Επειδή σήμερα η κε του μπλοκ τρέχει και δε φτάνει μια πρόωρη αναδημοσίευση από το Ατέχνως και μια λογοτεχνίζουσα προσπάθεια που δέχεται κάθε καλόπιστη κριτική.
Είχε λίγη ώρα για σκότωμα κι είπε να χαρεί την ανοιξιάτικη λιακάδα. Διάλεξε ένα παγκάκι σε μία από τις πλατείες του κέντρου, όπου βρίσκει καταφύγιο, σαν είδος υπό εξαφάνιση, η παλιά παραδοσιακή Αθήνα, που παρακμάζει, γερνάει και πεθαίνει. Χάζεψε τις γειτονικές φιγούρες, που ξαπόσταζαν στη σκιά της εκκλησίας του Παντελεήμονα, ράθυμες, καλοσυνάτες, πρόθυμες να ελεήσουν τους πάντες, όσους είχαν ανάγκη, αρκεί να μη διέφεραν στο χρώμα και τη θρησκεία τους.
Το βλέμμα κόλλησε σε μια γλυκιά κοπέλα, που θα μπορούσε να είναι κι η Βάσια Παναγοπούλου στα νιάτα της, σε εκείνη την ταινία που ονειρευόταν ξύπνια κι έβλεπε το Γαρδέλη με φωτοστέφανο, στη θέση του άγιου. Η κοπέλα απέναντί του όμως αγνοούσε τον ωραίο νοερό παραλληλισμό του, ακόμα και την ταινία ίσως, λόγω ηλικίας, κι είχε αφοσιωθεί σε ένα περιστέρι που περνούσε κοντά της προς αναζήτηση τροφής, λες και την προκαλούσε να το πιάσει, για να ποζάρουν για μια κόπια του Πικάσο, από τον κλασικό πίνακα.
Και το δικό του μυαλό όμως ήταν χίλια κομμάτια, μια μικρογραφία της Γκερνίκα -που ελάχιστοι τη λένε έτσι- και δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί, για να απολαύσει το ωραίο. Σα να ενοχοποιούσε ασυνείδητα τη χαρά και να κατέστελλε κάθε υποψία της.
Το περιστέρι κινήθηκε λίγο προς τα δεξιά, όπου ένας γέρος κρατούσε ψωμί και το έκοβε σε ψίχουλα, για να ταΐσει τα πουλιά. Άρτος και θεάματα, σε διπλανά κάδρα, με τη βιολογική ανάγκη να υπερισχύει, πάντα, της αισθητικής.
Εστίασε κι αυτός με τη σειρά του στο γέρο. Γενικά έβλεπε τη φιλοζωία ως ομολογία αποτυχία στις σχέσεις με τους ανθρώπους, που έχουν σοβαρά συγκριτικά μειονεκτήματα. Έχουν άποψη, αντιρρήσεις και δε θα σου δείξουν ποτέ την προσοχή που σου δίνει ένα ζωντανό, όταν κρατάς την τροφή του, εκτός αν φτάσουν στα όρια της αποκτήνωσης, όπως συνέβαινε συχνά σ’ αυτή τη γειτονιά. Από την άλλη μπορεί να ήταν απλώς η ανάγκη ενός παππού να συνεχίσει να δώσει, να κρατηθεί στη ζωή μοιράζοντάς την.
Πρόσεξε το στόμα του που είχε μείνει ανοιχτό, την παιδική αφέλεια στο γερασμένο πρόσωπο, το συμβολισμό με το σουσάμι από το ψωμί που κρατούσε στα χέρια. Υποψιάστηκε μια δόση ανέμελης ευτυχίας πίσω από την εικόνα και ένιωσε προς στιγμήν σαν Αλή Μπαμπάς που ήθελε να την κλέψει, για να τη χαρεί αυτός.
