Τι είναι και τι θέλει η περιλάλητη, χιλιοτραγουδισμένη ελληνική ιδιαιτερότητα;
Μην είναι τα τρία κόκκινα γράμματα, οι παραφυάδες, περικοκλάδες και καταβολάδες τους στο κίνημα, με τις ισχυρές καταβολές που έχουν ακατάλυτες ρίζες;
Μην είναι οι κάμποι, τα βουνά, οι αντάρτες που ανέβηκαν σε αυτά και η σπορά που άφησαν;
Βασικά, είναι κάτι νύχτες με φεγγάρι, μες στα θερινά τα σινεμά -εκείνο που μένει τελικά, όπως τραγουδούσε ο Λουκιανός. Μέχρι που έγιναν κι αυτά κομμάτι του τουριστικού μας μύθου κι εξαγώγιμο προϊόν, με αγγλικούς υπότιτλους. Live your myth in Greece.
Μα πάνω απ’ όλα είναι ο προγραμματισμός στη διανομή ταινιών. Η Ελλάδα είναι πιθανότατα η μόνη χώρα όπου η πολυαναμενόμενη πρεμιέρα του Όπενχαϊμερ πήγε έναν μήνα πίσω, για να μη συμπέσει με το κύμα της Βαρβάρας εξ Αμερικής, που τα σαρώνει όλα σαν ατομική βόμβα. Και αυτά είναι όλα όσα χρειάζεται να ξέρει κανείς για τη χώρα μας. Και για το παγκόσμιο κοινό, που κόβει διπλάσια εισιτήρια για την ξανθιά κόκλα παρά για τον επιστήμονα. Και για την κε του μπλοκ, που γράφει για την πρώτη, ενώ τις προάλλες ήταν η πρεμιέρα του Όπενχαϊμερ, που δίνει άπειρο υλικό για πολιτική εμβάθυνση (από την πορεία της συζύγου του και τις δικές του πολιτικές συμπάθειες, μέχρι τα ηθικά διλήμματα ενός επιστήμονα). Και είναι εντυπωσιακό πόσα από αυτά χώρεσαν τελικά στην ταινία, με την τρίωρη διάρκεια, που αποθαρρύνει κάπως το ευρύ κοινό με τα ροζ αξεσουάρ.
Αλλά το δικό μας κοινό διψά για στρατευμένη τέχνη και πολιτικό σινεμά, όπως η Φλώρινα του Καντιώτη διψά για Αγγελόπουλο, και ας άργησε να πάει στα μέρη της η Βαρβάρα και λοιποί βάρβαροι (Περιμένοντας την Μπάρμπι, είναι και αυτή μια κάποια λύσις προοδευτική...). Και ψάχνει βαθιά στην πηγάδα (το κοινό) να βρει μηνύματα κατά της πατριαρχίας, στον φεμινισμό της Ματέλ και της Μπάρμπι.
Αυτό θα πει πρωτοπορία και ιδεολογική ηγεμονία της Αριστεράς. Η τρίτη λήψη θα είναι η τελική. Και στο «Μπάρμπι 3» θα εφοδεύσουμε στον ουρανό, που το βάθος του παραμένει πάντα κόκκινο. Μπορεί και ροζ.
Αλλά πώς να μη φτάσεις σε τέτοιο συμπέρασμα, όταν βλέπεις τη σφισσα Μάργκοτ Ρόμπι να πρωταγωνιστεί σε σποτ του ΠΑΜΕ, δηλώνοντας συμπαράσταση στην απεργία των σεναριογράφων του Χόλιγουντ, οι οποίοι παίρνουν την τύχη και το σενάριο της ζωής τους στα χέρια τους; Και αν η Ελλάδα ήταν μεγαλύτερη αγορά, θα ήταν ζήτημα χρόνου να βγει μια «Μπάρμπι Κνίτισσα», με ταγάρι και γυαλιά αλά Φαραντούρη -πριν γνωρίσει τον Τηλέμαχο του ΠαΣοΚ-, ή μια Μπάρμπι φασαία με σαλβάρι, για να πιάσει το ευρύ καταναλωτικό κοινό. Κι είναι τυχαίο σφοι που στην ταινία ο Κεν παραμένει αμετανόητος Δαπίτης, ενώ η Μπάρμπαρα προσεγγίζει τις παρυφές και τα διάφορα ρεύματα της Νέας Αριστεράς;
Even #Barbie is ready to go on #strike !!!#WritersStrike solidarity!#ActorsStrike coming!
