδα και παλινόρθωσε την κυριαρχία του λαού, οι παθοί δε μπορούσαν να ξεχάσουν τα εγκλήματα των τριάντα τυράννων, που ήταν εγκάθετοι του λύσσανδρου και στηρίγματα της ολιγαρχίας. Κι οι παθοί τούτοι, μισούσανε και φοβόντουσαν τους εχθρούς της δημοκρατίας και φίλους των «σπαρτιατικών ηθών». Κι ένας από αυτούς κι από τους σημαντικότερους ήτανε κι ο σωκράτης, ο δάσκαλος των προδοτών αλκιβιάδη και κριτία.
Αλλά αυτά τα «ιστορικά» δεν είναι το θέμα του βιβλίου. Η πρωτοτυπία του είναι τούτη: ο σωκράτης ο ίδιος αναγνωρίζει τα λάθη του και τις ζημιές της διδασκαλίας του. Κι αφού κοροϊδέψει τους δημοκρατικούς της δουλοχτησίας, πάει πιο μπροστά απ’ αυτούς και γίνεται κήρυκας της πανανθρώπινης λευτεριάς.
Το ημερολόγιο της πηνελόπης – προλογίζοντας το βιβλίο λέει ο ποιητής
Παρουσιάζω σήμερα τα ιστορικά της πηνελόπης, σα γραμμένα από την ίδια τη βασίλισσα της ιθάκης και της αρετής –γραμμένα με το χέρι της! Μα πώς μπόρεσε να τα γράψει, αν δεν υπήρχε γραφή; Αλλά τέτοια ψιλοζητήματα δεν τα λογαριάζουν οι αγνοί προγονολάτρες και νεοπατριώτες. Αυτοί θα σκίσουνε τα ιμάτιά τους φωνάζοντας πως είμαι πλαστογράφος του θυμητικού της ιδανικής γυναίκας και διασύρω προδοτικά ένα «μεγάλο εθνικό κεφάλαιο» -μια σκιά! Αφού λοιπόν οι τέτοιοι καλοθελητάδες παίρνουνε για πραγματικότητα το μύθο, γιατί να μην κάνω κι εγώ το μύθο πραγματικότητα; Κι αφού σαν ιστοριογράφοι μεταβάλλουνε την ιστορία σε μυθολογία, γιατί κι εγώ, σα φαντασιογράφος να μη μεταβάλω τη μυθολογία σε ιστορία;
Έχουνε λοιπόν όλο τους το δίκιο να θυμώσουνε. Μα δε θα μολογήσουνε την αληθινή αιτία του θυμού τους. Ξέρουνε πως οι πράξεις, οι στοχασμοί και ο βιός της πηνελόπης, είναι μέσες άκρες ο βιός, οι στοχασμοί και οι πράξεις όλων των αφεντάδων (που ζουν εις βάρος των λαών τους) όποιο και να χουν όνομα κι όποιους καιρούς να μαγαρίζουν...
Κι ένα σύντομο σχόλιο του βάρναλη για τους μοιραίους του.
Το ποίημα χτυπάει τη μερίδα εκείνη του λαού που δε μπορεί να βρει την αιτία της δυστυχίας της κι αυτοεγκαταλείπεται στη μοίρα της, περιμένοντας να σωθεί από κανένα θάμα... Το γεγονός είναι πως υπάρχουν, υπήρχαν και θα υπάρχουνε μοιραίοι, όσο θα υπάρχει κοινωνική ανισότητα και όσο αυτή η ανισότητα θα καλλιεργεί την ομαδική εκ των άνω τύφλωση του έθνους και όσο ο πολύς λαός περιμένει «σωτήρες»
Αντί επιλόγου ένα ανέκδοτο, ενδεικτικό για τις διάφορες κατηγορίες που αντιμετώπισε το φως που καίει
Το 1925 ένα χρόνο πριν την απόλυσή του από τη μέση εκπαίδευση, ένα αντίτυπο από τη συλλογή το φως που καίει στάλθηκε από κάποιο καλοθελητή στον τότε πρωθυπουργό μιχαλακόπουλο με την καταγγελία ότι η συλλογή ήταν μωρή κι ιερόσυλη. Το αντίτυπο κατέληξε στα χέρια του ποιητή. Οι σελίδες προπαντός του πρώτου μέρους είναι οι πιο πολλές γεμάτες από υπογραμμίσεις, θαυμαστικά και χαρακτηρισμούς του τύπου: αηδία, ασυναρτησία, φρενοκομιακά, μωροτάτη αντίληψις της χριστιανικής ηθικής κι άρνησης αναρχικού.
Την κορωνίδα αποτελεί η εικόνα του εξώφυλλου που στην κορυφή της γράφεται η σύσταση βάρναλης καθηγητής εις την παιδαγωγική ακαδημία δηλ την αυθαίρετον σχολήν του γληνού. Στη μέση η απόδειξη: εάν επιθυμείτε κι έχετε καιρόν αναγνώσατε το όλον, αλλά πάντως αναγνώσατε τας σελίδας 40, 53 όπου υβρίζει την παναγίαν τέλος δε από τας σελίδας 61 μέχρι τέλους. Υπογραφή: κ. ζηλεμένος και στο κάτω μέρος ο αβρός χαρακτηρισμός: το κτήνος αυτό είναι βουλγαρικόν. Εντούτοις, επειδή είναι μαλλιαρόν (δηλ δημοτικιστής) εν γνώσει των πίστεών του, το απέστειλαν δις ή τρις υπότροφον (σς: μετά από αυτό το γεγονός απολύθηκε και κατασχέθηκε 2 φορές το βιβλίο).
Αριστερά ο Βάρναλης, δάσκαλος σε σχολείο της Κερατέας..
Σε ένα από τα αισθητικά του άρθρα με τίτλο «τέχνη και πολιτική» απαντά ο ποιητής στις κατηγορίες για στρατευμένη τέχνη και στο δόγμα τέχνη για την τέχνη με τα εξής λόγια:
Το δόγμα η τέχνη για την τέχνη κι ο μύθος «η τέχνη δεν κάνει πολιτική» διαψεύδεται από τα πράγματα. Ο αριστοφάνης, ο ντάντες, ο θερβάντες, ο ζολά, τολοστόης, κάνουνε πολιτική. Πολιτική κατά των κακώς κειμένων. Πολιτική έξω από τα δόντια. Ποιος μυθολόγος της εξωπολιτικής τέχνης θα ‘χει το κουράγιο να υποστηρίξει, πως αυτοί οι ήλιοι του πνευματικού στερεώματος δεν είναι μέγιστοι δημιουργοί του λόγου; Να λοιπόν μια απόδειξη πως η τέχνη μπορεί να κάνει πολιτική χωρίς να πάψει να ‘ναι τέχνη και μάλιστα τρισμέγαλη.
Ζήτημα λοιπόν δεν υπάρχει για το αν η τέχνη κάνει πολιτική και για το αν η πολιτική τη χαλάει. Ζήτημα υπάρχει μόνον, ποια πολιτική δίνει ζωή και δύναμη στην τέχνη και την απλώνει στον χώρο και στον χρόνο και ποια πολιτική την χαλάει, τη σκοτώνει και τη μεταβάλλει σε καπνό χωρίς φλόγα. Ποια πολιτική κάνει ψεύτικη τέχνη και ποια κάνει αληθινή, ποια πολιτική κάνει καλή τέχνη και ποια κακή.
Σχόλια του Βάρναλη για το φως που καίει
Ήτανε για την ελλάδα η πρώτη επαναστατική κραυγή ενάντια στο τεράστιο έγκλημα του παγκόσμιου μακελειού. Αυτή η κραυγή ήτανε γενική σε όλη την ευρώπη από την πρώτη μέρα του πολέμου. Τα αντιπολεμικά μανιφέστα κι έργα ξεπετιούνται πύρινα από τις ουδέτερες χώρες και μάλιστα από την ελβετία όπου είχανε καταφύγει όλοι οι ειρηνιστές, οι ανθρωπιστές και μαζί τους κοινωνικοί επαναστάτες απ’ όλα τα εμπόλεμα κράτη. Μερικοί από αυτούς ήταν κορυφαίοι της παγκόσμιας σκέψης και δράσης, όπως ο ρομαίν-ρολάν και ο λένιν.
Εμείς εδώ οι καθυστερημένοι ανατολίτες και μοιρολάτρες, πουλημένοι στους ξένους και ντόπιους πράκτορές τους, που παρασταίνανε σε εμάς τους εθνικούς αρχηγούς, δεν καταλαβαίναμε τι πραγματικά συμβαίνει. Η ελλάδα του βενιζέλου και του κωνσταντίνου, η ελλάδα των αμυνιτών και των επιστράτων, η ελλάδα των μπαζαδόρων του πολέμου και των φυγοπόλεμων είχε το περίφημο «αγεφύρωτο χάσμα». Οι μισοί κοντυλοφόροι ονομάζανε προδότρια τη μία φατρία κι οι άλλοι μισοί την άλλη. Μα ούτε μισός άνθρωπος δε βρέθηκε να φωνάξει και στους απ’ εδώ και στους απ’ εκεί «κάτω τα βρωμόχερά σας από το λαό δολοφόνοι».
Πώς λοιπόν τόλμησα εγώ να τα βάλω με τον ιερό θεσμό του πολέμου με τον φυσικό νόμο του αλληλοφαγώματος των ζώων, με την ιστορία που δεν είναι τίποτες άλλο από καταστροφές και ποταμούς αιμάτων, με το θεό τον ίδιο, που πρώτος αυτός έκαιγε τους εχθρούς του με φωτιά ή τους έπνιγε με κατακλυσμούς;
Απλούστατα γιατί το σύνταγμα μου έδινε το δικαίωμα της ελευθερίας λόγου. Όταν έγραψα το φως που καίει ίσχυε ακόμα το σύνταγμα της «βασιλευομένης δημοκρατίας». Κι όταν κυκλοφόρησε το έργο ίσχυε το σύνταγμα της «αβασίλευτης δημοκρατίας».
Ο ποιητής γράφει για τους σκλάβους πολιορκημένους.
Ο θάνατος και η καταστροφή είχαν ξυπνήσει τις συνειδήσεις των λαών και σκορπίσει στους τέσσερις ανέμους τα ψεύτικα συνθήματα των ιμπεριαλιστών. Το έργο στην ουσία του είναι αντιπολεμικό και αντιδεαλιστικό. Αναλαμβάνει να ερμηνέψει τη ζωή ρεαλιστικά, δηλαδή όπως είναι, με τις ασκήμιες της, τους φόβους, τις πλάνες, τις ανθρώπινες αδυναμίες. Και από την βάση αυτή ξεκινώντας ανεβαίνει στο ιδανικό της ελευθερίας όλων των ανθρώπων και όχι μιας τάξης ανθρώπων.
Προλογίζοντας την πέμπτη έκδοση της «αληθινής απολογίας του σωκράτη», το 1956 ο βάρναλης δίνει τις παρακάτω εξηγήσεις για το πνεύμα και το νόημα του έργου.
Μερικοί παρεξηγήσανε το σκοπό και το πνεύμα του έργου. Νομίσανε πως με αυτό χλευάζεται η αρχαία ελλάδα κι ο μεγάλος φιλόσοφος σωκράτης. Λάθος. Η ελλάδα της παρακμής κι ο θεωρητικός της αντίδρασης χρησιμέψανε για πρόσχημα να χτυπηθεί η παρακμή κι η αντίδραση της εποχής μας.
Το σωκράτη, το τέκνο του λαού, που στάθηκε εχθρός του λαού και καταφρονητής της δημοκρατίας, τον κατηγορήσανε τρεις, αλλά τον καταδίκασε ο λαός. Το δικαστήριο της ηλιαίας με τα πεντακόσια μέλη του, ήταν δικαστήριο λαϊκό. Αλλά γιατί τον καταδίκασε ο λαός; Όταν ο θρασύβουλος με τους φυγάδες δημοκρατικούς λεφτέρωσε την πατρίδα και παλινόρθωσε την κυριαρχία του λαού, οι παθοί δε μπορούσαν να ξεχάσουν τα εγκλήματα των τριάντα τυράννων, που ήταν εγκάθετοι του λύσσανδρου και στηρίγματα της ολιγαρχίας. Κι οι παθοί τούτοι, μισούσανε και φοβόντουσαν τους εχθρούς της δημοκρατίας και φίλους των «σπαρτιατικών ηθών». Κι ένας από αυτούς κι από τους σημαντικότερους ήτανε κι ο σωκράτης, ο δάσκαλος των προδοτών αλκιβιάδη και κριτία.
Αλλά αυτά τα «ιστορικά» δεν είναι το θέμα του βιβλίου. Η πρωτοτυπία του είναι τούτη: ο σωκράτης ο ίδιος αναγνωρίζει τα λάθη του και τις ζημιές της διδασκαλίας του. Κι αφού κοροϊδέψει τους δημοκρατικούς της δουλοχτησίας, πάει πιο μπροστά απ’ αυτούς και γίνεται κήρυκας της πανανθρώπινης λευτεριάς.
Το ημερολόγιο της πηνελόπης – προλογίζοντας το βιβλίο λέει ο ποιητής
Παρουσιάζω σήμερα τα ιστορικά της πηνελόπης, σα γραμμένα από την ίδια τη βασίλισσα της ιθάκης και της αρετής –γραμμένα με το χέρι της! Μα πώς μπόρεσε να τα γράψει, αν δεν υπήρχε γραφή; Αλλά τέτοια ψιλοζητήματα δεν τα λογαριάζουν οι αγνοί προγονολάτρες και νεοπατριώτες. Αυτοί θα σκίσουνε τα ιμάτιά τους φωνάζοντας πως είμαι πλαστογράφος του θυμητικού της ιδανικής γυναίκας και διασύρω προδοτικά ένα «μεγάλο εθνικό κεφάλαιο» -μια σκιά! Αφού λοιπόν οι τέτοιοι καλοθελητάδες παίρνουνε για πραγματικότητα το μύθο, γιατί να μην κάνω κι εγώ το μύθο πραγματικότητα; Κι αφού σαν ιστοριογράφοι μεταβάλλουνε την ιστορία σε μυθολογία, γιατί κι εγώ, σα φαντασιογράφος να μη μεταβάλω τη μυθολογία σε ιστορία;
Έχουνε λοιπόν όλο τους το δίκιο να θυμώσουνε. Μα δε θα μολογήσουνε την αληθινή αιτία του θυμού τους. Ξέρουνε πως οι πράξεις, οι στοχασμοί και ο βιός της πηνελόπης, είναι μέσες άκρες ο βιός, οι στοχασμοί και οι πράξεις όλων των αφεντάδων (που ζουν εις βάρος των λαών τους) όποιο και να χουν όνομα κι όποιους καιρούς να μαγαρίζουν...
Κι ένα σύντομο σχόλιο του βάρναλη για τους μοιραίους του.
Το ποίημα χτυπάει τη μερίδα εκείνη του λαού που δε μπορεί να βρει την αιτία της δυστυχίας της κι αυτοεγκαταλείπεται στη μοίρα της, περιμένοντας να σωθεί από κανένα θάμα... Το γεγονός είναι πως υπάρχουν, υπήρχαν και θα υπάρχουνε μοιραίοι, όσο θα υπάρχει κοινωνική ανισότητα και όσο αυτή η ανισότητα θα καλλιεργεί την ομαδική εκ των άνω τύφλωση του έθνους και όσο ο πολύς λαός περιμένει «σωτήρες»
Αντί επιλόγου ένα ανέκδοτο, ενδεικτικό για τις διάφορες κατηγορίες που αντιμετώπισε το φως που καίει
Το 1925 ένα χρόνο πριν την απόλυσή του από τη μέση εκπαίδευση, ένα αντίτυπο από τη συλλογή το φως που καίει στάλθηκε από κάποιο καλοθελητή στον τότε πρωθυπουργό μιχαλακόπουλο με την καταγγελία ότι η συλλογή ήταν μωρή κι ιερόσυλη. Το αντίτυπο κατέληξε στα χέρια του ποιητή. Οι σελίδες προπαντός του πρώτου μέρους είναι οι πιο πολλές γεμάτες από υπογραμμίσεις, θαυμαστικά και χαρακτηρισμούς του τύπου: αηδία, ασυναρτησία, φρενοκομιακά, μωροτάτη αντίληψις της χριστιανικής ηθικής κι άρνησης αναρχικού.
Την κορωνίδα αποτελεί η εικόνα του εξώφυλλου που στην κορυφή της γράφεται η σύσταση βάρναλης καθηγητής εις την παιδαγωγική ακαδημία δηλ την αυθαίρετον σχολήν του γληνού. Στη μέση η απόδειξη: εάν επιθυμείτε κι έχετε καιρόν αναγνώσατε το όλον, αλλά πάντως αναγνώσατε τας σελίδας 40, 53 όπου υβρίζει την παναγίαν τέλος δε από τας σελίδας 61 μέχρι τέλους. Υπογραφή: κ. ζηλεμένος και στο κάτω μέρος ο αβρός χαρακτηρισμός: το κτήνος αυτό είναι βουλγαρικόν. Εντούτοις, επειδή είναι μαλλιαρόν (δηλ δημοτικιστής) εν γνώσει των πίστεών του, το απέστειλαν δις ή τρις υπότροφον (σς: μετά από αυτό το γεγονός απολύθηκε και κατασχέθηκε 2 φορές το βιβλίο).
Παρασκευή 25 Μαρτίου 2011
Κάτι πρωτότυπα πράγματα
Οι περισσότεροι φιλόλογοι λένε ότι το σωστό είναι να λέμε κοινότοπος κι όχι κοινότυπος. Κατά τη γνώμη μου και τα δύο είναι σωστά, αναλόγως τι θέλεις να πεις. Κοινοτυπία είναι το αντίθετο της πρωτοτυπίας, ενώ κοινοτοπία κάτι που είναι κοινός τόπος για όλους και δεν χρειάζεται να το επαναλάβουμε.
Στο δικό μου μυαλό οι δύο λέξεις είναι διαφορετικές αλλά διαλεκτικά δεμένες. Οι κοινοτοπίες γίνονται τέτοιες δια της κοινοτυπίας και της επανάληψης. Τα κλισέ καταλήγουν να τα έχουν όλοι στο στόμα τους, σαν να 'ταν κάποια δική τους πρωτότυπη σκέψη. Κι έτσι ολοκληρώνεται η διαλεκτική αντιστροφή, όπου ο ένας πόλος μετατρέπεται στο αντίθετό του, η κοινοτυπία σε πρωτοτυπία κι η κοινοτοπία σε σκέψη.
Είναι όπως όταν ακούς ένα σουξεδάκι από το πρωί ως το βράδυ και στο τέλος της ημέρας αρχίζεις να το τραγουδάς από μέσα σου. Αφού δε μπορείς να το αποφύγεις, τουλάχιστον χαλαρώνεις να το απολαύσεις. Κι έτσι η διαλεκτική καταλήγει άλλοθι για βιαστές κάθε φύσης, κυρίως της λογικής.
Κάποτε λέει στην ιταλία, είχε αθωωθεί ένας βιαστής με το σκεπτικό ότι η γυναίκα φορούσε στενό τζιν παντελόνι, που μόνο με τη συγκατάθεσή της θα μπορούσε να βγει. Το σκεπτικό της αθώωσης των βιαστών σκέψης σήμερα είναι ότι έχουμε δημοκρατία κι ο καθένας έχει δικαίωμα να επιλέξει ελεύθερα τον (εκ)βιαστή εργοδότη που θέλει, για να βγάλει τα προς το ζην και να μην πεθάνει της πείνας. Η αστική δημοκρατία είναι το δικαίωμα της ελεύθερης συναίνεσης στο βιασμό. Και τα όριά της είναι τόσο στενά όσο κι αυτά τα κολλητά τζιν, που παλιά τα έλεγαν σωλήνες. Σε εμάς βγήκε το όνομα (παιδιά του σωλήνα) κι άλλοι έχουν την χάρη.
Ο μαρξισμός συνδέει διαλεκτικά την ελευθερία με την αναγκαιότητα, διαμεσολαβημένη από την συνείδηση. Οι φιλελεύθεροι αστοί φρίττουν με αυτόν τον ορισμό και φροντίζουν να εξαλείψουν τη συνείδηση εν γένει κι ιδίως την ταξική, για να μας εγκλωβίσουν στο βασίλειο της αναγκαιότητας.
Μας ταΐζουν χαμηλής στάθμης θεάματα (χωρίς άρτο, ελέω κρίσης), ασορτί με τα χαμηλοκάβαλα τζιν, το επίπεδο ζωής και τη νοημοσύνη του μέσου τηλεθεατή που είναι με τα σωληνάκια στην εντατική γιατί διαρκώς την προσβάλλουν σαν καρδιακές προσβολές.
Η κοινοτυπία λοιπόν γίνεται πρωτοτυπία κι ο κοινός τόπος ουτοπία. Καλά τα λες, αλλά δε γίνονται.
Ο κόσμος μας θεωρεί εκτός τόπου και χρόνου. Δηλ ουτοπικούς και διαχρονικούς, που δε μπορούν όμως να πιάσουν τη συγκυρία.
Αφού το κοινό αδειάσει από κάθε συλλογικό αίσθημα κοινότητας, είναι έτοιμο να απαρνηθεί το είδους του. Να πάρει ό,τι σχήμα του δώσουν και να αποκτηνωθεί στο ατομικό του καλούπι. Απ το οποίο βγαίνει με πρόγραμμα, κάθε σάββατο βράδυ και συναγελάζεται σαν κοπάδι μέχρι πρωίας, οπότε δίνει τη σκυτάλη στο ποίμνιο. Και για να τα έχει καλά με όσα ψήγματα συνείδησης του απέμειναν, κρίνει εξ ιδίων τα αλλότρια και θεωρεί πρόβατα αυτούς που οργανώνονται σε κόμματα για να αλλάξουν τον κόσμο.
Καληνύχτα κεμάλ, η στάνη αυτή ποτέ δε θα αλλάξει.
Τα ζώα δε μπορούν να αναπτύξουν συνείδηση. Η γνώση, δηλαδή το ειδέναι, προκύπτει από την αλληλεπίδραση με το περιβάλλον. Αλλά το συνειδέναι μπορεί να προκύψει μόνο από την εργασία, που είναι σκόπιμη και συνειδητή. Γι’ αυτό ο μαρξ λέει στο κεφάλαιο ότι η βασική διαφορά μεταξύ του χειρότερου αρχιτέκτονα και της καλύτερης εργάτριας μέλισσας που φτιάχνει την κυψέλη της, είναι ότι ο άνθρωπος έχει συλλάβει από πριν το σχέδιο του κτιρίου και το εκτελεί συνειδητά.
Σήμερα ο κοινός, μέσος εργάτης πουλάει την εργατική του δύναμη για να επιβιώσει. Εκδίδει από ανάγκη, τη δημιουργικότητα και τη φαντασία του στους νταβατζήδες της ανθρωπότητας. Κι επειδή το κοινωνικό είναι καθορίζει σε τελευταία ανάλυση την κοινωνική συνείδηση, η κοινή γνώμη καταλήγει να είναι μια κοινή, μια πόρνη, όπως τραγουδάει ο πανούσης.
Όλα αυτά με αφορμή κάποιους συνειρμούς από ένα κείμενο στη λεύγα για την κουλτούρα της μεταπολίτευσης που έχει μπει στο στόχαστρο από τους ιδεολογικούς ταγούς του συστήματος και τα εκσυγχρονιστικά γκεσέμια. Κάποιοι προσπαθούν να σπιλώσουν αυτή την εποχή με όρους εποικοδομήματος, μιλάν για τις βάτες και τα στιλιστικά εγκλήματα. Αλλά η κουλτούρα της μεταπολίτευσης πότιζε κάθε πτυχή της ζωής, από τις ανθρώπινες σχέσεις, μέχρι τα περιοδικά έντυπα που κυκλοφορούσαν (αντί, πολίτης, μέχρι και περιοδικό σοσιαλιστικού ρεαλισμού που μας την έβγαινε από τα αριστερά υπήρχε). Κι αν κάποιοι τη θεωρούν περίοδο παρακμής, υπάρχει πάντα η πορτοκαλί μπάλα με τα σημάδια της ακμής της, να αποδεικνύει το αντίθετο.
Η μεταπολίτευση παρήγε αυθεντική ανεμελιά (που σε πολλούς την έσπαγε) μαζί με σοβαρούς προβληματισμούς για την προοπτική και το μέλλον. Ο ανδρουλάκης έγραφε για το σοσιαλισμό στο κατώφλι του εικοστού πρώτου αιώνα και το σήμα έναρξης των αυθαίρετων γέμιζε τις ψυχές των μικρών παιδιών με δέος για το επικείμενο 1992.
Σήμερα υπάρχει σκέτη χαζοχαρά, απολιτίκ κι επίπλαστη, που πασχίζει να διασκεδάσει τη μαυρίλα. Κι ένα σωρό μεταμοντέρνα θραύσματα στη θέση της σοβιετίας και των ενωμένων γιούγκων που αλληλοσπαράχτηκαν και μαζεύουν τα κομμάτια τους.
Στην πολιτική η νοσταλγία είναι κακός σύμβουλος γιατί η επιστροφή στο παρελθόν είναι αδύνατη. Σε καιρούς αντίδρασης όμως, προκύπτει σχεδόν αυθόρμητα, ως άρνηση (του παρόντος) που ψάχνει να αποκτήσει περιεχόμενο σε μια κατάφαση και μπορεί να γίνει πρόπλασμα για την προοδευτική συνείδηση που θα φέρει πιο κοντά την κοινωνία του μέλλοντος.
Στο δικό μου μυαλό οι δύο λέξεις είναι διαφορετικές αλλά διαλεκτικά δεμένες. Οι κοινοτοπίες γίνονται τέτοιες δια της κοινοτυπίας και της επανάληψης. Τα κλισέ καταλήγουν να τα έχουν όλοι στο στόμα τους, σαν να 'ταν κάποια δική τους πρωτότυπη σκέψη. Κι έτσι ολοκληρώνεται η διαλεκτική αντιστροφή, όπου ο ένας πόλος μετατρέπεται στο αντίθετό του, η κοινοτυπία σε πρωτοτυπία κι η κοινοτοπία σε σκέψη.
Είναι όπως όταν ακούς ένα σουξεδάκι από το πρωί ως το βράδυ και στο τέλος της ημέρας αρχίζεις να το τραγουδάς από μέσα σου. Αφού δε μπορείς να το αποφύγεις, τουλάχιστον χαλαρώνεις να το απολαύσεις. Κι έτσι η διαλεκτική καταλήγει άλλοθι για βιαστές κάθε φύσης, κυρίως της λογικής.
Κάποτε λέει στην ιταλία, είχε αθωωθεί ένας βιαστής με το σκεπτικό ότι η γυναίκα φορούσε στενό τζιν παντελόνι, που μόνο με τη συγκατάθεσή της θα μπορούσε να βγει. Το σκεπτικό της αθώωσης των βιαστών σκέψης σήμερα είναι ότι έχουμε δημοκρατία κι ο καθένας έχει δικαίωμα να επιλέξει ελεύθερα τον (εκ)βιαστή εργοδότη που θέλει, για να βγάλει τα προς το ζην και να μην πεθάνει της πείνας. Η αστική δημοκρατία είναι το δικαίωμα της ελεύθερης συναίνεσης στο βιασμό. Και τα όριά της είναι τόσο στενά όσο κι αυτά τα κολλητά τζιν, που παλιά τα έλεγαν σωλήνες. Σε εμάς βγήκε το όνομα (παιδιά του σωλήνα) κι άλλοι έχουν την χάρη.
Ο μαρξισμός συνδέει διαλεκτικά την ελευθερία με την αναγκαιότητα, διαμεσολαβημένη από την συνείδηση. Οι φιλελεύθεροι αστοί φρίττουν με αυτόν τον ορισμό και φροντίζουν να εξαλείψουν τη συνείδηση εν γένει κι ιδίως την ταξική, για να μας εγκλωβίσουν στο βασίλειο της αναγκαιότητας.
Μας ταΐζουν χαμηλής στάθμης θεάματα (χωρίς άρτο, ελέω κρίσης), ασορτί με τα χαμηλοκάβαλα τζιν, το επίπεδο ζωής και τη νοημοσύνη του μέσου τηλεθεατή που είναι με τα σωληνάκια στην εντατική γιατί διαρκώς την προσβάλλουν σαν καρδιακές προσβολές.
Η κοινοτυπία λοιπόν γίνεται πρωτοτυπία κι ο κοινός τόπος ουτοπία. Καλά τα λες, αλλά δε γίνονται.
