Σάββατο 30 Σεπτεμβρίου 2017

Περί σεξουαλικής επανάστασης

Δημοσιεύτηκε στην Κατιούσα

Δε θυμάμαι σε ποιο βιβλίο του Μίσσιου ήταν. Τα βιβλία του έχουν το γενικό χαρακτηριστικό πως μοιάζουν αρκετά μεταξύ τους, σαν κεφάλαια ενός ευρύτερου βιβλίου, αλλά έχουν φθίνουσα πορεία. Όχι απαραίτητα από το κακό στο χειρότερο, αλλά σα να είπε ό,τι ενδιαφέρον είχε να μας πει εξ αρχής και μετά να τα ανακυκλώνει. Γι’ αυτό και πολλοί ξέρουν πχ μόνο το πρώτο βιβλίο (“καλά εσύ σκοτώθηκες νωρίς”) ή τα τρία πρώτα κι αγνοούν τα τελευταία. Ενώ το “ντομάτα με γεύση μπανάνας” πχ, που πρέπει να είναι το τελευταίο του, είναι μάλλον ανέμπνευστο, με αφορμή κάτι που θα μπορούσε ίσως να γίνει άρθρο, αλλά όχι βιβλίο.

Πρέπει να ήταν λοιπόν στα “κεραμίδια στάζουν”, αλλά μπορεί και όχι, που λέει ο Μίσσιος πως το ΕΑΜ -που είχε γενέθλια προχτές- κέρδισε τον κόσμο γιατί πρόβαλε ως όραμα όχι την κοινωνική ή την εθνική αλλά τη σεξουαλική απελευθέρωση. Κι έχασε ξανά τις λαϊκές μάζες, όταν πρόδωσε αυτό το όραμα και τις απογοήτευσε.

Εδώ θα χωρούσε εμβόλιμα μια παράγραφος για το… “νέο ΕΑΜ” που ενσάρκωνε διακηρυκτικά ο ΣΥΡΙΖΑ και μπορεί να μην έχει κάνει τίποτα απολύτως για την κοινωνική χειραφέτηση -ή ακόμα και για την εθνική απελευθέρωση, για όσους πιστεύουν πως είμαστε υποδουλωμένοι ως έθνος στους δανειστές- αλλά κρατάει τη σημαία της σεξουαλικής απελευθέρωσης και της κατάργησης των χρόνιων διακρίσεων που αφορούν τις έμφυλες σχέσεις και το σεξουαλικό αυτοπροσδιορισμό του καθενός.

Δεν ξέρω τι θα ψήφιζε σήμερα ο Μίσσιος, που στο τέλος της ζωής του, με βάση όσα έγραφε, έμοιαζε με αναρχικό οικολόγο, κι αν θα πίστευε πως ο λαός έβγαλε το ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση, γιατί τον συσπείρωσε το όραμα της σεξουαλικής απελευθέρωσης -αν και έχω την εντύπωση πως τα τελευταία του έργα άρχισαν να χάνουν σε έμπνευση, ακριβώς εξαιτίας της διάψευσης των προσδοκιών που είχε βασίσει σε αυτό το κομμάτι.

Αφενός όμως η μοναδική ελευθερία που ζει και βασιλεύει στις μέρες μας είναι αυτή του επιχειρηματία να εκμεταλλεύεται τους υπαλλήλους του, που θα μπορούσαμε να το θέσουμε και με σεξουαλικούς όρους: η αστική τάξη πηδάει -ενίοτε και κυριολεκτικά- την εργατική, χωρίς σάλιο και προφυλάξεις. Και το ζητούμενο προφανώς δεν είναι να γίνει το πήδημα πιο γλυκό ή να χαλαρώσουμε και να το απολαύσουμε, όπως προτείνει η σοσιαλδημοκρατία, αλλά να το καταργήσουμε.

Αφετέρου, η πολυδιαφημιζόμενη σεξουαλική επανάσταση έχει οδηγήσει θεωρητικά στη χαλάρωση των περιορισμών κι ένα είδος απελευθέρωσης, που μυρίζει όμως σκλαβιά από μακριά και φέρει έντονα τα σημάδια της προηγούμενης κατάστασης, όπως ο λαιμός του σκύλου που φορούσε για χρόνια κολάρο. Οι προλετάριοι δεν έχουν παρά να χάσουνε τις αλυσίδες τους και να τις κάνουν χειροπέδες και σεξουαλικά φετίχ.

Αυτά δε λέγονται δασκαλίστικα με υψωμένο δάχτυλο και εν είδει επιβεβαίωσης, αλλά για να κρατήσουμε ένα βασικό και πολύτιμο δίδαγμα: η σεξουαλική επανάσταση επήρθε με αστικούς όρους και δεν ήταν καθόλου επαναστατική, εφόσον δε συνδέθηκε με μια πραγματική επανάσταση. Με άλλα λόγια, το σύστημα είναι τόσο δυνατό και ευέλικτο, που μπορεί να να απορροφά και να ενσωματώνει τάσεις και κινήματα, που φαίνεται να αμφισβητούν βασικές πτυχές και χαρακτηριστικά του, αλλά αφήνουν άθικτα τα θεμέλια της κυριαρχίας του.

Ο καπιταλισμός μπορεί να γίνει τα πάντα και τα αντίθετά τους, να χρησιμοποιεί στο δικό του πλαίσιο και με τους δικούς του όρους το δίπολο “πουριτανισμός-απελευθέρωση” και να το παρουσιάζει ως πολυφωνία και ελευθερία επιλογής. Αλλά την ίδια στιγμή δεν αλλάζει στο παραμικρό τις σχέσεις των ανθρώπων, την αλλοτρίωση και την καταπίεση, την ιδιοκτησιακή λογική απέναντι στην -“απελευθερωμένη πλέον”- γυναίκα, που αντιμετωπίζεται ως σάρκα, αντικείμενο και σκεύος ηδονής. Αλλά αυτό δεν αφήνει ανεπηρέαστο -ή σε θέση ισχύος- το ανδρικό φύλο, που κρύει τις δικές του ανασφάλειες πίσω από το ρόλο του επιβήτορα.

Η σημερινή αστική κοινωνία είναι τόσο “απελευθερωμένη” από ταμπού, που το βασικό μέσο σεξουαλικής αγωγής-διαπαιδαγώγησης για τα παιδιά και τους εφήβους είναι το πορνογραφικό υλικό στο διαδίκτυο, μαζί με τα σεξιστικά πρότυπα που προωθούν. Οι διακρίσεις κι η ανισότητα έχουν “καταργηθεί” σε τέτοιο βαθμό, που οι γυναίκες πέφτουν σε καθημερινή βάση θύματα βιασμού, αλλά θεωρείται ότι συναινούν, ότι προκάλεσαν, το ήθελαν, ότι δεν πρέπει να ασκούν υπερβολικά το δικαίωμα της αυτοάμυνας, κοκ…

Το κείμενο αυτό γράφτηκε με αφορμή το θάνατο του Χιου Χέφνερ κι όσα ειπώθηκαν σχετικά, το νομοσχέδιο για την αλλαγή φύλου, την επικοινωνιακή μπάλα που προσπαθεί να παίξει με το θέμα ο Σύριζα και τα έμμισθα τρολ του στο διαδίκτυο, με το απαραίτητο τσουβάλιασμα κομμουνιστών και φασιστών (γιατί αλλιώς τι ΠΑΣΟΚ είσαι;) και πολλές περιπτώσεις βιασμών με δικαστικές αποφάσεις που βγάζουν λάδι τους δράστες.