Πάντα θα βρεθεί όμως μια μικρή λεπτομέρεια της πραγματικότητας να σου χαλάσει έναν ωραίο συλλογισμό. Μια ξερακιανή ασπρομάλλα, που μπορεί να ήταν κι η γυναίκα του γεράκου, από αυτές που υπάρχουν για να τους φταίνε τα πάντα και λες πως δεν “έχουν τη ζωή πολύ, πάρα πολύ αγαπήσει”, τον πλησίασε και άρχισε να του φωνάζει, γιατί λες; Επειδή έριχνε τα ψίχουλα κάτω, σα να λέρωνε το νοερό, τσιμεντένιο τραπεζομάντιλο που είχε στρώσει με τόσο κόπο στο μυαλό της. Κι έστησαν έτσι ένα μίζερο, ανούσιο καβγά, μάλλον για να τη σπάσουν ο ένας στον άλλο, παρά για να βγάλουν άκρη. Ό,τι έκαναν δηλαδή λίγο πιο πέρα για ένα κομμάτι ψωμί, δυο τροφαντά περιστέρια, που ήταν κάποτε πιτσουνάκια. Αλλά αυτά τουλάχιστον είχαν κίνητρο.
–Πού πας χωρίς αγάπη, στον ήλιο, τη βροχή…
Ξύπνησε απότομα από την ονειροπόληση με τις φωνές κι αναρωτήθηκε τι μπορεί να είχε ζηλέψει πριν από λίγο σε αυτό το θλιβερό θέαμα και σε ένα ανοιχτό στόμα, φαντασιακό σύμβολο του λαού κατά μία έννοια, που κατάπινε αμάσητο ό,τι παραμύθι της Χαλιμάς του σέρβιραν οι σαράντα κλέφτες και νανούριζε την ταξική του συνείδηση, με εύκολες υποσχέσεις για ένα χαρούμενο, παιδικό τέλος.
Και ζήσανε οι αστοί καλά, και μη χειρότερα…
Τραβηγμένος συνειρμός, σκέφτηκε μέσα του. Ίσως τελικά το μόνο που ζήλεψε πραγματικά να ήταν η ανεμελιά που πηγάζει από την απουσία τέτοιων συνειρμών, την υποχρέωση να υπάρχει κάποιο νόημα σε όλα: τη σκοτωμένη ώρα, τα περιστέρια της πλατείας, τον καβγά τους για ένα κομμάτι ψωμί, τους Κατσιμιχαίους, και τη δεξιά πορεία τους για να το πάρουν. Ένα στόμα που χάσκει ανοιχτό, τη σπηλιά του Αλή Μπαμπά, το σπήλαιο του Πλάτωνα, το πλατωνικό ενδιαφέρον του για την κοπέλα απέναντι, που βαρέθηκε να περιμένει την κίνησή του, και είχε φύγει.
Μα δεν είναι όλα σοσιαλιστικός ρεαλισμός σε αυτή τη ζωή, για να έχουν νόημα. Πώς να είναι δηλαδή ρεαλισμός με τόση ανάγκη για μια διέξοδο στα παραμύθια; Και πώς να είναι σοσιαλιστικός εξάλλου, χωρίς να έχουμε σοσιαλισμό;
Είδε μπροστά του δυο άλλα περιστέρια να μαλώνουν σα μικρά αρπακτικά, κι ας είναι το σύμβολο της ειρήνης. Άνοιξε πάλι το κουτί με τους συνειρμούς και άρχισε να πλάθει συμβολισμούς και νοήματα στο μυαλό του.
Είχε λίγη ώρα για σκότωμα κι είπε να χαρεί την ανοιξιάτικη λιακάδα. Διάλεξε ένα παγκάκι σε μία από τις πλατείες του κέντρου, όπου βρίσκει καταφύγιο, σαν είδος υπό εξαφάνιση, η παλιά παραδοσιακή Αθήνα, που παρακμάζει, γερνάει και πεθαίνει. Χάζεψε τις γειτονικές φιγούρες, που ξαπόσταζαν στη σκιά της εκκλησίας του Παντελεήμονα, ράθυμες, καλοσυνάτες, πρόθυμες να ελεήσουν τους πάντες, όσους είχαν ανάγκη, αρκεί να μη διέφεραν στο χρώμα και τη θρησκεία τους.
