Η κε του μπλοκ αντιγράφει και δημοσιεύει
σήμερα το μεγαλύτερο μέρος του προλόγου του εκδοτικού της σύγχρονης εποχής στο
βιβλίο του μάκη μαΐλη που έχει τον τίτλο της ανάρτησης και έρχεται κατά κάποιον
τρόπο ως επιστέγασμα του δεύτερου τόμου του δοκιμίου, με συμπληρωματικά
στοιχεία. Ήδη από τον πρόλογο φαίνεται το πολιτικό στίγμα του βιβλίου κι έχουμε
μια σημαντική κι ανοιχτή αυτοκριτική εξέταση πτυχών της πολιτικής και
στρατηγικής του κομμουνιστικού κινήματος στην ελλάδα αλλά και διεθνώς. Καλή ανάγνωση
και κάθε γόνιμος προβληματισμός στα σχόλια ευπρόσδεκτος.
Η
αναγνώστρια κι ο αναγνώστης που το βλέμμα τους θα πέσει στον τίτλο αυτού του
βιβλίου, είναι πιθανόν να αναρωτηθούν ξεφυλλίζοντας τις σελίδες του: «ποιο
ενδιαφέρον μπορεί να έχει το πολιτικό σύστημα στην Ελλάδα πριν μισό αιώνα, για
όποιον δεν ασχολείται συστηματικά με τη μελέτη της ιστορίας;
Όμως
η μελέτη αυτή δεν εκπονήθηκε για να ικανοποιήσει κυρίως τα ιδιαίτερα
ενδιαφέροντα του ιστορικού πολιτικού μελετητή. Ο βασικός σκοπός της είναι να
υπηρετήσει την εργατική πολιτική συνειδητοποίηση, την αποτελεσματικότητα της
σημερινής ιδεολογικής-πολιτικής ταξικής πάλης. Με θεωρητικό και μεθοδολογικό
εργαλείο ανάλυσης των ιστορικών γεγονότων τη διαλεκτική υλιστική αντίληψή τους,
αυτή η μελέτη οδηγεί σε συσχετισμούς των γεγονότων της περιόδου 1950-1967 με τα
σημερινά γεγονότα. Με άλλα λόγια: Η κατανόηση της σχέσης οικονομίας-πολιτικής
στο παρελθόν, η κατανόηση του οικονομικού υπόβαθρου στη διαμόρφωση του
πολιτικού συστήματος στην Ελλάδα μετά τη νίκη της αστικής τάξης στη σύγκρουσή
της με το ΔΣΕ, βοηθά να κατανοηθούν και οι σημερινές εξελίξεις στο πολιτικό
σύστημα της Ελλάδας στη σχέση τους με τις οικονομικές-κοινωνικές εξελίξεις.
Ποια
είναι τα κοινά στοιχεία ανάμεσα στο παρελθόν και την τρέχουσα πολιτική
κατάσταση; Είναι η κινητικότητα για τη διαμόρφωση νέων αστικών κομμάτων, οι
μετακινήσεις αστών πολιτικών μεταξύ παλιών και νέων κομματικών σχηματισμών, η
ρευστότητα στις μετακινήσεις τους αλλά και στη σύγκρουση των νέων πολιτικών
σχημάτων που εμφανίζονται ως αντίπαλα μεταξύ τους. Είναι οι σχέσεις της
ελληνικής αστικής τάξης, των εκάστοτε πιο ισχυρών σχημάτων της, με τους ξένους
συμμάχους της, σχέσεις συμμαχίας καπιταλιστικών συμφερόντων ενάντια στα
εργατικά και λαϊκά συμφέροντα, που όμως διατρέχονται από την ανισομετρία της
καπιταλιστικής ανάπτυξης και ισχύος. Διατρέχονται από αντιθέσεις μεταξύ των
ιδιαιτέρων συμφερόντων των εθνοκρατικά συγκροτημένων αστικών τάξεων. Είναι
αντιθέσεις που εκφράζουν και μεσοπρόθεσμη ή μακροπρόθεσμη κινητικότητα στη συγκρότηση
των εξωτερικών συμμαχιών, που αποτυπώνουν επίσης τις αλλαγές στο συσχετισμό
μεταξύ των καπιταλιστικών κρατών διεθνώς, αλλά και ανάλογα με την πορεία
έκβασης της ταξικής πάλης στο εσωτερικό κάθε χώρας.
