Η κε του μπλοκ αντιγράφει και δημοσιεύει μερικά πολύ ενδιαφέροντα αποσπάσματα από το ομώνυμο σχετικό κεφάλαιο στη δίτομη ιστορία του ελληνικού εμφυλίου που έγραψε ο Μαργαρίτης, που απαντούν στα εύκολα, αφοριστικά σχήματα για τα αίτια του πολέμου και τους παράγοντες που βάρυναν στην εξέλιξή του.
Οι ενδιάμεσες γενιές, που δεν πρόλαβαν να ζήσουν τα γεγονότα του Εμφυλίου και να συντηρήσουν από αυτόν πικρές, το συνηθέστερο, αναμνήσεις, έμαθαν να ζουν στη σκιά του (...) Αυτή η κατάσταση που ο γράφων γνώρισε και που αναμφισβήτητα επηρεάζει το έργο αυτό, δικαιολογεί και εξηγεί την αφιέρωση στην αρχή του βιβλίου. Το βιβλίο τούτο θέλει να μιλήσει για τα φαντάσματα που συνόδεψαν τα εφηβικά και νεανικά χρόνια του γράφοντα και της γενιάς του, να αποκαλύψει τα απαγορευμένα μυστικά που σφράγισαν τις τότε απόπειρες ερμηνείας του κόσμου μέσα στον οποίο ζούσαμε. Μια καθυστερημένη εκδίκηση, αν προτιμάτε, από το φράγμα της σιωπής που βρίσκαμε τότε μπροστά μας.
Αυτός ο κόσμος των φαντασμάτων ήρθε στο φως απότομα και λίγο βιαστικά. Την έξοδό του από το στερέωμα του αόριστου τη σηματοδότησαν γεγονότα πολιτικά, στηριγμένα σε ιδεολογίες, πεποιθήσεις, επιλογές και νομιμοποιητικά σχήματα της δική τους χρονικής συγκυρίας. (...) Αυτό που τότε συνέβη, όσο μπορούσαμε να το γνωρίζουμε, σύρθηκε στο κρεβάτι του Προκρούστη για να νομιμοποιήσει μεταγενέστερες θέσεις, αποφάσεις, ιδεολογίες και επιλογές. Νέα φαντάσματα προστέθηκαν στα παλιά.
Περιορίζομαι να αναφέρω μια διάχυτη αντίληψη που χρησιμοποιήθηκε πολύ στα τότε χρόνια. Το στρατόπεδο των ισχυρών, σύμφωνα με την άποψη αυτή, ήταν εκείνο της Αριστεράς, και οποιαδήποτε στιγμή, ως το 1948 τουλάχιστον, μπορούσε να φτάσει στη νίκη και το θρίαμβο ή, αντίθετα, να αποφύγει τις δύσκολες κι επικίνδυνες διαδρομές επιλέγοντας ελεύθερα και επιβάλλοντας στους πολεμίους του μια διαφορετική πολιτική. Αυτό, πάντα κατά τις διάχυτες αυτές απόψεις, δεν έγινε εξαιτίας μιας σειράς λόγων που πάντα είχαν να κάνουν με την ποιότητα της ηγεσίας του κινήματος. Σε μερικά ζητήματα αυτή φάνηκε πολιτικά -διανοητικά θα λέγαμε- υποδεέστερη των γεγονότων, σε άλλες περιπτώσεις λειτούργησε ως πειθήνιο όργανο συμφερόντων ευρύτερων, ξένων οπωσδήποτε ως προς τα συμφέροντα του εδώ κινήματος, σε άλλες δε στιγμές λειτούργησε ως περίτρομη ομάδα, αγνοώντας τις δυνάμεις του λαού και των ένοπλων ομάδων που αυτός μπορούσε, κατά βούληση, να συγκροτήσει.
Οι πολλαπλές εκδοχές των εν λόγω θέσεων εξακολουθούν να είναι κυρίαρχες και μια πρόχειρη δημοσκόπηση -σύμφωνα με τη μόδα των καιρών- που αποτόλμησα στο φοιτητικό χώρο, στο πλαίσιο της σχετικής μου ακαδημαϊκής παράδοσης και των εκδηλώσεων που τη συνόδεψαν, κατέληξε σε σταθερές, ως προς τούτο, διαπιστώσεις. Σε δείγμα τριακοσίων ατόμων που πήραν μέρος σε παράδοση και εκδηλώσεις στο Ρέθυμνο και το Ηράκλειο και στις εκατοντάδες ρωτήσεις ή παρεμβάσεις που έκαναν -το ενδιαφέρον υπήρξε πολύ μεγάλο- οι προβληματισμοί έδειξαν να επικεντρώνονται σε δύο ή τρία το πολύ ζητήματα: σε περισσότερες από τις μισές περιπτώσεις η κεντρική ιδέα ήταν γιατί ο Στάλιν "πούλησε" στους Άγγλους ή τους Αμερικανούς τους Έλληνες κομουνιστές (όπως τους Ισπανούς αντίστοιχους -τον καιρό εκείνο προβαλλόταν το κινηματογραφικό έργο "Γη και Ελευθερία" του Λόουτζ και το σχετικό ζήτημα ήταν επίκαιρο) ή έστω γιατί τους εμπόδισε να πάρουν την εξουσία ή κάτι παρόμοιο. Σε πολλές από τις υπόλοιπες η κεντρική ιδέα αναφερόταν μάλλον στους στρατιωτικούς ή πολιτικούς δισταγμούς της ηγεσίας του ΚΚΕ και επανέφερε σταθερά την περί αδιάκοπων "χαμένων ευκαιριών" φιλολογία.
