Οι
καλύτεροι δεν πιστεύουν πια σε τίποτα
Και
οι χειρότεροι είναι διψασμένοι για νίκες
Αν μπορούσα τελείως αντιδιαλεκτικά να γυρίσω πίσω τον
χρόνο, για να (ξανα)ζήσω μια εποχή, δύσκολα θα απέφευγα τον πειρασμό της
γλυκιάς παρακμής και τη δραματική περίοδο των ανατροπών, απ’ τα τέλη της
δεκαετίας με τις βάτες ως τις αρχές του ενενήντα. Το ευρωμπάσκετ, ο άρης, οι
συναυλίες του βασίλη, ο κοσκωτάς, το κοινό πόρισμα κκε-εαρ, ο γράψας, ο
οδηγητής με το μήλο της apple, τα μαζικά φεστιβάλ, που παραλίγο να μη γίνουν τα
επόμενα χρόνια, το τείχος του βερολίνου, ο τσαουσέσκου, η καταστρόικα του
γκόρμπι, τα μακ ντόναλντς στη μόσχα, η υποστολή της κόκκινης σημαίας που μένει
πάντα ψηλά στις καρδιές μας, το 13ο συνέδριο, το ξεκίνημα του 902, η
ιδιωτική τηλεόραση, οι απαράδεκτοι,
οι αυθαίρετοι, το 92’, το μάαστριχτ.
Μαυρίλα, αντεπανάσταση, ο απόηχος. Το τέλος
της ιστορίας. Του φουκουγιάμα και των απόντων
του γραμματικού. Που ξαναρχίζει όμως με καινούρια παρέα στο μουντιάλ του 94’.
Για να επαναλάβει άραγε το φαύλο κύκλο και τα ίδια λάθη; Ή θα διδαχτεί από αυτά
των προηγούμενων γενιών, για να τα αποφύγει;
Αυτήν ακριβώς την περίοδο, από το ευρωμπάσκετ ως το
μουντιάλ του 94’, (είκοσι χρόνια μετά από την επταετία των συνταγματαρχών),
καλύπτει η πλοκή της ταινίας μέσα από την ιστορία έξι (συν ενός απόντα εξ
αρχής) φίλων από τη σαλαμίνα, με τα πολιτικά γεγονότα να στέκουν διακριτικά στο
φόντο, αλλά να αφήνουν το στίγμα τους στην προσωπική διαδρομή των πρωταγωνιστών
προς την ενσωμάτωση. Έξι φίλοι που ξανασμίγουν και ψάχνουν να βρουν το δρόμο
τους, αλλά σταδιακά χάνονται μεταξύ τους και χάνουν παράλληλα τον εαυτό τους. Η
κριτική του ραφαηλίδη στέκεται πάντως σε ένα άλλο επίπεδο ανάγνωσης και
σημειώνει τα εξής:
“... Ενώ, όντας έφηβος στην Ελλάδα ετοιμάζεσαι μεθοδικά να δράσεις, σιγά σιγά, καθώς μεγαλώνεις, περνάς στην αδράνεια, είτε μέσα από έναν αδρανή γάμο, είτε μέσα από έναν αδρανή διορισμό στο αδρανές Δημόσιο, είτε γράφοντας αδρανή ποιήματα, που δεν θα εκδοθούν ποτέ από πνευματικά αδρανείς εκδότες. Μην τολμήσεις να ωριμάσεις στην Ελλάδα, γιατί πριν προλάβεις να ωριμάσεις, σάπισες κιόλας. Η ταινία καταγράφει την πορεία επτά εφήβων προς το ίδιο τέλμα, από διαφορετικούς για τον καθένα δρόμους..."
“... Ενώ, όντας έφηβος στην Ελλάδα ετοιμάζεσαι μεθοδικά να δράσεις, σιγά σιγά, καθώς μεγαλώνεις, περνάς στην αδράνεια, είτε μέσα από έναν αδρανή γάμο, είτε μέσα από έναν αδρανή διορισμό στο αδρανές Δημόσιο, είτε γράφοντας αδρανή ποιήματα, που δεν θα εκδοθούν ποτέ από πνευματικά αδρανείς εκδότες. Μην τολμήσεις να ωριμάσεις στην Ελλάδα, γιατί πριν προλάβεις να ωριμάσεις, σάπισες κιόλας. Η ταινία καταγράφει την πορεία επτά εφήβων προς το ίδιο τέλμα, από διαφορετικούς για τον καθένα δρόμους..."