Κι αν χρειάζεται κάποιο επιμύθιο στο τέλος, δεν είναι να αναθεωρήσουμε τι εννοούμε προοδευτικό και συντηρητικό ή να αντιπαραθέσω τη σεξουαλική απελευθέρωση στην κοινωνική, αλλά να δούμε πώς μπαίνει συγκεκριμένα στην πράξη, πότε μπαίνει ως προκάλυμμα για να αποκρύψει κάτι άλλο και πώς μπορούμε να αποφύγουμε από τη δική μας πλευρά τον κίνδυνο της ενσωμάτωσης στο σύστημα, που τα αλέθει όλα, σαν τον καλό μύλο της αντίδρασης…

Πέμπτη 28 Σεπτεμβρίου 2017

Για τις Γερμανικές εκλογές

Σημειώματα που δημοσιεύτηκαν στην Κατιούσα (1 και 2)

Δηλαδή εσείς γνωρίζατε πως σε συνθήκες οικονομικής κρίσης, ο καπιταλισμός βρίσκει «διέξοδο» στον πόλεμο και τον φασισμό και τους γεννά, όπως τα σύννεφα τη βροχή (παρεμπιπτόντως η συννεφιά δεν φέρνει πάντα καταιγίδα, αλλά καμία μπόρα δεν ξεσπά στο κενό, σε ανέφελο ουρανό, με λιακάδα).

Εσείς δηλαδή μπορούσατε να φανταστείτε πως υπάρχουν φασίστες σε μια χώρα που κλείνει τα σύνορά της στους πρόσφυγες και βλέπει την Ευρώπη σαν ήπειρο πολλών ταχυτήτων; Σε ένα κράτος που είχε θέσει εκτός νόμου το Κομμουνιστικό Κόμμα, αλλά αξιοποίησε υψηλόβαθμα στελέχη των Ναζί σε θέσεις – κλειδιά στον κρατικό μηχανισμό;

– Κάποιοι πέφτουν απ’ τα σύννεφα (που γεννάνε τη βροχή) όπως είχαν πέσει στη χώρα μας με τη Χρυσή Αυγή και τους όρους που έτρεφαν το αυγό του φιδιού. Αλλά βρήκαν την εξήγηση στην ύπαρξη της ΓΛΔ, 28 χρόνια μετά τη διάλυσή της (ή μάλλον προσάρτηση), γιατί – λέει – οι πρώην Ανατολικογερμανοί δεν είχαν συνηθίσει να ζουν και να συνυπάρχουν με άλλες εθνότητες (!) και ζούσαν για πολύ καιρό, κλεισμένοι σε μια προστατευτική γυάλα.
Παράλογο;… Δεν απαντά, συνεπώς λογικό.

Στα ελληνικά δεδομένα πάντως, η περίπτωση της AFD θυμίζει κάτι σαν αυτό που προσπάθησε να πετύχει ο Τζήμερος, συσπειρώνοντας πρώην χριστιανοδημοκράτες. Κι αποτελεί μια εκδοχή «σοβαρής Χρυσής Αυγής», σαν αυτή που είχε παραγγείλει – προαναγγείλει ένας μεγαλοδημοσιογράφος του ΣΚΑΪ. Αλλά δε θα είχε πολύ καλές σχέσεις μαζί τους, αφενός γιατί αποτελεί μια αστική «σοβαρή» εκδοχή τους, αφετέρου γιατί ο δικός τους σωβινισμός θεωρεί τους Έλληνες έναν κατώτερο λαό, χωρίς τέχνη και πολιτισμό – σα να περιγράφει τους Χρυσαυγίτες.
– Σε κάθε περίπτωση, η ατζέντα της AFD μπορεί να καθορίσει την πολιτική της νέας «Τζαμαϊκανής κυβέρνησης – απ’ τα χρώματα των κυβερνητικών εταίρων. Σκληρά αντεργατικά μέτρα, συντηρητική πολιτική, κλειστά σύνορα για τους πρόσφυγες, και πίεση για μια πιο μικρή Ευρωπαϊκή Ένωση, με πιο σφιχτούς όρους και για ένα πιθανό GRexit.

Οι χριστιανοδημοκράτες παραδοσιακά καταπίνουν τους κυβερνητικούς τους εταίρους και τους καταδικάζουν σε εκλογική κατάρρευση, αφού οι ψηφοφόροι προτιμούν τους αυθεντικούς εκφραστές απ’ τα γενόσημα. Έτσι ακριβώς την πάτησαν και οι σοσιαλδημοκράτες του SPD, που περνάνε κρίση ταυτότητας και αποφάσισαν να εγκαταλείψουν το μεγάλο κυβερνητικό συνασπισμό, αφού έπιασαν ιστορικό χαμηλό, με 20% μόλις. Μόνο που αυτή τη φορά, την ίδια πτωτική πορεία ακολούθησαν και οι χριστιανοδημοκράτες.

Ο μεγάλος συνασπισμός προκρίθηκε ως λύση συναίνεσης και διεξόδου απ’ την πολιτική κρίση, έφθειρε όμως και τους δυο πυλώνες του γερμανικού δικομματισμού, αναπαράγοντας σε μεγαλύτερη ένταση το πρόβλημα για το αστικό, πολιτικό σύστημα.

Το βασικό όμως είναι ότι λείπει η απάντηση από τη σκοπιά της εργατικής τάξης. Ένα κομμουνιστικό κόμμα που να συσπειρώσει το γερμανικό λαό και να αξιοποιήσει τα προβλήματα και τις αντιθέσεις των αστικών κομμάτων. Όσο λείπει αυτή η εναλλακτική, θα βρίσκουν πάτημα και θα αξιοποιούν αυτό το κενό διάφορες Alternative – που κινούνται πάντα στα όρια του συστήματος που τις γεννάει, για να αναπαράγεται ανεμπόδιστα. Κι όπως έλεγε ο Μπρεχτ, 70 χρόνια πριν, δεν μπορούμε να πανηγυρίζουμε που σκοτώσαμε το κτήνος γιατί η σκύλα που το γέννησε ζει κι είναι πάλι σε οργασμό.


Η άνοδος της AfD, μιας ακόμα “εναλλακτικής” ως χρυσής εφεδρείας του συστήματος, πάτησε ως ένα βαθμό στην έλλειψη ουσιαστικής εναλλακτικής από εργατική, ταξική σκοπιά, και στην απουσία ενός ισχυρού κομμουνιστικού πόλου, που θα έδινε όραμα και προοπτική στις λαϊκές μάζες.

Αυτό εξηγεί εν μέρει και τα υψηλά ποσοστά της AfD στα κρατίδια της πρώην ΓΛΔ, όπου παραδοσιακά το κόμμα “die Linke” της Αριστεράς είχε σημαντική εκλογική καταγραφή, αξιοποιώντας και το μαζικό κύμα της Ostalgie, για το σοσιαλιστικό σύστημα. Με παρόμοιο τρόπο, η Χρυσή Αυγή στη χώρα μας βρήκε πάτημα για την εκλογική της άνοδο, σε πολλές λαϊκές-εργατικές συνοικίες, χωρίς προφανώς αυτό να τεκμηριώνει τη λογική των συγκοινωνούντων δοχείων μεταξύ των “δύο άκρων”, που επιχειρούν να περάσουν στη Γερμανία κάποιοι αστοί δημοσιολόγοι, για να καθαρίσουν με τις αιτίες του φαινομένου.

Το “die Linke” συμπληρώνει αυτό το διάστημα δέκα χρόνια ύπαρξης και λειτουργίας, μοιάζοντας να βουλιάζει στα αδιέξοδα και τις αντιφάσεις του. Ένα μέρος της εκλογικής του βάσης στη DDR νοσταλγεί το σοσιαλιστικό παρελθόν και το εμποδίζει να εκδηλωθεί ανοιχτά εναντίον της, όπως θα ήθελαν πολλά στελέχη του, για να ξεκόψουν οριστικά από αυτήν την πολιτική παρακαταθήκη. Έτσι αρκείται σε μια διφορούμενη, αμυντική στάση απέναντι στον αντικομμουνισμό, μάλλον απρόθυμη παρά αποφασιστική.