Ο κόσμος μας θεωρεί εκτός τόπου και χρόνου. Δηλ ουτοπικούς και διαχρονικούς, που δε μπορούν όμως να πιάσουν τη συγκυρία.
Αφού το κοινό αδειάσει από κάθε συλλογικό αίσθημα κοινότητας, είναι έτοιμο να απαρνηθεί το είδους του. Να πάρει ό,τι σχήμα του δώσουν και να αποκτηνωθεί στο ατομικό του καλούπι. Απ το οποίο βγαίνει με πρόγραμμα, κάθε σάββατο βράδυ και συναγελάζεται σαν κοπάδι μέχρι πρωίας, οπότε δίνει τη σκυτάλη στο ποίμνιο. Και για να τα έχει καλά με όσα ψήγματα συνείδησης του απέμειναν, κρίνει εξ ιδίων τα αλλότρια και θεωρεί πρόβατα αυτούς που οργανώνονται σε κόμματα για να αλλάξουν τον κόσμο.
Καληνύχτα κεμάλ, η στάνη αυτή ποτέ δε θα αλλάξει.
Τα ζώα δε μπορούν να αναπτύξουν συνείδηση. Η γνώση, δηλαδή το ειδέναι, προκύπτει από την αλληλεπίδραση με το περιβάλλον. Αλλά το συνειδέναι μπορεί να προκύψει μόνο από την εργασία, που είναι σκόπιμη και συνειδητή. Γι’ αυτό ο μαρξ λέει στο κεφάλαιο ότι η βασική διαφορά μεταξύ του χειρότερου αρχιτέκτονα και της καλύτερης εργάτριας μέλισσας που φτιάχνει την κυψέλη της, είναι ότι ο άνθρωπος έχει συλλάβει από πριν το σχέδιο του κτιρίου και το εκτελεί συνειδητά.
Σήμερα ο κοινός, μέσος εργάτης πουλάει την εργατική του δύναμη για να επιβιώσει. Εκδίδει από ανάγκη, τη δημιουργικότητα και τη φαντασία του στους νταβατζήδες της ανθρωπότητας. Κι επειδή το κοινωνικό είναι καθορίζει σε τελευταία ανάλυση την κοινωνική συνείδηση, η κοινή γνώμη καταλήγει να είναι μια κοινή, μια πόρνη, όπως τραγουδάει ο πανούσης.
Όλα αυτά με αφορμή κάποιους συνειρμούς από ένα κείμενο στη λεύγα για την κουλτούρα της μεταπολίτευσης που έχει μπει στο στόχαστρο από τους ιδεολογικούς ταγούς του συστήματος και τα εκσυγχρονιστικά γκεσέμια. Κάποιοι προσπαθούν να σπιλώσουν αυτή την εποχή με όρους εποικοδομήματος, μιλάν για τις βάτες και τα στιλιστικά εγκλήματα. Αλλά η κουλτούρα της μεταπολίτευσης πότιζε κάθε πτυχή της ζωής, από τις ανθρώπινες σχέσεις, μέχρι τα περιοδικά έντυπα που κυκλοφορούσαν (αντί, πολίτης, μέχρι και περιοδικό σοσιαλιστικού ρεαλισμού που μας την έβγαινε από τα αριστερά υπήρχε). Κι αν κάποιοι τη θεωρούν περίοδο παρακμής, υπάρχει πάντα η πορτοκαλί μπάλα με τα σημάδια της ακμής της, να αποδεικνύει το αντίθετο.
Η μεταπολίτευση παρήγε αυθεντική ανεμελιά (που σε πολλούς την έσπαγε) μαζί με σοβαρούς προβληματισμούς για την προοπτική και το μέλλον. Ο ανδρουλάκης έγραφε για το σοσιαλισμό στο κατώφλι του εικοστού πρώτου αιώνα και το σήμα έναρξης των αυθαίρετων γέμιζε τις ψυχές των μικρών παιδιών με δέος για το επικείμενο 1992.
Σήμερα υπάρχει σκέτη χαζοχαρά, απολιτίκ κι επίπλαστη, που πασχίζει να διασκεδάσει τη μαυρίλα. Κι ένα σωρό μεταμοντέρνα θραύσματα στη θέση της σοβιετίας και των ενωμένων γιούγκων που αλληλοσπαράχτηκαν και μαζεύουν τα κομμάτια τους.
Στην πολιτική η νοσταλγία είναι κακός σύμβουλος γιατί η επιστροφή στο παρελθόν είναι αδύνατη. Σε καιρούς αντίδρασης όμως, προκύπτει σχεδόν αυθόρμητα, ως άρνηση (του παρόντος) που ψάχνει να αποκτήσει περιεχόμενο σε μια κατάφαση και μπορεί να γίνει πρόπλασμα για την προοδευτική συνείδηση που θα φέρει πιο κοντά την κοινωνία του μέλλοντος.
Πέμπτη 24 Μαρτίου 2011
Για όλα φταίνε οι γκόμενες
Σύνδεση με τα προηγούμενα περί γκόρμπι και τροτσκιστών. Συνδετικός κρίκος η μπροσούρα του σεκ, πώς χάθηκε η ρώσικη επανάσταση. Ένα ιστορικό πρόσωπο που έζησε τα γεγονότα της εποχής (δε θυμάμαι ποιο και δεν έχω πια το βιβλίο) έλεγε ότι ο σταλινισμός υπήρχε όντως εν σπέρματι στο λενινισμό, αλλά δεν ήταν η μόνη τάση, ούτε ήταν αναπόφευκτο να επικρατήσει.
Η ιστορία δεν είναι αναπόφευκτη, αλλά διέπεται από νομοτέλειες που ορίζουν ένα φάσμα δυνατοτήτων γύρω από ένα πλέγμα αντιθέσεων κι ανάμεσά τους μια βασική αντίθεση που τις επικαθορίζει. Ο στάλιν ήταν το πιο δυνατό σπερματοζωάριο που γονιμοποίησε την ιστορική προοπτική. Δεν ήταν αναπόφευκτο, ούτε τυχαίο όμως.
Ο σφος με το μουστάκι έγινε πατερούλης των λαών της σοβιετίας και των κκ ανά την υφήλιο. Κι έκτοτε αμαρτίες γονέων παιδεύουσι τέκνα. Οι αμαρτίες των τέκνων όμως είναι τελείως διαφορετική ιστορία, που αυτονομείται από αυτή των γονιών και γράφει ανεξάρτητα τις δικές της σελίδες. Αλλά το οικογενειακό περιβάλλον παίζει συχνά καθοριστικό ρόλο, δεν είναι πάντα άμοιρο ευθυνών.
Το παρόν είναι μετασχηματισμένο παρελθόν: κάποια στοιχεία κρατάει κι άλλα τα αλλάζει ριζικά. Όπως λέει κι η επιγραφή σε ένα θέατρο στην ακαδημίας, υπάρχει ένας άλλος κόσμος, αλλά είναι μέσα σε αυτόν που ζούμε. Κάθε στιγμή είναι μια άρση του παρελθόντος, διαλεκτική άρνηση, τομή και συνέχεια, κοε κι ασυνέχεια.
Κάθε στιγμή είναι μίλκο. Το βούτυρο είναι γάλα μετασχηματισμένο και πιο πριν ήταν χόρτο που το έφαγε αμάσητο η αγελάδα το μηρύκασε και το μετασχημάτισε. Και ποιος ξέρει τι παθαίνει όταν πέφτει στα χέρια μιας γαλακτοβιομηχανίας. Σαν αυτής με το καρτέλ, ή της άλλης που εγκαινίασε κι επισήμως τις επιχειρησιακές συμβάσεις.
Αν δεν το πιεις στην ώρα του το κακάο, να κάνει τον κύκλο του, μένει στο ψυγείο και ξινίζει. Σαν κάτι παμπάλαια επιχειρήματα που τα παίρνουν, τα παστεριώνουν και μας τα πλασάρουν για καινούρια, ενώ μας πάνε πίσω κι απ’ το κεκτημένο της πρώτης διεθνούς και του επιστημονικού σοσιαλισμού. Πολλοί σφοι του χώρου πίνουν ληγμένα και τα έχουν όλα ληγμένα χωρίς να το ψάξουν παραπέρα. Κι αν γλιτώσεις απ’ τα γάλατα, σε περιμένουν στη γωνία τα χημικά.
Τα πάντα ρει κι ουδέν μένει. Αλλά όλα τριγύρω αλλάζουνε κι όλα τα ίδια μένουν. Σαν τα ρούχα του μανωλιού, που έφυγε νωρίς. Κι ήταν λένε από τους πιο συμπαθείς τροτσκιστές. Οι οποίοι μέχρι πρόσφατα ψήφιζαν χωρίς αυταπάτες έναν άλλο τέως τροτσκιστή που έκανε την αλλαγή σύνθημα, κατάκλεψε τα δικά μας κι έκανε τις λέξεις να χάσουν το νόημά τους. Κι έτσι φτάσαμε στην αλλαγή της αλλαγής και τον επαναπροσδιορισμό της αλλαγής της αλλαγής. Τσάκα την τσαπού ολέ-ολέ.
http://www.youtube.com/watch?v=J1kpLMrzwPE
Έτσι έκανε και με τον ανασχηματισμό (μοιάζει λίγο με το μετασχηματισμό που λέγαμε πριν) που τον είχε για ψωμοτύρι. Μια φορά, μου έλεγε ο άβερελ, διέψευδε τα σενάρια για ανασχηματισμό και προχώρησε σε αναδόμηση (sic). Ο πανούσης τον πήρε πρέφα κι έβγαλε το σκετς με τη μπάντα του για να εξηγήσει τι είναι ανασχηματισμός. Θα σας το δείξω πώς γίνεται. Κάποια στιγμή θα φύγει ο ηλίας από τα τύμπανα, θα πάει στα πλήκτρα κι ο ορέστης από τα πλήκτρα θα πάει στα τύμπανα.
Κι ο χάρρυ κλυνν έπιασε το νήμα από το κουβάρι του κοσκωτά που είχε αρχίσει να ξετυλίγεται κι είπε: τόσους ανασχηματισμούς έχει κάνει, αλλά δεν τραβάει η ομάδα. Ποιον να βάλει; Τον ντέταρι;
Τα πάντα ρει κι ουδέν μένει. Ηράκλειτος (στην ταινία εκ παραδρομής λέει δημόκριτος). Ναι, αλλά τι αξία έχει ο γάμος στην αγάπη μας μπροστά, είναι κι άλλοι παντρεμένοι, όμως ζούνε χωριστά. Ζαμπέτας! απαντά ο ταξιτζής. Κι επίσης μπάγερν-μπορούσια μένχεν γκλάντμπαχ 1-0. Καρλ χάιντς ρουμενίγκε.
Κι αυτό χαρούλης, δεύτερο μέρος, από made in greece. Στο τέλος του κειμένου θα γίνει τριλογία.
Κλείνει η παρένθεση κι η (οπορτουνιστική) παρέκκλιση από το θέμα. Η εικόνα του παρελθόντος που περικλείει μέσα του το μέλλον ως δυνατότητα, φαίνεται ανάγλυφα στο παραδοσιακό παιχνίδι των ρώσων, τη μπάμπουσκα. Ο φυντανίδης της ελευθεροτυπίας διηγείται σε ένα βιβλίο τις αναμνήσεις του από ένα ταξίδι του στη μόσχα, όπου βρήκε μια μπάμπουσκα με όλους τους σοβιετικούς ηγέτες. Ξεκινούσε από το λένιν, όταν τον άνοιγες είχε μέσα του το στάλιν, κοκ, για να καταλήξει στο τέλος στον γκόρμπι –μπορεί και στο γέλτσιν, δε θυμάμαι καλά, και δεν έχω πια και το βιβλίο.
Η εικόνα είναι εκπληκτική από κάθε άποψη. Καταρχήν ως σημειολογία για το μέγεθος και την αξία του κάθε ηγέτη. Ο λένιν είναι η μεγαλύτερη κούκλα. Ο στάλιν λίγο μικρότερη αλλά σαφώς μεγαλύτερη απ’ όλες τις άλλες. Κι ο γκόρμπι ένας πολιτικός νάνος, μικρότερος κι από τον τσερνιένκο, που ελάχιστοι πλέον τον θυμούνται και τον μνημονεύουν. Κοινώς, απ’ έξω κούκλα, κι από μέσα η πανούκλα της περεστρόικα.
Στο βιβλίο του για τη γραφειοκρατία, ο σοβιετικός κυριούλης λέει ότι η παρακμή του συστήματος, φαίνεται παραστατικά στην παρακμιακή αλληλουχία των ηγετών του: από τον κορυφαίο επαναστάτη λένιν στον στερούμενο θεωρητικών-στρατηγικών ικανοτήτων, αλλά τουλάχιστον ικανό τακτικιστή στάλιν, μετά στις μεγάλες μετριότητες των χρουστσόφ και μπρέζνιεφ, κατόπιν στον φαινομενικά πολλά υποσχόμενο αλλά ανεξακρίβωτο τελικά προθέσεων και δυνατοτήτων αντρόποφ, για να ακολουθήσουν ο καθολικά ανίκανος τσερνιένκο και τέλος ο πρωτεργάτης της αποδόμησης γκορμπατσόφ.
Μπορώ να βεβαιώσω προσωπικά ότι ο περικλής έχει πολύ καλύτερη άποψη για το στάλιν και πολύ χειρότερη για τον αντρόποφ, από αυτήν που μπορεί να φαίνεται στις πιο πάνω διατυπώσεις. Αλλά η φθίνουσα πορεία παραμένει γεγονός. Κάτι σα νόμος της πτωτικής τάσης της αξίας (των ηγετών).
Σε ένα δεύτερο επίπεδο ανάγνωσης η μπάμπουσκα με τους σοβιετικούς ηγέτες είναι μια ευφυής αναπαράσταση της διαλεκτικής εξέλιξης, της τομής και της συνέχειας. Κάθε κούκλα περιέχει μέσα της τη διάδοχη κατάσταση και δημιουργεί ταυτόχρονα τους όρους άρνησής της, αναπαράγοντας το αντίθετό της. Μοιάζει με τις άλλες, αλλά είναι διαφορετική.
Ο στάλιν θέτει τις βάσεις του σοσιαλισμού κι ολοκληρώνει αυτό που ξεκίνησαν οι μπολσεβίκοι επί λένιν, αλλά οι τροτσκιστές (κι όχι μόνο) λένε πως το προδίδει και το εκφυλίζει. Ο χρουστσόφ και η ρεβιζιονιστική κλίκα έκαναν την αποσταλινοποίηση στο εικοστό συνέδριο, αλλά γεννήθηκαν και ανδρώθηκαν επί στάλιν. Ο λεωνίδας ανέτρεψε το νικήτα, αλλά συνέχισε στην ίδια ρεβιζιονιστική ρότα, ενώ οι ανανεωτές λέγανε ότι αποκαθιστούσε ένα σταλινισμό λάιτ. Ο γιούρι αντρόποφ ήταν ο πρόδρομος του γκορμπατσόφ που έριξε το ανάθεμα στη μπρεζνιεφική περίοδο της στασιμότητας κι έφερε στον αφρό τον γέλτσιν, που δάγκωσε το χέρι που τον τάιζε γιατί ήταν μοναχοφάης και φιλόδοξος. Κι έτσι η ιστορία επαναλήφθηκε σαν φάρσα κι ο γκόρμπι ήταν ο μόνος μαζί με τον νικήτα (τον πνευματικό του πατέρα) που έφυγε από το κρεμλίνο πριν πεθάνει.
Όπως έλεγε κι ο χαρούλης το 89’. Τι να κάνουμε ρε παιδιά, μπερδεμένοι είμαστε κι εμείς. Ήρθε να πούμε αυτή η κουφάλα ο γκορμπατσόφ με τις περεστρόικες και τις μαλακίες και μας έφερε τα πάνω κάτω ρε παιδί μου. Καλά ήμασταν εμείς έτσι πως μας λέγανε, παραδοσιακοί, απολιθωμένοι. Καλά, μια χαρά ήμασταν. Είχαμε εκεί να πούμε έναν γενικό γραμματέα, τον κρατάγαμε τρακόσια, τετρακόσια, πεντακόσια χρόνια, πέθαινε, τον ταριχεύαμε, τον ξαναβάζαμε στη θέση του... μια χαρά ήμασταν, τώρα τι να κάνουμε. Σάμπως ξέρουμε τι θα γίνει από μέρα σε μέρα; Έχουμε μια ανασφάλεια ρε παιδί μου, ένα κομματικό σασπένς, πώς το λένε.
Αν δούμε όλη την αλληλουχία σαν μια αδιατάρακτη συνέχεια, χάνουμε τη διαλεκτική, ακόμα και την τυπική λογική κι οδηγούμαστε σε απίθανα συμπεράσματα: ο γέλτσιν βρισκόταν στην καρδιά της μπάμπουσκας του σοσιαλισμού, ο λένιν μας οδήγησε στην περεστρόικα, το σπερματοζωάριο στάλιν φταίει για τις μ-λ κίες του γκόρμπι. Ή ακόμη: η νεπ κι η κροστάνδη φταίνε για τη διάλυση. Μεταμοντέρνες ερμηνείες που θυμίζουν το φαινόμενο της πεταλούδας. Πέταξε μία στο τόκιο στα 1930 κι εξήντα χρόνια μετά, διαλύθηκε το ανατολικό μπλοκ κι η εσσδ.
Κι έτσι όλοι ψάχνουμε την τομή και τον αδύναμο κρίκο όπου έσπασε η αλυσίδα στα πολλαπλάσια του 28. Άλλοι λένε το 28' που εξορίστηκε ο τρότσκι, άλλοι το 56 με το εικοστό συνέδριο κι εμείς δίνουμε βάρος και στο 85' που έγινε γραμματέας ο γκόρμπι.
Υπάρχει και μία ακόμα ανάγνωση στην ηγετική αλληλουχία. Η τακτική φόρτωσε όλες τις ευθύνες στον προηγούμενο. Σαν το γνωστό ανέκδοτο με τους τρεις φακέλους που αφήνει στο διάδοχό του ο πρωθυπουργός. Και κατά το γνωστό κλισέ: παραλάβαμε καμένη γη. Εξαιρείται μόνο ο λένιν, γιατί όλοι έπιναν νερό στο όνομά του για να τον φέρουν στα μέτρα τους και να τον διαστρεβλώσουν. Κι η πλάκα είναι ότι μόνο αυτός «παρέδωσε» στην κυριολεξία καμένη γη, λόγω του εμφυλίου που ‘χε ρημάξει την χώρα.
Ο στάλιν τα έβαλε με την ενωμένη αντιπολίτευση, οι ρεβιζιονιστές με το στάλιν, ο μπρέζνιεφ είχε ενδορεβιζιονιστικές διαφορές με το νικήτα και τον έριξε κι ο γκόρμπι τα έριξε όλα στο μπρέζνιεφ κι εκ νέου στο στάλιν. Κι όλοι όσοι επέζησαν του τέλους της ιστορίας, τα 'βαλαν με τον καραφλό ιούδα.
Στις αρχές του 89’ αυτό το τελευταίο δεν είχε γίνει φανερό σε πολλούς. Αλλά ο προφητικός χάρρυ κλυνν διηγούνταν στις παραστάσεις του την εξής ιστορία.
Τις προάλλες σε ένα κομματικό φροντιστήριο που έγινε στην κνε, ο καθοδηγητής εξέταζε τους κνίτες να δει αν μπορούν να προβιβαστούν (το βραβείο είναι πενήντα ριζοσπάστες κι εξόρμηση στα χαυτεία). Ρωτά λοιπόν ο καθοδηγητής έναν κνίτη πες μου σύντροφε ποιος είναι ο μεγαλύτερος προδότης του κινήματος. Ο στάλιν σύντροφε λέει αυτός, μπράβο παιδί μου του λέει ο καθοδηγητής προάγεσαι. Ρωτάει έναν άλλον, ο χρουτσώφ λέει αυτός, προάγεσαι κι εσύ. Ποιος είναι σύντροφε ο μεγαλύτερος προδότης του κινήματος ρωτάει ο καθοδηγητής ένα γνωστό μου κνιτάκι.
Ο γκορμπατσόφ λέει αυτός. Α, μόλις άκουσε γκορμπατσόφ ο καθοδηγητής ανέβηκε το αίμα του στο κεφάλι, γυαλίσανε τα μάτια του, ορμάει στο κνιτάκι, το πλακώνει στα χαστούκια, κωλόπαιδο του λέει, λέγε γρήγορα ποιος σου έδωσε τις απαντήσεις των εξετάσεων της επόμενης χρονιάς.
Πάντα μπροστά από την εποχή του ο χάρης (τότε).
Το ταξικό επιμύθιο είναι αυτό που τραγουδάει ο μούτσης.
Για όλα φταίνε οι γκόμενες, οι πρώην κι οι επόμενες. Εξ ου κι ο σεξισμός στον τίτλο του κειμένου.
Η ιστορία δεν είναι αναπόφευκτη, αλλά διέπεται από νομοτέλειες που ορίζουν ένα φάσμα δυνατοτήτων γύρω από ένα πλέγμα αντιθέσεων κι ανάμεσά τους μια βασική αντίθεση που τις επικαθορίζει. Ο στάλιν ήταν το πιο δυνατό σπερματοζωάριο που γονιμοποίησε την ιστορική προοπτική. Δεν ήταν αναπόφευκτο, ούτε τυχαίο όμως.
Ο σφος με το μουστάκι έγινε πατερούλης των λαών της σοβιετίας και των κκ ανά την υφήλιο. Κι έκτοτε αμαρτίες γονέων παιδεύουσι τέκνα. Οι αμαρτίες των τέκνων όμως είναι τελείως διαφορετική ιστορία, που αυτονομείται από αυτή των γονιών και γράφει ανεξάρτητα τις δικές της σελίδες. Αλλά το οικογενειακό περιβάλλον παίζει συχνά καθοριστικό ρόλο, δεν είναι πάντα άμοιρο ευθυνών.
Το παρόν είναι μετασχηματισμένο παρελθόν: κάποια στοιχεία κρατάει κι άλλα τα αλλάζει ριζικά. Όπως λέει κι η επιγραφή σε ένα θέατρο στην ακαδημίας, υπάρχει ένας άλλος κόσμος, αλλά είναι μέσα σε αυτόν που ζούμε. Κάθε στιγμή είναι μια άρση του παρελθόντος, διαλεκτική άρνηση, τομή και συνέχεια, κοε κι ασυνέχεια.
Κάθε στιγμή είναι μίλκο. Το βούτυρο είναι γάλα μετασχηματισμένο και πιο πριν ήταν χόρτο που το έφαγε αμάσητο η αγελάδα το μηρύκασε και το μετασχημάτισε. Και ποιος ξέρει τι παθαίνει όταν πέφτει στα χέρια μιας γαλακτοβιομηχανίας. Σαν αυτής με το καρτέλ, ή της άλλης που εγκαινίασε κι επισήμως τις επιχειρησιακές συμβάσεις.
Αν δεν το πιεις στην ώρα του το κακάο, να κάνει τον κύκλο του, μένει στο ψυγείο και ξινίζει. Σαν κάτι παμπάλαια επιχειρήματα που τα παίρνουν, τα παστεριώνουν και μας τα πλασάρουν για καινούρια, ενώ μας πάνε πίσω κι απ’ το κεκτημένο της πρώτης διεθνούς και του επιστημονικού σοσιαλισμού. Πολλοί σφοι του χώρου πίνουν ληγμένα και τα έχουν όλα ληγμένα χωρίς να το ψάξουν παραπέρα. Κι αν γλιτώσεις απ’ τα γάλατα, σε περιμένουν στη γωνία τα χημικά.
Τα πάντα ρει κι ουδέν μένει. Αλλά όλα τριγύρω αλλάζουνε κι όλα τα ίδια μένουν. Σαν τα ρούχα του μανωλιού, που έφυγε νωρίς. Κι ήταν λένε από τους πιο συμπαθείς τροτσκιστές. Οι οποίοι μέχρι πρόσφατα ψήφιζαν χωρίς αυταπάτες έναν άλλο τέως τροτσκιστή που έκανε την αλλαγή σύνθημα, κατάκλεψε τα δικά μας κι έκανε τις λέξεις να χάσουν το νόημά τους. Κι έτσι φτάσαμε στην αλλαγή της αλλαγής και τον επαναπροσδιορισμό της αλλαγής της αλλαγής. Τσάκα την τσαπού ολέ-ολέ.
http://www.youtube.com/watch?v=J1kpLMrzwPE
Έτσι έκανε και με τον ανασχηματισμό (μοιάζει λίγο με το μετασχηματισμό που λέγαμε πριν) που τον είχε για ψωμοτύρι. Μια φορά, μου έλεγε ο άβερελ, διέψευδε τα σενάρια για ανασχηματισμό και προχώρησε σε αναδόμηση (sic). Ο πανούσης τον πήρε πρέφα κι έβγαλε το σκετς με τη μπάντα του για να εξηγήσει τι είναι ανασχηματισμός. Θα σας το δείξω πώς γίνεται. Κάποια στιγμή θα φύγει ο ηλίας από τα τύμπανα, θα πάει στα πλήκτρα κι ο ορέστης από τα πλήκτρα θα πάει στα τύμπανα.
Κι ο χάρρυ κλυνν έπιασε το νήμα από το κουβάρι του κοσκωτά που είχε αρχίσει να ξετυλίγεται κι είπε: τόσους ανασχηματισμούς έχει κάνει, αλλά δεν τραβάει η ομάδα. Ποιον να βάλει; Τον ντέταρι;
Τα πάντα ρει κι ουδέν μένει. Ηράκλειτος (στην ταινία εκ παραδρομής λέει δημόκριτος). Ναι, αλλά τι αξία έχει ο γάμος στην αγάπη μας μπροστά, είναι κι άλλοι παντρεμένοι, όμως ζούνε χωριστά. Ζαμπέτας! απαντά ο ταξιτζής. Κι επίσης μπάγερν-μπορούσια μένχεν γκλάντμπαχ 1-0. Καρλ χάιντς ρουμενίγκε.
Κι αυτό χαρούλης, δεύτερο μέρος, από made in greece. Στο τέλος του κειμένου θα γίνει τριλογία.
Κλείνει η παρένθεση κι η (οπορτουνιστική) παρέκκλιση από το θέμα. Η εικόνα του παρελθόντος που περικλείει μέσα του το μέλλον ως δυνατότητα, φαίνεται ανάγλυφα στο παραδοσιακό παιχνίδι των ρώσων, τη μπάμπουσκα. Ο φυντανίδης της ελευθεροτυπίας διηγείται σε ένα βιβλίο τις αναμνήσεις του από ένα ταξίδι του στη μόσχα, όπου βρήκε μια μπάμπουσκα με όλους τους σοβιετικούς ηγέτες. Ξεκινούσε από το λένιν, όταν τον άνοιγες είχε μέσα του το στάλιν, κοκ, για να καταλήξει στο τέλος στον γκόρμπι –μπορεί και στο γέλτσιν, δε θυμάμαι καλά, και δεν έχω πια και το βιβλίο.
Η εικόνα είναι εκπληκτική από κάθε άποψη. Καταρχήν ως σημειολογία για το μέγεθος και την αξία του κάθε ηγέτη. Ο λένιν είναι η μεγαλύτερη κούκλα. Ο στάλιν λίγο μικρότερη αλλά σαφώς μεγαλύτερη απ’ όλες τις άλλες. Κι ο γκόρμπι ένας πολιτικός νάνος, μικρότερος κι από τον τσερνιένκο, που ελάχιστοι πλέον τον θυμούνται και τον μνημονεύουν. Κοινώς, απ’ έξω κούκλα, κι από μέσα η πανούκλα της περεστρόικα.
Στο βιβλίο του για τη γραφειοκρατία, ο σοβιετικός κυριούλης λέει ότι η παρακμή του συστήματος, φαίνεται παραστατικά στην παρακμιακή αλληλουχία των ηγετών του: από τον κορυφαίο επαναστάτη λένιν στον στερούμενο θεωρητικών-στρατηγικών ικανοτήτων, αλλά τουλάχιστον ικανό τακτικιστή στάλιν, μετά στις μεγάλες μετριότητες των χρουστσόφ και μπρέζνιεφ, κατόπιν στον φαινομενικά πολλά υποσχόμενο αλλά ανεξακρίβωτο τελικά προθέσεων και δυνατοτήτων αντρόποφ, για να ακολουθήσουν ο καθολικά ανίκανος τσερνιένκο και τέλος ο πρωτεργάτης της αποδόμησης γκορμπατσόφ.