— PAME Greece International (@PAME_Greece) July 13, 2023
Why YOU have not joined your Union? pic.twitter.com/844XSn1VrT
Αλλά πόσοι θυμούνται ότι η Μπάρμπι εισέβαλε, μαζί με όλο τον καταναλωτικό ορυμαγδό, στη Σοβιετία, λίγο πριν το τέλος (της ιστορίας της) και ότι στα χασομέρια της Περεστρόικα είχε βγει η «σοβιετική απάντηση» στη Βαρβάρα, που δεν ήταν κάποια σημειολογική ανάλυση, αλλά μια κούκλα τύπου Μπάρμπι αλά σοβιετικά; Λες και είχαν κάτι να ζηλέψουν -αισθητικά και εμπορικά ακόμα μιλώντας- οι ρώσικες Ματριόσκες από τις λογής Βαρβάρες στα δυτικά (εξαιρείται η Αγία Βαρβάρα της δυτικής όχθης).
Άσε μας κουκλίτσα μου...
Τελικά όμως, αξίζει τόσο ντόρο η ταινία; Τόσες αναλύσεις με κινηματικό άλλοθι που περνάνε από σαράντα κύματα φεμινισμού;
Αν πιστέψεις τον Πι-Τζι με τα ντολμαδάκια, ναι. Αν πιστέψεις τον Βαρουφάκη, όχι. Η αλήθεια δεν είναι κάπου στη μέση, αλλά -ας πούμε- διαλεκτική, και ναι και όχι. Ή μάλλον, Σεμπάστιαν -όχι, όχι, ναι.
Όχι, δεν είναι μια τυπική χαζοχαρούμενη ταινία για 15χρονα.
Όχι, δεν είναι ένας ύμνος στη γυναικεία χειραφέτηση -σίγουρα όχι από τη δική μας σκοπιά.
Ναι, περνάει σχετικά ανώδυνα -αν φοβάσαι ότι θα σβήσεις από ανία.
Και -επίσης- ναι, περνά ξώφαλτσα, σχετικά ανώδυνα μηνύματα. Αλλά θα ήταν τεράστιο λάθος να την πάρει κανείς αψήφιστα, σαν κάτι αδιάφορο κι ανάξιο λόγου. Τίποτα δεν μπορεί να είναι αδιάφορο, όταν τροφοδοτεί τόσες συζητήσεις -ακόμα και αν αυτές δεν έχουν τόσο ενδιαφέρον και αναλώνονται στα ίδια.
Υπάρχουν πολλές ταινίες που προσπαθούν να πουν κάτι, βάζουν μερικούς προβληματισμούς αλλά μένουν στα ρηχά. Είτε γιατί δε γίνεται να περιμένουμε από μια ταινία να τα πει όλα, είτε γιατί -πολύ περισσότερο- δεν μπορούμε να περιμένουμε από το Χόλιγουντ να φτάσει σε βάθος και πολλή ουσία.
Υπάρχουν πολλές χολιγουντιανές παραγωγές, που βάζουν δυο-τρια ενδιαφέροντα σημεία, φτάνουν στη βρύση αλλά δεν πίνουν νερό, όπως έγραφε ο αείμνηστος Αντωνάκος στις κριτικές του στον Ρίζο. Που έχουν μια θολή, προοδευτική οπτική, με Democrat ταβάνι και αντικειμενικούς περιορισμούς.
Η Μπάρμπι δεν ανήκει όμως σε αυτή την κατηγορία.
Δε βάζει απλώς δυο-τρία σημεία -έστω απλοϊκά-, αλλά το σύνολο της γραμμής του αστικού δικαιωματισμού-φεμινισμού. Με πολύ απλό και έξυπνο τρόπο. Και γι’ αυτό ακριβώς άκρως αποτελεσματικό και «επικίνδυνο».
