Δευτέρα 30 Ιανουαρίου 2012

Τοπίο στην ομίχλη

Ας υποθέσουμε ότι η κε του μπλοκ ήθελε να κάνει μια ανάρτηση στη μνήμη του αγγελόπουλου (και πράγματι ήθελε). Έλα όμως που είναι απαίδευτη και δε σκαμπάζει γρι από ποιοτικό κινηματογράφο. Έτσι θα παλινδρομούσε μεταξύ της άγνοιας, της απέχθειας για τον αμερικάνικο σινεμά που θυμίζει τηλεόραση κι εκείνης της ατάκας του πανούση από το δράκουλα των εξαρχείων για τις σκηνές του αγγελόπουλου με τους αντάρτες που περπατούσαν, περπατούσαν, περπατούσαν... Και θα κρατούσε απλώς μια στάση χυδαίου κεντρισμού, ευμενώς ουδέτερου προς τον αγγελόπουλο, από θέση αρχής και πολιτικής ένταξης.

Προκύπτει λοιπόν η ανάγκη της καταφυγής στην αυθεντία. Και σε αυτήν την περίπτωση δεν υπάρχει πιο κατάλληλη από την αυθεντία του ραφαηλίδη, που ήταν και προσωπικός φίλος του σκηνοθέτη, πριν ακόμα ο τελευταίος ασχοληθεί με το σινεμά. Το απόσπασμα που ακολουθεί είναι το εισαγωγικό κομμάτι από την εκτενή κριτική του για την ταινία τοπίο στην ομίχλη. Δημοσιεύτηκε το 89’ στο έθνος και αλιεύτηκε από το βιβλίο ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΟ ΜΥΘΟ δια της ιστορίας και στην ιστορία δια του μύθου, που εκδόθηκε από τις εκδόσεις αιγόκερως μετά το θάνατο του ραφαηλίδη με όλα τα κείμενά του για τις ταινίες του σκηνοθέτη.

Όλες οι ταινίες του αγγελόπουλου θα μπορούσαν να έχουν αν όχι τον ίδιο τίτλο, τουλάχιστον τον ίδιο διευκρινιστικό υπότιτλο: «τοπίο στην ομίχλη». Η ομίχλη στην ελλάδα δεν είναι το γνωστό, συνηθισμένο μετεωρολογικό φαινόμενο. Το ελληνικό τοπίο το συνηθίσαμε ηλιόλουστο. Κι ωστόσο τα φιλμικά τοπία στις ταινίες του αγγελόπουλου είναι μουντά, βροχερά, χιονισμένα, παγωμένα, υγρά. Τοπία βόρεια, ομιχλώδη.

Όμως, παρά την κάθε άλλο ελληνική υγρασία τους, οι ταινίες του αγγελόπουλου είναι βαθιά κι ουσιαστικά ελληνικές: η ομίχλη στην ελλάδα δεν είναι μετεωρολογικό φαινόμενο, είναι ιστορικό. Σε έναν τόπο που μαθαίνει κάποιος να σκέφτεται εθνικά (και να γίνεται «εθνικόφρων») εντός του αστυνομικού τμήματος, αυτόματα κι αμέσως μετά την υπογραφή της «δηλώσεως μετανοίας», σε έναν τόπο όπου η πίστη στην χριστιανική παραλλαγή του θεού κι η πίστη στην ελληνική εκδοχή της «αγάπης για την πατρίδα» έχουν ταυτιστεί σε σημείο που να μη ξέρεις αν υπάρχει κάποια διαφορά ανάμεσα στον ενωμοτάρχη, που εκπροσωπεί την ταυτισμένη με το κράτος πατρίδα, και τον παπά, που εκπροσωπεί τον ταυτισμένο με το ορθόδοξο δόγμα θεό, σε έναν τόπο που οι μακρινοί πρόγονοι έχουν πάρει όλοι τη μορφή, είτε του παπά είτε του χωροφύλακα, σε αυτόν εδώ τον τόπο των πολλαπλών συγχύσεων, το ελληνικό ιστορικό τοπίο δε μπορεί παρά να είναι ομιχλώδες. Κι η ελληνική παραλλαγή της μαζικής μας σχιζοφρένειας δε μπορεί παρά να έχει τη ρίζα της, στη σύγκρουση ανάμεσα στο φωτεινό, ελληνικό τοπίο, που όλοι το βλέπουμε με τα μάτια μας, και στο ομιχλώδες ελληνικό τοπίο που οι ευαίσθητοι το βλέπουν με το νου τους, όχι όμως με την αυθαιρεσία της φαντασίας τους, παρότι το φαντασιακό εδώ (προσοχή: όχι το φανταστικό) είναι απολύτως αναγκαίο για να δει κάποιος, πίσω από τον ήλιο και το φως την ομιχλώδη ελληνική πραγματικότητα.

