Τετάρτη 21 Φεβρουαρίου 2018

Το ελληνικό 68′ και η 12η Ολομέλεια

Δημοσιεύτηκε στην Κατιούσα

Αυτές τις μέρες συμπληρώνονται πενήντα χρόνια από τη 12 Ολεμέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ, και από τη διάσπαση του κόμματος. Αυτή η επέτειος φαίνεται να επισκιάζει, κατά μία έννοια, την επέτειο των 100 χρόνων από την ίδρυση του ΣΕΚΕ, που μετονομάστηκε σε ΚΚΕ στη συνέχεια, αλλά στην πραγματικότητα μάλλον την υπογραμμίζει, γιατί ήταν η προϋπόθεσή της. Χωρίς τη 12η Ολομέλεια, μπορεί να μην υπήρχε καν ΚΚΕ σήμερα, για να γιορτάσει τα 100 χρόνια δράσης και λειτουργίας του. Κι αυτή η καμπή ήταν κάτι σαν φάρος σε μια περίοδο όχι ιδιαίτερα ηρωική, με νωπό το χαστούκι από την επιβολή της δικτατορίας και την αδυναμία αξιόλογης οργανωμένης αντίδρασης, κυρίως εξαιτίας της καταστροφικής απόφασης που είχε προηγηθεί δέκα χρόνια πριν, για τη διάλυση των παράνομων κομματικών οργανώσεων. Κι αυτό ξέχωρα από τα όποια προβλήματα εντοπίζονται στην πολιτική γραμμή και τη στρατηγική της εποχής, στην πολιτική ουράς απέναντι στην Ένωση Κέντρου, και στις αυταπάτες πως δεν υπήρχε αντικειμενικά έδαφος για την ανάπτυξη σοσιαλδημοκρατικού μορφώματος στην Ελλάδα, τη στιγμή που αυτό κυοφορούνταν, ακόμα και μες στις γραμμές της ΕΔΑ εν μέρει.


Ας δούμε κάποια βασικά χαρακτηριστικά της 12ης Ολομέλειας. Καταρχάς, το ρήγμα είχε επέλθει ουσιαστικά νωρίτερα (κυρίως στη 10η Ολομέλεια) κι απλώς πιστοποιήθηκε κι εκδηλώθηκε ανοιχτά κατά τη διάρκεια της 12ης, οι εργασίες της οποίας αναλώθηκαν πολύ σε τεχνικές λεπτομέρειες, πχ για το ποιος είχε δικαίωμα συμμετοχής, είχαν όμως καθαρά πολιτικό υπόβαθρο. Κι αυτό δεν ήταν γεωγραφικό, όπως υπονοούσε η προβοκατόρικη ονομασία “ΚΚΕ εσωτερικού”, αν δηλαδή το κίνημα θα καθοδηγούνταν από την ηγεσία που διαμόρφωνε τη γραμμή από το εξωτερικό ή από τα στελέχη που δρούσαν στην Ελλάδα και είχαν πιο σφαιρική αντίληψη της κατάστασης. Το υπόβαθρο της αντιπαράθεσης ήταν καθαρά πολιτικό, όπως έδειξε τόσο η εξέλιξη του “ΚΚΕ εσ.” όσο και η διαμόρφση του ρεύματος του ευρωκομμουνισμού διεθνώς, με καταλύτη το 1968, αν και η διάσπαση του ΚΚΕ προηγήθηκε τόσο του Παρισινού Μάη, όσο και των γεγονότων που ονομάστηκαν “Άνοιξη της Πράγας”.

Τι βρισκόταν στην πολιτική ουσία του πράγματος; Ακούγεται λίγο απαξιωτικά ειπωμένο ίσως από κάποιον άκαπνο γραφιά που τοποθετείται από τη βολή του πληκτρολογίου του, αλλά η ουσία είναι αυτή και δε γίνεται να διατυπωθεί διαφορετικά: η επαναστατική αναδίπλωση, η κούραση από την αντάρτικη δράση που τη διαδέχτηκε η μακρόχρονη, σκληρή παρανομία, η αναζήτηση -έστω και μιας αστικής, κουτσουρεμένης- νομιμότητας, της “ομαλότητας”, μιας ευκαιρίας-ανάγκης να ζήσουν κανονικά, όπως θα είχε ο καθένας δικαίωμα, κι όπως έβλεπαν να γίνεται παραδίπλα, με τους κομμουνιστές συντρόφους στην Ιταλία και τη Γαλλία. Η απαξίωση και η απόρριψη όσων μας “στέρησαν” την ευκαιρία αυτή: το δεύτερο αντάρτικο, που ήταν “τυχοδιωκτισμός”, τα Δεκεμβριανά, που ήταν “μπανανόφλουδα” που την πατήσαμε πρόθυμα, ο Ζαχαριάδης -πάνω απ’ όλα αυτός- που είχε καθαιρεθεί παραπάνω από μια δεκαετία πριν, αλλά στοίχειωνε τη σκέψη τους και τον έβλεπαν παντού παρόντα: ακόμα και στον Κολιγιάννη…