Συναντούσε κανείς διάχυτη την πεποίθηση ότι το αντίπαλο της Αριστεράς στρατόπεδο βρισκόταν σταθερά, σε αποκαρδιωτική κατάσταση και ότι σε πλήθος στιγμών και συγκυριών αρκούσε μια επιθετική εναντίον του απόφαση -ένα "φύσημα" θα έλεγα- για να σκορπίσει στον άνεμο. Με λίγα λόγια, οι προβληματισμοί που ακούστηκαν στην πρόχειρή μου δημοσκόπηση ήταν πλήρως αναντίστοιχοι με εκείνους που απασχολούν τους παλιότερους ή που παρουσιάζονται αδιάκοπα στα ΜΜΕ.
Στον ακαδημαϊκό χώρο, η απόπειρά μου να αντιμετωπίσω αυτόν τον καταιγισμό σταθερών πεποιθήσεων στράφηκε, όπως ήμουν θεσμικά υποχρεωμένος, στη μεθοδολογική και θεωρητική ανάλυση του θέματος. Στην ουσία έφερα το ερώτημα αν οι πρίγκιπες, οι ηγεμόνες ορίζουν τα των ιστορικών εξελίξεων -όπως πίστευαν κατά την πριν από το Διαφωτισμό εποχή, με τη διαφορά ότι στην περίπτωση εκείνη οι ηγεμόνες ήταν θεόπνευστοι, απλά ενεργούμενα της Θείας Πρόνοιας- ή στο σημερινό επίπεδο της επιστήμης που υπηρετούμε, θα πρέπει ίσως να αναζητήσουμε πιο σύνθετους μηχανισμούς, σχέσεις, συσχετισμούς και διεργασίες που επηρεάζουν το εποικοδόμημα των πολιτικών αποφάσεων. Δε γνωρίζω πόσους έπεισα, ίσως να μην έπεισα κανένα. Ως παθών δε, δείχνω πλήρη κατανόηση για την κατάσταση: θυμάμαι τις ατελείωτες ώρες που πέρασα στα νεανικά, τα φοιτητικά μου χρόνια, να συζητώ επ' αυτών των θεμάτων, με τρόπο μαχητικό, στα όρια της σύρραξης ενίοτε, έχοντας τα ίδια εφόδια και επιχειρήματα με τους σημερινούς δημοσκοπούμενους. Αν δηλαδή ήταν καλός ή κακός ο Στάλιν, αν ο Ζαχαριάδης είχε επαφή με την πραγματικότητα, αν ο Άρης Βελουχιώτης ήταν η ενδεικνυόμενη λύση, αν ο Μάρκος περνούσε την περί του αντάρτικου θέση του και πολλά άλλα, ατέλειωτα αν και πάλι αν.
(Στη συνέχεια λέει ότι από μια άποψη νιώθει ανακουφισμένος καθώς η υπενθύμιση των νεανικών του παθών τον κάνει να μη νιώθει τελείως εκτός εποχής κι από την άλλη λέει πως ανασκαλεύοντας την ιστορία, αισθάνεται ταυτόχρονα ότι διώκει φαντάσματα, όπως οι Γκοστμπάστερς...)
(...)
Οι αδεξιότητες και η ακαταλληλότητα των σημαντικών, των ιστορικών προσώπων έχουν επίσης το μερίδιο ευθύνης τους στις διάχυτες εκτιμήσεις. Άνθρωποι επικίνδυνοι, σε θέσεις-κλειδιά, στη διάρκεια μιας εύφλεκτης και επικίνδυνης περιόδου. Από τη μια, οι παλαιοί πολιτικοί, που στην πλειοψηφία τους είχαν αναδειχθεί πριν από το 1936 και μετέφεραν μαζί τους όλα τα ελαττώματα της περιόδου. Τον κομματισμό, το πνεύμα του διχασμού, τις χωρίς όρια φιλοδοξίες που προκάλεσαν στο παρελθόν αυτό που πολλοί ερευνητές της περιόδου -κυρίως Άγγλοι και Αμερικανοί- διατυπώνουν ως "πάγια πολιτική αστάθεια" της χώρας. Από την άλλη, οι ηγέτες της Αριστεράς, που εύκολα κοσμούνται με το σύνολο των διαθέσιμων ελαττωμάτων από εχθρούς και φίλους... Αν έπαιρνε κανείς πολύ σοβαρά τις αξιολογήσεις αυτές θα κινδύνευε να εμπλακεί σε σύνθετες ιστορίες μυστηρίου, όπου άνθρωποι εντυπωσιακά άξιοι να διαβάσουν τα σημεία των καιρών, τις προσδοκίες, τα αιτήματα και τις διαθεσιμότητες κοινωνικών ομάδων δείχνουν αντίστοιχη ανικανότητα να ολοκληρώσουν το έργο τους στην πλέον εύκολη φάση του, σε εκείνη όπου οι συσχετισμού τους ευνοούν. Προφανώς ή βρισκόμαστε μπροστά στο ανεξήγητο ή, το πιθανότερο, κάτι τρέχει με τους συσχετισμούς.
