Χτες συμπληρώθηκαν εβδομήντα χρόνια από την ίδρυση του εαμ. Του εαμ που μας έσωσε απ’ την πείνα, από την σκλαβιά στο γερμανό κατακτητή, όχι όμως κι από την ταξική σκλαβιά, που έμεινε εσώκλειστη στο τρίγωνο της σκωμπίας, μέχρι να ‘ρθουν οι άγγλοι να τη σώσουν και να αναλάβει δυνάμεις. Ενώ εμείς παίξαμε φερ πλέι και τη σεβαστήκαμε, με την ίδια αφέλεια που σεβάστηκαν οι κομμουνάροι του παρισιού τις βερσαλλίες. Αλλά στην ταξική πάλη δεν υπάρχει ευ αγωνίζεσθαι, ούτε ακριβώς αίσιο τέλος (χάπι εντ). Κι έτσι ζήσαμε εμείς καλά κι οι αστοί καλύτερα.
Ποια σημεία αξίζει να κρατήσει κανείς από αυτήν την επέτειο;
Τον τρόπο λήψης αποφάσεων και λειτουργίας του εαμ, με βάση την αρχή της ομοφωνίας. Η οποία κατέληγε –παρά τις λεπτές ισορροπίες- σε ουσιαστική συζήτηση και σύνθεση απόψεων, κι όχι σε διαδικασίες για βάλιουμ κι αμεσοδημοκρατία γραφειοκρατικού τύπου. Κάτι που μας δείχνει ότι δεν είναι οι δομές που καθορίζουν τη λειτουργία ενός φορέα, αλλά μάλλον το αντίστροφο –μες στη διαλεκτική τους ενότητα κι αλληλεπίδραση.
Την ευρύτερη δυνατή ενότητα στις γραμμές του εαμ, που συσπείρωνε ακόμα και βασιλικούς, όχι όμως και τροτσκιστές –που ούτως ή άλλως είχαν άλλη αντίληψη για τα πράγματα. Η πραγματική του δύναμη ήταν η δουλειά στον κόσμο κι η παλλαϊκή συσπείρωση των μαζών στις γραμμές του. Η ψυχή του εαμ ήταν το κουκουέ. Οι υπόλοιπες οργανώσεις –συνιστώσες κατά την κρατούσα σήμερα ορολογία- είχαν σχεδόν αμελητέα δύναμη, αντίστοιχη με το σημερινό εξωκοινοβούλιο. Τη διαφορά την έκανε ο σκοπός της ενότητας. Το εαμ δεν ήταν συμμαχία εκλογικού τύπου, που διατηρούνταν στη βάση των κοινοβουλευτικών επιχορηγήσεων. Αλλά μια μάχιμη, πολιτική οργάνωση που έδεσε τον αγώνα για καθημερινή επιβίωση με την ένοπλη πάλη και την προοπτική της απελευθέρωσης.
Την άλλη πλευρά της ενότητας, με την επιρροή των μικροαστικών στρωμάτων και των πολιτικών τους εκπροσώπων. Τις ταλαντεύσεις που πήγαν πίσω το μέτωπο, τη δράση του και τους σκοπούς του, κάμπτοντας την αποφασιστικότητά του. Ο σβώλος κι ο τσιριμώκος πχ έκαναν περισσότερη ζημιά στην υπογραφή των συμφωνιών, παραμένοντας στο εαμ, απ’ όση θα ‘καναν αν είχαν αποχωρήσει.
Νδ-πασοκ-συνασπισμός υπέγραψαν το λίβανο πληρώνει ο λαός.
Τη διαλεκτική σύνδεση μαζικής πολιτικής δουλειάς με το ένοπλο κίνημα, που συμπληρώνονταν κι αλληλοτροφοδοτούνταν. Η έμπρακτη αντίσταση στον κατακτητή αύξαινε κατακόρυφα το ηθικό του λαού και το κύρος του εαμ. Όπου πήγαινε ο στρατός του άρη, άφηνε πίσω φύτρα λαοκρατίας και κόσμο πεισμένο για την υπόθεση του αγώνα. Ενώ η πολιτική δουλειά στις μάζες εξασφάλιζε στον ελας μια μεγάλη δεξαμενή εφεδρειών κι υλικής ενίσχυσης. Το ένα χωρίς το άλλο, θα οδηγούσε είτε στον αδιέξοδο πασιφισμό, είτε σε μια μορφή ηρωικού τυχοδιωκτισμού.
Την ικανοποίηση ώριμων αστικοδημοκρατικών αιτημάτων που χρόνιζαν, από την κυβέρνηση του βουνού, όπως το δικαίωμα ψήφου στις γυναίκες. Την ολόπλευρη δράση που αγκάλιαζε κάθε πτυχή της κοινωνικής ζωής και καθημερινότητας. Τη λαϊκή αυτενέργεια και τα φύτρα λαϊκής εξουσίας. Το πλούσιο επιμορφωτικό κι εκπολιτιστικό έργο που έσπασε το απόστημα της αμορφωσιάς και της τεχνητά επιβεβλημένης αποβλάκωσης στην ύπαιθρο.
Την προσωρινή υπέρβαση της αντίθεσης πόλης-χωριού. Ένας κατά βάση επαρχιώτικος στρατός πλάι σε ένα προλεταριακό κίνημα στις πόλεις, με όλα τα τυπικά χαρακτηριστικά του λαού μας, τα καλύτερα στοιχεία του μαζί με ελάχιστα κουσούρια. Μια καθαρά ελληνική σπεσιαλιτέ, σαν την χωριάτικη. Και σαν τον ελας, που κι αυτός τέτοιος ήταν (χωριάτικος).
Κι αν τελικά τα κάναμε σαλάτα –χωριάτικη και γενικώς- δε φταίνε οι λαϊκοί άνθρωποι που τον στελέχωσαν, αλλά η θολούρα και το στρατηγικό έλλειμμα της ηγεσίας, που μέτρησε το μπόι της στα κρίσιμα και φάνηκε κατώτερη από τις περιστάσεις. Κι αυτήν όμως την στελέχωσαν παιδιά του λαού –ο κουρέας ιωαννίδης, ο επιλοχίας της μικρασίας σιάντος, κ.ά.- που έφτασαν ως εκεί που μπορούσε να πάει ο ορίζοντάς τους. Τόσο ήξεραν, τόσο μπόρεσαν, όπως είχε πει κι ο ευτύχης πέρσι, σε μια εκδήλωση της πάλαι ποτέ σοβαρής συνιστώσας για τον «εμφύλιο». Χωρίς να αφήσει κάποια υπόνοια περί προδοσίας, ή για το ρόλο των σοβιετικών, όπως κάνουν κάποιοι απ’ τον χώρο του.
Όλα αυτά φέρνουν στο επίκεντρο τη στρατηγική του εαμ και του κουκουέ. Αν η ως τα τώρα ιστορία των ανθρώπινων κοινωνιών είναι η ιστορία της ταξικής πάλης που αναπτύχθηκε στα πλαίσιά τους, την ιστορία του κόμματος μπορούμε να την προσεγγίσουμε στη βάση της στρατηγικής του και της εξέλιξής της στον χρόνο (θεωρητικές επεξεργασίες, αποφάσεις συνεδρίων, κτλ).
Σε αυτή τη βάση υπάρχουν διάφορες προσεγγίσεις.
Οι τροτσκιστές –που εκείνη την περίοδο ακολούθησαν τη γραμμή του ντεφετισμού- αποδίδουν τη στρατηγική ήττα στη μικροαστική, ταξική σύνθεση του εαμ, τη γραμμή της εθνικής ενότητας, των λαϊκών μετώπων και της κομιντέρν, που είχε ως ορίζοντα τη δημοκρατική επανάσταση, ως πρώτο στάδιο για τη σοσιαλιστική. Αυτή ήταν κι η βασική κριτική που ασκούσε στην έκτη ολομέλεια του 34’ ο πουλιόπουλος, στη μπροσούρα του, δημοκρατική ή σοσιαλιστική επανάσταση στην ελλάδα.
Υπάρχει η αντίστοιχη αυτοκριτική του κόμματος για το στάδιο της λαοκρατίας, τον χαρακτήρα της επικείμενης επανάστασης και τον κρίκο της εθνικής απελευθέρωσης, που αυτονομήθηκε από την αλυσίδα του στρατηγικού στόχου, την οποία μπορείτε να δείτε κι εδώ, στην προδημοσίευση ενός αποσπάσματος από το δεύτερο τόμο του δοκιμίου ιστορίας του κουκουέ, που θα κυκλοφορήσει μες στο νοέμβρη και -κρίνοντας από το τρέχον τεύχος της κομεπ που έχει τις αποκαταστάσεις κι εξαντλήθηκε σε αθήνα και θεσσαλονίκη- το περιμένει με αγωνία πολύς κόσμος.
Υπάρχει όμως κι ο αντίλογος που λέει ότι η ήττα προήλθε από τα επιμέρους τακτικά λάθη κι όχι από τη στρατηγική κατεύθυνση του εαμ. Ίδια στρατηγική δεν είχαν κι οι παρτιζάνοι του τίτο στη γιουγκοσλαβία, που κατέλαβαν την εξουσία; Αν είχαμε καθαρό μέτωπο απέναντι στο ρόλο των άγγλων, τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά. Ας παίρναμε εμείς την εξουσία κι ας τη βαφτίζαμε λαοκρατία, δημοκρατική δικτατορία, ή και χούντα του προλεταριάτου –που λέει ο λόγος. Δεν θα ήταν αυτό το κύριο, σε εκείνη τη φάση.
Κάθε ιστορική αναδρομή επικαθορίζεται από τη συγκυρία, κάνει συνειρμούς με το σήμερα, βρίσκει αναλογίες κι ομοιότητες. Αλλά αν μείνει στον παραλληλισμό, χωρίς μεθοδολογικά εργαλεία και συγκεκριμένη ανάλυση, κινδυνεύει να πέσει στη λούμπα να κρίνει το παρόν από το παρελθόν, ή κι αντίστροφα.
Οι ομοιότητες της σημερινής κατάστασης με την περίοδο της κατοχής είναι αρκετές. Ο δύσκολος χειμώνας που έρχεται, ο στραγγαλισμός του λαού, τα δύο στρατόπεδα που διαμορφώνονται. Ο αστικός τύπος που τονίζει την ανάγκη του μνημονίου και των διαρθρωτικών αλλαγών, με τον ίδιο ζήλο που εξυμνούσε τους κατακτητές*. Ο αντιμπεριαλιστικός χαρακτήρας της λαϊκής πάλης.
Εκεί σταματούν οι ομοιότητες. Μπαίνει ως γέφυρα η σύνδεση που έκανε ο πασκίτης φωτόπουλος –μετά τη συνάντηση με την αλέκα- των εργαζόμενων στη δεη με τους κομμουνιστές του εαμ που τους κατηγορούσαν για εθνοπροδότες. Κι αρχίζουν οι αναλύσεις του δελαστίκ περί κατοχής ,το πατριωτικό μέτωπο του καζάκη που ονειρεύεται το νέο εαμ, και τα τρία γράμματα της ελε, που φωτίζουν την ελληνική μας τη γενιά και τον αγώνα μας, με φάρο το ντοκιμαντέρ του άρη –του αρχηγού των ατάκτων.
Αλλά η σημερινή συγκυρία δεν είναι ίδιας ποιότητας. Η ντόπια αστική τάξη και το πολιτικό της προσωπικό δε γίνεται να βγουν έξω από το κάδρο και να αθωωθούν. Ο εργαζόμενος λαός δεν πρέπει να σκεφτεί με εθνικούς όρους, πώς να σωθεί η χώρα από την χρεοκοπία, αλλά ως τάξη για τον εαυτό της. Που πρέπει να κάνει την οικονομική κρίση του συστήματος πολιτική, επαναστατική, για να το ανατρέψει, αλλιώς θα πληρώσει τα σπασμένα και θα γονατίσει με κινέζικα μεροκάματα στα όρια της επιβίωσης. Ένας ακόμα σοσιαλιστικός παράδεισος, αυτή τη φορά πράσινος και made in greece.
Αυτό που πρέπει να πάρουμε από το εαμ, δεν είναι ο εθνικο-απελευθερωτικός του χαρακτήρας αλλά η δράση του, η προσφορά κι η αυτοθυσία των μελών του, η ζωή που περπατούσε δίπλα στο θάνατο, στις πιο δημιουργικές κι ένδοξες στιγμές της. Να φτιάξουμε ένα μέτωπο που θα πάρει τα καλύτερα στοιχεία από τον καθένα μας, κι από όλους μαζί συλλογικά, απ’ το κόμμα και τον λαό. Όπου δε θα κοιτάμε τον τάδε που με κουτσομπόλεψε, τον δείνα που με λοξοκοίταξε, τον γείτονα που μου τη σπάει και τον άλλο που φραξιονίζει. Αλλά τον κάθε σύντροφο ως μοναδική προσωπικότητα, με ξεχωριστά προσόντα κι αποθέματα ψυχικής δύναμης. Όπου η ανάπτυξη του ενός προϋποθέτει την ανάπτυξη του άλλου, σα μικρογραφία της κοινωνίας του μέλλοντος.
Ένα κίνημα που θα πάρει τα διδάγματα από το τραγούδι των ηττημένων και θα πει το δικό του, προσαρμοσμένο στην εποχή του, με τους κατάλληλους στίχους και με επίκαιρα νοήματα.
Επτά τραγούδια θα σου πω, για να διαλέξεις το σκοπό. Κι ένα μέλλον σοσιαλιστικό..
*Βλέπε και το πολύ καλό αφιέρωμα του κυριακάτικου ρίζου, και τις παραπομπές στον πέτρο ρούσο και τη μεγάλη πενταετία. Που ήταν –μεταξύ άλλων- στο περίπτερο με τις ειδικές προσφορές της σύγχρονης εποχής, στο φεστιβάλ της αθήνας, μαζί με δύο τόμους με ντοκουμέντα κι αποφάσεις του εαμ, και το βιβλίο του μπαρτζώτα –γραμματέα της κοα τότε- για την αδούλωτη αθήνα και τα δεκεμβριανά.
Πέμπτη 29 Σεπτεμβρίου 2011
Σάββατο 24 Σεπτεμβρίου 2011
Η μεγάλη εκκαθάριση
Ενώ η χώρα πηγαίνει ολοταχώς προς χρεοκοπία, και το βασικό ζητούμενο από τη σκοπιά του κινήματος παραμένει η πολιτική χρεοκοπία των αστικών κομμάτων, πριν χρεοκοπήσει ο λαός και τον γονατίσουν...