Η πολιτική προέκταση των παραπάνω ήταν η απόρριψη της δικτατορίας του προλεταριάτου -και κάθε δικτατορίας, που δεν μπορεί να συσπειρώσει τις μάζες που διψάνε για δημοκρατία. Με άλλα λόγια, η απόρριψη της “καχεκτικής δημοκρατίας” και της δικτατορίας στην Ελλάδα, επεκτεινόταν στην απόρριψη κάθε δικτατορίας γενικά, ακόμα και του προλεταριάτου, και οδηγούσε στην αγκαλιά της αστικής δημοκρατίας και τα προνόμια που απολαμβάνουμε σε αυτήν…

Η άμεση οργανωτική προέκταση ήταν η απόρριψη του κόμματος, του Κομμουνιστικού Κόμματος ως πρωτοπορίας, που η ηγεσία “απέξω” επέμενε ανεδαφικά για την ανάληψη δράσεων για τη νομιμοποίησή του. Τι τα χρειαζόμαστε όλα αυτά όμως, από τη στιγμή που έχουμε τον “υπαρκτό φορέα”, την ΕΔΑ που λειτουργούσε νόμιμα -κι ας διωκόταν σαν σχεδόν παράνομο κόμμα- και μετεξελισσόταν σε ενιαίο κόμμα, καλύπτοντας -κατά το δικό τους σκεπτικό- όλες τις απαραίτητες πλευρές, που χρειάζονταν οι κομμουνιστές.

Για να το κάνουμε λιανά, η ουσία ήταν: τα “καλά” της αστικής δημοκρατίας, μιας “ομαλής” ζωής, που σήμαινε όμως σε αντάλλαγμα και την παραίτηση από την ιδιότητα του επαναστάτη-κομμουνιστή. Αναθεώρηση -και όχι κάποιος εκσυγχρονισμός-ανανέωση- των βασικών αρχών του μαρξισμού-λενινισμού. Οτιδήποτε διαφορετικό βαφτιζόταν “τυχοδιωκτισμός” και θεωρούνταν πως έδινε πάτημα για όξυνση των κατασταλτικών μέτρων, ακόμα-ακόμα και για τη δικτατορία των συνταγματαρχών -στη λογική ότι φταίει το θύμα που προκαλεί και οφείλει να μην αντιστέκεται. Τόσο ξύλινα και απλά…

Το δεύτερο βασικό στοιχείο που επισημαίνεται συχνά σε αναλύσεις των αναθεωρητών είναι το βάρος του διεθνούς κέντρου και ο καταλυτικός ρόλος που έπαιξε για την επικράτηση του “ορθόδοξου” ΚΚ με την επιρροή του και τη σαφή προτίμηση που έδειξε στο ΚΚΕ. Παρεμπιπτόντως, αυτό το κέντρο ήταν που είχε πάρει την πρωτοβουλία για την καθαίρεση του Ζαχαριάδη από την ΚΕ του ΚΚΕ, αλλά “όλως παραδόξως” αυτό σπανίως επισημαίνεται σε αυτές τις αναλύσεις ως αρνητικό παράδειγμα.
Ας σημειώσουμε σχετικά τα εξής: η κριτική αυτή είναι λίγο υπο-κριτική στην ουσία της, καθώς οι αναθεωρητές αρχικά επιδίωξαν και αυτοί την εύνοιά του -ή έστω μια πιο θετική μεταχείριση του δικού τους “ΚΚ”. Τα υπόλοιπα και η “αποστασιοποίηση” από διάφορες επιλογές ήρθαν μάλλον κατόπιν εορτής, μαζί με τη διακριτή συγκρότηση του ευρωκομμουνισμού και της πολεμικής του ενάντια στη Σοβιετική Ένωση. Και είναι δείγμα -για την ΕΣΣΔ και το πολιτικό ποιόν του υπαρκτού της εποχής- πως παρά τα δικά τους πολιτικά-στρατηγικά προβλήματα, οι σοβιετικοί δεν ήταν και δεν έγιναν ποτέ -όχι μέχρι τον Γκόρμπι τουλάχιστον- ευρωκομμουνιστές. Οι ευρωκομμουνιστές θεωρούσαν πχ την περίοδο του Μπρέζνιεφ μια αναβίωση του Στάλιν (χωρίς αίματα και μουστάκι), και άρχισαν να νιώωθουν δικαιωμένοι στην περίοδο Γκορμπατσόφ με την κριτική της “περιόδου της στασιμότητας”.

