Το κουκουέ
έχει σταθερούς δεσμούς με το λαό. Έχει οικοδομήσει μαζί του σχέσεις
εμπιστοσύνης, που είναι βασικό συστατικό και προϋπόθεση της αγάπης. Και με αυτή
την έννοια η σχέση του σφου –οργανωμένου ή μη- με το κόμμα είναι πάνω απ’ όλα
μια ερωτική σχέση ζωής. Όχι με την έννοια ενός πρόσκαιρου συναισθηματισμού, που
ξεθυμαίνει με τον καιρό. Αλλά μια έλλογη συνειδητή πίστη παντός καιρού, που
μένει σταθερή κι αναλλοίωτη στον χρόνο, όσο κι αν κλονίζεται κατά διαστήματα
Μια αγάπη που δοκιμάζεται, ατσαλώνεται και δε φθείρεται από τις καθημερινές
προστριβές.
Μια σχέση
δεμένη με αιώνιους όρκους, όπως στους γάμους, μέχρι ο θάνατος να τους χωρίσει. Μόνο
που σε αντίθεση με τους παντρεμένους, που ξεχνάνε γρήγορα τους όρκους, οι
συνεπείς κομμουνιστές τους τηρούν ως το τέλος, όπως δείχνουν, μεταξύ άλλων, οι
θυσίες των εκτελεσμένων συντρόφων στην κατοχή και τον εμφύλιο. Και δεν είναι
τυχαίο πως τυχόν πρόωρο διαζύγιο με το κόμμα ο σύντροφος το παίρνει βαρέως, σαν
πολιτικό θάνατο και κάνει καιρό να συνέρθει από το πένθος και να επιστρέψει στα
εγκόσμια, για να συνεχίσει τη ζωή του κανονικά, σα να μην έχει συμβεί τίποτα.
Αυτό μπορούμε
να το διαπιστώσουμε κι από την ανάποδη στην ψυχολογία του πρώην που δρα σαν
απατημένος εραστής, ιδίως αν το διαζύγιο επήρθε με επεισοδιακό τρόπο, που του
άφησε πικρία. Κι εκ των υστέρων τα βλέπει όλα στραβά, γιατί τόσο καιρό τον
τύφλωνε ο έρωτας και δεν τα πρόσεχε, και θυμάται μόνο τις άσχημες στιγμές. Τι νόημα
έχει όμως να μειώνεις το παρελθόν, που είναι και δικό σου; Οι παλιές αγάπες
πάνε στον παράδεισο –σαν τους red
bloggers που σταμάτησαν- κι αφού δεν μπόρεσες να
την κάνεις όπως την ήθελες, προσπάθησε τούτο τουλάχιστον όσο μπορείς: μην την
εξευτελίζεις. Γιατί η ξεφτίλα αντανακλά πρωτίστως στο πρόσωπό σου.
Αγάπη
λοιπόν θα πει να θυσιάζεις κομμάτια του εαυτού σου και να τα βρίσκεις στη σχέση,
όπου τα αναπληρώνεις στο πολλαπλάσιο, να γεμίζεις σε ένα άλλο ανώτερο επίπεδο,
όσο περισσότερα δίνεις. Η αγάπη δηλ, για να παραφράσουμε μια γνωστή ρήση είναι
αυτό το δόσιμο, να μη ρωτάς τι μπορεί να σου δώσει το κόμμα, αλλά να σκέφτεσαι
τι μπορείς εσύ να προσφέρεις ανιδιοτελώς.
Αγάπη
είναι να δέχεσαι τον άλλο με τα ελαττώματα και αδυναμίες του αλλά να μην τα
αποσιωπάς για ν’ αποφύγεις τις συγκρούσεις και καταλήξεις ένας άβουλος κόλακας
χωρίς το θάρρος της γνώμης. Αγάπη είναι να εξελίσσεσαι συνεχώς, μαζί με τον άλλο, χωρίς να το εκλαμβάνεις αυτό ως προδοσία ή απιστία.
Κάποιοι
βέβαια αντιστρέφουν τα δεδομένα της σχέσης κυνηγώντας κυρίως τη δική τους επιβεβαίωση
κι ανάδειξη· και παύουν να συμμετέχουν μόλις πάψει να υφίσταται αυτή η συνθήκη.
