Σε συνέχεια μιας παλιότερης ανάρτησης, η κε του μπλοκ δημοσιεύει σήμερα ένα ακόμα μέρος μιας αρχιτεκτονικής εργασίας, που καταπιάνεται με διάφορα ενδιαφέροντα στοιχεία για τον οεκ και την πολιτική στην ελλάδα γύρω από το ζήτημα της κατοικίας. Καλή ανάγνωση και κάθε γόνιμη παρατήρηση στα σχόλια ευπρόσδεκτη.
Εισαγωγικά
Η κατοικία έχει αποτελέσει και αποτελεί αντικείμενο
ερευνών πολλών επιστημονικών τομέων, όπως της κοινωνιολογίας, της ψυχολογίας,
της πολεοδομίας και φυσικά της αρχιτεκτονικής. Αυτό οφείλεται στην πολυδιάστατη
σημασία που φέρει καθώς ικανοποιεί ανάγκες του ανθρώπου φυσιολογικές,
ψυχολογικές αλλά και κοινωνικές. Ως παράγωγο των κοινωνικοοικονομικών σχέσεων, «η κατοικία ταυτίστηκε στις σύγχρονες
πόλεις με την κοινωνική καταξίωση, ενσωμάτωση και επιβολή των διαφόρων
κοινωνικών ομάδων στο αστικό περιβάλλον» (Νικολαϊδου,1993, σελ.281) .
Στην Ελλάδα έχεις επικρατήσει η ιδιόκτητη κατοικία
σαν αποτέλεσμα της έντονης εμπορευματοποίησης της πολλές δεκαετίες τώρα καθώς ο
κατασκευαστικός τομέας αποτέλεσε τομέας επένδυσης και κερδοσκοπίας του μεγάλου
κεφαλαίου από την περίοδο του μεσοπολέμου μέχρι ακόμα και την περασμένη
δεκαετία ενθαρρυμένο από το θεσμό της αντιπαροχής και της οριζόντιας
ιδιοκτησίας.
Εξαιτίας του παραπάνω ρεύματος ιδιοκατοίκησης,
κινήματα κατοικίας στην Ελλάδα, δηλαδή κινήματα στα οποία ο κεντρικός άξονας
αιτημάτων και διεκδικήσεων να αφορά στεγαστικά ζητήματα, δεν έχουν υπάρξει
παρόλο που η εικόνα της σημερινής κατοικίας δεν είναι καλή ενώ το πρόβλημα της
έλλειψης στέγης ειδικά στα χαμηλά στρώματα και ιδιαίτερα στην εργατική τάξη όλο
και εντείνεται.
Παρόλο, βέβαια, που το ζήτημα της κατοικίας δεν
μπήκε άμεσα[1]
σαν αίτημα από την εργατική τάξη, με αφετηρία την στέγαση των προσφύγων της
μικρασιατικής καταστροφής υπάρχει μια υποτυπώδης πολιτική κοινωνικής κατοικίας
από τον κρατικό μηχανισμό. Έτσι η παρούσα μελέτη ασχολείται με αυτή τη πολίτική
κατοικίας, το πώς συγκροτείται, ποιους σκοπούς εξυπηρετεί και τι αποτελέσματα
έχει στον αστικό ιστό.