Αλλά αν το ΚΚΕ επικράτησε τότε, ιδεολογικά και πολιτικά, απλά και μόνο επειδή πήρε το χρίσμα του διεθνούς κέντρου, πώς κατάφερε να υπάρχει μέχρι σήμερα; Πώς κατόρθωσε να βγει ζωντανό από την παγκόσμια κρίση του κομμουνιστικού κινήματος, μετά το 91′, όταν έπαψε να υφίσταται και τυπικά αυτό το παγκόσμιο διεθνές κέντρο που βάρυνε -υποτίθεται- στις εν Ελλάδι εξελίξεις με την εύνοια που του έδειξε; Πώς εξηγούνται όλα αυτά, αν ήταν απλώς ένα παράρτημα, μια αντιπροσωπία, όπως συνηθίζουν να το παρουσιάζουν, εν είδει καρικατούρας;

Μια τελευταία παράμετρος είναι η ίδια η εξέλιξη του λεγόμενου ΚΚΕ εσωτερικού, το οποίο δεν ήταν κομμουνιστικό και σε ένα βάθος χρόνου, απέβαλε και τον προσδιορισμό, γιατί δεν τον χρειαζόταν, δεν τον ήθελε. Το “εσωτερικού” ήταν ΠΑΣΟΚ που ήταν όμως υπέρ της ΕΕ -και πριν από τη ‘μετάλλαξη’ του ΠΑΣΟΚ- και της ΕΑΔΕ, στην εναγώνια προσπάθειά του να βρει ρήγματα και νόμιμα παραθυράκια, ακόμα και στην προσπάθεια της χούντας να μακιγιάρει το αυταρχικό της προφίλ.

Το “ΚΚΕ εσωτερικού” ήταν Συνασπισμός, αλλά και κάποιοι που αντιτάχθηκαν στον Ενιαίο Συνασπισμό, γιατί δεν ήθελαν συνεργασία με το ΚΚΕ, και θεωρούσαν λάθος ακόμα και την πρόσκαιρη εκλογική συμμαχία της Ενωμένης Αριστεράς, το 74′. Ήταν κι ο Νίκος Μπίστης, του “προχωρώντας και αναθεωρώντας”. Η Αριστερά του Σαλονιού. Ο σημερινός Σύριζα -που δικαιώνει τον ευρωκομμουνιστικό αγώνα, για την κατάληψη της κυβέρνησης σε ένα σύγχρονο πόλεμο θέσεων. Είναι αναθεωρητισμός, ακόμα και για τα δεδομένα του εξωκοινοβουλευτικού χώρου, με τη Β’ Πανελλαδική, τις Συσπειρώσεις, το Μηλιό και άλλους…

Δεν είναι πάντα ασφαλές κριτήριο να εκτιμάμε εκ του αποτελέσματος κάποια φαινόμενα, αλλά εν προκειμένω, ήταν μια φυσικά κατάληξη και η τελική του συνέπεια.


Αν θέλει να δει κανείς τι ήταν ο αναθεωρητισμός του “ΚΚΕ εσωτερικού”, μπορεί να ρίξει μια ματιά στη ΔΗΜΑΡ και το σημερινό Σύριζα.
Κι αν θέλει να δει κανείς τη μήτρα της σημερινής κριτικής για τους “παρωχημένους κομμουνιστές που έχουν μείνει πίσω από τις εξελίξεις”, που “είναι σεχταριστές, άκαμπτοι, δογματικοί, σταλινικοί”, που “τα παραπέμπουν όλα στο σοσιαλισμό και την επανάσταση”, μπορεί να μελετήσει τον πολιτικό λόγο των αναθεωρητών, που δεν κατάφεραν ποτέ να ξεφύγουν από το πολιτικό περιθώριο, αλλά ηγεμόνευσαν “γκραμσιανά” (που και σε αυτόν του άλλαξαν τα φώτα με τις ρεφορμιστικές αναγνώσεις τους) σε ένα ευρύτερο φάσμα και δάνεισαν τα επιχειρήματά τους και τον -κατά βάση- αντικομμουνισμό τους και σε άλλους χώρους, διαχρονικά.