Μπερδεύουν έτσι την αγάπη για το κόμμα με την αυταρέσκεια, την αγάπη για τον
εαυτό τους. Πιστεύουν ακράδαντα πως μόνο αυτοί πρεσβεύουν τη σωστή άποψη, ενώ
όλοι οι υπόλοιποι προδίδουν τη σχέση. Ούτως ή άλλως η αγάπη ενέχει πολλές φορές
αυτό το στοιχείο της αποκλειστικότητας.
Αγαπησιάρικο
κόμμα πάντως δε σημαίνει να αλλάζεις ταυτότητα και φυσιογνωμία για να γίνεσαι
αρεστός, όπως κάνουν οι διπρόσωποι κι οι καιροσκόποι, που προσαρμόζονται
ταχύτατα στις επιταγές του πολιτικού μάρκετινγκ και τους κατασκευασμένους
φόβους της «κοινής γνώμης», για να γίνουν πολιτική εφεδρεία του αντιπάλου. Αν αγαπάς
το λαό, δεν του χαϊδεύεις τα αυτιά· του λες την αλήθεια –κι ας φαίνεται καμιά
φορά πως του κουνάς επιτιμητικά το δάχτυλο. Γίνεσαι αυστηρός μαζί του γιατί έχεις
προσδοκίες και γνωρίζεις τις δυνατότητές του που μένουν αναξιοποίητες, όσο δεν
αφυπνίζεται. Και δεν πρόκειται να ξυπνήσει αν δεν τον ταρακουνήσει με φωνές
κάποιος.
Το αγαπησιάρικο
δεν υπονοεί μια χαζοχαρούμενη ενότητα, που τους χωράει όλους μαζί (ντιρλιντί)
αγαπημένους. Αλλά ένα κόμμα που εμπνέει με τη στάση, το πρόγραμμά του, τη
δύναμη των ιδεών και των ιδανικών του, την αυταπάρνηση των ανθρώπων του.
Ένα κόμμα
ανοιχτό. Όχι νάναι ξέφραγο αμπέλι στις διαδικασίες του για τα κανάλια, ενώ τα
πάντα αποφασίζονται στο παρασκήνιο –πολλές φορές σε συνεννόηση και με τους ίδιους
τους καναλάρχες. Αλλά ανοιχτό στις μάζες, να αγκαλιάζει το λαό που
αμφιταλαντεύεται αλλά αγωνίζεται. Και δεν είναι τυχαίο πως η πιο ερωτεύσιμη
εκδοχή του κουκουέ είναι μάλλον στη λαοθάλασσα του φεστιβάλ της κνε και τις δεκάδες
χιλιάδες κόσμου στις απεργιακές συγκεντρώσεις του παμε.
Ένα κόμμα
που στη βάση της πιο αδιάλλακτης στάσης ως προς το πρόγραμμα, τις αρχές και τη
στρατηγική του, κάνει πλατύ άνοιγμα στο λαό, ανεξάρτητα από τη θολούρα που
κουβαλά στο μυαλό του και το κόμμα που ψήφιζε ως τώρα, για να σμίξει με τον
κόσμο και όχι να ξεχωρίσει από αυτόν. Που αγωνιά να μαζικοποιήσει τους αγώνες,
να φέρει στις κινητοποιήσεις νέες πρωτόπειρες μάζες που θα ψηθούν στην ταξική
πάλη. Που πιάνει το σφυγμό του λαού και κάνει σε κάθε ευκαιρία την αγωνία του
αγώνα και διεκδίκηση αντί για μοιρολατρία. Πέφτει στο επίπεδο της συνείδησής
του, όχι για να κυλιστεί στο βούρκο και τις αντιφάσεις του αυθόρμητου, αλλά για
να το πιάσει και να το ανεβάσει, να πιαστεί από τις αντιφάσεις του, για να το
διαπαιδαγωγήσει. Να κάνει όποιον τρέμει από αγανάκτηση για κάθε αδικία σύντροφό
μας, όχι στην αγανάκτηση, ούτε απαραίτητα στο κόμμα, αλλά στον αγώνα. Ανοίξαμε τις
αλυσίδες κι έγινες ένας από εμάς. Οι προλετάριοι δεν έχουν παρά μόνο να χάσουν τις
αλυσίδες τους και να μπουν στη δική μας.