Είναι
ιδιαίτερης σημασίας αυτό το στοιχείο. Η συγκρότηση του «μετεμφυλιακού» αστικού
πολιτικού συστήματος στην Ελλάδα, θα λέγαμε συνολικότερα η ανασυγκρότηση των
αστικών θεσμών, οικονομικών και στρατιωτικών, στηρίχτηκε στη νέα μεγάλη
μεταπολεμική σύμμαχο, τις ΗΠΑ, που είχε αναδειχτεί σε ηγετική δύναμη του
ιμπεριαλισμού, καθώς και σε ό,τι απέμενε ως υπόλειμμα από την παλιά μεγάλη
σύμμαχο, το Ηνωμένο Βασίλειο.
Ωστόσο
η επίδραση των ΗΠΑ αποτυπώνεται ακόμη και στο παλάτι, παρόλο που δεν υπήρχε
άμεσο παρελθόν σε αυτή τη σχέση. Ήταν όμως επόμενο αυτό το αποτύπωμα των ΗΠΑ
και στο θεσμό της βασιλείας στην Ελλάδα, σε αυτή την περίοδο. Η βασιλεία
συνιστούσε όργανο της αστικής εξουσίας, με αρμοδιότητες ως επικεφαλής του
στρατεύματος και ως ο εντολέας σε υποψήφιο πρωθυπουργό για τη συγκρότηση
κυβέρνησης. Η διαπλοκή του θεσμού της βασιλείας στην Ελλάδα με τους κρατικούς
μηχανισμούς των ΗΠΑ, είχε ως αφετηρία της το γεγονός ότι η βασιλεία άμεσα
παρέμβαινε στο στρατό και τη διεύθυνση του υπουργείου Άμυνας. Από την άλλη, η
μεταπολεμική ανασυγκρότηση των «Εθνικών Ενόπλων Δυνάμεων» στην Ελλάδα έγινε με
την άμεση συμμετοχή των ΗΠΑ –οικονομική (Σχέδιο Μάρσαλ, Δόγμα Τρούμαν)
–πολιτική-στρατιωτική- και στη συνέχεια με την ένταξή τους στο ΝΑΤΟ.
Παράλληλα,
όσο στην πορεία της δεκαετίας του 1950 το ελληνικό αστικό κράτος ξαναστεκόταν
στα δικά του πόδια πιο στέρεα, δυνάμωνε ο ευρωπαϊκός προσανατολισμός του, που
εκφράστηκε με την πολιτική επιλογή σύνδεσης της Ελλάδας με την ΕΟΚ (1961).
Σε
αυτό το σημείο, αξίζει να θυμίσουμε ότι και οι σχέσεις ΝΑΤΟ-ΕΟΚ αποτύπωναν μια
σύνθετη αντιφατική σχέση μεταξύ των κρατών-μελών τους, που είχε αντανάκλαση και
στη σχέση της Ελλάδας με το ΝΑΤΟ και την ΕΟΚ, στις θέσεις των κυβερνητικών
κομμάτων ή σε αστικές αντιθέσεις σχετικές με τις εκάστοτε κυβερνητικές
επιλογές.
Αν
και τα σημαντικότερα κράτη-μέλη της ΕΟΚ συμμετείχαν στο ΝΑΤΟ, αν και η ΕΟΚ ήταν
οικονομικός-πολιτικός συνασπισμός, ενώ το ΝΑΤΟ στρατιωτικός-πολιτικός, αν και
οι δύο συνασπισμοί είχαν ως καθαρό ταξικό αντίπαλό τους την ΕΣΣΔ και τα άλλα
σοσιαλιστικά κράτη, ωστόσο οι μεταξύ τους αντιθέσεις ήταν βαθύτερες και
εκδηλώθηκαν πιο καθαρά στον 21ο αιώνα. Πολύ συνοπτικά μπορούμε να
κωδικοποιήσουμε αυτές τις αντιθέσεις ως εξής:
-Το
Ηνωμένο Βασίλειο, σταθερή σύμμαχη δύναμη των ΗΠΑ και μέλος του ΝΑΤΟ, δε
συμμετείχε στην ΕΟΚ.
-Η
Γαλλία, τότε η ισχυρότερη καπιταλιστική δύναμη στην ηπειρωτική Ευρώπη, είχε
περιόδους μη συμμετοχής στο στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ, λόγω αντιθέσεών της με
τις ΗΠΑ για τον έλεγχο των βάσεων στην Ευρώπη.
-Η
Γερμανία, ταχύτατα οικονομικά ανασυγκροτημένη μετά τον πόλεμο με τη στήριξη των
ΗΠΑ, βασική δύναμη της ΕΟΚ, αρχικά στερούνταν στρατιωτικής δύναμης, με βάση τη
Συμφωνία του Πότσνταμ.