Κι ένα ακόμα καίριο σημείο, για όσους αντιμετωπίζουν τον εμφύλιο ως ατύχημα
(...) Η αφετηρία προϊδέαζε για την ποιότητα της περιόδου και τον τρόπο που αξίζει να την αντιμετωπίσει κανείς. Ένα ατύχημα ήταν, ένα πισωγύρισμα, μια ανάξια για το έθνος περίοδος. Αρχίσαμε κάποτε να μιλάμε για τον Εμφύλιο, πόσο μα πόσο απαξιωτικά όμως. Στα πενήντα χρόνια που πέρασαν, έχουν δει το φως πολλές και αμφιλεγόμενες εκτιμήσεις για τις αιτίες που τον προκάλεσαν. Στον ακαδημαϊκό και το δημοσιογραφικό χώρο, στην πολιτική ή στις καθημερινές ανεπίσημες συζητήσεις των ανθρώπων έχουν ακουστεί και γραφεί πλήθος απόψεις για την τραγωδία. Το "πεπρωμένο της φυλής" και οι ιδιαιτερότητες του χαρακτήρα του Έλληνα κατέχουν εξέχουσα θέση σε αυτές τις αναλύσεις. Λαός παθιασμένος και ασυγκράτητος στις παρορμήσεις του, ο των Ελλήνων λαός έπεσε, για μια ακόμη φορά στην ιστορία του, θύμα παθών και κακών συμβουλών, από εκείνες που οι εσαεί υποβλέποντες την ελληνική δόξα ξένοι αφειδώς προσφέρουν. "Χρησιμοποιήθηκαν" οι Έλληνες, από δυνάμεις σκοτεινές, ως σφάγιο και ως πείραμα στο βωμό των μεγάλων, απρόσιτων και αδιαφανών συμφερόντων που κανοναρχούν τον κόσμο. Η θέση αυτή βρίσκεται διάχυτη στα σχετικά ιστορήματα και το σχολιασμό, στις εισαγωγές περίπου όλων των δημοσιευμένων μαρτυριών, των προσωπικών βιωμάτων που αποτελούν το βασικό όγκο του διαθέσιμου για τη μελέτη του Εμφυλίου υλικού. Είναι τόσο απόλυτη αυτή η εκδοχή που μετατρέπει τις προσωπικές αφηγήσεις σε ένα είδος περιήγησης, σε περιπλάνηση μέσα σε χώρους τραγωδίας στους οποίους ο εκάστοτε γράφων κινείται ως θύμα και όχι ως ενεργός συντελεστής των γεγονότων.
Αυτή η κυρίαρχη αντίληψη βρίσκεται εξίσου στις αριστερές και τις δεξιές πηγές, στις προερχόμενες και από τις δύο πλευρές του Εμφυλίου μαρτυρίες.
Οι ενδιάμεσες γενιές, που δεν πρόλαβαν να ζήσουν τα γεγονότα του Εμφυλίου και να συντηρήσουν από αυτόν πικρές, το συνηθέστερο, αναμνήσεις, έμαθαν να ζουν στη σκιά του (...) Αυτή η κατάσταση που ο γράφων γνώρισε και που αναμφισβήτητα επηρεάζει το έργο αυτό, δικαιολογεί και εξηγεί την αφιέρωση στην αρχή του βιβλίου. Το βιβλίο τούτο θέλει να μιλήσει για τα φαντάσματα που συνόδεψαν τα εφηβικά και νεανικά χρόνια του γράφοντα και της γενιάς του, να αποκαλύψει τα απαγορευμένα μυστικά που σφράγισαν τις τότε απόπειρες ερμηνείας του κόσμου μέσα στον οποίο ζούσαμε. Μια καθυστερημένη εκδίκηση, αν προτιμάτε, από το φράγμα της σιωπής που βρίσκαμε τότε μπροστά μας.
Αυτός ο κόσμος των φαντασμάτων ήρθε στο φως απότομα και λίγο βιαστικά. Την έξοδό του από το στερέωμα του αόριστου τη σηματοδότησαν γεγονότα πολιτικά, στηριγμένα σε ιδεολογίες, πεποιθήσεις, επιλογές και νομιμοποιητικά σχήματα της δική τους χρονικής συγκυρίας. (...) Αυτό που τότε συνέβη, όσο μπορούσαμε να το γνωρίζουμε, σύρθηκε στο κρεβάτι του Προκρούστη για να νομιμοποιήσει μεταγενέστερες θέσεις, αποφάσεις, ιδεολογίες και επιλογές. Νέα φαντάσματα προστέθηκαν στα παλιά.
