Ο τίτλος παραφράζει ένα πολύ ενδιαφέρον άρθρο στο τρέχον τεύχος της ΚΟΜΕΠ, που έχει κι άλλα ενδιαφέροντα κείμενα. Αλλά αυτό του Γιώργου Μαγγανά, ξεχωρίζει -τουλάχιστον για το δικό μου κριτήριο- για το θέμα του, το γλαφυρό ύφος του με την ανεπαίσθητη ειρωνεία που συνδυάζει και την ουσία, και βασικά για το περιεχόμενό του. Καταπιάνεται με το πρόσφατο συνέδριο που διοργάνωσαν οι Θέσεις και το ίδρυμα "Ρόζα Λούξεμπουργκ" (όνομα και μη πράγμα) για τα 150 χρόνια από την κυκλοφορία του πρώτου τόμου του Κεφαλαίου του Μαρξ. Και κάνει μια πολυδιάστατη κριτική που πιάνει πολλές πτυχές, από τις υποτιμητικές αναφορές στο ρόλο του Ένγκελς στο δεύτερο και τον τρίτο τόμο του Κεφαλαίου, μέχρι την αμφισβήτηση της μεταφραστικής δουλειάς του Παναγιώτη Μαυρομάτη.
Εδώ η κε του μπλοκ επιλέγει να αντιγράψει ένα υποκεφάλαιο που αφορά τον πυρήνα της αλτουσεριανής αντίληψης για το Μαρξ και μιας σειράς λανθασμένων συμπερασμάτων και εκτιμήσεων, που απορρέουν από αυτήν. Το υποκεφάλαιο αυτό δεν είναι ακριβώς αυτοτελές, έτσι φροντίζω να υπάρχουν συμπληρωματικές σημειώσεις σε κάποια σημεία, για να διευκρινίζεται το νόημα. Πχ οι ΑΑ, που θα βρείτε παρακάτω δεν είναι "ανώνυμοι αλκοολικοί" αλλά οι αλτουσεριανοί "άλλοι αναγνώστες" του Κεφαλαίου και του έργου του Μαρξ. Σε κάθε περίπτωση είναι χρήσιμο και απαραίτητο να διαβαστεί όλο το άρθρο (και το τεύχος συνολικά δηλαδή) και η αναδημοσίευση των αποσπασμάτων εδώ έχει ως σκοπό να κεντρίσει το ενδιαφέρον και να παρακινήσει τον αναγνώστη να προμηθευτεί το τεύχος και να το μελετήσει.
Καλή ανάγνωση.
Στο θεωρητικό πυρήνα της προβληματικής, και παρά κάποιες επιμέρους διαφοροποιήσεις, βρίσκεται η κληρονομιά της αλτουσεριανής σχολής, που διαμορφώθηκε στα μέσα της δεκαετίας του 1960. Ορισμένα κεντρικά στοιχεία της εξαιρετικά σύνθετης εκείνης περιόδου ήταν: Η οξύτατη αντιπαράθεση των δύο κοινωνικοοικονομικών συστημάτων, με τις συνεχείς επιτυχίες του σοσιαλιστικού στρατοπέδου και των εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων, με τις ΗΠΑ, ως ηγετική δύναμη του ιμπεριαλισμού, να στηρίζουν και να εγκαθιδρύουν στρατιωτικές δικτατορίες, να επεμβαίνουν στρατιωτικά σε σειρά χωρών, να εφαρμόζουν ρατσιστική και αντικομμουνιστική πολιτική στο εσωτερικό τους και να απειλούν με θερμοπυρηνικό ολοκαύτωμα την ανθρωπότητα. Η αλληλεπίδραση ανάμεσα στον οπορτουνισμό στο κομμουνιστικό κίνημα των καπιταλιστικών χωρών της Δυτικής Ευρώπης και στην οπορτουνιστική στροφή στο ΚΚΣΕ μετά από το 20ό Συνέδριό του, η κυριαρχία της γραμμής περί "ειρηνικής συνύπαρξης" και "κοινοβουλευτικού δρόμου προς το σοσιαλισμό", που υιοθετήθηκε από κομμουνιστικά κόμματα, περιλαμβανομένου και το ΚΚ Γαλλίας. Η διάσπαση του παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος και οι ελπίδες που έτρεφαν τμήματα του κινήματος και της διανόησης στην εξέλιξη του σοσιαλισμού στην Κίνα, πριν εκδηλωθούν και γίνουν γνωστά τα ολέθρια κατορθώματα των χουβεϊμπίν της Πολιτιστικής Επανάστασης, που επισφραγίστηκε με τη χειραψία Μάο-Νίξον στο Πεκίνο το 1972, ενώ σοβούσε ο Ψυχρός Πόλεμος.