Η αγάπη (ή μήπως η απουσία της;) θα διαλύσει σε χίλια κομμάτια την παρέα και τα μέλη της, που την κάνουν ένας-ένας με τον τρόπο του.
Ο πρώτος φεύγει μοναχός στο άγιο όρος. Ακολουθεί ο ερευνητής στην αμερική (που
όμως επιστρέφει) κι ο ναυτικός με τα ταξίδια στον ωκεανό, που επιστρέφει και αυτός,
για να βαλτώσει σε ένα άθλιο μαγαζί με ηλεκτρονικά. Ο ένας γίνεται βολεμένος
δημοσιογράφος από την κλαδική του πασόκ, ο άλλος διερμηνέας της εοκ, ο παράλλος
(της αριστεράς και της προόδου) κρύβεται πίσω από την οικογένεια και το παιδί.
Κι ο πιο συμπαθής και φευγάτος (που δε φεύγει ποτέ όμως από το νησί)
αυτόχειρας, βουλιαγμένος στα αδιέξοδά του. Τυπικοί εκπρόσωποι μιας γενιάς που
απογοητεύτηκε, ιδιώτευσε μαζικά και πήγε σπίτι της (και αυτήν την κοπάνα δεν
μπορεί να τη σβήσει ο απουσιολόγος της τάξης) σε μια εποχή μπερδεμένη, όπου οι
καλύτεροι δεν έχουνε πια σε τι να πιστέψουν και οι χειρότεροι διψάνε για νίκες.
Κι ενώ κάποτε έλεγες δεξιός αριστερός κι ήξερες τι είναι ο καθένας, με ποιον να
πας και ποιον να αφήσεις, τώρα οι λέξεις έχουν χάσει το νόημά τους.
Οι χειρότεροι της παρέας βέβαια είναι φευγάτοι από πριν
και διαλέγουν τον εύκολο δρόμο της κακίας, το δρόμο της εξατομίκευσης και της
ενσωμάτωσης. Ενώ απορούν γιατί ανέβαιναν τόσο καιρό το λόφο από τα βραχάκια,
αντί να κάνουν το γύρο από το μονοπάτι, όπως τώρα. Ένας εξ αυτών, ο της
προόδου, θέλει το συνασπισμό ρυθμιστή της κατάστασης, λογομαχεί με τον πασόκο
για την κυβέρνηση τζανετάκη, αλλά είναι οι δύο πρώτοι που την κάνουν και τα βρίσκουν μια χαρά μεταξύ τους. Ενώ ο αντάρτης
πατέρας του νικολή, του βασικού πρωταγωνιστή (αν και οι έξι ηθοποιοί τιμηθηκαν
στο φεστιβάλ θεσσαλονίκης με το βραβείο του β’ ανδρικού ρόλου), την κάνει μια και καλή από το μάταιο
τούτο κόσμο, όπου τίποτα δεν πάει χαμένο, ίσως γιατί είδε να χάνονται πολλά
μαζί με την ήττα ή μάλλον με τη νίκη των χειρότερων επί των καλύτερων και
τσακίστηκε η ψυχολογία του. Δεν ήταν άλλωστε ο μόνος της γενιάς του που δέχτηκε
αντίστοιχο χτύπημα –πάρε πχ την απασιονάρια, που έφυγε πλήρης ημερών μεν, αλλά
τρεις μόλις μέρες μετά από την πτώση του τείχους, αν θυμάμαι καλά· πόσο τυχαίο
να ‘ταν αυτό δηλ. Κι έψαχαν να βρούνε μετά οι γιατροί τι τους θερίζει και αν
φταίει το τσέρνομπιλ για την αύξηση συγκεκριμένων κρουσμάτων.
Είναι καλή ταινία οι απόντες; Δεν ξέρω, δεν μπορώ να
απαντήσω αντικειμενικά. Θυμάμαι πως μου την είχε συστήσει ο κριτίας κάποτε, στα
σχόλια μιας παλιότερης ανάρτησης κι είχε πέσει διάνα στην επιλογή. Η
(αθλητικο-πολιτική) ατμόσφαιρα, τα μουντά χρώματα, τα σκοτεινά πλάνα, οι χαιταίοι που λιγοστεύουν όσο προχωράει η
πλοκή χάνοντας τα μαλλιά τους και τα μυαλά τους, οι ερμηνείες, η ναυμαχία στο
νησί με τα ξύλινα τείχη που κράτησαν τους πέρσες και οι πετρούλες του τείχους
που δεν ήταν αρκετό για να συγκρατήσει τους σύγχρονους βάρβαρους, αγγίζουν
ιδιαίτερες εσωτερικές χορδές μου, συνθέτοντας το μπλουζ της παρακμής.
