Για την
ουσία της υπόθεσης του απεργού πείνας νίκου ρωμανού και τα όσα αυτονόητα
ζητάει, έχουν προλάβει και τα έχουν πει, πολύ καλύτερα απ’ ό,τι θα τα έγραφα
εγώ, άλλοι κόκκινοι ιστογράφοι (δες εδώ κι εδώ). Δε θα είχα λοιπόν τίποτα
ουσιαστικό να προσθέσω για την εκδικητική στάση των μηχανισμών του αστικού
κράτους, τα πολλαπλά και συνεχιζόμενα εγκλήματά τους που ξεκινάνε από το 08’
και τη δολοφονία του αλέξη γρηγορόπουλου, για τη στυγνή επιβεβαίωση του ταξικού
χαρακτήρα του λεγόμενου «κράτους δικαίου», κτλ. Συνεπώς, από τη δική μου πλευρά
θα ήθελα να σταθώ λίγο στις όποιες επιφυλάξεις τυχόν μπορεί να προβάλει κάποιος
σφος αναγνώστης σχετικά με την υπόθεση, επαναδιατυπώνοντας κάποιες που έχω
υπόψη μου και προσθέτοντας μερικές ακόμα, για να τις πιάσουμε συνολικά.
-Ο
ρωμανός είναι αναρχικός των βορείων προαστίων.
Επιχείρημα
που στην προκείμενη θυμίζει την αθλιότητα που αναπαραγόταν ευρύτατα στο
διαδίκτυο κι εκτός αυτού, για την κομμουνίστρια της εκάλης κανέλλη, όταν της επιτέθηκε
χυδαία ο κασιδιάρης και φραστικά, λίγους μήνες αργότερα, ο εξίσου χρυσαυγίτης
στύλιος.
-Δεν
πρόκειται για αγωνιστή του κινήματος, αλλά για επίδοξο ληστή τραπεζών.
Το οποίο
συνεπάγεται όμως πως ο ρωμανός δεν καταδικάστηκε για τρομοκρατική δράση, αλλά
με βάση το κοινό ποινικό δίκαιο. Κάτι που καθιστά ακόμα πιο προκλητική κι
αδικαιολόγητη την απαγόρευση που του επιβλήθηκε.
-Πολλές
καμπάνιες αλληλεγγύης των αναρχικών «λευτεριά στον τάδε ή στο δείνα» καταλήγουν
σχεδόν να αυτοτρολλάρονται και να αυτοαναιρούνται, απομακρύνοντας με τον τρόπο τους
τον κόσμο, αντί να τον ενημερώνουν και να φωτίζουν κάθε περίπτωση: ποια είναι
τα δεδομένα, ο στόχος, τα αιτήματα, κτλ.
Αυτό
δε μας απαλλάσσει ωστόσο από την ευθύνη να μαθαίνουμε τι ισχύει και να
παίρνουμε θέση σε αντίστοιχες περιπτώσεις.
-Ναι
αλλά το κίνημα αλληλεγγύης γύρω από το πρόσωπό του προσπαθεί να προσδώσει
πολιτικά-κινηματικά χαρακτηριστικά εκεί που δεν υπάρχουν. Χώρια το
αντικομματικό μίσος που ξερνάνε στις πορείες τους, όταν συναντάν τα γραφεία του
κκε, πχ στην εγνατία, στο κέντρο της θεσσαλονίκης –όπως θα γνωρίζουν από πρώτο
χέρι όσοι έχουν ζήσει στη λδ του βορρά. Κι είναι ζήτημα τι θα γίνει αν κοπεί το
νήμα της ζωής του ρωμανού και μάλιστα τόσο κοντά στην επέτειο της 6ης
δεκέμβρη και της δολοφονίας του γρηγορόπουλου από τον κορκονέα.