Μπορώ να βεβαιώσω προσωπικά ότι ο περικλής έχει πολύ καλύτερη άποψη για το στάλιν και πολύ χειρότερη για τον αντρόποφ, από αυτήν που μπορεί να φαίνεται στις πιο πάνω διατυπώσεις. Αλλά η φθίνουσα πορεία παραμένει γεγονός. Κάτι σα νόμος της πτωτικής τάσης της αξίας (των ηγετών).
Σε ένα δεύτερο επίπεδο ανάγνωσης η μπάμπουσκα με τους σοβιετικούς ηγέτες είναι μια ευφυής αναπαράσταση της διαλεκτικής εξέλιξης, της τομής και της συνέχειας. Κάθε κούκλα περιέχει μέσα της τη διάδοχη κατάσταση και δημιουργεί ταυτόχρονα τους όρους άρνησής της, αναπαράγοντας το αντίθετό της. Μοιάζει με τις άλλες, αλλά είναι διαφορετική.
Ο στάλιν θέτει τις βάσεις του σοσιαλισμού κι ολοκληρώνει αυτό που ξεκίνησαν οι μπολσεβίκοι επί λένιν, αλλά οι τροτσκιστές (κι όχι μόνο) λένε πως το προδίδει και το εκφυλίζει. Ο χρουστσόφ και η ρεβιζιονιστική κλίκα έκαναν την αποσταλινοποίηση στο εικοστό συνέδριο, αλλά γεννήθηκαν και ανδρώθηκαν επί στάλιν. Ο λεωνίδας ανέτρεψε το νικήτα, αλλά συνέχισε στην ίδια ρεβιζιονιστική ρότα, ενώ οι ανανεωτές λέγανε ότι αποκαθιστούσε ένα σταλινισμό λάιτ. Ο γιούρι αντρόποφ ήταν ο πρόδρομος του γκορμπατσόφ που έριξε το ανάθεμα στη μπρεζνιεφική περίοδο της στασιμότητας κι έφερε στον αφρό τον γέλτσιν, που δάγκωσε το χέρι που τον τάιζε γιατί ήταν μοναχοφάης και φιλόδοξος. Κι έτσι η ιστορία επαναλήφθηκε σαν φάρσα κι ο γκόρμπι ήταν ο μόνος μαζί με τον νικήτα (τον πνευματικό του πατέρα) που έφυγε από το κρεμλίνο πριν πεθάνει.
Όπως έλεγε κι ο χαρούλης το 89’. Τι να κάνουμε ρε παιδιά, μπερδεμένοι είμαστε κι εμείς. Ήρθε να πούμε αυτή η κουφάλα ο γκορμπατσόφ με τις περεστρόικες και τις μαλακίες και μας έφερε τα πάνω κάτω ρε παιδί μου. Καλά ήμασταν εμείς έτσι πως μας λέγανε, παραδοσιακοί, απολιθωμένοι. Καλά, μια χαρά ήμασταν. Είχαμε εκεί να πούμε έναν γενικό γραμματέα, τον κρατάγαμε τρακόσια, τετρακόσια, πεντακόσια χρόνια, πέθαινε, τον ταριχεύαμε, τον ξαναβάζαμε στη θέση του... μια χαρά ήμασταν, τώρα τι να κάνουμε. Σάμπως ξέρουμε τι θα γίνει από μέρα σε μέρα; Έχουμε μια ανασφάλεια ρε παιδί μου, ένα κομματικό σασπένς, πώς το λένε.
Αν δούμε όλη την αλληλουχία σαν μια αδιατάρακτη συνέχεια, χάνουμε τη διαλεκτική, ακόμα και την τυπική λογική κι οδηγούμαστε σε απίθανα συμπεράσματα: ο γέλτσιν βρισκόταν στην καρδιά της μπάμπουσκας του σοσιαλισμού, ο λένιν μας οδήγησε στην περεστρόικα, το σπερματοζωάριο στάλιν φταίει για τις μ-λ κίες του γκόρμπι. Ή ακόμη: η νεπ κι η κροστάνδη φταίνε για τη διάλυση. Μεταμοντέρνες ερμηνείες που θυμίζουν το φαινόμενο της πεταλούδας. Πέταξε μία στο τόκιο στα 1930 κι εξήντα χρόνια μετά, διαλύθηκε το ανατολικό μπλοκ κι η εσσδ.
Κι έτσι όλοι ψάχνουμε την τομή και τον αδύναμο κρίκο όπου έσπασε η αλυσίδα στα πολλαπλάσια του 28. Άλλοι λένε το 28' που εξορίστηκε ο τρότσκι, άλλοι το 56 με το εικοστό συνέδριο κι εμείς δίνουμε βάρος και στο 85' που έγινε γραμματέας ο γκόρμπι.
Υπάρχει και μία ακόμα ανάγνωση στην ηγετική αλληλουχία. Η τακτική φόρτωσε όλες τις ευθύνες στον προηγούμενο. Σαν το γνωστό ανέκδοτο με τους τρεις φακέλους που αφήνει στο διάδοχό του ο πρωθυπουργός. Και κατά το γνωστό κλισέ: παραλάβαμε καμένη γη. Εξαιρείται μόνο ο λένιν, γιατί όλοι έπιναν νερό στο όνομά του για να τον φέρουν στα μέτρα τους και να τον διαστρεβλώσουν. Κι η πλάκα είναι ότι μόνο αυτός «παρέδωσε» στην κυριολεξία καμένη γη, λόγω του εμφυλίου που ‘χε ρημάξει την χώρα.
Ο στάλιν τα έβαλε με την ενωμένη αντιπολίτευση, οι ρεβιζιονιστές με το στάλιν, ο μπρέζνιεφ είχε ενδορεβιζιονιστικές διαφορές με το νικήτα και τον έριξε κι ο γκόρμπι τα έριξε όλα στο μπρέζνιεφ κι εκ νέου στο στάλιν. Κι όλοι όσοι επέζησαν του τέλους της ιστορίας, τα 'βαλαν με τον καραφλό ιούδα.
Στις αρχές του 89’ αυτό το τελευταίο δεν είχε γίνει φανερό σε πολλούς. Αλλά ο προφητικός χάρρυ κλυνν διηγούνταν στις παραστάσεις του την εξής ιστορία.
Τις προάλλες σε ένα κομματικό φροντιστήριο που έγινε στην κνε, ο καθοδηγητής εξέταζε τους κνίτες να δει αν μπορούν να προβιβαστούν (το βραβείο είναι πενήντα ριζοσπάστες κι εξόρμηση στα χαυτεία). Ρωτά λοιπόν ο καθοδηγητής έναν κνίτη πες μου σύντροφε ποιος είναι ο μεγαλύτερος προδότης του κινήματος. Ο στάλιν σύντροφε λέει αυτός, μπράβο παιδί μου του λέει ο καθοδηγητής προάγεσαι. Ρωτάει έναν άλλον, ο χρουτσώφ λέει αυτός, προάγεσαι κι εσύ. Ποιος είναι σύντροφε ο μεγαλύτερος προδότης του κινήματος ρωτάει ο καθοδηγητής ένα γνωστό μου κνιτάκι.
Ο γκορμπατσόφ λέει αυτός. Α, μόλις άκουσε γκορμπατσόφ ο καθοδηγητής ανέβηκε το αίμα του στο κεφάλι, γυαλίσανε τα μάτια του, ορμάει στο κνιτάκι, το πλακώνει στα χαστούκια, κωλόπαιδο του λέει, λέγε γρήγορα ποιος σου έδωσε τις απαντήσεις των εξετάσεων της επόμενης χρονιάς.
Πάντα μπροστά από την εποχή του ο χάρης (τότε).
Το ταξικό επιμύθιο είναι αυτό που τραγουδάει ο μούτσης.
Για όλα φταίνε οι γκόμενες, οι πρώην κι οι επόμενες. Εξ ου κι ο σεξισμός στον τίτλο του κειμένου.
Τρίτη 22 Μαρτίου 2011
Άμα ξυπνήσουν κάποτε οι λαοί...
Το αφιέρωμα στο βάρναλη συνεχίζεται με ένα κείμενο του μ.μ. παπαϊωάννου, από το αφιέρωμα του ριζοσπάστη στα εκατό χρόνια από τη γέννηση του ποιητή, το δεκέμβρη του 84’.
Είπαν κι εξακολουθούν να λένε πως ο βάρναλης δεν πήρε μέρος στην εθνική αντίσταση.
Υποστηρίζεται επίσης πως το βάρναλη δεν τον άγγιξε η ιδεολογία της εθνικής αντίστασης και συνεπώς το φως που καίει κι οι σκλάβοι πολιορκημένοι από ιδεολογική άποψη παραμένουν εκείνα που συμπυκνώνουν την πιο προχωρημένη, την πιο διαυγή μαρξιστική, ταξική συνείδηση.
Οι αριστερίστικες αυτές απόψεις ειρωνεύονται τον πατριωτικό πόλεμο της σοβιετικής ένωσης και το εαμ, απολυτοποιούν τη θεωρία, την ξεκόβουν από την πολιτική πράξη και θεμελιώνουν τις κρίσεις τους στην απόκρυψη της συγκεκριμένης κοινωνικής και πολιτικής πραγματικότητας, όπως και στην άγνοια της ιδεολογικής και συγγραφικής δραστηριότητας του βάρναλη σε αυτή την ιστορική περίοδο της ελλάδας.
Απορρίπτουν όλη την ποίηση της εθνικής αντίστασης, την ποίηση του σικελιανού, του αυγέρη, του ρώτα, του ρίτσου και άλλων και χρησιμοποιούν το βάρναλη ως λίθο του αναθέματος. Ο βάρναλης όμως αποθέωσε το σικελιανό και τον καζαντζάκη όταν πέθαναν, παρά τις ιδεολογικές διαφορές που είχε μαζί τους γιατί κράτησαν την αξιοπρέπεια τους στην κατοχή κι υπεράσπισαν τη σοβιετική ένωση από τις συκοφαντίες και την εθνική αντίσταση από τις επιθέσεις των άγγλων και των αγγλόδουλων.
Τα ποιήματά του, γράφει για το σικελιανό, που κυκλοφορούσαν τότες από χέρι σε χέρι δίνανε κουράγιο στο δυστυχισμένο κι «ηγαπημένο λαό, τον πάντα ευκολόπιστο και πάντα προδομένο» όπως τον εθρήνησε κι ο σολωμός. Κι αυτά τα ποιήματα της φωτιάς δόσανε στο σικελιανό τον τιμημένο τίτλο του εθνικού ποιητή.
Ένας μαρξιστής, έγραφε σε μια επιφυλλίδα του τον οχτώβρη του 45, σκέφτεται σύμφωνα με ό,τι μολογάει η πραγματικότητα κι επικυρώνει η επιστήμη της κοινωνίας. Και ξέρει πως η πραγματικότητα αλλάζει διαρκώς κι εξωτερικά κι εσωτερικά.
Κάτω από τον τίτλο του ημερολόγιου της πηνελόπης ορίζει ως διάρκεια δράσης, από το 1193 πΧ ως τις μέρες μας και παραπέρα. Γράφει στον πρόλογο ανάμεσα στα άλλα: «οι πράξεις, οι στοχασμοί κι ο βίος της πηνελόπης είναι φαντασίες. Όμως οι πράξεις, οι στοχασμοί κι ο βίος είναι μέσες άκρες ο βίος, οι στοχασμοί κι οι πράξεις όλων των αφεντάδων (που ζουν εις βάρος των λαών τους) όποιο και νάχουν όνομα κι όποιους καιρούς να μαγαρίζουν.
Όπως στην αληθινή απολογία του σωκράτη έτσι και στο ημερολόγιο της πηνελόπης και τον άτταλο τον τρίτο, μέσα από το μύθο μιλάει για τα οικεία κακά όλων των εποχών, αλλά και της εποχής μας, για τη δικτατορία της τετάρτης αυγούστου, για τον πόλεμο του 40-41, για την κατοχή, για το λαϊκό κράτος των βουνών, για την απελευθέρωση της πατρίδας από το κομμουνιστικό κόμμα, τον πολιτικό συνασπισμό του εαμ, για τους άγγλους, για τον εμφύλιο πόλεμο.
Γράφει στο ημερολόγιό της η πηνελόπη, αυτό το σύμβολο της τυραννίας: «λίγοι-λίγοι στην αρχή και κατόπιν μπουλούκια-μπουλούκια, πήραμε τα βουνά ο λαός! Άλλο ρεμπελιό! Με τσεκούρια, με δρεπάνια, με στειλιάρια- μ’ ό,τι καθένας μπορούσε. Για να λευτερώσουνε την πατρίδα! (Για να κλέβουνε και να ρημάζουν δηλαδή). Ποιος τους έδωσε την άδεια; Μας ρωτήξανε καθόλου; Ή τουλάχιστον τον επίτροπό μας τον ευρύμαχο; Καταστρέφαμε τον «αγώνα» μας – και τους λογαριασμούς μας!»
Ένα άλλο απόσπασμα για τη σοβιετική ένωση: Ένα τρίτος μέγας λαός, οι κοκκινάνθρωποι, δαίμονες της κόλασης, αρίφνητοι σαν τα κύματα του ωκεανού, ξεχυθήκανε από τους πάγους του βοριά, παντοδύναμοι κι ανίκητοι και πνίξανε με τα κύματά τους την χώρα των λύκων. Κι αυτοί για την ελευθερία των δούλων! Σαν τους λύκους και σαν τους τσάκαλους! Όμως χειρότεροι. Γιατί δεν το λέγαμε μονάχα, παρά και το κάνανε. Ελευθερώνανε τους δούλους! Και τότες οι λύκοι κακομοίρηδες, αναγκαστήκανε να τα μαζέψουν και να φύγουν άρον-άρον από παντού, για να πάνε να διαφεντέψουν τις λυκοφωλιές τους. Να προφτάσουνε να τις σώσουν! Έτσι φύγανε κι απ’ το θιάκι, καθώς ήρθανε. Με έναν πήδο. Στην ευκή του θεού! Δεν θέλανε το κακό μας! Άμποτε να μη βρούνε το κακό!
Μόλις φύγανε οι γερμανοί, οι κομμουνιστές κι οι δημοκράτες πήραν την εξουσία. Γέμισαν οι πόλεις από τους αντάρτες. Οι άγγλοι ζήτησαν αμέσως να τους παραδώσουν τα όπλα και την εξουσία. Μα πού να ακούσουν οι ρέμπελοι. Και τότες οι άγγλοι, καθώς τα ‘χανε σχεδιασμένα, μαζί με τους πρίγκηπες και τους συνεργάτες των κατακτητών τους χτυπήσανε. Νικήσανε κι η ελλάδα έγινε πάλι προτεκτοράτο των ιμπεριαλιστών.
Το ημερολόγιο της πηνελόπης πρωτοδημοσιεύεται ως επιφυλλίδα στο ριζοσπάστη τον αύγουστο του 1946. Την ίδια χρονιά κυκλοφορεί το βιβλίο του παναγή λεκατσά «η πολιτεία του ήλιου», ήτοι η κοινοκτημονική επανάσταση των δούλων και των προλεταρίων της μικρασίας (133-128 πΧ). Απ’ αυτό παίρνει την ιδέα ο βάρναλης και γράφει το θεατρικό του άτταλος ο τρίτος.
Στο τέλος αυτού του δράματος πριν πέσει η αυλαία και το κεφάλι του φιλόσοφου, που θυμίζει το Μώμο απ’ το «Φως που Καίει» και λέει τις πικρές αλήθειες, ο βάρναλης βάζει το φιλόσοφο να δίνει απάντηση:
Δε θα μας σώσει Ανατολή για Δύση
Μηδ’ έλληνες ή βάρβαροι θεοί.
Μπροστά καινούριος κόσμος θα βαδίσει,
Άμα ξυπνήσουν κάποτε οι λαοί.
Τελειώνω με αυτή τη σταθερή πεποίθηση του βάρναλη: για τον καινούριο κόσμο που θα ‘ρθει, άμα ξυπνήσουν οι λαοί κι οργανώσουν τον αγώνα τους για την ειρήνη, την ελευθερία και την ανεξαρτησία.
Αντί επιλόγου, το γράμμα που έστειλε ο βάρναλης στην επιτροπή βραβείων λένιν το 59’ μ’ αφορμή τη βράβευσή του.
Βαθύτατα συγκινημένος απ’ τη μεγάλη τιμή που μου έκανε η διεθνής επιτροπή του βραβείου λένιν για την ειρήνη, βραβεύοντας εφέτος το έργο μου, εκφράζω τις θερμότατες ευχαριστίες και την ευγνωμοσύνη μου προς τους διακεκριμένους άντρες της επιτροπής που με το διεθνικό κύρος του ονόματός τους δόσανε κύρος και στο δικό μου το όνομα. Την τιμή αυτή αισθάνομαι τόσο μεγαλύτερη, όσο νομίζω πως αποτείνεται ότι μονάχα στο άτομό μου, παρά σε ολάκερη την πατρίδα μου. Τιμή αληθινά ανεκτίμητη, γιατί γίνεται στο όνομα του μεγαλύτερου ανθρώπου της ιστορίας: του νικολάι λένιν, που θεμελίωσε στον κόσμο το θαυμάσιο, σοσιαλιστικό πολιτισμό.
Πάνω από μισό αιώνα υπηρέτησα πιστά με την τέχνη μου την αλήθεια και τη λευτεριά, την ειρήνη και το δίκιο, έχοντας τα μάτια γυρισμένα προς τη σοβιετική ένωση, τη μάνα όλων των σκλάβων της γης. Είμαι βέβαιος πως χάρη στη δύναμη του σοσιαλισμού και στους κοινούς αγώνες όλων των λαών της γης, η ανθρωπότητα θα αποφύγει την ολοκληρωτική καταστροφή της κι ο ιστορικός νόμος της προόδου θα επιβάλει σε όλο τον κόσμο τη λευτεριά και την ειρήνη.
Σε μια κουβέντα της μεταξύ σοβαρού κι αστείου, η κε του μπλοκ αναρωτήθηκε ρητορικά: αν τους ποιητές που βραβεύονται με νόμπελ τους λέμε νομπελίστες, πώς πρέπει να λέμε το ρίτσο και το βάρναλη που τιμήθηκαν με το βραβείο λένιν;
Είπαν κι εξακολουθούν να λένε πως ο βάρναλης δεν πήρε μέρος στην εθνική αντίσταση.
Υποστηρίζεται επίσης πως το βάρναλη δεν τον άγγιξε η ιδεολογία της εθνικής αντίστασης και συνεπώς το φως που καίει κι οι σκλάβοι πολιορκημένοι από ιδεολογική άποψη παραμένουν εκείνα που συμπυκνώνουν την πιο προχωρημένη, την πιο διαυγή μαρξιστική, ταξική συνείδηση.
Οι αριστερίστικες αυτές απόψεις ειρωνεύονται τον πατριωτικό πόλεμο της σοβιετικής ένωσης και το εαμ, απολυτοποιούν τη θεωρία, την ξεκόβουν από την πολιτική πράξη και θεμελιώνουν τις κρίσεις τους στην απόκρυψη της συγκεκριμένης κοινωνικής και πολιτικής πραγματικότητας, όπως και στην άγνοια της ιδεολογικής και συγγραφικής δραστηριότητας του βάρναλη σε αυτή την ιστορική περίοδο της ελλάδας.
Απορρίπτουν όλη την ποίηση της εθνικής αντίστασης, την ποίηση του σικελιανού, του αυγέρη, του ρώτα, του ρίτσου και άλλων και χρησιμοποιούν το βάρναλη ως λίθο του αναθέματος. Ο βάρναλης όμως αποθέωσε το σικελιανό και τον καζαντζάκη όταν πέθαναν, παρά τις ιδεολογικές διαφορές που είχε μαζί τους γιατί κράτησαν την αξιοπρέπεια τους στην κατοχή κι υπεράσπισαν τη σοβιετική ένωση από τις συκοφαντίες και την εθνική αντίσταση από τις επιθέσεις των άγγλων και των αγγλόδουλων.
Τα ποιήματά του, γράφει για το σικελιανό, που κυκλοφορούσαν τότες από χέρι σε χέρι δίνανε κουράγιο στο δυστυχισμένο κι «ηγαπημένο λαό, τον πάντα ευκολόπιστο και πάντα προδομένο» όπως τον εθρήνησε κι ο σολωμός. Κι αυτά τα ποιήματα της φωτιάς δόσανε στο σικελιανό τον τιμημένο τίτλο του εθνικού ποιητή.
Ένας μαρξιστής, έγραφε σε μια επιφυλλίδα του τον οχτώβρη του 45, σκέφτεται σύμφωνα με ό,τι μολογάει η πραγματικότητα κι επικυρώνει η επιστήμη της κοινωνίας. Και ξέρει πως η πραγματικότητα αλλάζει διαρκώς κι εξωτερικά κι εσωτερικά.
Κάτω από τον τίτλο του ημερολόγιου της πηνελόπης ορίζει ως διάρκεια δράσης, από το 1193 πΧ ως τις μέρες μας και παραπέρα. Γράφει στον πρόλογο ανάμεσα στα άλλα: «οι πράξεις, οι στοχασμοί κι ο βίος της πηνελόπης είναι φαντασίες. Όμως οι πράξεις, οι στοχασμοί κι ο βίος είναι μέσες άκρες ο βίος, οι στοχασμοί κι οι πράξεις όλων των αφεντάδων (που ζουν εις βάρος των λαών τους) όποιο και νάχουν όνομα κι όποιους καιρούς να μαγαρίζουν.
Όπως στην αληθινή απολογία του σωκράτη έτσι και στο ημερολόγιο της πηνελόπης και τον άτταλο τον τρίτο, μέσα από το μύθο μιλάει για τα οικεία κακά όλων των εποχών, αλλά και της εποχής μας, για τη δικτατορία της τετάρτης αυγούστου, για τον πόλεμο του 40-41, για την κατοχή, για το λαϊκό κράτος των βουνών, για την απελευθέρωση της πατρίδας από το κομμουνιστικό κόμμα, τον πολιτικό συνασπισμό του εαμ, για τους άγγλους, για τον εμφύλιο πόλεμο.
Γράφει στο ημερολόγιό της η πηνελόπη, αυτό το σύμβολο της τυραννίας: «λίγοι-λίγοι στην αρχή και κατόπιν μπουλούκια-μπουλούκια, πήραμε τα βουνά ο λαός! Άλλο ρεμπελιό! Με τσεκούρια, με δρεπάνια, με στειλιάρια- μ’ ό,τι καθένας μπορούσε. Για να λευτερώσουνε την πατρίδα! (Για να κλέβουνε και να ρημάζουν δηλαδή). Ποιος τους έδωσε την άδεια; Μας ρωτήξανε καθόλου; Ή τουλάχιστον τον επίτροπό μας τον ευρύμαχο; Καταστρέφαμε τον «αγώνα» μας – και τους λογαριασμούς μας!»
Ένα άλλο απόσπασμα για τη σοβιετική ένωση: Ένα τρίτος μέγας λαός, οι κοκκινάνθρωποι, δαίμονες της κόλασης, αρίφνητοι σαν τα κύματα του ωκεανού, ξεχυθήκανε από τους πάγους του βοριά, παντοδύναμοι κι ανίκητοι και πνίξανε με τα κύματά τους την χώρα των λύκων. Κι αυτοί για την ελευθερία των δούλων! Σαν τους λύκους και σαν τους τσάκαλους! Όμως χειρότεροι. Γιατί δεν το λέγαμε μονάχα, παρά και το κάνανε. Ελευθερώνανε τους δούλους! Και τότες οι λύκοι κακομοίρηδες, αναγκαστήκανε να τα μαζέψουν και να φύγουν άρον-άρον από παντού, για να πάνε να διαφεντέψουν τις λυκοφωλιές τους. Να προφτάσουνε να τις σώσουν! Έτσι φύγανε κι απ’ το θιάκι, καθώς ήρθανε. Με έναν πήδο. Στην ευκή του θεού! Δεν θέλανε το κακό μας! Άμποτε να μη βρούνε το κακό!
Μόλις φύγανε οι γερμανοί, οι κομμουνιστές κι οι δημοκράτες πήραν την εξουσία. Γέμισαν οι πόλεις από τους αντάρτες. Οι άγγλοι ζήτησαν αμέσως να τους παραδώσουν τα όπλα και την εξουσία. Μα πού να ακούσουν οι ρέμπελοι. Και τότες οι άγγλοι, καθώς τα ‘χανε σχεδιασμένα, μαζί με τους πρίγκηπες και τους συνεργάτες των κατακτητών τους χτυπήσανε. Νικήσανε κι η ελλάδα έγινε πάλι προτεκτοράτο των ιμπεριαλιστών.
Το ημερολόγιο της πηνελόπης πρωτοδημοσιεύεται ως επιφυλλίδα στο ριζοσπάστη τον αύγουστο του 1946. Την ίδια χρονιά κυκλοφορεί το βιβλίο του παναγή λεκατσά «η πολιτεία του ήλιου», ήτοι η κοινοκτημονική επανάσταση των δούλων και των προλεταρίων της μικρασίας (133-128 πΧ). Απ’ αυτό παίρνει την ιδέα ο βάρναλης και γράφει το θεατρικό του άτταλος ο τρίτος.
Στο τέλος αυτού του δράματος πριν πέσει η αυλαία και το κεφάλι του φιλόσοφου, που θυμίζει το Μώμο απ’ το «Φως που Καίει» και λέει τις πικρές αλήθειες, ο βάρναλης βάζει το φιλόσοφο να δίνει απάντηση:
Δε θα μας σώσει Ανατολή για Δύση
Μηδ’ έλληνες ή βάρβαροι θεοί.
Μπροστά καινούριος κόσμος θα βαδίσει,
Άμα ξυπνήσουν κάποτε οι λαοί.
Τελειώνω με αυτή τη σταθερή πεποίθηση του βάρναλη: για τον καινούριο κόσμο που θα ‘ρθει, άμα ξυπνήσουν οι λαοί κι οργανώσουν τον αγώνα τους για την ειρήνη, την ελευθερία και την ανεξαρτησία.
Αντί επιλόγου, το γράμμα που έστειλε ο βάρναλης στην επιτροπή βραβείων λένιν το 59’ μ’ αφορμή τη βράβευσή του.
Βαθύτατα συγκινημένος απ’ τη μεγάλη τιμή που μου έκανε η διεθνής επιτροπή του βραβείου λένιν για την ειρήνη, βραβεύοντας εφέτος το έργο μου, εκφράζω τις θερμότατες ευχαριστίες και την ευγνωμοσύνη μου προς τους διακεκριμένους άντρες της επιτροπής που με το διεθνικό κύρος του ονόματός τους δόσανε κύρος και στο δικό μου το όνομα. Την τιμή αυτή αισθάνομαι τόσο μεγαλύτερη, όσο νομίζω πως αποτείνεται ότι μονάχα στο άτομό μου, παρά σε ολάκερη την πατρίδα μου. Τιμή αληθινά ανεκτίμητη, γιατί γίνεται στο όνομα του μεγαλύτερου ανθρώπου της ιστορίας: του νικολάι λένιν, που θεμελίωσε στον κόσμο το θαυμάσιο, σοσιαλιστικό πολιτισμό.
Πάνω από μισό αιώνα υπηρέτησα πιστά με την τέχνη μου την αλήθεια και τη λευτεριά, την ειρήνη και το δίκιο, έχοντας τα μάτια γυρισμένα προς τη σοβιετική ένωση, τη μάνα όλων των σκλάβων της γης. Είμαι βέβαιος πως χάρη στη δύναμη του σοσιαλισμού και στους κοινούς αγώνες όλων των λαών της γης, η ανθρωπότητα θα αποφύγει την ολοκληρωτική καταστροφή της κι ο ιστορικός νόμος της προόδου θα επιβάλει σε όλο τον κόσμο τη λευτεριά και την ειρήνη.
Σε μια κουβέντα της μεταξύ σοβαρού κι αστείου, η κε του μπλοκ αναρωτήθηκε ρητορικά: αν τους ποιητές που βραβεύονται με νόμπελ τους λέμε νομπελίστες, πώς πρέπει να λέμε το ρίτσο και το βάρναλη που τιμήθηκαν με το βραβείο λένιν;
Δευτέρα 21 Μαρτίου 2011
Αφιέρωμα στον Βάρναλη I
Η κε του μπλοκ συντονίζει το βήμα της με το ρίζο με μια σειρά αναρτήσεων εν είδει αφιερώματος στον κώστα βάρναλη, εν όψει του διημέρου που θα γίνει στην έδρα της κανονικής κε, στον περισσό, τον επόμενο μήνα. Το πρώτο κείμενο είναι εισαγωγικό και περιέχει κάποια βιογραφικά στοιχεία, όπως τα κατέγραψε ο θηλυκός μου γονιός στα πλαίσια της δουλειάς της (φιλόλογος).