Η “Αριστερά” -όπως μεταφράζεται το die Linke- έχει στραφεί στον “υπεύθυνο, κοινοβουλευτικό” της ρόλο, αφήνοντας χωρίς πολιτική έκφραση και καθοδήγηση τους κοινωνικούς κι απεργιακούς αγώνες που ξεσπάνε κατά καιρούς στη Γερμανία. Υποστηρίζει ένα πρόγραμμα μετριοπαθών, κεϊνσιανών μεταρρυθμίσεων, για προοδευτική φορολόγηση των πλουσίων, αυξήσεις μισθών και περισσότερες προσλήψεις στο δημόσιο –ακόμα και αστυνομικών!

Προσβλέπει σε μια κυβερνητική πρόταση τύπου Σύριζα, μολονότι αυτή έχει δείξει τα όριά της και το πολύ χαμηλό της ταβάνι, στην περίπτωση της Ελλάδας και του πολιτικού της συμμάχου. Καθώς και σε ένα κυβερνητικό σχήμα συνεργασίας με τους Πράσινους και τους Σοσιαλδημοκράτες, που μέχρι τώρα ήταν οι κυβερνητικοί συνέταιροι της Μέρκελ και βοήθησαν τους Χριστιανοδημοκράτες να ψηφίσουν σκληρές αντεργατικές ρυθμίσεις, όπως το Hartz 4.

Εν κατακλείδι, στο κυνήγι μιας “καλής εκδοχής της σοσιαλδημοκρατίας”, το die Linke εξελίσσεται το ίδιο σε αυτό που επιδιώκει, και γίνεται ένα καθαρά σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, σε αναζήτηση συμμάχου και μια προοπτικής να υπουργοποιήσει μερικά στελέχη του, για να βολευτούν.

Στον αντίποδα, υπάρχει η πρώτη αυτόνομη εκλογική κάθοδος του DKP, του κομμουνιστικού κόμματος. Παρά το μικρό -και βασικά αμελητέο- εκλογικό ποσοστό που κατέγραψε, έγινε ένα πολύ σημαντικό βήμα που φαίνεται να κόβει τον ομφάλιο λώρο με το die Linke, κάτι που μένει να γίνει αποφασιστικά και σε πολιτικό-ιδεολογικό επίπεδο, ξεκαθαρίζοντας την κατάσταση στο εσωτερικό του κόμματος, όσον αφορά τη στρατηγική του στόχευση.

Αλλά αυτές οι διεργασίες βρίσκονται ακόμα σε εξέλιξη, χρειάζονται συστηματική παρακολούθηση κι απαιτούν μια πολύ πιο προσεκτική ανάλυση, από αυτό το πρόχειρο σημείωμα, που βάζει απλώς μερικά βασικά σημεία.

Δευτέρα 25 Σεπτεμβρίου 2017

Σα να μην πέρασε μια μέρα

Δημοσιεύτηκε στην Κατιούσα
Και για να μη σπάσει η παράδοση με τις φεστιβαλικές ανταποκρίσεις, θυμηθείτε επίσης
Το 1ο μέρος
Το 2ο μέρος
Τα φωτογραφικά στιγμιότυπα της πρώτης μέρας
Τα φωτογραφικά στιγμιότυπα της δεύτερης μέρας
Τα φωτογραφικά στιγμιότυπα της τρίτης μέρας
Το ζεϊμπέκικο του ΓΓ
Τις δηλώσεις του Θ. Μικρούτσικου
Το ρεπορτάζ για το αφιέρωμα στο Λοΐζο
Αύριο θα έχει λογικά κείμενο αποτίμησης

-.-.-

Αν κάποιος θέλει να καταλάβει τι σημαίνει συμπυκνωμένος πολιτικός χρόνος και τη σχετικότητά του, το Φεστιβάλ ΚΝΕ-Οδηγητή προσφέρεται για ταχύρρυθμα, εντατικά μαθήματα.

Εκεί βλέπεις τα 100 χρόνια από τις 10 μέρες που συγκλόνισαν τον κόσμο να συμπυκνώνονται σε ένα τριήμερο εκδηλώσεων και μια εντυπωσιακή έκθεση, που εκτός από τα στοιχεία της, ξεχώριζε και για το συμβολισμό της, με το κυκλικό της σχήμα, που κοβόταν από μια σφήνα, όπως στο κλασικό σοβιετικό σχέδιο.

Εκεί νιώθεις να μπαίνεις σε μια μηχανή του χρόνου, να (ξανα)ζείς τις συναυλίες και την ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα της Μεταπολίτευσης. Ή να γυρνάς στη δεκαετία του 50′, στο λεωφορείο του πηγαιμού, καθώς παστώνεσαι σε ένα ετερόκλιτο πλήθος από το οποίο λείπει μόνο η Αλίκη ως Πίπης και ένα γιαούρτι, για να την βγάλει ασπροπρόσωπη. Ή να επιστρέφεις στα παιδικά σου χρόνια και τις εποχές που δεν υπήρχαν κινητά για συνεννοήσεις. Κι αν κάποια εταιρία θέλει να καμαρώσει ότι “έχει σήμα, σήμα καμπάνα”, δε χρειάζεται να τρέχει ως την Κόπα-καμπάνα. Ας τα βάλει πρώτα με την πολυκοσμία της τρίτης ημέρας, όπου δεν πιάνεις σήμα ούτε με αίτηση, και το ξανασυζητάμε…

Κι ακολουθούν τα μαθήματα για το συμπυκνωμένο πολιτικό χώρο. Δως μου ένα μέρος να σταθώ και ένα κόμμα (νέου τύπου) σα μοχλό, και θα κινήσω τη γη (θα έρθει ανάποδα ο ντουνιάς). Άντε να το βρεις όμως κοντά στην κεντρική σκηνή, όπου γινόταν το αδιαχώρητο και το “κοντά” ήταν πολύ σχετικό και μπορεί να εξελιχθεί διαλεκτικά στο αντίθετό του. Πίσω από τα βιβλιοπωλεία της Σύγχρονης Εποχής, στο θεατράκι του Πολιτστικού, που δεν είχε οπτική επαφή με τη σκηνή, αλλά έφτανε ο ήχος, στους μικρούς λόφους στα όρια του χώρου, κι όπου μπορούσε να σταθεί κανείς.
Ίσως να γίναμε μάρτυρες της μεγαλύτερης προσέλευσης σε μία μοναδική μέρα, από τότε που το Φεστιβάλ μετακόμισε στο Πάρκο Τρίτση, όπου το “μάρτυρες” περιλαμβάνει και το “μαρτύριο της καρέκλας”, που -όπως λέει κι ο 2310net- δε θα σου έρθει από μόνη της, νέτη-σκέτη, αν δεν πάρεις κι εσύ μέτρα για αυτό. Υπήρχαν πολλές σχετικές ενδείξεις, από τις καρέκλες και το σήμα στα κινητά, μέχρι τα σουβλάκια που εξαντλήθηκαν στην κεντρική και τη μαθητική σκηνή. Ενώ οι διοργανωτές έκοψαν εκατοντάδες χιλιάδες εισιτήρια συνολικά μες στο τριήμερο, κάτι που σημαίνει πως το Σάββατο ο κόσμος ξεπέρασε σίγουρα τις 100 χιλιάδες.
Αλλά τι να ψηφίζουν όλοι αυτοί άραγε;

Συμπυκνωμένος πολιτικός χρόνος -συνεχίζοντας στον ίδιο τόνο- είναι ότι νιώθεις σα να μην πέρασε μια μέρα από την Πέμπτη που αδημονούσες να αρχίσει το Φεστιβάλ, κι ούτε που κατάλαβες πως πέρασαν τρεις κιόλας κι ανήκει πλέον στο παρελθόν. Πάει κι αυτό το Φεστιβάλ, κι ας καρτερούμε ένα άλλο -που θα είναι ακόμα καλύτερο. Αλλά κάθε μέρα του μετρούσε σα μήνας, και σε αφήνει γεμάτο, με μπόλικο υλικό για ηθική ανάταση κι αναμνήσεις.

