Όσοι (ζούνε
για να) τους ακούνε, αναφέρονται σε αυτούς με το μικρό τους όνομα, σα να ‘ταν
μέλη της παρέας, που δεν χρειάζεται κάτι άλλο για να καταλάβει και να βγει
συνεννόηση. Τι γίνεται όμως αν βρεθούν όλοι μαζί σε μια ανάμικτη παρέα και πει
κάποιος ουδέτερος «μου αρέσουν τα τραγούδια του παπακωνσταντίνου»; Ποιον από τους
δύο εννοεί; Πώς είναι δυνατόν να μην ακούει το δικό μας και να εννοεί τον άλλον;
Και ποιος ακριβώς είναι ο δικός μας;
Τα γούστα
είναι προφανώς υποκειμενικά. Αλλά αν προσπαθήσουμε να μιλήσουμε με αντικειμενικούς
όρους, δε νομίζω πως μπορεί να σταθεί οποιαδήποτε σύγκριση. Πάρε για παράδειγμα
με ποιους καλλιτέχνες έχει συνεργαστεί ο καθένας. Ο βασίλης έχει τραγουδήσει
μεταξύ άλλων θεοδωράκη, λοΐζο, μικρούτσικο, άσιμο, chris de burg αν θες ακόμα σε διεθνή κλίμακα. Η πιο
γνωστή συνεργασία του θανάση είναι με τον (έλεος!) σαββόπουλο, ενώ κορυφαία
στιγμή του, για μένα, είναι ότι έγραψε τους στίχους για το μαύρο γάτο και το
λεγεωνάριο του βασίλη –που είχε γράψει και τη μουσική σε αυτά τα δύο. Ο οποίος όμως
έχει πει ακόμα στίχους από τριπολίτη, αλκαίο, καββαδία, καρυωτάκη,
νικολακοπούλου –κι αφήνω απέξω πόσους ακόμα.
Όχι,
δε ζούμε για να ακούμε το σημερινό βασίλη, αλλά τα παλιά του. Πέντε από τους δίσκους
που βγήκαν στη δεκαετία με τις βάτες, από το «φοβάμαι» ως το «χορεύω», με
ενδιάμεσους σταθμούς τη «διαίρεση», τα «χαιρετίσματα» και το «όλα από χέρι
καμένα», μένουν αλύγιστα στον χρόνο κι αξεπέραστα, κατά τη γνώμη μου πάντα,
στην ελληνική δισκογραφία. Ο βασίλης παπακωνσταντίνου παράκμασε σταδιακά τα
τελευταία είκοσι χρόνια (κι απότομα από τότε που έπαψε να συνεργάζεται με τον
κροκίδη) όπως όλες σχεδόν οι αξίες, τα ακούσματα και οι αναφορές, μουσικές και
πολιτικές, της μεταπολίτευσης. Έζησε όμως σε αυτήν την περίοδο τα πιο ώριμα, δημιουργικά
χρόνια του και εξέφρασε απόλυτα το μοντέρνο πνεύμα της, την πολιτική της ιδιαιτερότητα,
το πάθος της και την πιο άγρια εκδοχή της που συνεπήρε κάθε νέο της εποχής. Ο
θανάσης εμφανίζεται και τρυπώνει στο κενό που αφήνει αυτή ακριβώς η περίοδος κι
η παρακμή των ιδανικών της.
Πολλά
τραγούδια του βασίλη είναι σκοτεινά και μελαγχολικά –από τις πρώτες αίτιες
αύξησης των αυτοκτονιών, όπως λέγαμε μεταξύ σοβαρού κι αστείου με μια φίλη-
αλλά μιλάνε για την πολιτεία, τα στενά, τους θορύβους της, τις ανάσες και της ανησυχίες
της. Ενώ οι δουλειές του συνεπώνυμου είναι το τραγούδι της ήττας, εκφράζουν την
υποχώρηση και την αναχώρηση στο παρελθόν, στο χωριό και την παράδοση, βρίσκουν
καταφύγιο σε καπηλειά και τεκέδες. Κατ’ επέκταση ο ήχος του βασίλη είναι βασικά
ροκ (με στοιχεία χαρντ ποπ, όπως λέει το λαϊκό στρώμα), με μπάσα, σαξόφωνα και
πλήκτρα, ηλεκτρικές κιθάρες που κλαίνε, άγριος και ρυθμικός σαν τον ήχο της πόλης.
