Δημοσιεύτηκε στην Κατιούσα
Αυτές τις μέρες συμπληρώνονται πενήντα χρόνια από τη 12 Ολεμέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ, και από τη διάσπαση του κόμματος. Αυτή η επέτειος φαίνεται να επισκιάζει, κατά μία έννοια, την επέτειο των 100 χρόνων από την ίδρυση του ΣΕΚΕ, που μετονομάστηκε σε ΚΚΕ στη συνέχεια, αλλά στην πραγματικότητα μάλλον την υπογραμμίζει, γιατί ήταν η προϋπόθεσή της. Χωρίς τη 12η Ολομέλεια, μπορεί να μην υπήρχε καν ΚΚΕ σήμερα, για να γιορτάσει τα 100 χρόνια δράσης και λειτουργίας του. Κι αυτή η καμπή ήταν κάτι σαν φάρος σε μια περίοδο όχι ιδιαίτερα ηρωική, με νωπό το χαστούκι από την επιβολή της δικτατορίας και την αδυναμία αξιόλογης οργανωμένης αντίδρασης, κυρίως εξαιτίας της καταστροφικής απόφασης που είχε προηγηθεί δέκα χρόνια πριν, για τη διάλυση των παράνομων κομματικών οργανώσεων. Κι αυτό ξέχωρα από τα όποια προβλήματα εντοπίζονται στην πολιτική γραμμή και τη στρατηγική της εποχής, στην πολιτική ουράς απέναντι στην Ένωση Κέντρου, και στις αυταπάτες πως δεν υπήρχε αντικειμενικά έδαφος για την ανάπτυξη σοσιαλδημοκρατικού μορφώματος στην Ελλάδα, τη στιγμή που αυτό κυοφορούνταν, ακόμα και μες στις γραμμές της ΕΔΑ εν μέρει.
Ας δούμε κάποια βασικά χαρακτηριστικά της 12ης Ολομέλειας. Καταρχάς, το ρήγμα είχε επέλθει ουσιαστικά νωρίτερα (κυρίως στη 10η Ολομέλεια) κι απλώς πιστοποιήθηκε κι εκδηλώθηκε ανοιχτά κατά τη διάρκεια της 12ης, οι εργασίες της οποίας αναλώθηκαν πολύ σε τεχνικές λεπτομέρειες, πχ για το ποιος είχε δικαίωμα συμμετοχής, είχαν όμως καθαρά πολιτικό υπόβαθρο. Κι αυτό δεν ήταν γεωγραφικό, όπως υπονοούσε η προβοκατόρικη ονομασία “ΚΚΕ εσωτερικού”, αν δηλαδή το κίνημα θα καθοδηγούνταν από την ηγεσία που διαμόρφωνε τη γραμμή από το εξωτερικό ή από τα στελέχη που δρούσαν στην Ελλάδα και είχαν πιο σφαιρική αντίληψη της κατάστασης. Το υπόβαθρο της αντιπαράθεσης ήταν καθαρά πολιτικό, όπως έδειξε τόσο η εξέλιξη του “ΚΚΕ εσ.” όσο και η διαμόρφση του ρεύματος του ευρωκομμουνισμού διεθνώς, με καταλύτη το 1968, αν και η διάσπαση του ΚΚΕ προηγήθηκε τόσο του Παρισινού Μάη, όσο και των γεγονότων που ονομάστηκαν “Άνοιξη της Πράγας”.