-Η
Τουρκία, μέλος του ΝΑΤΟ, με σύμμαχο το Ην. Βασίλειο στις διεκδικήσεις της στην
Κύπρο, είχε και την προτίμηση των ΗΠΑ, λόγω της γεωστρατηγικής της θέσης στο
υπογάστριο της ΕΣΣΔ, αλλά και της γειτνίασής της με τη Μέση Ανατολή.
Ταυτόχρονα, οι αντιθέσεις Ελλάδας-Τουρκίας δεν περιορίζονταν μόνο στο Κυπριακό.
Σε
αυτό το κουβάρι των αντιθέσεων, εκδηλώθηκε αστικό πολιτικό ρεύμα αμφισβήτησης
της ένταξης στο ΝΑΤΟ ή τουλάχιστον τέθηκε ζήτημα ισχυρότερης διαπραγμάτευσης,
αμφισβήτησης της Συμφωνίας εγκατάστασης βάσεων των ΗΠΑ στην Ελλάδα, καθώς και
αντιρρήσεις για τη σύνδεση της Ελλάδας με την ΕΟΚ.
Με
αυτό το σύνολο των αντιθέσεων μπορούμε να εξηγήσουμε και εκείνες που
εμφανίστηκαν μεταξύ κορυφαίων αστών πολιτικών (επικεφαλής κομμάτων,
πρωθυπουργών ή υπουργών) και των βασιλέων, να ερμηνεύσουμε μεταβολές στην
υποστήριξη του ενός ή άλλου αστού πολιτικού από τις ΗΠΑ, τη Βρετανία, το
βασιλιά, να εξηγήσουμε εκείνες τις μεταβολές που αφορούν τον Κωνσταντίνο
Καραμανλή, αστό πολιτικό που είχε εξέχοντα ρόλο τόσο στην περίοδο 1950-1967 όσο
και στα πρώτα επτά χρόνια της μεταπολίτευσης (1974-1981) αλλά και στη συνέχεια
ως Πρόεδρος της Δημοκρατίας.
Μπορούμε
να κατανοήσουμε πως η αστική εξουσία διαμορφώνει και αναδιαμορφώνει τις
εφεδρείες της, αλλά και πώς διαμορφώνεται εξελίσσεται ο προσανατολισμός των
κομμάτων και των ηγετών τους προς το ένα ή το άλλο βασικό σύμμαχο κράτος,
ανάλογα και με την κοινότητα των εξωτερικών συμφερόντων τους, από τα οποία
απορρέει και η αντίστοιχη πολιτική τους.
Στη
συγκεκριμένη χρονική περίοδο, τα συμφέροντα Βρετανίας-Τουρκίας στην Κύπρο είναι
ενιαία κι αντίθετα με τα συμφέροντα της Ελλάδας, των δε ΗΠΑ έχουν μεγαλύτερη
κοινότητα με εκείνα των Βρετανίας-Τουρκίας. Αυτή είναι σημαντική βάση για να
αναπτυχθεί πιο ισχυρό αστικό ρεύμα ευρωπαϊκού προσανατολισμού, παρόλο που το
εφοπλιστικό κεφάλαιο της Ελλάδας έχει στενούς δεσμούς με το
βρετανικό-αμερικανικό. Διόλου τυχαία ο Κ. Καραμανλής μετά τη διένεξη με το
παλάτι και την παραίτησή του από πρωθυπουργός (1963), εγκαταλείποντας την
Ελλάδα εγκαταστάθηκε στη Γαλλία.
Με το
σύνολο αυτών των αντιθέσεων μπορούμε να εξηγήσουμε πιο ουσιαστικά τις
αντιθέσεις μεταξύ των αστών πολιτικών, να δούμε πίσω από επιφανειακά
προσχήματα, όπως τα περί «διαπραγματευτικής ικανότητάς» τους, «οσφυοκαμψίας»
και «εθνοδουλείας», όσο κι αν μπορεί να εκδηλώνονται και τέτοιες τάσεις, όμως
ως δευτερεύουσες ή και τριτεύουσες σε αυτές που διαμορφώνονται από
καθοριστικούς παράγοντες: τα κοινά συμφέροντα. Η ταξική προσέγγιση των
γεγονότων μας βοηθά να μην παρασυρόμαστε από απλουστευτικές αντιλήψεις ότι οι
αστοί πολιτικοί, τα αστικά κόμματα, «εκτελούν εντολές» ξένων κέντρων ή
μεμονωμένων καπιταλιστών, ότι είναι όργανα χωρίς βούληση. Η πραγματικότητα
είναι ότι υπάρχουν διαφορές τακτικής εντός των κομμάτων που πέρα από προσωπικές
διαφορές –όταν πρόκειται για στελέχη- αστούς με προσωπικότητα, εμπειρία και
ηγετικές ικανότητες- εκφράζουν και διαφορές τμημάτων της αστικής τάξης, ενδοϊμπεριαλιστικές
αντιθέσεις.