Ο βάρναλης γεννήθηκε το 1883 (ή 1884) στον πύργο της βουλγαρίας. [σσ: ο χτεσινός ρίζος αναφέρει ως χρονολογία γέννησης το 1883, αλλά το αφιέρωμα για τα εκατό χρόνια από τη γέννηση του βάρναλη έγινε το 1984]. Το 1902 ήρθε με υποτροφία στην αθήνα και σπούδασε φιλολογία στη φιλοσοφική σχολή των αθηνών από όπου αποφοίτησε το 1908. Παράλληλα με τις σπουδές του ασχολείται και με τη λογοτεχνία. Το 1904 δημοσιεύει τα πρώτα του ποιήματα στο περιοδικό νουμάς και το 1907 μαζί με άλλους λογοτέχνες (τους καρβούνη, ρώμο φιλύρα, ναπολέοντα λαπαθιώτη, λέανδρο παλαμά κ.ά.) ιδρύει το περιοδικό ηγησώ.
Από το 1908 υπηρέτησε ως καθηγητής της μέσης εκπαίδευσης σε πολλές περιοχές της ελλάδας. Το 1919 με κρατική υποτροφία σπουδάζει στο παρίσι νεοελληνική φιλολογία. Εκεί γνώρισε το διαλεκτικό υλισμό και τη μαρξιστική ιδεολογία στην οποία έμεινε σταθερά πιστός ως το τέλος της ζωής του. Το 1924 διορίστηκε καθηγητής στην παιδαγωγική ακαδημία που διηύθυνε ο δημήτρης γληνός, αλλά την επόμενη χρονιά απολύθηκε από τη δικτατορία του πάγκαλου (έκλεισε η ακαδημία και διώχτηκαν βάρναλης, γληνός, ρόζα ιμβριώτη με συκοφαντίες).
Πηγαίνει στο παρίσι όπου εργάζεται ως ανταποκριτής εφημερίδας κι όταν επιστρέφει στην ελλάδα εργάζεται ως δημοσιογράφος σε εφημερίδες και περιοδικά.
Σε όλη του τη ζωή και με το έργο του υπήρξε ο κοινωνικός επαναστάτης που προσπάθησε «να ξεριζώσει τις νεκρές άγονες και ψεύτικες αξίες (θρησκευτικές, κοινωνικές, πολιτικές, οικονομικές, πολιτισμικές) που αποχαυνώνουν τις μάζες, εκμεταλλεύονται ταξικά το λαό και κατασκευάζουν πολέμους με σκοπό την αρπαγή, τη λεία και την υποδούλωση σε ξένους λαούς». Αυτό έγραφε ο ίδιος στα φιλολογικά του απομνημονεύματα που αποτέλεσαν το ιδεολογικό και πνευματικό δημιουργικό του πιστεύω.
Παίρνει μέρος στους αγώνες για την καθιέρωση της δημοτικής με το γληνό, δελμούζο, παλαμά και άλλους. Ο ίδιος γράφει σε γλώσσα που την αντλεί απευθείας από το λαό, είναι από τους πιο συνεπείς δημοτικιστές κι ακολουθεί κατά γράμμα τους κανόνες της δημοτικής, ενώ για αυτούς που κάνουν υποχωρήσεις στην καθαρεύουσα γράφει: έτσι προετοιμάζεται όχι η νίκη του δημοτικισμού παρά η νίκη της μισοκαθαρεύουσας… Και τότες δεν πρέπει να λέμε πως είμαστε αγωνιστές της μητρικής μας γλώσσας, μα αγωνιστές της «μισής γλώσσας».
Πέθανε το 1974 ακολουθώντας σταθερά την πορεία ζωής που ο ίδιος χάραξε. Το 1959 τιμήθηκε με το βραβείο λένιν για την ειρήνη. Η αλήθεια, η δικαιοσύνη, η ειρήνη είναι αξίες για τις οποίες αγωνίστηκε με τη ζωή και το έργο του κι οι τελευταίες του λέξεις πριν πεθάνει ήταν «ειρήνη, ειρήνη». [Είχα την εντύπωση ότι τα τελευταία του λόγια ήταν για την πτώση του βασιλιά (πχ κάτι σαν: τώρα μπορώ να κλείσω τα μάτια μου ήσυχος). Αλλά αυτά μπορεί να τα λένε οι κομμουνιστές και κάποιος μη αστικός μύθος).
Το έργο του
Στο έργο του ο βάρναλης επηρεάστηκε άμεσα από την πολιτική του ιδεολογία. Πάνω από όλα όμως είναι ο λογοτέχνης, ο ποιητής. Δεν ασχολήθηκε μόνο με την ποίηση, αλλά θα λέγαμε ότι είναι «μισός ποιητής» και «μισός κριτικός πεζογράφος». Έγραψε ποίηση, πεζογραφία, θέατρο, μελέτες, μεταφράσεις, φιλολογικά και κριτικά άρθρα).
Η πρώτη περίοδος της δημιουργίας του (πριν το 1922) έχει ως χαρακτηριστικά της τον έντονο αισθησιασμό. Ο ποιητής εκφράζει το αρχαίο διονυσιακό πνεύμα της χαράς, της απόλαυσης της ζωής, που τα συμβολίζει ο διόνυσος, ο θεός του γλεντιού, του κρασιού και του ερωτισμού.
Στη δεύτερη περίοδο της δημιουργίας του (μετά το 1922) ο διονυσιασμός παραμένει ως ένα ουσιαστικό στοιχείο του έργου του, αλλά τα έργα του έχουν ως χαρακτηριστικά τη σάτιρα και το σαρκασμό, κι η ιδεολογική κοινωνική-πολιτική ταυτότητα του βάρναλη αποτυπώνεται έντονα σε αυτά, χωρίς να αδυνατίζουν ωστόσο την πλούσια ποιητική φαντασία και τη λυρική ένταση.
Η στροφή αυτή εκδηλώνεται με το κλασικό επαναστατικό έργο του «το φως που καίει» (1922). Ακολουθούν «ο λαός των μουνούχων» (1923), ένας τόμος με τρία μεγάλα διηγήματα.
Ο σολωμός χωρίς μεταφυσική (1925), μια κριτική μελέτη πάνω στο έργο του σολωμού.
Σκλάβοι πολιορκημένοι (1927), το δεύτερο μεγάλο ποιητικό του έργο ύστερα από το φως που καίει.
Η αληθινή απολογία του σωκράτη (1931). Μεγάλο σατιρικό πεζογράφημα.
Ζωντανοί άνθρωποι (1938). Φιλολογικά πορτραίτα συγγραφέων και λόγιων του 20ου αιώνα.
Το ημερολόγιο της πηνελόπης (1946). Σατιρικό πεζογράφημα που σατιρίζει τα πολιτικά γεγονότα της ελλάδας στην περίοδο της κατοχής και την ελληνική μεταπολεμική κοινωνία.
Οι δικτάτορες (1956), παρουσιάζει πορτραίτα ιστορικών προσώπων της ρώμης με τα οποία δείχνει την αληθινή εικόνα της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.
Αισθητικά-κριτικά. Τόμος που περιλαμβάνει άρθρα του βάρναλη γύρω από ζητήματα αισθητικής.
Αληθινοί άνθρωποι (1968) Πορτραίτα ζωντανών ανθρώπων από τον κόσμο των ψυχοπαθών.
Άτταλος ο γ’ (1972) Το μοναδικό θεατρικό του έργο.
Έγραψε και πολλά ξεχωριστά ποιήματα που δημοσιεύτηκαν κατά καιρούς σε περιοδικά κι εφημερίδες. Μετέφρασε ακόμα στα νέα ελληνικά κωμωδίες του αριστοφάνη (ιππείς, νεφέλες, ειρήνη, βάτραχοι, λυσιστράτη, εκκλησιάζουσες, πλούτος).
Ο ποιητής στο έργο του επηρεάστηκε από τα ευρωπαϊκά ρεύματα, αλλά κυρίως από τον παλαμά. Το ανοιχτό και προοδευτικό μυαλό του, η ανάγκη αισθητικής ανανέωσης της ποίησης, τον οδήγησε να απεικονίσει με ειρωνικό αλλά και ρεαλιστικό τρόπο τους σύγχρονους προβληματισμούς της κοινωνίας (φύση, γυναίκα, θάνατος, δικαιοσύνη, αδικίες, φτώχεια, καταπίεση).
Κατηγόρησαν τον βάρναλη όπως και τον αριστοφάνη για την αθυροστομία του. Πρώτα-πρώτα η αθυροστομία είναι στοιχείο διονυσιακό και δε μπορεί χωρίς αυτό να γίνει σάτιρα. Η αθυροστομία του βάρναλη είναι φυσική, αβίαστη. Δεν είναι αυτοσκοπός, αλλά μέσο για να διδάξει την αρετή, να κάνει τον άνθρωπο καλύτερο, να ξεσκεπάσει τη φύση και την ουσία μιας ανήθικης κοινωνίας, ενός ανήθικου κοινωνικού καθεστώτος. Αν τηρηθούν οι χρονικές κι οι κοινωνικές αναλογίες μπορεί να βρει κανείς ομοιότητες ανάμεσα στον βάρναλη και τον αριστοφάνη όχι μόνο στον τρόπο έκφρασης αλλά και στον σκοπό που επιδιώκουν: τους πολίτες βελτίους ποιείν.
Ο ίδιος ο βάρναλης γράφει για τον αριστοφάνη.
Ο αριστοφάνης με όλα του τα έργα δίνει μάχη εναντίον των δημαγωγών, των πολεμοκάπηλων και των χαμένων κορμιών… είναι ο εχθρός του πολέμου που καταστρέφει την ελλάδα, εχθρός των ξένων κι εχθρός των πολιτικάντηδων, που ζούνε από το εμφύλιο μίσος… Και πάνου απ’ όλα χτυπά το χειρότερο δεινό όλων των πατρίδων, τον πόλεμο-επιχείρηση.
Κρίνοντας το δικό του έργο, ο ίδιος ο ποιητής, λέει: πενήντα χρόνια δύο πράγματα με κυνηγούσαν σε όλη μου τη ζωή. Το πρώτο ότι ζητούσα να βρίσκω την αλήθεια. Το δεύτερο ότι αυτή την αλήθεια την έλεγα στα πλήθη.
(Συνεχίζεται...)
Ο βάρναλης γεννήθηκε το 1883 (ή 1884) στον πύργο της βουλγαρίας. [σσ: ο χτεσινός ρίζος αναφέρει ως χρονολογία γέννησης το 1883, αλλά το αφιέρωμα για τα εκατό χρόνια από τη γέννηση του βάρναλη έγινε το 1984]. Το 1902 ήρθε με υποτροφία στην αθήνα και σπούδασε φιλολογία στη φιλοσοφική σχολή των αθηνών από όπου αποφοίτησε το 1908. Παράλληλα με τις σπουδές του ασχολείται και με τη λογοτεχνία. Το 1904 δημοσιεύει τα πρώτα του ποιήματα στο περιοδικό νουμάς και το 1907 μαζί με άλλους λογοτέχνες (τους καρβούνη, ρώμο φιλύρα, ναπολέοντα λαπαθιώτη, λέανδρο παλαμά κ.ά.) ιδρύει το περιοδικό ηγησώ.
Από το 1908 υπηρέτησε ως καθηγητής της μέσης εκπαίδευσης σε πολλές περιοχές της ελλάδας. Το 1919 με κρατική υποτροφία σπουδάζει στο παρίσι νεοελληνική φιλολογία. Εκεί γνώρισε το διαλεκτικό υλισμό και τη μαρξιστική ιδεολογία στην οποία έμεινε σταθερά πιστός ως το τέλος της ζωής του. Το 1924 διορίστηκε καθηγητής στην παιδαγωγική ακαδημία που διηύθυνε ο δημήτρης γληνός, αλλά την επόμενη χρονιά απολύθηκε από τη δικτατορία του πάγκαλου (έκλεισε η ακαδημία και διώχτηκαν βάρναλης, γληνός, ρόζα ιμβριώτη με συκοφαντίες).
Πηγαίνει στο παρίσι όπου εργάζεται ως ανταποκριτής εφημερίδας κι όταν επιστρέφει στην ελλάδα εργάζεται ως δημοσιογράφος σε εφημερίδες και περιοδικά.
Σε όλη του τη ζωή και με το έργο του υπήρξε ο κοινωνικός επαναστάτης που προσπάθησε «να ξεριζώσει τις νεκρές άγονες και ψεύτικες αξίες (θρησκευτικές, κοινωνικές, πολιτικές, οικονομικές, πολιτισμικές) που αποχαυνώνουν τις μάζες, εκμεταλλεύονται ταξικά το λαό και κατασκευάζουν πολέμους με σκοπό την αρπαγή, τη λεία και την υποδούλωση σε ξένους λαούς». Αυτό έγραφε ο ίδιος στα φιλολογικά του απομνημονεύματα που αποτέλεσαν το ιδεολογικό και πνευματικό δημιουργικό του πιστεύω.
Παίρνει μέρος στους αγώνες για την καθιέρωση της δημοτικής με το γληνό, δελμούζο, παλαμά και άλλους. Ο ίδιος γράφει σε γλώσσα που την αντλεί απευθείας από το λαό, είναι από τους πιο συνεπείς δημοτικιστές κι ακολουθεί κατά γράμμα τους κανόνες της δημοτικής, ενώ για αυτούς που κάνουν υποχωρήσεις στην καθαρεύουσα γράφει: έτσι προετοιμάζεται όχι η νίκη του δημοτικισμού παρά η νίκη της μισοκαθαρεύουσας… Και τότες δεν πρέπει να λέμε πως είμαστε αγωνιστές της μητρικής μας γλώσσας, μα αγωνιστές της «μισής γλώσσας».
Πέθανε το 1974 ακολουθώντας σταθερά την πορεία ζωής που ο ίδιος χάραξε. Το 1959 τιμήθηκε με το βραβείο λένιν για την ειρήνη. Η αλήθεια, η δικαιοσύνη, η ειρήνη είναι αξίες για τις οποίες αγωνίστηκε με τη ζωή και το έργο του κι οι τελευταίες του λέξεις πριν πεθάνει ήταν «ειρήνη, ειρήνη». [Είχα την εντύπωση ότι τα τελευταία του λόγια ήταν για την πτώση του βασιλιά (πχ κάτι σαν: τώρα μπορώ να κλείσω τα μάτια μου ήσυχος). Αλλά αυτά μπορεί να τα λένε οι κομμουνιστές και κάποιος μη αστικός μύθος).
Το έργο του
Στο έργο του ο βάρναλης επηρεάστηκε άμεσα από την πολιτική του ιδεολογία. Πάνω από όλα όμως είναι ο λογοτέχνης, ο ποιητής. Δεν ασχολήθηκε μόνο με την ποίηση, αλλά θα λέγαμε ότι είναι «μισός ποιητής» και «μισός κριτικός πεζογράφος». Έγραψε ποίηση, πεζογραφία, θέατρο, μελέτες, μεταφράσεις, φιλολογικά και κριτικά άρθρα).
Η πρώτη περίοδος της δημιουργίας του (πριν το 1922) έχει ως χαρακτηριστικά της τον έντονο αισθησιασμό. Ο ποιητής εκφράζει το αρχαίο διονυσιακό πνεύμα της χαράς, της απόλαυσης της ζωής, που τα συμβολίζει ο διόνυσος, ο θεός του γλεντιού, του κρασιού και του ερωτισμού.
Στη δεύτερη περίοδο της δημιουργίας του (μετά το 1922) ο διονυσιασμός παραμένει ως ένα ουσιαστικό στοιχείο του έργου του, αλλά τα έργα του έχουν ως χαρακτηριστικά τη σάτιρα και το σαρκασμό, κι η ιδεολογική κοινωνική-πολιτική ταυτότητα του βάρναλη αποτυπώνεται έντονα σε αυτά, χωρίς να αδυνατίζουν ωστόσο την πλούσια ποιητική φαντασία και τη λυρική ένταση.
Η στροφή αυτή εκδηλώνεται με το κλασικό επαναστατικό έργο του «το φως που καίει» (1922). Ακολουθούν «ο λαός των μουνούχων» (1923), ένας τόμος με τρία μεγάλα διηγήματα.
Ο σολωμός χωρίς μεταφυσική (1925), μια κριτική μελέτη πάνω στο έργο του σολωμού.
Σκλάβοι πολιορκημένοι (1927), το δεύτερο μεγάλο ποιητικό του έργο ύστερα από το φως που καίει.
Η αληθινή απολογία του σωκράτη (1931). Μεγάλο σατιρικό πεζογράφημα.
Ζωντανοί άνθρωποι (1938). Φιλολογικά πορτραίτα συγγραφέων και λόγιων του 20ου αιώνα.
Το ημερολόγιο της πηνελόπης (1946). Σατιρικό πεζογράφημα που σατιρίζει τα πολιτικά γεγονότα της ελλάδας στην περίοδο της κατοχής και την ελληνική μεταπολεμική κοινωνία.
Οι δικτάτορες (1956), παρουσιάζει πορτραίτα ιστορικών προσώπων της ρώμης με τα οποία δείχνει την αληθινή εικόνα της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.
Αισθητικά-κριτικά. Τόμος που περιλαμβάνει άρθρα του βάρναλη γύρω από ζητήματα αισθητικής.
Αληθινοί άνθρωποι (1968) Πορτραίτα ζωντανών ανθρώπων από τον κόσμο των ψυχοπαθών.
Άτταλος ο γ’ (1972) Το μοναδικό θεατρικό του έργο.
Έγραψε και πολλά ξεχωριστά ποιήματα που δημοσιεύτηκαν κατά καιρούς σε περιοδικά κι εφημερίδες. Μετέφρασε ακόμα στα νέα ελληνικά κωμωδίες του αριστοφάνη (ιππείς, νεφέλες, ειρήνη, βάτραχοι, λυσιστράτη, εκκλησιάζουσες, πλούτος).
Ο ποιητής στο έργο του επηρεάστηκε από τα ευρωπαϊκά ρεύματα, αλλά κυρίως από τον παλαμά. Το ανοιχτό και προοδευτικό μυαλό του, η ανάγκη αισθητικής ανανέωσης της ποίησης, τον οδήγησε να απεικονίσει με ειρωνικό αλλά και ρεαλιστικό τρόπο τους σύγχρονους προβληματισμούς της κοινωνίας (φύση, γυναίκα, θάνατος, δικαιοσύνη, αδικίες, φτώχεια, καταπίεση).
Κατηγόρησαν τον βάρναλη όπως και τον αριστοφάνη για την αθυροστομία του. Πρώτα-πρώτα η αθυροστομία είναι στοιχείο διονυσιακό και δε μπορεί χωρίς αυτό να γίνει σάτιρα. Η αθυροστομία του βάρναλη είναι φυσική, αβίαστη. Δεν είναι αυτοσκοπός, αλλά μέσο για να διδάξει την αρετή, να κάνει τον άνθρωπο καλύτερο, να ξεσκεπάσει τη φύση και την ουσία μιας ανήθικης κοινωνίας, ενός ανήθικου κοινωνικού καθεστώτος. Αν τηρηθούν οι χρονικές κι οι κοινωνικές αναλογίες μπορεί να βρει κανείς ομοιότητες ανάμεσα στον βάρναλη και τον αριστοφάνη όχι μόνο στον τρόπο έκφρασης αλλά και στον σκοπό που επιδιώκουν: τους πολίτες βελτίους ποιείν.
Ο ίδιος ο βάρναλης γράφει για τον αριστοφάνη.
Ο αριστοφάνης με όλα του τα έργα δίνει μάχη εναντίον των δημαγωγών, των πολεμοκάπηλων και των χαμένων κορμιών… είναι ο εχθρός του πολέμου που καταστρέφει την ελλάδα, εχθρός των ξένων κι εχθρός των πολιτικάντηδων, που ζούνε από το εμφύλιο μίσος… Και πάνου απ’ όλα χτυπά το χειρότερο δεινό όλων των πατρίδων, τον πόλεμο-επιχείρηση.
Κρίνοντας το δικό του έργο, ο ίδιος ο ποιητής, λέει: πενήντα χρόνια δύο πράγματα με κυνηγούσαν σε όλη μου τη ζωή. Το πρώτο ότι ζητούσα να βρίσκω την αλήθεια. Το δεύτερο ότι αυτή την αλήθεια την έλεγα στα πλήθη.
(Συνεχίζεται...)
Σάββατο 19 Μαρτίου 2011
Γκόρμπι και τροτσκισμός
Οι πάσης απόχρωσης τροτσκιστές δεν ξεγελάστηκαν από τα κόλπα των σταλινικών, το εικοστό συνέδριο και την αποσταλινοποίηση. Τα καθεστώτα της ανατολής παρέμειναν σταλινικά μέχρι το τέλος, οπότε και κατέρρευσαν. Ή τουλάχιστον μέχρι τον γκόρμπι και την περεστρόικα. Που εκτός από εμάς μπέρδεψε λιγάκι κι αυτούς. Εκτός από τους ηρωικούς ποσαδίστας που ήταν ήδη από τον μπρέζνιεφ μαζί μας κι επικροτούσαν την διεθνιστική επέμβαση στο αφγανιστάν το 79'.
Ο γκόρμπι γοήτευσε δυστυχώς πολύ κόσμο κι ανάμεσά τους και κάποιους τροτσκιστές.
Υπήρχαν βέβαια κάποιες ομιλίες του με αποσπάσματα σαν κι αυτό*, όπου η ουσία του τροτσκισμού θεωρείται μια ολομέτωπη επίθεση στον λενινισμό. Αλλά κατά βάθος αυτά ανήκουν σε έναν πρώιμο γκόρμπι που δε μπορούσε ακόμα να εκδηλωθεί ανοιχτά κι έπρεπε να κρατά κάποια μπρεζνιεφικά προσχήματα, λόγω της ημέρας (η επέτειος του οκτώβρη, αλλά και των γενεθλίων του τρότσκι).
Την ίδια χρονιά πάντως (1988) οι σοβιετικοί προχώρησαν στην αποκατάσταση του μπουχάριν, στα 50χρονα από την εκτέλεσή του. Κι ήταν βάσιμη η «ελπίδα» ότι αν κρατούσε λίγο ακόμη ο γκόρμπι θα προλάβαινε να αποκαταστήσει και τον λέοντα. Αν και πέρσι ένας αναγνώστης του μπλοκ μας έγραψε ότι η αποκατάσταση αυτή έχει γίνει (άλλο αν δεν έγινε εξίσου γνωστή)! Κι αφού το ζήσαμε κι αυτό, μπορούμε πια να πεθάνουμε ευτυχισμένοι, μαζί με τη σοβιετία.
Ίσως να την έκαναν στα 50χρονα από τη δολοφονία του, στα 1990, μαζί με το 28ο συνέδριο του κκσε, όπου δεύτε τελευταίον ασπασμόν γιατί ένας από εμάς είναι ιούδας και το φιλί του προδοσία. Οπότε αυτό το συνέδριο ήταν το τελευταίο. Τα ύστερα του (νέου) κόσμου και της ιστορίας.
Τότε βέβαια στη σοβιετία επικραούσε γενικώς ένα φιλελεύθερο πνεύμα. Κατά το κοινώς λεγόμενο ήταν ξέφραγο αμπέλι. Φύτρωνε κάθε καρυδιάς καρύδι, από αντισοβιετικές έως κι ανοιχτά φασιστικές οργανώσεις. Κι αντί να πάρουν τον σταλινικό καρυοθραύστη να τις τσακίσουν, οι σοβιετικοί τραγουδούσαν το κύκνειο άσμα τους στη λίμνη των κύκνων και τις άφηναν να λειτουργούν νόμιμα και να αλωνίζουν. Και ο γκόρμπι έκανε τον μαύρο κύκνο και ξεγελούσε τους λαούς της σοβιετίας που αγάπησαν εν αγνοία τους τον προδότη τους.
Στην άλλη πλευρά του τείχους αγάπησαν μόνο την προδοσία του και τον προδότη τον πέταξαν σα στυμμένη λεμονόκουπα να διαφημίζει πίτσες. Εν τω μεταξύ όμως έπρεπε να τον παινεύουν και να τον προβάλλουν ως πρότυπο σύγχρονου κομμουνιστή ηγέτη. Κι έτσι του έδωσαν κι ένα νόμπελ ειρήνης για την ερμηνεία του. Ενώ η πόρτμαν ούτε ένα όσκαρ δεν πήρε. Ούτε καν ένα αγαλματάκι με το ημίθεο για το ηράκλειο έργο που έκανε. Μία δεν πιάνει μπροστά στον ιούδα η πόρτμαν.
Κοντά στους βασιλικούς (και τους τσαρικούς) ποτίζονται κι οι γλάστρες. Εδώ άφηναν ανενόχλητες φασιστικές οργανώσεις. Στους τρότσκες θα κολλούσαν -που ούτως ή άλλως ήταν γραφικοί κι ακίνδυνοι; Και μη μου πείτε πως έτσι κι αλλιώς το ίδιο είναι, στη ρετρό λογική του σοσιαλ-φασισμού. Στηρίζουμε κριτικά το σύντροφο με το μουστάκι, αλλά δεν υιοθετούμε τη φρασεολογία του για τους πολιτικούς του αντιπάλους.
Συμφωνούμε την πολιτική του αλλά όχι με την πολεμική του. Ή μάλλον συμφωνούμε και με την πολεμική του, αλλά όχι πάντα με τον τρόπο που εκδηλώθηκε. Και πώς να μην είναι όμως πολεμική η πολιτική του συντρόφου με το μουστάκι, με τη σοβιετία περικυκλωμένη από ιμπεριαλιστές που τον περίμεναν στη γωνία για να μας τη φορέσουν; Ο πόλεμος εξαλλου είναι η συνέχεια της πολιτικής με άλλα μέσα.
Όπως συμβαίνει και σήμερα καμιά φορά με την οργάνωση. Κρατάμε αποστάσεις από τις σκληρές ανακοινώσεις για εκοφίτες, παιδιά του μπόμπολα κτλ. Αλλά συμφωνούμε κριτικά με την πολιτική της, με τις διαφωνίες μας και τα σκουλαρίκια μας. Συμφωνούμε βασικά με τις πράξεις, αλλά όχι πάντα με το στιλ και τη φρασεολογία.
Κάποιοι λένε ότι στην πραγματικότητα συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο. Το κόμμα τα λέει όλα καλά κι ωραία, τα περιγράφει μια χαρά και τα ευαγγελίζεται για τη δευτέρα παρουσία του σοσιαλισμού που θα έρθει χωρίς επανάσταση, μόνο με κρίνο. Αυτό αφορά όμως κυρίως άλλους χώρους με βαρύγδουπες αναλύσεις που αναφέρουν σε κάθε τρίτη φράση την επανάσταση για να λύσουν τα ξόρκια του καπιταλισμού, αλλά δεν έχουν καμία επαφή με την πραγματικότητα.
Σε κάθε περίπτωση η αποκατάσταση του τρότσκι ήταν το λιγότερο πιθανό σενάριο. Αυτή του μπουχάριν είχε πολιτική σκοπιμότητα. Ο γκόρμπι δεν αποκατέστησε τον επαναστάτη θεωρητικό της παλιάς φρουράς των μπολσεβίκων, ή ένα θύμα του σταλινισμού. Αλλά τον θεωρητικό του περίφημου "κουλάκοι πλουτίστε", τον υπερασπιστή της νεπ, που άφηνε περιθώριο –σε πολύ ειδικές συνθήκες και για πολύ συγκεκριμένους λόγους- στην ιδιωτική πρωτοβουλία.
Αυτό ήταν που ενδιέφερε τα γκεσέμια της περεστρόικα και για αυτό έκαναν λόγο για επιστροφή στην θεωρητική κληρονομιά του λένιν και τα τελευταία του κείμενα που συνέπιπταν χρονικά με την περίοδο της νεπ, παίρνοντας ακριβώς τα αποσπάσματα που τους βόλευαν για να αλλοιώσουν το νόημα και να προωθήσουν την οικονομία της αγοράς. Με τον τρότσκι όμως δεν υπήρχε αντίστοιχη σκοπιμότητα.