Περιορίζομαι να αναφέρω μια διάχυτη αντίληψη που χρησιμοποιήθηκε πολύ στα τότε χρόνια. Το στρατόπεδο των ισχυρών, σύμφωνα με την άποψη αυτή, ήταν εκείνο της Αριστεράς, και οποιαδήποτε στιγμή, ως το 1948 τουλάχιστον, μπορούσε να φτάσει στη νίκη και το θρίαμβο ή, αντίθετα, να αποφύγει τις δύσκολες κι επικίνδυνες διαδρομές επιλέγοντας ελεύθερα και επιβάλλοντας στους πολεμίους του μια διαφορετική πολιτική. Αυτό, πάντα κατά τις διάχυτες αυτές απόψεις, δεν έγινε εξαιτίας μιας σειράς λόγων που πάντα είχαν να κάνουν με την ποιότητα της ηγεσίας του κινήματος. Σε μερικά ζητήματα αυτή φάνηκε πολιτικά -διανοητικά θα λέγαμε- υποδεέστερη των γεγονότων, σε άλλες περιπτώσεις λειτούργησε ως πειθήνιο όργανο συμφερόντων ευρύτερων, ξένων οπωσδήποτε ως προς τα συμφέροντα του εδώ κινήματος, σε άλλες δε στιγμές λειτούργησε ως περίτρομη ομάδα, αγνοώντας τις δυνάμεις του λαού και των ένοπλων ομάδων που αυτός μπορούσε, κατά βούληση, να συγκροτήσει.
Οι πολλαπλές εκδοχές των εν λόγω θέσεων εξακολουθούν να είναι κυρίαρχες και μια πρόχειρη δημοσκόπηση -σύμφωνα με τη μόδα των καιρών- που αποτόλμησα στο φοιτητικό χώρο, στο πλαίσιο της σχετικής μου ακαδημαϊκής παράδοσης και των εκδηλώσεων που τη συνόδεψαν, κατέληξε σε σταθερές, ως προς τούτο, διαπιστώσεις. Σε δείγμα τριακοσίων ατόμων που πήραν μέρος σε παράδοση και εκδηλώσεις στο Ρέθυμνο και το Ηράκλειο και στις εκατοντάδες ρωτήσεις ή παρεμβάσεις που έκαναν -το ενδιαφέρον υπήρξε πολύ μεγάλο- οι προβληματισμοί έδειξαν να επικεντρώνονται σε δύο ή τρία το πολύ ζητήματα: σε περισσότερες από τις μισές περιπτώσεις η κεντρική ιδέα ήταν γιατί ο Στάλιν "πούλησε" στους Άγγλους ή τους Αμερικανούς τους Έλληνες κομουνιστές (όπως τους Ισπανούς αντίστοιχους -τον καιρό εκείνο προβαλλόταν το κινηματογραφικό έργο "Γη και Ελευθερία" του Λόουτζ και το σχετικό ζήτημα ήταν επίκαιρο) ή έστω γιατί τους εμπόδισε να πάρουν την εξουσία ή κάτι παρόμοιο. Σε πολλές από τις υπόλοιπες η κεντρική ιδέα αναφερόταν μάλλον στους στρατιωτικούς ή πολιτικούς δισταγμούς της ηγεσίας του ΚΚΕ και επανέφερε σταθερά την περί αδιάκοπων "χαμένων ευκαιριών" φιλολογία.
Συναντούσε κανείς διάχυτη την πεποίθηση ότι το αντίπαλο της Αριστεράς στρατόπεδο βρισκόταν σταθερά, σε αποκαρδιωτική κατάσταση και ότι σε πλήθος στιγμών και συγκυριών αρκούσε μια επιθετική εναντίον του απόφαση -ένα "φύσημα" θα έλεγα- για να σκορπίσει στον άνεμο. Με λίγα λόγια, οι προβληματισμοί που ακούστηκαν στην πρόχειρή μου δημοσκόπηση ήταν πλήρως αναντίστοιχοι με εκείνους που απασχολούν τους παλιότερους ή που παρουσιάζονται αδιάκοπα στα ΜΜΕ.