Ναι αλλά μήπως με όσα βλέπει ο θεατής, πηγαίνει η ψυχή
του στην κούλουρη (που είναι το άλλο όνομα της σαλαμίνας) και ψυχοπλακωθεί; Εάν
κάποιος έχει εθιστεί σε ανέμελες, χαζοχαρούμενες υποθέσεις με επιφανειακές
ανατροπές χωρίς βάθος και δεν μπορεί να σηκώσει το βάρος των κοσμογονικών
ανατροπών στο τέλος του περασμένου αιώνα· αν του αρέσει το σταδιακό χτίσιμο των
χαρακτήρων και όχι η ραγδαία αποδόμησή τους, τότε ίσως ψυχοπλακωθεί. Μπορεί να «φταίει»
κι η οπτική του δημιουργού που δε δίνει αίσιο τέλος (χάπι εντ) ή τη διέξοδο και
την προοπτική, όπως θα το υπαγόρευε ο
σοσιαλιστικός ρεαλισμός, κι αφήνει τους ήρωές του εγκλωβισμένος στα αδιέξοδά
τους.
Αλλά τι συλλογικές διεξόδους έδινε άραγε η συγκεκριμένη
περίοδος; Ποια ήταν η δυνατότητα διαφυγής τους από το τέλμα(ν και άλλους); Η
προοπτική, σε τελική ανάλυση, μπορεί να βρίσκεται στην επόμενη παρέα/γενιά, που
θα χαράξει διαφορετικό δρόμο, σπάζοντας τον πάγο ή τρώγοντας τα μούτρα της πάνω
στο παγόβουνο, σαν ταξικό ναυάγιο*. Το ζητούμενο εξάλλου δεν είναι το
ψυχοπλάκωμα ούτε η λύτρωση στα πλαίσια της ταινίας, αλλά στην πράξη και την
αληθινή ζωή.
{*τα ‘χει πει κι ο μπιτσάκης για τον χαρακτήρα της
εποχής, όταν έγραψε το 88-9’ το ρήξη ή
ενσωμάτωση, άλλο αν άλλαξε αναδρομικά γνώμη ο ίδιος στα γεράματα, γιατί ο
αριστερισμός είναι κατά βάση παιδική αρρώστια, και πάει στο φεστιβάλ του σύριζα
να μιλήσει για το σοσιαλισμό του εικοστού πρώτου αιώνα. Κι ύστερα χολεριάζουν
οι σύντροφοί του με τον όρο «ταξικό ναυάγιο». Που δε σου λέω, μεγάλο καράβι ο
μπιτσάκης, σαν τον τιτανικό. Αλλά πώς θα γίνει δηλ; Να τον βγάλουμε σώνει και
ντε αβύθιστο..;}
Οι απόντες της σημερινής συγκυρίας, θα την έκαναν
πιθανότατα στο εξωτερικό, θα βούλιαζαν στη μοναξιά του διαδικτυακού πλήθους, θα
ιδρυματίζονταν σε ένα ασφαλές περιβάλλον ή μια ακίνδυνη συλλογικότητα με
συντροφικό κλίμα, θα ζήλευαν το βόλεμα της γενιάς των απόντων. Το ζήτημα είναι
να μην είμαστε απόντες από το προσκήνιο, εραστές του περιθωρίου, αφήνοντας
άλλους να γράψουν αντί για εμάς την ιστορία, καταπώς θέλουν. Γιατί η ιστορία
γράφεται από τους χειρότερους που διψάνε για νίκες. Η ιστορία απεχθάνεται τα
κενά και τις απουσίες και δε θα μας δικαιολογήσει κανείς αυτήν την κοπάνα...
Και όμως...
ΑπάντησηΔιαγραφήΔεν είναι και τόσο πολύ απούσα η γενιά μου που ανδρώθηκε την περίοδο της αντεπανάστασης.
Έτσι, σαν σκηνή από (την;)ταινία, λίγα χρόνια πριν ξαναμπήκαμε με έναν φίλο μου ναυτικό (και χρόνια "χαμένο" πολιτικά) στα γραφεία του ΚΚΕ, που είχε να πατήσει 20 χρόνια. Από ΚΝίτης ακόμη...
-Αυτή την λάμπα, ακόμη να την φτιάξουν;
Και την λάμπα την έφτιαξαν, και ο ίδιος είναι σήμερα πιο πολιτικά ενεργός παρά ποτέ...
Σεβασμό στην γενιά(μας) της ήττας σύντροφοι...