…η κε του μπλοκ, άρτι αφιχθείσα στη βάση της, συνεχίζει με αυτόματο πιλότο τις βουτιές της στην ασφάλεια του παρελθόντος και καταπιάνεται με ένα διαχρονικό ζήτημα: τις δίκες της μόσχας.
Το κείμενο που ακολουθεί είναι μια εργασία, αναλυτική κι αρκούντως τεκμηριωμένη, του σ/φου αναγνώστη Άναυδου σχετικά με το θέμα, όπως το προσεγγίζει από τη δική του σκοπιά. Ποια είναι αυτή; Χωρίς να είναι οργανωμένος στο κόμμα, ο Άναυδος γράφει το κείμενο από την σκοπιά της κομμουνιστικής ορθοδοξίας –όπως αναφέρεται κατά καιρούς στο μπλοκ.
Η εργασία του Άναυδου ανήκει σε εκείνη την κατηγορία κειμένων, που δημοσιεύονται στον ρίζο με τη διευκρίνιση άρθρο συνεργάτη μας στον υπότιτλο. Δεν απηχεί απαραίτητα πλήρως τις δικές μου απόψεις, αλλά προφανώς δε μπήκε τυχαία εδώ. Τη θεωρώ, αν μη τι άλλο, διαφωτιστική κι ενδιαφέρουσα.
Θα μπορούσε να είναι παραλειπόμενο κείμενο από το περσινό αφιέρωμα της ελευθεροτυπίας στις δίκες της μόσχας, όπου συμμετείχαν διάφοροι πανεπιστημιακοί, φίλα προσκείμενοι στο κόμμα. Με τη διαφορά ότι ο Άναυδος ουδέποτε θα δεχόταν να δώσει δικό του κείμενο στον τεγόπουλο, ακόμα κι αν του είχε ζητηθεί κάτι τέτοιο.
Ή καλύτερα μια εναλλακτική επιλογή στο ιστορικό ένθετο του κυριακάτικου ριζοσπάστη, που έχει γίνει κι αυτό 20σέλιδο, αλλά δεν έχει καταπιαστεί ακόμα με αυτό το θέμα. Σε κάθε περίπτωση, θα άξιζε να το διαβάσετε μέχρι τέλους, έστω και σε δόσεις, χωρίς να αποθαρρυνθείτε από την έκταση του κειμένου.
Η κε του μπλοκ επιφυλάσσεται να τοποθετηθεί επί του θέματος σε κάποια μελλοντική ανάρτηση. Αλλά χρειαζόταν την καβάτζα μιας –τρόπον τινά- εισήγησης που να καλύπτει κάποια θέματα, για να τοποθετηθεί επ’ αυτής της βάσης. Και το κείμενο του Άναυδου μπορεί να παίξει αυτόν το ρόλο.
Επιπλέον, το μπλοκ παραμένει ανοιχτό στην εκδήλωση ενδιαφέροντος και για άλλες συνεργασίες, επί διαφόρων θεμάτων, ή και για τον αντίλογο επί του συγκεκριμένου, σε αντίστοιχη μορφή με το κείμενο του Άναυδου.
Καλή ανάγνωση και ψυχραιμία στα σχόλια.
Για τη δική σας ευκολία, μπορείτε να διαβάσετε το κείμενο και στην εξής ηλεκτρονική διεύθυνση:
https://docs.google.com/document/d/1jmriOLonXaljqYO_Ns_HmT-BGqVukHXQ7-kPytFIiU4/edit?hl=en_US
Υγ: η κε του μπλοκ ζητάει την κατανόηση του αναγνωστικού κοινού για το προηγούμενο διάστημα που δε μπορούσε να απαντά άμεσα στα σχόλια κι υπόσχεται ότι θα προσπαθήσει να το αλλάξει, και να απαντήσει, αναδρομικά έστω, σε κάποια από αυτά. Αν και ο βλαδίμηρος έλεγε ότι η συνήθεια είναι εχθρός του σοσιαλισμού. Κι οι θερινοί ρυθμοί είναι δύσκολο να αποβληθούν, ειδικά στην υγρασία της συμβασιλεύουσας.
…η κε του μπλοκ, άρτι αφιχθείσα στη βάση της, συνεχίζει με αυτόματο πιλότο τις βουτιές της στην ασφάλεια του παρελθόντος και καταπιάνεται με ένα διαχρονικό ζήτημα: τις δίκες της μόσχας.
Το κείμενο που ακολουθεί είναι μια εργασία, αναλυτική κι αρκούντως τεκμηριωμένη, του σ/φου αναγνώστη Άναυδου σχετικά με το θέμα, όπως το προσεγγίζει από τη δική του σκοπιά. Ποια είναι αυτή; Χωρίς να είναι οργανωμένος στο κόμμα, ο Άναυδος γράφει το κείμενο από την σκοπιά της κομμουνιστικής ορθοδοξίας –όπως αναφέρεται κατά καιρούς στο μπλοκ.
Η εργασία του Άναυδου ανήκει σε εκείνη την κατηγορία κειμένων, που δημοσιεύονται στον ρίζο με τη διευκρίνιση άρθρο συνεργάτη μας στον υπότιτλο. Δεν απηχεί απαραίτητα πλήρως τις δικές μου απόψεις, αλλά προφανώς δε μπήκε τυχαία εδώ. Τη θεωρώ, αν μη τι άλλο, διαφωτιστική κι ενδιαφέρουσα.
Θα μπορούσε να είναι παραλειπόμενο κείμενο από το περσινό αφιέρωμα της ελευθεροτυπίας στις δίκες της μόσχας, όπου συμμετείχαν διάφοροι πανεπιστημιακοί, φίλα προσκείμενοι στο κόμμα. Με τη διαφορά ότι ο Άναυδος ουδέποτε θα δεχόταν να δώσει δικό του κείμενο στον τεγόπουλο, ακόμα κι αν του είχε ζητηθεί κάτι τέτοιο.
Ή καλύτερα μια εναλλακτική επιλογή στο ιστορικό ένθετο του κυριακάτικου ριζοσπάστη, που έχει γίνει κι αυτό 20σέλιδο, αλλά δεν έχει καταπιαστεί ακόμα με αυτό το θέμα. Σε κάθε περίπτωση, θα άξιζε να το διαβάσετε μέχρι τέλους, έστω και σε δόσεις, χωρίς να αποθαρρυνθείτε από την έκταση του κειμένου.
Η κε του μπλοκ επιφυλάσσεται να τοποθετηθεί επί του θέματος σε κάποια μελλοντική ανάρτηση. Αλλά χρειαζόταν την καβάτζα μιας –τρόπον τινά- εισήγησης που να καλύπτει κάποια θέματα, για να τοποθετηθεί επ’ αυτής της βάσης. Και το κείμενο του Άναυδου μπορεί να παίξει αυτόν το ρόλο.
Επιπλέον, το μπλοκ παραμένει ανοιχτό στην εκδήλωση ενδιαφέροντος και για άλλες συνεργασίες, επί διαφόρων θεμάτων, ή και για τον αντίλογο επί του συγκεκριμένου, σε αντίστοιχη μορφή με το κείμενο του Άναυδου.
Καλή ανάγνωση και ψυχραιμία στα σχόλια.
Για τη δική σας ευκολία, μπορείτε να διαβάσετε το κείμενο και στην εξής ηλεκτρονική διεύθυνση:
https://docs.google.com/document/d/1jmriOLonXaljqYO_Ns_HmT-BGqVukHXQ7-kPytFIiU4/edit?hl=en_US
Υγ: η κε του μπλοκ ζητάει την κατανόηση του αναγνωστικού κοινού για το προηγούμενο διάστημα που δε μπορούσε να απαντά άμεσα στα σχόλια κι υπόσχεται ότι θα προσπαθήσει να το αλλάξει, και να απαντήσει, αναδρομικά έστω, σε κάποια από αυτά. Αν και ο βλαδίμηρος έλεγε ότι η συνήθεια είναι εχθρός του σοσιαλισμού. Κι οι θερινοί ρυθμοί είναι δύσκολο να αποβληθούν, ειδικά στην υγρασία της συμβασιλεύουσας.
Δευτέρα 19 Σεπτεμβρίου 2011
Σπορτ-Ματ*
Η σχέση του αθλητισμού με τον ιστορικό υλισμό
Λένε ότι το ποδόσφαιρο είναι ο καθρέφτης της ζωής. Καθρέφτης σου είμαι κοινωνία και σου μοιάζω, όπως έλεγε η ιερόδουλη στο ναυάγιο της Γαλάτειας Καζαντζάκη. Αν το δούμε από αυτό το πρίσμα, η περίφημη φράση του Όσιμ, η μπάλα είναι πόρνη, αποδίδει στη στρογγυλή θεά εξ αντανακλάσεως ίσως, την ιδιότητα που συνηθίζουμε να αποδίδουμε στην ίδια τη ζωή. Την οποία όμως συνεχίζουμε να αγαπάμε, κατά το γηπεδικό «όσο μας πληγώνεις, τόσο μας πωρώνεις».
Η ζωή είναι στρογγυλή, απρόβλεπτη, χτυπάει στο δοκάρι και διαψεύδει τα μεγάλα όνειρα για λίγα εκατοστά. Πολλές φορές κυλάει βαρετά, σα στημένο παιχνίδι, με προκαθορισμένους ρόλους και ταξικά όρια για τον καθένα. Με μπόλικο κατενάτσιο και διαρκή αντίσταση, για να μη μας πάρουν πίσω τα κεκτημένα. Χιμαιρικές αντεπιθέσεις, όπου συνήθως δεν κατεβάζουμε πολύ κόσμο στην αντίπαλη περιοχή -κι αν το κάνουμε, δεν έχουμε επιτελικό σχέδιο για να σκοράρουμε. Αλλά κι ελάχιστες στιγμές χαράς κι ικανοποίησης, κάτι σαν γκολ της τιμής στο τέλος. Παραφράζοντας το γνωστό ορισμό του Λίνεκερ για το ποδόσφαιρο, θα λέγαμε ότι η ζωή είναι ένα παιχνίδι με διάφορες κοινωνικές τάξεις που έρχονται αντιμέτωπες και στο τέλος κερδίζουν πάντα οι εκμεταλλευτές. Ενώ το γκολ παραμένει άπιαστο όνειρο για τους περισσότερους. Ακόμα κι οι καλύτεροι επιθετικοί σπάνια έχουν καλύτερο ποσοστό ευστοχίας από ένα γκολ ανά επτά τελικές προσπάθειες, κατά μέσο όρο. Κι είναι εντελώς αμφίβολο ότι η ζωή θα μας δώσει τόσες ευκαιρίες.
Ας το πάρουμε αντίστροφα. Τα περισσότερα σύγχρονα ομαδικά αθλήματα αποτελούν μετουσίωση αρχέγονων ενστίκτων και προσομοιώνουν στις σημερινές συνθήκες το πρωτόγονο κυνήγι. Γι’ αυτό και ο κοινωνιολόγος Ντέσμοντ Μόρις έδωσε στη μελέτη του για το άθλημα τον τίτλο: «Η φυλή του ποδοσφαίρου».
Η φυλή είναι η ομάδα που συνεργάζεται για να φτάσει στον στόχο και να πετύχει την αντίπαλη εστία που συμβολίζει το θήραμα. Το οποίο στέκεται ακίνητο, αλλά αυτό αντισταθμίζεται από τον τερματοφύλακα και τους αμυντικούς που το προστατεύουν κι αυξάνουν το βαθμό δυσκολίας. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι εμείς αποκαλούμε κυνηγό στα ελληνικά, τον παίκτη που αγωνίζεται στη θέση του κεντρικού επιθετικού –σέντερ φορ.
Παράλληλα το ποδόσφαιρο έχει ενσωματώσει μια σειρά χαρακτηριστικά που καθρεφτίζουν τη σημερινή ταξική κοινωνία. Τον καταμερισμό ρόλων στην ενδεκάδα που θυμίζει τον καταμερισμό εργασίας στην παραγωγή. «Ταξικές» διαφοροποιήσεις μεταξύ των επιθετικών που προσφέρουν γκολ και θέαμα και των περιφρονημένων αμυντικών. Αλλοτρίωση του παίκτη που γίνεται γρανάζι μιας συστηματοποιημένης μηχανής, χωρίς φαντασία και πρωτόβουλο πνεύμα. Κι επιστασία της ομάδας από τον προπονητή, που έχει διευθυντικό δικαίωμα πάνω στους παίκτες και μπορεί ανά πάσα στιγμή να τους μεταθέσει στον πάγκο, ή στην κερκίδα.
Παρά τις εσωτερικές διακρίσεις και τα ιεραρχικά της χαρακτηριστικά, μια οργανωμένη ομάδα είναι ανώτερη από ένα άναρχο μπουλούκι που παίζει χύμα για την χαρά της συμμετοχής, περίπου όπως οι οργανωμένες ταξικές κοινωνίες ήταν ανώτερες από τις πρωτόγονες αγέλες. Αλλά το ζητούμενο παραμένει η διαλεκτική υπέρβαση, το «οργανωμένο χάος». Μία ομάδα που να καταργεί τις θέσεις μες στο γήπεδο, όπως ο Άγιαξ των 70’ς και να επανεφεύρει την χαμένη χαρά του παιχνιδιού, όπως η Μπαρτσελόνα. Με τον ίδιο τρόπο που η εργασία στον κομμουνισμό δε θα στοχεύει στους δείκτες παραγωγής, αλλά αποκλειστικά στην χαρά της δημιουργίας. Δεν είναι τυχαίο ότι οι αναλυτές των αστικών μέσων ονόμασαν αυτό το στιλ παιχνιδιού ολοκληρωτικό –total football- προκειμένου να το σπιλώσουν και να δυσφημήσουν την ουσία του.
Η ιστορική πορεία του ποδοσφαίρου είναι παράλληλη με αυτήν του καπιταλισμού. Ξεκίνησε στην Αγγλία, τον καιρό που ο Μαρξ μελετούσε την οικονομία της κι έγραφε το Κεφάλαιο. Είδε την χώρα που το γέννησε να χάνει τα σκήπτρα μετά τον Β’ Παγκόσμιο, αλλά να κρατάει τον αυτοκρατορικό μεγαλισμό, παρά την παρακμή της –όπως και στην πολιτική. Και τα μεγάλα ευρωπαϊκά κλαμπ να κλέβουν ταλέντα και πρώτες ύλες από τον Νέο Κόσμο της (Λατινικής) Αμερικής, για να βγάλουν οικονομικά κι αγωνιστικά οφέλη.