Σα να μην πέρασε μια μέρα για τους κομμουνιστές, το κόμμα της εργατικής τάξης, τους λόγους που επέβαλαν τη δημιουργία του, την ανάγκη που περιμένει να γίνει ιστορία. Αρκεί να μη μας θρέφει μόνο αυτή, όπως κάτι σ/φους, οπαδούς της (Θ)Λίβερπουλ -όπως την είχε πει κι ο Τοτέμ- και να γειώνουμε την ανάγκη στην εποχή μας και την προοπτική του μέλλοντος. Κι αν προβάλλουμε την ιστορία μας, δεν είναι για να επαναπαυτούμε στις δάφνες των δοξασμένων στιγμών της, αλλά γιατί όπως έλεγε πολύ εύστοχα ένα σύνθημα του Φεστιβάλ:
Πυροβολούν το παρελθόν, για να σκοτώσουν το μέλλον.

Σα να μην πέρασε μια μέρα και για τη φωνή του Νταλάρα, που μπορεί να γέρασε ως προς τις ιδέες του ή να πιστεύει ότι πάλιωσαν αυτές, αλλά στη φωνή παραμένει αγέραστος -για να μην πω αξεπέραστος. Σα να μην πέρασε μια μέρα και για τη σχέση του με το κοινό, που τον υποδέχτηκε μουδιασμένο και του προξένησε αρχικά μια αμηχανία, που έφευγε όμως σταδιακά, όσο λύνονταν αμφότεροι, με φάρμακο τα τραγούδια του Λοΐζου. Θυμηθείτε την περιγραφή για το πρώτο Φεστιβάλ του Μίκη, και σκεφτείτε κάτι αντίστοιχο -σε μικρογραφία ασφαλώς.

Ο Νταλάρας έφτασε μάλιστα να προτρέψει το “σύντροφο Γραμματέα” να σηκωθεί και να χορέψει, και έδειχνε με νόημα τον κόσμο γύρω του, καθώς τραγουδούσε τους στίχους: “μα εκείνο δε λυγάει, κι όλο φυλλωσιές πετάει, γύρω του λαός κι εργάτες, το φυλάνε με τις βάρδιες”. Εκεί θα κολλούσε ίσως -και για τον Νταλάρα και για το Φώντα Λάδη που έγραψε τους στίχους- και η ταινία “το δέντρο που πληγώναμε”. Αλλά αυτό είχε βαθιές ρίζες στο λαό, και η σκιά του αιωρείται σα φάντασμα, σαν απειλή πάνω από το σάπιο κόσμο της εκμετάλλευσης.

Σε ένα χρόνο, σε ένα μήνα (θα σκεπάσει την Αθήνα). Σε μια δεκαετία, σε έναν αιώνα -από τις δέκα μέρες που συγκλόνισαν τον κόσμο. Ο πολιτικός χρόνος είναι σχετικός. Κι όσα δε φέρνει η ώρα, θα τα φέρει η στιγμή, αρκεί να μας βρει έτοιμους, στο ύψος της περίστασης.



Τους στίχους από το “Δέντρο” είχε χρησιμοποιήσει πιο πριν, στην κεντρική ομιλία, κι ο Κουτσούμπας για το Φεστιβάλ -που όλο φυλλωσιές πετάει. Μεταξύ άλλων, είπε για την τρίτη φορά (ή τρίτο γύρο όπως το λέμε συνήθως), μετά την Κομμούνα και τον κόκκινο Οκτώβρη, που θα είναι φαρμακερή για το σύστημα. Για τον Τσίπρα, που κάνει για την αστική τάξη ό,τι και ένας πλασιέ, για να πιάσει το bonus. Για την καπιταλιστική ανάπτυξη, που σημαίνει να καίγεται όλη η Ελλάδα, να πνίγονται οι λαϊκές συνοικίες σε κάθε μπόρα, και να προσευχόμαστε να μη γίνει κανένας δυνατός σεισμός. Για τους νέους που δεν τρώνε κουτόχορτο και “τα παίρνουν στο κεφάλι” (δηλαδή στο κρανίο). Για την Οχτωβριανή και τη Σοβιετική Ένωση, που ήταν το “τιμώμενο πρόσωπο” του Φεστιβάλ. Για τον Παύλο Φύσσα κι έναν άλλο πασίγνωστο στίχο του Φώντα Λάδη -που ανέβηκε κι αυτός αργότερα στη σκηνή, για το Λοΐζο: το φασισμό βαθιά κατάλαβέ τον, δε θα πεθάνει μόνος, τσάκισέ τον.

Για την Παλαιστίνη, την Κούβα, το Βιετνάμ, τη Βενεζουέλα και τις 30 κομμουνιστικές νεολαίες κι άλλες αντι-ιμπεριαλιστικές οργανώσεις, που ήρθαν στο φετινό Φεστιβάλ. Και για τον αντικομμουνισμό της ηλιθιότητας -που το είχε πρωτοπεί για την Καϊλή, αλλά ταιριάζει σε αρκετές περιπτώσεις.

Ακολούθησε η συναυλία-αφιέρωμα στο Λοΐζο, που χωρίς ίχνος υπερβολής ή διάθεση απολογητικής ήταν κορυφαία, ό,τι καλύτερο θα μπορούσε να παρουσιάσει η σύγχρονη ελληνική μουσική σκηνή από κάθε άποψη: στίχοι, κομμάτια, ερμηνευτές, μηνύματα. Ένα εκπληκτικό μουσικό ταξίδι, που απογείωσε για δύο ώρες χιλιάδες κόσμου, ζωντάνεψε μνήμες, αλλά πρωτίστως μίλησε για το σήμερα και το αύριο, για τις διαχρονικές ανάγκες και αγωνίες του λαού μας, μακριά από ομφαλοσκοπήσεις και υπερεκτιμημένους τροβαδούρους της ήττας.

Εκτός κι αν γνωρίζει κάποιος τραγούδι που να κάνει στίχο το “πώς δενότανε τ’ ατσάλι”. Λιώνουν τα νιάτα μας στη βιοπάλη (ή στην ανεργία, πλέον), με τα κομμάτια μας δένει το ατσάλι. Εκτός κι αν ξέρει κανείς άλλο συνθέτη σαν το Λοΐζο, στίχους σαν αυτούς του Λάδη, ερμηνευτές που μπορούν να βγάλουν περισσότερο συναίσθημα.

Κι είναι να απορεί κανείς πώς αυτή την κορυφαία συναυλία, μία από τις πιο δυνατές στιγμές στην πρόσφατη ιστορία των Φεστιβάλ, κάποιοι θέλησαν να την περάσουν επικοινωνιακά στο δημόσιο λόγο (και βασικά το μικρόκοσμο των social media) με τη στάμπα “φέρατε τον Νταλάρα”, ίσως γιατί έχει σα στάμπα τη ζωή τους σημαδέψει πως “το ΚΚΕ φταίει για όλα”, και προσαρμόζουν επιλεκτικά τις ευαισθησίες τους.


Το πρόβλημα είναι πως αυτά τα τραγούδια, που είναι αθάνατα και διαχρονικά, τα είπαν και κάποιοι καλλιτέχνες που δεν αποδείχτηκαν παντός καιρού, αλλά καιροσκόποι. Αλλά οι επιλεκτικές ευαισθησίες μιας ορισμένης “κριτικής” που διυλίζει τον κώνωπα, για να καταπιεί την κάμηλο και τους “όλοι μαζί μπορούμε”, δείχνουν την πολιτική σκοπιμότητα πίσω από ορισμένα αγανακτισμένα σχόλια.