Τρίτη 6 Φεβρουαρίου 2018

Ανδρέας Παπανδρέου: Ο “αποστάτης του τροτσκισμού” που άλωσε το εργατικό κίνημα

Δημοσιεύτηκε στην Κατιούσα

Αν η Μεταπολίτευση ήταν ΠΑΣΟΚ και έκλεισε τον κύκλο της μαζί του, η προσωπικότητα που την σημάδεψε όσο κανείς ήταν αναμφίβολα ο Ανδρέας Παπανδρέου. Η ιστορία μπορεί να ακολουθούσε παρόμοια βήματα και χωρίς αυτόν, αλλά σταμάτησε στο πιο χαρισματικό άτομο που θα μπορούσε να εκφράσει καλύτερα από οποιονδήποτε άλλο κάποιες τάσεις: την εμφάνιση της σοσιαλδημοκρατίας και την ενσωμάτωση του ριζοσπαστισμού (που όσο εντυπωσιακός ήταν, εξίσου θεαματικά “εξαϋλώθηκε” σταδιακά…)

Η διαδρομή του Παπανδρέου έχει πολλά ενδιαφέροντα κεφάλαια που και μόνο η ονομαστική τους αναφορά θα έπιανε μεγάλη έκταση:
-Η πρώτη του εμφάνιση στα κοινά με τη σύλληψή του από τη δικτατορία του Μεταξά και τον Ανδρέα να προδίδει τους συντρόφους του στην τροτσκιστική ομάδα που συμμετείχε (μαζί με τον Καστοριάδη μεταξύ άλλων) για να κερδίσει ως αντάλλαγμα την ελευθερία του.

-Η φυγή του στο εξωτερικό, η θητεία στο αμερικάνικο ναυτικό, η αμερικάνικη υπηκοότητα, η απουσία του απ’ όλα τα σημαντικά γεγονότα της δεκαετίας του 40′ -που δεν τον εμπόδισε να καπηλευτεί το ιστορικό τους φορτίο.

-Η σύνδεσή του με το κόμμα των Δημοκρατικών στις ΗΠΑ, τους κύκλους του Κένεντι και κεϊνσιανούς οικονομολόγους, όπως ο Γκαλμπρέιθ ο πρεσβύτερος, που συνδιαμόρφωσαν τη σκέψη του και τη θεωρία του “πατερναλιστικού καπιταλισμού”.


-Η επιστροφή του στην Ελλάδα μετά από πρόσκληση του Καραμανλή! Η αντιφατική σχέση με τον πατέρα του (το “γέρο της αστικής δημοκρατίας”) κι η προσπάθειά του να ξεφύγει από τη σκιά του, μετακινούμενος σε πιο “αριστερές, ριζοσπαστικές” θέσεις.

-Τα Ιουλιανά, η υπόθεση “Ασπίδα” κι η χούντα των συνταγματαρχών, που στο παπανδρεϊκό αφήγημα ήταν απλώς η ετεροχρονισμένη απάντηση του συστήματος στις μαζικές κινητοποιήσεις των Ιουλιανών και το φόβο που προκάλεσε στα κυρίαρχα στρώματα.

-Η αντιδικτατορική δράση από το εξωτερικό, το ΠΑΚ ως πρόδρομος του ΠΑΣΟΚ, ο ηγεμονισμός κι οι ελιγμοί που τορπίλιζαν κάθε πιθανότητα αντιδικτατορικής ενότητας, υπηρετώντας ωστόσο πιστά το προσωπικό πολιτικό σχέδιό του.

-Η διορατική εκτίμηση ότι χρειάζεται ένα νέο πολιτικό μόρφωμα -κι όχι μια απλή ανακαίνιση της Ένωσης Κέντρου- κι ότι υπήρχε το έδαφος για ένα σύγχρονο σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, που εναρμονιζόταν με τα δυτικά πρότυπα, αν και αρχικά είχε καταγγελτική στάση ενάντια στις συμβιβαστικές τάσεις της “Σοσιαλιστικής Διεθνούς” και πασπάλιζε με μαρξιστικές κορόνες και ριζοσπαστικά συνθήματα τον πολιτικό λόγο του ΠΑΣΟΚ.

-Τα αντι-ιμπεριαλιστικά συνθήματα (ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο), η εναντίωση στις βάσεις του θανάτου και την ένταξη της χώρας στην ΕΟΚ, η υπόσχεση για σχετικό δημοψήφισμα, που ξεχάστηκε από την “κυβέρνηση της Αλλαγής” μαζί με πολά άλλα, αφού είχε εξαργυρωθεί εκλογικά κι είχε παίξει το ρόλο της.

-Η εκλογική λεηλασία της βάσης του ΕΑΜικού κόσμου κι η ελλιπής, κουτσουρεμένη αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης -που έφερε όμως πολλά ψηφαλάκια στο ΠΑΣΟΚ, με τις αντιστασιακές συντάξεις.

-Οι μικρές αλλαγές που δεν έφεραν την Αλλαγή, λειτούργησαν όμως αποπροσανατολιστικά για το “άθροισμα των δυνάμεων της Αλλαγής”, το στόχο της “πραγματικής Αλλαγής” (με κατεύθυνση το σοσιαλισμό) κοκ.