Είναι
φανερό ότι στη συγκεκριμένη περίοδο οι διαμάχες αντανακλούν τις δυσκολίες στη
διαμόρφωση του μεταπολεμικού-μετεμφυλιακού αστικού πολιτικού συστήματος, ακόμα
και διαφορές προσανατολισμών, με σημαντικότερη αυτή για τη λεγόμενη «ατμομηχανή»
της παραγωγικής ανάπτυξης: με αγροτική ανάπτυξη, τουρισμό και βιομηχανία μέσων
κατανάλωσης ή με πιο εκτεταμένη εκβιομηχάνιση μέσω της βιομηχανίας
εξόρυξης-επεξεργασίας υλών και μηχανημάτων παραγωγής. Σε αυτή την αντιπαράθεση
περιπλέχτηκε και το αστικό δίλημμα «πρώτα νομισματική σταθεροποίηση και μετά
κρατική στήριξη της εκβιομηχάνισης» ή αντίθετα.
Η
ιστορία επιβεβαιώνει ότι αυτά τα αστικά διλήμματα δεν είναι σημερινά, ότι
γίνονται οξύτερα μετά τις μεγάλες καταστροφές που επιφέρουν μια αλληλουχία
παραγόντων –βαθιά οικονομική κρίση, ιμπεριαλιστικός πόλεμος, ένοπλη ταξική
πάλη- ότι η καπιταλιστική ανάπτυξη είναι που φέρνει την κρίση, αφού στοιχείο
της είναι η αναρχία, η ανισομετρία. Επίσης, επιβεβαιώνει ότι η καπιταλιστική
ανάπτυξη σημαίνει την επέκταση του κεφαλαίου έξω από τα στενά εθνικά-κρατικά
όρια, που εμπεριέχει τον ενδοκαπιταλιστικό μονοπωλιακό ανταγωνισμό, επομένως
και τις ανισότιμες διακρατικές σχέσεις, την αναρχία και ανισομετρία σε μια
ευρύτερη περιφερειακή και στη διεθνή καπιταλιστική αγορά. Η σύνδεση της Ελλάδας
με την ΕΟΚ και πιο καθαρά πολύ αργότερα η ένταξή της (1981, αλλά η Συνθήκη
υπογράφτηκε το 1979), επέδρασε πολύ πιο έντονα στην ανισόμετρη ανάπτυξη των
κλάδων της μεταποίησης, των διάφορων βιομηχανικών τομέων, στη διάρθρωση της αγροτικής
παραγωγής.
Οι
αναλύσεις του Κόμματος, όπως αναδεικνύει ιδιαίτερα το Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ
1949-1968, Β’ τόμος, συχνά υπέφεραν από την έλλειψη αντικειμενικής αντίληψης
και εξήγησης τέτοιων φαινομένων, με αποτέλεσμα οι σχέσεις εξάρτησης, στη βάση
της ανισομετρίας, να ερμηνεύονται «με το κεφάλι κάτω», να θεωρούνται ως
«στρέβλωση», «ιδιομορφία» στην ανάπτυξη του ελληνικού καπιταλισμού λόγω «μη
πατριωτικής» στάσης των αστών πολιτικών, των αστικών κομμάτων που
διακυβέρνησαν.
Στη
βάση αυτού του ερμηνευτικού σχήματος, το Κόμμα μας, στις πολιτικές στοχεύσεις
και στις συμμαχίες του, υπέταξε το ταξικό κριτήριο, στο
«πατριωτικό-αντιβασιλικό-αστικοδημοκρατικό», γραμμή που διατρέχει τη στάση του
σε όλη την αναφερόμενη περίοδο. Σε αυτή τη λαθεμένη πολιτική γραμμή έπαιξε ρόλο
και η γενικότερη αντίστοιχη γραμμή του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος, που
θεωρούσε ότι είχε καταλυθεί η εθνική ανεξαρτησία όλων των καπιταλιστικών κρατών
της Ευρώπης, ακόμα και της Βρετανίας, από τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό.