Η σημερινή εικόνα των αστικών κατοικιών
Η σημερινή
εικόνα κατοικίας είναι τέτοια που συνοπτικά μπορούμε να πούμε πως δεν
εξασφαλίζει ικανοποιητικό επίπεδο ζωής αλλά ακόμα χειρότερα δεν εξασφαλίζει
στέγη για όλους. Σύμφωνα με τα στοιχεία
που παρουσιάζουν διάφοροι αρμόδιοι φορείς συμπεριλαμβανομένου του ΥΠΕΧΩΔΕ από
το 1980 και μετά στην Ελλάδα παρουσιάζεται πλεόνασμα κατοικιών σε σχέση με τα
νοικοκυριά και ένα από τα μεγαλύτερα ποσοστά ιδιοκατοίκησης σε παγκόσμιο
επίπεδο.[2]
Το πρώτο στοιχείο (το πλεόνασμα κατοικιών) μπορεί να εξηγηθεί αναλογιζόμενοι
ότι σ’ αυτόν τον αριθμό κατοικιών που παρουσιάζεται συμπεριλαμβάνονται οι
εγκαταλελειμμένες και ακατάλληλες για χρήση κατοικίες καθώς και οι δεύτερες ή
παραθεριστικές κατοικίες. Συνεπώς, η αναλογία κατοικίας ανά νοικοκυριό είναι
πλασματική γεγονός που αποδεικνύεται από τον αριθμό των αστέγων που μόλις το
2008 είχε φτάσει τους 17.000.[3]
Το δεύτερο στοιχείο (τα μεγάλα ποσοστά ιδιοκατοίκησης) είναι απόρροια της
τεράστιας αύξησης του δανεισμού των λαϊκών νοικοκυριών και ειδικά των
στεγαστικών δανείων.[4]
Έτσι ένα πολύ μεγάλο ποσοστό των ιδιόκτητων σπιτιών είναι χρεωμένα στις
τράπεζες ως προτιμότερη λύση απέναντι στο ενοίκιο.
Ακόμα όμως
κι αν αυτά τα δυο στοιχεία δεν ήταν πλασματικά δίνουν μια εικόνα για την
κατοικία στην Ελλάδα ποσοτικά και δεν καταγράφουν την πραγματική ποιοτική της
κατάσταση. «Η απόκτηση ιδιοκτησίας δεν
σημαίνει και επίλυση του στεγαστικού προβλήματος. Ειδικά στην Ελλάδα, μάλιστα
μια πολύ μεγάλη αριθμητική ομάδα με προβληματική στέγαση ανήκει στους
ιδιοκατοίκους» (Εμμανουήλ, 2006) Σύμφωνα με έρευνα της ΕΣΥΕ για τις
συνθήκες διαβίωσης των νοικοκυριών του 2009, προκύπτει ότι:
·
Το 17% των
νοικοκυριών αντιμετωπίζει προβλήματα υγρασίας στην κατοικία τους.
·
Το 6,9% των
νοικοκυριών ζουν σε σκοτεινά δωμάτια.
·
Το 23.9% αντιμετωπίζει
προβλήματα θορύβου, το 23,4% αντιμετωπίζει περιβαλλοντικά προβλήματα από τη
βιομηχανία και τα αυτοκίνητα ενώ το 16% αντιμετωπίζει προβλήματα
εγκληματικότητας στη γειτονιά τους.
·
Το 1,3% δεν
έχει λουτρό στην κατοικία του ενώ το 2,1% δεν έχει τουαλέτα.
·
Το 15%
δηλώνει αδυναμία για ικανοποιητική θέρμανση.
·
Δυσκολία
αντιμετωπίζει στην πληρωμή του ενοικίου για την κατοικία ή της δόσης του
δανείου του το 8,1 %, στην πληρωμή των πάγιων λογαριασμών το 18,3% ενώ δυσκολία
δηλώνει στην αντιμετώπιση συνήθων αναγκών των νοικοκυριών το 56,6%.
·
Το 87,1%
είναι ικανοποιημένο ή πολύ ικανοποιημένο από τη κατοικία που διαμένει και το
12,9% είναι αρκετά ή πολύ δυσαρεστημένο.
Τα παραπάνω
στοιχεία απεικονίζουν τις συνθήκες διαβίωσης μόνο των ελληνικών νοικοκυριών και
δε συμπεριλαμβάνονται οι κατοικίες των οικονομικών μεταναστών όπου εκεί οι
συνθήκες είναι διαφορετικές και προς το χειρότερο. Ειδικά το τελευταίο στοιχείο
σχετίζεται με την καθιέρωση των διαμερισμάτων ως ο κυρίαρχος τύπος κατοικίας
στις πόλεις και το γεγονός της μη συμμετοχής του κατοίκου στη διαμόρφωσή τους. Έτσι
οι κάτοικοι των διαμερισμάτων δεν μπορούν να οικειοποιηθούν το σπίτι τους ενώ
εξαιτίας της αντικειμενικής στενότητά τους και συνήθως της μη λειτουργικής
διάταξης των εσωτερικών χώρων δεν μπορεί να
προσφέρει ιδιωτικότητα. Η παραπάνω έλλειψη οικειοποίησης του χώρου και
ιδιωτικότητας δημιουργεί κακή διάθεση των κατοίκων, εσωστρέφεια και κοινωνική
αλλοτρίωση.