Ειδικότερα στη Γαλλία βρισκόταν σε εξέλιξη μια επίθεση στο μαρξισμό από το εσωτερικό του Κόμματος, με κύριο εκφραστή τον Ρ. Γκαροντί. Ο Λουί Αλτουσέρ και η ομάδα διανοούμενων που συσπειρώθηκε γύρω του παρουσίασε ένα δικό του θεωρητικό σχήμα, για να τοποθετηθεί απέναντι τόσο στα καλέσματα για συγκερασμό του μαρξισμού με το χριστιανικό ανθρωπισμό και στις υπαρξιστικές περιπλανήσεις, όσο (αν και τότε αυτό δηλωνόταν δειλά, σαν διόρθωση των "στρεβλώσεων της προσωπολατρίας") και στο "δογματικό σταλινικό μαρξισμό", ώστε "να λυγίσει το ραβδί από την άλλη για να το ισιώσει". Γράφτηκαν βιβλία, με πρώτα και γνωστότερα το "Για το Μαρξ" του Αλτουσέρ και το συλλογικό "Να διαβάσουμε το Κεφάλαιο" των Αλτουσέρ, Μπαλιμπάρ, Εσταμπλέ, Μασερέ και Ρανσιέρ.
Από τα έργα αυτά, και αρκετά που ακολούθησαν, έλκει την καταγωγή της και η σύγχρονη αλτουσεριανής κατεύθυνσης σκέψη, που κυριάρχησε στο Συνέδριο (σ.σ.: για τα 150 χρόνια από την κυκλοφορία του Κεφαλαίου).
Το συγκεκριμένο ρεύμα αυτοκαθορίζεται αρνητικά, ως αυτό που δεν είναι και ως αυτό προς το οποίο αντιτίθεται. Ένα παράδειγμα μας δίνει η αναφορά Π. Σωτήρη στη "μη οικονομίστικη, αντιανθρωπιστική, αντιτελολογική, αντιμεταφυσική θεωρία". Σε άλλες αναφορές τα "μη" και τα "αντί" μπορεί να διαφοροποιούνται και να εμπλουτίζονται ή και να αλλάζουν θέση σε σχέση με το δεύτερο συνδετικό ή το κατηγόρημα. Έτσι, μπορεί να κατασκευαστεί ένας μικρός πίνακας με δύο στήλες -"μη" και "αντί" και όσες γραμμές μπορεί να χρειάζονται για τους κατάλληλους σε κάθε περίσταση συνδυασμούς (μονόπλευρη, μονολιθική, ντετερμινιστική κλπ). Στη συνέχεια θα γίνει, ελπίζουμε, σαφές γιατί το ρεύμα αυτό περιορίστηκε σε αυτόν το θεολογικού τύπου αυτοπροσδιορισμό τού τι δεν είναι, χωρίς να δίνει ένα σαφή θετικό ορισμό της ιδιαιτερότητάς του.