-Οι κλαδικές, τα ρουσφέτια, η άλωση του εργατικού κινήματος και το πραξικόπημα στη ΓΣΕΕ, ο μαζικός εκμαυλισμός συνειδήσεων που πισωγύρισε θεαματικά το μαζικό κίνημα και το έστειλε σπίτι του.


-Η προσπάθεια άλωσης του τύπου, που δεν είχε αντίστοιχο αίσιο τέλος για το ΠΑΣΟΚ. Το σκάνδαλο Κοσκωτά ως απόρροια, που γκρέμισε προσωρινά τον Παπανδρέου από την εξουσία -ή μάλλον από την κυβέρνηση, όπως είπε κι ένας όψιμος μαθητής του.



-Η παραπομπή στο ειδικό δικαστήριο και το αφήγημα για το “βρώμικο 89′” που μεταξύ πολλών άλλων ξεχνάει βολικά ότι συμμετείχε και το ΠΑΣΟΚ στη δεύτερη οικουμενική, το Νοέμβρη του ίδιου έτους, αφήνοντας στην άκρη τις “αρχές” του περί μη συνεργασίας με τη Δεξιά.

-Η “άγρια, κινηματική” αντιπολίτευση και η γρήγορη επάνοδος στην κυβέρνηση, όπου δεν υπήρχαν περιθώρια για “φιλοσοβιετικό χαρτί”, “κίνημα Αδεσμεύτων” και λοιπούς ελιγμούς, παρά μόνο για φραστικές διαφοροποιήσεις και τοποθετήσεις, σαν κι αυτήν για το Ευρωπαϊκό Διευθυντήριο, με αφορμή τη FYROM (παρά την εξασθένισή του, η ρητορική δεινότητα παραμένει).



Καταγγέλλουμε, ανησυχούμε, θα δώσουμε μάχες, αλλά δεν υπάρχει άλλος δρόμος…

Κάτι τέτοια τον έκαναν αγαπητό στην ηγεσία του Σύριζα, που δεν τον φτάνει βέβαια ούτε στο δαχτυλάκι του. Και τον έβαλαν στο στόχαστρο φιλελέδων κι αστών αναλυτών που χρειάζονται πλέον ένα διαφορετικό αφήγημα και παρουσιάζουν την οκταετία της Αλλαγής, ως τη μητέρα όλων των κακών: από το χρέος ως το λαϊκισμό…


Εϊναι όμως το λιγότερο “αχαριστία” να μην αναγνωρίζουν τις πολύτιμες υπηρεσίες που προσέφερε στο σύστημα σε μια κρίσιμη για αυτό καμπή. Κι αν μη τι άλλο, η παρουσία του -με τον ένα ή τον άλλο τρόπο- στο προσκήνιο σήμερα δείχνει την εμβέλεια της προσωπικότητάς του -κι αυτός δεν υπάρχει λόγος να μην το αναγνωρίζουμε.

Κυριακή 4 Φεβρουαρίου 2018

“Μη παρακαλώ σας μη λησμονάτε το έργο μου” – Το πολιτικό εκκρεμές του Μίκη

Δημοσιεύτηκε στην Κατιούσα

Για το Μίκη Θεοδωράκη θα μπορούσαν να σταθούν ως αξιολογικές κρίσεις τα πάντα και τα αντίθετά τους. Ίσως γιατί έχει πει ο ίδιος κατά καιρούς τα πάντα και τα αντίθετά τους.

Θα μπορούσες να βάλεις πχ ένα δίσκο με κάποιες συνθέσεις του και να πεις: καταλαβαινόμαστε τώρα, δε χρειάζονται περσότερα -κι ας μην είναι δική του σύνθεση αυτό.
Ή να βάλεις το Μίκυ Μάους του Σιδηρόπουλου και να τα έχεις καλύψει πάλι όλα.

Μπορείς να πεις ότι ο Μίκης είναι μεγάλο κεφάλαιο, για να το διαγράφουμε μονοκοντυλιά, με ελαφριά καρδιά. Ή να πεις πως σε διάφορες κρίσιμες ιστορικές στιγμές ήταν με το μεγάλο κεφάλαιο, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, όπως όταν έλεγε “Καραμανλής ή τανκς”.

Μπορείς και πρέπει -όχι τυπικά- να καταδικάσεις τις μπογιές και τα συνθήματα στο σπίτι του ή ακόμα να αναρωτηθείς γιατί ο χώρος έχει άλλα αντανακλαστικά και δείχνει ανοχή σε παρόμοια ατοπήματα ινδαλμάτων του που βολευτήκαν στο σύστημα. Αλλά είναι αστείο συνάμα να παρουσιάζεται η είδηση ως “τρομοκρατική επίθεση” στο σπίτι του Μίκη!