Παρόλα,
όμως, τα ελαττώματα που παρουσιάζουν σε
μεγάλα ποσοστά οι σημερινές κατοικίες σύμφωνα με τα παραπάνω στοιχεία σε
στενότητα χώρου κι άλλες σημαντικές ανέσεις, το κόστος τους αυξάνεται διαρκώς
κάνοντας πολύ δύσκολη την αγορά κατοικίας αλλά και τα ενοίκια πολύ υψηλά.
Συγκεκριμένα στην περίοδο 1995-2004 οι τιμές των κατοικιών αυξήθηκαν κατά 134%
αύξηση που σχετίζεται με την διοργάνωση των ολυμπιακών αγώνων στην Αθήνα που
αύξησε τις τιμές των οικοπέδων ενώ συνεχίστηκε τα επόμενα χρόνια με εξαίρεση τα
τρία τελευταία χρόνια που παρατηρείται πτώση της τάξης των 4% (αυξομειώσεις δυσανάλογες
αυτών στους μισθούς και στις συντάξεις.[5])
Δεν θα
έπρεπε να παραβλεφθούν, τέλος, οι αλλαγές στην κοινωνική σύνθεση του πληθυσμού
καθώς στην πάροδο των χρόνων είναι αρκετές. Την τελευταία δεκαετία η μισθωτή
εργασία παρουσιάζει αύξηση, η κατηγορία των αυτοαπασχολούμενων μείωση ενώ οι
άνεργοι φτάνουν στο 7,3%. Ο αριθμός των απασχολούμενων στον πρωτογενή και
δευτερογενή τομέα παρουσιάζει μείωση σε αντίθεση με τον τριτογενή τομέα που
παρουσιάζεται αύξηση της απασχόλησης σε αυτόν.[6]
Συνεπώς υπάρχει νέος κόσμος που γίνεται μέρος της εργατικής τάξης και η
οικονομική ανεπάρκεια διευρύνεται σε νέες κοινωνικές ομάδες οι οποίες έρχονται
αντιμέτωπες με το πρόβλημα της κατοικίας.
Η σημερινή κοινωνική πολιτική κατοικίας
Τα παραπάνω
στοιχεία αποδεικνύουν πως στις μέρες μας στην Ελλάδα υπάρχει πρόβλημα κατοικίας
που έγκειται σε τρία σημεία: στην κακή ποιότητα των υπαρχουσών κατοικιών, στο
μεγάλο κόστος κατασκευής, αγοράς και ενοικίασής τους και στην κακή οικονομική
κατάσταση διαρκώς αυξανόμενης μερίδας του πληθυσμού. Το ελληνικό κράτος
καλείται να πάρει μέτρα επίλυσής τους. Παρόλα αυτά, επιβεβαιώνοντας τη θέση του
σε μια καπιταλιστική οικονομία, θέση υπέρ του κεφαλαίου, ο μηχανισμός παραγωγής
κατοικίας στα αστικά κέντρα τις τελευταίες δεκαετίες αναλαμβάνεται από το
μεγάλο κεφάλαιο με αποτέλεσμα οι μεγαλοϊδιοκτησίες κατοικίας να λειτουργούν ως
κερδοφόρες επιχειρήσεις ενώ η παρουσία του δημόσιου τομέα στην παραγωγή
κατοικίας είναι καχεκτική
Η πολιτική
κατοικίας, ανεπαρκής όπως φαίνεται, είναι μέρος της συνολικότερης
οικονομικοκοινωνικής πολιτικής και ενδεικτική αυτής. Τα βασικά στοιχεία της
είναι:
1.
Φοροαπαλλαγές
για την απόκτηση πρώτης κατοικίας.
2.
Ο χειρισμός
των αντικειμενικών αξιών για τον έλεγχο των τιμών και των ενοικίων.
3.
Η κάλυψη
περιπτώσεων έκτακτης ανάγκης (όπως σεισμόπληκτοι, πυρόπληκτοι, πλημμυροπαθείς
κτλ).
4.