Οι προτάσεις του αλτουσεριανού ρεύματος απορρίπτουν συλλήβδην το νόημα του μαρξισμού ως συνεκτικής θεωρίας για τους νόμους της κίνησης της φύσης και της κοινωνίας. Ο διαλεκτικός υλισμός βαφτίζεται απαξιωτικά "χεγκελιανισμός", η θεωρία της αξίας στηλιτεύεται ως "ρικαρδιανισμός", ο ιστορισμός του μαρξισμού καταδικάζεται ως "τελεολογία' και ο βαθύς ουμανισμός του ως "μεταφυσική". Το ίδιο το έργο των κλασικών του μαρξισμού διασπάται και διαχωρίζεται σε περιόδους και κατά συγγραφείς, όχι για να αναδειχτεί η εξέλιξη, η ωρίμανση, η συνέχεια και τα άλματα στην αποκάλυψη της αλήθειας, η κοινή προσπάθεια και η όσμωση των ιδεών του Μαρξ και του Ένγκελς στο δοσμένο κοινωνικό περιβάλλον της εποχής, αλλά για να απομονωθούν και να αναδειχτούν φράσεις, σκέψεις, που, όταν δεν ανήκουν στον ίδιο το Μαρξ, συχνά λοιδορούνται. Για το σκοπό αυτό χρησιμοποιούνται και αντιπαραβάλλονται αποσπάσματα από κείμενα του Μαρξ, που έχουν υποστεί επιμέλεια, με προγενέστερα χειρόγραφα, που συχνά περιέχουν σκέψεις εργασίας και υποθέσεις που ξεπεράστηκαν και αφέθηκαν αδημοσίευτες από τον ίδιο. Έτσι, το "Κεφάλαιο" είναι αυτό που είναι, γιατί είναι "ανολοκλήρωτο".
Για να θεμελιωθούν τα παραπάνω διατυπώνονται, τις περισσότερες φορές με αποφατικό τρόπο, "ορθές ερμηνείες" όσων αναλύει ο Μαρξ.
Η αξία και η υπεραξία είναι μη μετρήσιμα μεγέθη, είναι "αντίληψη" για την οποία "έχουμε πειστεί μέσω της μυστικοποίησης", έννοιες που ανήκουν στη σφαίρα των ιδεών ή, καλύτερα, της φαντασιακής πρόσληψης της πραγματικότητας, που κατά τους ΑΑ είναι η ιδεολογία -κάθε ιδεολογία. "Συνεπώς", με την εμφάνιση του εμπορεύματος και -ταυτόχρονα- του χρήματος γίνεται πλέον λόγος για καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής και για το βαθμό ανάπτυξής του στους αιώνες των αιώνων.
Η διαδοχή των κοινωνικοοικονομικών σχηματισμών απορρίπτεται, "άρα" η γενίκευση της εμπορευματικής σχέσης και η επικράτηση του καπιταλιστικού κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού είναι θέμα "τυχαιότητας", τρόπου και στιγμής "συνάντησης" του δυνάμει εργάτη -προγραμμένου προλετάριου με το προαιώνιο κεφάλαιο, διαδικασία που, κατ' αυτόν τον τρόπο, υποτίθεται πως περιγράφει ο Μαρξ στο 24ο κεφάλαιο για τη "λεγόμενη πρωταρχική συσσώρευση". Ο καπιταλισμός δεν αποτελεί ιστορικό, δηλαδή παροδικό, στάδιο της εξέλιξης της ανθρώπινης ιστορίας, αλλά αποτέλεσμα σύμπτωσης πληθώρας προϋπαρχουσών περιστάσεων, που επέτρεψαν τη συγκεκριμένη διάταξη των δομών που ονομάζεται "καπιταλισμός".
Αντίστοιχα, οι σχέσεις ιδιοκτησίας δεν μπορούν να εξετάζονται ως κομβικό ζήτημα των σχέσεων παραγωγής, γιατί υπεισέρχεται το ζήτημα της κατοχής των μέσων παραγωγής, όπως για παράδειγμα στην κλασική δουλοκτητική κοινωνία, όπου, "σύμφωνα με τον Άντερσον, οι δούλοι κατείχαν τα μέσα παραγωγής στην ύπαιθρο, ενώ οι δουλοκτήτες διαβίωναν στο άστυ, απολαμβάνοντας το υπερπροϊόν" (εισήγηση Γ. Μηλιού). Το ζήτημα της κατοχής των μέσων παραγωγής αφορά την εσωτερική αναγκαιότητα αναπαραγωγής του τρόπου παραγωγής. Όσο ο τελευταίος εξελίσσεται, εξελίσσονται και οι θεσμικές μορφές της ιδιοκτησίας, που εκφράζουν στο εποικοδόμημα τις οικονομικές σχέσεις και, προφανώς, το περιεχόμενο των σχέσεων - η κατοχή των μέσων παραγωγής δεν ταυτίζεται με τη μορφή που παίρνει στη συνείδηση. Ο εργάτης-ιδιοκτήτης μετοχών του εργοστασίου όπου δουλεύει δεν κατέχει τον τόρνο πάνω στον οποίο μόνο αυτός εργάζεται, γιατί δε νέμεται το προϊόν της εργασίας του που πραγματοποιείται πάνω σε αυτόν τον τόρνο. Το πρόβλημα συνίσταται στην αναγκαία μορφή "συνάντησης" εργάτη - μέσων παραγωγής, που επιβάλλει τη συγκεκριμένη θεσμική μορφή και όχι το αντίστροφο. Αν εκεί αποσκοπεί η αναφορά, τότε έχει σίγουρα θεωρητικό και πρακτικό ενδιαφέρον, που ξεφεύγει από τα όρια της νομικής επιστήμης.