Το βλέμμα κόλλησε σε μια γλυκιά κοπέλα, που θα μπορούσε να είναι κι η Βάσια Παναγοπούλου στα νιάτα της, σε εκείνη την ταινία που ονειρευόταν ξύπνια κι έβλεπε το Γαρδέλη με φωτοστέφανο, στη θέση του άγιου. Η κοπέλα απέναντί του όμως αγνοούσε τον ωραίο νοερό παραλληλισμό του, ακόμα και την ταινία ίσως, λόγω ηλικίας, κι είχε αφοσιωθεί σε ένα περιστέρι που περνούσε κοντά της προς αναζήτηση τροφής, λες και την προκαλούσε να το πιάσει, για να ποζάρουν για μια κόπια του Πικάσο, από τον κλασικό πίνακα.
Και το δικό του μυαλό όμως ήταν χίλια κομμάτια, μια μικρογραφία της Γκερνίκα -που ελάχιστοι τη λένε έτσι- και δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί, για να απολαύσει το ωραίο. Σα να ενοχοποιούσε ασυνείδητα τη χαρά και να κατέστελλε κάθε υποψία της.
Το περιστέρι κινήθηκε λίγο προς τα δεξιά, όπου ένας γέρος κρατούσε ψωμί και το έκοβε σε ψίχουλα, για να ταΐσει τα πουλιά. Άρτος και θεάματα, σε διπλανά κάδρα, με τη βιολογική ανάγκη να υπερισχύει, πάντα, της αισθητικής.
Εστίασε κι αυτός με τη σειρά του στο γέρο. Γενικά έβλεπε τη φιλοζωία ως ομολογία αποτυχία στις σχέσεις με τους ανθρώπους, που έχουν σοβαρά συγκριτικά μειονεκτήματα. Έχουν άποψη, αντιρρήσεις και δε θα σου δείξουν ποτέ την προσοχή που σου δίνει ένα ζωντανό, όταν κρατάς την τροφή του, εκτός αν φτάσουν στα όρια της αποκτήνωσης, όπως συνέβαινε συχνά σ’ αυτή τη γειτονιά. Από την άλλη μπορεί να ήταν απλώς η ανάγκη ενός παππού να συνεχίσει να δώσει, να κρατηθεί στη ζωή μοιράζοντάς την.
Πρόσεξε το στόμα του που είχε μείνει ανοιχτό, την παιδική αφέλεια στο γερασμένο πρόσωπο, το συμβολισμό με το σουσάμι από το ψωμί που κρατούσε στα χέρια. Υποψιάστηκε μια δόση ανέμελης ευτυχίας πίσω από την εικόνα και ένιωσε προς στιγμήν σαν Αλή Μπαμπάς που ήθελε να την κλέψει, για να τη χαρεί αυτός.
Πάντα θα βρεθεί όμως μια μικρή λεπτομέρεια της πραγματικότητας να σου χαλάσει έναν ωραίο συλλογισμό. Μια ξερακιανή ασπρομάλλα, που μπορεί να ήταν κι η γυναίκα του γεράκου, από αυτές που υπάρχουν για να τους φταίνε τα πάντα και λες πως δεν “έχουν τη ζωή πολύ, πάρα πολύ αγαπήσει”, τον πλησίασε και άρχισε να του φωνάζει, γιατί λες; Επειδή έριχνε τα ψίχουλα κάτω, σα να λέρωνε το νοερό, τσιμεντένιο τραπεζομάντιλο που είχε στρώσει με τόσο κόπο στο μυαλό της. Κι έστησαν έτσι ένα μίζερο, ανούσιο καβγά, μάλλον για να τη σπάσουν ο ένας στον άλλο, παρά για να βγάλουν άκρη. Ό,τι έκαναν δηλαδή λίγο πιο πέρα για ένα κομμάτι ψωμί, δυο τροφαντά περιστέρια, που ήταν κάποτε πιτσουνάκια. Αλλά αυτά τουλάχιστον είχαν κίνητρο.