Λένε πολλοί πως πρέπει να διαχωρίσουμε το Μίκη και την πολιτική κριτική που του κάνουμε από το έργο του, που υφίσταται αυτοτελώς και διαχρονικά. Κι έχουν δίκιο! Αλλά ταυτόχρονα και άδικο. Γιατί ο Μίκης έγινε πολιτική οντότητα ακριβώς μέσα από το τεράστιο έργο του, που δεν ήταν αμιγώς καλλιτεχνικό. Και είναι τρομερό να αναλογίζεσαι τη δύναμή του, τη γοητεία που άσκησε σε μια γενιά, που τον λατρεύει μέχρι σήμερα -όπως φάνηκε και στο τελευταίο Φεστιβάλ μεταξύ άλλων.


Πολιτικά μιλώντας, το πρόβλημα του Μίκη δεν ήταν αυστηρά πολιτικό. Αυτά που λέει ανήκουν σε μια γενιά που γαλουχήθηκε αντίστοιχα, με την ιδέα πως η πατρίδα είναι ο λαός και είναι το δεύτερο αγκωνάρι -το άλλο είναι το ταξικό- στο οποίο πρέπει να βασίζεται ο αγώνας μας. Η ιδέα αυτή δεν ήταν δική του, αλλά ενός ολόκληρου πολιτικού φάσματος -και βασιζόταν σε υπαρκτά, συγκεκριμένα γεγονότα.

Το πρόβλημα είναι ότι ο Μίκης θεωρούσε πάντα τον εαυτό το κεφάλαιο, υπεράνω κομμάτων, άλλων προσώπων κτλ. Πίστευε πως δεν εισακούγεται, δεν του δίνουν πρωταγωνιστικό ρόλο, κι έφευγε συνήθως χολωμένος, νιώθοντας πως τον παραμερίζουν.

Το πρόβλημα επίσης είναι ότι δικαιούταν να το πιστεύει, είχε κάποια βάση, γιατί το έργο του ήταν τεράστιο πολιτικό κεφάλαιο και θα συνεχίσει να είναι, μένοντας ως παρακαταθήκη.

Κάποιοι σύντροφοι σκέφτηκαν ίσως πως ο Μίκης ήρθε στο τελευταίο φεστιβάλ για να “συμφιλιωθεί” μαζί μας, με το κόμμα, σκεπτόμενος και την υστεροφημία του. Αλλά τώρα πηγαίνει ως βασικός ομιλητής στο συλλαλητήριο για τη Μακεδονία, γιατί πάντα σκεφτόταν -εκτός από την τάξη και το κόμμα της- με όρους πατρίδας.


Δεν προσπαθώ να γράψω κάτι κεντριστικό, που να τα πιάνει όλα, αλλά να δείξω τις αντιφάσεις, τα αντίθετα που παλεύουν κι ενώνονται σε ένα πρόσωπο. Το οποίο πρόσωπο δεν είναι υπεράνω κριτικής -κανείς μας δεν είναι. Αλλά κανείς και καμία κριτική δεν μπορούν να αγγίξουν το έργο του. Ούτε καν ο ίδιος, όπως γράφτηκε εύστοχα.

Μπορείτε να δείτε επίσης:


Σε ένα παράλληλο σύμπαν – Μίκη αλλάζεις την ιστορία (σου)…

Σάββατο 3 Φεβρουαρίου 2018

Μη με λες πατριώτη, αφεντικό να με λες – Οι “Απαράδεκτοι” για τη Μακεδονία

Δημοσιεύτηκε στην Κατιούσα

Ο Σπύρος είναι αριστερός, προβληματίζεται, έχει κι ένα Πολυτεχνείο πίσω του, αλλά εξοργίζεται με τον αλυτρωτισμό του Γιόρικ και κρατιέται να μην τον χτυπήσει. Αυτά εξάλλου είναι εθνικισμοί του κερατά, επικίνδυνα μονοπάτια, άλλο ο λαός κι άλλο οι επιλογές των ηγετών, που ακολουθούν ένα ανεξάρτητο προτσές…


Σε μια συνέντευξή της, η Δήμητρα Παπαδοπούλου είχε πει πως ήταν στην ΚΝΕ, αλλά έφυγε γιατί βαριόταν στα αχτίφ κι έκανε φασαρία. Στις πρώτες δουλειές της ως σεναριογράφος, ήταν φανερό και το ένα και το άλλο. Δεν είχε αφομοιώσει πολλά πράγματα για να αναλύσει και να εμβαθύνει, αλλά κάτι της είχε μείνει ως υπόβαθρο.