Σε ό,τι αφορά τους δούλους, θα σημειώναμε μια ανακρίβεια της παραπάνω διατύπωσης: Οι δούλοι ούτε κατείχαν, ούτε νέμονταν τίποτα, και αυτό ισχύει στο μέγιστο βαθμό εάν γίνει λόγος για τη γη, που στη δουλοκτησία ήταν το βασικό μέσο παραγωγής. Πώς θα μπορούσαν οι δούλοι να "κατέχουν τις τσέπες τους" ή μέρος του προϊόντος, όταν δεν κατείχαν τα ίδια τους τα χέρια; Θα μπορούσαμε κατ'α αναλογία να πούμε ότι τα ζώα εργασίας κατέχουν τις οπλές τους. Μια τέτοια πραγματιστική-τεχνολογική αντιμετώπιση των εργαλείων, των μέσων παραγωγής, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή.
Έτσι, όταν ο Μαρξ μιλά για ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων που έρχονται σε σύγκρουση με τις σχέσεις παραγωγής, γίνεται "οικονομιστής" και, όταν μιλά για διαδοχή σχηματισμών, γίνεται ιστορικιστής και τελεολόγος, δηλαδή μεταφυσικός, και στους ΑΑ που το αποκάλυψαν λαχαίνει ο κλήρος να ξαναγράψουν το "Κεφάλαιο" ή "κάτι παρόμοιο", που θα παίρνει, επιτέλους, υπόψη τις ανάγκες των εργατών και, ιδιαίτερα των γυναικών, παιδιών και λοιπών "απόντων" από τις σελίδες του πρωτότυπου έργου.
Και αυτοί οι ισχυρισμοί προβάλλονται, όταν οι Μαρξ και Ένγκελς από κοινού είχαν, από το 1846 ήδη, ξεκαθαρίσει τη θέση τους: "Η Ιστορία είναι απλώς η διαδοχή ξεχωριστών γενιών, που καθεμιά τους εκμεταλλεύεται τα υλικά, τα κεφάλαια, τις παραγωγικές δυνάμεις που της παραδόθηκαν απ' όλες τις προηγούμενες γενιές, και έτσι από τη μια μεριά συνεχίζει την παραδοσιακή δραστηριότητα μέσα σε τελείως αλλαγμένες συνθήκες και, από την άλλη, μεταβάλλει τις παλιές περιστάσεις με μια τελείως αλλαγμένη δραστηριότητα. Αυτό μπορεί να διαστρεβλωθεί θεωρητικά έτσι, που η κατοπινή ιστορία να γίνεται ο σκοπός της προηγούμενης ιστορίας... ενώ αυτό που σημαίνουν οι λέξεις "προορισμός", "σκοπός", "σπέρμα" ή "ιδέα" της παλιότερης ιστορίας δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια αφαίρεση δημιουργημένη από την κατοπινή ιστορία, μια αφαίρεση της δραστήριας επίδρασης, που η παλιότερη ιστορία ασκεί πάνω στην κατοπινή ιστορία".