Επιδότηση
επιτοκίου σε στεγαστικά δάνεια.
5.
Πολεοδομικές
ρυθμίσεις που εξασφαλίζουν ευνοϊκότερους όρους δόμησης. (π.χ. ένταξη στο σχέδιο
πόλης, αλλαγή του συντελεστή δόμησης, κ.τ.λ.)
6.
Κρατικοί
φορείς και υπηρεσίες οι οποίοι αναλύονται παρακάτω.
Τα στοιχεία
1-5 πρόκειται για μέτρα που ευνοούν την ιδιοκατοίκηση, δημιουργούν
οικονομικότερους όρους για την κατασκευή ή την αγορά κατοικίας και δεν σχετίζονται
με παροχή έτοιμης κατοικίας. Συνεπώς είναι μέτρα που δεν διευκολύνουν τα χαμηλά
στρώματα και την εργατική τάξη που η οικονομική της κατάσταση όπως περιγράφηκε
παραπάνω δεν της επιτρέπει και με αυτούς τους όρους την απόκτηση κατοικίας. Η
πολιτική αυτή πριμοδοτεί, αντιθέτως, τα μεσαία στρώματα για την αυτόνομη
στεγαστική τους αποκατάσταση, ευνοεί το κατασκευαστικό κεφάλαιο στην ευκολότερη
επένδυσή του και, τέλος, τις τράπεζες αφού αυξάνεται ο αριθμός των πελατών που
προσφεύγουν στο δάνειο για την απόκτηση στέγης. Τέλος, τα παραπάνω μέτρα δεν
καλύπτουν κοινωνικές ομάδες που έχουν άμεσο πρόβλημα όπως τους οικονομικούς
μετανάστες ή τον άστεγο πληθυσμό.
Πρόσφατο
παράδειγμα πολιτικής που εφαρμόζεται στο ζήτημα της κατοικίας αποτελεί και το
τέλος που καλούνται να πληρώσουν οι ιδιοκτήτες ακινήτων μέσω των λογαριασμών
της ΔΕΗ (κίνηση εκβιαστική σε πιθανή μη πληρωμή του που θα συνεπάγεται διακοπή
της ηλεκτροδότησης) παρουσιαζόμενο ως μέτρο εξόδου από τη σημερινή «κρίση».
Τέλος που δεν είναι ίδιο για όλους αφού αυξάνεται όσο αυξάνονται τα τετραγωνικά
της κατοικίας, όσο αυξάνεται η τιμή ζώνης της περιοχής που ανήκει και όσο πιο
πρόσφατη είναι η κατασκευή της. Σε αυτό το αποκαλούμενο σύγχρονο χαράτσι δεν
επηρεάζει η οικονομική κατάσταση του κατοίκου, συνεπώς δεν υπάρχει κάποια
διάκριση αν είναι εργαζόμενος, άνεργος ή αστός με περιουσία. Το νέο τέλος
ακινήτων είναι ενδεικτικό, λοιπόν, της σημερινής κοινωνικής πολιτικής κατοικίας
ως πολιτική που δεν ενδιαφέρεται καθόλου για τη στέγαση και την ποιότητα
κατοίκησης των εργαζομένων αλλά ενδιαφέρεται μονάχα για το πως η κατοικία
μπορεί να γίνει μέσο κερδοσκοπίας στο βέλτιστο βαθμό και η κερδοσκοπία δεν
κάνει διακρίσεις. Έτσι στην αρχή ενθαρρύνονται οι εργαζόμενοι με διάφορους
(ψυχολογικούς και οικονομικούς) μηχανισμούς να γίνουν ιδιοκτήτες των κατοικιών
τους και όταν πια αυτό δεν είναι κερδοφόρο αφού πλέον η αγορά ακινήτου είναι
πολύ δύσκολη, οι ιδιοκτήτες γίνονται «ενοικιαστές» πληρώνοντας το ετήσιο τέλος.