Στα στιγμιότυπα της τρίτης μέρας, κρατάμε επίσης:
-το σ/φο φωτογράφο που σκαρφάλωνε στις σκαλωσιές για να πετύχει την καλύτερη λήψη, φτάνοντας ένα βήμα πριν από την έφοδο στον ουρανό και από το να ξεκινήσει καριέρα ως drone-αεροπλανάκι.
-το κόλπο στα ταμεία με το μαρκαδοράκι, για τα πλαστά χαρτονομίσματα (που υπήρχε κι από πριν, αλλά εγώ τότε έμαθα σε τι χρησιμεύει).
-τους μετανάστες που μπήκαν στο χώρο, σχηματίζοντας ένα άτυπο μπλοκ χωρίς πανό, και πρέπει να ήταν στις πρώτες σειρές, στη διάρκεια της ομιλίας.
-τη σ/φισσα από τα μεγάφωνα, που έλεγε “σαρακοστό τρίτο Φεστιβάλ ΚΝΕ-Οδηγητή”. Λείπει ο Μάρτης από τη Σαρακοστή κι ο Σεπτέμβρης από το (σαρακοστό τρίτο) Φεστιβάλ;
-την καντίνα “Red Kitchen”, με το σύνθημα για τη “γλυκιά γεύση της αλληλεγγύης”, που πρέπει να δοκιμάσεις. Που δεν ήταν -προφανώς- των διοργανωτών, αλλά δεν κατάλαβα αν έχει πολιτική αναφορά σε κάποιο χώρο-συλλογικότητα.
-και το μπλουζάκι των Ρώσων στη Διεθνούπολη, με το νεαρό Στάλιν, με το φουλάρι. Που είχε γίνει ανάρπαστο ήδη από την πρώτη μέρα, κι ήταν το πρώτο αντικείμενο του Φεστιβάλ, που εξαντλήθηκε, με διαφορά από τα υπόλοιπα, αφού πουλιόνταν σα ζεστό ψωμάκι -ή μάλλον σουβλάκι, για να το προσαρμόσουμε στα δεδομένα του Φεστιβάλ. Δεν έγραφε όμως το όνομα του “Σήφη”, αλλά το σύνθημα “Young and strong will” (νεαρή και δυνατή θέληση) κι έτσι το καταλάβαιναν μόνο οι μυημένοι.


-την ατάκα του Παπακωνσταντίνου πως αν δεν ήταν γιος του πατέρα του, θα ήθελε να είναι του Λοΐζου.
-τα ζεστά λόγια της Φαραντούρη, που είπε πως η ΚΝΕ πάντα αγκάλιαζε τον πολιτισμό και πρέπει να συνεχίσει να το κάνει.
-τον αποχαιρετισμό της Γλυκερίας, στη λαϊκή σκηνή: “να σπρώξουμε κι εμείς λιγάκι, για να δούμε φως”.
-το αδιαχώρητο στις άλλες δύο σκηνές, που ήταν ήδη φίσκα από πριν, και έφταναν άλλοι τόσοι από την Κεντρική, που τελείωσε πριν από όλες.
-και τις καρέκλες στη λαϊκή σκηνή, με τη Γλυκερία, που έφταναν σχεδόν μέχρι τη Διεθνούπολη, για να χωρέσουν.
Αλλά το Φεστιβάλ δε χωράει πουθενά. Ούτε στο Πάρκο Τρίτση, ούτε στα ΜΜΕ, που έχουν πιο ασήμαντα και άμαζα γεγονότα να καλύψουν. Γιατί αν είσαι κομμουνιστής, τότε…
“Τότε τι κρίμα, τι κρίμα, τι κρίμα, δε χωράς πουθενά, πουθενά…”

Υγ: και στα εκατό, θα είμαι πάλι εδώ.
Και τι άλλο μπορεί να γίνει δηλαδή για τα 100 χρόνια του κόμματος (και τα πενήντα της ΚΝΕ); Τι παραπάνω και πιο εντυπωσιακό μπορεί να γίνει; Να χτίσουμε τον Πύργο του Τάτλιν;
Αλλά αυτό θα το δούμε σε επόμενο κείμενο, μαζί με μια συνολική αποτίμηση για το ταξίδι του Φεστιβάλ που τελείωσε κι ο προορισμός του κάθε άλλο παρά φτωχικός δεν ήταν…

Σάββατο 23 Σεπτεμβρίου 2017

Περί στρατευμένης τέχνης

Δημοσιεύτηκε στην Κατιούσα

Τις προάλλες, η ΤΟ των Καλλιτεχνών του ΚΚΕ πραγματοποίησε πολιτική εκδήλωση στο Θέατρο Διάνα, χαμηλά στην Ιπποκράτους, που αποπνέει ακόμα κάτι από τα ένδοξα χρόνια της Μεταπολίτευσης. Εισηγήτρια-ομιλήτρια ήταν η Αλέκα Παπαρήγα (η καλή), που μίλησε μεταξύ άλλων για την Οχτωβριανή Επανάσταση, την πορεία των μπολσεβίκων προς της νίκη, τον πόλεμο, τη στάση των κομμουνιστών σε αυτόν, τα πολλά ρυάκια του αντικομμουνισμού, ύπουλου και ραφιναρισμένου ή πρωτόγονου, τον εθνικοαπελευθερωτικό χαρακτήρα που δεν έχει ίδιο περιεχόμενο για το λαό και για την αστική τάξη. Σε γενικές γραμμές, επανέλαβε ως ένα βαθμό την ομιλία που είχε κάνει στη Θεσσαλονίκη, την πρώτη μέρα του Φεστιβάλ.

Υπήρχαν όμως καινούρια σημεία, προσαρμοσμένα στο ακροατήριο, και το κομμάτι της συζήτησης, όπου το αρχικό πλάνο προέβλεπε 2-3 ερωτήσεις, αλλά στην πορεία υπερκαλύφτηκε και (υπερ)διπλασιάστηκε, γιατί οι καλλιτέχναι είναι ελεύθερα πνεύματα, δεν μπαίνουν εύκολα σε καλούπια κι έχουν πολλά να πουν και να ρωτήσουν.

Είχε ενδιαφέρον κι η στάση της Αλέκας, που όταν πήγε σε πιο καλλιτεχνικά εξειδικευμένα ζητήματα η συζήτηση και δεν ένιωθε να τα κατέχει τόσο καλά, ζητούσε να την συμπληρώνουν και να την διορθώνουν, πχ η Ελένη -εννοώντας τη Μηλιαρονικολάκη, που καθόταν όμως πίσω από τη Γερασιμίδου και… υπήρχε σύγχυση.
Όπως είχε πει και στη Θεσσαλονίκη εξάλλου, όποιος δε ρωτάει, κάνει πως τα ξέρει όλα ή απλά δεν ξέρει τίποτα.

Ακολουθούν κωδικοποιημένα μερικά σημεία κι αποστροφές από τη ζωντανή κι ενδιαφέρουσα συζήτηση -είναι αυτονόητο πως τυχόν αβαρίες κατά τη μεταφορά, βαραίνουν αποκλειστικά εμένα.
Γιατί υποτιμάται η στρατευμένη τέχνη κι οι καλλιτέχνες που την υπηρέτησαν; Ρίτσος, Βάρναλης, Κατράκης και τόσοι άλλοι, να μην ξεχάσω κανέναν και τον αδικήσω. Πώς βγήκαν δηλαδή όλοι αυτοί; Με εντολή του κόμματος; Πήγε δηλαδή το Κόμμα στο Ρίτσο και του είπε, γράψε ποίηση κατά παραγγελία; Εμένα αν μου έλεγε το Κόμμα “γράψε ποίηση”, δε θα μπορούσα να το κάνω.
-Θεατρικό έργο;
-Ούτε και θεατρικό.
(σ.σ.: ελπίζω πάντως να της πει το Κόμμα να γράψει μελέτες και βιβλία, για να αξιοποιήσει τις δικές της κλίσεις).
Κι οι άλλοι στρατευμένοι είναι, απλά το κρύβουν.
-Στρατευμένοι στο χρήμα, συμπλήρωσε κάποιος.