Πέρα από αυτό η αποκατάσταση του μπουχάριν είχε ένα νόημα με την έννοια της απαλλαγής του από την κατηγορία του πράκτορα του φασισμού και μιας ηθικής επανόρθωσης για την εκτέλεσή του. Για τον λέοντα όμως, τι νόημα θα είχε; Μεταξύ μας θεωρούμε αυτονόητο καμιά φορά ότι πίσω από τη δολοφονία του συντρόφου με την αξίνα βρισκόταν ο στάλιν. Θυμάμαι έναν σύντροφο που πήρε μια φορά στη σχολή του έναν κοε(μ)τζή απ’ το χέρι, τον έβαλε να το δώσει σε έναν οκδε σκέτο και του είπε: έλα, ζήτα του συγνώμη που του δολοφονήσατε τον αρχηγό. Δεν ξέρω αν όντως το έκανε, αλλά εξ όσων γνωρίζω οι σοβιετικοί ουδέποτε παραδέχτηκαν κάτι τέτοιο, για να το επανορθώσουν με μια αποκοτάσταση.
Σε μια μικρή μπροσούρα του σεκ με τίτλο πώς χάθηκε η ρώσικη επανάσταση, υπάρχει στο τέλος κι ένα κείμενο του γκαργκάνα -αν θυμάμαι καλά- της χρυσής δεκαετίας για τη γκορμπι-μανία και το κλίμα της εποχής. Μαζί και μια γελοιογραφία του ιωάννου, που είναι όλα τα ρούβλια σε σκληρό συνάλλαγμα.
Είμαστε στα 80’ς, τρικομματική βουλή κι έχει το λόγο ο μητσοτάκ.
-Γιατί όπως λέει κι ο κύριος γκορμπατσόφ..
Πετιέται και τον διακόπτει ο ανδρέας.
-Δε θα μας πείτε εσείς τι λέει ο φίλος γκορμπατσόφ.
-Κάτω τα χέρια από το σύντροφο γκορμπατσόφ, εξανίσταται κι ο χαρίλαος.
Μα τι έλεγε τέλος πάντων αυτός ο γκορμπατσόφ κι ήταν τόσο σπουδαίο;
Κι είχαμε τους ανανεωτικούς που βρήκαν δικό τους άνθρωπο στην ουσία, να μας λένε ότι δεν είμαστε ολόψυχα με το πνεύμα της περεστρόικα, ότι προσποιούμαστε και προσπαθούμε να προσαρμοστούμε ασθμαίνοντας. Άσχετο, αλλά δίκιο είχαν, κι ευτυχώς δηλ.
Τους μουλάδες να είναι ο μόνος χώρος που είχε ψυλλιαστεί πού πάει το πράγμα –απ' ό,τι δείχνουν τα ντοκουμέντα της εποχής- αλλά όχι σε όλη του τη διάσταση. Πού ακούστηκε δηλ ιμπεριαλιστής –έστω και σοσιαλιμπεριαλιστής- να αφήνει οικειοθελώς τις αποικίες του, να γκρεμίζει το τείχος και να αυτοκτονεί χωρίς να ανοίξει μύτη; Παρά μόνο στη ρουμανία, όπου το καθεστώς τσαουσέσκου είχε ρίζες κι αντιστάθηκε. Ναι, ο τσαουσέσκου.
Το σεκ πανηγύριζε για τις λαϊκές (αντ)επαναστάσεις από κάτω και δεξιά (μωρέ από κάτω να ‘ναι κι ό,τι να ‘ναι). Και το πγ μας να λέει περίπου τα ίδια για τον τσαουσέσκου και να έχει πανηγυρική ανακοίνωση για την ανατροπή και τη δολοφονία του.
Οι κοτζιάς και μπατίκας έφευγαν το 89’ από τα αριστερά εξαιτίας του τζανετάκη καταγγέλοντας το σταλινικό τρόπο λειτουργίας του κουκουέ που δε συνάδει με το νέο ήθος και τις αρχές της περεστρόικα! Κι ο σάββας να βλέπει σε αυτήν την επιβεβαίωση της θεωρίας του τρότσκι για την αντιγραφειοκρατική επανάσταση*. Και να θεωρεί ως πιο συνεπή της τμήματα όσους συνασπίζονταν γύρω από τον γέλτσιν! Πολιτικό κριτήριο, όχι αστεία.
Τα έσχατα του κόσμου. Είναι μετά να μη βγει η θεωρία για το τέλος της ιστορίας; Κι εσύ ο μέσος κουκουές να πρέπει να τα συγκεντρώσεις όλα αυτά και να βγάλεις ένα λογικό συμπέρασμα με συνοχή κι ειρμό. Να βλέπεις τα αυγά και να τα ρωτάς πού πήγαν τα πασχάλια. Και να έχεις την ψυχολογία του σπύρου παπαδόπουλου στους απαράδεκτους.
Τι έγινε ρε παιδιά, μας την πέσανε;
Έπεσε ο ουρανός στα κεφάλια μας που λέει κι ο μαζεστίξ. Είναι μετά να μη σιχτιρίσει αυτή η γενιά και να μην πάει σπίτι της; Και πού να πήγαιναν δηλ; Μπρος γκρεμός και πίσω ρεύμα, νέο αριστερό. Ε, πήγαν κι έπεσαν στο γκρεμό και καλά κρασά. Όρκο παίρνω πως πολύ καλοί άνθρωποι ήσαντο.
Σημειώσεις
*Ο τροτσκισμός στην ουσία ήταν μια ολομέτωπη επίθεση ενάντια στο λενινισμό. Επρόκειτο πρακτικά για τις τύχες του σοσιαλισμού στην χώρα μας, για τις τύχες της επανάστασης. Σε αυτές τις συνθήκες ήταν απαραίτητο να ξεσκεπαστεί ο τροτσκισμό μπροστά σε όλο το λαό, να αποκαλυφθεί η αντισοσιαλιστική του ουσία. Η κατάσταση περιπλεκόταν από το γεγονός ότι οι τροτσκιστές είχαν συνασπιστεί με τη νέα αντιπολίτευση των ζινόβιεφ και κάμενεφ.
Από το λόγο του γκορμπατσόφ για την 70ή επέτειο της οκτωβριανής επανάστασης.
*η περεστρόικα είναι η αντιφατική μορφή μέσα από την οποία αναπτύσσεται ένα επαναστατικό περιεχόμενο –η πολιτική επανάσταση ενάντια στη γραφειοκρατία και το σταλινισμό που είχε προβλέψει ο τρότσκι. Μια ιδιότυπη κατάσταση δυαδικής εξουσίας έχει διαμορφωθεί. Από τη μία η γραφειοκρατία έχει χάσει το μονοπώλιο της πολιτικής εξουσίας, αλλά όχι βασικούς μοχλούς της. Από την άλλη η εργατική τάξη μπήκε πια στο δρόμο για να αποκτήσουν όλη την εξουσία τα αναγεννημένα σοβιέτ.
Νοέμβρης 88’, ο σάββας μιχαήλ προλογίζει σάββα μιχαήλ, στη δεύτερη έκδοση του βιβλίου του, περεστρόικα και οικονομία, εκδόσεις αλλαγή.
Ο γκόρμπι γοήτευσε δυστυχώς πολύ κόσμο κι ανάμεσά τους και κάποιους τροτσκιστές.
Υπήρχαν βέβαια κάποιες ομιλίες του με αποσπάσματα σαν κι αυτό*, όπου η ουσία του τροτσκισμού θεωρείται μια ολομέτωπη επίθεση στον λενινισμό. Αλλά κατά βάθος αυτά ανήκουν σε έναν πρώιμο γκόρμπι που δε μπορούσε ακόμα να εκδηλωθεί ανοιχτά κι έπρεπε να κρατά κάποια μπρεζνιεφικά προσχήματα, λόγω της ημέρας (η επέτειος του οκτώβρη, αλλά και των γενεθλίων του τρότσκι).
Την ίδια χρονιά πάντως (1988) οι σοβιετικοί προχώρησαν στην αποκατάσταση του μπουχάριν, στα 50χρονα από την εκτέλεσή του. Κι ήταν βάσιμη η «ελπίδα» ότι αν κρατούσε λίγο ακόμη ο γκόρμπι θα προλάβαινε να αποκαταστήσει και τον λέοντα. Αν και πέρσι ένας αναγνώστης του μπλοκ μας έγραψε ότι η αποκατάσταση αυτή έχει γίνει (άλλο αν δεν έγινε εξίσου γνωστή)! Κι αφού το ζήσαμε κι αυτό, μπορούμε πια να πεθάνουμε ευτυχισμένοι, μαζί με τη σοβιετία.
Ίσως να την έκαναν στα 50χρονα από τη δολοφονία του, στα 1990, μαζί με το 28ο συνέδριο του κκσε, όπου δεύτε τελευταίον ασπασμόν γιατί ένας από εμάς είναι ιούδας και το φιλί του προδοσία. Οπότε αυτό το συνέδριο ήταν το τελευταίο. Τα ύστερα του (νέου) κόσμου και της ιστορίας.
Τότε βέβαια στη σοβιετία επικραούσε γενικώς ένα φιλελεύθερο πνεύμα. Κατά το κοινώς λεγόμενο ήταν ξέφραγο αμπέλι. Φύτρωνε κάθε καρυδιάς καρύδι, από αντισοβιετικές έως κι ανοιχτά φασιστικές οργανώσεις. Κι αντί να πάρουν τον σταλινικό καρυοθραύστη να τις τσακίσουν, οι σοβιετικοί τραγουδούσαν το κύκνειο άσμα τους στη λίμνη των κύκνων και τις άφηναν να λειτουργούν νόμιμα και να αλωνίζουν. Και ο γκόρμπι έκανε τον μαύρο κύκνο και ξεγελούσε τους λαούς της σοβιετίας που αγάπησαν εν αγνοία τους τον προδότη τους.
Στην άλλη πλευρά του τείχους αγάπησαν μόνο την προδοσία του και τον προδότη τον πέταξαν σα στυμμένη λεμονόκουπα να διαφημίζει πίτσες. Εν τω μεταξύ όμως έπρεπε να τον παινεύουν και να τον προβάλλουν ως πρότυπο σύγχρονου κομμουνιστή ηγέτη. Κι έτσι του έδωσαν κι ένα νόμπελ ειρήνης για την ερμηνεία του. Ενώ η πόρτμαν ούτε ένα όσκαρ δεν πήρε. Ούτε καν ένα αγαλματάκι με το ημίθεο για το ηράκλειο έργο που έκανε. Μία δεν πιάνει μπροστά στον ιούδα η πόρτμαν.
Κοντά στους βασιλικούς (και τους τσαρικούς) ποτίζονται κι οι γλάστρες. Εδώ άφηναν ανενόχλητες φασιστικές οργανώσεις. Στους τρότσκες θα κολλούσαν -που ούτως ή άλλως ήταν γραφικοί κι ακίνδυνοι; Και μη μου πείτε πως έτσι κι αλλιώς το ίδιο είναι, στη ρετρό λογική του σοσιαλ-φασισμού. Στηρίζουμε κριτικά το σύντροφο με το μουστάκι, αλλά δεν υιοθετούμε τη φρασεολογία του για τους πολιτικούς του αντιπάλους.
Συμφωνούμε την πολιτική του αλλά όχι με την πολεμική του. Ή μάλλον συμφωνούμε και με την πολεμική του, αλλά όχι πάντα με τον τρόπο που εκδηλώθηκε. Και πώς να μην είναι όμως πολεμική η πολιτική του συντρόφου με το μουστάκι, με τη σοβιετία περικυκλωμένη από ιμπεριαλιστές που τον περίμεναν στη γωνία για να μας τη φορέσουν; Ο πόλεμος εξαλλου είναι η συνέχεια της πολιτικής με άλλα μέσα.
Όπως συμβαίνει και σήμερα καμιά φορά με την οργάνωση. Κρατάμε αποστάσεις από τις σκληρές ανακοινώσεις για εκοφίτες, παιδιά του μπόμπολα κτλ. Αλλά συμφωνούμε κριτικά με την πολιτική της, με τις διαφωνίες μας και τα σκουλαρίκια μας. Συμφωνούμε βασικά με τις πράξεις, αλλά όχι πάντα με το στιλ και τη φρασεολογία.
Κάποιοι λένε ότι στην πραγματικότητα συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο. Το κόμμα τα λέει όλα καλά κι ωραία, τα περιγράφει μια χαρά και τα ευαγγελίζεται για τη δευτέρα παρουσία του σοσιαλισμού που θα έρθει χωρίς επανάσταση, μόνο με κρίνο. Αυτό αφορά όμως κυρίως άλλους χώρους με βαρύγδουπες αναλύσεις που αναφέρουν σε κάθε τρίτη φράση την επανάσταση για να λύσουν τα ξόρκια του καπιταλισμού, αλλά δεν έχουν καμία επαφή με την πραγματικότητα.
Σε κάθε περίπτωση η αποκατάσταση του τρότσκι ήταν το λιγότερο πιθανό σενάριο. Αυτή του μπουχάριν είχε πολιτική σκοπιμότητα. Ο γκόρμπι δεν αποκατέστησε τον επαναστάτη θεωρητικό της παλιάς φρουράς των μπολσεβίκων, ή ένα θύμα του σταλινισμού. Αλλά τον θεωρητικό του περίφημου "κουλάκοι πλουτίστε", τον υπερασπιστή της νεπ, που άφηνε περιθώριο –σε πολύ ειδικές συνθήκες και για πολύ συγκεκριμένους λόγους- στην ιδιωτική πρωτοβουλία.
Αυτό ήταν που ενδιέφερε τα γκεσέμια της περεστρόικα και για αυτό έκαναν λόγο για επιστροφή στην θεωρητική κληρονομιά του λένιν και τα τελευταία του κείμενα που συνέπιπταν χρονικά με την περίοδο της νεπ, παίρνοντας ακριβώς τα αποσπάσματα που τους βόλευαν για να αλλοιώσουν το νόημα και να προωθήσουν την οικονομία της αγοράς. Με τον τρότσκι όμως δεν υπήρχε αντίστοιχη σκοπιμότητα.
Πέρα από αυτό η αποκατάσταση του μπουχάριν είχε ένα νόημα με την έννοια της απαλλαγής του από την κατηγορία του πράκτορα του φασισμού και μιας ηθικής επανόρθωσης για την εκτέλεσή του. Για τον λέοντα όμως, τι νόημα θα είχε; Μεταξύ μας θεωρούμε αυτονόητο καμιά φορά ότι πίσω από τη δολοφονία του συντρόφου με την αξίνα βρισκόταν ο στάλιν. Θυμάμαι έναν σύντροφο που πήρε μια φορά στη σχολή του έναν κοε(μ)τζή απ’ το χέρι, τον έβαλε να το δώσει σε έναν οκδε σκέτο και του είπε: έλα, ζήτα του συγνώμη που του δολοφονήσατε τον αρχηγό. Δεν ξέρω αν όντως το έκανε, αλλά εξ όσων γνωρίζω οι σοβιετικοί ουδέποτε παραδέχτηκαν κάτι τέτοιο, για να το επανορθώσουν με μια αποκοτάσταση.
Σε μια μικρή μπροσούρα του σεκ με τίτλο πώς χάθηκε η ρώσικη επανάσταση, υπάρχει στο τέλος κι ένα κείμενο του γκαργκάνα -αν θυμάμαι καλά- της χρυσής δεκαετίας για τη γκορμπι-μανία και το κλίμα της εποχής. Μαζί και μια γελοιογραφία του ιωάννου, που είναι όλα τα ρούβλια σε σκληρό συνάλλαγμα.
Είμαστε στα 80’ς, τρικομματική βουλή κι έχει το λόγο ο μητσοτάκ.
-Γιατί όπως λέει κι ο κύριος γκορμπατσόφ..
Πετιέται και τον διακόπτει ο ανδρέας.
-Δε θα μας πείτε εσείς τι λέει ο φίλος γκορμπατσόφ.
-Κάτω τα χέρια από το σύντροφο γκορμπατσόφ, εξανίσταται κι ο χαρίλαος.
Μα τι έλεγε τέλος πάντων αυτός ο γκορμπατσόφ κι ήταν τόσο σπουδαίο;
Κι είχαμε τους ανανεωτικούς που βρήκαν δικό τους άνθρωπο στην ουσία, να μας λένε ότι δεν είμαστε ολόψυχα με το πνεύμα της περεστρόικα, ότι προσποιούμαστε και προσπαθούμε να προσαρμοστούμε ασθμαίνοντας. Άσχετο, αλλά δίκιο είχαν, κι ευτυχώς δηλ.
Τους μουλάδες να είναι ο μόνος χώρος που είχε ψυλλιαστεί πού πάει το πράγμα –απ' ό,τι δείχνουν τα ντοκουμέντα της εποχής- αλλά όχι σε όλη του τη διάσταση. Πού ακούστηκε δηλ ιμπεριαλιστής –έστω και σοσιαλιμπεριαλιστής- να αφήνει οικειοθελώς τις αποικίες του, να γκρεμίζει το τείχος και να αυτοκτονεί χωρίς να ανοίξει μύτη; Παρά μόνο στη ρουμανία, όπου το καθεστώς τσαουσέσκου είχε ρίζες κι αντιστάθηκε. Ναι, ο τσαουσέσκου.
Το σεκ πανηγύριζε για τις λαϊκές (αντ)επαναστάσεις από κάτω και δεξιά (μωρέ από κάτω να ‘ναι κι ό,τι να ‘ναι). Και το πγ μας να λέει περίπου τα ίδια για τον τσαουσέσκου και να έχει πανηγυρική ανακοίνωση για την ανατροπή και τη δολοφονία του.
Οι κοτζιάς και μπατίκας έφευγαν το 89’ από τα αριστερά εξαιτίας του τζανετάκη καταγγέλοντας το σταλινικό τρόπο λειτουργίας του κουκουέ που δε συνάδει με το νέο ήθος και τις αρχές της περεστρόικα! Κι ο σάββας να βλέπει σε αυτήν την επιβεβαίωση της θεωρίας του τρότσκι για την αντιγραφειοκρατική επανάσταση*. Και να θεωρεί ως πιο συνεπή της τμήματα όσους συνασπίζονταν γύρω από τον γέλτσιν! Πολιτικό κριτήριο, όχι αστεία.
Τα έσχατα του κόσμου. Είναι μετά να μη βγει η θεωρία για το τέλος της ιστορίας; Κι εσύ ο μέσος κουκουές να πρέπει να τα συγκεντρώσεις όλα αυτά και να βγάλεις ένα λογικό συμπέρασμα με συνοχή κι ειρμό. Να βλέπεις τα αυγά και να τα ρωτάς πού πήγαν τα πασχάλια. Και να έχεις την ψυχολογία του σπύρου παπαδόπουλου στους απαράδεκτους.
Τι έγινε ρε παιδιά, μας την πέσανε;
Έπεσε ο ουρανός στα κεφάλια μας που λέει κι ο μαζεστίξ. Είναι μετά να μη σιχτιρίσει αυτή η γενιά και να μην πάει σπίτι της; Και πού να πήγαιναν δηλ; Μπρος γκρεμός και πίσω ρεύμα, νέο αριστερό. Ε, πήγαν κι έπεσαν στο γκρεμό και καλά κρασά. Όρκο παίρνω πως πολύ καλοί άνθρωποι ήσαντο.
Σημειώσεις
*Ο τροτσκισμός στην ουσία ήταν μια ολομέτωπη επίθεση ενάντια στο λενινισμό. Επρόκειτο πρακτικά για τις τύχες του σοσιαλισμού στην χώρα μας, για τις τύχες της επανάστασης. Σε αυτές τις συνθήκες ήταν απαραίτητο να ξεσκεπαστεί ο τροτσκισμό μπροστά σε όλο το λαό, να αποκαλυφθεί η αντισοσιαλιστική του ουσία. Η κατάσταση περιπλεκόταν από το γεγονός ότι οι τροτσκιστές είχαν συνασπιστεί με τη νέα αντιπολίτευση των ζινόβιεφ και κάμενεφ.
Από το λόγο του γκορμπατσόφ για την 70ή επέτειο της οκτωβριανής επανάστασης.
*η περεστρόικα είναι η αντιφατική μορφή μέσα από την οποία αναπτύσσεται ένα επαναστατικό περιεχόμενο –η πολιτική επανάσταση ενάντια στη γραφειοκρατία και το σταλινισμό που είχε προβλέψει ο τρότσκι. Μια ιδιότυπη κατάσταση δυαδικής εξουσίας έχει διαμορφωθεί. Από τη μία η γραφειοκρατία έχει χάσει το μονοπώλιο της πολιτικής εξουσίας, αλλά όχι βασικούς μοχλούς της. Από την άλλη η εργατική τάξη μπήκε πια στο δρόμο για να αποκτήσουν όλη την εξουσία τα αναγεννημένα σοβιέτ.
Νοέμβρης 88’, ο σάββας μιχαήλ προλογίζει σάββα μιχαήλ, στη δεύτερη έκδοση του βιβλίου του, περεστρόικα και οικονομία, εκδόσεις αλλαγή.
Πέμπτη 17 Μαρτίου 2011
Ψηφιδωτό
Μεταμοντέρνα σύνθεση από θραύσματα κι αποσπάσματα παρμένα από διάφορα αναγνώσματα του τελευταίου διαστήματος.
Ξεκινάμε με έριχ χόνεκερ κι ένα απόσπασμα απ’ το βιβλίο του «Απ’ τη ζωή μου», εκδόσεις ειρήνη.
Ταυτόχρονα βλέπαμε σαν απαραίτητο να ξεκαθαρίσουμε τι είχε προκύψει από την μεταπολεμική εξέλιξη ως προς το εθνικό ζήτημα. Αναλύοντας εκείνες τις διαδικασίες που ‘χαν πραγματοποιηθεί σε γερμανικό έδαφος από το 1945, αιτιολόγησα: Σε ό,τι αφορά το εθνικό ζήτημα, έχει αποφασίσει ήδη σχετικά η ιστορία… Σε αντίθεση με την οδγ, όπου συνεχίζει να λειτουργεί το αστικό έθνος και όπου το εθνικό ζήτημα καθορίζεται από την ασίγαστη ταξική πάλη ανάμεσα στην αστική τάξη και τις εργαζόμενες μάζες… εξελίσσεται σε εμάς, στη γερμανική λαοκρατική δημοκρατία, στο σοσιαλιστικό γερμανικό κράτος, το σοσιαλιστικό έθνος.
Το ωραίο είναι ότι ο χόνεκερ μεγάλωσε στο σάαρ που είναι κοντά στα σύνορα με τη γαλλία και οι γονείς του παρέμειναν εκεί μετά τον πόλεμο. Οπότε μάλλον ανήκουν σε διαφορετική εθνικότητα, εκτός κι αν υπάρχει κάτι που μου διαφεύγει.
Κατά τα άλλα το βιβλίο έχει πρόλογο του ανδρέα παπανδρέου (που έπαιζε πολύ καλά το χαρτί του φίλου των σοσιαλιστικών χωρών για να εγκλωβίζει συνειδήσεις) και στο δεύτερο μισό γίνεται ένα κλασικό πολιτικό άρλεκιν γραμμένο σε άπταιστη, μπρεζνιεφική διάλεκτο. Ακόμα κι όταν διηγείται την ανάδειξή του σε γενικό γραμματέα του κόμματος, ο χόνεκερ δεν προδίδει το στιλ του: για μένα, όπως καθένας καταλαβαίνει, υπήρξε μια ιδιαίτερα αξιομνημόνευτη στιγμή. Αυτή ήταν μια μεγάλη απόδειξη της εμπιστοσύνης [του κόμματος], μια απόφαση που με συγκίνησε βαθιά.
Συνεχίζουμε με το ιστορικό στέλεχος του εσωτερικού, πάνο δημητρίου και τα παραλειπόμενα της διάσπασης, εκδόσεις ηριδανός. Σε ένα άρθρο με τίτλο νέο βήμα στην καταπάτηση των λενινιστικών, οργανωτικών αρχών ο πδ παραθέτει ένα άρθρο της πράβδα για την ευρεία 12η ολομέλεια του 68’.
Η σύγκληση αυτής της ολομέλειας δεν ήταν παρά μανούβρα (...), η ίδια δε η «ολομέλεια» δεν είχε νομική ισχύ από την άποψη του καταστατικού του κόμματος. Γιατί από τα τακτικά κι αναπληρωματικά μέλη της κε που είχαν εκλεγεί στο 8ο συνέδριο του κόμματος, τα περισσότερα υποβλήθηκαν σε δημόσιους διασυρμούς και διωγμούς και καταγγέλθηκαν σαν πράκτορες. Δεν είναι τυχαίο επίσης ότι η «ολομέλεια» ονομάστηκε «ευρεία». Αυτό έγινε για να δοθεί σε αυτήν επίφαση αντιπροσωπευτικότητας και να καλυφθεί η έλλειψη απαρτίας.
Μα είναι δυνατόν να έγραφε τέτοια πράγματα η πράβδα; Ναι, αλλά δεν ήταν για το κουκουέ. Το άρθρο αναφέρεται στη 12η ευρεία ολομέλεια του κκ κίνας και τις μανούβρες των μαοϊστών (sic). Ας το διαβάσουμε από την αρχή, χωρίς τα σημεία που παρέλειψα σκόπιμα στο παραπάνω απόσπασμα. Δώστε βάση στην χρήση εισαγωγικών, που αποτελεί σημείο στίξης-φετίχ για τον μαοϊκό χώρο, όταν πιάνει στο στόμα του τους ρεβιζιονιστές.
Η σύγκληση αυτής της ολομέλειας, γράφει η πράβδα, δεν ήταν παρά μανούβρα των μαοϊστών, η ίδια δε η «ολομέλεια» δεν είχε νομική ισχύ από την άποψη του καταστατικού του κκκ. Γιατί από τα 174 τακτικά κι αναπληρωματικά μέλη της κε του κκκ που είχαν εκλεγεί στο 8ο συνέδριο του κκκ κι αποτελούσαν τη σύνθεσή της ως τις αρχές της πολιτιστικής επανάστασης, περισσότερα από 130 υποβλήθηκαν σε δημόσιους διασυρμούς και σε διωγμούς, καταγγέλθηκαν σαν πράκτορες της λδ της κίνας λιού-σάο-σι. Δεν είναι καθόλου τυχαίο επίσης ότι η «ολομέλεια» ονομάστηκε «ευρεία». Αυτό έγινε για να δοθεί σε αυτήν επίφαση αντιπροσωπευτικότητας και να καλυφθεί η έλλειψη απαρτίας.
Και σχολιάζει ο δημητρίου.
Δεν είμαστε δυστυχώς σε θέση να γνωρίζουμε επακριβώς τα όσα συμβαίνουν στην τόσο μακρινή από μας λδ της κίνας. Είμαστε όμως σε θέση να γνωρίζουμε πολύ καλά από πρώτο χέρι τα όσα συμβαίνουν στο δικό μας σπίτι, στο κκε. Και πρέπει να ομολογήσουμε ότι η παραπάνω περιγραφή της εφημερίδας πράβδα θα μπορούσε θαυμάσια να έχει γραφτεί για την 12η ευρεία ολομέλεια όχι του κκκ, αλλά του κκε.
Στο υπόλοιπο βιβλίο ο δημητρίου μας εξηγεί μεταξύ άλλων γιατί η εδα είχε τα χαρακτηριστικά κόμματος νέου τύπου (!) (επομένως εξέλιπε η ανάγκη ύπαρξης του κουκουέ και των παράνομων οργανώσεων). Σήμερα ο πδ ζει σε βαθιά γεράματα στη θέρμη και δείχνει περήφανος σε όσους τον επισκέπτονται το δεξί του αυτί και το «γαλόνι» που κέρδισε στα γεγονότα της τασκέντ.
Εν παρόδω. Όποιος ξέρει την ακριβή διαφορά μεταξύ ευρείας και πλατειάς ολομέλειας καλείται να συνεισφέρει και να δώσει τα φώτα του στους υπόλοιπους.
Τρίτο και μακρύτερο σε έκταση ένα απόσπασμα από την (κωμικοτραγική) ιστορία του νεοελληνικού κράτους του ραφαηλίδη.