Το μεγάλο
κενό της πολιτικής κοινωνικής κατοικίας καλούνται να καλύψουν αρμόδιοι
οργανισμοί, υπηρεσίες υπουργείων και ιδρύματα αποκατάστασης. Οι φορείς αυτοί
εξυπηρετούν συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες ο καθένας και οι πολιτικές που
ακολουθούν είναι η παροχή έτοιμης στέγης και κυρίως οι δανειοδοτικές
διευκολύνσεις για την αγορά ή κατασκευή κατοικίας ή και τα δύο. Παρόλο που η
παρέμβασή τους είναι ισχνή, οι σημαντικότεροι είναι:[7]
1.
Ο Οργανισμός Εργατικής Κατοικίας Ελλάδος (ΟΕΚ).
Οργανισμός Εργατικής Κατοικίας Ελλάδος έχει χαρακτήρα Νομικού Προσώπου
Δημοσίου Δικαίου και βρίσκεται υπό την εποπτεία του Υπουργείου Εργασίας. Είναι
οικονομικά αυτόνομος οργανισμός και τα έσοδά του προέρχονται από τις εισφορές
των εργαζομένων που είναι 1% επί του μισθού τους, τις εισφορές των εργοδοτών
που είναι 0,75% επί του μισθού των εργαζομένων (συμμετοχή που ο εργοδότης
υπολογίζει στο εργατικό κόστος), τις αποπληρωμές των χορηγηθέντων δανείων και
την εισφορά του κράτους που ανέρχεται στα 100 εκατομμύρια δραχμές από τον
κρατικό προϋπολογισμό (ποσό που εδώ και πολλά χρόνια δεν αποδίδεται).
Οι δικαιούχοι των προγραμμάτων του ΟΕΚ
είναι οι εργαζόμενοι ή συνταξιούχοι στην Ελλάδα που είναι ασφαλισμένοι στο
Ι.Κ.Α. ή υπάλληλοι από ΟΤΕ, ΔΕΚΟ και τράπεζες και μέχρι το 1998 αντιπροσώπευαν
μαζί με τις οικογένειές τους το 60% του ενεργού πληθυσμού της χώρας[8],
ποσοστό που θα είναι σήμερα μεγαλύτερο.
Τα στεγαστικά προγράμματα του ΟΕΚ χωρίζονται σε
τρεις κατηγορίες, α) την παροχή έτοιμης
στέγης, β) τις δανειοδοτήσεις και γ) την επιδότηση ενοικίου. Υπάρχουν
επιπλέον ειδικά προγράμματα για συγκεκριμένες κατηγορίες (πολύτεκνες
οικογένειες, ανύπαντρες μητέρες, άνεργοι και δικαιούχοι με έντονες κοινωνικές
ανάγκες) στα οποία η πολιτική που ακoλουθούν είναι κοινή με τα προηγούμενα.
Ο ΟΕΚ σε όλα τα χρόνια λειτουργίας του
έχει καλύψει τις στεγαστικές ανάγκες 650.000 περίπου οικογενειών. Είναι
γεγονός, όμως, πως το δανειοδοτικό πρόγραμμα υπερέχει κατά πολύ του
κατασκευαστικού. Ο λόγος που προβάλλεται είναι η ελευθερία επιλογής κατοικίας
από τον ενδιαφερόμενο αλλά αυτό δεν δικαιολογεί το γεγονός ότι το 93% του
ετήσιου προϋπολογισμού του οργανισμού πηγαίνει στο δανειοδοτικό πρόγραμμα και
μόνο το 7% στο κατασκευαστικό[9]
κι από κατασκευαστικός φορέας να μετατρέπεται σε «τροφοδότη» των τραπεζών. Η μη
βοήθεια από τον κρατικό προϋπολογισμό έχει συνέπεια ο ΟΕΚ να δρα ανταποδοτικά αφού
τα κεφάλαιά του προέρχονται από τις εισφορές και τις αποπληρωμές δανείων των
δικαιούχων. Ακόμα, όμως κι η μικρή αυτή κατασκευαστική δραστηριότητα
παρουσιάζει ελαττώματα αφού τα σπίτια που παραδίδονται διακρίνονται από
κακοτεχνίες, προχειρότητες στην κατασκευή και υλικά ευτελή στο όνομα της
μείωσης του κόστους κατασκευής.