Ενώ αυτός του θανάση γεμάτος ούτια, λύρες και καλό ελαιόλαδο από την επαρχία,
χωρίς να πιάνει όμως τα μηνύματα και την ποιότητα των «αγροτικών».
Ο βασίλης
κοροϊδεύει εδώ και χρόνια τον κόσμο, πασχίζοντας θαρρείς να χαλάσει την
υστεροφημία του με τις δουλειές που βγάζει. Οπότε το κείμενο αυτό μπορεί να
θεωρηθεί κι ως μνημόσυνο σε ένα ημιτελή θάνατο, όπως έγραφε ένας άλλος μέγας
βασίλειος, που ουσιαστικά έχει επέλθει προ πολλού, από καλλιτεχνική άποψη. Όπως
μου λένε όμως οι οπαδοί του θανάση, κι αυτός έχει πολύ καιρό να βγάλει κάτι
καινούριο που να δικαιώνει την προσμονή τους. Μπορεί βέβαια να κάνει πολύ
καλύτερες συναυλίες, αλλά αυτό έχει να κάνει με την ηλικία και με το γήρας, που
δεν έρχεται μόνο του. Και αν ήταν ροκ, δεν τον λυπάται, έγινε κιόλας εξήντα
χρονών.
Αν το
δούμε διαχρονικά όμως και πάρουμε την καλύτερη συναυλία που έχει κάνει ποτέ ο
καθένας, οι συγκρίσεις είναι καταλυτικές –απ’ τον κόσμο που μάζευαν ως την
ενέργεια και το πάθος που έβγαζαν. Οι παλιές συναυλίες του βασίλη ήταν πολιτικό-πολιτισμικό
γεγονός, απ’ αυτές για τις οποίες θα άξιζε να κάψεις μία από τις τρεις ευχές
σου, για να γυρίσεις πίσω τον χρόνο και να τις ξαναζήσεις –μαζί με τις πρώτες
πολιτικές συναυλίες της μεταπολίτευσης. Άλλες εποχές θα μου πεις βέβαια, τότε
τα στάδια γέμιζαν για πλάκα. Δε διαφωνώ πως είναι άδικη η σύγκριση, αλλά αυτό
ακριβώς λέω και παραπάνω. Δες ποια εποχή εξέφρασε ο καθένας και πες μου πώς
είναι δυνατόν να τις συγκρίνεις.
Αυτό μας
δίνει την πάσα για να δούμε και μια τελευταία παράμετρο, που ‘χει να κάνει με
το πολιτικό κομμάτι. Πονεμένη ιστορία και για τους δύο, και ας είναι κυρίως ο
δικός μας (με την ευρεία έννοια) κόσμος που τους αγκάλιασε και τους ακολουθεί.
Ένα κοινό,
τυπικό ίσως γνώρισμα που μπορεί να διακρίνει κανείς σε κάποια τραγούδια τους είναι
το αδιέξοδο της ατομικής άρνησης και διαφυγής. Στο «άσε με να κάνω λάθος» ο
βασίλης, που πάντοτε έπαιζε με τις τάσεις της πολιτικής μόδας και με τη (ντεμέκ
ή μη) αναρχία, δε γουστάρει να σωθεί κι απαξιώνει τις «κατακτήσεις και τις μαζικές
δομές», γιατί το βασικό είναι «πώς περνούν τη νύχτα με δυο φίλους σε ένα
υπόγειο σκυφτό» και «η σύριγγα αδειάζει». Μια στροφή που ποτέ δεν τον πέτυχα να
την τραγουδάει στα φεστιβάλ που πρόλαβα, σε αντίθεση με τον τζιμπουτιανό ουίλι
και την άσπρη σκόνη που θα του δίνει ο θεός –αυτό παρεμπιπτόντως και παρενθετικά.