Η
προβληματικότητα αυτής της γραμμής φαίνεται και από την ιστορία των
«δημοκρατικών» αστικών πολιτικών δυνάμεων, που ο αναγνώστης έχει την ευκαιρία
να μελετήσει στην παρούσα εργασία. Έχει την ευκαιρία να αντιληφθεί ότι αυτές οι
δυνάμεις δεν υπήρξαν συνεπείς ούτε καν στο ζήτημα της αντίθεσής του με τη
βασιλεία.
Η
παρούσα εργασία είναι πολύ χρήσιμη για να γίνει αντιληπτό ότι η διαχωριστική
γραμμή μεταξύ των αστικών κομμάτων, των κομμάτων τελικά της αστικής
διακυβέρνησης, είναι τόσο αβαθές ποτάμι που εύκολα διασχίζεται από τη μία όχθη
του στην άλλη: οι φιλελεύθεροι γίνονται υπερασπιστές της διευρυμένης κρατικής
οικονομικής παρέμβασης και αντιστρόφως, οι αντιβασιλικοί γίνονται
συνεργαζόμενοι με τη βασιλεία κι αντιστρόφως, οι «δημοκρατικοί» αφήνουν ανοιχτό
το δρόμο στους «δικτάτορες», οι οποίοι εκ νέου παραδίδουν τη σκυτάλη στους
δημοκρατικούς, ενώ καλά κρατούν κι αναπαράγονται οι μεταξύ τους αντιπαραθέσεις.
Επίσης
αποδεικνύεται ότι η πολιτική ουράς που με ευθύνη και του ΚΚΕ ακολούθησε η ΕΔΑ
απέναντι σ’ ένα αστικό κόμμα, την Ένωση Κέντρου, στο όνομα της υπεράσπισης της
«δημοκρατικής ομαλότητας», τελικά δεν ανέκοψε ούτε την επιβολή της στρατιωτικής
δικτατορίας.
Η
ιστορία στην Ελλάδα και σε όλο τον καπιταλιστικό κόσμο αποδεικνύει ότι κι ένα
κόμμα ιστορικά διαμορφωμένο ως εργατικό, από τη στιγμή που γίνεται κόμμα
αστικής διακυβέρνησης, είτε γρήγορα υφίσταται απροετοίμαστο την πιο βίαιη
επίθεση του κεφαλαίου είτε εξελίσσεται σε κόμμα προδοσίας του εργατικού
κινήματος, όπως έγινε ιδιαίτερα στην Ευρώπη, ακόμα και των επαναστατημένων
εργατικών και εξεγερμένων λαϊκών μαζών.
Το
δίδαγμα της ιστορίας της ταξικής πάλης είναι ότι το ΚΚ, το εργατικό κίνημα, δεν
πρέπει να εγκλωβίζονται στις ενδοαστικές αντιθέσεις, στον αστικό κυβερνητισμό,
στην επιδίωξη να γίνει ρυθμιστής του «δημοκρατικού αστικού πολιτεύματος», να το
«διασώσει» από τη φασιστική ή άλλη εκτροπή του, θεωρώντας ότι έτσι θα οδηγήσει
στην υπηρέτηση των γενικότερων εργατικών-λαϊκών στόχων, ενώ πρόκειται για
επιλογές της ίδιας της καπιταλιστικής εξουσίας.
Αυτή
η πολιτική αντίληψη είναι βαθιά λαθεμένη, δοκιμάστηκε είτε καλοπροαίρετα λόγω
πολιτικής ανωριμότητας είτε λόγω βαθιάς οπορτουνιστικής διάβρωσης (πχ από το
Ιταλικό ΚΚ) και τελικά ζημίωσε το εργατικό κίνημα. Το παραπάνω συμπέρασμα είναι
ιδιαίτερα χρήσιμο στις σημερινές συνθήκες της παρατεταμένης οικονομικής κρίσης,
με την άνοδο του φασιστικού-ναζιστικού αστικού ρεύματος, αλλά και του
ρεφορμιστικού οπορτουνιστικού, αναμορφωμένου μέσα από νέα κομματικά σχήματα.
Είναι
και σήμερα επώδυνη η πείρα από την αδυναμία Κομμουνιστικών Κομμάτων να
διαχωριστούν από τη μία ή άλλη μορφή της αστικής διακυβέρνησης, που τελικά
οδήγησε να υποστούν όλες τις αρνητικές συνέπειές της, πχ η αντικομμουνιστική
επίθεση κι επιδίωξη να τεθεί σε παρανομία το ΚΚ Ουκρανίας με αφορμή τη
σύγκρουση εγχώριων αστικών δυνάμεων, που υποστηρίζονται από διαφορετικά
ιμπεριαλιστικά κέντρα.