Στον ακαδημαϊκό χώρο, η απόπειρά μου να αντιμετωπίσω αυτόν τον καταιγισμό σταθερών πεποιθήσεων στράφηκε, όπως ήμουν θεσμικά υποχρεωμένος, στη μεθοδολογική και θεωρητική ανάλυση του θέματος. Στην ουσία έφερα το ερώτημα αν οι πρίγκιπες, οι ηγεμόνες ορίζουν τα των ιστορικών εξελίξεων -όπως πίστευαν κατά την πριν από το Διαφωτισμό εποχή, με τη διαφορά ότι στην περίπτωση εκείνη οι ηγεμόνες ήταν θεόπνευστοι, απλά ενεργούμενα της Θείας Πρόνοιας- ή στο σημερινό επίπεδο της επιστήμης που υπηρετούμε, θα πρέπει ίσως να αναζητήσουμε πιο σύνθετους μηχανισμούς, σχέσεις, συσχετισμούς και διεργασίες που επηρεάζουν το εποικοδόμημα των πολιτικών αποφάσεων. Δε γνωρίζω πόσους έπεισα, ίσως να μην έπεισα κανένα. Ως παθών δε, δείχνω πλήρη κατανόηση για την κατάσταση: θυμάμαι τις ατελείωτες ώρες που πέρασα στα νεανικά, τα φοιτητικά μου χρόνια, να συζητώ επ' αυτών των θεμάτων, με τρόπο μαχητικό, στα όρια της σύρραξης ενίοτε, έχοντας τα ίδια εφόδια και επιχειρήματα με τους σημερινούς δημοσκοπούμενους. Αν δηλαδή ήταν καλός ή κακός ο Στάλιν, αν ο Ζαχαριάδης είχε επαφή με την πραγματικότητα, αν ο Άρης Βελουχιώτης ήταν η ενδεικνυόμενη λύση, αν ο Μάρκος περνούσε την περί του αντάρτικου θέση του και πολλά άλλα, ατέλειωτα αν και πάλι αν.
(Στη συνέχεια λέει ότι από μια άποψη νιώθει ανακουφισμένος καθώς η υπενθύμιση των νεανικών του παθών τον κάνει να μη νιώθει τελείως εκτός εποχής κι από την άλλη λέει πως ανασκαλεύοντας την ιστορία, αισθάνεται ταυτόχρονα ότι διώκει φαντάσματα, όπως οι Γκοστμπάστερς...)
(...)
Οι αδεξιότητες και η ακαταλληλότητα των σημαντικών, των ιστορικών προσώπων έχουν επίσης το μερίδιο ευθύνης τους στις διάχυτες εκτιμήσεις. Άνθρωποι επικίνδυνοι, σε θέσεις-κλειδιά, στη διάρκεια μιας εύφλεκτης και επικίνδυνης περιόδου. Από τη μια, οι παλαιοί πολιτικοί, που στην πλειοψηφία τους είχαν αναδειχθεί πριν από το 1936 και μετέφεραν μαζί τους όλα τα ελαττώματα της περιόδου. Τον κομματισμό, το πνεύμα του διχασμού, τις χωρίς όρια φιλοδοξίες που προκάλεσαν στο παρελθόν αυτό που πολλοί ερευνητές της περιόδου -κυρίως Άγγλοι και Αμερικανοί- διατυπώνουν ως "πάγια πολιτική αστάθεια" της χώρας. Από την άλλη, οι ηγέτες της Αριστεράς, που εύκολα κοσμούνται με το σύνολο των διαθέσιμων ελαττωμάτων από εχθρούς και φίλους... Αν έπαιρνε κανείς πολύ σοβαρά τις αξιολογήσεις αυτές θα κινδύνευε να εμπλακεί σε σύνθετες ιστορίες μυστηρίου, όπου άνθρωποι εντυπωσιακά άξιοι να διαβάσουν τα σημεία των καιρών, τις προσδοκίες, τα αιτήματα και τις διαθεσιμότητες κοινωνικών ομάδων δείχνουν αντίστοιχη ανικανότητα να ολοκληρώσουν το έργο τους στην πλέον εύκολη φάση του, σε εκείνη όπου οι συσχετισμού τους ευνοούν. Προφανώς ή βρισκόμαστε μπροστά στο ανεξήγητο ή, το πιθανότερο, κάτι τρέχει με τους συσχετισμούς.
