Στην άσφαλτο ο κουρσάρος, με καράβι ένα Λάντα Νίβα,
πανιτέρα ρόσα τριουμφερά. Το Φεστιβάλ από τις τρεις και δέκα τελειωμένο, για να
μην ενοχλήσουμε τους αξιότιμους γείτονες σε ώρες κοινής ησυχίας. Αρκεί να
διαταράξαμε τουλάχιστον τον ταξικό λήθαργο ορισμένων και κάτι νυσταγμένες
συνειδήσεις που κουτουλάν από αυταπάτη σε αυταπάτη. Δίπλα στις τρεις γέφυρες,
του οκτάωρου οι πεσόντες, από τις τρεις κι εξήντα σκοτωμένοι, συρρέουν στο
μαγαζί, με πρώτο όνομα στη μαρκίζα τον Τερλέγκα. Οι αναμνήσεις νωπές, οι
συγκρίσεις αναπόφευκτες, όχι απαραίτητα με το καλλιτεχνικό πρόγραμμα ή τον
κόσμο που μάζεψε (κι εμείς Μάργκαρετ και Γιώργο Μάγγα είχαμε στην τελική), όσο
με το περιβάλλον και την έκφραση του προσώπου, τα άδεια βλέμματα των εδώ με τα
χαμόγελα που άφησες πίσω σου στο Ίλιο.
Έρχονται στο μυαλό οι φιγούρες κι ο χορός του Κουτσούμπα.
Τέτοιος ΓΓ
παληκαράς, λεβέντης και χορευταράς...
Και δώσ’ του γυροβολιές ο μερακλής γγ, να μη βάζει πισινό
κάτω και να χορεύει ζεϊμπεκιά από Μαργαρίτη, το κελί 33, όπου όλοι μέσα θε να
μπούμε, τώρα που θα μας βγάλουν στην παρανομία. Και να σου ένας κύκλος τριγύρω
του, οι μισοί να χειροκροτάνε κι οι άλλοι μισοί να τραβάνε βιντεάκια, όπως θα
παίρνει τις στροφές. Αρκεί να μην είναι πολύ απότομες, για να τις παρακολουθήσουμε
πολιτικά. Και να τα «γεια σου γραμματέα
με την παρέα σου» (δηλ τον Κατσώτη, που στο τέλος της βραδιάς ήταν
κατακόκκινος, από κάθε άποψη), από τη σύζυγο του Μάγκα, που του είχε ράψει ένα
χρυσό κοστούμι, για να μοιάζει, όπως είπε μια σφισσα, με Φερέρο Ροσέ.
-Κύριε Κουβανέ πρέσβη, μας κακομαθαίνετε.
-Έχουμε και τον πρέσβη του Βιετνάμ μαζί μας.
-Ναι αλλά αυτόν ποιος τον...
Και δώσ’ του σχόλια από μικροφώνου για τον ήλιο της
Ελλάδας (τον Κούτσι ντε), που θα λύσει όλα τα προβλήματα, όταν γίνει πρωθυπουργός.
Εντάξει, δεν είναι ακριβώς η γραμμή, αλλά δεν ήταν τουλάχιστον σαν τις
πετυχεσιές της Βιτάλη. Ενώ ο Μαργαρίτης μας είπε ότι χαίρεται που ήρθε στο
Φεστιβάλ της πιο αληθινής νεολαίας. Η λιγότερο αληθινή, όπου είχε πάει εκ
παραδρομής πέρσι, φέτος δε διοργανώνει καν Φεστιβάλ και βασικά είναι ζήτημα αν
και κατά πόσο υφίσταται στην πραγματικότητα.
Η ομιλία του ΓΓ, που θα την πιάσουμε σε άλλο νήμα πιο
αναλυτικά, δεν κράτησε ούτε καν 40(!) λεπτά, κι αναφέρθηκε ακροθιγώς στη
χτεσινή βομβιστική επίθεση στην Τουρκία –που κι αυτή απαιτεί ειδικό, ξεχωριστό
νήμα, για να την αναλύσουμε. Αλλά ήταν καταδικασμένη, σε κάθε περίπτωση, να
μείνει επικοινωνιακά στη σκιά της ζεϊμπεκιάς του Κουτσούμπα στη λαϊκή σκηνή.
Κάποιοι χάρηκαν για το μερακλή κι ανθρώπινο γραμματέα που έχουμε. Άλλοι μπορεί
να το θεώρησαν ψιλοστημένο, αν κι είναι φανερό πως δεν ήταν, ούτε έγινε μπροστά
σε κάμερες για το θεαθήναι. Είναι ενδεικτικό πως το θέμα δεν έπαιξε καν στον
902, αλλά σε προσωπικούς λογαριασμούς σφων στο ΦΒ, κι από εκεί το πήραν το Ποντίκι
και άλλα μέσα.