Το σύγχρονο επαγγελματικό ποδόσφαιρο αναδύει τη σαπίλα του συστήματος. Κακό θέαμα, λίγα γκολ, στημένοι αγώνες, τζόγος, βία, αναβολικά, μπράβοι, λαμόγια, ραντεβού θανάτου, διαιτητές, ξέπλυμα χρήματος κ.ά. Το κοινοτικό κεκτημένο χάνεται μαζί με το ερασιτεχνικό ποδόσφαιρο, την κοινή ώρα έναρξης των αγώνων, τις κοιλίτσες των παικτών που πρέπει να έχουν προδιαγραφές υπεραθλητών για να σταθούν σε κορυφαίο επίπεδο, και τη φωνή του Μανόλη Μαυρομάτη. Σήμερα οι εκφωνητές κι οι παίκτες μοιάζουν να έχουν βγει –με ελάχιστες εξαιρέσεις- από το ίδιο άχρωμο κι άοσμο καλούπι.
Η κοινωνία του μέλλοντος θα βάλει ένα τέλος σε όλα αυτά, δίνοντας καινούρια χαρακτηριστικά στο παιχνίδι. Οι ομάδες θα είναι αυτοδιαχειριζόμενες στα πρότυπα της Κορίνθιανς του Σόκρατες, ενώ διαιτητές και προπονητές θα καταστούν περιττοί και θα απονεκρωθούν μαζί με τα υπόλοιπα κρατικά όργανα. Οι παίκτες των δύο ομάδων θα επιλύουν μόνοι τους τις υποθέσεις τους, χωρίς να προσφύγουν σε κάποιον άρχοντα –του αγώνα και γενικά- για να διευθύνει την αναμέτρησή. Όπως παίζουν δηλαδή οι παρέες στις αλάνες. Ένα είδος πρωτόγονου κομμουνισμού, που θα οικοδομηθεί μελλοντικά σε ανώτερη βάση.
Ο αθλητισμός προσφέρει πολλά παραδείγματα για φιλοσοφικούς στοχασμούς. Πχ για το ρόλο της προσωπικότητας στην ιστορία. Οι μεγάλοι αστέρες φαίνονται στα κρίσιμα και λάμπουν όταν δεν υπάρχει φως στο τούνελ. Αλλά δεν κερδίζουν μόνοι τους τον αντίπαλο. Η μονάδα αναδεικνύεται μέσα από το σύνολο –κι αντιστρόφως. Ο Μέσι στη Μπαρτσελόνα είναι πρώτο βιολί σε μια ομάδα-ορχήστρα, που δίνει παράσταση σε κάθε αγώνα και τον κάνει κονσέρτο για πολυβόλα. Αλλά στην Αργεντινή γίνεται αγνώριστος, όπως όλοι οι υποψήφιοι διάδοχοι του Μαραντόνα. Ούτε κι ο ίδιος ο Ντιέγκο δεν κατάφερε να ξορκίσει, ως προπονητής, την κατάρα του στο περσινό Μουντιάλ.
Εκεί δηλαδή που οι Ισπανοί συμπαίκτες του Μέσι στην Μπαρτσελόνα στέφθηκαν πρωταθλητές κόσμου. Μπορεί να μην είχαν φαντεζί παίκτη σαν το Μέσι, να κούρασαν κάποιους με το τίκι-τάκα, και να είχαν την χαμηλότερη επιθετική συγκομιδή πρωταθλήτριας στα χρονικά (μόλις επτά γκολ σε ισάριθμα ματς, όλα από blaugrana). Αλλά μετέφεραν σχεδόν αυτούσιο στην εθνική το στιλ της Μπάρτσα με τη γνωστή κατοχή μπάλας και κυριάρχησαν στη διοργάνωση.
Η μέθοδος είναι πιο σημαντική από το ατομικό ταλέντο. Κι ο Λένιν έλεγε ότι κανείς δεν κατάλαβε πραγματικά το Κεφάλαιο του Μαρξ, χωρίς να διαβάσει τη Λογική του Χέγκελ. Εννοώντας βασικά τη μέθοδο του Μαρξ και τις κατηγορίες της διαλεκτικής: ουσία, φαινόμενο, απλούστατη αφαίρεση (το εμπόρευμα), ανάβαση από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο κτλ. Κι αν ο Χέγκελ πέφτει κάπως στρυφνός στις μάζες για να τον καταλάβουν, μπορούν να δουν τη δουλειά του Ομπράντοβιτς στον Παναθηναϊκό για να κατανοήσουν την σημασία της μεθόδου. Όποιος παίζει έξυπνα και μεθοδικά, παίρνει νίκες και τίτλους ακόμα και όταν αποδυναμώνεται (απώλειες Πέκοβιτς, Γιασικεβίτσιους), ή αντιμετωπίζει θεωρητικά ανώτερους αντιπάλους (Μπαρτσελόνα).
Η μέθοδος του Ομπράντοβιτς φέρνει με τη σειρά της στο προσκήνιο τη σχέση του υποκειμενικού παράγοντα με τις αντικειμενικές συνθήκες. Αντικειμενική μπορεί να είναι η υπεροχή μιας ομάδας, -πχ του καπιταλιστικού μπλοκ απέναντι στη σοβιετική Ρωσία. Αυτό σημαίνει ότι αν παίξουν δέκα φορές μεταξύ τους, οι καπιταλιστές θα κερδίσουν τις περισσότερες. Αλλά το αποτέλεσμα δεν είναι ντετερμινιστικά προκαθορισμένο. Πόσο μάλλον που η ιστορία είναι σαν νοκ-άουτ αγώνας, χωρίς περιθώρια –στρατηγικής- ήττας. Εκεί μπαίνει το ζήτημα της δράσης του υποκειμένου. Τι μπορεί να κάνει για αξιοποιήσει τις αντιφάσεις του αντιπάλου και να κερδίσει;
Αν οι σύντροφοι ερμήνευαν με ποδοσφαιρικούς όρους τα ιστορικά γεγονότα που τους σημάδεψαν, θα είχαν πιο νηφάλιες προσεγγίσεις από τις σημερινές. Πώς να μη στήσεις τείχος του Βερολίνου γύρω από την εστία σου, όταν οι παγκόσμιοι συσχετισμοί είναι εναντίον μας –σα να παίζουμε με παίκτη λιγότερο; Και πώς να μην απαιτείς σιδερένια πειθαρχία μες στην ομάδα, όταν δεν μιλάμε καν για ένα παιχνίδι, αλλά για –ταξικό- πόλεμο διαρκείας;
Από την άλλη όμως... πώς να μην αγανακτείς, όταν έχεις χρυσή ευκαιρία στο 44’, κι αστοχείς προ κενής εστίας, με τους αστούς να λείπουν στο Κάιρο; Πώς να μη σαστίζεις όταν χάνεις με ανατροπή του σκορ –και του σοσιαλισμού- με γκολ στο 89’ και το 91’; Σαν την ανατροπή της Γιουνάιτεντ, στον τελικό της Βαρκελώνης! Είναι μετά να μην κλαις γοερά, σαν τον Σάμουελ Κουφούρ, πεσμένος στο χορτάρι; Και να μην ψάχνεις για τον προδότη Γκόρμπι, που ήταν πιασμένος από τον αντίπαλο, και έσκυψε να δέσει τα κορδόνια του στη σέντρα; Πώς αλλιώς να εξηγήσεις την παρακμή και την ήττα μιας ομάδας με τόσο βαριά φανέλα, τέτοιο υλικό και ιστορία;
Κι έτσι φτάσαμε στο τέλος της ιστορίας. Τριπλό σφύριγμα λήξης. Κι ο Γκόρμπι μας πρόδωσε, πριν κοράκι σφυρίξει τρις. Μαύρο κοράκι με νύχια γαμψά. Αλλά ο αγώνας μας δεν τελείωσε. Είμαστε ιστορικά αισιόδοξοι για την εργατική ρεβάνς και τον τρίτο γύρο. Vencerémos.
**Απ’ τις αρχικές συλλαβές των ρώσικων λέξεων για τον αθλητισμό και τον υλισμό (ματεριαλισμό), κατ’ αντιστοιχία των κωδικοποιημένων ονομασιών που είχαν δώσει οι σοβιετικοί στο διαλεκτικό και τον ιστορικό υλισμό (Δια-ματ και Ιστ-ματ αντίστοιχα).
Κείμενο που δημοσιεύτηκε στο τρίτο τεύχος του περιοδικού λεύγα, που κυκλοφορεί σε επιλεγμένα βιβλιοπωλεία. Μπορείτε να επισκεπτείτε την ιστοσελίδα του περιοδικού στην ηλεκτρρονική διεύθυνση: http://www.levga.gr/
Λένε ότι το ποδόσφαιρο είναι ο καθρέφτης της ζωής. Καθρέφτης σου είμαι κοινωνία και σου μοιάζω, όπως έλεγε η ιερόδουλη στο ναυάγιο της Γαλάτειας Καζαντζάκη. Αν το δούμε από αυτό το πρίσμα, η περίφημη φράση του Όσιμ, η μπάλα είναι πόρνη, αποδίδει στη στρογγυλή θεά εξ αντανακλάσεως ίσως, την ιδιότητα που συνηθίζουμε να αποδίδουμε στην ίδια τη ζωή. Την οποία όμως συνεχίζουμε να αγαπάμε, κατά το γηπεδικό «όσο μας πληγώνεις, τόσο μας πωρώνεις».
Η ζωή είναι στρογγυλή, απρόβλεπτη, χτυπάει στο δοκάρι και διαψεύδει τα μεγάλα όνειρα για λίγα εκατοστά. Πολλές φορές κυλάει βαρετά, σα στημένο παιχνίδι, με προκαθορισμένους ρόλους και ταξικά όρια για τον καθένα. Με μπόλικο κατενάτσιο και διαρκή αντίσταση, για να μη μας πάρουν πίσω τα κεκτημένα. Χιμαιρικές αντεπιθέσεις, όπου συνήθως δεν κατεβάζουμε πολύ κόσμο στην αντίπαλη περιοχή -κι αν το κάνουμε, δεν έχουμε επιτελικό σχέδιο για να σκοράρουμε. Αλλά κι ελάχιστες στιγμές χαράς κι ικανοποίησης, κάτι σαν γκολ της τιμής στο τέλος. Παραφράζοντας το γνωστό ορισμό του Λίνεκερ για το ποδόσφαιρο, θα λέγαμε ότι η ζωή είναι ένα παιχνίδι με διάφορες κοινωνικές τάξεις που έρχονται αντιμέτωπες και στο τέλος κερδίζουν πάντα οι εκμεταλλευτές. Ενώ το γκολ παραμένει άπιαστο όνειρο για τους περισσότερους. Ακόμα κι οι καλύτεροι επιθετικοί σπάνια έχουν καλύτερο ποσοστό ευστοχίας από ένα γκολ ανά επτά τελικές προσπάθειες, κατά μέσο όρο. Κι είναι εντελώς αμφίβολο ότι η ζωή θα μας δώσει τόσες ευκαιρίες.
Ας το πάρουμε αντίστροφα. Τα περισσότερα σύγχρονα ομαδικά αθλήματα αποτελούν μετουσίωση αρχέγονων ενστίκτων και προσομοιώνουν στις σημερινές συνθήκες το πρωτόγονο κυνήγι. Γι’ αυτό και ο κοινωνιολόγος Ντέσμοντ Μόρις έδωσε στη μελέτη του για το άθλημα τον τίτλο: «Η φυλή του ποδοσφαίρου».
Η φυλή είναι η ομάδα που συνεργάζεται για να φτάσει στον στόχο και να πετύχει την αντίπαλη εστία που συμβολίζει το θήραμα. Το οποίο στέκεται ακίνητο, αλλά αυτό αντισταθμίζεται από τον τερματοφύλακα και τους αμυντικούς που το προστατεύουν κι αυξάνουν το βαθμό δυσκολίας. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι εμείς αποκαλούμε κυνηγό στα ελληνικά, τον παίκτη που αγωνίζεται στη θέση του κεντρικού επιθετικού –σέντερ φορ.
Παράλληλα το ποδόσφαιρο έχει ενσωματώσει μια σειρά χαρακτηριστικά που καθρεφτίζουν τη σημερινή ταξική κοινωνία. Τον καταμερισμό ρόλων στην ενδεκάδα που θυμίζει τον καταμερισμό εργασίας στην παραγωγή. «Ταξικές» διαφοροποιήσεις μεταξύ των επιθετικών που προσφέρουν γκολ και θέαμα και των περιφρονημένων αμυντικών. Αλλοτρίωση του παίκτη που γίνεται γρανάζι μιας συστηματοποιημένης μηχανής, χωρίς φαντασία και πρωτόβουλο πνεύμα. Κι επιστασία της ομάδας από τον προπονητή, που έχει διευθυντικό δικαίωμα πάνω στους παίκτες και μπορεί ανά πάσα στιγμή να τους μεταθέσει στον πάγκο, ή στην κερκίδα.
Παρά τις εσωτερικές διακρίσεις και τα ιεραρχικά της χαρακτηριστικά, μια οργανωμένη ομάδα είναι ανώτερη από ένα άναρχο μπουλούκι που παίζει χύμα για την χαρά της συμμετοχής, περίπου όπως οι οργανωμένες ταξικές κοινωνίες ήταν ανώτερες από τις πρωτόγονες αγέλες. Αλλά το ζητούμενο παραμένει η διαλεκτική υπέρβαση, το «οργανωμένο χάος». Μία ομάδα που να καταργεί τις θέσεις μες στο γήπεδο, όπως ο Άγιαξ των 70’ς και να επανεφεύρει την χαμένη χαρά του παιχνιδιού, όπως η Μπαρτσελόνα. Με τον ίδιο τρόπο που η εργασία στον κομμουνισμό δε θα στοχεύει στους δείκτες παραγωγής, αλλά αποκλειστικά στην χαρά της δημιουργίας. Δεν είναι τυχαίο ότι οι αναλυτές των αστικών μέσων ονόμασαν αυτό το στιλ παιχνιδιού ολοκληρωτικό –total football- προκειμένου να το σπιλώσουν και να δυσφημήσουν την ουσία του.