Με τα πολλά, οι ξένοι δέχονται να μας δανείσουν για να πληρώσουμε κας τους τούρκους. Αλλά υπό τον όρο πως οι δανειστές θα έστελναν στην ελλάδα δικούς τους ανθρώπους να εισπράττουν απευθείας τις δόσεις. Τέτοια εμπιστοσύνη μας είχαν. Κι ούτω πως προέκυψε ο περίφημος και ιστορικός διεθνής οικονομικός έλεγχος (δοε) που εισέπραττε τα έσοδα από το χαρτόσημο, τα τελωνεία αθηνών, πατρών και σύρου κι εν μέρει από τα προϊόντα του ελληνικού μονοπωλίου, όπως ήταν τότε το αλάτι και τα σπίρτα. Οι παλιότεροι θα θυμούνται μια κορδέλα που υπήρχε πάνω στο κουτί με τα σπίρτα που έγραφε δοε. Αυτή η τρομερή κορδέλα –σήμα κατατεθέν της ελληνικής σοβινιστικής μωρίας, υπήρχε και μετά τη λήξη του β’ παγκοσμίου πολέμου. Απ’ το 1897. Για πενήντα χρόνια περίπου. Πάλι καλά. Ο επόμενος διεθνής οικονομικός έλεγχος προβλέπω να κρατάει διακόσια χρόνια. Αν και δε νομίζω πως τότε θα υπάρχει ελλάδα για να πληρώνει τα χρέη της. Θα την έχουν φάει οι έλληνες μαζί με τα χρέη της.
Έτσι ξεκομμένο θυμίζει λίγο το όλοι μαζί τα φάγαμε. Αλλά μας δίνει την πιο έγκυρη πρόβλεψη για τον χρονικό ορίζοντα που θα μας απασχολήσει το μνημόνιο με το δντ. Κι ιδωμένο στο σύνολό του θα μπορούσε να είναι βάση για το εγχειρίδιο ιστορίας στην ελληνική λδ του μέλλοντος.
Κλείνουμε με το τελευταίο τεύχος από το περιοδικό ελληνο-κουβανικά νέα, όπου ανάμεσα σε συγκινητικές αναφορές για την αύξηση των κινητών τηλεφώνων στο νησί της επανάστασης και την ιατρική βοήθεια της κούβας στην αϊτή που θάφτηκε απ’ όλα τα διεθνή μίντια, βρίσκουμε τον λόγο του ραούλ κάστρο στην εθνοσυνέλευση της λαϊκής εξουσίας, το δεκέμβρη του περασμένου έτους.
Το 2011 είναι η πρώτη από τις πέντε χρονιές που περιλαμβάνονται στη μεσοπρόθεσμη πρόβλεψη της οικονομίας μας, μια περίοδος που σταδιακά και προοδευτικά θα εισαγάγουμε διαρθρωτικές αλλαγές αντιλήψεων στο κουβανικό μοντέλο. Είναι ανάγκη να αλλάξουμε τη νοοτροπία των στελεχών κι όλων των συμπατριωτών μας.
Εδώ έχουμε να αλλάξουμε λαθεμένες και μη βιώσιμες αντιλήψεις γύρω από το σοσιαλισμό, που έχουν ριζωθεί εδώ και χρόνια σε πλατιά στρώματα του πληθυσμού ως συνέπεια της υπερβολικά πατερναλιστικής ιδεαλιστικής κι ισοπεδωτικής προσέγγισης που θεμελίωσε η επανάσταση προς όφελος της κοινωνικής δικαιοσύνης. Πολλοί κουβανοί συγχέαμε το σοσιαλισμό με τις δωρεάν παροχές και τις επιδοτήσεις, την ισότητα με την ισοπέδωση, αρκετοί ταυτίζαμε το δελτίο των προμηθειών με κοινωνικό επίτευγμα που ποτέ δε θα έπρεπε να καταργήσουμε.
Είμαι πεισμένος ότι διάφορα από τα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε έχουν την προέλευσή τους σε αυτό τον τρόπο διανομής που αποτελεί μια έκφραση ισοπεδωτισμού κι ωφελεί το ίδιο εκείνους που δουλεύουν κι εκείνους που δε δουλεύουν ή δεν το χρειάζονται.
Στο μέλλον θα υπάρχουν επιδοτήσεις, όχι στα προϊόντα, αλλά στις κουβανές και τους κουβανούς που τις χρειάζονται πραγματικά.
Το τελευταίο χρονικό διάστημα η κούβα βρίσκεται σε φάση υποχώρησης. Το διακύβευμα είναι αν θα έχουμε προσωρινή υποχώρηση τύπου νεπ, ή μια κουβανέζικη εκδοχή της περεστρόικα. Όσοι θέλουμε να πιστεύουμε το πρώτο, μπορούμε να πιαστούμε από φράσεις σαν κι αυτήν: κανείς δεν πρέπει να παραπλανηθεί. Οι κατευθύνσεις σηματοδοτούν το δρόμο προς ένα σοσιαλιστικό μέλλον προσαρμοσμένο στις συνθήκες της κούβας, όχι προς το καπιταλιστικό, νεοαποικιακό παρελθόν που συνέτριψε η επανάσταση. Ο σχεδιασμός κι όχι η ελεύθερη αγορά θα είναι η ειδοποιός διαφορά της οικονομίας, κι όπως αναφέρεται στην τρίτη από τις γενικές κατευθύνσεις, δε θα επιτραπεί η συγκέντρωση της ιδιοκτησίας.
Ας κρατήσουμε την πρώτη φράση. Κανείς δεν πρέπει να παραπλανηθεί. Κι επειδή το δις εξαμαρτείν ου κόμματος σοφού, ήδη γίνεται ένας κύκλος ενημέρωσης των μελών για την κατάσταση στο νησί της επανάστασης.
Υστερόγραφο
Στη στήλη λάβαμε και προωθούμε (με την έννοια του στηρίζουμε): http://www.levga.gr/2011/03/blog-post_09.html
Η λεύγα μετράει αποστάσεις κάθε δίμηνο, με σημείο εκκίνησης τον Μάρτιο του 2011. Άκρως συγκινητική κι η αναφορά στο τελευταίο φύλλο του πριν (έργο σπαρίλα).
Ξεκινάμε με έριχ χόνεκερ κι ένα απόσπασμα απ’ το βιβλίο του «Απ’ τη ζωή μου», εκδόσεις ειρήνη.
Ταυτόχρονα βλέπαμε σαν απαραίτητο να ξεκαθαρίσουμε τι είχε προκύψει από την μεταπολεμική εξέλιξη ως προς το εθνικό ζήτημα. Αναλύοντας εκείνες τις διαδικασίες που ‘χαν πραγματοποιηθεί σε γερμανικό έδαφος από το 1945, αιτιολόγησα: Σε ό,τι αφορά το εθνικό ζήτημα, έχει αποφασίσει ήδη σχετικά η ιστορία… Σε αντίθεση με την οδγ, όπου συνεχίζει να λειτουργεί το αστικό έθνος και όπου το εθνικό ζήτημα καθορίζεται από την ασίγαστη ταξική πάλη ανάμεσα στην αστική τάξη και τις εργαζόμενες μάζες… εξελίσσεται σε εμάς, στη γερμανική λαοκρατική δημοκρατία, στο σοσιαλιστικό γερμανικό κράτος, το σοσιαλιστικό έθνος.
Το ωραίο είναι ότι ο χόνεκερ μεγάλωσε στο σάαρ που είναι κοντά στα σύνορα με τη γαλλία και οι γονείς του παρέμειναν εκεί μετά τον πόλεμο. Οπότε μάλλον ανήκουν σε διαφορετική εθνικότητα, εκτός κι αν υπάρχει κάτι που μου διαφεύγει.
Κατά τα άλλα το βιβλίο έχει πρόλογο του ανδρέα παπανδρέου (που έπαιζε πολύ καλά το χαρτί του φίλου των σοσιαλιστικών χωρών για να εγκλωβίζει συνειδήσεις) και στο δεύτερο μισό γίνεται ένα κλασικό πολιτικό άρλεκιν γραμμένο σε άπταιστη, μπρεζνιεφική διάλεκτο. Ακόμα κι όταν διηγείται την ανάδειξή του σε γενικό γραμματέα του κόμματος, ο χόνεκερ δεν προδίδει το στιλ του: για μένα, όπως καθένας καταλαβαίνει, υπήρξε μια ιδιαίτερα αξιομνημόνευτη στιγμή. Αυτή ήταν μια μεγάλη απόδειξη της εμπιστοσύνης [του κόμματος], μια απόφαση που με συγκίνησε βαθιά.
Συνεχίζουμε με το ιστορικό στέλεχος του εσωτερικού, πάνο δημητρίου και τα παραλειπόμενα της διάσπασης, εκδόσεις ηριδανός. Σε ένα άρθρο με τίτλο νέο βήμα στην καταπάτηση των λενινιστικών, οργανωτικών αρχών ο πδ παραθέτει ένα άρθρο της πράβδα για την ευρεία 12η ολομέλεια του 68’.
Η σύγκληση αυτής της ολομέλειας δεν ήταν παρά μανούβρα (...), η ίδια δε η «ολομέλεια» δεν είχε νομική ισχύ από την άποψη του καταστατικού του κόμματος. Γιατί από τα τακτικά κι αναπληρωματικά μέλη της κε που είχαν εκλεγεί στο 8ο συνέδριο του κόμματος, τα περισσότερα υποβλήθηκαν σε δημόσιους διασυρμούς και διωγμούς και καταγγέλθηκαν σαν πράκτορες. Δεν είναι τυχαίο επίσης ότι η «ολομέλεια» ονομάστηκε «ευρεία». Αυτό έγινε για να δοθεί σε αυτήν επίφαση αντιπροσωπευτικότητας και να καλυφθεί η έλλειψη απαρτίας.
Μα είναι δυνατόν να έγραφε τέτοια πράγματα η πράβδα; Ναι, αλλά δεν ήταν για το κουκουέ. Το άρθρο αναφέρεται στη 12η ευρεία ολομέλεια του κκ κίνας και τις μανούβρες των μαοϊστών (sic). Ας το διαβάσουμε από την αρχή, χωρίς τα σημεία που παρέλειψα σκόπιμα στο παραπάνω απόσπασμα. Δώστε βάση στην χρήση εισαγωγικών, που αποτελεί σημείο στίξης-φετίχ για τον μαοϊκό χώρο, όταν πιάνει στο στόμα του τους ρεβιζιονιστές.
Η σύγκληση αυτής της ολομέλειας, γράφει η πράβδα, δεν ήταν παρά μανούβρα των μαοϊστών, η ίδια δε η «ολομέλεια» δεν είχε νομική ισχύ από την άποψη του καταστατικού του κκκ. Γιατί από τα 174 τακτικά κι αναπληρωματικά μέλη της κε του κκκ που είχαν εκλεγεί στο 8ο συνέδριο του κκκ κι αποτελούσαν τη σύνθεσή της ως τις αρχές της πολιτιστικής επανάστασης, περισσότερα από 130 υποβλήθηκαν σε δημόσιους διασυρμούς και σε διωγμούς, καταγγέλθηκαν σαν πράκτορες της λδ της κίνας λιού-σάο-σι. Δεν είναι καθόλου τυχαίο επίσης ότι η «ολομέλεια» ονομάστηκε «ευρεία». Αυτό έγινε για να δοθεί σε αυτήν επίφαση αντιπροσωπευτικότητας και να καλυφθεί η έλλειψη απαρτίας.
Και σχολιάζει ο δημητρίου.
Δεν είμαστε δυστυχώς σε θέση να γνωρίζουμε επακριβώς τα όσα συμβαίνουν στην τόσο μακρινή από μας λδ της κίνας. Είμαστε όμως σε θέση να γνωρίζουμε πολύ καλά από πρώτο χέρι τα όσα συμβαίνουν στο δικό μας σπίτι, στο κκε. Και πρέπει να ομολογήσουμε ότι η παραπάνω περιγραφή της εφημερίδας πράβδα θα μπορούσε θαυμάσια να έχει γραφτεί για την 12η ευρεία ολομέλεια όχι του κκκ, αλλά του κκε.
Στο υπόλοιπο βιβλίο ο δημητρίου μας εξηγεί μεταξύ άλλων γιατί η εδα είχε τα χαρακτηριστικά κόμματος νέου τύπου (!) (επομένως εξέλιπε η ανάγκη ύπαρξης του κουκουέ και των παράνομων οργανώσεων). Σήμερα ο πδ ζει σε βαθιά γεράματα στη θέρμη και δείχνει περήφανος σε όσους τον επισκέπτονται το δεξί του αυτί και το «γαλόνι» που κέρδισε στα γεγονότα της τασκέντ.
Εν παρόδω. Όποιος ξέρει την ακριβή διαφορά μεταξύ ευρείας και πλατειάς ολομέλειας καλείται να συνεισφέρει και να δώσει τα φώτα του στους υπόλοιπους.
Τρίτο και μακρύτερο σε έκταση ένα απόσπασμα από την (κωμικοτραγική) ιστορία του νεοελληνικού κράτους του ραφαηλίδη.
Με τα πολλά, οι ξένοι δέχονται να μας δανείσουν για να πληρώσουμε κας τους τούρκους. Αλλά υπό τον όρο πως οι δανειστές θα έστελναν στην ελλάδα δικούς τους ανθρώπους να εισπράττουν απευθείας τις δόσεις. Τέτοια εμπιστοσύνη μας είχαν. Κι ούτω πως προέκυψε ο περίφημος και ιστορικός διεθνής οικονομικός έλεγχος (δοε) που εισέπραττε τα έσοδα από το χαρτόσημο, τα τελωνεία αθηνών, πατρών και σύρου κι εν μέρει από τα προϊόντα του ελληνικού μονοπωλίου, όπως ήταν τότε το αλάτι και τα σπίρτα. Οι παλιότεροι θα θυμούνται μια κορδέλα που υπήρχε πάνω στο κουτί με τα σπίρτα που έγραφε δοε. Αυτή η τρομερή κορδέλα –σήμα κατατεθέν της ελληνικής σοβινιστικής μωρίας, υπήρχε και μετά τη λήξη του β’ παγκοσμίου πολέμου. Απ’ το 1897. Για πενήντα χρόνια περίπου. Πάλι καλά. Ο επόμενος διεθνής οικονομικός έλεγχος προβλέπω να κρατάει διακόσια χρόνια. Αν και δε νομίζω πως τότε θα υπάρχει ελλάδα για να πληρώνει τα χρέη της. Θα την έχουν φάει οι έλληνες μαζί με τα χρέη της.
Έτσι ξεκομμένο θυμίζει λίγο το όλοι μαζί τα φάγαμε. Αλλά μας δίνει την πιο έγκυρη πρόβλεψη για τον χρονικό ορίζοντα που θα μας απασχολήσει το μνημόνιο με το δντ. Κι ιδωμένο στο σύνολό του θα μπορούσε να είναι βάση για το εγχειρίδιο ιστορίας στην ελληνική λδ του μέλλοντος.
Κλείνουμε με το τελευταίο τεύχος από το περιοδικό ελληνο-κουβανικά νέα, όπου ανάμεσα σε συγκινητικές αναφορές για την αύξηση των κινητών τηλεφώνων στο νησί της επανάστασης και την ιατρική βοήθεια της κούβας στην αϊτή που θάφτηκε απ’ όλα τα διεθνή μίντια, βρίσκουμε τον λόγο του ραούλ κάστρο στην εθνοσυνέλευση της λαϊκής εξουσίας, το δεκέμβρη του περασμένου έτους.
Το 2011 είναι η πρώτη από τις πέντε χρονιές που περιλαμβάνονται στη μεσοπρόθεσμη πρόβλεψη της οικονομίας μας, μια περίοδος που σταδιακά και προοδευτικά θα εισαγάγουμε διαρθρωτικές αλλαγές αντιλήψεων στο κουβανικό μοντέλο. Είναι ανάγκη να αλλάξουμε τη νοοτροπία των στελεχών κι όλων των συμπατριωτών μας.
Εδώ έχουμε να αλλάξουμε λαθεμένες και μη βιώσιμες αντιλήψεις γύρω από το σοσιαλισμό, που έχουν ριζωθεί εδώ και χρόνια σε πλατιά στρώματα του πληθυσμού ως συνέπεια της υπερβολικά πατερναλιστικής ιδεαλιστικής κι ισοπεδωτικής προσέγγισης που θεμελίωσε η επανάσταση προς όφελος της κοινωνικής δικαιοσύνης. Πολλοί κουβανοί συγχέαμε το σοσιαλισμό με τις δωρεάν παροχές και τις επιδοτήσεις, την ισότητα με την ισοπέδωση, αρκετοί ταυτίζαμε το δελτίο των προμηθειών με κοινωνικό επίτευγμα που ποτέ δε θα έπρεπε να καταργήσουμε.
Είμαι πεισμένος ότι διάφορα από τα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε έχουν την προέλευσή τους σε αυτό τον τρόπο διανομής που αποτελεί μια έκφραση ισοπεδωτισμού κι ωφελεί το ίδιο εκείνους που δουλεύουν κι εκείνους που δε δουλεύουν ή δεν το χρειάζονται.
Στο μέλλον θα υπάρχουν επιδοτήσεις, όχι στα προϊόντα, αλλά στις κουβανές και τους κουβανούς που τις χρειάζονται πραγματικά.
Το τελευταίο χρονικό διάστημα η κούβα βρίσκεται σε φάση υποχώρησης. Το διακύβευμα είναι αν θα έχουμε προσωρινή υποχώρηση τύπου νεπ, ή μια κουβανέζικη εκδοχή της περεστρόικα. Όσοι θέλουμε να πιστεύουμε το πρώτο, μπορούμε να πιαστούμε από φράσεις σαν κι αυτήν: κανείς δεν πρέπει να παραπλανηθεί. Οι κατευθύνσεις σηματοδοτούν το δρόμο προς ένα σοσιαλιστικό μέλλον προσαρμοσμένο στις συνθήκες της κούβας, όχι προς το καπιταλιστικό, νεοαποικιακό παρελθόν που συνέτριψε η επανάσταση. Ο σχεδιασμός κι όχι η ελεύθερη αγορά θα είναι η ειδοποιός διαφορά της οικονομίας, κι όπως αναφέρεται στην τρίτη από τις γενικές κατευθύνσεις, δε θα επιτραπεί η συγκέντρωση της ιδιοκτησίας.
Ας κρατήσουμε την πρώτη φράση. Κανείς δεν πρέπει να παραπλανηθεί. Κι επειδή το δις εξαμαρτείν ου κόμματος σοφού, ήδη γίνεται ένας κύκλος ενημέρωσης των μελών για την κατάσταση στο νησί της επανάστασης.
Υστερόγραφο
Στη στήλη λάβαμε και προωθούμε (με την έννοια του στηρίζουμε): http://www.levga.gr/2011/03/blog-post_09.html
Η λεύγα μετράει αποστάσεις κάθε δίμηνο, με σημείο εκκίνησης τον Μάρτιο του 2011. Άκρως συγκινητική κι η αναφορά στο τελευταίο φύλλο του πριν (έργο σπαρίλα).
Τρίτη 15 Μαρτίου 2011
Στο φεστιβάλ της αραν
‘Ένα συλλαλητήριο των φυλών του εξωκοινοβουλίου που έχουν συγκολληθεί για τα καλά κι εσχάτως σχεδόν συν-διοργανώνουν από κοινού τα φεστιβάλ κάθε νεολαίας. Όλοι τους ήταν παρόντες, πλην των λακεδαιμονίων της αρας. Με αυτούς η αραν έχει κάτι σαν ειρηνική συνύπαρξη. Που ειρηνική ακριβώς δεν τη λες, πιο πολύ προς το ψυχροπολεμική κλίνει. Κι η συνύπαρξη υφίσταται με την έννοια που συνυπάρχουν μεταξύ τους οι επιβάτες ενός αστικού λεωφορείου. Άγνωστοι μεταξύ αγνώστων, δεν αλλάζουν κουβέντα και μπορεί να τους μυρίζουν τα χνώτα του διπλανού. Κι αν μαζευτούν πολλοί και πιάσει καλοκαίρι, όπως στις ευρωεκλογές του 09’, αρχίζουν να στριμώχνονται για να χωρέσουν όλοι στο ψηφοδέλτιο που έχει μόνο είκοσι θέσεις. Και τότε ο ένας να σου βρωμάει κι ο άλλος να σου ξινίζει, γιατί ξέρω εγώ δεν καταδίκασε τους σταλινικούς που έφτιαξαν το εαμ τη δεκαετία του 40’. Κι αρχίζεις να νιώθεις σαν χούτος περικυκλωμένος από ματζουράκηδες. Μυρίζεις συνεχώς τον ιδρώτα τους, εκτός απ’ τον δικό σου που είναι τίμιος σαν οπορτουνισμός.
Επιβάτες στην εξουσία αυτού του τόπου. Πώς θα την πούμε όμως; Λαϊκή ή εργατική; Δικτατορία ή λαοκρατία; Επόμενη στάση: πληρωμών. Κατεβαίνουν οι παλιοί σύμμαχοι που αναβαθμίστηκαν κι ανεβαίνουν καινούριοι, που δε βρωμάνε ακόμα. Έβαλαν ένα πατσουλί που μυρίζει από χιλιόμετρα για να καλύψει τις βρωμιές τους.
Κατά βάθος οι αρανίτες είναι απλοί σύντροφοι σαν εμάς. Λίγο καλοντυμένοι για εαακ. Λίγο δεξιοί γι’ αριστεριστές. Λίγο κυριλέ για χύμα φοιτητές. Λίγο μαζικοί για αλτουσεριανοί. Λίγο ύποπτοι για ανοίγματα στο σύριζα. Με λίγο ήρεμο πρόγραμμα για τέτοιο φεστιβάλ: τον ενωτικό πασχαλίδη και μια μπάντα με ρετρό αισθητική καμπαρέ δεκαετίας του 30’. Σκέτος αντίλογος και πνεύμα αντιλογίας στα στερεότυπα για τα εαακ που γνωρίσαμε.
Και οπαδοί της εφεε κατά βάθος. Είχαν και μια συλλεκτική αφίσα από το τελευταίο συνέδριο της εφεε το 95, προστατευμένη με γυαλί, σαν μουσειακό έκθεμα για να μην τη βεβηλώσουν τίποτα σύντροφοι. Κι αν δεν είχαν κάνει τόσο ακριβή εκτύπωση μπορεί να μπαίναμε στον πειρασμό και να τη ζουρνεύαμε. Δεκαεπτά ευρώ το κόστος, συμβολισμός για την χρονιά του οκτώβρη.
Ένας ρευματικός ειρωνευόταν την ευρώπη των λαών και την εφεε των φοιτητικών συλλόγων αλλά ψαχνόταν να βρει ποιος τους φόρεσε καπέλο την ελε στα κείμενα της ανταρσύα. Μου ‘λεγε και για το καρναβάλι της ξάνθης και την τοπική άλφα κάπα όπου έχουν ντυθεί λενινισταί (όχι μόνο για τις απόκριες) κι έχουν διαμάχη με τις υπόλοιπες ΑΚ, στις πανελλαδικές συναντήσεις τους. Ενώ μια άλλη σφισσα από την αραν μου ανέλυε τις λαμπρές προοπτικές που έχει στην αγορά ανεργίας, και τη στήριξη από το σπίτι, που από ασυλία ξέπεσε σε καθεστώς ανοχής με δυνατότητα ανανέωσης. Είμαστε όλοι μετανάστες.
Φτάσαμε πολύ αργά για τις πολιτικές ομιλίες, αλλά προλάβαμε τις συναυλίες. Κέφι, χορός, τραγούδι. Εγώ ήμουν στην κλασική στάση του ντιμιτρόφ: βράχος, γρανίτης, στέκει ορθός. Πλάι μου κορμιά που λικνίζονταν, ταλαντεύονταν ρυθμικά σαν ιστορικό προτσές, χόρευαν σε ρυθμούς αλλότριους, μακριά από το ταψί της ταξικής πάλης.
Και μια μυρωδιά από καμένο γκαζόν να πλανάται στον αέρα σα φάντασμα.
Όσοι με το χόρτο γίναν φίλοι/ με τσιγάρο έρχονται στα χείλη/ στα τρελά τους όνειρα δοσμένοι/ πάντα γελαστοί και γελασμένοι.
Ακούω στα κρυφά και μητροπάνο.
Και μια θολή ανάμνηση από ένα κούβα πάρτι της οργάνωσης στην παλιά φιλοσοφική που το ‘χαμε κόψει στη μέση εξαιτίας κάτι περίεργων μυρωδιών. Το είπα στον κομάντο κι αυτός ξέσπασε οργισμένος:
-Είστε πολλά χρόνια πίσω, ξεκομμένοι από την κοινωνία.
Κι είμαστε περήφανοι για αυτό. Γιατί αυτό το πίσω θα αντιστραφεί διαλεκτικά σε μπροστά και θα γίνει πρωτοπορία του κινήματος. Κι όταν αλλάξει η φορά του παιχνιδιού, οι έσχατοι έσονται πρώτοι.
Είδα άλλον ένα ρευματικό που σπουδάζει λέει απολιτικές επιστήμες κι άλλη μια αρανίτισσα που μου έταξε ένα μιλφέιγ. Τα μάζεψε όλα το μυαλό, σκόρπιες πληροφορίες, ατάκτως ερριμμένες και έγιναν ένα κουβάρι, σαν σε όνειρο. Ελέ, εφεε, καμπαρέ, μιλφέιγ. Σολντ άουτ στα εισιτήρια, γιατί οι διοργανωτές ήταν κομμουνιστικά απαισιόδοξοι και δεν είχαν φέρει πολλά μαζί τους. Αλφακαπίτες λενινιστές, κυριλέ αναρίτες. Χαώδης περί του όλου αντίληψη, χωρίς λογικό ειρμό και μέθοδο.
Η ονειροπόληση είναι πάντα μεταμοντέρνα σε αντίθεση με τις νομοτέλειες της πραγματικής ζωής. Κι οι πιο πολλοί διαλέγουν την απόδραση από την πραγματικότητα που είναι πιο ελκυστική σε όλες της τις μορφές. Γιατί, το μπλοκ τι είναι εξάλλου;
Την επόμενη μέρα πήγαμε στο διήμερο που διοργάνωναν οι κλαδικές οργανώσεις της οργάνωσης. Η πρώτη μέρα ήταν αφιερωμένη στους μετανάστες. Πολύ καλή η κεντρική ομιλία ιδίως η αναφορά στο λαος του καρατζαφέρη, που θεωρεί αιτία της κρίσης πότε τους μετανάστες και πότε τα golden boys. Φαίνεται τελικά ότι τα golden boys είναι αυτοί οι μελαψοί που θαλασσοδέρνονται στο αιγαίο για να ‘ρθουν στην ελλάδα και να ψάξουν μια θέση στον ήλιο (και τελικά βρίσκουν μόνο τον ήλιο).
Σε μια άλλη αποστροφή του λόγου του είπε κάτι για τις φυλές του ισραήλ κι αμέσως έσπευσε να πει ότι το λέει μεταφορικά. Σωστά, μη μας περάσουν και για εβραιο-μπολσεβίκους.
Δεν ακολούθησε συζήτηση όπως έλεγε στην αφίσα, υπήρχε όμως πλούσιο πρόγραμμα, με θεατρικό για την απεργία, πολιτικό τραγούδι κι έναν κάπως μποέμ τύπο που μας έπαιξε αλβανικά τραγούδια από την πατρίδα του. Θα μπορούσε ίσως να έχει περισσότερους μετανάστες, ούτως ή άλλως όμως ήταν φίσκα. Κι αν το βάζω σαν υστερόγραφο αντί να γράψω κάτι συνολικό, είναι γιατί είχα μείνει κι εγώ στους απ’ έξω, άκουγα τα μισά και δε μπόρεσα να κρατήσω σημειώσεις.
Εκεί πέτυχα και μια μικρή συντρόφισσα που είχε πάρει μια κομεπ και τη διάβαζε μες στο πλήθος, χωρίς να δίνει σημασία γύρω της. Συγκίνηση. Θυμήθηκα τα νιάτα μου. Κι ίσως κάποια μέρα διαβάσει τι λένε οι κλασικοί για τον κομμουνιστή, την προσωπικότητα, τις ευαισθησίες που έχει τον πλούτο από τα ερεθισμάτα που πρέπει να αφομοιώνει (κι αυτό περιλαμβάνει οπωσδήποτε την τέχνη).
Έχει όμως όλο το μέλλον μπροστά και τις πιθανότητες με το μέρος της να το καταλάβει, γιατί ακολουθεί τη βασική συμβουλή του βλαδίμηρου: να μαθαίνετε, να μαθαίνετε, να μαθαίνετε.
Επιβάτες στην εξουσία αυτού του τόπου. Πώς θα την πούμε όμως; Λαϊκή ή εργατική; Δικτατορία ή λαοκρατία; Επόμενη στάση: πληρωμών. Κατεβαίνουν οι παλιοί σύμμαχοι που αναβαθμίστηκαν κι ανεβαίνουν καινούριοι, που δε βρωμάνε ακόμα. Έβαλαν ένα πατσουλί που μυρίζει από χιλιόμετρα για να καλύψει τις βρωμιές τους.