Το 92′ οι Απαράδεκτοι δεν έμειναν ανεπηρέαστοι από τον εθνικιστικό παροξυσμό και τα συλλαλητήρια για τη Μακεδονία. Οι περισσότεροι θυμούνται το τραγούδι με το μαέστρο, που έπαιξε αρκετά αυτές τις μέρες πολύ στα social media, αλλά ήταν σαφώς κατώτερο από το πρώτο, Γιουροβιζιονικό τραγούδι των “Απαράδεκτων” (ώπα-είπα, κράτσες-κρούτσες).



Δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι η Παπαδοπούλου απλώς σατιρίζει και δε συντάσσεται κατά βάθος με το γενικό κλίμα -όπως φαίνεται κι από το τραγούδι. Συναντάμε όμως πολλές οξυδερκείς στιγμές της και μαργαριτάρια που δείχνουν το κνίτικο παρελθόν της.

Η ιστορία έχει ως εξής. Ο διαχειριστής Χαλακατεβάκης έχει προσλάβει ένα Φυρομακεδόνα (ας το λέμε έτσι, χάριν συνεννόησης) για να του κάνει τις δουλειές. Το σενάριο δεν ξεφεύγει από το κυρίαρχο σωβινιστικό στερεότυπο και μας παρουσιάζει ένα Γιόρικ ψωμόλυσσα, ανεπρόκοπο, κουτοπόνηρο, με παράλογες αλυτρωτικές απαιτήσεις, που εκνευρίζει τους “Απαράδεκτους” φωνάζοντάς τους “πατριώτες”. Στον αντίποδα όμως σκιαγραφείται πολύ εύστοχα η δική μας πλευρά.



Οι Έλληνες ονειρεύονται μπίζνες στα Βαλκάνια και ξυπνάει το επιχειρηματικό τους δαιμόνιο, ψάχνοντας να ανοίξουν ένα μπακάλικο στα οικόπεδα του Γιόρικ -τώρα που οι γείτονες πεθαίνουν της πείνας. Σε ένα πρώτο γκεστάλτ, σατιρίζεται ο νεοπλουτισμός του Έλληνα μικροαστού, που ονειρεύεται να γίνει επιχειρηματίας, με το μικρό του κεφάλαιο. Σε ένα δεύτερο γκεστάλτ, μπορεί να υπάρχει ένας υπαινιγμός για την ενδιάμεση θέση του ελληνικού καπιταλισμού, σα μέγεθος, που παρά τους λεονταρισμούς του, δεν μπορεί να ανοίξει τίποτα καλύτερο παρά ένα μπακάλικο, με τη φιλοδοξία να γίνει αλυσίδα Σούπερ-Μάρκετ, όταν μεγαλώσει.

Σε μία από τις πρώτες σκηνές, ο Χαλακατεβάκης θυμώνει που ο Γιόρικ τον φωνάζει “πατριώτη”, γιατί προτιμά να τον φωνάζουν “αφεντικό”, με τη ματιά του να μαλακώνει και να ατενίζει το μέλλον. Οι μπίζνες είναι μπίζνες, και ο εθνικισμός-εθνικισμός. Μπορεί να μοιάζουν κάπως αντιφατικά, αλλά παντρεύονται ιδανικά και συμπληρώνουν το ένα το άλλο, στην πραγματικότητα.
Όπως έλεγε κι ένα γηπεδικό πανό: η Μακεδονία είναι ελληνική, αλλά στα Σκόπια έχει αμόλυβδη φτηνή


Εκεί που βιώνεται πιο έντονα η αντίφαση είναι στο Σπύρο Παπαδόπουλο, που είναι αριστερός, έχει προβληματισμούς, έχει κι ένα Πολυτεχνείο πίσω του, και όλα αυτά του φαίνονται ανοησίες, επικίνδυνα πράγματα κι εθνικισμοί του κερατά. Κάτι που δεν τον εμποδίζει όμως να συμμετέχει -με μισή καρδιά έστω- στις εκδηλώσεις για τη Μακεδονία (σε αντίθεση με τους αυθεντικούς Λακεδαιμόνιους), να ανησυχεί για τις ελληνικές του ρίζες και να σπαράζει η ελληνική του ψυχή με τον αλυτρωτισμό του γείτονα Φυρομακεδόνα, που θεωρεί τη Θεσσαλονίκη δικιά του, και ο Σπύρος κρατιέται να μην τον χτυπήσει -αυτά εξάλλου είναι εθνικισμοί, επικίνδυνα μονοπάτια, άλλο ο λαός κι άλλο οι επιλογές των ηγετών, που ακολουθούν ένα ανεξάρτητο προτσές


Ως χαρακτήρας, συμπυκνώνει διορατικά το περίεργο μίγμα του “αριστερού εθνικισμού” που υπήρχε ήδη στην εποχή του, αλλά βλέπουμε πολύ καθαρά σήμερα στο Λαφαζάνη, τη Ζωή, τον Μπιτσάκη, το Μίκη και τα άλλα παιδιά…