Κι ένα ακόμα καίριο σημείο, για όσους αντιμετωπίζουν τον εμφύλιο ως ατύχημα
(...) Η αφετηρία προϊδέαζε για την ποιότητα της περιόδου και τον τρόπο που αξίζει να την αντιμετωπίσει κανείς. Ένα ατύχημα ήταν, ένα πισωγύρισμα, μια ανάξια για το έθνος περίοδος. Αρχίσαμε κάποτε να μιλάμε για τον Εμφύλιο, πόσο μα πόσο απαξιωτικά όμως. Στα πενήντα χρόνια που πέρασαν, έχουν δει το φως πολλές και αμφιλεγόμενες εκτιμήσεις για τις αιτίες που τον προκάλεσαν. Στον ακαδημαϊκό και το δημοσιογραφικό χώρο, στην πολιτική ή στις καθημερινές ανεπίσημες συζητήσεις των ανθρώπων έχουν ακουστεί και γραφεί πλήθος απόψεις για την τραγωδία. Το "πεπρωμένο της φυλής" και οι ιδιαιτερότητες του χαρακτήρα του Έλληνα κατέχουν εξέχουσα θέση σε αυτές τις αναλύσεις. Λαός παθιασμένος και ασυγκράτητος στις παρορμήσεις του, ο των Ελλήνων λαός έπεσε, για μια ακόμη φορά στην ιστορία του, θύμα παθών και κακών συμβουλών, από εκείνες που οι εσαεί υποβλέποντες την ελληνική δόξα ξένοι αφειδώς προσφέρουν. "Χρησιμοποιήθηκαν" οι Έλληνες, από δυνάμεις σκοτεινές, ως σφάγιο και ως πείραμα στο βωμό των μεγάλων, απρόσιτων και αδιαφανών συμφερόντων που κανοναρχούν τον κόσμο. Η θέση αυτή βρίσκεται διάχυτη στα σχετικά ιστορήματα και το σχολιασμό, στις εισαγωγές περίπου όλων των δημοσιευμένων μαρτυριών, των προσωπικών βιωμάτων που αποτελούν το βασικό όγκο του διαθέσιμου για τη μελέτη του Εμφυλίου υλικού. Είναι τόσο απόλυτη αυτή η εκδοχή που μετατρέπει τις προσωπικές αφηγήσεις σε ένα είδος περιήγησης, σε περιπλάνηση μέσα σε χώρους τραγωδίας στους οποίους ο εκάστοτε γράφων κινείται ως θύμα και όχι ως ενεργός συντελεστής των γεγονότων.
Αυτή η κυρίαρχη αντίληψη βρίσκεται εξίσου στις αριστερές και τις δεξιές πηγές, στις προερχόμενες και από τις δύο πλευρές του Εμφυλίου μαρτυρίες.
(1/3)
ΑπάντησηΔιαγραφήΜπρεζνιεφικό Απολίθωμα, ας μου επιτραπεί να προσθέσω στην ανάρτησή σου μερικά αποσπάσματα από το ίδιο βιβλίο που έστειλε πριν από δυο περίπου χρόνια ως σχόλια σε άλλο ιστολόγιο σχολιαστής με την υπογραφή «Απροσάρμοστος»· μου είχαν κάνει τότε εντύπωση. Καλή ανάγνωση!
Δεν ξέρουμε αν ο Δεκέμβρης αποτελεί προοίμιο του ελληνικού Εμφυλίου και αν η μάχη αυτή ήταν η πρώτη της νέας εμπλοκής. Το βέβαιο είναι ότι οι πολιτικές και στρατιωτικές επιδιώξεις της Αριστεράς έμοιαζαν, όσον αφορά τη σύνθετη σύλληψή τους και το υπερβατικό πνεύμα τους, στους αντίστοιχους σχεδιασμούς της ίδιας παράταξης στη διάρκεια του Εμφυλίου. Δεν πρόκειται για κανένα ενιαίο και σταθερό στρατηγικό δόγμα που χαρακτηρίζει το χώρο αυτό. Και στις δύο συγκυρίες, οι αφετηρίες και οι βάσεις της ένοπλης προσπάθειας της Αριστεράς ξεκινούσαν οπωσδήποτε από θέση αδυναμίας. Από τη σκοπιά αυτή ο Δεκέμβρης βρισκόταν στην ίδια φάση με τον Εμφύλιο.
(Γιώργος Μαργαρίτης, Ιστορία του Ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου 1946–1949, Τόμος 1, Τρίτη έκδοση, Ιούνιος 2001, Εκδόσεις Βιβλιόραμα, Αθήνα 2001, σελ. 69–70)
Σε σύγκριση με τους αντιπάλους του, που επωφελούνταν από τον πακτωλό εφοδίων που το συμμαχικό στρατόπεδο ήταν έτοιμο να στείλει στη μεταπολεμική Ευρώπη, το ΕΑΜ και ο ΕΛΑΣ βρίσκονταν σε ασύγκριτα μειονεκτικότερη θέση. Η διαπίστωση αυτή στένευε κατά πολύ τις δυνατότητες ελιγμών της ηγεσίας του και σίγουρα αποτελούσε μια βασική σταθερά στη λήψη των αποφάσεών της ― πολύ περισσότερο απ’ ό,τι οι ηθικές, διανοητικές ή οι ψυχικές διαθέσεις των μελών της, στις οποίες αποδίδονται συνήθως οι εξηγήσεις των επιλογών της. Εκεί βρισκόταν και η αιτία της ιδιαίτερης προσοχής με την οποία παρακολουθούσε τις διαθέσεις των εν δυνάμει φίλων και συμμάχων της στο εξωτερικό. Πέρα από οποιοδήποτε άλλο αίτημα συνδρομής, το βασικό ερώτημα που έθετε σταθερά η ηγεσία του ΚΚΕ στα αδελφά κομμουνιστικά κόμματα και στις φιλικές προς αυτήν κυβερνήσεις ήταν η δυνατότητα υλικής συνδρομής σε τρόφιμα, είδη πρώτης ανάγκης και πυρομαχικά. Τέτοιου είδους διαβήματα φαίνεται πως έγιναν κατά τη διάρκεια των Δεκεμβριανών και κατέληξαν σε αρνητικά αποτελέσματα. Είναι γνωστή η ιστορία με την αρνητική απάντηση του Δημητρώφ σε σχετικό αίτημα του ΚΚΕ, απάντηση που έφτασε τις παραμονές των διαπραγματεύσεων της Βάρκιζας και, σύμφωνα με τη γνώμη πολλών, υπήρξε καθοριστική για την υπογραφή της συμφωνίας. Ανεξάρτητα, πάντως, από τη λειτουργία αυτής της απάντησης, η ηγεσία της Αριστεράς τοποθέτησε, με βάση την εμπειρία του Δεκέμβρη, το ζήτημα της από το εξωτερικό ενίσχυσης στην πρώτη σειρά προτεραιοτήτων και προϋποθέσεων για την επιτυχία της ένοπλης αναμέτρησης στην Ελλάδα. Το δίδαγμα αυτό θα αποκτούσε ιδιαίτερο βάρος στις παραμονές έναρξης του Εμφύλιου Πολέμου.