Οι "απορίες" (σ.σ.: αδιέξοδα) στο "Κεφάλαιο" του Μαρξ οφείλονται στις χεγκελιανές επιρροές στο έργο του. Αυτό το θέμα το ανέδειξε ο Αλτουσέρ και από τότε αποτελεί κοινό σημείο αναφοράς για όσους ακολουθούν τη σκέψη του. Ένα ενδιαφέρον σχετικό σημείο είναι ότι ο ίδιος ο Αλτουσέρ, στο "Να διαβάσουμε το Κεφάλαιο", ονοματίζει δύο εξέχοντες Σοβιετικούς φιλοσόφους, το Ρόζενταλ και τον Ιλιένκοφ, χωρίς να αναφέρεται σε συμπεράσματα των μελετών τους (πέρα από μια ασαφή αναφορά στις "κακές αφαιρέσεις"). Ακόμα κι αν δεχτούμε ότι μια τόσο φτωχή αναφορά (αν όχι γνώση) του θεωρητικού έργου της σοβιετικής επιστήμης είναι αρκετή για μια "κριτική του σταλινισμού" σε επίπεδο θεωρίας, οφείλουμε να σημειώσουμε ότι δε θίγονται, ούτε βέβαια αντικρούονται τα επιχειρήματα πλειάδας φιλοσόφων για τη μέθοδο, τη συνοχή, τη σημασία και τα συμπεράσματα του "Κεφαλαίου". (Δεν αναφέρεται για παράδειγμα το έργο Νταβίντ Ρόζενμπεργκ "Σχόλια στο Κεφάλαιο του Μαρξ" που με πολυάριθμες εκδόσεις αποτέλεσε για δεκαετίες σημείο αναφοράς για τους μελετητές του "Κεφαλαίου" στην ΕΣΣΔ και πολλές ακόμα χώρες).
Αντίθετα, ο Αλτουσέρ, στην απολύτως διδακτική συνέντεξή του "Μια φιλοσοφία για το μαρξισμό: Η γραμμή του Δημοκρίτου", που αποφύγαμε επιμελώς να προτάξουμε, γιατί κάθε δικό μας επιχείρημα θα περίττευε, σημειώνει: "Ήθελα να παρέμβω στη Γαλλία, στο Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα, του οποίου ήμουν μέλος από το 1948, για να αγωνιστώ εναντίον του θριαμβεύοντος τότε σταλινισμού και των καταστροφικών του συνεπειών στην πολιτική του κόμματός μου. Τότε λοιπόν, δεν είχα άλλη επιλογή: Αν είχα μια δημόσια παρέμβαση στην πολιτική του Κόμματος, το οποίο αρνείτο να δημοσιεύσει ακόμα και τα φιλοσοφικά μου κείμενα (Για το Μαρξ), επειδή αυτά κρίνονταν αιρετικά και επικίνδυνα, τουλάχιστον μέχρι το 1970, θα είχα διαγραφεί και περιθωριοποιηθεί αμέσως, χωρίς δυνατότητα άσκησης καμιάς επιρροής στο Κόμμα... ήθελα να εγκαταλείψουμε τις αδιανόητες θέσεις του διαλεκτικού υλισμού, τη "diamat", που κυριαρχούσε ως απόλυτος άρχων σε όλα τα δυτικά κομμουνιστικά κόμματα.. θεωρούσα επιτακτικό να παραιτηθούμε από τον υλιστικό μονισμό και τους παγκόσμιους διαλεκτικούς νόμους του: Μια ολέθρια μεταφυσική σύλληψη της Ακαδημίας Επιστημών της ΕΣΣΔ, που είχε υποκαταστήσει το "Πνεύμα" και την "Απόλυτη Ιδέα" του Χέγκελ με την "ύλη". Δε νομίζω ότι υπερβάλλουμε αν πούμε ότι η πολιτική στρατηγική του Στάλιν και όλη η τραγωδία του σταλινισμού θεμελιώθηκαν εν μέρει στο "διαλεκτικό υλισμό", το φιλοσοφικό τερατούργημα που αποσκοπούσε να δικαιώσει την εξουσία και να της προσφέρει μια θεωρητική εγγύηση, καθώς η εξουσία επιβαλλόταν στη διανόηση".