Εντάξει, στράτευση δεν είναι να πάρεις πχ την απόφαση του 20ού Συνεδρίου (του ΚΚΕ) και να την κάνεις στίχους ή να την μελοποιήσεις. Η τέχνη πρέπει να έχει και το στοιχείο της αντανάκλασης, να αποτυπώνει σε άλλο επίπεδο την πραγματικότητα. Ούτε σημαίνει πως ο στρατευμένος καλλιτέχνης είναι υπεράνω κριτικής και πιάνει σωστά όλα τα ζητήματα, χωρίς να κάνει λάθη. Αν και… όταν διαβάζεις Μπρεχτ, είναι σα να διαβάζεις Μαρξ, τόσο πυκνά νοήματα έχει.

Όπως ένας εργαζόμενος δυσκολεύεται να απεργήσει, έτσι κι ένας καλλιτέχνης έχει κατά κανόνα πρόβλημα να επιβάλει τους όρους του, πώς και τι θα παίξει. Άσε που δεν μπορείς να κάνεις απεργία αλληλεγγύης για αυτό το ζήτημα -σε αντίθεση πχ με τον εργάτη που θα απολυθεί…

Από την άλλη, τέχνη δική μας υπάρχει, αλλά πολλές φορές δεν προβάλλεται, δεν την μαθαίνουμε ποτέ, αλλά μας περιμένει να γίνουμε χορηγοί της και να την προβάλουμε. Κι η αλήθεια είναι πως ούτε η δική μας βάση, φίλοι και οργανωμένα μέλη, έχει τόσο υψηλό, ανεπτυγμένο καλλιτεχνικό κριτήριο. Κι αυτό απαιτεί πολλύ δουλειά, για να το αλλάξουμε, δεν είναι κάτι που μπορεί να επιβληθεί διοικητικά. Δεν πρέπει, όμως, να είμαστε προκατειλημμένοι πχ ότι ο αγρότης κι ο εργάτης θέλει το κλαρίνο του, και δε χαμπαριάζει από υψηλή τέχνη.

Κάποιος έβαλε το ζήτημα της ταξικότητας και της αντικειμενικότητας -που δεν είναι πάντως αντιθετικές έννοιες.
Πολλές φορές φοβόμαστε να υπερασπιστούμε τις ιδέες μας, και μας πιάνει ένα άγχος να προβάλουμε και την άλλη άποψη. Ε όχι, εγώ δεν το θέλω αυτό, η δική μας άποψη θέλω να ακουστεί.
-Ε να ακουστεί κι η αντίθετη, για να την αντικρούσουμε.
-Εγώ πχ είχα γυρίσει ένα ντοκιμαντέρ για τη Μακρόνησο…
-Ε δεν εννοώ να μιλήσουν και οι βασανιστές.

Κι ένα τελευταίο σημείο για την ποιότητα των προπανγανδιστικών φυλλαδίων του κόμματος -που ένας φίλος-σ/φος την χαρακτήρισε χαμηλής στάθμης.
Αντικειμενικά, έχουν γίνει κάποια βήματα. Υποκειμενικά, είπε η Αλέκα, εμένα μου αρέσουν τα παλ χρώματα, για να βλέπω το σύνθημα, να μη χάνεται πίσω από το σχέδιο. Αφίσα είναι, όχι ζωγραφικός πίνακας, πρέπει ο άλλος να δει το θέμα. Έρχονται κάτι προσχέδια-προτάσεις με τεράστια σφυροδρέπανα… Εντάξει, ΚΚΕ είναι, “χαίρω πολύ”, αλλά ποιο είναι το θέμα της εκδήλωσης-συγκέντρωσης;

Αντί επιλόγου, ένα απλό στιγμιότυπο με μια συντρόφισσα από το κοινό, που θα μπορούσε να είναι κι η σωσσίας της Αλέκας -βάζω μια πιο θολή, για να μην υπάρξει θέμα.


Τετάρτη 20 Σεπτεμβρίου 2017

Η Αλέκα, ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος και το Φεστιβάλ

Στο Φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης, η Αλέκα είχε τον περισσότερο κόσμο μετά την Μποφίλιου, αλλά ήταν λίγο ντεφορμέ εισηγητικά και σε μένα τουλάχιστον, δημιούργησε μάλλον περισσότερες απορίες από αυτές που έλυσε. Κάτι που έχει να κάνει σε μεγάλο βαθμό και με τη φύση του προφορικού λόγου ή των σημειώσεων που διαβάζονται σε μια ομιλία, και θα αναπτύσσονταν πολύ καλύτερα γραπτά, σε ένα άρθρο.

Μια φράση για τον "αποχαρακτηρισμό" του Β' Παγκοσμίου Πολέμου -που οι σοβιετικοί και το ΚΚ τον θεωρούσαν αντιφασιστικό και έπαψαν να τον αναφέρουν ως ιμπεριαλιστικό- μου φάνηκε κάπως αδόκιμη, αλλά είχε ενδιαφέρον και την συγκράτησα, για μερικές προεκτάσεις.

Αν καταλαβαίνω καλά -που δεν είναι και σίγουρο- το πρόβλημα δεν είναι ο διπλός χαρακτηρισμός, αλλά η προβληματική γενίκευση του ενός όρου, σε βάρος του άλλου, που έπαψε να αναφέρεται και σταδιακά εξαλείφθηκε. Με άλλα λόγια, ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν ιμπεριαλιστικός και άδικος από την πλευρά των καπιταλιστικών χωρών, αλλά αντι-ιμπεριαλιστικός κι αντιφασιστικός για τη Σοβιετική Ένωση και τους λαούς. Το προβληματικό στοιχείο δεν είναι να υπενθυμίζουμε το δεύτερο, αλλά να το απολυτοποιούμε, συγκαλύπτοντας και υποτιμώντας τον ιμπεριαλιστικό χαρακτήρα του πολέμου για τους "συμμάχους" που βρέθηκαν συγκυριακά στον αντιναζιστικό συνασπισμό.

Αυτό σημαίνει, κατά τη γνώμη μου, πως είναι εξίσου λάθος να στραβώνουμε το κλαδί από την ανάποδη, θεωρώντας πως ο Β' Π.Π. ήταν αποκλειστικά και μόνο ιμπεριαλιστικός. Γιατί τι άλλο παρά αντι-ιμπεριαλιστικός ήταν ο πόλεμος για τη Σοβιετική Ένωση και τους λαούς; Ιδίως όταν σημειώνει εύστοχα η Αλέκα πως ο εθνικο-απελευθερωτικός πόλεμος έχει άλλη έννοια και περιεχόμενο για εμάς κι άλλη για την άρχουσα τάξη -που δεν έχει εθνικο-απελευθερωτικούς σκοπούς.

Μπορούμε άραγε να παραλείψουμε αυτή την πτυχή, όταν στο δυτικό μέτωπο έλαβε χώρα ένας "παράξενος -ή αστείος- πόλεμος", που δεν ήταν παρά ένα δευτερεύον επεισόδιο, συγκριτικά με τις πολεμικές επιχειρήσεις στην Ανατολή, τη λυσσαλέα επίθεση των ναζί και τη σφοδρή αντίσταση των Σοβιετικών; Η ενδοϊμπεριαλιστική διαμάχη έμεινε κυρίως σε κατάσταση αναμονής των εξελίξεων, ταξίδεψε στη Βόρειο Αφρική για τα πετρέλεαιά της κι απέκτησε πραγματικά πολεμικές διαστάσεις, μόνο όταν οι Σοβιετικοί έδειχναν ικανοί να κερδίσουν μόνοι τους τον πόλεμο.

Α ναι, υπάρχει κι η Δουνκέρκη, όπου οι ναζί επέτρεψαν στους Άγγλους να ανασυνταχθούν και να γλιτώσουν μια ολοκληρωτική καταστροφή των δυνάμεών τους. Αυτές τις μέρες παίζεται η ομώνυμη ταινία στον κινηματογράφο (ίσως γράψει προσεχώς κάτι σχετικά το Λαϊκό Στρώμα στην Κατιούσα), που στη χολιγουντιανή του εκδοχή, έχει συμβάλει στην ιστορική παραχάραξη και την εντυπωσιακή μεταστροφή της κοινής γνώμης, που διαμορφώνεται κατεξοχήν με τέτοια έργα και θεωρεί πως αυτό που άλλαξε τα δεδομένα του πολέμου κι έγειρε αποφασιστικά την πλάστιγγα κατά των ναζί ήταν η είσοδος των ΗΠΑ στον πόλεμο, κι όχι τα 20 εκατομμύρια νεκρών που έδωσε η ΕΣΣΔ.


