Έκλεισε την πόρτα πίσω του και γύρισε να την κλειδώσει,
πιο πολύ από συνήθεια, παρά γιατί είχε κάποια πράγματα αξίας, που φοβόταν μην
του τα πάρουν. Κάποια αντικείμενα είχαν βέβαια συναισθηματική αξία και ήταν
αναντικατάστατα, αλλά συνάμα κι άχρηστα για τις χυδαίες υλικές ανάγκες ενός
διαρρήκτη. Αν και το μόνο χυδαίο που έβρισκε, αλήθεια, σε όλα αυτά, ήταν πώς
είχε αποσυνδεθεί ο υλισμός ως έννοια από τη φιλοσοφία, για να τον συνδέσουν,
ξέρω ‘γω, με την τριλογία: μαμ – κακά και νάνι.
Κάλεσε το ασανσέρ κι άκουσε πάλι φωνές από το διπλανό
σπίτι, τη γειτονοπούλα να σκοτώνεται με τη μάνα της και να τρώει λίγο-λίγο κάθε
μέρα το μέσα της, ενώ η άλλη (νόμιζε πως) τρεφόταν απ’ όλο αυτό. Από αυτούς
τους καβγάδες χωρίς λόγο και με σουρεάλ διαλόγους, που φαίνονται σχεδόν
διασκεδαστικοί, όταν τους βλέπεις απέξω, μέχρι να πάρει κι εσένα η μπάλα. Αλλά
πώς να μην τρώγονται, αφού η μικρή κοντεύει πια τα τριάντα και μένει ακόμα μαζί
της, από ανάγκη κι όχι επειδή το θέλησε ή πχ γιατί τα παιδιά στην Ελλάδα αργούν
να απογαλακτιστούν από τους γονείς τους. Και πού να πάνε;
Προσπέρασε στην είσοδο τα γραμματοκιβώτια με τους
φακέλους των λογαριασμών, που έμεναν ανεπίδοτοι στη θέση τους, λες και έτσι ο
ένοικος θα γλίτωνε το χαράτσι, ή μάλλον γιατί φοβόταν τι θα αντικρίσει, κι
ύστερα θα έπρεπε, ακολουθώντας έναν παλιό, άγραφο κανόνα, να σκοτώσει το
ταχυδρόμο για την άσχημη είδηση που του έφερε.
Βγήκε έξω για καθαρό αέρα. Σε κάθε γωνία μύριζε αμμωνία
κι η μέρα τον τραβούσε απ’ τα μαλλιά. Ένα περιστέρι, που θα μπορούσε να ήταν κι
άσπρο, αν δεν είχε ξεβάψει, κάθισε στο σύρμα και κουτσούλησε ένα πεζούλι, όπου
κάθονταν κάποιοι πρόσφυγες. Τα σύρματα της κεντρικής λεωφόρου ήταν γι’ αυτά
κάτι σαν δημόσια αποχωρητήρια, όπως είχε γίνει δηλαδή και όλο το κέντρο της
πόλης μια χαβούζα, χωματερή ψυχών, που τους πετούσαν εκεί σαν σκουπίδια.
Ένας κουλουρτζής έστηνε τον πάγκο με την πραμάτειά του.
Στη γωνία ένα πρεζάκι με άδειο βλέμμα και δυο τρύπες για μάτια, σαν τα
κουλούρια παραδίπλα, έψαχνε να γεμίσει την τρύπα στη ζωή του με ουσίες, για να
καταφέρει μια τρύπα στο νερό ή μάλλον στο δέρμα του. Και η ζωή να περνάει
λαθραία και να μοιράζει κουλούρια, σαν δασκάλα σε όσους έχασαν κάθε όρεξη να
την ακολουθήσουν.
Κι
εγώ ξεκάρφωτος μαζί και καρφωμένος
Του
λέω με στιλ πως είναι όμορφη η ζωή
Προχώρησε στην καφετέρια, όπου είχε ραντεβού με τον παλιό
του συμμαθητή. Βαριόταν αφόρητα τη συμβατική υποχρέωση όπου είχε μπλέξει, αλλά
είχε αρνηθεί ήδη δύο φορές και δεν τον έπαιρνε τρίτη. Και έτσι τώρα έπρεπε να
ανεχτεί για τις επόμενες ώρες τα σοφά αποφθέγματα για τους καλούς και άξιους
που προχωράν και ανταμείβονται, όπως στις ελληνικές ταινίες, να υποστεί την
περιαυτολογία του συμμαθητή του, τη διαφορετική του φιλοσοφία. Και το πιο
χυδαίο τελικά ήταν που η φιλοσοφία ως έννοια είχε μπλέξει με τόσο
φιλοχρήματους, «υλιστές» τύπους...