Και αξίζει να σταθεί κανείς στη σοβαρότητα και τη
σεμνότητα που αποπνέει το κομματικό πόρταλ. Μπορεί να φαίνονται (κι είναι)
στερεότυπες και ξύλινες κάποιες κλασικές φράσεις για τους νέους (ου μην και
νιους) που αντάμωσαν και γλέντησαν, για τους αεθαλείς (τέλος πάντων)
καλλιτέχνες που ξεσήκωσαν το κοινό, κτλ, αλλά ο 902 δεν πούλησε ποτέ παραέξω
το...«ανθρώπινο πρόσωπο» του ΓΓ ή άλλα τέτοια προσωποκεντρικά θέματα. Και δεν
έπαιξε καν το περιστατικό με τη Βιτάλη, προστατεύοντας περισσότερο την ίδια,
παρά τη δική μας στάση.
Ο εναλλακτικός τίτλος του σημερινού κειμένου, θα μπορούσε
να είναι «Φεστιβάλ παντός καιρού». Γιατί γάμος χωρίς κλάμα και κηδεία χωρίς
γέλιο δε γίνονται –είναι σαν Φεστιβάλ χωρίς βροχή. Αλλά ό,τι κι αν κάνει ο
καιρός (που μάλλον απαλά μας πήγε μες στην καρδιά του Φθινοπώρου) μπορεί το
πολύ-πολύ να αποθαρρύνει κάτι λιπόψυχους που (άκουσον, άκουσον!) κυκλοφορούν με
ομπρέλα, όταν βρέχει. Αλλά δεν μπορεί να αποτρέψει το χαμό και τον πανικό της
τρίτης και τελευταίας μέρας του Φεστιβάλ.
Όπως είπε και ο Λάκης με τα ψηλά ρεβέρ (τον γράφω έτσι,
για να μην τον μπερδέψω με το Μάκη με τα ψηλά ντεσιμπέλ, κι είναι κοντά το μι
με το λάμδα, σαν το μαρξισμό-λενινισμό): δεν
είστε και πάρα πολλοί σήμερα, μόλις δέκα χιλιόμετρα μακριά βρήκα να παρκάρω.
Και να φανταστείς πως αυτός (όπως κι ο Μάκης Παπαδόπουλος) βγήκε τη δεύτερη
μέρα, που δεν είχε φτάσει στο αποκορύφωμά της η προσέλευση.
Κάτι που μας φέρνει αντιμέτωπους με τους χρυσούς κανόνες
και τα μεγάλα λάθη που κάνει κάποιος στο Φεστιβάλ.
-Έλα μωρέ,
δεν κάνει πολύ κρύο σήμερα, δε θα πάρω ζακέτα.
-Τι τη θες
την ομπρέλα, αφού δεν έχει πολλά σύννεφα ο ουρανός.
-Λέω να
στρίψω από τη Δημοκρατίας, που δεν έχει κίνηση.
Θα βρούμε
και πιο εύκολα να παρκάρουμε, στο Καρφούρ.
-Θα βάλω
τα μαύρα παπούτσια, πόσο να σκονιστούν πια;
Κι εγώ λέω
να βάλω ανοιχτό, δε νομίζω να βρέξει.
-Άσε μωρέ
τις καρέκλες. Θα βρούμε άλλες στη λαϊκή.
Και πάει
λέγοντας.
Έτσι κλείνουμε τις εκκρεμότητες της δεύτερης μέρας. Ο
Λάκης ήταν πιο φορμαρισμένος από άλλες χρονιές, γιατί είχε περισσότερους
συμπαίκτες να τον ξεκουράσουν, περίπου σαν το Διαμαντίδη στο φετινό
Παναθηναϊκό, που έπαιζε την Πέμπτη το ντέρμπι με τον αιώνιο, πάνω στην πρώτη
μέρα. Αλλά συνηθισμένα τα βουνά απ’ τα χιόνια, εδώ μέχρι και συναυλία της Lady Gaga έβαλε παράλληλα το σύστημα, για να μας κόψει τη φόρα και
τον κόσμο. Και ο Λάκης (αφού μας είπε, κομπιάζοντας και με αρκετό τρακ, περίπου
ό,τι είχε δηλώσει και στο Ριζοσπάστη για το Φεστιβάλ, και την ασφάλεια που
ένιωθε για το μέλλον του γιου του) έκανε τα γνωστά παιχνίδια του,
«σταμάτα-ξεκίνα», με το κοινό.
-Και βάφω τις
κουρτίνες... (αυτός)
-Στο χρώμα που
μισούσες... (από κάτω)
-Α ωραία, το
ξέρετε, θα το πούμε άλλες πέντε φορές.
Και πριν αρχίσει η τελευταία φορά:
-Δε μου λέτε;
Θέλετε να βάψετε εσείς μία και να μισήσω εγώ;
Στη λαϊκή σκηνή, οι Εν Καρδία έπαιξαν λίγη ώρα αλλά
ξεσήκωσαν τον κόσμο και κάτι τσιγγανάκια που χόρευαν ασταμάτητα, παίζοντας το
παιχνίδι «πόση σκόνη μπορούμε να σηκώσουμε με τα πόδια μας». Ενώ στη νεανική
έπαιζαν Κολεκτίβα, Μουζουράκης και οι Σόμπερ (που έπαιξαν και μια διασκευή του
ύμνου του Εαμ).