Τι βρισκόταν στην πολιτική ουσία του πράγματος; Ακούγεται λίγο απαξιωτικά ειπωμένο ίσως από κάποιον άκαπνο γραφιά που τοποθετείται από τη βολή του πληκτρολογίου του, αλλά η ουσία είναι αυτή και δε γίνεται να διατυπωθεί διαφορετικά: η επαναστατική αναδίπλωση, η κούραση από την αντάρτικη δράση που τη διαδέχτηκε η μακρόχρονη, σκληρή παρανομία, η αναζήτηση -έστω και μιας αστικής, κουτσουρεμένης- νομιμότητας, της “ομαλότητας”, μιας ευκαιρίας-ανάγκης να ζήσουν κανονικά, όπως θα είχε ο καθένας δικαίωμα, κι όπως έβλεπαν να γίνεται παραδίπλα, με τους κομμουνιστές συντρόφους στην Ιταλία και τη Γαλλία. Η απαξίωση και η απόρριψη όσων μας “στέρησαν” την ευκαιρία αυτή: το δεύτερο αντάρτικο, που ήταν “τυχοδιωκτισμός”, τα Δεκεμβριανά, που ήταν “μπανανόφλουδα” που την πατήσαμε πρόθυμα, ο Ζαχαριάδης -πάνω απ’ όλα αυτός- που είχε καθαιρεθεί παραπάνω από μια δεκαετία πριν, αλλά στοίχειωνε τη σκέψη τους και τον έβλεπαν παντού παρόντα: ακόμα και στον Κολιγιάννη…
Η πολιτική προέκταση των παραπάνω ήταν η απόρριψη της δικτατορίας του προλεταριάτου -και κάθε δικτατορίας, που δεν μπορεί να συσπειρώσει τις μάζες που διψάνε για δημοκρατία. Με άλλα λόγια, η απόρριψη της “καχεκτικής δημοκρατίας” και της δικτατορίας στην Ελλάδα, επεκτεινόταν στην απόρριψη κάθε δικτατορίας γενικά, ακόμα και του προλεταριάτου, και οδηγούσε στην αγκαλιά της αστικής δημοκρατίας και τα προνόμια που απολαμβάνουμε σε αυτήν…
Η άμεση οργανωτική προέκταση ήταν η απόρριψη του κόμματος, του Κομμουνιστικού Κόμματος ως πρωτοπορίας, που η ηγεσία “απέξω” επέμενε ανεδαφικά για την ανάληψη δράσεων για τη νομιμοποίησή του. Τι τα χρειαζόμαστε όλα αυτά όμως, από τη στιγμή που έχουμε τον “υπαρκτό φορέα”, την ΕΔΑ που λειτουργούσε νόμιμα -κι ας διωκόταν σαν σχεδόν παράνομο κόμμα- και μετεξελισσόταν σε ενιαίο κόμμα, καλύπτοντας -κατά το δικό τους σκεπτικό- όλες τις απαραίτητες πλευρές, που χρειάζονταν οι κομμουνιστές.
Για να το κάνουμε λιανά, η ουσία ήταν: τα “καλά” της αστικής δημοκρατίας, μιας “ομαλής” ζωής, που σήμαινε όμως σε αντάλλαγμα και την παραίτηση από την ιδιότητα του επαναστάτη-κομμουνιστή. Αναθεώρηση -και όχι κάποιος εκσυγχρονισμός-ανανέωση- των βασικών αρχών του μαρξισμού-λενινισμού. Οτιδήποτε διαφορετικό βαφτιζόταν “τυχοδιωκτισμός” και θεωρούνταν πως έδινε πάτημα για όξυνση των κατασταλτικών μέτρων, ακόμα-ακόμα και για τη δικτατορία των συνταγματαρχών -στη λογική ότι φταίει το θύμα που προκαλεί και οφείλει να μην αντιστέκεται. Τόσο ξύλινα και απλά…
Το δεύτερο βασικό στοιχείο που επισημαίνεται συχνά σε αναλύσεις των αναθεωρητών είναι το βάρος του διεθνούς κέντρου και ο καταλυτικός ρόλος που έπαιξε για την επικράτηση του “ορθόδοξου” ΚΚ με την επιρροή του και τη σαφή προτίμηση που έδειξε στο ΚΚΕ. Παρεμπιπτόντως, αυτό το κέντρο ήταν που είχε πάρει την πρωτοβουλία για την καθαίρεση του Ζαχαριάδη από την ΚΕ του ΚΚΕ, αλλά “όλως παραδόξως” αυτό σπανίως επισημαίνεται σε αυτές τις αναλύσεις ως αρνητικό παράδειγμα.