Ενθαρρυντικό για τη κοινωνική συνοχή των
κατοίκων αυτών των συγκροτημάτων είναι το γεγονός ότι υπάρχουν πολλές
περιπτώσεις όπου έχουν δημιουργήσει το Σύλλογο Εργατικής Κατοικίας, με εκλεγμένο
από του ίδιους διοικητικό συμβούλιο που αναλαμβάνει να μεταφέρει στο Δήμο τα
προβλήματα που αντιμετωπίζουν και να προβαίνουν σε διάφορες δραστηριότητες για
τον οικισμό όσο τους επιτρέπουν οι δυνατότητες που έχουν.
2.
Το Υπουργείο Υγείας και Πρόνοιας (Διεύθυνση
Στέγασης). Το έργο του υπουργείου ξεκίνησε το 1920 ως «Υπουργείο Υγιεινής,
Πρόνοιας και Αντιλήψεως» και αργότερα «Υπουργείο Κοινωνικής Πρόνοιας» για την
αποκατάσταση των προσφύγων. Μετά το 1945 ασχολήθηκε με την αποκατάσταση
σεισμόπληκτων και από το 1960 και μετά ασχολείται με τη στέγαση των λαϊκών
στρωμάτων που δεν υπάγονται στον ΟΕΚ. Τα συστήματα που εφαρμόζει είναι η
χορήγηση δανείων κι η παροχή έτοιμης στέγης. Το έργο που παράγει είναι, όμως,
πολύ μικρό κι ανεπαρκές, ενώ, τα δάνεια πολύ χαμηλά. Έτσι η παρέμβασή αυτής της
υπηρεσίας είναι πολύ περιορισμένη.
3.
Η Δημόσια Επιχείρηση Πολεοδομίας Οικισμού και
Στεγάσεως (ΔΕΠΟΣ). Τα πλαίσια δράσης της είναι η πολεοδόμηση νέων οικισμών
και η αναμόρφωση των ήδη οργανωμένων. Τρία μόνο έργα έχει ολοκληρώσει, τον
οικισμό της Καλαμίτσας στη Καβάλα που είναι και το μόνο έργο πολεοδόμησης νέας
περιοχής κι η αναμόρφωση των παλιών προσφυγικών και εργατικών κατοικιών στη
Φιλαδέλφεια και στον Ταύρο.
4.
Το Εθνικό Ίδρυμα Υποδοχής και Αποκατάστασης
Αποδήμων και Παλιννοστούντων Ομογενών Ελλήνων. Εποπτεύεται από το Υπουργείο
Εξωτερικών με στόχο την αποκατάσταση νεοαφικνούμενων παλιννοστούντων, όμως ο
χαμηλός οικονομικός προϋπολογισμός δεν έχει επιτρέψει στο ίδρυμα να
ανταποκριθεί στις ανάγκες της πλειοψηφίας
[1]
Τονίζεται
το άμεσα γιατί δεν πρέπει να υποτιμηθούν οι μεγάλοι κοινωνικοί αγώνες (π.χ.
απεργιακές κινητοποιήσεις) που στόχευαν σε καλύτερη ποιότητα εργασίας και ζωής
και αυτό περιλαμβάνει την ποιότητα κατοικίας τους.
[2] Σύμφωνα με τα
στοιχεία της Eurostat το 2008 το 73,2% των Ελλήνων ζουν σε
ιδιόκτητη κατοικία
[3] Γ. Ελαφρός,
2008, «Η μάχη των αστέγων για μια «θέση»
ύπνου», Καθημερινή 11/1
[4] Τα υπόλοιπα των στεγαστικών δανείων το Σεπτέμβρη του 2011
διαμορφώνονται στα 79,9 δις ευρώ όταν το Γενάρη του 2007 έφταναν στα 57,9 δισ. ευρώ (στοιχεία από την εφημερίδα Ριζοσπάστης)
[5] Ενδεικτικά για
2,5 εκατομμύρια μισθωτούς εργαζομένους το εισόδημα δεν ξεπερνά τα 704 ευρώ το
μήνα ενώ τη προηγούμενη δεκαετία το μερίδιο των μισθών έπεσε κατά 10% στο
σύνολο της ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας.
[7] Η μελέτη έγινε το 2010 οπότε τα παρακάτω
θα πρέπει να αναφέρονται πλέον σε χρόνο
παρελθοντικό αφού το λουκέτο έχει μπει και σε αυτούς τους οργανισμούς.