Καθε γεννια της εργατικης ταξης και πιο ειδικα του κομματος εχει πολλα να περηφανευθει και αλλα τοσα που θα αλλαζε αν μπορουσε. Δοξα και τιμη σε αυτους που βρηκαν το κουραγιο να αγορασουν τον ριζοσπαστη οταν κατεβαινε η κοκκινη σημαια απο το Κρεμλινο. Δοξα και τιμη στη γεννια της ανασυγκροτησης για το πισμα και το τσαγανο της. Δοξα και τιμη στην βαρδια της μεταανασυγκροτησης που εφτυσε τη μοδα του απολιτικ καταμουτρα και επελεξαν να ειναι "οι γραφικοι', "οι δαχτυλοδεικτουμενοι" , "οι καταστροφολογοι". Δοξα και τιμη σε οσους σημερα στρατευονται οταν ολα μοιαζουν μαυρα και δεν κανουν την σκεψη "σιγα μη βγαλω εγω το φιδι απο την τρυπα". Αυτοι ειναι που θα βγαλουν το φιδι απο την τρυπα μαζι με παλιους και νεους.
ΑπάντησηΔιαγραφήΥγ. Ποιος θυμαται τους κυρ παντεληδες της καθε εποχης? Κανεις. Τους προδοτες? Πολλοι αλλα μαλλον καλυτερα να μην τους θυμοντουσαν καθολου...
ratm
Όταν είδα την ταινία πρόσεξα με άλλο μάτι τον Μουρίκη...
ΑπάντησηΔιαγραφήΠρώτη ταινία που τον είχα δει ήταν το Ψυχή βαθιά που έπαιζε τουλάχιστον γελοία...
Ε στους απόντες και στον βασιλιά άλλαξα εντελώς άποψη και την ενισχύει περισσότερο η καλτίλα που εκπέμπει μαζί με το ταλέντο....
Αντάρτης και καλτίλα έβγαλαν τα αποτελέσματα που προανέφερα...
Ο Πετρόχειλος στον Γράμμο...
ΥΓ : Ratm σχετικό είναι αυτό που λες....Υπάρχουν και αγωνιστές που μνημονεύονται από την τοπική κοινωνία (ακόμα και με τα στραβά τους) όσο και οι προδότες...Απλά για τους δεύτερους όλοι μιλάν με αποστροφή εκτός και αν είναι ιδεολογικοί τους απόγονοι
είχα πάαααρα πολύ καιρό να γράψω σχόλιο αν και σε παρακολουθώ ανελλιπώς. Και όλα τα άλλα ήταν σε πολιτικές συζητήσεις.
ΑπάντησηΔιαγραφήΜπράβο για το πολύ όμορφο και εύστοχο σχόλιο για την καλύτερη underground ελληνική ταινία των '90s κατά την ταπεινή γνώμη μου.Προσωπικά με σημάδεψε ως έφηβο με τη μελαγχολική οπτική για την παρέα που διαλύεται στο πέρασμα του χρόνου. Με το χρόνο κατάλαβα και το πολιτικό σχόλιο για την εποχή της ήττας.Όλοι υπέροχοι σε αυτή την ταινία ακόμα και αν άλλοι ρόλοι τους δεν ήταν ισάξιοι αργότερα. Και ο εξαιρετικός Μουρίκης και η προσωπική αδυναμία μου, ο Νίκος Γεωργάκης (ο δάσκαλος που αυτοκτονεί στην ταινία).
με κάτι τέτοια και με τα μπασκετικά των '80s συγκινείς το κοινό σου της γνωστής δεκαετίας.Στο σοσιαλισμό απαραίτητη η προβολή Απαράδεκτων και Αυθαίρετων στα σχολεία στο μάθημα της ιστορίας της μεταπολίτευσης.
Ενα δάκρυ κύλησε.Σπουδαία ταινία,σπουδαία και η ανάλυση σου.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαι η κομματάρα από την ταινία
https://www.youtube.com/watch?v=6CuOld2ldrc
«Κι ο πιο συμπαθής και φευγάτος (που δε φεύγει ποτέ όμως από το νησί) αυτόχειρας, βουλιαγμένος στα αδιέξοδά του.»
