Σήμερα
λοιπόν που η συριζοποίηση της ανταρσύα κρύβεται μόνο πίσω από την ταχύτατη
πασοκοποίηση του σύριζα και η εκλογική γιγάντωση του τελευταίου έθεσε
αντικειμενικά θέμα επιβίωσης για το μετωπικό σχήμα του εξωκοινοβουλίου, απελευθερώνοντας
κάποιες φυγόκεντρες δυνάμεις στο εσωτερικό του, θα ήταν ίσως ευχής έργο η
εμφάνιση ενός αντίστοιχου ρεύματος αμφισβήτησης της κυρίαρχης γραμμής από τα
αριστερά, αλλά δεν ξέρω κατά πόσο θα είχε ευοίωνες προοπτικές. Όχι μόνο επειδή
δεν έχει διαφανεί ένα τέτοιο ρεύμα ώστε να μπορέσει να μαζικοποιηθεί και να
γίνει σταδιακά υπολογίσιμο, αλλά –ακόμα κι αν υποθέσουμε ότι υπάρχει- εξαιτίας
της πολιτικής βάσης από την οποία θα εκκινούσε, που θα οριοθετούσε εξαρχής και τις
δυνατότητές του.
Το
βασικό επίδικο σήμερα –για να χρησιμοποιήσουμε ένα δημοφιλή όρο του χώρου- δεν
είναι μια πιο αριστερή και συνεπής εφαρμογή ενός μεταβατικού προγράμματος,
ελαφρώς τροποποιημένου κατά το ένα ή το άλλο σημείο. Εξάλλου η επιχειρηματολογία
της αριστερής πτέρυγας ενάντια στους δεξιούς και την αυτονόμηση του νομίσματος
ως αιτήματος-κρίκου, μπορεί κάλλιστα να γυρίσει μπούμερανγκ ενάντια στις δικές
τους θέσεις και να αποδείξει την ανεπάρκειά τους. Το ζητούμενο στη σημερινή
συγκυρία είναι η διέξοδος από την κρίση κι η εναλλακτική που έχουμε να
προτείνουμε. Κι αυτό απαιτεί μια συνολική πρόταση κι όχι προσεγγίσεις που
απομονώνουν επιμέρους βασικές πτυχές όπως το δημόσιο χρέος και η ευρωπαϊκή
ένωση, χωρίς ωστόσο να απαντάν πειστικά στο παραπάνω ερώτημα και να θέτουν το
κομβικό ζήτημα της εξουσίας που θα υλοποιήσει αυτή την εναλλακτική.
Ίσως
κάποιοι θεωρούν αυτή την κριτική κάπως γενική κι αφηρημένη. Θα ήταν λάθος
ωστόσο να γίνει συγκεκριμένη κριτική σε ένα κείμενο θέσεων που –κατά τη δική μου
αντίληψη τουλάχιστον- κάνει μια καλή περίληψη όσων ήδη γνωρίζαμε, αλλά δε
φαίνεται να βάζει ουσιαστικά κάποιο καινούριο ζήτημα. Και αυτό πιστοποιείται εν
μέρει κι από τις διάφορες πλατφόρμες που κατατίθενται εν όψει της συνδιάσκεψης
και παραμένουν αμετακίνητες στα βασικά τους σημεία, χωρίς ιδιαίτερες
επικαιροποιήσεις, είτε γιατί θεωρούν πως οι θέσεις τους δικαιώθηκαν και ενισχύθηκαν
από τα (εκλογικά) γεγονότα που μεσολάβησαν, είτε γιατί απλώς μπορούν (σσ: να
επιλέξουν την επανακαταγραφή τους).