Και πλάι του, ο ζαμανφού μπαρόβιος και ένα απολίτικο αστροπελέκι, που από το μηδέν μετατρέπονται σε εθνικιστές ολκής. Η Ρένια μάλιστα είναι και με τον Καραμπελιά! Αλλά μόνο ο Σπύρος -ο “αριστερός”- λέει ανοιχτά τι ψηφίζει κι όλοι οι υπόλοιποι το παίζουν υπερκομματικοί κι υπεράνω…

Το επεισόδιο σατιρίζει εύστοχα τη μανία πολλών πατριωτών να βρούνε τις ρίζες τους στην εθνοτική σαλάτα των Βαλκανίων και του ευρύτερου χώρου. Το Γιάννη αρχικά τον απασχολεί το μαρούλι της δικής του σαλάτας κι αδιαφορεί για το Μακεδονομάχο παππού της Δήμητρας, αλλά στη συνέχεια παθαίνει “εθνική μελαγχολία”-κατάθλιψη, στην ιδέα πως μπορεί να είναι Τουρκόσπορος. Η Ρένια καμαρώνει για τη γιαγιά της που πήδηξε από το Ζάλογγο και την έβλεπε μια γειτόνισσα, ενώ η Δήμητρα λέει πως η σκούφια της κρατάει από την Αλεξάνδρεια (Γιδά) Ημαθίας, παίζοντας δημιουργικά με την καταγωγή της στην πραγατική ζωή από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου.


Όλοι οι Έλληνες ψάχνουν μανιωδώς τις ρίζες τους κι ας μην είναι πολύ πρόθυμοι να φάνε φασολάδα και να ακούνε το Μενούση -κι άλλα δημοτικά- στη διαπασών, κάθε μέρα. Αλλά “παράδοση” είναι κι η πατριαρχία, να μαγειρεύει η γυναίκα, κι άλλα παρόμοια, που η Δήμητρα τα θεωρεί -και σωστά- “δουλοπαροικία…”


Στο τέλος οι Έλληνες, μονιασμένοι από τις εθνικές εκδηλώσεις τους -που θυμίζουν εθνική γιορτή και εκπομπές για το “ελληνικό Πάσχα”- κάθονται στο σαλόνι κι αρχίζουν να τρώγονται για τα πολιτικά, οπότε τους την λέει ο Γιόρικ που είναι ξένος (αν και “πατριώτης” κι αυτός). Η σκέψη της Παπαδοπούλου έχει ως ανώτατο όριο τη διχόνοια που χωρίζει τους Έλληνες σε στρατόπεδα. Υπάρχει βάση όμως σε όλα αυτά, καθώς αρκεί μια σπίθα (όχι του Μίκη) για να ανάψουν τα πνεύματα στο “ομόψυχο, πατριωτικό πλήθος”, που εύκολα μπορεί να αρχίσει να τσακώνεται πχ για τον Ολυμπιακό, την ΑΕΚ και τον ΠΑΟΚ.

Γκολάρες βάζουν και οι τρεις, για να θυμηθούμε το τραγούδι της αρχής και να κλείσουμε διαλεκτικά τον κύκλο. Ένα τραγούδι που συνδυάζει διαλεκτικά το οπαδικό, καρναβαλικό στοιχείο αυτών των συλλαλητηρίων (φουστανέλες, ΠΑΟΚ-Άρης-Ηρακλής κοκ). Και κλείνει με το υπέροχο “Ουστ”, που είναι σαν προφητική εικόνα από τα προσεχώς και τις πλατείες των Αγανακτισμένων.


Όσο για το στίχο-προτροπή “κόψτε το χαβαλέ”, ακούγεται μάλλον ως τραγική ειρωνεία από μια κατεξοχήν κωμική χαβαλεδιάρικη σειρά. Αλλά με το χαβαλέ μπορείς να πεις τελικά τα πιο σοβαρά πράγματα, από τα καλύτερα ως τα χειρότερα: να ρίξεις μύλο στο νερό του εθνικισμού ή να κάνεις μια τρομερή ανατομία της ελληνικής κοινωνίας και του εθνικισμού που την μαστίζει. Ή και τα δύο μαζί διαλεκτικά (ένωση και πάλη των αντιθέτων).

Από άλλο επεισόδιο, αλλά κολλάει με την επικαιρότητα...
Αλλά εντάξει, μια τέτοια ανάρτηση αξίζει κι αντίστοιχο φινάλε -λιγότερο “ξύλινο”.
-Τι έγινε ρε παιδιά; Πότε κοιμήθηκα αριστερός και ξύπνησα εθνικιστής; Τι ρεζιλίκια είναι αυτά;