Και μετά από μια μικρή ιστορία κατασκοπίας, για το πώς τον παρακολουθούσαν οι νεολαίοι του Κόμματος, συνεχίζει: "Όσον αφορά εμάς, σκεφτήκαμε ότι δεν είχε προσωπική αντίληψη της φιλοσοφίας που ήταν παρούσα στην έρευνά του. Είναι αυτό που επιχειρήσαμε να κάνουμε, όταν προτείναμε να δώσουμε στο Μαρξ μια φιλοσοφία που θα επέτρεπε την κατανόησή του: Τη φιλοσοφία του "Κεφαλαίου", της οικονομικής, πολιτικής και ιστορικής του σκέψης. Στο σημείο αυτό, νομίζω ότι κατά κάποιο τρόπο χάσαμε το στόχο μας, στο βαθμό που δε δώσαμε στο Μαρξ τη φιλοσοφία που ταίριαζε καλύτερα στο έργο του. Του δώσαμε μια φιλοσοφία που χαρακτηριζόταν από την "ατμόσφαιρα της εποχής", μια ατμόσφαιρα μπασελαριανής (σ.σ.: Μπασελάρ, Γάλλος φιλόσοφος, λογοτέχνης, καθηγητής του εικοστού αιώνα) και στρουκτουραλιστικής έμπνευσης, η οποία, ακόμα και αν συνεκτιμά μια σειρά όψεων της σκέψης του Μαρξ, δε νομίζω ότι θα μπορούσε να αποκληθεί μαρξιστική φιλοσοφία. Είχαμε κατασκευάσει μια "φανταστική" φιλοσοφία για τον Μαρξ, μια φιλοσοφία που δεν υπήρχε στο έργο του -αν μείνει κανείς αυστηρά στο γράμμα των κειμένων του.
Στη συνέντευξή του ο Αλτουσέρ μας διαβεβαιώνει ότι: "Ο Μαρξ δε χρησιμοποίησε ποτέ τον όρο 'διαλεκτικός υλισμός', αυτόν τον 'κίτρινο λογάριθμο', όπως του άρεσε να αποκαλεί τους θεωρητικούς παραλογισμούς. Αυτός που, σε μια συγκεκριμένη συγκυρία, βάπτισε το μαρξιστικό υλισμό με το όνομα του διαλεκτικού υλισμού ήταν βέβαια ο Ένγκελς. Ο Μαρξ δεν ευτύχησε να γράψει πάνω από μια εικοσαριά σελίδες για τη διαλεκτική. Ό,τι γνωρίζουμε σχετικά με τη θέση του Μαρξ για το ζήτημα (πέραν του διαλεκτικού παιγνιδιού των εννοιών της θεωρίας της εργασιακής αξίας) περιέχεται σ' αυτήν την ωραία φράση: Η διαλεκτική, η οποία τις περισσότερες φορές υπηρέτησε τις κατεστημένες εξουσίες, είναι επίσης κριτική και επαναστατική". Ωστόσο, η πρόταση σε εισαγωγικά δεν ανήκει στο Μαρξ, αλλά στη στρεβλή αντίληψη του Αλτουσέρ για το Μαρξ, που στην πραγματικότητα γράφει: "Με τη μυστικιστική της μορφή η διαλεκτική έγινε γερμανική μόδα, γιατί φαινόταν σα να εξυμνεί αυτό που υπάρχει. Με τη λογική της μορφή είναι για τους αστούς και για τους δογματικούς ιδεολόγους τους σκάνδαλο και φρίκη, γιατί στη θετική αντίληψη αυτού που υπάρχει, περικλείνει ταυτόχρονα και την αντίληψη της άρνησής του, του αναγκαίου αφανισμού του, γιατί αντιλαμβάνεται κάθε συντελεσμένη μορφή μέσα στη ροή της κίνησης, επομένως την αντιλαμβάνεται και από την παροδική της πλευρά, γιατί τίποτε δεν μπορεί να της επιβληθεί και γιατί στην ουσία της είναι κριτική και επαναστατική". Ο υλισμός, που, κατά τον Αλτουσέρ, ως όρος δε βρέθηκε ποτέ δίπλα με τη διαλεκτική, παύει, σύμφωνα με το Μαρξ, να είναι "αφηρημένα φυσικοεπιστημονικός υλισμός", γίνεται "η μοναδικά υλιστική και επομένως επιστημονική μέθοδος", όταν "δεν αποκλείει το ιστορικό προτσές" και "από τις κάθε φορά πραγματικές συνθήκες ζωής... συνάγει... τις μορφές τους".