Αν αποδεικνύουν κάτι τα παραπάνω, είναι πως ο Β' Π.Π. έγινε κυρίως κατά της Σοβιετικής Ένωσης κι αυτό βάζει τη σφραγίδα του στο χαρακτήρα του πολέμου, αλλά όχι φυσικά για να βγάλει λάδι τους εταίρους της αντιφασιστικής συμμαχίας και τις ιμπεριαλιστικές βλέψεις τους, που εκδηλώθηκαν την επαύριο κιόλας του πολέμου.

Κατά τη γνώμη μου, η αντιφασιστική συμμαχία ήταν ένα είδος Λαϊκού Μετώπου. Που σημαίνει με τη σειρά του, ευμενής ουδετερότητα ενός μέρους των αντιπάλων, χωρίς καμία αυταπάτη πως δε θα κληθεί η δική μας πλευρά -οι κομμουνιστές- να τραβήξει κουπί και πως δε θα τους βρούμε απέναντί μας, αντίπαλους, στο μέλλον.

Με  αυτό το (δικό μου) σκεπτικό, τα Λαϊκά Μέτωπα ήταν μια αντιφατική επιλογή, που πέτυχε γενικά τον τακτικό της στόχο, να σπάσει δηλαδή τη διεθνή απομόνωση της Σοβιετικής Ένωσης και να της διασφαλίσει καλύτερες θέσεις εν όψει του πολέμου που διέβλεπε πως ερχόταν. Αν κρίνουμε όμως τα Λαϊκά Μέτωπα ως στρατηγική επιλογή για την επανάσταση και το σοσιαλισμό, το αποτέλεσμα ήταν μια οικτρή αποτυχία.

Και πάλι, το πρόβλημα κατά τη γνώμη μου είναι η απολυτοποίηση της μιας ή της άλλης πλευράς. Τα Λαϊκά Μέτωπα ήταν μια πρωτότυπη επεξεργασία, που πατούσε στη συγκυρία και την ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης, πετυχαίνοντας ορισμένα αποτελέσματα. Δεν αποτελούσαν στρατηγική για την επαναστατική κατάκτηση της εξουσίας και κακώς θεωρήθηκαν μεταπολεμικά, ως τέτοια. Το πρόβλημα δεν ήταν ακριβώς τα ΛΜ αυτά καθαυτά ως συγκεκριμένη επιλογή στην εποχή τους, αλλά η προβληματική γενίκευση που έκανε μεταπολεμικά το διεθνές ΚΚ, έξω από το ιστορικό πλαίσιο που τα υπαγόρευσε.

Είναι χαρακτηριστικός ο εορτασμός στη Σοβιετική Ένωση του Μπρέζνιεφ των 30 χρόνων από το 7ο Συνέδριο της Κομιντέρν, με την εισήγηση του Ντιμιτρόφ για το φασισμό και τα ΛΜ. Αν δεν κάνω λάθος, σε αυτό πλαίσιο εντασσόταν η μελέτη-διατριβή του Σάρλη, μετέπειτα ιδεολογικού υπεύθυνου της κετουκε, που οδήγησε στο βιβλίο του για την "πολιτική του ΚΚΕ κατά του μοναρχοφασισμού", και κινούνταν στο αντισταλινικό, αντιζαχαριαδικό πνεύμα της εποχής, αντιπαρέθετοντας τη σωτήρια ενωτική πολιτική της Κομιντέρν, στο ζαχαριαδικό σεχταρισμό, που αναγκάστηκε να υποχωρήσει υπό την πίεση του ενιαίου διεθνούς κέντρου.

Αργότερα, ο Σάρλης έγραψε τα "προβλήματα τακτικής και στρατηγικής", που εγείρουν πολλά κι ενδιαφέροντα ζητήματα. Τον τίτλο αυτό αντέγραψε -συνειδητά και με αμετροέπεια κατά τη γνώμη μου- ο Βασίλης Λιόσης, στο βιβλίο του που κυκλοφορεί οσονούπω από τις εκδόσεις ΚΨΜ, θέλοντας προφανώς να δείξει πως υπερασπίζεται εκείνο το (παλιό, αυθεντικό) ΚΚΕ. Κλείνει η παρένθεση.

-Σε κάποια φάση, η Αλέκα αναφέρθηκε στα μεταβατικά αιτήματα των μπολσεβίκων, προκαλώντας εύλογα τη μία και μοναδική (λόγω χρονικής πίεσης) ερώτηση ενός συντρόφου από το κοινό. Για να το πω κάπως απλοϊκά και χοντροκομμένα, υπάρχουν δύο βασικές αντιλήψεις για τους μπολσεβίκους και τα μεταβατικά αιτήματα που πρόβαλλαν. Μία που λέει πως αυτά έρχονταν όταν δεν ήταν ώριμες οι (υποκειμενικές) συνθήκες για επαναστατικούς στόχους, οπότε έμπαιναν για να γεφυρώσουν αυτό το χάσμα μεταξύ της συγκυρίας και των απαιτήσεων του καιρού μας, ανάμεσα στο μέσο επίπεδο της λαϊκής συνειδητοποίησης και το αντικειμενικά ώριμο ζήτημα της σοσιαλιστικής επανάστασης. Και η δεύτερη που λέει πως τα μεταβατικά αιτήματα των μπολσεβίκων έρχονται ακριβώς όταν εμφανίζεται επαναστατική κατάσταση, σε άμεση σύνδεση και όχι πριν από αυτήν, που θα ήταν ενσωματώσιμα -πχ όπως ο εργατικός έλεγχος, που δεν μπορεί να μπει ανεξάρτητα από το ζήτημα της εξουσίας και της τάξης που θα την κατέχει.

Έχω λοιπόν την εντύπωση πως εμείς λέμε γενικά το δεύτερο, αλλά η Αλέκα απάντησε στη λογική του πρώτου. Αλλά στον προφορικό λόγο, πολλά πράγματα χάνονται, παρανοούνται ή κατανοούνται λειψά και διαστρεβλώνονται. Για αυτό είναι καλύτερο να τα δούμε γραπτά, για να κριθούν επαρκώς.

Ξεκινώντας πάντως με το Sniper από το σωστό συμπέρασμα πως με την εξέγερση δεν παίζει κανείς και πως όταν αρχίζει, πρέπει να είμαστε έτοιμοι να την οδηγήσουμε μέχρι τέλους, το μεταφράσαμε εκλαϊκευτικά ως εξής: όταν είναι να πλακωθούμε, τότε πλακωνόμαστε, αλλιώς δεν...
Μπαίνει όμως το ζήτημα αν χρειάζονται μεταβατικές καρπαζιές, καβγαδάκια για την εγρήγορση του κινήματος, trash-talking και προκλήσεις Μεϊγουέδερ-Μακ Γκρέγκορ, λαϊκά αντίφα γυμναστήρια για μάι-τάι και πολεμικές τέχνες, που αρνούνται όμως να παλέψουν με φασίστες, γιατί πρέπει να σέβεσαι τον αντίπαλο κι αυτοί δεν έχουν ούτε ίχνος σεβασμού για χρυσαυγίτες (είδες το Αλ-Τζαζίρα;).
Πρέπει να προκαλούμε τον αντίπαλο ή να αποφεύγουμε να σπαταλάμε ενέργεια και να κρατάμε δυνάμεις για το καίριο, αποφασιστικό χτύπημα (του γερανού) όπως ο Ντάνιελ-σαν στο Καράτε Κιντ; Και μέχρι τότε, wax-in, wax-out, wax-in...

