Σήμερα η κε του μπλοκ "φιλοξενεί" άλλη μία ανάλυση του Άναυδου (που το τελευταίο διάστημα γράφει με ρυθμούς εν ενεργεία blogger;) με θέμα συναφές με την προηγούμενη ανάρτηση για τον κεϋνσιανισμό, αλλά περισσότερες πολιτικές προεκτάσεις. Καλή ανάγνωση και σχολιασμό.
Η κρίση υπερσυσσώρευσης μπορεί να οδηγήσει είτε σε μία επαναστατική
κατάσταση ή σε μία νέα φάση καπιταλιστικής συσσώρευσης, εφόσον μεταβάλει τη
σχέση κεφαλαίου-εργασίας. Συνεπώς για άλλη μια φορά στην ιστορία αυτού του
τόπου το ΚΚΕ πράττει το ταξικό του καθήκον
1. Εισαγωγή
Σε ένα προηγούμενο κείμενο
δείξαμε ότι η πτώση του ρυθμού αύξησης της γενικής παραγωγικότητας (τάση
σύμφυτη με τον ιμπεριαλισμό, το ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού) αφαιρεί από το
σύστημα τη δυνατότητα να αυξάνει με τον ίδιο ρυθμό την υπεραξία που καρπώνεται
το κεφάλαιο αφενός κι αφετέρου τον εργατικό μισθό και τις κρατικές δαπάνες. Η
δυνατότητα αυτή, που έγινε πραγματικότητα χάρη στον ευνοϊκό συσχετισμό δυνάμεων
(ύπαρξη του σοσιαλιστικού στρατοπέδου, ισχυρά ΚΚ στις καπιταλιστικές χώρες,
ισχυρά συνδικάτα) πλέον δεν υπάρχει. Η αρχή της δομικής κρίσης του καπιταλισμού
εντοπίζεται στις αρχές της δεκαετίας του ’70, μία κρίση που οδήγησε το κεφάλαιο
να καταφύγει στη νεοφιλελεύθερη ρύθμιση που συνοψίζεται σε μια επίθεση κατά των
προηγουμένων κερδών της εργατικής τάξης.
Από το 2008 ολόκληρο το καπιταλιστικό
σύστημα βρίσκεται μπροστά σε μία κρίση υπερσυσσώρευσης. Ειδικότερα στην Ελλάδα
η κρίση εκδηλώθηκε με μεγαλύτερη ένταση και διάρκεια με αποτέλεσμα να μειωθεί
μέσα σε τέσσερα χρόνια το ΑΕΠ κατά 25% από τα επίπεδα του 2008 και να μην είναι
ορατή, τουλάχιστον σήμερα, η έξοδος από αυτή. Η κρίση υποχρεώνει το κεφάλαιο να
επιταχύνει ραγδαία τις αναδιαρθρώσεις που έχει ξεκινήσει την τελευταία 20ετία.
2. Οι διαφορετικές προτάσεις
για την έξοδο από την κρίση
Η κρίση θέτει μπροστά στις
διαφορετικές τάξεις στην Ελλάδα το καθήκον να διαμορφώσουν μια πολιτική
διεξόδου, που να υπερασπίζει με τον καλύτερο τρόπο τα ταξικά τους συμφέροντα.
Το κεφάλαιο έχει επιλέξει μία πολιτική που επιβεβαιώνει τη μαρξιστική θεωρία
μεταφέροντας τα βάρη της κρίσης στις πλάτες του εργαζόμενου λαού. Αρωγό του
στην προσπάθεια του αυτή βρήκε και τα δύο μεγάλα αστικά κόμματα (ΠΑΣΟΚ – ΝΔ)
αλλά και ακροδεξιές και ‘αριστερές’ παραφυάδες τους (ΛΑΟΣ – ΔΗΜΑΡ). Από την
άλλη το κόμμα της εργατικής τάξης (ΚΚΕ) ξεκαθάρισε τη θέση του λέγοντας ότι η
εργατική τάξη δεν έχει κανένα συμφέρον να βγάλει το κεφάλαιο από την κρίση του
και θα πρέπει να παλέψει για την δική της εξουσία.
Όπως αναμενόταν οι δύο όψεις του
μικροαστικού σοσιαλισμού (Συριζα – Ανταρσυα) κατέληξαν σε μία εν πολλοίς
πανομοιότυπη διέξοδο από την κρίση που καταφέρνει να είναι και με το κεφάλαιο
και με τους εργάτες! Διαβάζοντας τα
προγράμματα και των δυο βλέπουμε ότι:
Αναφορικά με τις αιτίες της
κρίσης ο Σύριζα αναγνωρίζει ότι η κρίση που ζούμε δεν είναι απλώς μια κρίση διαχείρισης, αλλά μια κρίση
του ίδιου του συστήματος, χωρίς όμως να τολμά να αναφέρει τη λέξη καπιταλισμός.