Ακόμα
κι όταν υπάρχει άλυτο ζήτημα κατοχής, όπως σε ένα τμήμα της Κύπρου, και τότε
δεν μπορεί η συμμετοχή του ΚΚ στη διακυβέρνηση να εξασφαλίσει την επίλυσή του,
αφού ουσιαστικά η εξουσία του κεφαλαίου κι οι ιμπεριαλιστικές ενώσεις
καθορίζουν τις συμμαχίες, τις αντιπαλότητες με άλλα καπιταλιστικά κράτη με όλες
τους τις αντιφάσεις.
Όπως
έδειξε η ζωή, η συμμετοχή της Κύπρου στην ΕΕ και στην ευρωζώνη δεν μπόρεσε να
εξασφαλίσει την ακεραιότητά της ως ενιαίου κράτους, αλλά κι η συμμετοχή του ΚΚ
στη διακυβέρνηση δεν μπορούσε να γίνει και δεν έγινε παράγοντας άμβλυνσης της
οικονομικής κρίσης, προστασίας όχι μόνο των εργατικών-λαϊκών συμφερόντων, αλλά
και σχετικά πιο υψηλά τοποθετημένων μεσαίων στρωμάτων.
Η
παρούσα εργασία προσφέρει κι άλλο ένα διαχρονικής σημασίας συμπέρασμα: την
ανάγκη οι εργατικές και λαϊκές μάζες να μην παρασύρονται από τη δημαγωγία των
αστικών κι οπορτουνιστικών κομμάτων, από τις υποσχέσεις τους, ή να στοιχίζονται
με τον έναν ανταγωνιστή εναντίον του άλλου με βάση τεχνητές διαχωριστικές
γραμμές. Είναι αποκαλυπτική πχ η προσαρμογή της Ένωσης Κέντρου, όταν έγινε
κυβερνητικό κόμμα, σε σχέση με προηγούμενες θέσεις της, τις οποίες δεν
υλοποίησε, αν και δεν ήταν τίποτα περισσότερο από θέσεις αστικού
εκσυγχρονισμού. Είναι επίσης αποκαλυπτικός ο ισχυρισμός της για ισχυρότερη
διαπραγμάτευση της θέσης της Ελλάδας στην ΕΟΚ και το ΝΑΤΟ.
Ανάλογα
και σήμερα ακούγονται φωνές για ισχυρότερη διαπραγμάτευση της όποιας Δανειακής
Συμφωνίας της Ελλάδας με την ΕΕ. Πρόκειται για υποσχέσεις που θα αποδειχτούν
κούφια λόγια, αλλά θα έχουν –και ήδη έχουν- επιδράσει αρνητικά στην πορεία του
εργατικού κινήματος, της λαϊκής συμμαχίας.
Η
ιστορία των ενδοαστικών και ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων είναι πολύ χρήσιμη
σήμερα που οξύνονται οι αντιθέσεις στον επίγονο της ΕΟΚ, την ΕΕ και κυρίως την
ευρωζώνη, που ταυτόχρονα δυναμώνουν οι αστικές φωνές για πολιτική ευρωπαϊκή
ομοσπονδιοποίηση, στο σημερινό ή πιο περιορισμένο εύρος της Ένωσης, αλλά επίσης
δυναμώνουν και οι αστικές φωνές για πιο χαλαρή νομισματική σύνδεση ανεξάρτητων
κρατών. Σήμερα μάλιστα γίνεται πιο έντονη προσπάθεια σε παγκόσμια κλίμακα να
οργανωθούν κι οι λαϊκές μάζες στο πλευρό των αντιμαχόμενων αστικών μερίδων, να
διευθετούνται οι ενδοκαπιταλιστικές αντιθέσεις και με το ρόλο των μαζών από τα
κάτω και όχι μόνο με την κάλπη.
Από
τη στάση αστών πολιτικών, εφημερίδων, κλπ απέναντι σε επιλογές των ΗΠΑ, κυρίως
όταν αποφάσισαν (1950) να περιορίσουν τα κονδύλια της «αμερικανικής βοήθειας»,
φαίνεται πώς εκδηλώσεις αντι-γερμανισμού, αντι-Μερκελισμού, όπως οι σημερινές,
απλώς επαναλαμβάνουν, προσαρμοσμένες στις νέες συνθήκες, φαινόμενα των
ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων, που παρασύρουν το εργατικό και λαϊκό κίνημα σε
ξένες προς τα δικά του συμφέροντα αντιθέσεις.