Θα μου
πεις, είναι τόσο ηλίθια τα κρατικά, αστικά επιτελεία κι η κυβέρνηση, για να
αφήσουν σε αυτή τη συγκυρία ένα φυλακισμένο να πεθάνει στα χέρια τους; Δεν μπαίνει
ζήτημα για την ηλιθιότητά τους όμως –κι αν έμπαινε, δεν ξέρω πολλούς που θα
αμφέβαλλαν γι’ αυτήν, χωρίς προφανώς η βλακεία τους να αποτελεί ελαφρυντικό
στοιχείο. Το τελευταίο διάστημα εξάλλου έχουν αποδείξει πολλές φορές πως η
τακτική τους είναι να τραβάν το σκοινί, για να δούνε αν/πόσο τους παίρνει,
οπότε είναι πολύ πιθανό να κοπεί κάποτε και να τους μείνει στα χέρια.
Σε όλα
αυτά κι όσα άλλα μπορεί να προσθέσει κανείς ως επιφυλάξεις για το ρωμανό και
τον πολιτικό χώρο στον οποίο τοποθετείται ιδεολογικά, η μόνη απάντηση είναι:
ναι, ίσως, αλλά: δεν είναι αυτό το ζήτημα. Δεν είναι αυτό το διακύβευμα που
κρίνεται, το επίδικο (για να πιάσουμε όλα τα κινηματικά ιδιόλεκτα), δεν είναι η
ουσία του πράγματος. Η ουσία είναι να μην πεθάνει ο ρωμανός και να
ικανοποιηθούν, έστω την ύστατη στιγμή, τα αυτονόητα και απόλυτα δίκαια –ακόμα και
με τα μέτρα της δικής τους ταξικής δικαιοσύνης- αιτήματά του.
Γιατί
μπορεί να ενδιαφέρει τους κομμουνιστές αυτή η υπόθεση;
Πέρα από
το προφανές που αναλύσαμε ως εδώ για την κατάφορη αδικία εις βάρος του απεργού
πείνας, υπάρχει κι ένας ακόμα πολύ σοβαρός λόγος. Ότι αυτά μπορεί να τα βρούμε
μπροστά μας στο άμεσο, προσεχές μέλλον, οπότε θα λειτουργήσουν ως προηγούμενο
που άνοιξε δρόμους. Όπως ακριβώς η (κατα)δίκη ατόμων που κατηγορούνταν για
συμμετοχή στη 17ν (η οποία δεν αποδείχτηκε ποτέ), κατ’ ουσίαν με βάση τα
φρονήματα και τη δράση τους ήταν η πρώτη «πειραματική» εφαρμογή του
εκτρωματικού τρομονόμου. Η καταγγελία των παραπάνω και του ευρύτερου κρατικού
σχεδιασμού δε σηματοδοτεί προφανώς καμία ταύτιση-συμμαχία-υπεράσπιση συνολικά της
17ν και του ρόλου της.
Θα
σημειώσω παρενθετικά πως μία από τις βασικές κατευθύνσεις της λαϊκής συμμαχίας
που βάζει στη δουλειά του το κόμμα, είναι πως απευθυνόμαστε σε όλους τους εργαζόμενους,
με βάση την ταξική τους θέση, ανεξάρτητα από το τι ψήφιζαν τα προηγούμενα
χρόνια. Επικρατεί δηλ το ταξικό κριτήριο κι όχι ο γεωγραφικός σχεδιασμός δεξιοί-αριστεροί,
που στενεύει και περιορίζει τη βάση αυτού του καλέσματος. Δεν ισχυρίζομαι πως
σε αυτή την περίπτωση υπάρχει αντίστοιχη, ταξική σκοπιά ή ότι άπτεται άμεσα της
συγκρότησης της λαϊκής συμμαχίας –αν και
αφορά συνολικά το μέτωπο υπεράσπισης των δημοκρατικών ελευθεριών. Ωστόσο, τηρουμένων των αναλογιών, αυτό που
πρέπει να μας απασχολεί είναι η ουσία της υπόθεσης, ανεξάρτητα από την
ιδεολογική-πολιτική τοποθέτηση του ατόμου που εμπλέκεται (αντιεξουσιαστής,
κτλ). Κλείνει η παρένθεση.