Μπορεί
κάποιος άλλος να διαβάζει καλύτερα πίσω από τις γραμμές ή να παρακολουθεί πιο
στενά τα τεκταινόμενα στην ανταρσύα και να διαφωνεί με τη δική μου εκτίμηση,
πιστεύοντας πως υπάρχουν συγκεκριμένα σημεία που προχωράν διευρύνοντας το
πολιτικό κεκτημένο της ανταρσύα κι άλλα που θα κριθούν κατά τις (δι)εργασίες
της συνδιάσκεψης. Δεν μπορώ να αποκλείσω αυτό το ενδεχόμενο. Πρέπει όμως να
λάβουμε υπ’ όψιν μας πως αναφερόμαστε σε έναν χώρο που όχι μόνο δεν έχει ενιαία
αντίληψη και δράση για την παρέμβαση των δυνάμεών του στο εργατικό κίνημα –κάτι
που θα έπρεπε λογικά να αποτελεί την απαραίτητη προϋπόθεση οποιασδήποτε
περαιτέρω (πολιτικής και εκλογικής) συνεργασίας, αλλά αδυνατεί να προχωρήσει σε
στοιχειώδεις κινήσεις, όπως την έκδοση ενός εντύπου ως ενιαίας πολιτικής έκφρασης
του χώρου –γιατί πιθανότατα θα έπρεπε να φιλοξενεί στις σελίδες του για ένα
θέμα επικαιρότητας δέκα διαφορετικές ανακοινώσεις απ’ την κάθε οργάνωση που
συμμετέχει στο μετωπικό σχήμα κι η έκδοσή του θα αποδεικνυόταν ασύμφορη. Περί
τέτοιας ενότητας και αυτού του πολιτικού κεκτημένου ο λόγος.
Ίσως
πάλι κάποιος θεωρήσει «προχώρημα» την ελαφρώς αυξημένη –αν δεν κάνω λάθος-
συμμετοχή των μελών που ανέδειξαν τους αντιπροσώπους της συνδιάσκεψης, με μέτρο
που προσέγγιζε το λόγο ένα προς τρία. Στη θέση του πάντως μάλλον θα
προβληματιζόμουν πόσα από τα μέλη που ψήφισαν –ή μάλλον ειδοποιήθηκαν να
ψηφίσουν- είναι πραγματικά ενεργά –για να μην πούμε κι οικονομικώς
τακτοποιημένα- αλλά και γιατί οι τοπικές συνελεύσεις της ανταρσύα -και το ίδιο
το σχήμα συνολικά- είχαν πέσει σε μετεκλογική νάρκη διαρκείας κι ουσιαστικά
υπολειτουργούσαν.
Επιστρέφοντας
στην κριτική του πολιτικού κομματιού –αν και το οργανωτικό ζήτημα είναι και
αυτό πολιτικό στην ουσία του- σημειώνουμε ως βασικό χαρακτηριστικό πολλών
τοποθετήσεων μελών και στελεχών του χώρου την τεράστια σύγχυση που επικρατεί
γύρω από το ζήτημα των συνεργασιών, του μετώπου και του μεταβατικού
προγράμματος που διατρέχει το κείμενο των θέσεων και την πολιτική γραμμή της
ανταρσύα. Το ιδεολογικό οπλοστάσιο του χώρου τα αλέθει όλα σαν καλός μύλος –της
αντίδρασης- και συνδυάζει τα μεταβατικά του τρότσκι με τις παραδοσιακές θεωρίες
εξάρτησης, τις λιγότερο παραδοσιακές της αλληλεξάρτησης ή ακόμα και εξαρτημένης
αλληλεξάρτησης με ισχυρές εξαρτήσεις, παντρεύοντάς τις με κάθε λογής μέτωπα:
ενιαίο, λαϊκό, εργατικό, αντικαπιταλιστικό και αντι-ιμπεριαλιστικό –αρκεί να
υπάρχει μέτωπο γενικώς, διότι για ένα κούτελο ζούμε σήμερον στην κοινωνία.