Κατά βάθος οι αρανίτες είναι απλοί σύντροφοι σαν εμάς. Λίγο καλοντυμένοι για εαακ. Λίγο δεξιοί γι’ αριστεριστές. Λίγο κυριλέ για χύμα φοιτητές. Λίγο μαζικοί για αλτουσεριανοί. Λίγο ύποπτοι για ανοίγματα στο σύριζα. Με λίγο ήρεμο πρόγραμμα για τέτοιο φεστιβάλ: τον ενωτικό πασχαλίδη και μια μπάντα με ρετρό αισθητική καμπαρέ δεκαετίας του 30’. Σκέτος αντίλογος και πνεύμα αντιλογίας στα στερεότυπα για τα εαακ που γνωρίσαμε.
Και οπαδοί της εφεε κατά βάθος. Είχαν και μια συλλεκτική αφίσα από το τελευταίο συνέδριο της εφεε το 95, προστατευμένη με γυαλί, σαν μουσειακό έκθεμα για να μην τη βεβηλώσουν τίποτα σύντροφοι. Κι αν δεν είχαν κάνει τόσο ακριβή εκτύπωση μπορεί να μπαίναμε στον πειρασμό και να τη ζουρνεύαμε. Δεκαεπτά ευρώ το κόστος, συμβολισμός για την χρονιά του οκτώβρη.
Ένας ρευματικός ειρωνευόταν την ευρώπη των λαών και την εφεε των φοιτητικών συλλόγων αλλά ψαχνόταν να βρει ποιος τους φόρεσε καπέλο την ελε στα κείμενα της ανταρσύα. Μου ‘λεγε και για το καρναβάλι της ξάνθης και την τοπική άλφα κάπα όπου έχουν ντυθεί λενινισταί (όχι μόνο για τις απόκριες) κι έχουν διαμάχη με τις υπόλοιπες ΑΚ, στις πανελλαδικές συναντήσεις τους. Ενώ μια άλλη σφισσα από την αραν μου ανέλυε τις λαμπρές προοπτικές που έχει στην αγορά ανεργίας, και τη στήριξη από το σπίτι, που από ασυλία ξέπεσε σε καθεστώς ανοχής με δυνατότητα ανανέωσης. Είμαστε όλοι μετανάστες.
Φτάσαμε πολύ αργά για τις πολιτικές ομιλίες, αλλά προλάβαμε τις συναυλίες. Κέφι, χορός, τραγούδι. Εγώ ήμουν στην κλασική στάση του ντιμιτρόφ: βράχος, γρανίτης, στέκει ορθός. Πλάι μου κορμιά που λικνίζονταν, ταλαντεύονταν ρυθμικά σαν ιστορικό προτσές, χόρευαν σε ρυθμούς αλλότριους, μακριά από το ταψί της ταξικής πάλης.
Και μια μυρωδιά από καμένο γκαζόν να πλανάται στον αέρα σα φάντασμα.
Όσοι με το χόρτο γίναν φίλοι/ με τσιγάρο έρχονται στα χείλη/ στα τρελά τους όνειρα δοσμένοι/ πάντα γελαστοί και γελασμένοι.
Ακούω στα κρυφά και μητροπάνο.
Και μια θολή ανάμνηση από ένα κούβα πάρτι της οργάνωσης στην παλιά φιλοσοφική που το ‘χαμε κόψει στη μέση εξαιτίας κάτι περίεργων μυρωδιών. Το είπα στον κομάντο κι αυτός ξέσπασε οργισμένος:
-Είστε πολλά χρόνια πίσω, ξεκομμένοι από την κοινωνία.
Κι είμαστε περήφανοι για αυτό. Γιατί αυτό το πίσω θα αντιστραφεί διαλεκτικά σε μπροστά και θα γίνει πρωτοπορία του κινήματος. Κι όταν αλλάξει η φορά του παιχνιδιού, οι έσχατοι έσονται πρώτοι.
Είδα άλλον ένα ρευματικό που σπουδάζει λέει απολιτικές επιστήμες κι άλλη μια αρανίτισσα που μου έταξε ένα μιλφέιγ. Τα μάζεψε όλα το μυαλό, σκόρπιες πληροφορίες, ατάκτως ερριμμένες και έγιναν ένα κουβάρι, σαν σε όνειρο. Ελέ, εφεε, καμπαρέ, μιλφέιγ. Σολντ άουτ στα εισιτήρια, γιατί οι διοργανωτές ήταν κομμουνιστικά απαισιόδοξοι και δεν είχαν φέρει πολλά μαζί τους. Αλφακαπίτες λενινιστές, κυριλέ αναρίτες. Χαώδης περί του όλου αντίληψη, χωρίς λογικό ειρμό και μέθοδο.
Η ονειροπόληση είναι πάντα μεταμοντέρνα σε αντίθεση με τις νομοτέλειες της πραγματικής ζωής. Κι οι πιο πολλοί διαλέγουν την απόδραση από την πραγματικότητα που είναι πιο ελκυστική σε όλες της τις μορφές. Γιατί, το μπλοκ τι είναι εξάλλου;
Την επόμενη μέρα πήγαμε στο διήμερο που διοργάνωναν οι κλαδικές οργανώσεις της οργάνωσης. Η πρώτη μέρα ήταν αφιερωμένη στους μετανάστες. Πολύ καλή η κεντρική ομιλία ιδίως η αναφορά στο λαος του καρατζαφέρη, που θεωρεί αιτία της κρίσης πότε τους μετανάστες και πότε τα golden boys. Φαίνεται τελικά ότι τα golden boys είναι αυτοί οι μελαψοί που θαλασσοδέρνονται στο αιγαίο για να ‘ρθουν στην ελλάδα και να ψάξουν μια θέση στον ήλιο (και τελικά βρίσκουν μόνο τον ήλιο).
Σε μια άλλη αποστροφή του λόγου του είπε κάτι για τις φυλές του ισραήλ κι αμέσως έσπευσε να πει ότι το λέει μεταφορικά. Σωστά, μη μας περάσουν και για εβραιο-μπολσεβίκους.
Δεν ακολούθησε συζήτηση όπως έλεγε στην αφίσα, υπήρχε όμως πλούσιο πρόγραμμα, με θεατρικό για την απεργία, πολιτικό τραγούδι κι έναν κάπως μποέμ τύπο που μας έπαιξε αλβανικά τραγούδια από την πατρίδα του. Θα μπορούσε ίσως να έχει περισσότερους μετανάστες, ούτως ή άλλως όμως ήταν φίσκα. Κι αν το βάζω σαν υστερόγραφο αντί να γράψω κάτι συνολικό, είναι γιατί είχα μείνει κι εγώ στους απ’ έξω, άκουγα τα μισά και δε μπόρεσα να κρατήσω σημειώσεις.
Εκεί πέτυχα και μια μικρή συντρόφισσα που είχε πάρει μια κομεπ και τη διάβαζε μες στο πλήθος, χωρίς να δίνει σημασία γύρω της. Συγκίνηση. Θυμήθηκα τα νιάτα μου. Κι ίσως κάποια μέρα διαβάσει τι λένε οι κλασικοί για τον κομμουνιστή, την προσωπικότητα, τις ευαισθησίες που έχει τον πλούτο από τα ερεθισμάτα που πρέπει να αφομοιώνει (κι αυτό περιλαμβάνει οπωσδήποτε την τέχνη).
Έχει όμως όλο το μέλλον μπροστά και τις πιθανότητες με το μέρος της να το καταλάβει, γιατί ακολουθεί τη βασική συμβουλή του βλαδίμηρου: να μαθαίνετε, να μαθαίνετε, να μαθαίνετε.
Κυριακή 13 Μαρτίου 2011
Άλλα λ(αμ)όγια να αγαπιόμαστε
Τα τελευταία χρόνια δε βγαίνουν ούτε καινούριες γενιές γάβρων που γιορτάζουν τίτλους, ούτε αδικημένων πλην περήφανων βάζελων. Βγαίνει μια γενιά ολόκληρη που γαλουχείται στη νίκη με κάθε τρόπο για να βγάλει τα σπασμένα της καθημερινότητας. Παιδιά κομπλεξικά και στερημένα, κατ’ εικόνα κι ομοίωση της κοινωνίας, ενίοτε και μουρόχαυλα σαν τους προέδρους τους. Όταν έχεις λεφτά βέβαια κανείς δε θα σε πει μουρόχαυλο, ακόμη κι αν είσαι ο αρχηγός του είδους.
Μόνο οι σουπεράδες κι οι κουκουέδες έχουν καταφέρει να αναπτύξουν ανοσία και κατ’ επέκταση μια ηττοπάθεια, εν μέρει. Διαρκές ταξίδι χωρίς ιθάκη, αγώνας χωρίς άμεση δικαιωση, για την ψυχή της μάνας πατρίδας μας και την μετά θάνατον δικαίωσή της.
Αν υποστηρίζεις μια ομάδα με ενδιάμεση κι εξαρτημένη θέση στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα, σαν αυτές της θεσσαλονίκης, είναι δελεαστικό να μπεις στο τριπάκι να επιλέξεις τον καλό ιμπεριαλιστή. Αλλά είναι το ίδιο ρεφορμιστικό σα να υποστηρίζεις την εθνική αστική τάξη της χώρας σου. Μόνο που δεν είμαστε στην κίνα του 30’ με τον τσανγκ κάι σεκ. Ούτε πιστεύουμε στην ευρώπη των λαών και τις παε των φιλάθλων.
Κάθε φορά το δημοσιογραφικό σινάφι βρίσκει ευκαιρία να ανασύρει από το συρτάρι έτοιμα από τα πριν συμπεράσματα, κλισέ που έγιναν ταμπού κι ο καθένας τα νιώθει κτήμα του, σα να ‘ταν δική του σκέψη: κάμερες, τιμωρίες, ηλεκτρονικό εισιτήριο, φακέλωμα. Κι αν δε συμφωνούν με την πραγματικότητα, τόσο το χειρότερο για αυτήν.
Είναι σαν αυτό το αίτημα για μεταρρυθμίσεις, που φυτρώνει παντού, όταν ξεσπάει η οργή του κόσμου. Ο λαός θέλει μεταρρυθμίσεις, πρέπει να επιταχύνετε κι άλλα τέτοια. Μέχρι και στο στόμα των κολασμένων της αφρικής το έβαλαν για να λειάνουν την οργή τους. Και στο καπάκι σου έρχονται οι στημένες δημοσκοπήσεις και σε ρωτάνε: θέλετε μεταρρυθμίσεις ή είστε αρνητικοί; Ε πώς να είσαι; Τι είσαι κάνας αντιδραστικός να πεις όχι; Οπότε, τσουπ! Πάρ’ το μετά και ντοκουμενταρισμένο. Ο λαός ζητάει μεταρρυθμίσεις. Επιταχύνετε επί τέλους κτλ.
Ή το άλλο που λένε. Τι θέλουμε και την πληρώνουμε την ερτ; Και τι να την κάνουμε ρε φίλε, ιδιωτική; Δηλ ένα ιδιωτικό κανάλι που έχει τα δικαιώματα του μουσμουλιακού, υπάρχει ποτέ περίπτωση να πει κάτι εναντίον του; Κι αν το κάνει στην τελική, θα μπει κάνας καπετάνιος στο στούντιο να του πει πως δεν είναι σωστό να εκφέρει γνώμη για τη διαιτησία. Για τέτοια είμαστε τώρα;
Λέει πχ ο πανούτσος που είναι απ’ τα πιο έξυπνα κι αντιδραστικά μαζί άτομα στον χώρο, ότι αν ο άλλος μπαίνει μες στο γήπεδο ανενόχλητος, δεν θα έχει στο στόμα το ηλεκτρονικό εισιτήριο για να δουν ποιος είναι. Ούτε είναι ότι μας έλειψαν οι κάμερες και τα κλειστά κυκλώματα για να τον εντοπίσουμε. Τον πρετεντέρη που πέταξε το μπουκάλι, τι έλειπε για να τον πιάσουν;
Οπότε, καταλήγει αυτός, το θέμα είναι να αρχίσουμε να μπουζουριάζουμε κόσμο για παραδειγματισμό. Αυτό που λένε όλοι, ότι αν το ματς ήταν στο τσάμπιονς λιγκ, όλοι θα κάθονταν σούζα παναγίτσες. Η γνωστή ιστορία περί ανομίας κι ατιμωρησίας που οι πρετεντέρηδες πάνε να της προσδώσουν άλλες προεκτάσεις, κοινωνικές.
Κι εκεί αρχίζουν οι ύμνοι για την θάτσερ και την ουέφα.
Αλλά η ουέφα έχει για πρόεδρο ένα γάλλο που το 85’ στο χέιζελ πανηγύριζε ένα γκολ από μούφα πέναλτι δίπλα σε πτώματα και νεκρούς. Και στην αγγλία τα μεγάλα θανατικά, όπως το χίλσμπορο, δεν «τους βρήκαν» εξαιτίας των χούλγικαν, αλλά επειδή στρίμωξαν υπεράριθμους στο πέταλο, τους στοίβαξαν σα ζώα σε μια κερκίδα που κατέρρευσε από το βάρος τους. Η θάτσερ δεν εξάλειψε τη βία, αλλά την έστειλε μακριά από τα γήπεδα, σε ραντεβού θανάτου σαν τη λαυρίου, για να μην τους χαλάει τη βιτρίνα στο προϊόν.
Αυτή είναι η μαγική λέξη στον καπιταλισμό: βιτρίνα. Ο παραμορφωτικός καθρέφτης που λειτουργεί σαν χαλί για να κρύβει κάτω του τις βρωμιές. Με αυτή δελέασε ακόμα και τους λαούς της ανατολικής ευρώπης, είκοσι χρόνια πριν. Κάποιοι τη βλέπουν και θαμπώνονται, μένουν δεσμώτες του φαίνεσθαι, στο σπήλαιο του πλάτωνα. Άλλοι τη βλέπουν και τη σπάνε για να ξεθυμάνουν, αλλά αφήνουν άθικτα όλα τα υπόλοιπα.
Αυτό που πείραξε τους διάφορους αναλυτές είναι ότι οι ντόπιοι επιχειρηματίες δε μπόρεσαν να κάνουν έναν στοιχειώδη αστικό εκσυγχρονισμό, όπως στην αγγλία. Δεν κατάφεραν να φτιάξουν μια ελκυστική βιτρίνα, για να τραβήξουν πελατεία, γιατί το γυαλί της σούπερ λίγκας ράγισε στο πρώτο ανάποδο σφύριγμα. Και καλούνε το κράτος να κάνει το συλλογικό καπιταλιστή και να βάλει μια τάξη για το συμφέρον της τάξης τους.
Η πλάκα είναι ότι τέτοιες βαρυσήμαντες αναλύσεις θα τις βρει κανείς στις ίδιες σελίδες που ρίχνουν νερό στο μύλο του οπαδικού φανατισμού. Κι ενώ κάποιοι διατείνονται ότι το ποδόσφαιρο είναι το πιο σημαντικό δευτερεύον πράγμα στον κόσμο, στο τέλος δικαιώνεται εκείνος ο προπονητής της λίβερπουλ (σάνκλι) που έλεγε ότι δεν είναι ζήτημα ζωής ή θανάτου, αλλά κάτι πολύ περισσότερο.
Πώς αλλιώς να συντηρηθούν δεκατρείς αθλητικές εφημερίδες με κάτι δευτερεύον, αν δεν το προβάλλουν ως ζήτημα ζωής ή θανάτου; Εδώ καλά-καλά ούτε τα μαγαζιά που ασχολούνται με το πρωτεύον δεν επιβιώνουν (πολιτικές). Πώς να κρατηθούν στον ανταγωνισμό με τις οπαδικές οι υπόλοιπες αν δεν παίξουν με τους όρους τους στα πρωτοσέλιδα; Κι αυτή είναι ίσως η καλύτερη εκλαΐκευση για να εξηγήσεις σε έναν οπαδό, γιατί δε μπορεί να σταθεί ένα δημόσιο πανεπιστήμιο ως τέτοιο, δίπλα σε ένα ιδιωτικό που το ανταγωνίζεται.
Πώς να μην γλείψουν τον πρόεδρο και τις μεγάλες μεταγραφές που έκανε, όταν πουλάνε περισσότερα φύλλα μες στο καλοκαίρι, στους λουόμενους στις παραλίες;
Κι όμως, από εκεί που το είχε φτάσει ο πανού, ήταν ένα βήμα μακριά να συμπεράνει ότι το φακέλωμα και τις κάμερες δεν τα κάνουν για να πιάσουν τους χούλιγκαν. Αν τους ενδιέφερε αυτό θα ξεκινούσαν τις συλλήψεις από τις σουίτες και τα επίσημα. Κι αν δεν πιάνουν κανέναν, δεν είναι ότι φοβούνται τον υπέροχο λαό, αλλά τους προέδρους του που φτιάχνουν ιδιωτικούς στρατούς για την προστασία τους.
Κι είναι επιλογή τους να αφήνουν τον κόσμο να ξεδίνει εκεί. Ξεθυμαίνει σαν ανθρακικό και στα φλέγοντα (μνημόνιο, ασφαλιστικό) μας βγαίνει άνθρακες ο θησαυρός. Κι όσοι τυχόν ξεφύγουν και κατέβουν στους δρόμους, με τα ίδια μυαλά, γίνονται χούλιγκαν του κινήματος. Μικροαστικό ξέσπασμα που είναι ανώφελο κι ακίνδυνο, αλλά καλλιεργείται από χίλιες πλευρές. Κι αν είναι να βρεις μια σύνδεση με όσα λέει το κόμμα για οργανωμένο σχέδιο, σε αυτή την καλλιέργεια είναι μάλλον κι όχι τόσο σε απευθείας ανάθεση κι υπόγεια συνεργασία.
Και τι θα γίνει φίλε μου με εμάς; Ο κόσμος εγκατέλειψε τα γήπεδα μαζί με το στίβο της ταξικής πάλης κι όλους τους μαζικούς χώρους και παραδόθηκε στη θαλπωρή της τηλεοπτικής αποχαύνωσης, αφήνοντας τον εχθρό να αλωνίζει. Οι τιμές των εισιτηρίων τραβάν την ανηφόρα και στην κερκίδα γεννιέται το αυγό του φιδιού, με τους φασίστες να κάνουν στοχευμένη παρέμβαση.
Στην αργκό του στρατού το σεξ σημαίνει στέρηση εξόδου. Ο κόσμος στερείται τις εξόδους, το γήπεδο, ακόμα κι αυτό καθαυτό το σεξ. Ό,τι μπορεί να του προσφέρει χαρά, γίνεται εμπόρευμα κι αποστειρώνεται από λογική και συναισθήματα. Το πολύ να ικανοποιήσεις τα ζωώδη σου ένστικτα, γενετήσια κι ανθρωποφαγικά. Έτσι πέρα από το προφανές, που είναι το κέρδος απ’ το εμπόρευμα, το σύστημα καταφέρνει να πιάσει και δεύτερο σμπάρο: να μας αλλοτριώσει και να μας ελέγξει. Γιατί τα χαρούμενα άτομα, ξέρουν να σκέφτονται και να διεκδικούν. Ενώ τα μίζερα ψάχνουν απλά ένα αποκούμπι να εναποθέσουν τα κόμπλεξ τους και να ξεδώσουν.
Οπότε, πάρε την κατάσταση στα χέρια σου λαέ. Τι να παλέψει όμως; Να βάλει τον κάθε κατεργάρη χούλιγκαν στον πάγκο του; Εδώ δεν το καταφέραμε στους δρόμους, θα το κάνουμε στις κερκίδες όπου αυτοί παίζουν στην έδρα τους; Να παλέψει για διαγραφή χρεών; Εδώ όμως μιλάμε για παε, και το μόνο επαχθές που υπάρχει είναι τα λαμόγια που τα δημιούργησαν και το κράτος που τους άφησε ανεξέλεγκτους.
Να παλέψουν για γλυκές αυταπάτες και παε λαϊκής βάσης; Ο κάσπερ λέει ότι αν φτάσουν στο σημείο να είναι τόσο λαϊκές που να δημιουργούν αυταπάτες, θα έχουν επιτελέσει το ρόλο τους. Αλλά ούτε αυτό δε γίνεται, και το λαϊκός μπροστά μπαίνει από παράδοση, για λόγους ευφωνίας.
Μπορεί αυτά να είχαν νόημα στο πρόσφατο παρελθόν της ερασιτεχνικής αθωότητας. Ο υμένας βέβαια είχε σπάσει ήδη από τότε. Αλλά η νοσταλγία για εκείνη την εποχή, επανορθώνει την παρθενιά της σφιχτά με ράμματα και την εξιδανικεύει.
Ο ερασιτεχνισμός είναι είδος προς εξαφάνιση, χωρίς προοπτικές στη σημερινή κοινωνία. Οι ερασιτέχνες είναι εραστές της τέχνης κι οι καπιταλιστές εραστές του κέρδους. Ο ερασιτέχνης αγαπά τη φανέλα κι ο καπιταλιστής την καλύπτει με χορηγούς για να αυξήσει το κέρδος του.
Εδώ κανονικά θέλει σοσιαλιστικό ρεαλισμό κι ένα ταξικό επιμύθιο. Αλλά ως εραστές της τέχνης, που σημαίνει τέχνη για την τέχνη, θα το αφήσουμε στην κρίση του αναγνώστη.
Υγ: Το κείμενο αυτό γράφτηκε μετά τα γεγονότα στο ντέρμπι του καραϊσκάκη, αλλά δεν το ανάρτησα αμέσως. Στο ενδιάμεσο βγήκαν στη φόρα κι οι διάλογοι από τις κασέτες του κούγια, αλλά η ουσία του πράγματος δεν αλλάζει. Απλώς έρχεται στο προσκήνιο μια άλλη πτυχή του.
Η εικόνα του κειμένου είναι το εξώφυλλο του τέταρτου τεύχους του περιοδικού HUMBA, -που κυκλοφορεί στα περίπτερα. Ψηφίζουμε-στηρίζουμε: http://humbazine.blogspot.com/2011/02/blog-post_26.html. Το αυτό και για την πρωτοβουλία των radical fans united.
http://rfu.blogspot.com/
Μόνο οι σουπεράδες κι οι κουκουέδες έχουν καταφέρει να αναπτύξουν ανοσία και κατ’ επέκταση μια ηττοπάθεια, εν μέρει. Διαρκές ταξίδι χωρίς ιθάκη, αγώνας χωρίς άμεση δικαιωση, για την ψυχή της μάνας πατρίδας μας και την μετά θάνατον δικαίωσή της.
Αν υποστηρίζεις μια ομάδα με ενδιάμεση κι εξαρτημένη θέση στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα, σαν αυτές της θεσσαλονίκης, είναι δελεαστικό να μπεις στο τριπάκι να επιλέξεις τον καλό ιμπεριαλιστή. Αλλά είναι το ίδιο ρεφορμιστικό σα να υποστηρίζεις την εθνική αστική τάξη της χώρας σου. Μόνο που δεν είμαστε στην κίνα του 30’ με τον τσανγκ κάι σεκ. Ούτε πιστεύουμε στην ευρώπη των λαών και τις παε των φιλάθλων.
Κάθε φορά το δημοσιογραφικό σινάφι βρίσκει ευκαιρία να ανασύρει από το συρτάρι έτοιμα από τα πριν συμπεράσματα, κλισέ που έγιναν ταμπού κι ο καθένας τα νιώθει κτήμα του, σα να ‘ταν δική του σκέψη: κάμερες, τιμωρίες, ηλεκτρονικό εισιτήριο, φακέλωμα. Κι αν δε συμφωνούν με την πραγματικότητα, τόσο το χειρότερο για αυτήν.
Είναι σαν αυτό το αίτημα για μεταρρυθμίσεις, που φυτρώνει παντού, όταν ξεσπάει η οργή του κόσμου. Ο λαός θέλει μεταρρυθμίσεις, πρέπει να επιταχύνετε κι άλλα τέτοια. Μέχρι και στο στόμα των κολασμένων της αφρικής το έβαλαν για να λειάνουν την οργή τους. Και στο καπάκι σου έρχονται οι στημένες δημοσκοπήσεις και σε ρωτάνε: θέλετε μεταρρυθμίσεις ή είστε αρνητικοί; Ε πώς να είσαι; Τι είσαι κάνας αντιδραστικός να πεις όχι; Οπότε, τσουπ! Πάρ’ το μετά και ντοκουμενταρισμένο. Ο λαός ζητάει μεταρρυθμίσεις. Επιταχύνετε επί τέλους κτλ.
Ή το άλλο που λένε. Τι θέλουμε και την πληρώνουμε την ερτ; Και τι να την κάνουμε ρε φίλε, ιδιωτική; Δηλ ένα ιδιωτικό κανάλι που έχει τα δικαιώματα του μουσμουλιακού, υπάρχει ποτέ περίπτωση να πει κάτι εναντίον του; Κι αν το κάνει στην τελική, θα μπει κάνας καπετάνιος στο στούντιο να του πει πως δεν είναι σωστό να εκφέρει γνώμη για τη διαιτησία. Για τέτοια είμαστε τώρα;
Λέει πχ ο πανούτσος που είναι απ’ τα πιο έξυπνα κι αντιδραστικά μαζί άτομα στον χώρο, ότι αν ο άλλος μπαίνει μες στο γήπεδο ανενόχλητος, δεν θα έχει στο στόμα το ηλεκτρονικό εισιτήριο για να δουν ποιος είναι. Ούτε είναι ότι μας έλειψαν οι κάμερες και τα κλειστά κυκλώματα για να τον εντοπίσουμε. Τον πρετεντέρη που πέταξε το μπουκάλι, τι έλειπε για να τον πιάσουν;
Οπότε, καταλήγει αυτός, το θέμα είναι να αρχίσουμε να μπουζουριάζουμε κόσμο για παραδειγματισμό. Αυτό που λένε όλοι, ότι αν το ματς ήταν στο τσάμπιονς λιγκ, όλοι θα κάθονταν σούζα παναγίτσες. Η γνωστή ιστορία περί ανομίας κι ατιμωρησίας που οι πρετεντέρηδες πάνε να της προσδώσουν άλλες προεκτάσεις, κοινωνικές.
Κι εκεί αρχίζουν οι ύμνοι για την θάτσερ και την ουέφα.
Αλλά η ουέφα έχει για πρόεδρο ένα γάλλο που το 85’ στο χέιζελ πανηγύριζε ένα γκολ από μούφα πέναλτι δίπλα σε πτώματα και νεκρούς. Και στην αγγλία τα μεγάλα θανατικά, όπως το χίλσμπορο, δεν «τους βρήκαν» εξαιτίας των χούλγικαν, αλλά επειδή στρίμωξαν υπεράριθμους στο πέταλο, τους στοίβαξαν σα ζώα σε μια κερκίδα που κατέρρευσε από το βάρος τους. Η θάτσερ δεν εξάλειψε τη βία, αλλά την έστειλε μακριά από τα γήπεδα, σε ραντεβού θανάτου σαν τη λαυρίου, για να μην τους χαλάει τη βιτρίνα στο προϊόν.
Αυτή είναι η μαγική λέξη στον καπιταλισμό: βιτρίνα. Ο παραμορφωτικός καθρέφτης που λειτουργεί σαν χαλί για να κρύβει κάτω του τις βρωμιές. Με αυτή δελέασε ακόμα και τους λαούς της ανατολικής ευρώπης, είκοσι χρόνια πριν. Κάποιοι τη βλέπουν και θαμπώνονται, μένουν δεσμώτες του φαίνεσθαι, στο σπήλαιο του πλάτωνα. Άλλοι τη βλέπουν και τη σπάνε για να ξεθυμάνουν, αλλά αφήνουν άθικτα όλα τα υπόλοιπα.
Αυτό που πείραξε τους διάφορους αναλυτές είναι ότι οι ντόπιοι επιχειρηματίες δε μπόρεσαν να κάνουν έναν στοιχειώδη αστικό εκσυγχρονισμό, όπως στην αγγλία. Δεν κατάφεραν να φτιάξουν μια ελκυστική βιτρίνα, για να τραβήξουν πελατεία, γιατί το γυαλί της σούπερ λίγκας ράγισε στο πρώτο ανάποδο σφύριγμα. Και καλούνε το κράτος να κάνει το συλλογικό καπιταλιστή και να βάλει μια τάξη για το συμφέρον της τάξης τους.
Η πλάκα είναι ότι τέτοιες βαρυσήμαντες αναλύσεις θα τις βρει κανείς στις ίδιες σελίδες που ρίχνουν νερό στο μύλο του οπαδικού φανατισμού. Κι ενώ κάποιοι διατείνονται ότι το ποδόσφαιρο είναι το πιο σημαντικό δευτερεύον πράγμα στον κόσμο, στο τέλος δικαιώνεται εκείνος ο προπονητής της λίβερπουλ (σάνκλι) που έλεγε ότι δεν είναι ζήτημα ζωής ή θανάτου, αλλά κάτι πολύ περισσότερο.