Η ιστορική πορεία του ποδοσφαίρου είναι παράλληλη με αυτήν του καπιταλισμού. Ξεκίνησε στην Αγγλία, τον καιρό που ο Μαρξ μελετούσε την οικονομία της κι έγραφε το Κεφάλαιο. Είδε την χώρα που το γέννησε να χάνει τα σκήπτρα μετά τον Β’ Παγκόσμιο, αλλά να κρατάει τον αυτοκρατορικό μεγαλισμό, παρά την παρακμή της –όπως και στην πολιτική. Και τα μεγάλα ευρωπαϊκά κλαμπ να κλέβουν ταλέντα και πρώτες ύλες από τον Νέο Κόσμο της (Λατινικής) Αμερικής, για να βγάλουν οικονομικά κι αγωνιστικά οφέλη.
Το σύγχρονο επαγγελματικό ποδόσφαιρο αναδύει τη σαπίλα του συστήματος. Κακό θέαμα, λίγα γκολ, στημένοι αγώνες, τζόγος, βία, αναβολικά, μπράβοι, λαμόγια, ραντεβού θανάτου, διαιτητές, ξέπλυμα χρήματος κ.ά. Το κοινοτικό κεκτημένο χάνεται μαζί με το ερασιτεχνικό ποδόσφαιρο, την κοινή ώρα έναρξης των αγώνων, τις κοιλίτσες των παικτών που πρέπει να έχουν προδιαγραφές υπεραθλητών για να σταθούν σε κορυφαίο επίπεδο, και τη φωνή του Μανόλη Μαυρομάτη. Σήμερα οι εκφωνητές κι οι παίκτες μοιάζουν να έχουν βγει –με ελάχιστες εξαιρέσεις- από το ίδιο άχρωμο κι άοσμο καλούπι.
Η κοινωνία του μέλλοντος θα βάλει ένα τέλος σε όλα αυτά, δίνοντας καινούρια χαρακτηριστικά στο παιχνίδι. Οι ομάδες θα είναι αυτοδιαχειριζόμενες στα πρότυπα της Κορίνθιανς του Σόκρατες, ενώ διαιτητές και προπονητές θα καταστούν περιττοί και θα απονεκρωθούν μαζί με τα υπόλοιπα κρατικά όργανα. Οι παίκτες των δύο ομάδων θα επιλύουν μόνοι τους τις υποθέσεις τους, χωρίς να προσφύγουν σε κάποιον άρχοντα –του αγώνα και γενικά- για να διευθύνει την αναμέτρησή. Όπως παίζουν δηλαδή οι παρέες στις αλάνες. Ένα είδος πρωτόγονου κομμουνισμού, που θα οικοδομηθεί μελλοντικά σε ανώτερη βάση.
Ο αθλητισμός προσφέρει πολλά παραδείγματα για φιλοσοφικούς στοχασμούς. Πχ για το ρόλο της προσωπικότητας στην ιστορία. Οι μεγάλοι αστέρες φαίνονται στα κρίσιμα και λάμπουν όταν δεν υπάρχει φως στο τούνελ. Αλλά δεν κερδίζουν μόνοι τους τον αντίπαλο. Η μονάδα αναδεικνύεται μέσα από το σύνολο –κι αντιστρόφως. Ο Μέσι στη Μπαρτσελόνα είναι πρώτο βιολί σε μια ομάδα-ορχήστρα, που δίνει παράσταση σε κάθε αγώνα και τον κάνει κονσέρτο για πολυβόλα. Αλλά στην Αργεντινή γίνεται αγνώριστος, όπως όλοι οι υποψήφιοι διάδοχοι του Μαραντόνα. Ούτε κι ο ίδιος ο Ντιέγκο δεν κατάφερε να ξορκίσει, ως προπονητής, την κατάρα του στο περσινό Μουντιάλ.
Εκεί δηλαδή που οι Ισπανοί συμπαίκτες του Μέσι στην Μπαρτσελόνα στέφθηκαν πρωταθλητές κόσμου. Μπορεί να μην είχαν φαντεζί παίκτη σαν το Μέσι, να κούρασαν κάποιους με το τίκι-τάκα, και να είχαν την χαμηλότερη επιθετική συγκομιδή πρωταθλήτριας στα χρονικά (μόλις επτά γκολ σε ισάριθμα ματς, όλα από blaugrana). Αλλά μετέφεραν σχεδόν αυτούσιο στην εθνική το στιλ της Μπάρτσα με τη γνωστή κατοχή μπάλας και κυριάρχησαν στη διοργάνωση.
Η μέθοδος είναι πιο σημαντική από το ατομικό ταλέντο. Κι ο Λένιν έλεγε ότι κανείς δεν κατάλαβε πραγματικά το Κεφάλαιο του Μαρξ, χωρίς να διαβάσει τη Λογική του Χέγκελ. Εννοώντας βασικά τη μέθοδο του Μαρξ και τις κατηγορίες της διαλεκτικής: ουσία, φαινόμενο, απλούστατη αφαίρεση (το εμπόρευμα), ανάβαση από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο κτλ. Κι αν ο Χέγκελ πέφτει κάπως στρυφνός στις μάζες για να τον καταλάβουν, μπορούν να δουν τη δουλειά του Ομπράντοβιτς στον Παναθηναϊκό για να κατανοήσουν την σημασία της μεθόδου. Όποιος παίζει έξυπνα και μεθοδικά, παίρνει νίκες και τίτλους ακόμα και όταν αποδυναμώνεται (απώλειες Πέκοβιτς, Γιασικεβίτσιους), ή αντιμετωπίζει θεωρητικά ανώτερους αντιπάλους (Μπαρτσελόνα).
Η μέθοδος του Ομπράντοβιτς φέρνει με τη σειρά της στο προσκήνιο τη σχέση του υποκειμενικού παράγοντα με τις αντικειμενικές συνθήκες. Αντικειμενική μπορεί να είναι η υπεροχή μιας ομάδας, -πχ του καπιταλιστικού μπλοκ απέναντι στη σοβιετική Ρωσία. Αυτό σημαίνει ότι αν παίξουν δέκα φορές μεταξύ τους, οι καπιταλιστές θα κερδίσουν τις περισσότερες. Αλλά το αποτέλεσμα δεν είναι ντετερμινιστικά προκαθορισμένο. Πόσο μάλλον που η ιστορία είναι σαν νοκ-άουτ αγώνας, χωρίς περιθώρια –στρατηγικής- ήττας. Εκεί μπαίνει το ζήτημα της δράσης του υποκειμένου. Τι μπορεί να κάνει για αξιοποιήσει τις αντιφάσεις του αντιπάλου και να κερδίσει;
Αν οι σύντροφοι ερμήνευαν με ποδοσφαιρικούς όρους τα ιστορικά γεγονότα που τους σημάδεψαν, θα είχαν πιο νηφάλιες προσεγγίσεις από τις σημερινές. Πώς να μη στήσεις τείχος του Βερολίνου γύρω από την εστία σου, όταν οι παγκόσμιοι συσχετισμοί είναι εναντίον μας –σα να παίζουμε με παίκτη λιγότερο; Και πώς να μην απαιτείς σιδερένια πειθαρχία μες στην ομάδα, όταν δεν μιλάμε καν για ένα παιχνίδι, αλλά για –ταξικό- πόλεμο διαρκείας;
Από την άλλη όμως... πώς να μην αγανακτείς, όταν έχεις χρυσή ευκαιρία στο 44’, κι αστοχείς προ κενής εστίας, με τους αστούς να λείπουν στο Κάιρο; Πώς να μη σαστίζεις όταν χάνεις με ανατροπή του σκορ –και του σοσιαλισμού- με γκολ στο 89’ και το 91’; Σαν την ανατροπή της Γιουνάιτεντ, στον τελικό της Βαρκελώνης! Είναι μετά να μην κλαις γοερά, σαν τον Σάμουελ Κουφούρ, πεσμένος στο χορτάρι; Και να μην ψάχνεις για τον προδότη Γκόρμπι, που ήταν πιασμένος από τον αντίπαλο, και έσκυψε να δέσει τα κορδόνια του στη σέντρα; Πώς αλλιώς να εξηγήσεις την παρακμή και την ήττα μιας ομάδας με τόσο βαριά φανέλα, τέτοιο υλικό και ιστορία;
Κι έτσι φτάσαμε στο τέλος της ιστορίας. Τριπλό σφύριγμα λήξης. Κι ο Γκόρμπι μας πρόδωσε, πριν κοράκι σφυρίξει τρις. Μαύρο κοράκι με νύχια γαμψά. Αλλά ο αγώνας μας δεν τελείωσε. Είμαστε ιστορικά αισιόδοξοι για την εργατική ρεβάνς και τον τρίτο γύρο. Vencerémos.
**Απ’ τις αρχικές συλλαβές των ρώσικων λέξεων για τον αθλητισμό και τον υλισμό (ματεριαλισμό), κατ’ αντιστοιχία των κωδικοποιημένων ονομασιών που είχαν δώσει οι σοβιετικοί στο διαλεκτικό και τον ιστορικό υλισμό (Δια-ματ και Ιστ-ματ αντίστοιχα).
Κείμενο που δημοσιεύτηκε στο τρίτο τεύχος του περιοδικού λεύγα, που κυκλοφορεί σε επιλεγμένα βιβλιοπωλεία. Μπορείτε να επισκεπτείτε την ιστοσελίδα του περιοδικού στην ηλεκτρρονική διεύθυνση: http://www.levga.gr/
Τετάρτη 14 Σεπτεμβρίου 2011
Φεστιβάλ ετών 37
Τι είναι το φεστιβάλ της κνε; Έχουμε και λέμε.
Να μη νιώθεις τα πόδια σου μετά τη δεθ και να πρέπει να πας στο καπάκι στο φεστιβάλ. Τα αστικά που μας περιμένουν στο τέλος στα δικαστήρια, για να μας πάνε κατευθείαν στον χώρο. Επόμενη στάση, φεστιβάλ κνε-οδηγητή. Τερματικός σταθμός.
Η περιφρούρηση στον χώρο τις παραμονές του τριημέρου και τα ατέλειωτα βράδια που σε ανδρώνουν με τις ιστορίες των βετεράνων. Από αυτές που θα λέω κάποτε στα παιδιά μου για να φάνε το φαγητό τους. Κι ύστερα η χρέωση στα μωρά στη φωτιά. Όπου η περιφρούρηση χτυπιέται πάνω-κάτω, μαζί με τους φανατικούς της μπάντας και στο τέλος φωνάζει κομματικά συνθήματα μπας και τους χαλαρώσει.
Τα στεγνά σουβλάκια που είναι λίγο καλύτερα από τα ωμά. Το καυτό δίλημμα για το αν οι ψήστες δικαιούνται δωρεάν μπουκαλάκια νερό. Τα παγωμένα σουβλάκια που δεν ξεκολλάνε. Οι ανυπόμονοι στην ουρά, οι τζαμπατζήδες κι οι μυστήριοι, οι απίθανες παραγγελίες για δεκάδες σουβλάκια. Οι μετανάστες που δεν τρώνε χοιρινό κι η κατάκτηση του κεμπάπ. Τα ρέστα από πενηντάρικο και τα βασικά της προπαίδειας στο ταμείο, που δεν τα κατέχουν όλοι οι σφοι.
Κι απ’ την παραγωγή στην κατανάλωση. Ραντεβού στα τυφλά με τη λεκάνη, στις χημικές τουαλέτες, που δεν έχουν φως. Οι τυχεροί που καθαρίζουν την καλλιόπη. Κι οι γωνίες στα πέριξ του χώρου που μυρίζουν αμμωνία.
Οι κάρτες γνωριμίας όπου θυμάσαι με νοσταλγία τα νιάτα σου, λες κι είσαι καμιά παλιοσειρά. Κι οι αναμνήσεις απ’ την πρώτη σου φορά στο φεστιβάλ, που είναι πάντα γλυκιά κι ιδιαίτερη. Η αίσθηση ότι γερνάς, όταν αλλάζει μπροστά το ψηφίο –τώρα που πλησιάζει το 40ό. Η νοερή αναδρομή στα πρώτα φεστιβάλ της μεταπολίτευσης, με ξυλούρη και λοΐζο. Οι δραματικές αφηγήσεις για τη διάσπαση στο δέκατο πέμπτο, με την ομιλία του γράψα. Και κάτι παπούδια μοναχικά να κρατάνε ηρωικά και πένθιμα τα μπόσικα στο επίσημο φεστιβάλ της σουπρολίγκα.
Τα μικρά φεστιβάλ στην επαρχία που μοιάζουν με προφεστιβαλικές. Κι η κοσμοσυρροή στις μεγάλες πόλεις. Το ετήσιο συναπάντημα με γνωστούς και φίλους, με πρώην και συντρόφους φαντάσματα. Η ανταλλαγή νέων, το κυνήγι της καρέκλας για να μην ξεροσταλιάζεις, τα κινητά που δεν πιάνουν σήμα, γιατί μπουκώνει το δίκτυο. Το λαϊκό προσκύνημα στο περίπτερο του ελληνοκουβανικού.
Οι σύντροφοι της κρήτης που πουλάν λαχνούς και σου λεν: παιδιά κληρώνουμε ένα ντράο. Και ψάχνεις να βρεις εσύ τι μοντέλο είναι αυτό το ντράο και δεν το ξέρεις. Ώσπου να γίνει η κλήρωση και να δεις το έπαθλο που είναι ένας τράγος. Και στο καπάκι κρητικό γλέντι με μαντινάδα. Εγώ το σύστημα αυτό καθόλου δε φοβούμαι. Γι’ αυτό αντέστε βρε παιδιά στην κνε για να γραφτούμε.
Η φαντασία στην εξουσία στο καλλιτεχνικό πρόγραμμα κι η πεπατημένη με αυτούς που ξέρετε κι εμπιστεύεστε. Ο κλασικός βασίλης για να γεμίσει τον χώρο τις καθημερινές. Που ζούμε για να ακούμε τα παλιά του, αλλά μέσα μας έχει πεθάνει προ πολλού. Ο συνονόματος του μπέρια, που φέτος ευτυχώς τον γλιτώσαμε. Ο σταρόβας που σε ένα φεστιβάλ τον χτύπησε ρεύμα και μας έπαιξαν όλα τα μεσημεριανάδικα. Η σχεδόν ανύπαρκτη κάλυψη από τα μμε. Και το πρώτο θέμα που έγραψε ότι το φεστιβάλ είναι ο μόνος χώρος όπου μπορείς να δεις τους -συνοφρυωμένους- κομμουνιστές να χαμογελάνε.