Που αν
έχεις προχωρήσει στην ανάλυσή της, πρέπει να προτείνεις και κάποιο μέτωπο με
κοινωνικές συμμαχίες. Αλλά οι περισσότερες αναλύσεις της ανταρσύα επιμένουν να
αντιμετωπίζουν το μέτωπο σχεδόν αποκλειστικά με πολιτικούς όρους, εστιάζοντας
την παρέμβασή της «στα ανήσυχα τμήματα της βάσης του κκε και του σύριζα» και σε
όσους αποσπούνται από τη λαϊκή βάση του πασόκ (βλέπε σταματόπουλος). Το βασικό
μειονέκτημα αυτής της λογικής δεν είναι ο διαχωρισμός που αποκλείει την
πολιτική απεύθυνση στα εργατικά στρώματα που παραμένουν εγκλωβισμένα στη νέα
δημοκρατία αλλά η αντιμετώπιση των κομμάτων με όρους της δεκαετίας του 30’ , οπότε είχαν πραγματικά
μαζική κοινωνική βάση –ο σύγχρονος σύριζα αντιθέτως έχει απλά ψηφοφόρους όχι
όμως και την εργατική βάση της παραδοσιακής σοσιαλδημοκρατίας.
Ως προς
το μεταβατικό πρόγραμμα κανείς –πλην μερικών ατομικών εξαιρέσεων, που δε
συμφωνούν απαραίτητα μεταξύ τους- δεν έχει καθαρό εάν περιλαμβάνει αιτήματα
προς ζύμωση ή προς άμεση υλοποίηση. Κι οι συνήθεις λεκτικές ακροβασίες «εντός
εκτός κι ενάντια στο σύστημα» ή «ξεκινάει στο σήμερα κι ολοκληρώνεται μόνο
όταν…» μπορεί να ικανοποιούν το συλλογικό θυμικό του χώρου, αλλά δεν απαντάνε
ουσιαστικά στο παραπάνω ερώτημα. Εάν λοιπόν εννοούμε την άμεση υλοποίηση τότε
το μεταβατικό πρόγραμμα της ανταρσύα είναι ταυτόχρονα ρεφορμιστικό κι ουτοπικό.
Ρεφορμιστικό γιατί παρακάμπτει το απαραίτητο επαναστατικό άλμα· κι ανεφάρμοστο,
γιατί ο καπιταλισμός στην παρούσα φάση αδυνατεί να ικανοποιήσει ακόμα και
στοιχειώδη μεταρρυθμιστικά αιτήματα, χωρίς να προηγηθεί επαναστατική ρήξη. Αν
πάλι μιλάμε για τη ζύμωση στη μέση λαϊκή συνείδηση, η ανταρσύα της δίνει μια
εύκολη και μεσοβέζικη πρόταση διεξόδου από την κρίση, που δεν την προετοιμάζει
για μια σκληρή σύγκρουση εφ’ όλης της ύλης και δε σπάει το απόστημα της
ανάθεσης. Συνεπώς υστερεί τόσο στο αντικειμενικό όσο και στο υποκειμενικό επίπεδο.
Ας
σταθούμε λίγο περισσότερο στο ζήτημα των συνεργασιών και του μετώπου. Είδαμε
παραπάνω ότι στις περισσότερες τοποθετήσεις στελεχών της ανταρσύα το μέτωπο
νοείται κυρίως με πολιτικούς όρους, χωρίς να προσδιορίζεται κοινωνικά. Η
αντίστροφη κριτική προς το κόμμα είναι ότι δε μπορεί να αποκλείεται εξ αρχής η
πολιτική έκφραση ενός κοινωνικού μετώπου –χωρίς όμως να απαντά συγκεκριμένα με
ποιον θα μπορούσε να συγκροτηθεί μια μορφή πολιτικής συμμαχίας. Ποια είναι η
απάντηση της ανταρσύα στο συγκεκριμένο ερώτημα; Κοινή δράση με τις δυνάμεις της
αριστεράς (αν και αρχικά θα έπρεπε να επιδιώξει να την κατακτήσει στις γραμμές
της μεταξύ των συνιστωσών της), και πολιτικό μέτωπο με όσους διαφοροποιούνται
από κκε και σύριζα –τους δύο πόλους της επίσημης αριστεράς, όπως μας λένε στην
καλύτερη. Δεν είναι μόνο το τσουβάλιασμα και οι ίσες αποστάσεις με την
κυβερνώσα αριστερά που ξενίζουν, αλλά και το φοβερό κριτήριο συμμαχιών από
«θέση αρχής»: όσοι φεύγουν από τους άλλους..!