Ντάξει, μήπως υπερβάλλει η κε του μπλοκ και το χάνουμε λίγο; Όχι σύντροφοι, δεν μπορούμε να το πούμε αυτό. Σκέψου να πρέπει να πιάσεις ένα 15χρονο για να του εξηγήσεις... Ή μάλλον όχι, καλύτερα να το δούμε αυτό στο τέλος. Ας συνεχίσουμε με τα υπόλοιπα.
Δηλαδή θες να μας πεις ότι δεν έχει τίποτα καλό η ταινία;
Αντιθέτως! Έχει πολλές έξυπνες ιδέες και ωραία εκτελεσμένες. Αυτή ακριβώς είναι η δύναμή της, παρά τις αρκετές ευκολίες και τους διδακτικούς, λυρικούς μονολόγους με τα «υψηλά νοήματα» -αν δεν προσέξεις, τα έχασες.
Το βασικό μήνυμα στις κοπέλες, μικρότερες και μεγαλύτερες, είναι να αποβάλουν κάθε κόμπλεξ για τον εαυτό τους και να τον αγαπήσουν όπως ακριβώς είναι. Μπήκα στον πειρασμό πως το μήνυμα «μην αλλάξεις ποτέ τίποτα» δεν αφορά τόσο τον εαυτό μας, όσο τον κόσμο που ζούμε. Αλλά μπορεί να είμαι απλώς καχύποπτος, κολλημένος.
Είναι όντως βασικό να μην αφήνουμε τα στερεότυπα να μας δημιουργούν σύνδρομα κατωτερότητας. Και ας μη μας λέει η ταινία ποιος καλλιεργεί συστηματικά αυτά τα στερεότυπα, πρωτίστως στις γυναίκες, και τι ρόλο έπαιξε η Μπάρμπι και η Ματέλ στην εδραίωσή τους.
Στη δική μου οπτική, η πιο δυνατή στιγμή της ταινίας είναι όταν αναδεικνύει την αυθόρμητη αποδοχή της υποδούλωσης από τα θύματά της. Όσο η κανονική Μπάρμπι λείπει στον πραγματικό κόσμο, οι υπόλοιπες δέχονται πρόθυμα την πατριαρχία του Κεν, που τις αποβλακώνει, τις βάζει στο κοινωνικό περιθώριο για να σερβίρουν μπύρες, αλλά τους προσφέρει το «ευχάριστο συναίσθημα» της απαλλαγής από κάθε άγχος και σοβαρή ευθύνη.
Εξίσου εύστοχη είναι η σατιρική ματιά στις αφύσικες κινήσεις κάθε κούκλας, με τους ανατομικούς περιορισμούς αλλά και τις προκαθορισμένες κινήσεις, όπως οι ψεύτικες χαιρετούρες με τον σπασμένο καρπό. Μια κριτική που φαίνεται να επεκτείνεται σε όλο τον πλαστικό κόσμο της Μπάρμπι, τις ανούσιες δραστηριότητες και την καθολική έλλειψη νοήματος που τον διακρίνει. Για παράδειγμα, ο Κεν στην παραλία δεν είναι ένας τυπικός ναυαγοσώστης, ούτε καν λουόμενος και γενικά δεν ξέρει να κολυμπά. Είναι απλά ο Κεν στην παραλία, αυτό που λέει η περιγραφή της συσκευασίας του, και τίποτα άλλο πέραν αυτού.
Η ίδια έλλειψη νοήματος φαίνεται πάντως να διακρίνει αρκετές επίγειες δραστηριότητες στον πραγματικό κόσμο. Η σκηνή με τους τεχνοκράτες που κυνηγούν την Μπάρμπι και βραχυκυκλώνουν ψάχνοντας την έξοδο μπορεί να εκληφθεί και ως μια ξώφαλτση κριτική στη θλιβερή αναποτελεσματικότητα της κάστας των golden boys και την πηχτή βλακεία (στα όρια του λειτουργικού αναλφαβητισμού) που ξεπροβάλλει κάτω από τη μάσκα της γραφειοκρατικής σοβαροφάνειας.