Από
τη μελέτη του πολιτικού συστήματος στην Ελλάδα πριν μισό αιώνα προκύπτει και το
εξής χρήσιμο συμπέρασμα: το αστικό κράτος στην εξέλιξή του χρειάζεται
προσαρμογές, εκσυγχρονισμούς στους θεσμούς και τη λειτουργία του. Είναι
εκσυγχρονισμοί γιατί αποτελούν αναγκαίες τεχνικές προσαρμογές, αλλά είναι
αντιδραστικοί, γιατί γίνονται με κατεύθυνση την εξυπηρέτηση της οικονομικής
κυριαρχίας και πολιτικής εξουσίας του κεφαλαίου. Τέτοιοι εκσυγχρονισμοί
αφορούσαν πχ το εκπαιδευτικό σύστημα, τη «δημοκρατικότερη» λειτουργία του
κοινοβουλευτικού συστήματος, την κατάργηση του θεσμού της βασιλείας, αν και
επιτεύχθηκε αργότερα, κάτω από διαφορετικές συνθήκες, δηλαδή ουσιαστικά
αδρανοποιήθηκε υπό το καθεστώς της στρατιωτικής χουντικής διακυβέρνησης.
Το
συμπέρασμα είναι ότι απέναντι στους αστικούς εκσυγχρονισμούς πρέπει να
προβάλλονται οι ριζοσπαστικοί στόχοι και η αναγκαιότητα της
σοσιαλιστικής-κομμουνιστικής οργάνωσης της κοινωνίας.
Κι
άλλα συμπεράσματα, χρήσιμα για την ερμηνεία σημερινών φαινομένων, προκύπτουν
από την παρούσα ιστορική μελέτη του αστικού πολιτικού συστήματος της περιόδου
194-1967. Δίνει τη δυνατότητα να κατανοηθεί ταξικά ο χαρακτήρας φαινομένων,
όπως τα οικονομικά σκάνδαλα κυβερνώντων προσώπων, ως αποτέλεσμα της στενής
διαπλοκής των φυσικών προσώπων του κεφαλαίου με τους πολιτικούς εκπροσώπους
του, ως βαθύτερης σχέσης οικονομίας-πολιτικής από την οποία προκύπτει τόσο ο
«νόμιμος», φανερός όσο και ο «παράνομος», υπόγειος πλουτισμός προσώπων. Σε
τελευταία ανάλυση δεν είναι η ηθική των προσώπων ή των «καθαρών» κομμάτων ή των
«διαυγών» θεσμών που αποκαλύπτει και τιμωρεί τους εμπλεκόμενους στα οικονομικά
σκάνδαλα. Είναι η ηθική του καπιταλιστικού ανταγωνισμού που φέρνει τις
ανακατατάξεις μεταξύ νέων και παλιών τζακιών, που οδηγεί στις αποκαλύψεις, γιατί
αυτές είναι στοιχείο του ανταγωνισμού.
Έχει
επίσης αξία να επισημάνουμε τη διαχρονικότητα των αντικομμουνιστικών θεωριών.
Πρόκειται για ιδεολογήματα και συκοφαντίες που αναπαράγονται σήμερα από τα
Αντικομμουνιστικά Μανιφέστα της ΕΕ και αστών πολιτικών, δείχνοντας το βάθος της
ταξικής αντίθεσης κεφαλίου-μισθωτής εργασίας.
Εν
κατακλείδι, η διαλεκτική υλιστική αντίληψη του παρελθόντος, δηλαδή η ιστορική
αντίληψη της ταξικής πάλης, συμβάλλει στη διαλεκτική υλιστική αντίληψη των
τρεχουσών, οικονομικών, κοινωνικών και πολιτικών εξελίξεων, στην ικανότητα της
πρόβλεψης, ώστε ο σχεδιασμός της εργατικής-λαϊκής παρέμβασης να υπολογίζει τους
νόμους της ταξικής πάλης, να αξιοποιεί κάθε χαραμάδα στην ενότητα της αντίπαλης
τάξης με στόχο την αποδυνάμωση και την ανατροπή της.
Εκδόσεις
Σύγχρονη Εποχή
Πολυ καλο βιβλιο,το αγορασα πριν καμια 10αρια μερες.Τα τελευταια 3-4 χρονια η ΣΕ κανει προσπαθειες να καλυψει και αλλες ιστορικες περιοδους της Ελλαδας,περα του Εμφυλιου και της Κατοχης,με βιβλια οπως αυτα του Ανασταση Γκικα.Ελπιζω να ακολουθησει μελετη για την δικτατορια,και να βγει συντομα ο 3ος τομος του Δοκιμιου.