Ας σημειώσουμε σχετικά τα εξής: η κριτική αυτή είναι λίγο υπο-κριτική στην ουσία της, καθώς οι αναθεωρητές αρχικά επιδίωξαν και αυτοί την εύνοιά του -ή έστω μια πιο θετική μεταχείριση του δικού τους “ΚΚ”. Τα υπόλοιπα και η “αποστασιοποίηση” από διάφορες επιλογές ήρθαν μάλλον κατόπιν εορτής, μαζί με τη διακριτή συγκρότηση του ευρωκομμουνισμού και της πολεμικής του ενάντια στη Σοβιετική Ένωση. Και είναι δείγμα -για την ΕΣΣΔ και το πολιτικό ποιόν του υπαρκτού της εποχής- πως παρά τα δικά τους πολιτικά-στρατηγικά προβλήματα, οι σοβιετικοί δεν ήταν και δεν έγιναν ποτέ -όχι μέχρι τον Γκόρμπι τουλάχιστον- ευρωκομμουνιστές. Οι ευρωκομμουνιστές θεωρούσαν πχ την περίοδο του Μπρέζνιεφ μια αναβίωση του Στάλιν (χωρίς αίματα και μουστάκι), και άρχισαν να νιώωθουν δικαιωμένοι στην περίοδο Γκορμπατσόφ με την κριτική της “περιόδου της στασιμότητας”.
Αλλά αν το ΚΚΕ επικράτησε τότε, ιδεολογικά και πολιτικά, απλά και μόνο επειδή πήρε το χρίσμα του διεθνούς κέντρου, πώς κατάφερε να υπάρχει μέχρι σήμερα; Πώς κατόρθωσε να βγει ζωντανό από την παγκόσμια κρίση του κομμουνιστικού κινήματος, μετά το 91′, όταν έπαψε να υφίσταται και τυπικά αυτό το παγκόσμιο διεθνές κέντρο που βάρυνε -υποτίθεται- στις εν Ελλάδι εξελίξεις με την εύνοια που του έδειξε; Πώς εξηγούνται όλα αυτά, αν ήταν απλώς ένα παράρτημα, μια αντιπροσωπία, όπως συνηθίζουν να το παρουσιάζουν, εν είδει καρικατούρας;
Μια τελευταία παράμετρος είναι η ίδια η εξέλιξη του λεγόμενου ΚΚΕ εσωτερικού, το οποίο δεν ήταν κομμουνιστικό και σε ένα βάθος χρόνου, απέβαλε και τον προσδιορισμό, γιατί δεν τον χρειαζόταν, δεν τον ήθελε. Το “εσωτερικού” ήταν ΠΑΣΟΚ που ήταν όμως υπέρ της ΕΕ -και πριν από τη ‘μετάλλαξη’ του ΠΑΣΟΚ- και της ΕΑΔΕ, στην εναγώνια προσπάθειά του να βρει ρήγματα και νόμιμα παραθυράκια, ακόμα και στην προσπάθεια της χούντας να μακιγιάρει το αυταρχικό της προφίλ.