–Πού πας χωρίς αγάπη, στον ήλιο, τη βροχή…
Ξύπνησε απότομα από την ονειροπόληση με τις φωνές κι αναρωτήθηκε τι μπορεί να είχε ζηλέψει πριν από λίγο σε αυτό το θλιβερό θέαμα και σε ένα ανοιχτό στόμα, φαντασιακό σύμβολο του λαού κατά μία έννοια, που κατάπινε αμάσητο ό,τι παραμύθι της Χαλιμάς του σέρβιραν οι σαράντα κλέφτες και νανούριζε την ταξική του συνείδηση, με εύκολες υποσχέσεις για ένα χαρούμενο, παιδικό τέλος.
Και ζήσανε οι αστοί καλά, και μη χειρότερα…
Τραβηγμένος συνειρμός, σκέφτηκε μέσα του. Ίσως τελικά το μόνο που ζήλεψε πραγματικά να ήταν η ανεμελιά που πηγάζει από την απουσία τέτοιων συνειρμών, την υποχρέωση να υπάρχει κάποιο νόημα σε όλα: τη σκοτωμένη ώρα, τα περιστέρια της πλατείας, τον καβγά τους για ένα κομμάτι ψωμί, τους Κατσιμιχαίους, και τη δεξιά πορεία τους για να το πάρουν. Ένα στόμα που χάσκει ανοιχτό, τη σπηλιά του Αλή Μπαμπά, το σπήλαιο του Πλάτωνα, το πλατωνικό ενδιαφέρον του για την κοπέλα απέναντι, που βαρέθηκε να περιμένει την κίνησή του, και είχε φύγει.
Μα δεν είναι όλα σοσιαλιστικός ρεαλισμός σε αυτή τη ζωή, για να έχουν νόημα. Πώς να είναι δηλαδή ρεαλισμός με τόση ανάγκη για μια διέξοδο στα παραμύθια; Και πώς να είναι σοσιαλιστικός εξάλλου, χωρίς να έχουμε σοσιαλισμό;
Είδε μπροστά του δυο άλλα περιστέρια να μαλώνουν σα μικρά αρπακτικά, κι ας είναι το σύμβολο της ειρήνης. Άνοιξε πάλι το κουτί με τους συνειρμούς και άρχισε να πλάθει συμβολισμούς και νοήματα στο μυαλό του.
Ποτε το εγραψες αυτο ???
ΑπάντησηΔιαγραφήΓια απολιθωμα και μαλιστα Μπρεζνιεφικο ,πολυγραφοτατος και αρκουντως γλαφυρος ...
Ποσο μας εχουν λειψει τετοιες στιγμες ...
Ποσο σκαταδες μας εχει κανει τελικα αυτο το συστημα που να θεωρουμε πολυτελεια και οαση τετοιες ξεχασμενες καθημερινες απολαυσεις ...
Ποσο ξεχασαμε να κοιταμε τις ομορφες που περνουν και να τις ερωτευομαστε ...
Να παρατηρουμε τις γραφικες φιγουρες ,να κανουμε συνειρμους ...να ονειρευομαστε ...
Διαβαζοντας αντι να παω πισω στα παγκακια και τις πλατειες της νιοτης μου (καθοτι ραμολι) ,πηγα μπροστα !!!
και ειπα μεσα μου : Γαμωτι κι αυτα στον Σοσιαλισμο θα τα ξαναζησουμε ?
(αξιζει καμμια 300αρια σχολια τωρα αυτο ! αλλα ποιος να "κοντραρει" και τι ? βλεπεις ακομα δεν ειμαστε στην φαση να κουβεντιαζουμε "ηρεμα ηρεμα κι απλα " ....εχουμε αλλα ζορια ολοι μας )
Φέτος.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕ δεν πειράζει. Είναι στις νομοτέλειες του διαδικτύου. Δεν πάνε πάντα μαζί ποσότητα και ποιότητα;)