(Γιώργος Μαργαρίτης, Ιστορία του Ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου 1946–1949, Τόμος 1, Τρίτη έκδοση, Ιούνιος 2001, Εκδόσεις Βιβλιόραμα, Αθήνα 2001, σελ. 76–77)
Και για την αντιγραφή: Παρατηρητικός
(2/3)
ΑπάντησηΔιαγραφήΤο γνωρίζουμε σήμερα, με την πολυτέλεια της ύστερης γνώσης, το διάβημα της Αριστεράς, ο αγώνας της και οι στόχοι του δεν είχαν ελπίδα επιτυχίας απέναντι στον κόσμο που ο τελευταίος μεγάλος πόλεμος δημιούργησε. Τα πρότυπά της, οι προτάσεις της έβλεπαν προς μια άλλη εποχή, τότε που οι κλειστές οικονομίες και οι κοινωνικές συλλογικότητες έδιναν μια διαφορετική ουσία στην έννοια της ανεξαρτησίας των εθνών. Στο πεδίο αυτό η Ελλάδα, πειραματικά και οπωσδήποτε άτυχα, βρέθηκε να προηγείται της εποχής της. Η στήριξή της από μακρινά, υπερατλαντικά οικονομικά κέντρα και η πλήρης αλλοτρίωση του παραγωγικού της δυναμικού από αυτά, μέσα από τις πολύμορφες κηδεμονικές σχέσεις, ισοδυναμούσαν με την απόλυτη ένταξή της στο σύστημα της «ελεύθερης αγοράς», όπως αργότερα θα γινόταν γνωστό. Αυτό το σύστημα, στον αστερισμό του οποίου ακόμη ζούμε, θα αποδεικνυόταν στη συνέχεια ισχυρός και ακαταμάχητος παράγοντας των εξελίξεων του 20ού αιώνα.
(Γιώργος Μαργαρίτης, Ιστορία του Ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου 1946–1949, Τόμος 2, Δεύτερη έκδοση, Ιούλιος 2001, Εκδόσεις Βιβλιόραμα, Αθήνα 2001, σελ. 640)
Οι τόσο στενές χρονικά και απόμακρες ποιοτικά ιστορικές καταστάσεις συχνά οδηγούν όσους τις μελετούν ή όσους επιθυμούν να τις γνωρίσουν στον πειρασμό σχεδόν φιλοσοφικών σκέψεων. … Η διαφορά του τραγικού χθες από το καταναλωτικό σήμερα προβάλλει τόσο έντονα ώστε προκαλεί απορίες και ερωτήματα περί του ματαίου των πραγμάτων: θα έδειχναν τόσο φανατισμό και τόση αγριότητα εκείνοι που συγκρούστηκαν με πάθος λίγες δεκαετίες πρωτύτερα αν μπορούσαν από κάπου να δουν τις σημερινές εικόνες;
Απάντηση στο ερώτημα δεν υπάρχει, όπως συμβαίνει κάθε φορά που αναζητούμε το νόημα της ιστορίας και τον χρυσό κανόνα που θα δίνει εξηγήσεις στις διαδρομές της ανθρώπινης μοίρας. Όπως εμάς σήμερα μας απασχολούν προβλήματα της δικής μας ζωής, της δικής μας ιστορίας και του δικού μας χρόνου, έτσι και τους προγόνους μας τους απασχολούσαν ερωτήματα του καιρού τους, καταστάσεις που ζητούσαν άμεσες απαντήσεις, αποφάσεις και πράξεις και που, φυσικά, δεν μπορούσαν να βασιστούν σε κανενός είδους προφητική ενόραση. Το γεγονός, όμως, ότι εμείς βλέπουμε τη μετέπειτα εξέλιξη, γνωρίζουμε τη μετέπειτα ροή των πραγμάτων, μας δημιουργεί έναν αέρα ανωτερότητας, αυτοπεποίθησης, που εύκολα μπορεί να μετατραπεί σε ειρωνεία.