Όπως σημειώνει ο Μ. Ρόζενταλ, τον οποίο ο Αλτουσέρ απλώς κατονομάζει, "πριν το Μαρξ, η υλιστική φιλοσοφία δεν μπορούσε να δώσει μια επιστημονική απάντηση στα ζητήματα αυτά (σ.σ.: της θεωρίας της γνώσης), εξαιτίας του μεταφυσικού χαρακτήρα της. Μονάχα η εφαρμογή του διαλεκτικού υλισμού μπόρεσε να δώσει στη γνωσιοθεωρία ένα πραγματικό επιστημονικό θεμέλιο". Και ο μη κατονομαζόμενος Ν. Ρόζενμπεργκ: "Ο Μαρξ δεν ήταν μόνο διαλεκτικός αλλά και υλιστής. Η μέθοδός του είναι η μέθοδος του διαλεκτικού υλισμού. Στο Μαρξ η διαλεκτική αποκτά ορθολογική έννοια ακριβώς επειδή γίνεται υλιστική".
Και ο Αλτουσέρ καταλήγει προτείνοντας το δικό του "κίτρινο λογάριθμο", έναν "υλισμό της συνάντησης, της τυχαιότητας (σ.σ.: δες και το σημείο για την εμφάνιση των κοινωνικοοικονομικών σχηματισμών), με δυο λόγια του στοχαστικού, ο οποίος αντιτίθεται ακόμα και στους υλισμούς που είναι αναγνωρισμένοι ως τέτοιοι, συμπεριλαμβανομένου αυτού που γενικά αποδίδεται στους Μαρξ, Ένγκελς και Λένιν, ο οποίος, όπως κάθε υλισμός της ορθολογιστικής παράδοσης είναι ένας υλισμός της αναγκαιότητας και της τελεολογίας, δηλαδή μια μεταμφιεσμένη μορφή ιδεαλισμού".
Έτσι, ξεκαθαρίζεται ότι στη θέση του διαλεκτικού υλισμού μπαίνει ο στρουκτουραλισμός, στη θέση της θεωρίας της γνώσης ο θετικισμός της επιστημολογίας, στη θέση της αντανάκλασης "η κατασκευή εννοιών και η παραγωγή γνώσης", απωθώντας και φιλοδοξώντας να καταλάβει το χώρο του diamat, αφού "στη φιλοσοφία δεν υπάρχει κενός χώρος".
Αντί απάντησης, θα δανειστούμε έναν περιεκτικό χαρακτηρισμό της διαλεκτικής του Μαρξ, που ανήκει στο Σοβιετικό φιλόσοφο Βίκτορ Βαζιούλιν: "Η ριζική καινοτομία της λογικής του "Κεφαλαίου" έγκειται στην αποκάλυψη της λογικής της άρνησης του αντικειμένου από την ανάπτυξη αυτού του ίδιου του αντικειμένου. Από αυτή την προσέγγιση ολόκληρο το κεφάλαιο προβάλλει από τη σκοπιά της ωρίμανσης και απεικονίζεται με τις κατηγορίες της άμεσης γνώσης (της ποσότητας, της ποιότητας και του μέτρου)... Ο Μαρξ, σε αντιδιαστολή με το Χέγκελ, αποκαλύπτει τον ιστορικά παροδικό και ποιοτικά προσδιορισμένο χαρακτήρα της ουσίας του αντικειμένου, τον τρόπο με τον οποίο μια ορισμένη ουσία αναιρεί τον ίδιο τον εαυτό της... Κατ' αυτόν τον τρόπο, "η ανάπτυξη των αντιφάσεων μιας ιστορικής μορφής παραγωγής αποτελεί το μοναδικό ιστορικό δρόμο της διάλυσής της και του σχηματισμού μιας νέας". Αυτή είναι συνοπτικά η λογική της ωρίμανσης των αντικειμενικών όρων της σοσιαλιστικής επανάστασης".
(Β. Βαζιούλιν - Το πρόβλημα της αντίφασης στο Κεφάλαιο του Κ. Μαρξ. Βλέπε επίσης του ίδιου: "Το σύστημα της λογικής του Χέγκελ και το σύστημα λογικής στο Κεφάλαιο του Μαρξ" - Περιοδικό Επιστημονική Σκέψη).