Κι αν με
τις διαφοροποιήσεις του σύριζα εννοούν βασικά –και σε πρώτο στάδιο- το μέτωπο
του αλαβάνου –ο οποίος παραμένει αμετανόητος τυχοδιώκτης και ηγετίσκος, όπως
απέδειξε πρόσφατα, σπεύδοντας πρώτος να ανακοινώσει το κόμμα της δραχμής, για
να προλάβει να δρέψει τις δάφνες της εκλογικής επιτυχίας του πέπε γκρίλο στην
ιταλία- από το κκε ποιον ακριβώς έχουν υπ’ όψιν τους; Μα φυσικά τον εργατικό
αγώνα! Φτάνουν δηλαδή να θεωρούν δυνητικό σύμμαχο τα μέλη μιας διαδικτυακής
ιστοσελίδας, με δυο-τρεις επώνυμους και καμιά δεκαριά ψευδώνυμους αρθρογράφους,
χωρίς άλλη κοινωνική αναφορά, κι αντιγράφουν τις χειρότερες λογικές αστικών
κομμάτων, θέλοντας να δείξουν πως διατηρούν επαφή με τα ανήσυχα τμήματα της
βάσης του κκε. Κι αυτή είναι η βασική αξία χρήσης του εργατικού αγώνα μετά το
19ο συνέδριο, οπότε κι ήρθε αντιμέτωπος με τα δικά του υπαρξιακά
ζητήματα. Αφενός δηλ δεν επήλθε το μαζικό κύμα αποχωρήσεων που περίμενε, για να
το αγκαλιάσει πολιτικά και να προχωρήσει στην οργανωτική συγκρότηση που
σχεδίαζε –αντ’ αυτού έβγαλε μόνο ένα επετειακό κείμενο για τον ένα και κάτι
χρόνο λειτουργία της ιστοσελίδας. Αφετέρου γνωρίζει καλά ότι αν προχωρήσει σε κάποια
μορφή συνεργασίας με τους αντάρτες, θα απολέσει αυτή ακριβώς την αξία χρήσης
που αναφέραμε και θα χάσει τα όποια τυχόν ερείσματα διατηρεί στη βάση του
κόμματος. Μπρος γκρεμός και πίσω (αριστερό) ρεύμα.
Προς το
παρόν λοιπόν η διεύρυνση φαίνεται να περιορίζεται στο σχέδιο βήτα –που μας
προέκυψε αντί της β’ πανελλαδικής. Το πολιτικό φλερτ με τον αλαβάνο θυμίζει
πολύ το αντίστοιχο φλερτ με το σεκ, που κατέληξε στο γάμο μέρα-ενάντια. Και
εκείνο είχε ξεκινήσει προεκλογικά –πριν τις εκλογές του 07’-, αλλά δεν
ευοδώθηκε εγκαίρως, για να παρουσιαστεί αργότερα ως τετελεσμένο γεγονός και
ώριμο τέκνο της ανάγκης και της οργής του
δεκέμβρη, κατά τη βολική συλλογική αφήγηση του χώρου. Η γενική δοκιμή έγινε
στις φοιτητικές εκλογές του 09’
όπου σημειώθηκαν κάποιες αντιδράσεις κατά της ειρηνικής συνύπαρξης με τους
σεκίτες. Αλλά μέχρι το επόμενο διήμερο εαακ είχαν ξεχαστεί και όλοι ήταν όπως
πριν: ενωμένοι ναι, μονιασμένοι όχι. Σήμερα η ιστορία επαναλαμβάνεται, και παρά
τους σοβαρούς θύλακες αντίστασης στον πολιτικό αριβισμό του αλαβάνου, οι
πιθανότητες και η παράδοση δεν είναι με το μέρος τους.