-.-.-
«Γιατί να μη δούμε το ποτήρι μισογεμάτο; Να σταθούμε στη
θετική πλευρά της ζωής; Στα μικρά πράγματα που μας κάνουν ευτυχισμένους;»
Πήρε το δρόμο του γυρισμού, παίζοντας νοερά στο μυαλό του
όλα όσα είχε ακούσει. Γιατί να μη δούμε τις μικρές λεπτομέρειες που κρύβουν τον
ελέφαντα στο δωμάτιο; Την κρίση ως ευκαιρία για δημιουργία; Όλα τα μικρά,
καθημερινά που μπορούμε να αλλάξουμε; Το καφάσι που πιάνει τη θέση για το
παρκάρισμα, τις τσίχλες στο μετρό ή τα καθαρά μας νύχια, καθώς βουλιάζουμε στο
βούρκο, το παγκάκι που φιλούσες την κοπέλα σου και το ξήλωσαν... Γιατί να
αφήσεις να σε τυλίξει το συννεφάκι της απαισιοδοξίας και της μιζέριας;
Γιατί να μη φτιάξουμε ένα κολάζ με ωραίες, καθημερινές
στιγμές; Μια φούστα που σηκώθηκε μαζί με το... ηθικό σου, η ταχινόπιτα που
έφαγες για πρωινό, το Κινέζικο όπου πήγες με τους φίλους σου το βράδυ, η ακριβή
γραβάτα που πήρες, μια ατάκα που διάβασες στο τουίτερ, μια φωτό που πήρε πολλά like στο face, οι νότες από το σουξέ που σου ‘χει κολλήσει από
χτες, μια έξυπνη διαφήμιση που είδες, το γκολ που έβαλε ο παικταράς, ένα γατάκι
που τάισες, οι διάχυτες ευαισθησίες σου...
Ξάφνου το σκηνικό αλλάζει και το περιβάλλον σου δίνει τη
μουσική υπόκρουση. Οι κόρνες φτάνουν σα μελωδία στα αυτιά, τα κομπρεσέρ δίνουν
το ρυθμό, οι εργάτες που ιδρoκοπάνε κάτω απ’ τον ήλιο δεν αναψοκοκκινίζουν απ’
το ζόρι, αλλά από τον έρωτα που παρυφεί στα μάγουλά τους. Οι μετανάστες στα
παγκάκια δεν είναι πρόσφυγες, απλώς λιάζονται και ρεμβάζουν. Κι οι πεταμένες
σύριγγες είναι σαΐτες και βελάκια, που απλώς δε βρήκαν στόχο στο παιχνίδι.
Κι η θετική πλευρά της ζωής είναι πως εσύ, ο υπέροχος
μοναδικός σου εαυτός, είναι κάτι ξεχωριστό, που δεν τον αγγίζουν όλα αυτά,
είναι κάτι υπεράνω, διαφορετικό. Δεν είναι εργάτης, ούτε πρόσφυγας, άστεγος,
πρεζάκι (κάνα τσιγαράκι πού και πού δε βλάπτει). Είσαι εσύ κι είναι τόσο
μοναδικό, τόσο υπέροχο, τόσο εαυτός σου, που απολαμβάνεις κάθε στιγμή αγαπώντας
εσένα κι όσα σου συμβαίνουν, κάθε ψηφίδα από το κολάζ με τις χαρούμενες σκέψεις
σου. Και θες να διώξεις όλα τα άσχημα που απειλούν την τόση ομορφιά σου, που
θέλουν να σε μαυρίσουν, να σε μιζεριάσουν, να σου χαλάσουν τη θετική
σκέψη-ενέργεια, την ψυχολογία· να τα κλείσεις σε μια παρένθεση, αριστερή,
δεξιά, κεντρώα, δεν έχει σημασία, να τα πάρει το Ποτάμι, να ξεβρωμίσει ο τόπος.
Και να αφήσεις τους άλλους να γίνουν κι αυτοί συλλέκτες
ωραίων στιγμών, να βρουν το δικό τους δρόμο για την ευτυχία, αρκεί να μην
μπαίνουν εμπόδιο στο δικό σου, γιατί κάπου διάβασες πως αυτό σημαίνει ελευθερία.
Για σένα είναι η ζωή και οι ελευθερίες της...
Κι όσο για αυτούς που κολυμπάνε καθημερινά στην κοιλάδα
των δακρύων, αυτούς που πνίγονται στο αρχιπέλαγος, που βλέπουν τον εαυτό τους
και τα όνειρά τους να βουλιάζουν στη στεριά, ψάχνοντας ένα αποκούμπι...
ΚΚΕ, σκούπισε τα μάτια σου...
Αν ήμουν Θεοδωράκης θα σε έβαζα πρώτο στη λίστα στο επικρατείας. Και όλα αυτά μόνο με δημιουργική φαντασία. Χωρίς κανένα κόστος. Να τα λέμε και αυτά να τα ακούνε κάποιοι κολλημένοι. Δεν θα σου πω ότι έγραψες, το θεωρώ προσωπολατρικό. Θα σου πω ότι νιώθεις, το θεωρώ πιο τιμητικό.
ΑπάντησηΔιαγραφήΒ.Δ.
Ευτυχώς που δεν είσαι, γιατί θα έπρεπε να σου αρνηθώ.
ΑπάντησηΔιαγραφήΥγ: Συντάσσομαι από θέση αρχής, κατά της προσωπολατρίας.
Αλλά πρέπει να δεις την ετικέτα προσωπολατρία που έχει στο ανενεργό μπλοκ του το ΛΣ και το περιεχόμενο που της έδωσε.
Εγώ πάλι, είδα όνειρο σημαδιακό, όπου μου φανερώθηκε ο νέος μεσσίας του τόπου και του λαού!
ΑπάντησηΔιαγραφήΟι λαϊκοί ζωγράφοι τον ζωγράφιζαν με φωτοστέφανο στους τοίχους των φτωχικών μαχαλάδων και οι άνθρωποι του μόχθου, φιλούσαν το χέρι του , το αριστερό, στις αγορές και στα παζάρια...
"Άξιος - άξιος, Αλέξιος!" φωνάζοντας.
επικο (στην κυριολεξια) !!!
ΑπάντησηΔιαγραφήhttps://www.youtube.com/watch?t=9&v=RCPLhhSB8W0