Η τρίτη μέρα είχε βασικά Ζαραλίκο, μετά όλους τους
υπόλοιπους, και μετά το χάος και τη μελαγχολία για ένα ακόμα Φεστιβάλ που
τελείωσε και μας άφησε λίγο πιο γέρους από πριν.
Ο Ζαραλίκος εμφανίστηκε με μπλούζα «με λιγουρεύεστε;»
Μίλησε για τη διαδοχή της ΝΔ, τον Τζιτζικώστα και τον Τζιτζικοδιώχτη Άδωνη.
Σημείωσε μια μεγάλη αλήθεια, ότι δηλαδή παράγουμε περισσότερα «Μπέλα Τσάο» απ’
όσα μπορούμε να αντέξουμε –ιδίως τις μέρες του Φεστιβάλ. Αναφέρθηκε στον τάφο
του Ηφαιστίωνα και την υποθετική ανακοίνωση της Κετουκε της εποχής, πως τους
απλούς στρατιώτες τους τρώνε τα σκουλίκια και τα πουλιά, ενώ για τον πούστη
πήγε κι έχτισε ολόκληρο παλάτι –όχι με αυτή τη διατύπωση προφανώς, αλλά με
κάποια σύνθετη λέξη, που κανείς δε θα καταλάβει, πχ λυκοσυμμαχία. Είπε για τον
χρυσαυγίτη, που δεν αναπνέει, όταν υπάρχει αφρικανική σκόνη στην ατμόσφαιρα και
πάει να σκάσει Για το «ηρέμησε» που είναι η κυρίαρχη λογική του Σύριζα και λύση
σχεδόν για πάσα ασθένεια (μνημόνιο, απολύσεις, νέα μέτρα), οπότε μαζεύεις
σωρευτικά τόσα ηρέμησε, για να
ξεσπάσεις πχ σε ένα φανάρι «άντε μπι-μπιπ μωρή» και να πετύχεις τελικά, με βάση
το νόμο του Μέρφι, αντί για γυναίκα ένα ντούκι, για να την κάνεις με ελαφρά
πηδηματάκια. Το οποίο κάποτε λεγόταν «κότα λιράτη», αλλά τώρα επί Σύριζα το
λέμε «στροφή προς το ρεαλισμό».
Για τον άνετο Συριζαίο, που στο ψευτοδίλημμα «ευρώ ή
δραχμή» απαντάει «ό,τι θέλετε, αλλά εντός ευρώ». Για την αφισοκόλληση της
Ανταρσυα, δηλ του Σεκ, που ξεπερνάει και τη δική μας (ε όχι). Και για τα
κνίτικα νιάτα του, όταν σαν γνήσιος σύντροφος έχυνε αντί για σπέρμα αλευρόκολλα.
Για τη ζωή στον κόκκινο πλανήτη, όπου θα βρούμε γραφεία του Πασόκ και ίσως και
το άλλο μας μισό, για να γίνουμε 11 από 5,5%, σα δύο όρθια παλούκια στα πισινά
του συστήματος. Αλλά η καλύτερη ατάκα ήταν ίσως για την κεντρική σκηνή:
-Ποιος παίζει; Ο Μικρούτσικος; Αυτός ρε σφοι, τόσα χρόνια
«επτά σε παίρνει Αριστερά» τραγουδάει, κι όλο Πασόκ είναι...
Τι είπες τώρα...
Την ίδια στιγμή, λίγο πριν-λίγο μετά, βλέπαμε.
Το αεροπλανάκι (drone) να πετάει
χαμηλά πάνω απ’ τα κεφάλια μας, σίγουρος οιωνός πως θα βρέξει.
Το Μαργαρίτη (που έβγαλε πρόγραμμα τρεις ώρες σερί όρθιος,
χωρίς να καθίσει λεπτό) να λέει ένα τραγούδι στα τούρκικα, γιατί «δεν έχουμε τίποτα
να χωρίσουμε μεταξύ μας».
Το μάγο Τριστάν (χωρίς τους άλλους μάγους της παλιάς καλής
Ντέπορ) να κάνει τα κόλπα του υπό τους ήχους του Μάικλ Τζάκσον (ένα όνειρο έγινε
πραγματικότητα) και του Smooth Criminal, προκαλώντας
μου συνειρμούς του στιλ: Stalin, the smooth communist.
Και στο καπάκι να προειδοποιεί τα παιδιά να μην τα
επιχειρήσουν μόνα τους στο σπίτι, γιατί οι φωτιές είναι αληθινές. Ναι αλλά αξίζει
φίλε να υπάρχεις για ένα όνειρο, και ας είναι η φωτιά του να σε κάψει.
Τον κόσμο να γεμίζει ασφυκτικά και τις τρεις σκηνές και
να μη φεύγει με τίποτα, ζητώντας πάντα κι άλλο, λίγο ακόμα, ένα ανκόρ. Για αυτό
και η κε του μπλοκ θα επανέλθει στο θέμα με ένα καταληκτικό κείμενο.
Στους χρυσούς κανόνες θα έβαζα και το "Όταν φτάσεις πάρε με τηλέφωνο να βρεθούμε"
ΑπάντησηΔιαγραφή