Οι μουσικές σκηνές που επικαλύπτονται. Τα περίπτερα στη μέση που την πληρώνουν και καπελώνονται από τη δυνατή μουσική. Αλλά στο τέλος πάντα κάτι μένει. Τα ξεχωριστά βιβλία του αλφειού με το λένιν και τον κάππο. Ένα ποτάμι στο κέντρο της πόλης και του φεστιβάλ. Οι ειδικές προσφορές της σύγχρονης εποχής –φέτος έχει, μεταξύ άλλων, τις ολομέλειες.
Οι πολιτικές ομιλίες το σαββατοκύριακο όπου νεκρώνουν τα πάντα και τις ακούν όλοι, θέλουν δε θέλουν. Ενώ σε άλλα φεστιβάλ, αν τραβήξει πολύ η κουβέντα, αρχίζουν να γρατζουνάνε οι κιθάρες, και τους εκβιάζουν ψυχολογικά για να το λήξουν.
Τα εκάστοτε συνθήματα του φεστιβάλ. Να αλλάξουμε τη ζωή μας αλλάζοντας τον κόσμο, γιατί το αντίθετο είναι μεταφυσικό. Πρωταγωνιστές στη ζωή κι όχι εθελοντές στην υποταγή. Και το φεστιβάλ στα ενενηντάχρονα, που έγινε για την περίσταση, φεστιβάλ κνε-κκε, κι οι ‘ειδικοί’ έβλεπαν πίσω από τις γραμμές καπέλωμα της νεολαίας απ’ το κόμμα. Σε εκείνο το φεστιβάλ που πήγε η μπάντα μπασότι στη διεθνούπολη , έστησε μες στις λάσπες και τη βροχή και τραγούδησε μόνη της, μαζί με λίγους πιστούς που το χάραξαν στη μνήμη τους για πάντα.
Οι αγανακτισμένοι πολίτες –με την κλασική έννοια, πριν να έρθουν οι πλατείες- που ταράζονται από τα φεστιβάλ των κομμουνιστών. Κι οι ευαίσθητοι οικολόγοι που καταγγέλλουν πως τα πουλιά ενοχλούνται από τις ψησταριές, αλλά προφανώς όχι από τον μπάφο του λεγαλάιζ ιτ.
Η απόφαση να αφήσουμε το άσυλο και να κάνουμε λαϊκή στροφή στις δυτικές συνοικίες, σε χώρους που πολύς κόσμος αγνοούσε (πάρκο τρίτση, στρατόπεδο μελά). Μεγάλη πορεία προς το λαό με άλματα καγκουρό και μουσική υπόκρουση τους πυξ-λαξ και τις δυτικές συνοικίες, που οι σύντροφοι στο βορρά τις έμαθαν πριν γίνουν φίρμες με το καλοκαιρινά ραντεβού πάνω στο σώμα σου..
Ο νόμος του γκαντέμη με τον καιρό κα τη βροχή. Τα πρωτοβρόχια και τα πρωτοκρύα που σαμποτάρουν το φεστιβάλ κι έρχονται πάντα τέτοιες μέρες κάθε σεπτέμβρη. Ο νόμος του μέρφι με τις εκλογές που γίνονται φθινόπωρο, κάθε δεύτερη χρονιά και φέτος τις γλιτώσαμε στο τσακ. Το φεστιβάλ που αναβάλλεται για να μη γίνουν χίλια κομμάτια οι σύντροφοι. Κι η απορία των απ’ έξω που ξέρουν ότι το φεστιβάλ κάνει την καλύτερη προεκλογική δουλειά στον πολύ κόσμο.
Η άμιλλα με τους συντρόφους, ποιος θα πρωτοκόψει εισιτήρια σε κοινούς γνωστούς κι επιρροές. Που αν δεν είναι μπασμένοι στο κόλπο αδυνατούν να καταλάβουν το νόημα, κι ίσως να μην υπάρχει κιόλας. Από μένα θα πάρεις, ε; Κι ο αχμμέτ από τους μεταλλειολόγους που έπαιρνε μαζικά κάρτες και για τις τρεις μέρες.
Η προετοιμασία με τις σκαλωσιές και τις πατέντες. Η βουλησιαρχική υπέρβαση της άγνοιας και των φόβων. Οι σύντροφοι γίνονται με τη σειρά χτίστες, μάγειρες, ηλεκτρολόγοι. Και στο τέλος της ημέρας δεν είναι τίποτα από όλα αυτά. Περίπου όπως στον κομμουνισμό.
Πολύτιμες εργατοώρες για απίθανες δουλειές. Σωλήνες και καλώδια σαν ανακόντες που τα απλώνουμε για να τεντώσουν. Ο δήμος που δε μας άφησε να πληρώσουμε το ρεύμα, γιατί εκτίμησε τη δουλειά που είχαμε κάνει –μέχρι και μπουλντόζα φέραμε στο ίλιον. Δως μου ένα χώρο και ταν γαν κινάσω.
Η αίσθηση ότι στήνεις μια πολιτεία-μικρογραφία της κοινωνίας που θέλουμε να φτιάξουμε. Αρκεί να βρέχει λιγότερο και να μην τη ξεστήσουμε κι αυτή την τρίτη μέρα κατά τας γραφάς –κάθε θάμα τρεις ημέρες. Είναι σαν τις πόλεις που φτιάχνεις με τα πλέι-μομπίλ και δε θες να τα βάλεις πίσω στο κουτί τους. Σύντροφοι, ας μη βάζουμε το φεστιβάλ μας σε κουτάκια. Ας το αφήσουμε ελεύθερο να ζήσουμε του κουτιού τα παραμύθια. Κι η σφισσα μαριορή να λέει ότι η μικρή παρασκευούλα έφερνε κάπως στην αλέκα.
Και ζήσανε οι αστοί καλά κι εμείς καλύτερα. Μέχρι το επόμενο φεστιβάλ. Κι άστα λα βικτόρια, σιέμπρε.
Να μη νιώθεις τα πόδια σου μετά τη δεθ και να πρέπει να πας στο καπάκι στο φεστιβάλ. Τα αστικά που μας περιμένουν στο τέλος στα δικαστήρια, για να μας πάνε κατευθείαν στον χώρο. Επόμενη στάση, φεστιβάλ κνε-οδηγητή. Τερματικός σταθμός.
Η περιφρούρηση στον χώρο τις παραμονές του τριημέρου και τα ατέλειωτα βράδια που σε ανδρώνουν με τις ιστορίες των βετεράνων. Από αυτές που θα λέω κάποτε στα παιδιά μου για να φάνε το φαγητό τους. Κι ύστερα η χρέωση στα μωρά στη φωτιά. Όπου η περιφρούρηση χτυπιέται πάνω-κάτω, μαζί με τους φανατικούς της μπάντας και στο τέλος φωνάζει κομματικά συνθήματα μπας και τους χαλαρώσει.
Τα στεγνά σουβλάκια που είναι λίγο καλύτερα από τα ωμά. Το καυτό δίλημμα για το αν οι ψήστες δικαιούνται δωρεάν μπουκαλάκια νερό. Τα παγωμένα σουβλάκια που δεν ξεκολλάνε. Οι ανυπόμονοι στην ουρά, οι τζαμπατζήδες κι οι μυστήριοι, οι απίθανες παραγγελίες για δεκάδες σουβλάκια. Οι μετανάστες που δεν τρώνε χοιρινό κι η κατάκτηση του κεμπάπ. Τα ρέστα από πενηντάρικο και τα βασικά της προπαίδειας στο ταμείο, που δεν τα κατέχουν όλοι οι σφοι.
Κι απ’ την παραγωγή στην κατανάλωση. Ραντεβού στα τυφλά με τη λεκάνη, στις χημικές τουαλέτες, που δεν έχουν φως. Οι τυχεροί που καθαρίζουν την καλλιόπη. Κι οι γωνίες στα πέριξ του χώρου που μυρίζουν αμμωνία.
Οι κάρτες γνωριμίας όπου θυμάσαι με νοσταλγία τα νιάτα σου, λες κι είσαι καμιά παλιοσειρά. Κι οι αναμνήσεις απ’ την πρώτη σου φορά στο φεστιβάλ, που είναι πάντα γλυκιά κι ιδιαίτερη. Η αίσθηση ότι γερνάς, όταν αλλάζει μπροστά το ψηφίο –τώρα που πλησιάζει το 40ό. Η νοερή αναδρομή στα πρώτα φεστιβάλ της μεταπολίτευσης, με ξυλούρη και λοΐζο. Οι δραματικές αφηγήσεις για τη διάσπαση στο δέκατο πέμπτο, με την ομιλία του γράψα. Και κάτι παπούδια μοναχικά να κρατάνε ηρωικά και πένθιμα τα μπόσικα στο επίσημο φεστιβάλ της σουπρολίγκα.
Τα μικρά φεστιβάλ στην επαρχία που μοιάζουν με προφεστιβαλικές. Κι η κοσμοσυρροή στις μεγάλες πόλεις. Το ετήσιο συναπάντημα με γνωστούς και φίλους, με πρώην και συντρόφους φαντάσματα. Η ανταλλαγή νέων, το κυνήγι της καρέκλας για να μην ξεροσταλιάζεις, τα κινητά που δεν πιάνουν σήμα, γιατί μπουκώνει το δίκτυο. Το λαϊκό προσκύνημα στο περίπτερο του ελληνοκουβανικού.
Οι σύντροφοι της κρήτης που πουλάν λαχνούς και σου λεν: παιδιά κληρώνουμε ένα ντράο. Και ψάχνεις να βρεις εσύ τι μοντέλο είναι αυτό το ντράο και δεν το ξέρεις. Ώσπου να γίνει η κλήρωση και να δεις το έπαθλο που είναι ένας τράγος. Και στο καπάκι κρητικό γλέντι με μαντινάδα. Εγώ το σύστημα αυτό καθόλου δε φοβούμαι. Γι’ αυτό αντέστε βρε παιδιά στην κνε για να γραφτούμε.
Η φαντασία στην εξουσία στο καλλιτεχνικό πρόγραμμα κι η πεπατημένη με αυτούς που ξέρετε κι εμπιστεύεστε. Ο κλασικός βασίλης για να γεμίσει τον χώρο τις καθημερινές. Που ζούμε για να ακούμε τα παλιά του, αλλά μέσα μας έχει πεθάνει προ πολλού. Ο συνονόματος του μπέρια, που φέτος ευτυχώς τον γλιτώσαμε. Ο σταρόβας που σε ένα φεστιβάλ τον χτύπησε ρεύμα και μας έπαιξαν όλα τα μεσημεριανάδικα. Η σχεδόν ανύπαρκτη κάλυψη από τα μμε. Και το πρώτο θέμα που έγραψε ότι το φεστιβάλ είναι ο μόνος χώρος όπου μπορείς να δεις τους -συνοφρυωμένους- κομμουνιστές να χαμογελάνε.
Οι μουσικές σκηνές που επικαλύπτονται. Τα περίπτερα στη μέση που την πληρώνουν και καπελώνονται από τη δυνατή μουσική. Αλλά στο τέλος πάντα κάτι μένει. Τα ξεχωριστά βιβλία του αλφειού με το λένιν και τον κάππο. Ένα ποτάμι στο κέντρο της πόλης και του φεστιβάλ. Οι ειδικές προσφορές της σύγχρονης εποχής –φέτος έχει, μεταξύ άλλων, τις ολομέλειες.
Οι πολιτικές ομιλίες το σαββατοκύριακο όπου νεκρώνουν τα πάντα και τις ακούν όλοι, θέλουν δε θέλουν. Ενώ σε άλλα φεστιβάλ, αν τραβήξει πολύ η κουβέντα, αρχίζουν να γρατζουνάνε οι κιθάρες, και τους εκβιάζουν ψυχολογικά για να το λήξουν.
Τα εκάστοτε συνθήματα του φεστιβάλ. Να αλλάξουμε τη ζωή μας αλλάζοντας τον κόσμο, γιατί το αντίθετο είναι μεταφυσικό. Πρωταγωνιστές στη ζωή κι όχι εθελοντές στην υποταγή. Και το φεστιβάλ στα ενενηντάχρονα, που έγινε για την περίσταση, φεστιβάλ κνε-κκε, κι οι ‘ειδικοί’ έβλεπαν πίσω από τις γραμμές καπέλωμα της νεολαίας απ’ το κόμμα. Σε εκείνο το φεστιβάλ που πήγε η μπάντα μπασότι στη διεθνούπολη , έστησε μες στις λάσπες και τη βροχή και τραγούδησε μόνη της, μαζί με λίγους πιστούς που το χάραξαν στη μνήμη τους για πάντα.
Οι αγανακτισμένοι πολίτες –με την κλασική έννοια, πριν να έρθουν οι πλατείες- που ταράζονται από τα φεστιβάλ των κομμουνιστών. Κι οι ευαίσθητοι οικολόγοι που καταγγέλλουν πως τα πουλιά ενοχλούνται από τις ψησταριές, αλλά προφανώς όχι από τον μπάφο του λεγαλάιζ ιτ.
Η απόφαση να αφήσουμε το άσυλο και να κάνουμε λαϊκή στροφή στις δυτικές συνοικίες, σε χώρους που πολύς κόσμος αγνοούσε (πάρκο τρίτση, στρατόπεδο μελά). Μεγάλη πορεία προς το λαό με άλματα καγκουρό και μουσική υπόκρουση τους πυξ-λαξ και τις δυτικές συνοικίες, που οι σύντροφοι στο βορρά τις έμαθαν πριν γίνουν φίρμες με το καλοκαιρινά ραντεβού πάνω στο σώμα σου..
Ο νόμος του γκαντέμη με τον καιρό κα τη βροχή. Τα πρωτοβρόχια και τα πρωτοκρύα που σαμποτάρουν το φεστιβάλ κι έρχονται πάντα τέτοιες μέρες κάθε σεπτέμβρη. Ο νόμος του μέρφι με τις εκλογές που γίνονται φθινόπωρο, κάθε δεύτερη χρονιά και φέτος τις γλιτώσαμε στο τσακ. Το φεστιβάλ που αναβάλλεται για να μη γίνουν χίλια κομμάτια οι σύντροφοι. Κι η απορία των απ’ έξω που ξέρουν ότι το φεστιβάλ κάνει την καλύτερη προεκλογική δουλειά στον πολύ κόσμο.