[8] Πρακτικά συνεδρίου «Η κοινωνική
κατοικία στην Ελλάδα και οι προοπτικές της», Οργάνωση ΟΕΚ με συμμετοχή ΓΣΕΕ-ΣΕΒ, Αθήνα
1998, σελ.26
[9] Σύμφωνα με τα
στοιχεία που δίνει ο ίδιος ο οργανισμός στις 50.000
από αυτές παραχωρήθηκε έτοιμη κατοικία σε κάποιον οικισμό, σε 360.000 δόθηκε
δάνειο αγοράς ή ανέγερσης πρώτης κατοικίας και 240.000 περίπου πήραν δάνειο
επισκευής, επέκτασης ή αποπεράτωσης κατοικίας. Ακόμη, κάθε χρόνο, περί τις
100.000 οικογένειες με χαμηλά εισοδήματα λαμβάνουν επιδότηση ενοικίου.
Πολύ ενδιαφέρουσα εργασία με εξαιρετικά χρήσιμα στοιχεία.
ΑπάντησηΔιαγραφήΠρέπει να πω βέβαια ότι το 87,1% (όσοι δήλωσαν ικανοποιημένοι ή πολύ ικανοποιημένοι με την κατοικία τους) δε μου μοιάζει χαμηλό ποσοστό.
Ο φίλος/η θα είχε ενδιαφέρον να εξετάσει ποιο είναι το ποσοστό ιδιοκατοίκησης ανα περιφέρεια/δήμο. Έχω την εντύπωση για παράδειγμα ότι το ποσοστό ιδιοκατοίκησης στην Αθήνα θα έβγαινε μικρότερο από ότι σε έναν αγροτικό δήμο. Ίσως έτσι να ξεπερνούνταν κάπως η όποια πλασματικότητα όσον αφορά το γενικό ποσοστό ιδιοκατοίκησης. Δε θα άλλαζε βέβαια δραματικά τα δεδομένα, όντως το ποσοστό ιδιοκατοίκησης είναι υψηλό συγκριτικά με τις πιο πολλές (αν όχι όλες) χώρες της ΕΕ.
Μια χώρα που επίσης έχει υψηλό ποσοστό ιδιοκατοίκησης είναι το Ην. Βασίλειο. Το λίγο διάστημα που ήμουν εκεί και από τα λίγα που κατάλαβα διακρίνω ότι μεταξύ των δυο χωρών υπήρξε η εξής διαφορά όσον αφορά το ζήτημα της στέγης. Στο Ην. Βασίλειο πρέπει να είχε δοθεί για δεκαετίες αρκετά μεγαλύτερη έμφαση σε σχέση με τον εδώ ΟΕΚ στην κατασκευή "εργατικών κατοικιών" που τις νοίκιαζε το κράτος (ή οι τοπική διοίκηση) στις λαϊκές οικογένειες. Νομίζω ότι τα λένε Council Houses εκεί. Όταν ήρθε η Θάτσερ στην κυβέρνηση αποφάσισε να δοθεί σε όσους ενοικιαστές είχαν τη δυνατότητα, να τα αγοράσουν με σημαντική έκπτωση από την αγοραία αξία και παράλληλα απογόρευσε τα δημόσια έσοδα από τις πωλήσεις να χρησιμοποιηθούν για την κατασκευή νέων κατοικιών. Περιττό να πω ότι όσοι λαϊκοί άνθρωποι είχαν τη δυνατότητα να αγοράσουν τα σπίτια έγιναν αμέσως ψηφοφόροι της Θάτσερ. Στη συνέχεια, ως φυσικό συνεπακόλουθο, οι τιμές των σπιτιών πήραν την ανηφόρα. Στα τέλη της δεκαετίας του 80 μέχρι τα μέσα του '90 οι τιμές εκεί πήραν την κατηφόρα, μετά εκτοξεύθηκαν και πάλι ώσπου το 2007 ξαναπήραν μια κατηφόρα. Υπήρξε μια ανάκαμψη μετά αλλά οι τιμές δεν έχουν φτάσει το σημείο που ήταν το 2007 (και παραμένουν πολύ ακριβές για τους fisrt time buyers)
ρα