Για μια
εξουσία που η πρωτοπόρα εργατική τάξη δε θα μοιράζεται με κανένα. Αλλά με αγώνα
που θα τον μοιραστούν όλα τα φτωχά λαϊκά στρώματα, που έχουν συμφέρον να το
κάνουν, γιατί αν δεν μοιραστούν τον αγώνα μας, τότε την ήττα μας θα μοιραστούν.
Και πτυχές αυτής της οδυνηρής ήττας είναι που ζούμε καθημερινά.
Με μέλη
που να νιώθουν άνεση στο πλήθος, να τους αναγνωρίζουν όλοι, να ελκύουν τις μάζες
με το λόγο και την πράξη τους, νάναι πραγματικά μαζικά στοιχεία –κι υπόψη πως
εγώ που τα γράφω αυτά, μόνο τέτοιο δεν είμαι. Κι όχι με στριφνά σοβαροφανή
πρόσωπα, χωρίς ζεστασιά και κατανόηση. Με μειλίχιους, γλυκούς ανθρώπους κι όχι
με γλυκερά κηρύγματα για μια γλυκανάλατη ενότητα (όλοι με όλους και καθείς για
την πάρτη του). Με ψυχή βαθιά που να χωράει τις έγνοιες και τις δυσκολίες του
άλλου, όχι στεγανή και στενάχωρη, με τον ανθρωποδιώκτη μέσα της. Πολλές φορές κι ο τρόπος ή το ύφος έχει
σημασία και μπορεί να κάνει τη διαφορά.
Ζητούμενο
δεν είναι η υπέρβαση του σεχταρισμού με ένα ενωμένο σεχταριάτο, όπου θα ενωθούν
όλες οι πολιτικές ομαδούλες για να βασιλεύσει ο νόμος του ισχυρού. Αλλά η
υπέρβαση του καθημερινού ‘σεχταρισμού’ (κατά τον ‘καθημερινό φασισμό’ του ρομ)
που συγχέει την αναγκαία κι αναντικατάστατη πάλη κατά του οπορτουνισμού και το
ξεσκέπασμά του, με την αντιφατική συνείδηση, τις αυταπάτες και τα μικροαστικά
κατάλοιπα που κουβαλάει ο λαός –ακόμα κι εμείς ως ένα βαθμό- και δεν μπορεί να
αντιμετωπίζονται με τον ίδιο τρόπο.
Με συντρόφους
παντός καιρού, ανθεκτικοί στη θύελλα που μαίνεται ακόμα, αλλά κατάλληλοι και
για τη λιακάδα, που δε θάναι μονίμως συννεφιασμένοι. Και θα έχουν αφομοιώσει
την καθημερινή τους πρακτική το τσιτάτο του μαρξ για την ολοκλήρωση της ανθρώπινης
προσωπικότητας που έχει ως βασική της προϋπόθεση την αντίστοιχη ανάπτυξη των
άλλων.
Και κάτι
ακόμα τελευταίο. Όλα αυτά δεν τα αναφέρω κυρίως ως στοιχεία που λείπουν σήμερα,
αλλά από τη σκοπιά του μέλλοντος, ως αυτά που πρέπει να αναπτυχθούν περαιτέρω
και να κατακτήσουμε σε ακόμα μεγαλύτερο βαθμό, για να έχουμε το κόμμα που
θέλουμε πχ εν όψει των εκατόχρονων του κουκουέ από την ίδρυσή του.
χαμογέλασε υπερβολικά πολύ σε κάποιες στιγμές του κειμένου!
ΑπάντησηΔιαγραφήτις καλησπέρες μου
Κι εγώ χαμογέλασα από μέσα μου που μίλησε σε κάποιον αυτό το κείμενο.
ΑπάντησηΔιαγραφήΊσως κάποιοι πουν πως η κε του μπλοκ έχει εξαντλήσει αυτή τη θεματική. Σε αντίθεση με αυτή την ανάγνωση πρέπει να προσέξει κανείς κάποιες λεπτές προεκτάσεις με επίκαιρες πτυχές του παρόντος.