Η άμιλλα με τους συντρόφους, ποιος θα πρωτοκόψει εισιτήρια σε κοινούς γνωστούς κι επιρροές. Που αν δεν είναι μπασμένοι στο κόλπο αδυνατούν να καταλάβουν το νόημα, κι ίσως να μην υπάρχει κιόλας. Από μένα θα πάρεις, ε; Κι ο αχμμέτ από τους μεταλλειολόγους που έπαιρνε μαζικά κάρτες και για τις τρεις μέρες.
Η προετοιμασία με τις σκαλωσιές και τις πατέντες. Η βουλησιαρχική υπέρβαση της άγνοιας και των φόβων. Οι σύντροφοι γίνονται με τη σειρά χτίστες, μάγειρες, ηλεκτρολόγοι. Και στο τέλος της ημέρας δεν είναι τίποτα από όλα αυτά. Περίπου όπως στον κομμουνισμό.
Πολύτιμες εργατοώρες για απίθανες δουλειές. Σωλήνες και καλώδια σαν ανακόντες που τα απλώνουμε για να τεντώσουν. Ο δήμος που δε μας άφησε να πληρώσουμε το ρεύμα, γιατί εκτίμησε τη δουλειά που είχαμε κάνει –μέχρι και μπουλντόζα φέραμε στο ίλιον. Δως μου ένα χώρο και ταν γαν κινάσω.
Η αίσθηση ότι στήνεις μια πολιτεία-μικρογραφία της κοινωνίας που θέλουμε να φτιάξουμε. Αρκεί να βρέχει λιγότερο και να μην τη ξεστήσουμε κι αυτή την τρίτη μέρα κατά τας γραφάς –κάθε θάμα τρεις ημέρες. Είναι σαν τις πόλεις που φτιάχνεις με τα πλέι-μομπίλ και δε θες να τα βάλεις πίσω στο κουτί τους. Σύντροφοι, ας μη βάζουμε το φεστιβάλ μας σε κουτάκια. Ας το αφήσουμε ελεύθερο να ζήσουμε του κουτιού τα παραμύθια. Κι η σφισσα μαριορή να λέει ότι η μικρή παρασκευούλα έφερνε κάπως στην αλέκα.
Και ζήσανε οι αστοί καλά κι εμείς καλύτερα. Μέχρι το επόμενο φεστιβάλ. Κι άστα λα βικτόρια, σιέμπρε.
Κυριακή 11 Σεπτεμβρίου 2011
Πεντάλεπτη τοποθέτηση
Η κε του μπλοκ έχει σταματήσει να παρακολουθεί στενά τα του φοιτητικού κινήματος (φκ) και κρατά μια χαλαρή επαφή κυρίως μέσω τρίτων. Παρόλα αυτά καταθέτει εν είδει τοποθέτησης κάποιες ανολοκλήρωτες σκέψεις της, για να ανοίξει η συζήτηση σε κάποιο σχετικό κείμενο τουλάχιστον, μιας και το θέμα απασχολεί έντονα τη βάση του μπλοκ.
Πού θα μπορούσε να γίνει αυτή η τοποθέτηση; Εκεί που μάθαμε κι αγαπήσαμε: σε μία οβα μεταξύ συντρόφων. Και σε ποια όβα θα τα πεις; ρωτάει η σφισσα μαριορή. Έλα ντε. Όνειρο κι απωθημένο είναι μια οργάνωση βάσης και στο λέτσοβο με πρώην συντρόφους, που έφυγαν ή ξέφυγαν σε κάποια φάση της ζωής τους, αλλά έχουν μείνει στην ψυχή κατά φαντασίαν κνίτες, δίχως κόμμα ή άλλα υποκατάστατα.
Να κάνουμε ένα reunion να θυμηθούμε τα παλιά. Να τηρήσουμε τις διαδικασίες σύντροφοι. Να πιούμε ένα ποτηράκι στην υγειά του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού. Γιατί έτσι μας αρέσει. Να κάνουμε κι ένα ξεκαθάρισμα από τίμια οπορτουνιστικά στοιχεία που παρεισφρέουν στις γραμμές μας.
Εν αρχή ην η γκρίνια.
Γιατί δε μας πάνε οι γενικές συνελεύσεις; Γιατί ενώ προετοιμάζουμε τους διάφορους γύρους κινημάτων, δεν τους καρπωνόμαστε όταν ξεσπάνε; Γιατί δεν πετυχαίνουμε στους φοιτητές, αυτό που πετύχαμε με τους μαθητές επί αρσένη; Και γιατί η κατάσταση στους μαθητές δεν είναι η καλύτερη δυνατή;
Μία τοποθέτηση γεμάτη ερωτήματα. Ακριβώς το αντίθετο από αυτό που γίνεται στις συνελεύσεις με τις καλυμμένες τοποθετήσεις, που βάζουν για καμουφλάζ ένα ερωτηματικό στο τέλος και μεταμφιέζονται για τις ανάγκες του ρόλου. Κι ακριβώς ό,τι πρέπει να κάνει μία εισήγηση. Όχι να εισηγείται την άγνοια του γραμματέα, αλλά να βάζει ερωτήματα για συλλογική επεξεργασία.
Τι μπορεί να φταίει για το πρώτο; Ένας συνδυασμός παραγόντων και συνθηκών.
Μια ηρωική γενιά –της ανασυγκρότησης- που είχε χαμένους από χέρι τους συσχετισμούς, δίνοντας βάρος στη στρατολόγηση για να τους ανατρέψει και διαπαιδαγώγησε καθοδηγητικά την επόμενη κληροδοτώντας της το ίδιο άγχος και τις ίδιες προτεραιότητες. Τα βιογραφικά ήταν το παν, οι συνελεύσεις δεν ήταν τίποτα -ή υποτάσσονταν στο βασικό στόχο.
Η πάλη όμως προχωρά με σταθμούς κι άλματα. Απαιτεί δουλειά μυρμηγκιού, αλλά και τη στιγμή που τα μυρμήγκια θα γίνουν φτερωτά και θα εφοδεύσουν προς τον ουρανό. Έχει στοιχεία συνέχειας κι ασυνέχειας, με διαλεκτικές τομές, νηνεμία κι εξάρσεις. Αν έχεις μόνο το ένα, πηγαίνεις όπου φυσάει ο άνεμος κι ακολουθείς την πορεία του χαρταετού, μέχρι την τελική πτώση. Αν έχεις μόνο το άλλο στιλ δουλειάς, χύνεις την καρδάρα με το γάλα στα κρίσιμα σημεία και βασανίζεσαι με το μαρτύριο του σισσύφου. Ιδεολογικός βράχος που κατρακυλά και σε κρατά καρφωμένο, ώσπου να ‘ρθει η κινηματική παλίρροια και να σου φάνε τα συκώτια οι κόνδορες και τα πράσινα αρπακτικά με τα παχιά τους λόγια.
Αλλά γιατί δε μπαίνει το ζήτημα εξ αρχής όπως μπήκε το μαϊούνη, μετά την αλλαγή της αρχικής τακτικής; Σε μια βάση που να συσπειρώνει την αντίθεση στο νόμο-πλαίσιο, να της προσδίδει μόνιμα, πολιτικά χαρακτηριστικά και να κατονομάζει τους συν-υπεύθυνους, νδ-πασοκ-εε, και τις δυνάμεις τους στα πανεπιστήμια.
Όχι γιατί ένα ολοκληρωμένο πλαίσιο με την πρότασή μας για ενιαία ανώτατη είναι σεχταρισμός. Πόσο μάλλον όταν τα ‘ενωτικά αντι-σεχταριστικά' πλαίσια κατεβάζουν όλη τη γραμμή τους για ενιαία πανεπιστημιακή ως μίνιμουμ συμφωνίας. Κι ο κόσμος τα ψηφίζει, κάνοντας αφαίρεση από το τετρασέλιδο κατεβατό που έχει μπροστά του, χωρίς να καταλαβαίνει συνολικά τι σημαίνει.
Ούτε γιατί η λογική της ενότητας στο πρόβλημα μπορεί να δώσει αποτελέσματα. Αλλά γιατί το βασικό στην τακτική είναι ένας επιμέρους κρίκος που να σου δίνει πάτημα να ξεδιπλώσεις το σύνολο της πολιτικής σου. Κι η εκτίμηση για το επίπεδο της συνείδησης του κόσμου για να βρεις ποια βήματα θα το προωθήσουν παραπέρα.
Η τέχνη της πολιτικής, όπως κάθε τέχνη, δεν πρέπει να κοιτά αφ’ υψηλού τον κόσμο με νοήματα που δε μπορεί να τα κάνει κτήμα του και να βελτιώσει τη ζωή του. Ούτε να ρίχνει εκ προοιμίου τον πήχη, για να αντανακλά το –τυχόν- χαμηλό επίπεδο των ευρύτερων μαζών. Αλλά να πέφτει σε αυτό το επίπεδο, για να το πάρει και να το σηκώσει, στην κυριολεξία. Να το ανυψώσει και να το τραβήξει ως το τέλος.
Το μερικό μπορεί να τραβήξει ως τις τελικές του συνέπειες και να αναδείξει το γενικό: ποιο πανεπιστήμιο, για ποιον σκοπό και σε ποια κοινωνία. Πού θα στοχεύει και τι απόφοιτους θα βγάζει. Κι από εκεί θα απορρέουν κι όλα τα υπόλοιπα: οργάνωση, διοίκηση, λειτουργία και κάθε τι επιμέρους που το αφορά.
Το μερικό μπορεί να αναδείξει τα δύο στρατόπεδα που συγκρούονται, αλλά και τις ενδιάμεσες διαβαθμίσεις. Ποιοι παλεύουν με συνέπεια και συνέχεια, με σχέδιο κι ολοκληρωμένη πρόταση.
Λένε πχ συχνά στις συνελεύσεις ότι αν ακολουθούσε το κίνημα τη ‘γραμμή ηττοπάθειας’ των κομμουνιστών, θα είχε χάσει ήδη πολλές μάχες και κεκτημένα. Σήμερα όμως το μόνο βέβαιο είναι ότι η νικηφόρα γραμμή που πετούσε από κορυφή σε κορυφή μας έφερε στο σημερινό σημείο, όπου το φκ ξυπνά από ένα μακροχρόνιο λήθαργο –κι ας ελπίσουμε ότι δεν είναι ήδη αργά για τη σημερινή μάχη και το κρίσιμο διακύβευμά της. Χωρίς συντονισμό και συνέχεια, μετά την χαμένη ευκαιρία του 2007, χωρίς σύνδεση με το ταξικό εργατικό κίνημα κι αξιόλογες αντιδράσεις τα δυο τελευταία χρόνια εν μέσω κρίσης.
Αλλά αυτή η κουβέντα πρέπει να περάσει σε δεύτερο πλαίσιο –ενωτικό ή μη. Εκεί που πρέπει να στοχεύουν όλα τα σφυριά είναι στις δυνάμεις του μαύρου μπλοκ της αντίδρασης και τις διάφορες παραλλαγές του που επιχειρούν να βγουν έξω από το κάδρο των συνένοχων. Όσο γλαφυρά και στοχευμένα το βάζει κι αυτή η ανακοίνωση που δημοσίευσε το όργανο.
http://www.spoudastes.gr/2011/09/%CF%80%CF%81%CE%BF%CF%84%CE%B1%CF%83%CE%B7-%CF%80%CE%B1%CE%BB%CE%B7%CF%83-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CE%B1%CE%B3%CF%89%CE%BD%CE%B1-%CF%80%CF%81%CE%BF%CF%83-%CF%84%CE%BF%CF%85%CF%83-%CF%86%CE%BF%CE%B9%CF%84/
Αν η πασπάρα καταφέρει να περάσει ως το καλό πασοκ που δεν ξεστράτισε από τις αρχές του, αν ο φοιτητικός συντονισμός καταλήξει στο γνωστό γραφειοκρατικό εκφυλισμό της αμεσοδημοκρατίας, αν το αποτέλεσμα του αγώνα στείλει τον κόσμο στο σπίτι του απογοητευμένο κι αυτός κάνει άλλα τόσα χρόνια να σηκώσει κεφάλι με αγωνιστικές διεργασίες, τότε οι φόβοι μας θα δικαιωθούν, αλλά δε θα υπάρχουν δικαιολογίες. Ο στόχος δεν είναι η δικαίωση της ήττας, αλλά να την αποτρέψουμε. Και σε αυτό είναι που θα κριθούμε σε τελική ανάλυση, από τον φοιτητόκοσμο κι από τους εαυτούς μας.
Και δυο λόγια για κλείσιμο. Αυτή είναι η εικόνα ενός εξωτερικού παρατηρητή που βλέπει τα πράγματα από μακριά. Που ίσως να πάσχει από πολιτική μυωπία και να τα βλέπει λίγο θολά, όπως τα θυμάται από το πρόσφατο παρελθόν, πριν τον ξεβράσει το φκ, λόγω ορίου ηλικίας.
Ίσως σε κάποιους φανεί ελλιπής. Ή σε άλλους σφους κάπως μίζερη κι απαισιόδοξη. Για τα υπόλοιπα υπάρχει κι η εισήγηση, που είναι πλήρης και κομμουνιστικά αισιόδοξη. Δεν την έγραψα γιατί στο ενδιάμεσο διάβασα διάφορα κείμενα που με κάλυψαν και δεν έκρινα σκόπιμο να τα επαναλάβω με δικά μου λόγια. Αφού τα βάζει κι η εισήγηση...
Ε, και για ό, τι άλλο υπάρχει κι η δευτερολογία.
Πού θα μπορούσε να γίνει αυτή η τοποθέτηση; Εκεί που μάθαμε κι αγαπήσαμε: σε μία οβα μεταξύ συντρόφων. Και σε ποια όβα θα τα πεις; ρωτάει η σφισσα μαριορή. Έλα ντε. Όνειρο κι απωθημένο είναι μια οργάνωση βάσης και στο λέτσοβο με πρώην συντρόφους, που έφυγαν ή ξέφυγαν σε κάποια φάση της ζωής τους, αλλά έχουν μείνει στην ψυχή κατά φαντασίαν κνίτες, δίχως κόμμα ή άλλα υποκατάστατα.
Να κάνουμε ένα reunion να θυμηθούμε τα παλιά. Να τηρήσουμε τις διαδικασίες σύντροφοι. Να πιούμε ένα ποτηράκι στην υγειά του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού. Γιατί έτσι μας αρέσει. Να κάνουμε κι ένα ξεκαθάρισμα από τίμια οπορτουνιστικά στοιχεία που παρεισφρέουν στις γραμμές μας.
Εν αρχή ην η γκρίνια.