Αντίθετα η Ανταρσύα μιλά ευθαρσώς για καπιταλιστική
κρίση υπερσυσσώρευσης. Στην πράξη βέβαια και οι δύο χώροι ανέδειξαν σαν
αιτία της κρίσης το δημόσιο χρέος, ο μεν Συριζα για να αποφύγει να μιλήσει για
τον καπιταλισμό, η δε Ανταρσυα για να επιτύχει τη μέγιστη κατ’ αυτήν
συσπείρωση.
Αναφορικά με την έξοδο από την
κρίση ο Σύριζα προτείνει ένα μείγμα πολιτικών που συνοψίζονται σε αύξηση των
δημόσιων εσόδων με σκοπό τη διαμόρφωση μιας συνολικής στρατηγικής για την
χρηματοδότηση της ανάπτυξης και των αναγκών της κοινωνίας, χτυπώντας αποφασιστικά τη φοροδιαφυγή και την
παραοικονομία, αυξάνοντας τη φορολογία των πλουσίων, αναδιαπραγματευόμενος το
χρέος κλπ. Με τον τρόπο αυτό
μετατρέπεται ο Δημόσιος Τομέας σε μοχλό ποιοτικής και ποσοτικής
αναβάθμισης και ανασυγκρότησης του παραγωγικού συστήματος
Η Ανταρσυα από την πλευρά της
προτείνει παύση πληρωμών (αφήνει αόριστο το μέλλον του χρέους) εθνικοποίηση των
τραπεζών και των στρατηγικών επιχειρήσεων χωρίς αποζημίωση στους ιδιοκτήτες
τους, για να στρέφονται τα
δάνεια όχι στις «μαύρες τρύπες» των μεγαλοκαρχαριών καπιταλιστών αλλά σε
δημόσιες επιχειρήσεις και κοινωνικά αναγκαίες επενδύσεις, σε
αυτοαπασχολούμενους, στους μικρομεσαίους αγρότες, στους βιοτέχνες, για την
εγγύηση των μικροκαταθετών.
Η Ανταρσυα προτείνει όπως κι ο
Σύριζα τη γενναία φορολόγηση του κεφαλαίου και του πλούτου γιατί μόνο έτσι είναι δυνατόν να υπάρξει η
αναγκαία αναδιανομή εισοδήματος που θα επιτρέψει και τη λειτουργία του δημοσίου,
χωρίς τις δόσεις των δανείων και το τσάκισμα των κερδοσκοπικών κινήσεων των
καπιταλιστών, ντόπιων και ξένων.
Ο Σύριζα μιλά για νέους θεσμούς
κοινωνικού και εργατικού ελέγχου,
ενώ η Ανταρσυα για εργατικό
και λαϊκό έλεγχο και σχεδιασμό παντού,
με αυτό το παντού να περιορίζεται
στις εθνικοποιημένες και λοιπές δημόσιες επιχειρήσεις
Για να μην αδικήσουμε την
Ανταρσυα προσθέτει στην πρόταση της μια γεύση προστατευτισμού μιλώντας για
άμεση έξοδο από το Ευρώ, αλλά όχι για ταυτόχρονη
έξοδο από την ΕΕ. Η έξοδος αυτή θα συμβεί (αν συμβεί) σε διαφορετικό χρόνο.
Με άλλα λόγια και τα δύο κόμματα
πιστεύουν ότι η έξοδος από την κρίση είναι εφικτή με μια επιστροφή στη μεικτή
οικονομία της κευνσιανής ρύθμισης. Όπου πλάι στον καπιταλιστικό τομέα της
οικονομίας θα υπάρχει και ένας ισχυρός κρατικός τομέας που θα αποτελέσει την ατμομηχανή
της ανάπτυξης και της αναδιανομής εισοδήματος. Οι προτάσεις τους θυμίζουν την
Ελλάδα της δεκαετίας του ’70 και ’80, όπου το σύνολο των υποδομών (ΟΤΕ, ΔΕΗ,
ΕΥΔΑΠ, δρόμοι, λιμάνια, αεροδρόμια), των μεταφορών (ΗΛΠΑΠ, ΕΑΣ, Ολυμπιακή, ΟΣΕ
κλπ), μεγάλο μέρος του τραπεζικού τομέα (Εθνική, Ιονική, Εμπορική, Αγροτική, ΤΤ
κλπ) αλλά και του ενεργειακού τομέα (ΕΚΟ) ήταν στην ιδιοκτησία του κράτους. Η
έλξη που ασκεί η πολιτική του ΠΑΣΟΚ της δεκαετίας του 1980 (με τις
εθνικοποιήσεις ακόμη και προβληματικών επιχειρήσεων – ΑΓΕΤ, Πειραϊκή-Πατραϊκή,
Πυρκαλ κλπ) και του ‘καλόβολου’ καπιταλισμού στους δύο αυτούς σχηματισμούς έχει
την εξήγηση της στην ταξική τους διάρθρωση.