Πώς αλλιώς να συντηρηθούν δεκατρείς αθλητικές εφημερίδες με κάτι δευτερεύον, αν δεν το προβάλλουν ως ζήτημα ζωής ή θανάτου; Εδώ καλά-καλά ούτε τα μαγαζιά που ασχολούνται με το πρωτεύον δεν επιβιώνουν (πολιτικές). Πώς να κρατηθούν στον ανταγωνισμό με τις οπαδικές οι υπόλοιπες αν δεν παίξουν με τους όρους τους στα πρωτοσέλιδα; Κι αυτή είναι ίσως η καλύτερη εκλαΐκευση για να εξηγήσεις σε έναν οπαδό, γιατί δε μπορεί να σταθεί ένα δημόσιο πανεπιστήμιο ως τέτοιο, δίπλα σε ένα ιδιωτικό που το ανταγωνίζεται.
Πώς να μην γλείψουν τον πρόεδρο και τις μεγάλες μεταγραφές που έκανε, όταν πουλάνε περισσότερα φύλλα μες στο καλοκαίρι, στους λουόμενους στις παραλίες;
Κι όμως, από εκεί που το είχε φτάσει ο πανού, ήταν ένα βήμα μακριά να συμπεράνει ότι το φακέλωμα και τις κάμερες δεν τα κάνουν για να πιάσουν τους χούλιγκαν. Αν τους ενδιέφερε αυτό θα ξεκινούσαν τις συλλήψεις από τις σουίτες και τα επίσημα. Κι αν δεν πιάνουν κανέναν, δεν είναι ότι φοβούνται τον υπέροχο λαό, αλλά τους προέδρους του που φτιάχνουν ιδιωτικούς στρατούς για την προστασία τους.
Κι είναι επιλογή τους να αφήνουν τον κόσμο να ξεδίνει εκεί. Ξεθυμαίνει σαν ανθρακικό και στα φλέγοντα (μνημόνιο, ασφαλιστικό) μας βγαίνει άνθρακες ο θησαυρός. Κι όσοι τυχόν ξεφύγουν και κατέβουν στους δρόμους, με τα ίδια μυαλά, γίνονται χούλιγκαν του κινήματος. Μικροαστικό ξέσπασμα που είναι ανώφελο κι ακίνδυνο, αλλά καλλιεργείται από χίλιες πλευρές. Κι αν είναι να βρεις μια σύνδεση με όσα λέει το κόμμα για οργανωμένο σχέδιο, σε αυτή την καλλιέργεια είναι μάλλον κι όχι τόσο σε απευθείας ανάθεση κι υπόγεια συνεργασία.
Και τι θα γίνει φίλε μου με εμάς; Ο κόσμος εγκατέλειψε τα γήπεδα μαζί με το στίβο της ταξικής πάλης κι όλους τους μαζικούς χώρους και παραδόθηκε στη θαλπωρή της τηλεοπτικής αποχαύνωσης, αφήνοντας τον εχθρό να αλωνίζει. Οι τιμές των εισιτηρίων τραβάν την ανηφόρα και στην κερκίδα γεννιέται το αυγό του φιδιού, με τους φασίστες να κάνουν στοχευμένη παρέμβαση.
Στην αργκό του στρατού το σεξ σημαίνει στέρηση εξόδου. Ο κόσμος στερείται τις εξόδους, το γήπεδο, ακόμα κι αυτό καθαυτό το σεξ. Ό,τι μπορεί να του προσφέρει χαρά, γίνεται εμπόρευμα κι αποστειρώνεται από λογική και συναισθήματα. Το πολύ να ικανοποιήσεις τα ζωώδη σου ένστικτα, γενετήσια κι ανθρωποφαγικά. Έτσι πέρα από το προφανές, που είναι το κέρδος απ’ το εμπόρευμα, το σύστημα καταφέρνει να πιάσει και δεύτερο σμπάρο: να μας αλλοτριώσει και να μας ελέγξει. Γιατί τα χαρούμενα άτομα, ξέρουν να σκέφτονται και να διεκδικούν. Ενώ τα μίζερα ψάχνουν απλά ένα αποκούμπι να εναποθέσουν τα κόμπλεξ τους και να ξεδώσουν.
Οπότε, πάρε την κατάσταση στα χέρια σου λαέ. Τι να παλέψει όμως; Να βάλει τον κάθε κατεργάρη χούλιγκαν στον πάγκο του; Εδώ δεν το καταφέραμε στους δρόμους, θα το κάνουμε στις κερκίδες όπου αυτοί παίζουν στην έδρα τους; Να παλέψει για διαγραφή χρεών; Εδώ όμως μιλάμε για παε, και το μόνο επαχθές που υπάρχει είναι τα λαμόγια που τα δημιούργησαν και το κράτος που τους άφησε ανεξέλεγκτους.
Να παλέψουν για γλυκές αυταπάτες και παε λαϊκής βάσης; Ο κάσπερ λέει ότι αν φτάσουν στο σημείο να είναι τόσο λαϊκές που να δημιουργούν αυταπάτες, θα έχουν επιτελέσει το ρόλο τους. Αλλά ούτε αυτό δε γίνεται, και το λαϊκός μπροστά μπαίνει από παράδοση, για λόγους ευφωνίας.
Μπορεί αυτά να είχαν νόημα στο πρόσφατο παρελθόν της ερασιτεχνικής αθωότητας. Ο υμένας βέβαια είχε σπάσει ήδη από τότε. Αλλά η νοσταλγία για εκείνη την εποχή, επανορθώνει την παρθενιά της σφιχτά με ράμματα και την εξιδανικεύει.
Ο ερασιτεχνισμός είναι είδος προς εξαφάνιση, χωρίς προοπτικές στη σημερινή κοινωνία. Οι ερασιτέχνες είναι εραστές της τέχνης κι οι καπιταλιστές εραστές του κέρδους. Ο ερασιτέχνης αγαπά τη φανέλα κι ο καπιταλιστής την καλύπτει με χορηγούς για να αυξήσει το κέρδος του.
Εδώ κανονικά θέλει σοσιαλιστικό ρεαλισμό κι ένα ταξικό επιμύθιο. Αλλά ως εραστές της τέχνης, που σημαίνει τέχνη για την τέχνη, θα το αφήσουμε στην κρίση του αναγνώστη.
Υγ: Το κείμενο αυτό γράφτηκε μετά τα γεγονότα στο ντέρμπι του καραϊσκάκη, αλλά δεν το ανάρτησα αμέσως. Στο ενδιάμεσο βγήκαν στη φόρα κι οι διάλογοι από τις κασέτες του κούγια, αλλά η ουσία του πράγματος δεν αλλάζει. Απλώς έρχεται στο προσκήνιο μια άλλη πτυχή του.
Η εικόνα του κειμένου είναι το εξώφυλλο του τέταρτου τεύχους του περιοδικού HUMBA, -που κυκλοφορεί στα περίπτερα. Ψηφίζουμε-στηρίζουμε: http://humbazine.blogspot.com/2011/02/blog-post_26.html. Το αυτό και για την πρωτοβουλία των radical fans united.
http://rfu.blogspot.com/
Παρασκευή 11 Μαρτίου 2011
Για τη μέρα της γυναίκας (ξανά)
Εναλλακτικό κείμενο, με αφορμή μια τοπική εκδήλωση.
Πήγαμε να μπούμε με αριστερισμό κατευθείαν από την κύρια είσοδο που ήταν κλειδωμένη. Τελικά επιλέξαμε το ζιγκ-ζαγκ που το προτιμά η ιστορία και την κερκόπορτα στα πλάγια, που τη φυλούσε ένας προδότης.
Μπήκαμε στην αίθουσα και μας τύλιξε η μυρωδιά της γιαγιάς. Ελπίδες μέσα στη φορμόλη. Σαν τις ιδέες ενός απολιθώματος. Smells like teen spirit, είπα στον κάσπερ. Και μου είπε για τη συνωμοσία των 27 ετών, ηλικία στην οποία πέθαναν ο κομπέιν, ο τζιμ μόρισιν, ο χέντριξ και η τζόπλιν, οι πιο πολλοί καταπίνοντας τον εμετό τους. Έτσι με κέφι το πήγαμε μέχρι τέλους.
Από νεολαία είχαμε μόνο ένα κοριτσάκι με τη γιαγιά του, ντυμένο στα μωβ (πρώτο σύμπτωμα της γνωστής παιδικής αρρώστιας). Βρήκε κάτι προκηρύξεις δίπλα της, έτοιμη να φωνάξει: "συνάδελφοι!" και να αρχίσει το μοίρασμα.
Τελικά όμως άρχισε να μασουλάει επιδεικτικά ποπ-κορν κι έφυγε στη μέση της εκδήλωσης, παίρνοντας μαζί τη σκληρή ανεμελιά της σημερινής νεολαίας.
Πήραμε από ένα λουλούδι (το δικό μου στραπατσαρισμένο, σαν το ηθικό μας) και καθίσαμε για να ακούσουμε τα κορίτσια της χορωδίας. Χιονισμένα κεφάλια, άλλα με στρώσεις βαφών, ομοιόμορφο ντύσιμο κατηχητικού, ψιλές φωνές και συνοδεία πιάνου.
Είπαν τη μαργαρίτα-μαργαρώ (κι όλοι μαζί, το η μάνα σου είναι τρελή), κι άλλα τραγούδια για την αννούλα, την ειρήνη και διάφορα γυναικεία ονόματα. Περίμενα να πούνε και τη ρίνα-κατερίνα του μπίγαλη, αλλά δεν έκατσε.
Πού είναι τα νιάτα; Πού είναι η ομορφιά; Πού είναι η τόλμη και γοητεία; Μα η ομορφιά των σίριαλ δεν έχει θέση εδώ. Εξαργυρώνει τα κάλλη της και λύνει αλλιώς το πρόβλημά της. Εξαρτά την ευτυχία της από το φαίνεσθαι. Θέλει να μείνει απ’ έξω για πάντα νέα, ενώ το μέσα της σαπίζει.
Η ομορφιά είναι εσωτερική ιδιότητα σύντροφε. Οδηγεί στο άλλο ρεύμα από το απ’ έξω του λένιν, πηγάζει από μέσα κι αντανακλά στο εποικοδόμημα. Σαν τις γυναίκες στις ταινίες της αλίντας δημητρίου. Τη λάμψη στα μάτια δε μπορεί να στη δώσει κανένα καλλυντικό. Ούτε στη λάμψη του φώσκολου μπορείς να τη βρεις.
Και γιατί δε λέμε πιο ντούρα, αγωνιστικά τραγούδια; Γιατί η εκδήλωση ήταν πιο πλατειά, σε συνεργασία με τη δημοτική κοινότητα τριανδρίας κι έγινε εν τέλει πλαδαρή μ’ ένα σωρό επίσημους και τιμώμενα πρόσωπα από το παρελθόν. Κι είχαν και κάτι πρωτιές που δεν τις ακούγαμε κι έτσι η φαντασία συμπλήρωνε τα κενά. Η πρώτη δημοτική σύμβουλος που πέταξε στο διάστημα, ο πρώτος δήμαρχος που τον πέταξαν στη θάλασσα κοκ.
Κι ήταν και μια δεξιά δημαρχίνα κι αγριεύτηκα.
-Τι δουλειά έχει αυτή εδώ; Είναι κι αυτή στην ογε;
-Όχι. Αλλά πρέπει να είναι στον τοπικό σύλλογο.
-Και τι είναι ο σύλλογος; Αυτόνομο σχήμα εαακ;
Μάλλον κάτι είχαμε καταλάβει λάθος. Αλλά τι;
Σε αυτό το σημείο να ευχαριστήσουμε και τους χορηγούς μας...
-Καλά, έχουμε και χορηγούς;
-Σταμάτα, ρε. Τους χορωδούς είπε.
-Α, είπα κι εγώ. Με όσα γίνονται σήμερα, ποτέ δεν ξέρεις.
Ο μόνος που διασώθηκε από το διαταξικό ναυάγιο ήταν ο θηλυκός γονιός του κάσπερ που μας είπε κάποια πράγματα για την ιστορία της επετείου και τη θέση των γυναικών στην σύγχρονη κοινωνία. Καλά τα είπε αλλά θα μπορούσε να πει κι άλλα (αν δεν ήταν τόσο πλατειά η εκδήλωση).
Να πει για την ώρα της εκδήλωσης που ήταν προσεκτικά διαλεγμένη για να μη συμπέσει με κάνα σίριαλ και χαλάσει την καθημερινή εξάρτηση. Το ίδιο συμβαίνει και με τους άντρες όταν έχει κάνα ποδοσφαιρικό αγώνα. Και με τους κομμουνιστές όταν έχει επιτροπή αγώνα, ή συλλαλητήριο.
Να πει για το σύστημα που δημιουργεί χαζογκόμενες παντός φύλου, αλλά στήνει περισσότερες παγίδες στο γυναικείο, που είναι πιο αδύνατο, όχι απ’ τη φύση του, αλλά εξαιτίας της θέσης του στην κοινωνία. Να πει και για την πορνογραφία που λειτουργεί σα σχολείο για τους άντρες, γιατί δεν υπάρχουν πολλοί άλλοι τρόποι για να μάθεις λεπτομέρειες για τη σεξουαλική πράξη.
Κι εκεί γεννιούνται τα πρώτα σπέρματα του μισογυνισμού. Μαθαίνεις να βλέπεις τη γυναίκα ως σκεύος ηδονής, η οποία αυξάνει ευθέως ανάλογα με την ταπείνωση της συντρόφου σου.
Να πιάσει το σφυγμό όσων ήταν εκεί, να τους μιλήσει απλά, με παραδείγματα από τη ζωή τους και τη μιζέρια που όλοι λουζόμαστε.
Να τους πει... να σου πω την αλήθεια ούτε εγώ ξέρω τι παραπάνω θα μπορούσε να τους πει. Δώσε μου λίγο χρόνο να το σκεφτώ κι ίσως τα γράψω ολοκληρωμένα του χρόνου, στην επόμενη επέτειο. Ή και πιο νωρίς. Μια επέτειος είναι απλά η αφορμή, όχι ευκαιρία για καμπανιακή δράση.
Μετά από όλα αυτά ήμασταν έτοιμοι για την χτεσινή πορεία. Αυτή τη φορά συνδιοργανωτές ήταν το παμε και το μας. Δεν αναμένονταν εκπλήξεις (δυσάρεστες και γενικώς).
Φωνάξαμε ότι οι μόνες θυσίες που έχουνε αξία είναι στον αγώνα για την άλλη εξουσία (ναι, αλλά τι αξία; Ανταλλακτική ή αξία χρήσης); Προς το παρόν όμως, ο κόσμος ζει στον κομπέιν του, αντιστρέφει διαλεκτικά το σύνθημα και θυσιάζει σαν αβραάμ τις αξίες του για να επιβιώσει.
Φωνάξαμε, στον καπιταλισμό ποτέ συγχωροχάρτι (νόμος είναι το δίκιο του εργάτη). Και σκέφτηκα ότι έτσι κι αλλιώς δεν είμαστε ιερά εξέταση για να δίνουμε συχωροχάρτια κι ίσως να ταίριαζε πιο πολύ αν φωνάζαμε το σύνθημα για τους οπορτούνες. Στον οπορτουνισμό ποτέ συχωροχάρτι!
Ακόμα κι αυτό όμως δεν είναι τελείως σωστό, γιατί τακτικά και με το διάβολο μπορεί να συμμαχήσεις. Κι η τακτική συμμαχία (όχι για το μέτωπο, αλλά για τα επιμέρους) δεν πάει να πει ότι δίνεις συχωροχάρτι σε κάποιον. Ούτε σε μας τους ίδιους δεν πρέπει να δίνουμε. Το φάρμακο για τα λάθη είναι η αυτοκριτική. Η συγχώρεση έρχεται στην πορεία.
Σταματήσαμε μπροστά στα public όπου η εργοδοσία απέλυσε μια συντρόφισσα (με αριστερίστικο παρελθόν) κι όταν μας είδε να πλησιάζουμε πήγε να κατεβάσει το στόρι για να μην ενοχλήσουμε την πελατεία της. Αλλά οι σύντροφοι πρόλαβαν, το σταμάτησαν κι αυτό δεν άντεξε στην πίεση του κινήματος και λύγισε κάνοντας μια καμπύλη που από μακριά έμοιαζε με αψίδα του ταξικού μας θριάμβου. Κάναμε ένα τέταρτο παρέμβαση και διαλυθήκαμε συντονισμένα λίγο αργότερα.
Εμείς εν τω μεταξύ ήμασταν τελευταίο μπλοκ, ουρά του κινήματος κι όπως κοιτούσαμε προς τα πάνω για να δούμε από πού βολεύει καλύτερα για την έφοδο στον ουρανό, στάμπαρε ένας δικός μας μια ταράτσα και μια πινακίδα που έγραφε: κέρδος. Τίποτα άλλο, απλά κέρδος. Θα μπορούσε να είναι η εφημερίδα, αλλά δεν είχε ούτε λογότυπο, ούτε κάτι άλλο.
Κι όπως στεκόμασταν οκτώ πατώματα πιο κάτω και το κοιτούσαμε με δέος, είπαμε πως είναι το ιδανικό σκηνικό για ένα σεκίτικο δρώμενο. Να ανέβει πάνω ένας ακτιβιστής με ξυλοπόδαρα, ή ένα κίνημα με ξύλινη γλώσσα και πήλινα πόδια και το κοινό από κάτω να δει το όνειρό του να γίνεται πραγματικότητα: ο άνθρωπος πάνω από το κέρδος.
Περάσαμε από το μαγαζί ταμτάκος στην ερμού, καταλήξαμε στο βρετανικό προξενείο κι ανανεώσαμε το αγωνιστικό ραντεβού για μια άλλη φορά που ο καιρός πιο μενετός. Πολύ κρύο εφέτος...
Πήγαμε να μπούμε με αριστερισμό κατευθείαν από την κύρια είσοδο που ήταν κλειδωμένη. Τελικά επιλέξαμε το ζιγκ-ζαγκ που το προτιμά η ιστορία και την κερκόπορτα στα πλάγια, που τη φυλούσε ένας προδότης.
Μπήκαμε στην αίθουσα και μας τύλιξε η μυρωδιά της γιαγιάς. Ελπίδες μέσα στη φορμόλη. Σαν τις ιδέες ενός απολιθώματος. Smells like teen spirit, είπα στον κάσπερ. Και μου είπε για τη συνωμοσία των 27 ετών, ηλικία στην οποία πέθαναν ο κομπέιν, ο τζιμ μόρισιν, ο χέντριξ και η τζόπλιν, οι πιο πολλοί καταπίνοντας τον εμετό τους. Έτσι με κέφι το πήγαμε μέχρι τέλους.
Από νεολαία είχαμε μόνο ένα κοριτσάκι με τη γιαγιά του, ντυμένο στα μωβ (πρώτο σύμπτωμα της γνωστής παιδικής αρρώστιας). Βρήκε κάτι προκηρύξεις δίπλα της, έτοιμη να φωνάξει: "συνάδελφοι!" και να αρχίσει το μοίρασμα.
Τελικά όμως άρχισε να μασουλάει επιδεικτικά ποπ-κορν κι έφυγε στη μέση της εκδήλωσης, παίρνοντας μαζί τη σκληρή ανεμελιά της σημερινής νεολαίας.
Πήραμε από ένα λουλούδι (το δικό μου στραπατσαρισμένο, σαν το ηθικό μας) και καθίσαμε για να ακούσουμε τα κορίτσια της χορωδίας. Χιονισμένα κεφάλια, άλλα με στρώσεις βαφών, ομοιόμορφο ντύσιμο κατηχητικού, ψιλές φωνές και συνοδεία πιάνου.
Είπαν τη μαργαρίτα-μαργαρώ (κι όλοι μαζί, το η μάνα σου είναι τρελή), κι άλλα τραγούδια για την αννούλα, την ειρήνη και διάφορα γυναικεία ονόματα. Περίμενα να πούνε και τη ρίνα-κατερίνα του μπίγαλη, αλλά δεν έκατσε.
Πού είναι τα νιάτα; Πού είναι η ομορφιά; Πού είναι η τόλμη και γοητεία; Μα η ομορφιά των σίριαλ δεν έχει θέση εδώ. Εξαργυρώνει τα κάλλη της και λύνει αλλιώς το πρόβλημά της. Εξαρτά την ευτυχία της από το φαίνεσθαι. Θέλει να μείνει απ’ έξω για πάντα νέα, ενώ το μέσα της σαπίζει.
Η ομορφιά είναι εσωτερική ιδιότητα σύντροφε. Οδηγεί στο άλλο ρεύμα από το απ’ έξω του λένιν, πηγάζει από μέσα κι αντανακλά στο εποικοδόμημα. Σαν τις γυναίκες στις ταινίες της αλίντας δημητρίου. Τη λάμψη στα μάτια δε μπορεί να στη δώσει κανένα καλλυντικό. Ούτε στη λάμψη του φώσκολου μπορείς να τη βρεις.
Και γιατί δε λέμε πιο ντούρα, αγωνιστικά τραγούδια; Γιατί η εκδήλωση ήταν πιο πλατειά, σε συνεργασία με τη δημοτική κοινότητα τριανδρίας κι έγινε εν τέλει πλαδαρή μ’ ένα σωρό επίσημους και τιμώμενα πρόσωπα από το παρελθόν. Κι είχαν και κάτι πρωτιές που δεν τις ακούγαμε κι έτσι η φαντασία συμπλήρωνε τα κενά. Η πρώτη δημοτική σύμβουλος που πέταξε στο διάστημα, ο πρώτος δήμαρχος που τον πέταξαν στη θάλασσα κοκ.
Κι ήταν και μια δεξιά δημαρχίνα κι αγριεύτηκα.
-Τι δουλειά έχει αυτή εδώ; Είναι κι αυτή στην ογε;
-Όχι. Αλλά πρέπει να είναι στον τοπικό σύλλογο.
-Και τι είναι ο σύλλογος; Αυτόνομο σχήμα εαακ;
Μάλλον κάτι είχαμε καταλάβει λάθος. Αλλά τι;
Σε αυτό το σημείο να ευχαριστήσουμε και τους χορηγούς μας...
-Καλά, έχουμε και χορηγούς;
-Σταμάτα, ρε. Τους χορωδούς είπε.
-Α, είπα κι εγώ. Με όσα γίνονται σήμερα, ποτέ δεν ξέρεις.
Ο μόνος που διασώθηκε από το διαταξικό ναυάγιο ήταν ο θηλυκός γονιός του κάσπερ που μας είπε κάποια πράγματα για την ιστορία της επετείου και τη θέση των γυναικών στην σύγχρονη κοινωνία. Καλά τα είπε αλλά θα μπορούσε να πει κι άλλα (αν δεν ήταν τόσο πλατειά η εκδήλωση).
Να πει για την ώρα της εκδήλωσης που ήταν προσεκτικά διαλεγμένη για να μη συμπέσει με κάνα σίριαλ και χαλάσει την καθημερινή εξάρτηση. Το ίδιο συμβαίνει και με τους άντρες όταν έχει κάνα ποδοσφαιρικό αγώνα. Και με τους κομμουνιστές όταν έχει επιτροπή αγώνα, ή συλλαλητήριο.
Να πει για το σύστημα που δημιουργεί χαζογκόμενες παντός φύλου, αλλά στήνει περισσότερες παγίδες στο γυναικείο, που είναι πιο αδύνατο, όχι απ’ τη φύση του, αλλά εξαιτίας της θέσης του στην κοινωνία. Να πει και για την πορνογραφία που λειτουργεί σα σχολείο για τους άντρες, γιατί δεν υπάρχουν πολλοί άλλοι τρόποι για να μάθεις λεπτομέρειες για τη σεξουαλική πράξη.
Κι εκεί γεννιούνται τα πρώτα σπέρματα του μισογυνισμού. Μαθαίνεις να βλέπεις τη γυναίκα ως σκεύος ηδονής, η οποία αυξάνει ευθέως ανάλογα με την ταπείνωση της συντρόφου σου.
Να πιάσει το σφυγμό όσων ήταν εκεί, να τους μιλήσει απλά, με παραδείγματα από τη ζωή τους και τη μιζέρια που όλοι λουζόμαστε.
Να τους πει... να σου πω την αλήθεια ούτε εγώ ξέρω τι παραπάνω θα μπορούσε να τους πει. Δώσε μου λίγο χρόνο να το σκεφτώ κι ίσως τα γράψω ολοκληρωμένα του χρόνου, στην επόμενη επέτειο. Ή και πιο νωρίς. Μια επέτειος είναι απλά η αφορμή, όχι ευκαιρία για καμπανιακή δράση.
Μετά από όλα αυτά ήμασταν έτοιμοι για την χτεσινή πορεία. Αυτή τη φορά συνδιοργανωτές ήταν το παμε και το μας. Δεν αναμένονταν εκπλήξεις (δυσάρεστες και γενικώς).
Φωνάξαμε ότι οι μόνες θυσίες που έχουνε αξία είναι στον αγώνα για την άλλη εξουσία (ναι, αλλά τι αξία; Ανταλλακτική ή αξία χρήσης); Προς το παρόν όμως, ο κόσμος ζει στον κομπέιν του, αντιστρέφει διαλεκτικά το σύνθημα και θυσιάζει σαν αβραάμ τις αξίες του για να επιβιώσει.
Φωνάξαμε, στον καπιταλισμό ποτέ συγχωροχάρτι (νόμος είναι το δίκιο του εργάτη). Και σκέφτηκα ότι έτσι κι αλλιώς δεν είμαστε ιερά εξέταση για να δίνουμε συχωροχάρτια κι ίσως να ταίριαζε πιο πολύ αν φωνάζαμε το σύνθημα για τους οπορτούνες. Στον οπορτουνισμό ποτέ συχωροχάρτι!
Ακόμα κι αυτό όμως δεν είναι τελείως σωστό, γιατί τακτικά και με το διάβολο μπορεί να συμμαχήσεις. Κι η τακτική συμμαχία (όχι για το μέτωπο, αλλά για τα επιμέρους) δεν πάει να πει ότι δίνεις συχωροχάρτι σε κάποιον. Ούτε σε μας τους ίδιους δεν πρέπει να δίνουμε. Το φάρμακο για τα λάθη είναι η αυτοκριτική. Η συγχώρεση έρχεται στην πορεία.
Σταματήσαμε μπροστά στα public όπου η εργοδοσία απέλυσε μια συντρόφισσα (με αριστερίστικο παρελθόν) κι όταν μας είδε να πλησιάζουμε πήγε να κατεβάσει το στόρι για να μην ενοχλήσουμε την πελατεία της. Αλλά οι σύντροφοι πρόλαβαν, το σταμάτησαν κι αυτό δεν άντεξε στην πίεση του κινήματος και λύγισε κάνοντας μια καμπύλη που από μακριά έμοιαζε με αψίδα του ταξικού μας θριάμβου. Κάναμε ένα τέταρτο παρέμβαση και διαλυθήκαμε συντονισμένα λίγο αργότερα.
Εμείς εν τω μεταξύ ήμασταν τελευταίο μπλοκ, ουρά του κινήματος κι όπως κοιτούσαμε προς τα πάνω για να δούμε από πού βολεύει καλύτερα για την έφοδο στον ουρανό, στάμπαρε ένας δικός μας μια ταράτσα και μια πινακίδα που έγραφε: κέρδος. Τίποτα άλλο, απλά κέρδος. Θα μπορούσε να είναι η εφημερίδα, αλλά δεν είχε ούτε λογότυπο, ούτε κάτι άλλο.
Κι όπως στεκόμασταν οκτώ πατώματα πιο κάτω και το κοιτούσαμε με δέος, είπαμε πως είναι το ιδανικό σκηνικό για ένα σεκίτικο δρώμενο. Να ανέβει πάνω ένας ακτιβιστής με ξυλοπόδαρα, ή ένα κίνημα με ξύλινη γλώσσα και πήλινα πόδια και το κοινό από κάτω να δει το όνειρό του να γίνεται πραγματικότητα: ο άνθρωπος πάνω από το κέρδος.
Περάσαμε από το μαγαζί ταμτάκος στην ερμού, καταλήξαμε στο βρετανικό προξενείο κι ανανεώσαμε το αγωνιστικό ραντεβού για μια άλλη φορά που ο καιρός πιο μενετός. Πολύ κρύο εφέτος...