Το “ΚΚΕ εσωτερικού” ήταν Συνασπισμός, αλλά και κάποιοι που αντιτάχθηκαν στον Ενιαίο Συνασπισμό, γιατί δεν ήθελαν συνεργασία με το ΚΚΕ, και θεωρούσαν λάθος ακόμα και την πρόσκαιρη εκλογική συμμαχία της Ενωμένης Αριστεράς, το 74′. Ήταν κι ο Νίκος Μπίστης, του “προχωρώντας και αναθεωρώντας”. Η Αριστερά του Σαλονιού. Ο σημερινός Σύριζα -που δικαιώνει τον ευρωκομμουνιστικό αγώνα, για την κατάληψη της κυβέρνησης σε ένα σύγχρονο πόλεμο θέσεων. Είναι αναθεωρητισμός, ακόμα και για τα δεδομένα του εξωκοινοβουλευτικού χώρου, με τη Β’ Πανελλαδική, τις Συσπειρώσεις, το Μηλιό και άλλους…
Δεν είναι πάντα ασφαλές κριτήριο να εκτιμάμε εκ του αποτελέσματος κάποια φαινόμενα, αλλά εν προκειμένω, ήταν μια φυσικά κατάληξη και η τελική του συνέπεια.
Αν θέλει να δει κανείς τι ήταν ο αναθεωρητισμός του “ΚΚΕ εσωτερικού”, μπορεί να ρίξει μια ματιά στη ΔΗΜΑΡ και το σημερινό Σύριζα.
Κι αν θέλει να δει κανείς τη μήτρα της σημερινής κριτικής για τους “παρωχημένους κομμουνιστές που έχουν μείνει πίσω από τις εξελίξεις”, που “είναι σεχταριστές, άκαμπτοι, δογματικοί, σταλινικοί”, που “τα παραπέμπουν όλα στο σοσιαλισμό και την επανάσταση”, μπορεί να μελετήσει τον πολιτικό λόγο των αναθεωρητών, που δεν κατάφεραν ποτέ να ξεφύγουν από το πολιτικό περιθώριο, αλλά ηγεμόνευσαν “γκραμσιανά” (που και σε αυτόν του άλλαξαν τα φώτα με τις ρεφορμιστικές αναγνώσεις τους) σε ένα ευρύτερο φάσμα και δάνεισαν τα επιχειρήματά τους και τον -κατά βάση- αντικομμουνισμό τους και σε άλλους χώρους, διαχρονικά.
Αυτές τις μέρες συμπληρώνονται πενήντα χρόνια από τη 12 Ολεμέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ, και από τη διάσπαση του κόμματος. Αυτή η επέτειος φαίνεται να επισκιάζει, κατά μία έννοια, την επέτειο των 100 χρόνων από την ίδρυση του ΣΕΚΕ, που μετονομάστηκε σε ΚΚΕ στη συνέχεια, αλλά στην πραγματικότητα μάλλον την υπογραμμίζει, γιατί ήταν η προϋπόθεσή της. Χωρίς τη 12η Ολομέλεια, μπορεί να μην υπήρχε καν ΚΚΕ σήμερα, για να γιορτάσει τα 100 χρόνια δράσης και λειτουργίας του. Κι αυτή η καμπή ήταν κάτι σαν φάρος σε μια περίοδο όχι ιδιαίτερα ηρωική, με νωπό το χαστούκι από την επιβολή της δικτατορίας και την αδυναμία αξιόλογης οργανωμένης αντίδρασης, κυρίως εξαιτίας της καταστροφικής απόφασης που είχε προηγηθεί δέκα χρόνια πριν, για τη διάλυση των παράνομων κομματικών οργανώσεων. Κι αυτό ξέχωρα από τα όποια προβλήματα εντοπίζονται στην πολιτική γραμμή και τη στρατηγική της εποχής, στην πολιτική ουράς απέναντι στην Ένωση Κέντρου, και στις αυταπάτες πως δεν υπήρχε αντικειμενικά έδαφος για την ανάπτυξη σοσιαλδημοκρατικού μορφώματος στην Ελλάδα, τη στιγμή που αυτό κυοφορούνταν, ακόμα και μες στις γραμμές της ΕΔΑ εν μέρει.