Όπως όμως θα δείξουμε παρακάτω η
διέξοδος που προτείνουν οι Συριζα -
Ανταρσυα , όχι μόνο δε βγάζει την
ελληνική οικονομία από την κρίση αλλά έχει σα στόχο να διαπραγματευτεί τον
επιμερισμό από τις απώλειες της κρίσης προς όφελος ορισμένων κοινωνικών ομάδων και στρωμάτων,
συνεπώς σε βάρος κάποιων άλλων.
3. Το κράτος στον καπιταλισμό
Το κράτος εκτός από μηχανισμός
επιβολής της κυριαρχίας του κεφαλαίου στο εσωτερικό και στο εξωτερικό ασκεί και
οικονομική δραστηριότητα, είτε σαν εισπράκτορας είτε σαν παραγωγός (συνήθως στο
τομέα των υποδομών όπου το κεφάλαιο δεν μπορεί ή δεν θέλει να επενδύσει). Το κράτος
επιβιώνει από την υπεραξία που αποσπά έμμεσα ή άμεσα. Πιο συγκεκριμένα τα έσοδα
του κράτους προέρχονται είτε από τη φορολογία είτε από την επιχειρηματική του
δραστηριότητα, η οποία μετά από δεκαετίες νεοφιλελευθερισμού έχει περιοριστεί
στο ελάχιστο. Η φορολογία προέρχεται από τη νέα αξία που παράγεται κάθε χρόνο
και προέρχεται από τους μισθούς (άμεσοι, έμμεσοι φόροι και ασφαλιστικές
εισφορές) και από τα κέρδη (δηλ. την υπεραξία).
Οι δαπάνες του κράτους αποσκοπούν στην αναπαραγωγή του συστήματος, τόσο
στη βάση του όσο και στο εποικοδόμημα του. Περιλαμβάνουν δαπάνες για την
αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης (υγεία, πολιτισμός, αθλητισμός, κλπ) για την
αύξηση της αξίας και της παραγωγικότητας της εργατικής δύναμης (παιδεία κλπ),
για την προστασία του κεφαλαίου από τον ταξικό του εχθρό, αλλά και από πιθανό
εξωτερικό σφετεριστή (ασφάλεια, άμυνα, ΜΜΕ, κλπ). Σημαντικό μέρος των κρατικών
δαπανών διοχετεύεται άμεσα στο κεφάλαιο με τη μορφή επιχορηγήσεων ή
δανειοδοτήσεων, κλπ. με αποκλειστικό σκοπό την ενίσχυση της κερδοφορίας του.
Με την επιχειρηματική του
δραστηριότητα το κράτος γίνεται παραγωγός υπεραξίας (στην περίπτωση που το
παραγόμενο προϊόν εμφανίζεται σαν εμπόρευμα στην αγορά) που του επιτρέπει να
καλύψει μέρος των εξόδων του. Το κρατικό μονοπώλιο σε ορισμένους τομείς μπορεί
να οδηγεί σε μονοπωλιακά κέρδη αλλά αυτά δεν είναι παρά μια άλλη μορφή
φορολόγησης του καταναλωτή.
Η κρίση σταματά τη συσσώρευση του
κεφαλαίου και εκδηλώνεται στην αγορά σαν υπερπαραγωγή και συνεπώς ανεργία. Η
κρίση εμφανίζεται όταν τα κέρδη δεν είναι πλέον αρκετά για να ικανοποιήσουν τις
ανάγκες μεγέθυνσης του υπάρχοντος κεφαλαίου. Στην περίπτωση αυτή, οποιαδήποτε
επιπλέον αφαίρεση από τη μάζα της υπεραξίας που ήδη είναι ανεπαρκής μπορεί μόνο
να χειροτερέψει την κρίση.