Στο εσωτερικό του κτιρίου, βλέπουμε μεγάλα διαχωριστικά (σεπαρέ) που κρατούν απομονωμένους τους υπαλλήλους στους κατώτερους ορόφους, τονίζοντας ενδεχομένως την αποξένωσή τους. Η αλλοτρίωση όμως χτυπά εξίσου και τα υψηλότερα πατώματα (ρετιρέ), όπως στο Διοικητικό Συμβούλιο της εταιρείας, του οποίου τα μέλη δε βρίσκουν καν χρόνο να γαργαληθούν, σε ένα διάλειμμα από τις βαρετές συσκέψεις κορυφής...
Μεγαλωμένη σε έναν πλαστικό κόσμο με επίπλαστα αξιώματα για τα υποκατάστατα και τις λογής εκδοχές της, η Μπάρμπι προσπερνά την εκμετάλλευση αλλά απορεί φωναχτά και ενίσταται γιατί δε βλέπει καμία γυναίκα ανάμεσα στα στελέχη της Ματέλ. Οι προβληματισμοί για τη φύση της εργασίας, τους ταξικούς φραγμούς και άλλα τέτοια ξύλινα -και ουδόλως πλαστικά- περισσεύουν, για να πέσουμε στη γνωστή πεπατημένη ότι αν μας κυβερνούσαν περισσότερες γυναίκες -ας ήταν και αστές- ο κόσμος μας θα ήταν καλύτερος.
Η Μπάρμπιλαντ παρουσιάζει μια άνευρη εκδοχή «μητριαρχίας», χωρίς βάθος και ριζοσπαστικές αιχμές. Κινείται πολύ πίσω από τα αντιπολεμικά μηνύματα της Λυσιστράτης ή το τολμηρό, ανατρεπτικό περιεχόμενο του Αριστοφάνη στις Εκκλησιάζουσες. Είναι κατώτερη ακόμα και από την επιδερμική προσέγγιση του Casa de Papel στο επεισόδιο της «μητριαρχίας» ή και από το τραγούδι «Barbie Girl» των Aqua, που το περάσαμε για σαχλό, όταν βγήκε, αλλά σατιρίζει εύστοχα τη λογική της κοινωνίας που παράγει μαζικά «Μπάρμπι» κάθε χρώματος -και φύλου.
Η ζωή σε πλαστικό είναι φανταστική
Μπορείς να χτενίσεις τα μαλλιά μου,
να με γδύσεις οπουδήποτε...
Το ανδρικό φύλο αντιμετωπίζεται από εχθρικά -ως δυνητικός αντίπαλος της girl power και της γυναικείας χειραφέτησης- ως απλό συμπλήρωμα στο πλευρό των γυναικών -και απ’ το πλευρό τους, για να αντιστρέψουμε τον πασίγνωστο μύθο των Πρωτόπλαστων. Η πατριαρχία της Κεν-ο-κρατίας όμως, τους αφήνει ένα μεγάλο κενό, που δεν μπορεί να το καλύψει μια εφήμερη και απατηλή αίσθηση ανωτερότητας-επιβεβαίωσης ενάντια στις γυναίκες. Αν πάντως η σκηνοθετική οδηγία προς τον Ράιαν Γκόσλινγκ ήταν να ενσαρκώσει το αδιάφορο κενό ως έννοια, έχουμε να κάνουμε με μια μοναδική ερμηνεία, που φτάνει σε απλησίαστα ρηχά επίπεδα.
Η ταινία παίζει εμφανώς σε διάφορα σημεία με τον μύθο των Πρωτόπλαστων και την απώλεια ενός (πρωτο)πλαστικού παραδείσου. Αυτή όμως δε συνδέεται με το φρούτο της γνώσης, τον καρπό της ηδονής ή την πρώτη εργασιακή εμπειρία, αλλά με την απόκτηση μήτρας και το πρώτο ραντεβού στον γυναικολόγο...
Τα πάντα κινούνται γύρω από το έμφυλο ζήτημα και δεν υπάρχει χώρος για επικίνδυνες εμβαθύνσεις σε απαγορευμένες θεματικές. Το σύστημα, σήμερα, όχι μόνο δεν έχει πρόβλημα να αποδεχτεί και να ενσωματώσει τέτοιου είδους προσεγγίσεις, αλλά επιλέγει να τις προβάλλει επιθετικά, φορώντας τη μάσκα της κοινωνικής ευαισθησίας, για να καταδικάσει την καταπίεση και τις διακρίσεις που το ίδιο προκαλεί. Αρκεί τα βέλη της κριτικής να στρέφονται στις παράγωγες αντιθέσεις, αφήνοντας στο απυρόβλητο τη βασική αντίθεση της αστικής κοινωνίας.