Ας δούμε κάποια βασικά χαρακτηριστικά της 12ης Ολομέλειας. Καταρχάς, το ρήγμα είχε επέλθει ουσιαστικά νωρίτερα (κυρίως στη 10η Ολομέλεια) κι απλώς πιστοποιήθηκε κι εκδηλώθηκε ανοιχτά κατά τη διάρκεια της 12ης, οι εργασίες της οποίας αναλώθηκαν πολύ σε τεχνικές λεπτομέρειες, πχ για το ποιος είχε δικαίωμα συμμετοχής, είχαν όμως καθαρά πολιτικό υπόβαθρο. Κι αυτό δεν ήταν γεωγραφικό, όπως υπονοούσε η προβοκατόρικη ονομασία “ΚΚΕ εσωτερικού”, αν δηλαδή το κίνημα θα καθοδηγούνταν από την ηγεσία που διαμόρφωνε τη γραμμή από το εξωτερικό ή από τα στελέχη που δρούσαν στην Ελλάδα και είχαν πιο σφαιρική αντίληψη της κατάστασης. Το υπόβαθρο της αντιπαράθεσης ήταν καθαρά πολιτικό, όπως έδειξε τόσο η εξέλιξη του “ΚΚΕ εσ.” όσο και η διαμόρφση του ρεύματος του ευρωκομμουνισμού διεθνώς, με καταλύτη το 1968, αν και η διάσπαση του ΚΚΕ προηγήθηκε τόσο του Παρισινού Μάη, όσο και των γεγονότων που ονομάστηκαν “Άνοιξη της Πράγας”.
Τι βρισκόταν στην πολιτική ουσία του πράγματος; Ακούγεται λίγο απαξιωτικά ειπωμένο ίσως από κάποιον άκαπνο γραφιά που τοποθετείται από τη βολή του πληκτρολογίου του, αλλά η ουσία είναι αυτή και δε γίνεται να διατυπωθεί διαφορετικά: η επαναστατική αναδίπλωση, η κούραση από την αντάρτικη δράση που τη διαδέχτηκε η μακρόχρονη, σκληρή παρανομία, η αναζήτηση -έστω και μιας αστικής, κουτσουρεμένης- νομιμότητας, της “ομαλότητας”, μιας ευκαιρίας-ανάγκης να ζήσουν κανονικά, όπως θα είχε ο καθένας δικαίωμα, κι όπως έβλεπαν να γίνεται παραδίπλα, με τους κομμουνιστές συντρόφους στην Ιταλία και τη Γαλλία. Η απαξίωση και η απόρριψη όσων μας “στέρησαν” την ευκαιρία αυτή: το δεύτερο αντάρτικο, που ήταν “τυχοδιωκτισμός”, τα Δεκεμβριανά, που ήταν “μπανανόφλουδα” που την πατήσαμε πρόθυμα, ο Ζαχαριάδης -πάνω απ’ όλα αυτός- που είχε καθαιρεθεί παραπάνω από μια δεκαετία πριν, αλλά στοίχειωνε τη σκέψη τους και τον έβλεπαν παντού παρόντα: ακόμα και στον Κολιγιάννη…
Η πολιτική προέκταση των παραπάνω ήταν η απόρριψη της δικτατορίας του προλεταριάτου -και κάθε δικτατορίας, που δεν μπορεί να συσπειρώσει τις μάζες που διψάνε για δημοκρατία. Με άλλα λόγια, η απόρριψη της “καχεκτικής δημοκρατίας” και της δικτατορίας στην Ελλάδα, επεκτεινόταν στην απόρριψη κάθε δικτατορίας γενικά, ακόμα και του προλεταριάτου, και οδηγούσε στην αγκαλιά της αστικής δημοκρατίας και τα προνόμια που απολαμβάνουμε σε αυτήν…
Η άμεση οργανωτική προέκταση ήταν η απόρριψη του κόμματος, του Κομμουνιστικού Κόμματος ως πρωτοπορίας, που η ηγεσία “απέξω” επέμενε ανεδαφικά για την ανάληψη δράσεων για τη νομιμοποίησή του. Τι τα χρειαζόμαστε όλα αυτά όμως, από τη στιγμή που έχουμε τον “υπαρκτό φορέα”, την ΕΔΑ που λειτουργούσε νόμιμα -κι ας διωκόταν σαν σχεδόν παράνομο κόμμα- και μετεξελισσόταν σε ενιαίο κόμμα, καλύπτοντας -κατά το δικό τους σκεπτικό- όλες τις απαραίτητες πλευρές, που χρειάζονταν οι κομμουνιστές.