ΑπάντησηΔιαγραφήΓιατί αλήθεια μας είναι συμπαθής;
Περίεργη λέξη το συμπαθής. Συμπαθής κι αυτός στον οποίο θέλουμε να μοιάσουμε, συμπαθής κι αυτός με τον οποίο ταιριάζουν τα χνώτα μας, συμπαθής και κάποιος όπως ο ρόλος του Γεωργάκη, στον οποίο κανείς δε θα ήθελε να μοιάσει. Γιατί ποιός θα ήθελε να μοιάσει σε κάποιον που κόντρα στις ικανότητες που είχε, έφυγε χωρίς να δώσει ούτε μισή μάχη, σε κάποιον που όπως σωστά λέει ο Χειλάκης «τζάμπα πήγε αυτό το παιδί»; Και πόσοι μας θα ήμασταν λιγότερο επιθετικοί από το Χειλάκη απέναντι του (που πάντως ο Χειλάκης είναι ο μόνος από τους τρεις στο τηλέφωνο που φαίνεται να βγάζει ένα δάκρυ πριν το «η ζωή συνεχίζεται») ; Νομίζω ότι αυτό που τελικά κάνει συμπαθή στο κοινό τον Ανδρέα δεν είναι ο οίκτος και η λύπηση που νιώθουμε γι’ αυτόν αλλά το ότι λέει την αλήθεια όπως τη βλέπει χωρίς διπλωματικότητες. Το πρόβλημα είναι ότι ενώ ως κοινό είναι εύκολο να το κάνουμε αυτό μιας και υπάρχει η ασφαλής απόσταση, όταν η αλήθεια αφορά εμάς είναι πολλές φορές που μας ενοχλεί και τότε γινόμαστε μικροί ή μεγάλοι Χειλάκηδες. Και αντί να δούμε κατάματα την αλήθεια και αναλόγως να πράξουμε, προτιμάμε να επιτεθούμε σε αυτόν που μας τη λέει. Είναι επικίνδυνο να λες την αλήθεια, μπορεί για κάποιο διάστημα να εισπράξεις μεγάλη αντιπάθεια. Καθήκον σου είναι να αντέξεις στα πάνω και στα κάτω (από την πρώτη στο ευρωμπάσκετ, στη τελευταία στο μουντιάλ ξεκινά και καταλήγει η ταινία) και κυρίως να αφήσεις ίχνη (μεγάλα ή μικρά, αυτό εξαρτάται από τις συνθήκες) να τα βρουν οι επόμενοι και να φτάσουν ακόμα παραπέρα (όπως και στη σκηνή που ο Μουρίκης λέει «λείπουν οι άνθρωποι» για να πάρει απάντηση ότι «δε λείπουν, έχουν αφήσει τα ίχνη τους», απόντες ήταν αυτοί που δεν άφησαν ούτε ένα μικρό ίχνος από το πέρασμά τους ή ακόμα χειρότερα αυτοί που έσβησαν τα ίχνη που με κόπο είχαν αφήσει ή έφτυσαν απάνω τους).
Τρας, η γενίκευση σε επίπεδο γενιάς είναι πάντα λίγο άδικη κι αφοριστική. Δυστυχώς για τη γενιά αυτή δεν είναι ένα απλό στερεότυπο χωρίς βάση. Αλλά ευτυχώς εσύ βρήκες μέσα στη μαυρίλα των ημερών από κάπου να πιαστείς (την επιστροφή της σορού του ζαχαριάδη στην ελλάδα) και πήρες διαφορετικό δρόμο;)
ΑπάντησηΔιαγραφήΑνώνυμε χωρίς ψευδώνυμο, δεν έχω να προσθέσω ή να αφαιρέσω τίποτα από την απάντηση που δίνεις στο ρητορικό ερώτημα που βάζεις. Ο ανδρέας μας είναι όντως συμπαθής, επειδή δε φοβάται να πει την αλήθεια (όχι λόγω του οίκτου που μας προκαλεί), αλλά αυτό δεν είναι αρκετό, εφόσον φοβάται να την αντιμετωπίσει.
Κατά τα άλλα, η κε συγκινήθηκε με το γκελ που έκανε το κείμενο στη βάση του μπλοκ και με όλα τα σχόλια των σφων αναγνωστών αλλά ειδικά με την επιστροφή του αλτουσεριανού φίλου, γιατί είναι φορές που σκέφτομαι πως οι σφοι/ομοϊδεάτες του έχουν σταματήσει να διαβάζουν το μπλοκ (και δικαιολογημένα ίσως από τη δική τους σκοπιά) κι είναι ευχάριστο να βλέπω πως υπάρχουν ακόμα εξαιρέσεις που επιβεβαιώνουν τον κανόνα.
Ένας ακόμη χαιταίος λιγότερος :)
ΑπάντησηΔιαγραφήhttp://www.tlife.gr/Article/news-xristos-thivaios-allaksae-malli/0-9-71432.html