Ακόμα και η πολιτικοποιημένη κόρη της σχεδιάστριας της Ματέλ ενσαρκώνει αρχικά μια καρικατούρα γραφικής φεμινίστριας, που θυμίζει λίγο την «υστερική» Ρόζα του Αρκά. Διόλου τυχαία, αυτή είναι και η μόνη φορά που ακούγεται σε όλη την ταινία η λέξη «καπιταλισμός»...
Αυτή η ροζ λαίλαπα είναι το καλύτερο απορρυπαντικό για το ξέπλυμα της Ματέλ και της «εταιρικής ευθύνης» της. Ξαφνικά η «κοινωνικά ευαίσθητη» Ματέλ δεν είναι ένα μονοπώλιο με εκατομμύρια κέρδη, χτισμένα στην εκμετάλλευση, ούτε και ευθύνεται για τα στερεότυπα που καλλιέργησε συνειδητά επί δεκαετίες, εφόσον τώρα έχει άλλη ατζέντα και σχεδιάζει ακόμα και τη... μελαγχολική - καταθλιπτική Μπάρμπι.
Οι αντιδράσεις του κοινού και της βασικής ομάδας στην οποία στοχεύει -δηλαδή κορίτσια της εφηβείας- δεν αφορούν τόσο τα φεμινιστικά μηνύματα της ταινίας αλλά εκδηλώνονται με όρους μόδας και εξαντλούνται στα ροζ ρουλαχάκια. Γίνονται δηλαδή και αυτές ένα είδος εμπορεύματος και πηγή κέρδους για τη Ματέλ.
Αλλά αυτήν την Μπαρμπι-μανία δεν την χωρίζει σινικό τείχος με τις «ψαγμένες αντιδράσεις», το πλήθος των φεμινιστικών αναλύσεων και τα σεντόνια στους τοίχους των ΜΚΔ, ακόμα και στη χώρα μας. Στην τελική, δεν έχει τόση σημασία αν η ταινία έχει τόσες διαστάσεις και πιάνει τόσο βαθιά ζητήματα, όπως θέλουν ίσως να πιστεύουν κάποιοι, αλλά ότι πυροδοτεί αντίστοιχους συνειρμούς και πραγματικές συζητήσεις.
Ανακεφαλαιώνοντας.
Η ταινία δεν είναι απογοητευτική, όπως λέει ο Γιάνης. Είναι πολύ καλή για αυτό που είναι και αυτό που θέλει να πετύχει.
Η ταινία «Μπάρμπι» δεν είναι ούτε ένα φεμινιστικό μανιφέστο, όπως βαυκαλίζονται κάποιοι. Είναι μανιφέστο του αστικού δικαιωματισμού, με αρκετά χαμηλό ταβάνι και συγκεκριμένες στοχεύσεις. Είναι σενάριο έξυπνο, καλοδουλεμένο και γι’ αυτό πιο «επικίνδυνο».
Κι είναι πολύ επικίνδυνο να κολυμπήσεις κόντρα στο ρεύμα, να δοκιμάσεις να αποδοκιμάσεις την Μπάρμπι, να πας να ασκήσεις κριτική και να το αποδομήσεις σε μια παρέα 15χρονων. Βασικά είναι πολύ δύσκολο να μη φανείς ένας γραφικός μπάρμπας (boomer), που ζει σε άλλες εποχές και βλέπει παντού ιμπεριαλιστικό δάχτυλο.
Ίσως όμως είναι πιο εύκολο να πείσεις τα παιδιά να αφήσουν τη μόδα να περάσει και να πάνε να δουν τον Οπενχάιμερ, που δίνει αφορμή για προβληματισμούς και αναζητήσεις σε μεγαλύτερο βάθος. Η ιστορία του πατέρα της ατομικής βόμβας δίνει περισσότερο πολιτικό υλικό από οποιοδήποτε μανιφέστο ατομικού δικαιωματισμού, ξεκομμένου από τις κοινωνικές συνθήκες.