… Δεν θέλω να ανοίξω μια συζήτηση που έχει μάλλον από καιρό κλείσει. Πιστεύω, όμως, ότι, πέρα από οτιδήποτε άλλο, η θέση … αντικατοπτρίζει την απόσταση που υπάρχει ανάμεσα στους οπλισμένους με τη γνώση των μετέπειτα και εκείνους που έζησαν και μάτωσαν στην ήδη παλαιά αυτή ιστορία. Την απαξίωση των τελευταίων, με άλλα λόγια.
… Δεν νομίζω ότι ο θάνατος δεκάδων χιλιάδων ανθρώπων μπορεί να αποδοθεί συρρικνωτικά στην ευπιστία, την αφέλεια και την παραπλάνησή τους. Η μελέτη μιας ιστορικής συγκυρίας … δίνει πολύ πιο ουσιαστικά επιχειρήματα και πειστικές απαντήσεις για το πώς ζουν ή πώς διαλέγουν (αν και όσο διαλέγουν) να πεθάνουν οι άνθρωποι.
(Γιώργος Μαργαρίτης, Ιστορία του Ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου 1946–1949, Τόμος 1, Τρίτη έκδοση, Ιούνιος 2001, Εκδόσεις Βιβλιόραμα, Αθήνα 2001, σελ. 30–31)
Και για την αντιγραφή: Παρατηρητικός
(3/3)
ΑπάντησηΔιαγραφήΟι μόνοι που δεν συμμερίζονταν αυτή την ατμόσφαιρα ήταν οι ίδιοι οι υπαίτιοι της ταραχής, οι μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού. Τη νύχτα της 15ης προς 16 Ιουλίου στράφηκαν προς τα Ζαγόρια και από εκεί προς τα ενδότερα της Πίνδου. Στο μεταξύ διάστημα οι πάντες ξέχασαν την επιχείρηση «Κόραξ». Κυβερνητικές δυνάμεις απ’ όλες τις πλευρές και τις περιοχές δράσης τους έσπευδαν με κάθε μέσο προς τα Γιάννενα, εγκαταλείποντας φυσικά όλα τα προβλεπόμενα από το σχεδιασμό.
Οι παρενέργειες αυτών των γεγονότων δεν σταμάτησαν εδώ. Από την άλλη πλευρά, εκείνη της Αριστεράς, έκτοτε άνοιξε μία ακόμη συζήτηση σχετικά με τη νέα χαμένη ιστορική ευκαιρία. Το ερώτημα έχει έντονα απασχολήσει τους ιστοριογράφους της περιόδου. Θα μπορούσαν οι αντάρτες να καταλάβουν τα Γιάννενα και να βάλουν σε μεγάλες περιπέτειες τόσο την πολιτική όσο και τη στρατιωτική ηγεσία του κυβερνητικού στρατοπέδου; Χάθηκε μία ακόμη «ιστορική ευκαιρία» της Αριστεράς, όπως τόσες άλλες που χαρακτηρίζονται και θεωρούνται τέτοιες; Γενικά, η απάντηση σε τέτοιου είδους ερωτήματα υποθετικού χαρακτήρα δεν μπορεί παρά να έχει μεταφυσική λογική και σημασία παρά τις ισχυρές επιδράσεις που συχνά ασκεί στο έργο των ιστορικών και των ιστοριογραφούντων. Εξετάζοντας από τεχνική πλευρά το ζήτημα, θα μπορούσαμε εύκολα να διαπιστώσουμε ότι με ανοικτούς τους δρόμους του Μετσόβου και της Άρτας μια τέτοια επιχείρηση του ΔΣΕ θα ήταν εξαιρετικά επικίνδυνη για τον ίδιο υπόθεση. Οι φόβοι και ο πανικός των κυβερνητικών παραγόντων δεν στηριζόταν σε πραγματικά δεδομένα. Η αποτυχία των αρχικών προθέσεων είχε, εξάλλου, οδηγήσει τους τελευταίους σε φανταστικές φοβίες. Ήταν, ας θυμίσουμε, η εποχή κατά την οποία πολλοί ανέμεναν την εμφάνιση διεθνών ταξιαρχιών στα πεδία των μαχών, στα πρότυπα του ισπανικού Εμφυλίου (Ζαφειρόπουλος Δημήτριος, Ο αντισυμμοριακός αγών, ό.π., σ. 247). Η τεχνική ανάλυση μάλλον όμως δεν έχει να κάνει τίποτε με το συγκεκριμένο ζήτημα.
(Γιώργος Μαργαρίτης, Ιστορία του Ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου 1946-1949, Τόμος 1, Τρίτη έκδοση, Ιούνιος 2001, Εκδόσεις Βιβλιόραμα, Αθήνα 2001, σ. 313 [Κεφάλαιο 17. Οι εκκαθαριστικές επιχειρήσεις του 1947: Ο πρώτος ελιγμός της Ηπείρου (8-16 Ιουλίου 1947]).
Και για την αντιγραφή: Παρατηρητικός