Πολλές
φορές όμως η ατομική άρνηση βρίσκει στα τραγούδια του μια περίεργη συλλογική
διέξοδο, πχ στο «για μένα τραγουδώ», όπου βρίσκει στους δρόμους κάποιους με
μακριά μαλλιά και ξεκολλάει από το ερωτικό του απωθημένο. Αντίθετα με τον πιο
γνωστό κινηματικό στίχο του θανάση, από το αερικό. Όσες κι αν χτίζουν φυλακές,
κι αν ο κλοιός στενεύει, ο νους μας είναι αληταριό, που όλο θα δραπετεύει. Η λύση
δηλ για να νικήσουμε τις φυλακές κι όσα μας κρατάνε δέσμιους είναι να γίνουμε
ξωτικά, η πλήρης άρνηση της πραγματικότητας και μια φαντασιακή
διαφυγή-απόδραση.
Κατά τα
άλλα, αν θέλουμε να τους κρίνουμε με τους δικούς μας όρους (πολιτικής
καθαρότητας όπως έχει επικρατήσει να λέγεται) πιθανότατα θα απογοητευτούμε. Ναι
μεν τρέχουν κι οι δυο σε διάφορες συναυλίες αλληλεγγύης (ερτ και γιουγκοσλαβία
είναι τα δύο πρώτα που μου έρχονται στο νου για το βασίλη), παράλληλα όμως έχουν
κάνει αρκετές παρασπονδίες, όπως και όλοι σχεδόν οι καλλιτέχνες πρώτης γραμμής
(ο βασίλης πχ έχει τραγουδήσει στα πλαίσια των ολυμπιακών για τον εθελοντισμό,
αν θυμάμαι καλά, ενώ ο θανάσης, πιστός στη λογική «επιστροφή στη φύση» που βγάζουν τα τραγούδια του, έχει πάει στο
φεστιβάλ των οικολόγων πράσινων!)
Σήμερα
ο ένας βρίσκεται μάλλον κοντά στο επαμ του καζάκη κι ο άλλος κάπου κοντά στο
αντάριζα, αλλά εμφανίζεται συχνά και στα φεστιβάλ του συνασπισμού. Κάποτε είχε
δώσει μια συνέντευξη και στον οδηγητή, αλλά στη συλλογική συνείδηση είναι μάλλον
καταχωρημένος στην άλλη πλευρά. Και αν ποτέ ερχόταν σε κάτι δικό μας, θα ήταν τόσο
περίεργο, όσο και το να πήγαινε ο βασίλης σε κάτι άλλο πλην του φεστιβάλ της κνε.
Γιατί κάθε πλευρά έχει, παρόλα όσα, το δικό της παπακωνσταντίνου
Κι ο
παπακωνσταντίνου κατά βάση ένας είναι, σαν το κόμμα κι αυτός, άσχετα αν τα
έχουμε σπάσει τον τελευταίο καιρό
Υγ:
το αρχικό σχέδιο ήταν να υπάρχει κι ένα δεύτερο μέρος από διαφορετική σκοπιά,
ως αντίλογος στα παραπάνω, αλλά σκόνταψε κάπου στην πορεία και δεν προχώρησε. Ούτως
ή άλλως περιμένω να εκδηλωθεί ισχυρός αντίλογος στα σχόλια και να καλύψει το
κενό –χωρίς ωστόσο δυνατότητα δικής μου άμεσης ανταπάντησης, για τις επόμενες
μέρες τουλάχιστον.