Σε αυτή
την πολιτική βαβέλ υπάρχουν και κάποια κείμενα στο δημόσιο διάλογο που
ξεχωρίζουν. Η πιο σοβαρή –και προπαντός σύντομη- τοποθέτηση επί του οργανωτικού
πχ δεν προέρχεται από τις οργανώσεις-συνιστώσες του σχήματος αλλά από τον
χαρίδημο κι όσους ανένταχτους συσπειρώνονται στην κίνηση «ανταρσύα των μελών»
(κι όχι των συνιστωσών). Κάποια άλλα κείμενα μπορεί να χάνουν στο πολιτικό
κομμάτι, αλλά ξεχωρίζουν για τη σαφήνεια και την καθαρή στόχευσή τους –άλλο αν
δε συμφωνεί πολιτικά κάποιος.
Ένα
τέτοιο (συλλογικό) κείμενο (συν)υπογράφει και ο πέτρος παπακωνσταντίνου –που
σημειωτέον, μετά τα γεγονότα της κύπρου, δεν έχει νιώσει την ανάγκη να κάνει
αυτοκριτική για όσα έγραφε στο τελευταίο βιβλίο του σχετικά με τις δυνατότητες
μιας κυβέρνησης σε αστικό έδαφος να παίξει με τις ενδοϊμπεριαλιστικές
αντιθέσεις και να τις αξιοποιήσει προς όφελός της. Ο πι-πι συγκαταλέγεται στην
κατηγορία των μεγάλων ανδρών που προορίζονται για εξίσου μεγάλα πράγματα και
για το κεντρικό πολιτικό σκηνικό, παρουσιάζοντας σταδιακά τα συμπτώματα και την
αγωνία του ανδρουλάκη να μην χαραμιστεί στο περιθώριο των εξελίξεων. Υποτάσσεται
στη μαγεία της στιγμής, αναζητεί λύσεις εδώ και τώρα μακριά από τη δευτέρα
παρουσία του σοσιαλισμού, σπεύδει να προλάβει το ραντεβού με την ιστορία,
προειδοποιώντας μας για τα τελεσίγραφα που μας άφησε. Αλλά στο τέλος της ημέρας
γοητεύει τους αστούς με τον αιρετικό του λόγο και τους παίρνει τα λεφτά με το
ταλέντο του, για να συνεχίσει να το προσφέρει στα αστικά μέσα, αποκτώντας έτσι
ακόμα περισσότερα κοινά σημεία με τον πρόδρομό του –πέραν της ρητορικής
δεινότητας και της εμφανισιακής τους ομοιότητας.
Σε τι
συμπέρασμα καταλήγουμε σύντροφοι; Αυτό θα το κρίνουν οι αναγνώστες. Αν κάποιος
θεωρεί την ανταρσύα αμελητέα δύναμη –από ποσοτική ή και πολιτική άποψη- τότε
προφανώς το ερώτημα στερείται νοήματος. Αν πάλι τη θεωρεί από δυνητικό σύμμαχο
μέχρι βασικό εκφραστή της ελπίδας του για να αλλάξουν τα πράγματα, οφείλει να
αντιπαλέψει και να σπάσει το δεξιό, ρεφορμιστικό απόστημα που σχηματίζεται στις
γραμμές της, ως βασική προϋπόθεση για οποιαδήποτε άλλη πιθανή θετική μετεξέλιξη.
Εσύ
αποφασίζεις. Ή έστω, οι οργανώσεις-συνιστώσες..