Τρίτο, σημαντικό πλην σύντομο σημείο είναι η ενθάρρυνση της Αλέκας προς το κοινό να μη διστάζει να ρωτήσει, γιατί όποιος δεν το κάνει ή νομίζει πως τα ξέρει όλα ή δεν ξέρει απολύτως τίποτα. Και ήταν πολύ διδακτικό να βλέπεις την ίδια, τρεις μέρες μετά, στην εκδήλωση των καλλιτεχνών, που δεν ένιωθε ότι κατέχει καλά τα πιο ειδικά θέματα και ζητούσε συνεχώς να την συμπληρώνουν και να την διορθώνουν, για να μην πει κάτι ζαβό...
Αλλά αυτό είναι το θέμα μιας επόμενης ανάρτησης...

Υστερόγραφο

Η κε του μπλοκ σιχαίνεται από θέση αρχής τα αυτοαναφορικά σημειώματα, οπότε τα χώνω απλώς σε ένα υστερόγραφο.
Αν ήταν να κλείσει το μπλοκ, θα υπήρχε ενημέρωση, συνεπώς δε χρειάζονται επιμνημόσυνες δεήσεις για το συχωρεμένο. Έχω πει εγκαίρως πως μετά το Μάιο κάποια δεδομένα θα άλλαζαν, τα πράγματα θα γίνονταν στριμόκωλα και θα αραίωνε η καθημερινή ροή των αναρτήσεων. Και ναι, παίζει κάποιο ρόλο σε αυτό η Κατιούσα, αλλά όχι καθοριστικό. Θα προσπαθήσω να ανανεώνω πιο συχνά το μπλοκ και με κείμενα που έχουν ανέβει πρώτα στην Κατιούσα -η οποία πάντως δίνει επιλογή για σχολιασμό για όποιον θέλει να πει κάτι- αλλά μέχρι τα Χριστούγεννα, δε βλέπω να αλλάζει κάτι δραματικά.

Κατά τα άλλα να διαβάσετε το τρίτο μέρος του Αριστερισμού, που δέησε επιτέλους να γράψει το ΛΣ, που περνά δημιουργικά το χρόνο του στο Φεστιβάλ, φτιάχνοντας λογοπαίγνια για τον Πετρολούκατς Χαλκιά. Το ζητήσατε, το περιμένατε, τον απειλήσατε για να το γράψει, οπότε είναι κρίνα να αφήσετε τώρα την προσμονή τόσων χρόνων να το κάνει να περάσει απαρατήρητο σε σχέση με τις προσδοκίες που είχαν γιγαντωθεί. Κι αν φτωχικό το βρήκες το τρίτο μέρος, δε σε γέλασε. Άσε που θα υπάρξει κι άλλο, σαν επίλογος στην τριλογία και Νταρτανιάν στους τρεις σωματοφύλακες.

Παρασκευή 1 Σεπτεμβρίου 2017

Προλετάριοι όλων των ομάδων ενωθείτε

Η μεταγραφή του Ένγκελς στον Ολυμπιακό, το τρολάρισμα από ταξική σκοπιά, ο Μαρξ-Λένιν της Φλαμένγκο και ο Κολομβιανός άσος, Στάλιν Μόττα.

Αναδημοσίευση από Κατιούσα (ξέχασα όμως να βάλω κάτι για τις χαμένες ευκαιρίες, τους οπορτουνιστές -που στην Ευρώπη, ποδοσφαιρικά μιλώντας, σημαίνει κάτι πολύ διαφορετικό- και τους Οφορτουνιστές, που τα βάζουν με το Φορτούνη).


Ο ΠΑΟ στο ποδόσφαιρο πήρε μεταγραφή τον Τσάβες. Ο Ολυμπιακός έκανε ρελάνς παίρνοντας τον Ένγκελς από την Μπριζ -που απέκλεισε η ΑΕΚ στα πλέι-οφ του Europa League. Κάποιοι ρεπόρτερ άρχισαν να τον λένε Ένχελς (με χι) αλλά ακόμα και αν έτσι προφέρεται, ήταν πλέον πολύ αργά. Τίποτα δεν μπορούσε να σταματήσει τον αναπόφευκτο συνειρμό για όσους γνωρίζουν το φίλο και σύντροφο του Μαρξ.


Κι ύστερα το νερό κύλησε σαν καταρράκτης στο αυλάκι κι έφτασε πολύ μακριά.

Ο Ένγκελς ντύθηκε στα κόκκινα και θα βλέπει κάθε κόκκινη κάρτα, σαν το κομματικό του βιβλιάριο.
Αλλά αν πήγαινε στον Παναθηναϊκό, θα έγραφε το “Αντι-Τζίγκερ” -ως συνέχεια του Αντι-Ντίρινγκ.
Και ως κλασικός του μαρξισμού, θα δίνει άλλη διάσταση στην έννοια του clasico, στα ντέρμπι των αιωνίων.

Στην παρουσίασή του, οι δημοσιογράφοι θα τον ρωτήσουν αν πιστεύει ότι χρειάζεται επικαιροποίηση η Διαλεκτική της Φύσης, μετά από τόσες επιστημονικές ανακαλύψεις.
Αυτός όμως θα τους μάθει τη Διαλεκτική του Ποδοσφαίρου, όπου η καλύτερη άμυνα είναι η επίθεση.
Και θα γράψει, μελετώντας τους χούλιγκαν των ομάδων, την “κατάσταση του λούμπεν προλεταριάτου στην Ελλάδα”.


Θα τον καλέσουν στην “Αθλητική Κυριακή” για ανάλυση των φάσεων και θα τους εξηγήσει πως “σε τελική ανάλυση” τον καθοριστικό ρόλο τον παίζει η οικονομική βάση και τα κεφάλαια του Μαρινάκη που επιδρούν στο ποδοσφαιρικό εποικοδόμημα.
Και θα τους αναλύσει τη δομή της παράγκας και της “Αγίας Οικογένειας” του ελληνικού ποδοσφαίρου.

Θα προβλέψει πως οι συνθήκες θα ωριμάσουν απότομα, όταν ο Ολυμπιακός μείνει τρία χρόνια σερί χωρίς εγχώριο τίτλο.
Και θα εξηγήσει πως κάθε αναμέτρηση είναι μια μορφή δυαδικής εξουσίας, με σχετική ισορροπία, όπου η μπάλα πηγαίνει πάνω-κάτω και μπαίνει στα δίχτυα, όταν οι πάνω δεν μπορούν και οι κάτω δε θέλουν.


Ο Βαγγέλης Ιωάννου θα τον χαρακτηρίσει “βελούδινο σφυροδρέπανο”, μετά το βελούδινο σφυρί του Λοτζέσκι και τα “βελούδινα δρεπάνια” άλλων αμυντικών, που θερίζουν πόδια στο διάβα τους. Αρκεί να μην υπάρχουν αυταπάτες ότι θα είναι βελούδινη η επανάσταση.
Οι αντίπαλοι οπαδοί θα φωνάζουν αντικομμουνιστικά συνθήματα, κι οι οργανωμένοι του Ολυμπιακού θα απαντάνε με το δόγμα No Politica.

Αν ο Ένγκελς ασχολούνταν όντως με το ποδόσφαιρο, ίσως του ταίριαζε να είναι βοηθός προπονητή, στο επιτελείο του Μαρξ, ή χορηγός του Κάρολου, για να συγγράψει αυτός απερίσπαστος το “Κεφάλαιο”.

Κι αν κάποιος -πχ ο Ολυμπιακός- ενδιαφέρεται να συμπληρώσει την τριάδα των κλασικών (μια ετεροχρονισμένη αλλά πληρωμένη απάντηση στην τριάδα των Ολλανδών που είχε κάποτε η Μίλαν) μπορεί να κυνηγήσει το wonder kid, Μαρξ-Λένιν, που παίζει στους μικρούς της Φλαμένγκο, ή τον Στάλιν Μόττα, για να φτιάχνει παιχνίδι και να κάνει μικρό, απόρθητο Στάλινγκραντ την εστία του.