Με βάση τις προτάσεις του Συριζα
και της Ανταρσύας, το κράτος στη μέση της κρίσης καταρχήν θα αυξήσει τις
δαπάνες του (η περίφημη ενεργός ζήτηση του Κέυνς). Η αύξηση αυτή μπορεί να
πραγματοποιηθεί μόνο με την αύξηση της φορολογίας ή τον (απίθανο στην παρούσα
συγκυρία) επιπλέον δανεισμό που δεν είναι τίποτε παραπάνω παρά η φορολόγηση της
μελλοντικής νέας αξίας). Το αποτέλεσμα θα είναι να επιδεινωθεί η κρίση στον
καπιταλιστικό τομέα της οικονομίας και να έχουμε ακόμη περισσότερους ανέργους
και ακόμη πιο χαμηλούς μισθούς. Ακόμη και αν η αύξηση των δαπανών θέσει σε
κίνηση μέρος του κεφαλαίου που σήμερα αργεί, αυτού του είδους η παραγωγή δεν
αυξάνει τη μάζα της υπεραξίας αλλά αντίθετα τη μειώνει μέσω της επιπλέον
φορολογίας που θα απαιτηθεί για να πληρωθούν οι κρατικές αγορές. Όσο και αν ο
ατομικός καπιταλιστής που εφοδιάζει το κράτος θα βγάζει κέρδη, το συνολικό
κεφάλαιο θα δει την κερδοφορία του να μειώνεται ακόμη περισσότερο. Άρα μία
μερίδα καπιταλιστών θα βγει ωφελημένη, ενώ οι υπόλοιποι είτε θα μετακυλήσουν τα
βάρη στην εργατική τάξη, είτε θα πάψουν να δραστηριοποιούνται, αυξάνοντας την
ανεργία..
Η δήθεν πολλά υποσχόμενη πάταξη
της παραοικονομίας και αυτή με τη σειρά της
θα οδηγήσει σε μείωση των ‘μαύρων’ μισθών και σε αύξηση της ανεργίας στο
συγκεκριμένο τομέα. Μπορεί στατιστικά οι άνεργοι αυτοί να μην καταγραφούν (αφού
δεν είναι δηλωμένοι) αλλά στον πραγματικό κόσμο θα είναι εξίσου άνεργοι με τους
καταγεγραμμένους στους καταλόγους του ΟΑΕΔ
Από
την άλλη το κράτος-επιχειρηματίας που θα λειτουργεί παράλληλα με τον
καπιταλιστικό τομέα θα έχει να λύσει 3 άλυτα προβλήματα:
-
αν επιλέξει να είναι
ανταγωνιστικό (δηλ. λειτουργήσει με κέρδος ή με υψηλές τιμές) τότε θα πρέπει
είτε να πιέσει την αξία της εργατικής δύναμης που απασχολεί προς τα κάτω είτε
να φορολογήσει έμμεσα και την εργατική τάξη που απασχολείται στον ιδιωτικό
τομέα μέσω των υψηλών τιμών. Οι απώλειες της εργατικής τάξης (όλης ή του
μεγαλύτερου μέρους της) είναι δεδομένες
-
αν επιλέξει να μην
είναι ανταγωνιστικό και να λειτουργήσει με ζημιές τότε το όποιο όφελος που θα
προκύψει στην εργατική τάξη του ιδ. τομέα από τις χαμηλές τιμές θα ισοσκελιστεί
από την αυξημένη φορολογία που θα απαιτηθεί για να καλυφθούν οι ζημιές
-
αν επιλέξει να μην
είναι ανταγωνιστικό αλλά να λειτουργήσει χωρίς ζημιές, τότε τα προϊόντα του δεν
θα είναι ανταγωνιστικά και η εργατική τάξη στον ιδ. τομέα θα αδυνατεί να τα
πληρώσει. Επίσης στην περίπτωση που το κράτος δραστηριοποιηθεί σε τομείς όπου
θα υπάρχει ατομικό κεφάλαιο, οι υψηλές τιμές στα κρατικά παραγόμενα εμπορεύματα
θα οδηγήσουν σε μεταφορά υπεραξίας προς τον πιο ανταγωνιστικό ιδιωτικό τομέα
Επιπλέον είναι φανερό ότι η πρόταση για μεικτή
οικονομία αφήνει στο έλεος των αφεντικών όσους έχουν την ατυχία να εργάζονται
στον καπιταλιστικό τομέα της οικονομίας. Για να ξεπεραστεί η κρίση στον τομέα
αυτό απαιτείται τόσο η αύξηση του βαθμού εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης, όσο
και η καταστροφή μέρους του κεφαλαίου. Κατά συνέπεια οι χαμηλοί μισθοί και η
ανεργία θα αποτελέσουν τη μοίρα της εργατικής τάξης του ιδ. τομέα.