ΑπάντησηΔιαγραφήΠαπουτσωμενος Γατος
Να μελετηθεί ξανά και ξανά από κάθε μέλος, οπαδό, φίλο του Κόμματος. Πολύτιμες γνώσεις για το χτες -πολύτιμος οδηγός για το σήμερα και το αύριο.
ΑπάντησηΔιαγραφήΗ λογική ουράς της Ε.Δ.Α προς την Ε.Κ. σίγουρα δεν αρέσει σε κανέναν και ήταν λάθος, αλλά τι διαφορετικό θα μπορούσε να κάνει, εάν και εφόσον ήθελε να παραμείνει νόμιμο κόμμα και με δεδομένο πως οι συσχετισμοί εκείνη την περίοδο δεν ευνοούσαν για ένοπλη πάλη; Εδώ, με την στάση αυτή που κρατούσε και είναι γνωστό το κυνηγητό που υφίσταντο οποιοσδήποτε είχε την παραμικρή σχέση, έστω και μακρινή με την Ε.Δ.Α. Δεν αγιοποιώ την Ε.Δ.Α, για να μην παρεξηγηθώ, αλλά δεν βλέπω τι διαφορετικό μπορούσε να γίνει.
ΑπάντησηΔιαγραφή6.10 υπηρχανε δυνατοτητες να μη γι νει ουρα της Ε.Κ το αστικο κρατος ειχε αναγκη απο δημοκρατικο προσω πειο στο εξωτερικο και υπηρχανε δυνα τοτητες και για διεκδικηση της νομι μοποιησης του ΚΚΕ και για αγωνες που να μην εγκλωβιζονται στα πλαισια του συστηματος. απλα η πολιτικη της ου ρας ητανε συνειδητη επιλογη των συμ μαχων και μετα το 1956 και της ηγε σιας του κομματος ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ
ΑπάντησηΔιαγραφήΝαι μεν ήθελε δημοκρατικό προσωπείο, αλλά δεν πιστεύω πως θα επέτρεπε, σε ένα κόμμα πραγματικά επαναστατικό να υπάρξει και να δράσει, όσο για νομιμοποίηση του Κ.Κ.Ε το βρίσκω ουτοπικό, μιλάμε για ελάχιστα χρόνια μετά τον εμφύλιο και για την εποχή έξαρσης του ψυχρού πολέμου. Ήθελε αυτή την δουλοπρεπή αριστερά να υπάρχει και να πληρώνει με φόρο αίματος, την ίδια την ύπαρξη της και όποιες διεκδικήσεις είχε. Δεν αμφιβάλλω για το αν ήταν συνειδητή η επιλογή πάντως.
ΑπάντησηΔιαγραφή10.00 συμφωνω μαζι σου. Δεν ειπα οτι ητανε δεδομενα αυτα που λεω αλλα μπο ρουσε να τους δημιουργηση προβληματα αλλα οχι μονο δεν το επιχειρησανε αλλα αντιδρουσανε και σε οτιδηποτε. και ειχαμε και την ιδια κατασταση μεσα στο κομμα. αρνηση υποψηφιοτητας ΜΠΕΛΟΓΙΑΝΝΗ 1951 καταψηφιση νομοσχε διου της ΕΡΕ Το 1962 για αρση εκτα κτων μετρων ΦΙΛΙΚΑ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ
ΑπάντησηΔιαγραφήΆρα που καταλήγουμε; Κάποιοι συντηρούσαν αυτή την κατάσταση και αν για την Ε.Δ.Α λίγο πολύ όλοι γνωρίζουμε, ότι είχε και ανθρώπους με διαφορετικές βλέψεις(για να το πω ευγενικά), στο εσωτερικό της, γιατί το Κ.Κ.Ε επέμενε σε αυτή την τακτική εσωστρέφειας, ας πούμε;
ΑπάντησηΔιαγραφήκαταληγουμε οτι επεμενε σε αυτη την λογικη γιατι ισχυε ακομα η προβλημα τικη πολιτικη των μετωπων που εγινε ομως προσπαθεια να αλλαξει το προγραμμα του κομματος το 1954 αλλα τους υποχρεωσαν απο το ΚΚΣΕ χρουτσωφ να παραμεινουν στα μετωπα και ετσι ολοκληρωθηκε το κακο το 1958 με την διαλυση των Κ.Ο και συνεχισαν αυτη την καταστροφικη πορεια ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ
ΑπάντησηΔιαγραφή