Τι συμβαίνει
όμως στην πραγματικότητα;
Κάποιοι
μιλάνε εκ του πονηρού για τείχος σιωπής από την πλευρά του κουκουέ,
επιχειρώντας ενδεχομένως να αντλήσουν πολιτική υπεραξία από αυτό το θέμα εις
βάρος του κόμματος. Και μόνο η αναφορά του χτεσινού ρίζου θα αρκούσε για να
καταρρίψει καταρχάς την αβάσιμη κατηγορία. Παράλληλα είναι σκόπιμο, κατά την
ταπεινή μου γνώμη, να βγάλει άμεσα το κόμμα μια ανακοίνωση σχετικά με το ζήτημα
και την ανάλγητη, εκδικητική στάση του αστικού κράτους. Αλλά η έμπρακτη
αλληλεγγύη δεν περιορίζεται σε αυτές τις πρωτοβουλίες.
Αυτό το
αγκάθι πάντως δεν είναι αποκλειστικό προνόμιο κάποιων «κακόψυχων σταλινικών», όπως
θα ήθελαν να το ερμηνεύσουν και να το γενικεύσουν κάποιοι, αλλά πτυχή μιας
συνολικής παθογένειας, που συναντάται στον ένα ή τον άλλο βαθμό σε όλους τους χώρους.
Και βασίζεται στη λογική πως η αλληλεγγύη μας σταματά στα όρια της δικής μας οργάνωσης
ή έστω του ευρύτερου, σύμμαχου χώρου και έξω από αυτά αποκτά στην καλύτερη
συμβολικό χαρακτήρα –εάν υπάρχει. Υπάρχουν πολλά χαρακτηριστικά παραδείγματα
που δείχνουν από την ανάποδη τις επιλεκτικές ευαισθησίες κάποιων αλληλέγγυων (από
την απουσία τους στα αγροτοδικεία και τις δίκες των κομμουνιστών που εμπόδισαν
στον πόλεμο της γιουγκοσλαβίας τη διέλευση των νατοϊκών στρατευμάτων, μέχρι άλλες
πιο πρόσφατες περιπτώσεις). Όπως αντίστοιχα κι αρκετά παραδείγματα εκατέρωθεν
που ξεπερνάνε το παραπάνω στερεότυπο –αναφέρω ενδεικτικά ως πιο κοντινό σε μένα
τη δίκη του ναρίτη πατέρα μου, που διαδήλωνε το 99’, στον πρώτο διαγωνισμό του
ασεπ.
Αυτά δεν
τα επικαλούμαι για να συμψηφίσω ή να δικαιολογήσω οτιδήποτε, αλλά για να
καταδείξω μια γενική κατάσταση και την επιτακτική ανάγκη να αλλάξει ριζικά. Οι κομμουνιστές
δεν έχουν τίποτα να περιμένουν ή να κερδίσουν ως αντάλλαγμα από τη δική τους στάση.
Ούτε πιο συμπαθείς θα γίνουν σε συγκεκριμένους χώρους με παράδοση
ετεροπροσδιορισμού, ούτε θα εξαργυρώσουν με εκλογικά ψηφαλάκια τη στάση τους,
για να γίνουν αριστερή κυβέρνηση. Οφείλουν όμως να πάρουν θέση, ακριβώς γιατί
είναι κομμουνιστές και νιώθουν σύντροφό τους (όχι με τη στενή οργανωτική
έννοια, αλλά με την ευρύτερη σημασία της λέξης) και συμπαραστέκονται αμέριστα
σε όποιον τρέμει από αδικία ή την υφίσταται.