Τέλος η πρόταση των παραπάνω
αφοπλίζει συνολικά τους εργαζομένους μπροστά στην επόμενη κρίση που με
μαθηματική βεβαιότητα θα ξεσπάσει μερικά χρονιά μετά, που θα ξεπεραστεί η
παρούσα.
Στα
πλαίσια του καπιταλισμού η μόνη βιώσιμη έξοδος από την κρίση μπορεί να έρθει
μόνο όταν αποκατασταθεί η συσσώρευση του κεφαλαίου σε βάρος της εργατικής
τάξης. Βασική αλήθεια του Μαρξισμού, που από ό,τι φαίνεται αγνοείται από
την πρόταση του Συριζα και της
Ανταρσύας, που πιστεύουν ότι μια μορφή καπιταλισμού μπορεί να λύσει τη βασική
αντίθεση του συστήματος. Φρούδες ελπίδες που πολλές φορές διαψεύστηκαν στο
παρελθόν για να γυρνούν όμως και να στοιχειώνουν το εργατικό κίνημα κάθε φορά
που ο καπιταλισμός συγκλονίζεται.
Η πρόταση του Συριζα και της
Ανταρσυα ακριβώς επειδή είναι ανεφάρμοστη και ουτοπική, έχει σα στόχο να
καταλήξει σ’ ένα συμβιβασμό που ξεκινά από την παραδοχή ότι οι εργαζόμενοι
πρέπει να πληρώσουν μέρος της κρίσης του κεφαλαίου. Είναι μία πρόταση που με
μοχλό το αστικό κράτος θα διαχειριστεί τις απώλειες των εργαζομένων σε όφελος
του κεφαλαίου. Η μερική επιστροφή των κλεμμένων από το κεφάλαιο στην εργατική
αριστοκρατία, τη δημοσιοϋπαλληλία και σε κάποια μικροαστικά στρώματα μπορεί να
γίνει μόνο σε βάρος της εργατικής τάξης.
Κατά συνέπεια είναι συνεπής με τα συμφέροντα των στρωμάτων που οι δυο
σχηματισμοί εκφράζουν και υπηρετούν (μικροαστικά στρώματα, διανόηση δημ
υπάλληλοι στο χώρο τη υγείας, εκπαίδευσης και ΟΤΑ). Είναι επίσης μια ιδανική
πλατφόρμα συνάντησης με τα στρώματα εκείνα που συναίνεσαν στη νεοφιλελεύθερη
επίθεση του κεφαλαίου τη δεκαετία του ’90 και ’00 και εκφράστηκαν κύρια μέσα
από το ΠΑΣΟΚ (δημ υπάλληλο, μικροαστοί, νέο κεφάλαιο κλπ). Επειδή έχουν τη
γνώση ότι μόνοι τους δεν μπορούν και ότι χρειάζονται την μαχητικότητα και την
οργάνωση της εργατικής τάξης σαν αιχμή του δόρατος, διαλαλούν σε κάθε τόνο την
ανάγκη ενός νεφελώδους μετώπου που το μόνο ορατό του σημείο είναι η μη
αμφισβήτηση του καπιταλισμού. Μια εργατική τάξη που θα σηκώσει το μεγαλύτερο
βάρος των απωλειών της αναμέτρησης και θα την ξεπουλήσουν στην πρώτη
διαπραγμάτευση. Ήδη τα πρώτα δείγματα είναι ορατά (λευκές απεργίες σε
εκπαίδευση, φαρμακοποιούς, γιατρούς, κλπ) όπου καταφέρνουν να μεταφέρουν τα
προβλήματα της αστικής πολιτικής στην εργατική τάξη. Κόβουν και ράβουν την
ιστορία του εργατικού κινήματος για να δικαιολογήσουν την ταξική συνεργασία, με
τον ίδιο ακριβώς τρόπο που χρησιμοποίησε το ΠΑΣΟΚ την εθνική αντίσταση για να
δικαιολογήσει τον αστικό εκσυγχρονισμό. Οργίζονται με το ΚΚΕ που τους χαλά τα
όνειρα κι έτσι εξηγούνται κατά κύριο λόγο οι επιθέσεις ενάντια σο ΠΑΜΕ που
κορυφώθηκαν με το λιθοβολισμό της συγκέντρωσης του στις 10/10/2011 με
αποτέλεσμα έναν νεκρό οικοδόμο και δεκάδες τραυματίες.