Γιατί δε μας πάνε οι γενικές συνελεύσεις; Γιατί ενώ προετοιμάζουμε τους διάφορους γύρους κινημάτων, δεν τους καρπωνόμαστε όταν ξεσπάνε; Γιατί δεν πετυχαίνουμε στους φοιτητές, αυτό που πετύχαμε με τους μαθητές επί αρσένη; Και γιατί η κατάσταση στους μαθητές δεν είναι η καλύτερη δυνατή;
Μία τοποθέτηση γεμάτη ερωτήματα. Ακριβώς το αντίθετο από αυτό που γίνεται στις συνελεύσεις με τις καλυμμένες τοποθετήσεις, που βάζουν για καμουφλάζ ένα ερωτηματικό στο τέλος και μεταμφιέζονται για τις ανάγκες του ρόλου. Κι ακριβώς ό,τι πρέπει να κάνει μία εισήγηση. Όχι να εισηγείται την άγνοια του γραμματέα, αλλά να βάζει ερωτήματα για συλλογική επεξεργασία.
Τι μπορεί να φταίει για το πρώτο; Ένας συνδυασμός παραγόντων και συνθηκών.
Μια ηρωική γενιά –της ανασυγκρότησης- που είχε χαμένους από χέρι τους συσχετισμούς, δίνοντας βάρος στη στρατολόγηση για να τους ανατρέψει και διαπαιδαγώγησε καθοδηγητικά την επόμενη κληροδοτώντας της το ίδιο άγχος και τις ίδιες προτεραιότητες. Τα βιογραφικά ήταν το παν, οι συνελεύσεις δεν ήταν τίποτα -ή υποτάσσονταν στο βασικό στόχο.
Η πάλη όμως προχωρά με σταθμούς κι άλματα. Απαιτεί δουλειά μυρμηγκιού, αλλά και τη στιγμή που τα μυρμήγκια θα γίνουν φτερωτά και θα εφοδεύσουν προς τον ουρανό. Έχει στοιχεία συνέχειας κι ασυνέχειας, με διαλεκτικές τομές, νηνεμία κι εξάρσεις. Αν έχεις μόνο το ένα, πηγαίνεις όπου φυσάει ο άνεμος κι ακολουθείς την πορεία του χαρταετού, μέχρι την τελική πτώση. Αν έχεις μόνο το άλλο στιλ δουλειάς, χύνεις την καρδάρα με το γάλα στα κρίσιμα σημεία και βασανίζεσαι με το μαρτύριο του σισσύφου. Ιδεολογικός βράχος που κατρακυλά και σε κρατά καρφωμένο, ώσπου να ‘ρθει η κινηματική παλίρροια και να σου φάνε τα συκώτια οι κόνδορες και τα πράσινα αρπακτικά με τα παχιά τους λόγια.
Αλλά γιατί δε μπαίνει το ζήτημα εξ αρχής όπως μπήκε το μαϊούνη, μετά την αλλαγή της αρχικής τακτικής; Σε μια βάση που να συσπειρώνει την αντίθεση στο νόμο-πλαίσιο, να της προσδίδει μόνιμα, πολιτικά χαρακτηριστικά και να κατονομάζει τους συν-υπεύθυνους, νδ-πασοκ-εε, και τις δυνάμεις τους στα πανεπιστήμια.
Όχι γιατί ένα ολοκληρωμένο πλαίσιο με την πρότασή μας για ενιαία ανώτατη είναι σεχταρισμός. Πόσο μάλλον όταν τα ‘ενωτικά αντι-σεχταριστικά' πλαίσια κατεβάζουν όλη τη γραμμή τους για ενιαία πανεπιστημιακή ως μίνιμουμ συμφωνίας. Κι ο κόσμος τα ψηφίζει, κάνοντας αφαίρεση από το τετρασέλιδο κατεβατό που έχει μπροστά του, χωρίς να καταλαβαίνει συνολικά τι σημαίνει.
Ούτε γιατί η λογική της ενότητας στο πρόβλημα μπορεί να δώσει αποτελέσματα. Αλλά γιατί το βασικό στην τακτική είναι ένας επιμέρους κρίκος που να σου δίνει πάτημα να ξεδιπλώσεις το σύνολο της πολιτικής σου. Κι η εκτίμηση για το επίπεδο της συνείδησης του κόσμου για να βρεις ποια βήματα θα το προωθήσουν παραπέρα.
Η τέχνη της πολιτικής, όπως κάθε τέχνη, δεν πρέπει να κοιτά αφ’ υψηλού τον κόσμο με νοήματα που δε μπορεί να τα κάνει κτήμα του και να βελτιώσει τη ζωή του. Ούτε να ρίχνει εκ προοιμίου τον πήχη, για να αντανακλά το –τυχόν- χαμηλό επίπεδο των ευρύτερων μαζών. Αλλά να πέφτει σε αυτό το επίπεδο, για να το πάρει και να το σηκώσει, στην κυριολεξία. Να το ανυψώσει και να το τραβήξει ως το τέλος.
Το μερικό μπορεί να τραβήξει ως τις τελικές του συνέπειες και να αναδείξει το γενικό: ποιο πανεπιστήμιο, για ποιον σκοπό και σε ποια κοινωνία. Πού θα στοχεύει και τι απόφοιτους θα βγάζει. Κι από εκεί θα απορρέουν κι όλα τα υπόλοιπα: οργάνωση, διοίκηση, λειτουργία και κάθε τι επιμέρους που το αφορά.
Το μερικό μπορεί να αναδείξει τα δύο στρατόπεδα που συγκρούονται, αλλά και τις ενδιάμεσες διαβαθμίσεις. Ποιοι παλεύουν με συνέπεια και συνέχεια, με σχέδιο κι ολοκληρωμένη πρόταση.
Λένε πχ συχνά στις συνελεύσεις ότι αν ακολουθούσε το κίνημα τη ‘γραμμή ηττοπάθειας’ των κομμουνιστών, θα είχε χάσει ήδη πολλές μάχες και κεκτημένα. Σήμερα όμως το μόνο βέβαιο είναι ότι η νικηφόρα γραμμή που πετούσε από κορυφή σε κορυφή μας έφερε στο σημερινό σημείο, όπου το φκ ξυπνά από ένα μακροχρόνιο λήθαργο –κι ας ελπίσουμε ότι δεν είναι ήδη αργά για τη σημερινή μάχη και το κρίσιμο διακύβευμά της. Χωρίς συντονισμό και συνέχεια, μετά την χαμένη ευκαιρία του 2007, χωρίς σύνδεση με το ταξικό εργατικό κίνημα κι αξιόλογες αντιδράσεις τα δυο τελευταία χρόνια εν μέσω κρίσης.
Αλλά αυτή η κουβέντα πρέπει να περάσει σε δεύτερο πλαίσιο –ενωτικό ή μη. Εκεί που πρέπει να στοχεύουν όλα τα σφυριά είναι στις δυνάμεις του μαύρου μπλοκ της αντίδρασης και τις διάφορες παραλλαγές του που επιχειρούν να βγουν έξω από το κάδρο των συνένοχων. Όσο γλαφυρά και στοχευμένα το βάζει κι αυτή η ανακοίνωση που δημοσίευσε το όργανο.
http://www.spoudastes.gr/2011/09/%CF%80%CF%81%CE%BF%CF%84%CE%B1%CF%83%CE%B7-%CF%80%CE%B1%CE%BB%CE%B7%CF%83-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CE%B1%CE%B3%CF%89%CE%BD%CE%B1-%CF%80%CF%81%CE%BF%CF%83-%CF%84%CE%BF%CF%85%CF%83-%CF%86%CE%BF%CE%B9%CF%84/
Αν η πασπάρα καταφέρει να περάσει ως το καλό πασοκ που δεν ξεστράτισε από τις αρχές του, αν ο φοιτητικός συντονισμός καταλήξει στο γνωστό γραφειοκρατικό εκφυλισμό της αμεσοδημοκρατίας, αν το αποτέλεσμα του αγώνα στείλει τον κόσμο στο σπίτι του απογοητευμένο κι αυτός κάνει άλλα τόσα χρόνια να σηκώσει κεφάλι με αγωνιστικές διεργασίες, τότε οι φόβοι μας θα δικαιωθούν, αλλά δε θα υπάρχουν δικαιολογίες. Ο στόχος δεν είναι η δικαίωση της ήττας, αλλά να την αποτρέψουμε. Και σε αυτό είναι που θα κριθούμε σε τελική ανάλυση, από τον φοιτητόκοσμο κι από τους εαυτούς μας.
Και δυο λόγια για κλείσιμο. Αυτή είναι η εικόνα ενός εξωτερικού παρατηρητή που βλέπει τα πράγματα από μακριά. Που ίσως να πάσχει από πολιτική μυωπία και να τα βλέπει λίγο θολά, όπως τα θυμάται από το πρόσφατο παρελθόν, πριν τον ξεβράσει το φκ, λόγω ορίου ηλικίας.
Ίσως σε κάποιους φανεί ελλιπής. Ή σε άλλους σφους κάπως μίζερη κι απαισιόδοξη. Για τα υπόλοιπα υπάρχει κι η εισήγηση, που είναι πλήρης και κομμουνιστικά αισιόδοξη. Δεν την έγραψα γιατί στο ενδιάμεσο διάβασα διάφορα κείμενα που με κάλυψαν και δεν έκρινα σκόπιμο να τα επαναλάβω με δικά μου λόγια. Αφού τα βάζει κι η εισήγηση...
Ε, και για ό, τι άλλο υπάρχει κι η δευτερολογία.
Πέμπτη 1 Σεπτεμβρίου 2011
Βαρβαρότητες
Σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα;
Ιδου η απορία. Η οποία λύθηκε εις βάρος μας το 89 για να μας γεμίσει με άλλες τόσες, για το πώς και το γιατί της ήττας.
Και τώρα τι θα κάνουμε χωρίς τον υπαρκτό; Ήταν κι αυτός μια κάποια λύσις..
. Αρρώστια..
Το διπολο σοσιαλισμός-βαρβαρότητα αποτελεί μια διαλεκτική αντίθεση όπου οι δύο πόλοι αλληλεπιδρούν μεταξύ τους και μετατρέπονται ο ένας στον άλλον.
Οι αστοί μας πλάσαραν το σοσιαλισμό για βαρβαρότητα και τον τρίτο δρόμο του καπιταλισμού για σοσιαλισμό.
Ο σύντροφος με το μουστάκι απάντησε διαλεκτικά συγκεράζοντας τους δύο πόλους.
Ενα δύο, εν-δυο κάτω, έχουμε αρχηγό βαρβάτο. Που τον κατηγόρησαν για βαρβαρότητες και εγκλήματα, αλλά αυτά μοιάζουν κάπως με τις διαμαρτυρίες για το γόρδιο δεσμό και τις σταλινικές πρακτικές του αλέξανδρου που τον έλυσε με το σπαθί του. Το στυλ δουλειάς το επιβάλλουν τα καθήκοντα που καλούμαστε να λύσουμε. Από την άλλη όμως οι συνθήκες ερμηνεύουν αλλά δε δικαιολογούν πάντα τις ιστορικές πράξεις.
Ο γιωργάκης επανέφερε το δίλημμα στις μάζες των εκλογέων και είχε δίκιο, αλλά δε διευκρίνισε ποιο από τα δύο σκέλη εκπροσωπεί. Όπως σε εκείνο το σκίτσο ενός γελοιογράφου της «Ε», όπου οι έλληνες παίζουν τον παπά με το γιωργάκη, διαλέγουν ένα φύλλο κι αυτός τους λέει: λυπάμαι, χάσατε. Βαρβαρότητα.
Ευθεία παραπομπή στο ειδοποιό χαρακτηριστικό της οικογένειας. Παπανδρέου- παπατζή, παπανδρέου είσαι κι εσύ.
Οι δύο πόλοι είναι διαλεκτικά δεμένοι. Ο σοσιαλισμός έγινε βάρβαρος, για να αντιμετωπίσει την καπιταλιστική βαρβαρότητα με τα ίδια μέσα. Φυλακές, καταστολή, μυστική αστυνομία. Αλλά και τειλορισμός, δουλειά με το κομμάτι, νόρμες, υλικά κίνητρα. Ενώ ο καπιταλισμός ενσωμάτωσε στοιχεία «σοσιαλιστικά» για να ανακόψει την ορμή και την εξάπλωση του αντίπαλου δέους. Κοινωνικό κράτος, κευνσιανισμός, δημόσιος τομέας. Μικρές παραχωρήσεις για να μην τα χάσει όλα.
Το θέμα είναι ότι ο σοσιαλισμός κινδυνεύει να γίνει ένα με τα πίτουρα και να τον φάνε οι κότες και τα μαύρα κοράκια -με νύχια γαμψά. Ενώ ο καπιταλισμός δε μπορεί να απαρνηθεί τη φύση του και να μεταλλαχθεί σταδιακά σε σοσιαλισμό, όπως ονειρεύονται παλιοί και σύγχρονοι μπερνστάιν.
Οι οποίοι συμφωνούν από διάφορες κατευθύνσεις ότι ο υπαρκτός ήταν μια βαρβαρότητα με τραγική εξέλιξη -οι μεν όταν ξεκίνησε κι οι δε τώρα που μας τέλειωσε. Κι όλως τυχαίως ευδοκίμησαν ως είδος πριν και μετά την ιστορική ύπαρξη του υπαρκτού. Ο οποίος τους έβαλε στο περιθώριο για να τους ξαναφέρει λαθραία στο προσκήνιο στα χρόνια της παρακμής του, μετά το εικοστό συνέδριο.
Αλλά οι σύγχρονοι επίγονοι ξεπερνάν τον εδουάρδο. Γιατί αυτός εξέφραζε τουλάχιστον τις αυταπάτες της μπελ εποκ του. Ενώ αυτοί εκπροσωπούν το ρεαλισμό της ήττας και της υποταγής στη βαρβαρότητα. Και λένε ότι ο στόχος του σοσιαλισμού δεν είναι άμεσος-πολιτικός, αλλά αφηρημένος σαν τη δευτέρα παρουσία.
Αυτό δε σημαίνει ως προς τις συμμαχίες μας ότι πας μη κουκουές βάρβαρος. Αλλά πολλοί πρώην λακεδαιμόνιοι που μήδισαν κι έδωσαν γη και νερό στους βαρβάρους της νέας τάξης πραγμάτων γίνονται χειρότεροι απ’ αυτούς. Το κύμα της αλλαγής σβήνει το παρελθόν τους πάνω στην άμμο όπου έχτιζαν κάποτε παλάτια. Κι ύστερα αυτοί το εξαργυρώνουν στην τρέχουσα ισοτιμία: τριάντα (αργύρια) προς ένα.