Για να το κάνουμε λιανά, η ουσία ήταν: τα “καλά” της αστικής δημοκρατίας, μιας “ομαλής” ζωής, που σήμαινε όμως σε αντάλλαγμα και την παραίτηση από την ιδιότητα του επαναστάτη-κομμουνιστή. Αναθεώρηση -και όχι κάποιος εκσυγχρονισμός-ανανέωση- των βασικών αρχών του μαρξισμού-λενινισμού. Οτιδήποτε διαφορετικό βαφτιζόταν “τυχοδιωκτισμός” και θεωρούνταν πως έδινε πάτημα για όξυνση των κατασταλτικών μέτρων, ακόμα-ακόμα και για τη δικτατορία των συνταγματαρχών -στη λογική ότι φταίει το θύμα που προκαλεί και οφείλει να μην αντιστέκεται. Τόσο ξύλινα και απλά…
Το δεύτερο βασικό στοιχείο που επισημαίνεται συχνά σε αναλύσεις των αναθεωρητών είναι το βάρος του διεθνούς κέντρου και ο καταλυτικός ρόλος που έπαιξε για την επικράτηση του “ορθόδοξου” ΚΚ με την επιρροή του και τη σαφή προτίμηση που έδειξε στο ΚΚΕ. Παρεμπιπτόντως, αυτό το κέντρο ήταν που είχε πάρει την πρωτοβουλία για την καθαίρεση του Ζαχαριάδη από την ΚΕ του ΚΚΕ, αλλά “όλως παραδόξως” αυτό σπανίως επισημαίνεται σε αυτές τις αναλύσεις ως αρνητικό παράδειγμα.
Ας σημειώσουμε σχετικά τα εξής: η κριτική αυτή είναι λίγο υπο-κριτική στην ουσία της, καθώς οι αναθεωρητές αρχικά επιδίωξαν και αυτοί την εύνοιά του -ή έστω μια πιο θετική μεταχείριση του δικού τους “ΚΚ”. Τα υπόλοιπα και η “αποστασιοποίηση” από διάφορες επιλογές ήρθαν μάλλον κατόπιν εορτής, μαζί με τη διακριτή συγκρότηση του ευρωκομμουνισμού και της πολεμικής του ενάντια στη Σοβιετική Ένωση. Και είναι δείγμα -για την ΕΣΣΔ και το πολιτικό ποιόν του υπαρκτού της εποχής- πως παρά τα δικά τους πολιτικά-στρατηγικά προβλήματα, οι σοβιετικοί δεν ήταν και δεν έγιναν ποτέ -όχι μέχρι τον Γκόρμπι τουλάχιστον- ευρωκομμουνιστές. Οι ευρωκομμουνιστές θεωρούσαν πχ την περίοδο του Μπρέζνιεφ μια αναβίωση του Στάλιν (χωρίς αίματα και μουστάκι), και άρχισαν να νιώωθουν δικαιωμένοι στην περίοδο Γκορμπατσόφ με την κριτική της “περιόδου της στασιμότητας”.