Ο σοσιαλισμός μπαίνει εξ ανάγκης στο λούκι της βαρβαρότητας όσο υπάρχει ο καπιταλισμός κι η πίεση των ιμπεριαλιστών. Χτίζει τείχη για να προστατευτεί κι εξοπλίζεται σαν αστακός, ενάντια στην ίδια τη φύση του, που είναι ειρηνική και διεθνιστική, μακριά από σύνορα και πολέμους. Δε μπορεί να συνυπάρξει ειρηνικά με τον ταξικό του αντίπαλο -παρά μόνο ως προσωρινή τακτική, υπό ειδικές συνθήκες. Μπορεί όμως να βάλει ανάχωμα στη βαρβαρότητά του και να λειτουργήσει ως το αντίπαλο δέος. Όπως το έκανε κατά τον –σύντομο- εικοστό αιώνα.
Στην εποχή της η ρόζα επαναλάμβανε τα λόγια του ένγκελς για τα αδιέξοδα και το δίλημμα της αστικής κοινωνίας –πέρασμα στο σοσιαλισμό ή ξανακατρακύλισμα της ανθρωπότητας στη βαρβαρότητα- και πρόσθετε: μέχρι τώρα τα διαβάζαμε χωρίς να εμβαθύνουμε στο νόημα που κρύβουν και να αισθανόμαστε τη βαρύτητά τους. Σήμερα όμως αρκεί να ρίξουμε μια ματιά γύρω μας για να καταλάβουμε τι σημαίνει κατρακύλισμα της αστικής κοινωνίας στη βαρβαρότητα.
Κάποιοι λεν ότι οι προβλέψεις της ρόζας διαψεύστηκαν. Ο καπιταλισμός συνδέθηκε με την πρόοδο και τα επιτεύγματα του δυτικού κόσμου στον εικοστό αιώνα. Αλλά ο εικοστός σφραγίστηκε βασικά από τα σοσιαλιστικά εγχειρήματα. Κι αυτά είναι που καθόρισαν τον τύπο ανάπτυξης και την ιστορική του πορεία.
Αν υπήρχαν στο παρελθόν αυταπάτες για έναν εξανθρωπισμένο καπιταλισμό, αυτό οφειλόταν στο σοσιαλισμό. Στη δύναμη και την εμβέλεια των ιδανικών του. Είναι πχ σαν τις προσμείξεις της ροκ με τα άλλα μουσικά είδη, που τις πιο πολλές φορές μοιάζουν ρεφορμιστικές κι απαίσιες, σαν τον τρίτο δρόμο της μικτής οικονομίας. Αλλά η ανάγκη των μουσικών αντιπάλων της ροκ να την αναγνωρίζουν ως σημείο αναφοράς, δείχνει την ποιοτική της υπεροχή. Που είναι κάτι σαν την ιδεολογική ηγεμονία του μαρξισμού και του επιστημονικού σοσιαλισμού.
Σήμερα που δεν υπάρχουν αυτά τα εγχειρήματα, η βαρβαρότητα εκδηλώνεται ανεμπόδιστα. Από την ηρωική απόκρουση της επιχείρησης μπαρμπαρόσα (κοκκινοτρίχηδες εναντίον κόκκινου στρατού) στην παρακμή της μπάρμπι, της σάντα μπάρμπαρα και της μπάρμπαρα μπους.
Οι αστοί βάλλουν ενάντια στα προνόμια των συντεχνιών για να φέρουν τον εργασιακό μεσαίωνα. Η ανάπτυξη της επιστήμης φανερώνει τεράστιες δυνατότητες προοόδου που μένουν αναξιοποίητες, δεμένες στα δεσμά του νόμου της αξίας. Ο οποίος κρατάει τους προλετάριους δεσμώτες στο σύγχρονο σπήλαιο του πλάτωνα, απ’ όπου δε μπορούν να δουν την ουσία των πραγμάτων και φετιχοποιούν τις σκιές και τα εμπορεύματα. Κι απειλεί να λύσει τις αντιφάσεις του εις βάρος της ανθρωπότητας και να τη γυρίσει στην εποχή των σπηλαίων (με έναν πυρηνικό πόλεμο, μια οικολογική καταστροφή, ή ό,τι άλλο ήθελε προκύψει).
Όσοι εθελοτυφλούν είναι οι χειρότεροι τυφλοί. Σήμερα δεν υπάρχει κανένα περιθώριο για αυταπάτες και μικροαστικές αναπολήσεις. Το δίλημμα σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα γίνεται πιο επίκαιρο από ποτέ. Κι ιδίως όσα λέει η ρόζα για τη βαρβαρότητα. Αρκεί να ρίξουμε μια ματιά γύρω μας..
Ιδου η απορία. Η οποία λύθηκε εις βάρος μας το 89 για να μας γεμίσει με άλλες τόσες, για το πώς και το γιατί της ήττας.
Και τώρα τι θα κάνουμε χωρίς τον υπαρκτό; Ήταν κι αυτός μια κάποια λύσις..
. Αρρώστια..
Το διπολο σοσιαλισμός-βαρβαρότητα αποτελεί μια διαλεκτική αντίθεση όπου οι δύο πόλοι αλληλεπιδρούν μεταξύ τους και μετατρέπονται ο ένας στον άλλον.
Οι αστοί μας πλάσαραν το σοσιαλισμό για βαρβαρότητα και τον τρίτο δρόμο του καπιταλισμού για σοσιαλισμό.
Ο σύντροφος με το μουστάκι απάντησε διαλεκτικά συγκεράζοντας τους δύο πόλους.
Ενα δύο, εν-δυο κάτω, έχουμε αρχηγό βαρβάτο. Που τον κατηγόρησαν για βαρβαρότητες και εγκλήματα, αλλά αυτά μοιάζουν κάπως με τις διαμαρτυρίες για το γόρδιο δεσμό και τις σταλινικές πρακτικές του αλέξανδρου που τον έλυσε με το σπαθί του. Το στυλ δουλειάς το επιβάλλουν τα καθήκοντα που καλούμαστε να λύσουμε. Από την άλλη όμως οι συνθήκες ερμηνεύουν αλλά δε δικαιολογούν πάντα τις ιστορικές πράξεις.
Ο γιωργάκης επανέφερε το δίλημμα στις μάζες των εκλογέων και είχε δίκιο, αλλά δε διευκρίνισε ποιο από τα δύο σκέλη εκπροσωπεί. Όπως σε εκείνο το σκίτσο ενός γελοιογράφου της «Ε», όπου οι έλληνες παίζουν τον παπά με το γιωργάκη, διαλέγουν ένα φύλλο κι αυτός τους λέει: λυπάμαι, χάσατε. Βαρβαρότητα.
Ευθεία παραπομπή στο ειδοποιό χαρακτηριστικό της οικογένειας. Παπανδρέου- παπατζή, παπανδρέου είσαι κι εσύ.
Οι δύο πόλοι είναι διαλεκτικά δεμένοι. Ο σοσιαλισμός έγινε βάρβαρος, για να αντιμετωπίσει την καπιταλιστική βαρβαρότητα με τα ίδια μέσα. Φυλακές, καταστολή, μυστική αστυνομία. Αλλά και τειλορισμός, δουλειά με το κομμάτι, νόρμες, υλικά κίνητρα. Ενώ ο καπιταλισμός ενσωμάτωσε στοιχεία «σοσιαλιστικά» για να ανακόψει την ορμή και την εξάπλωση του αντίπαλου δέους. Κοινωνικό κράτος, κευνσιανισμός, δημόσιος τομέας. Μικρές παραχωρήσεις για να μην τα χάσει όλα.
Το θέμα είναι ότι ο σοσιαλισμός κινδυνεύει να γίνει ένα με τα πίτουρα και να τον φάνε οι κότες και τα μαύρα κοράκια -με νύχια γαμψά. Ενώ ο καπιταλισμός δε μπορεί να απαρνηθεί τη φύση του και να μεταλλαχθεί σταδιακά σε σοσιαλισμό, όπως ονειρεύονται παλιοί και σύγχρονοι μπερνστάιν.
Οι οποίοι συμφωνούν από διάφορες κατευθύνσεις ότι ο υπαρκτός ήταν μια βαρβαρότητα με τραγική εξέλιξη -οι μεν όταν ξεκίνησε κι οι δε τώρα που μας τέλειωσε. Κι όλως τυχαίως ευδοκίμησαν ως είδος πριν και μετά την ιστορική ύπαρξη του υπαρκτού. Ο οποίος τους έβαλε στο περιθώριο για να τους ξαναφέρει λαθραία στο προσκήνιο στα χρόνια της παρακμής του, μετά το εικοστό συνέδριο.
Αλλά οι σύγχρονοι επίγονοι ξεπερνάν τον εδουάρδο. Γιατί αυτός εξέφραζε τουλάχιστον τις αυταπάτες της μπελ εποκ του. Ενώ αυτοί εκπροσωπούν το ρεαλισμό της ήττας και της υποταγής στη βαρβαρότητα. Και λένε ότι ο στόχος του σοσιαλισμού δεν είναι άμεσος-πολιτικός, αλλά αφηρημένος σαν τη δευτέρα παρουσία.
Αυτό δε σημαίνει ως προς τις συμμαχίες μας ότι πας μη κουκουές βάρβαρος. Αλλά πολλοί πρώην λακεδαιμόνιοι που μήδισαν κι έδωσαν γη και νερό στους βαρβάρους της νέας τάξης πραγμάτων γίνονται χειρότεροι απ’ αυτούς. Το κύμα της αλλαγής σβήνει το παρελθόν τους πάνω στην άμμο όπου έχτιζαν κάποτε παλάτια. Κι ύστερα αυτοί το εξαργυρώνουν στην τρέχουσα ισοτιμία: τριάντα (αργύρια) προς ένα.
Ο σοσιαλισμός μπαίνει εξ ανάγκης στο λούκι της βαρβαρότητας όσο υπάρχει ο καπιταλισμός κι η πίεση των ιμπεριαλιστών. Χτίζει τείχη για να προστατευτεί κι εξοπλίζεται σαν αστακός, ενάντια στην ίδια τη φύση του, που είναι ειρηνική και διεθνιστική, μακριά από σύνορα και πολέμους. Δε μπορεί να συνυπάρξει ειρηνικά με τον ταξικό του αντίπαλο -παρά μόνο ως προσωρινή τακτική, υπό ειδικές συνθήκες. Μπορεί όμως να βάλει ανάχωμα στη βαρβαρότητά του και να λειτουργήσει ως το αντίπαλο δέος. Όπως το έκανε κατά τον –σύντομο- εικοστό αιώνα.
Στην εποχή της η ρόζα επαναλάμβανε τα λόγια του ένγκελς για τα αδιέξοδα και το δίλημμα της αστικής κοινωνίας –πέρασμα στο σοσιαλισμό ή ξανακατρακύλισμα της ανθρωπότητας στη βαρβαρότητα- και πρόσθετε: μέχρι τώρα τα διαβάζαμε χωρίς να εμβαθύνουμε στο νόημα που κρύβουν και να αισθανόμαστε τη βαρύτητά τους. Σήμερα όμως αρκεί να ρίξουμε μια ματιά γύρω μας για να καταλάβουμε τι σημαίνει κατρακύλισμα της αστικής κοινωνίας στη βαρβαρότητα.
Κάποιοι λεν ότι οι προβλέψεις της ρόζας διαψεύστηκαν. Ο καπιταλισμός συνδέθηκε με την πρόοδο και τα επιτεύγματα του δυτικού κόσμου στον εικοστό αιώνα. Αλλά ο εικοστός σφραγίστηκε βασικά από τα σοσιαλιστικά εγχειρήματα. Κι αυτά είναι που καθόρισαν τον τύπο ανάπτυξης και την ιστορική του πορεία.
Αν υπήρχαν στο παρελθόν αυταπάτες για έναν εξανθρωπισμένο καπιταλισμό, αυτό οφειλόταν στο σοσιαλισμό. Στη δύναμη και την εμβέλεια των ιδανικών του. Είναι πχ σαν τις προσμείξεις της ροκ με τα άλλα μουσικά είδη, που τις πιο πολλές φορές μοιάζουν ρεφορμιστικές κι απαίσιες, σαν τον τρίτο δρόμο της μικτής οικονομίας. Αλλά η ανάγκη των μουσικών αντιπάλων της ροκ να την αναγνωρίζουν ως σημείο αναφοράς, δείχνει την ποιοτική της υπεροχή. Που είναι κάτι σαν την ιδεολογική ηγεμονία του μαρξισμού και του επιστημονικού σοσιαλισμού.
Σήμερα που δεν υπάρχουν αυτά τα εγχειρήματα, η βαρβαρότητα εκδηλώνεται ανεμπόδιστα. Από την ηρωική απόκρουση της επιχείρησης μπαρμπαρόσα (κοκκινοτρίχηδες εναντίον κόκκινου στρατού) στην παρακμή της μπάρμπι, της σάντα μπάρμπαρα και της μπάρμπαρα μπους.
Οι αστοί βάλλουν ενάντια στα προνόμια των συντεχνιών για να φέρουν τον εργασιακό μεσαίωνα. Η ανάπτυξη της επιστήμης φανερώνει τεράστιες δυνατότητες προοόδου που μένουν αναξιοποίητες, δεμένες στα δεσμά του νόμου της αξίας. Ο οποίος κρατάει τους προλετάριους δεσμώτες στο σύγχρονο σπήλαιο του πλάτωνα, απ’ όπου δε μπορούν να δουν την ουσία των πραγμάτων και φετιχοποιούν τις σκιές και τα εμπορεύματα. Κι απειλεί να λύσει τις αντιφάσεις του εις βάρος της ανθρωπότητας και να τη γυρίσει στην εποχή των σπηλαίων (με έναν πυρηνικό πόλεμο, μια οικολογική καταστροφή, ή ό,τι άλλο ήθελε προκύψει).
Όσοι εθελοτυφλούν είναι οι χειρότεροι τυφλοί. Σήμερα δεν υπάρχει κανένα περιθώριο για αυταπάτες και μικροαστικές αναπολήσεις. Το δίλημμα σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα γίνεται πιο επίκαιρο από ποτέ. Κι ιδίως όσα λέει η ρόζα για τη βαρβαρότητα. Αρκεί να ρίξουμε μια ματιά γύρω μας..