Αλλά αν το ΚΚΕ επικράτησε τότε, ιδεολογικά και πολιτικά, απλά και μόνο επειδή πήρε το χρίσμα του διεθνούς κέντρου, πώς κατάφερε να υπάρχει μέχρι σήμερα; Πώς κατόρθωσε να βγει ζωντανό από την παγκόσμια κρίση του κομμουνιστικού κινήματος, μετά το 91′, όταν έπαψε να υφίσταται και τυπικά αυτό το παγκόσμιο διεθνές κέντρο που βάρυνε -υποτίθεται- στις εν Ελλάδι εξελίξεις με την εύνοια που του έδειξε; Πώς εξηγούνται όλα αυτά, αν ήταν απλώς ένα παράρτημα, μια αντιπροσωπία, όπως συνηθίζουν να το παρουσιάζουν, εν είδει καρικατούρας;
Μια τελευταία παράμετρος είναι η ίδια η εξέλιξη του λεγόμενου ΚΚΕ εσωτερικού, το οποίο δεν ήταν κομμουνιστικό και σε ένα βάθος χρόνου, απέβαλε και τον προσδιορισμό, γιατί δεν τον χρειαζόταν, δεν τον ήθελε. Το “εσωτερικού” ήταν ΠΑΣΟΚ που ήταν όμως υπέρ της ΕΕ -και πριν από τη ‘μετάλλαξη’ του ΠΑΣΟΚ- και της ΕΑΔΕ, στην εναγώνια προσπάθειά του να βρει ρήγματα και νόμιμα παραθυράκια, ακόμα και στην προσπάθεια της χούντας να μακιγιάρει το αυταρχικό της προφίλ.
Το “ΚΚΕ εσωτερικού” ήταν Συνασπισμός, αλλά και κάποιοι που αντιτάχθηκαν στον Ενιαίο Συνασπισμό, γιατί δεν ήθελαν συνεργασία με το ΚΚΕ, και θεωρούσαν λάθος ακόμα και την πρόσκαιρη εκλογική συμμαχία της Ενωμένης Αριστεράς, το 74′. Ήταν κι ο Νίκος Μπίστης, του “προχωρώντας και αναθεωρώντας”. Η Αριστερά του Σαλονιού. Ο σημερινός Σύριζα -που δικαιώνει τον ευρωκομμουνιστικό αγώνα, για την κατάληψη της κυβέρνησης σε ένα σύγχρονο πόλεμο θέσεων. Είναι αναθεωρητισμός, ακόμα και για τα δεδομένα του εξωκοινοβουλευτικού χώρου, με τη Β’ Πανελλαδική, τις Συσπειρώσεις, το Μηλιό και άλλους…
Δεν είναι πάντα ασφαλές κριτήριο να εκτιμάμε εκ του αποτελέσματος κάποια φαινόμενα, αλλά εν προκειμένω, ήταν μια φυσικά κατάληξη και η τελική του συνέπεια.
Αν θέλει να δει κανείς τι ήταν ο αναθεωρητισμός του “ΚΚΕ εσωτερικού”, μπορεί να ρίξει μια ματιά στη ΔΗΜΑΡ και το σημερινό Σύριζα.
Κι αν θέλει να δει κανείς τη μήτρα της σημερινής κριτικής για τους “παρωχημένους κομμουνιστές που έχουν μείνει πίσω από τις εξελίξεις”, που “είναι σεχταριστές, άκαμπτοι, δογματικοί, σταλινικοί”, που “τα παραπέμπουν όλα στο σοσιαλισμό και την επανάσταση”, μπορεί να μελετήσει τον πολιτικό λόγο των αναθεωρητών, που δεν κατάφεραν ποτέ να ξεφύγουν από το πολιτικό περιθώριο, αλλά ηγεμόνευσαν “γκραμσιανά” (που και σε αυτόν του άλλαξαν τα φώτα με τις ρεφορμιστικές αναγνώσεις τους) σε ένα ευρύτερο φάσμα και δάνεισαν τα επιχειρήματά τους και τον -κατά βάση- αντικομμουνισμό τους και σε άλλους χώρους, διαχρονικά.