Οι ταινίες του αγγελόπουλου είναι ποιητικά ιστορικές. Σε καμία περίπτωση όμως δεν είναι ανιστόρητες. Άλλωστε, η ποίηση είναι ο μόνος τρόπος που έχει ένας ευαίσθητος άνθρωπος να παραμερίσει την ιστορική ομίχλη που χρόνια ατελείωτα τώρα δημιουργούν τεχνηέντως οι ακαδημαϊκοί, οι επίσημοι «σκηνοθέτες» της ιστορίας μας, και στη θέση της να βάλει το ποιητικά διφορούμενο, που κι αυτό βέβαια είναι ομιχλώδες, όμως δε λειτουργεί σαν προπέτασμα για να κρυφτεί πίσω του η αλήθεια. Αντίθετα, η ομιχλώδης ασάφεια της ποίησης, μόνο αυτή, θα μπορούσε να σκίσει το παραπέτασμα της ιστορικής μας ομίχλης και να αποκαλύψει το πραγματικό, ελληνικό τοπίο πίσω από την ομίχλη. Γιατί υπάρχει όντως ένα τοπίο στην ομίχλη, μόνο που πρέπει να σκίσεις το παραπέτασμα της ιστορικής ομίχλης για να το δεις. Ακριβώς όπως κάνει ο μικρός στο τέλος της ταινίας. Ακριβώς όπως κάνει ο αγγελόπουλος σε όλες του τις ταινίες.

Ο μικρός αλέξανδρος της ταινίας, φερμένος εδώ από άλλες ταινίες του ίδιου σκηνοθέτη, κι ο μεγαλέξαντρος του μύθου (προσοχή, όχι ο μέγας αλέξανδρος της ιστορίας) είναι το ίδιο πρόσωπο: ο ποιητής αγγελόπουλος (ας ξαναθυμηθούμε το «η μαντάμ μποβαρί είμαι εγώ» του φλομπέρ), που ως άλλος μεγαλέξανδρος αναλαμβάνει να σκοτώσει το δράκο της ακαδημαϊκής ιστορίας (και της ακαδημαϊκής αισθητικής) με την ελπίδα πως το τοπίο θα φανεί επιτέλους πίσω από την ομίχλη. Γιατί το τοπίο υπάρχει. Όμως δεν είναι αυτό που μας προτείνουν οι «εγκεκριμένες» από το υπουργείο παιδείας ιστορίες, που κάνουν την έλλειψη πολιτισμού ενδημική κατάσταση εντός του υπουργείου πολιτισμού, που μόνο αυτοί που το ίδρυσαν ξέρουν γιατί το ονόμασαν έτσι. Άλλωστε, ο όποιος νεοελληνικός πολιτισμός δεν παράγεται στα υπουργεία, παράγεται από κάποιους ελευθερόφρονες, ελεύθερους σκοπευτές σαν τον αγγελόπουλο, που περιφέρουν την απελπισία τους και τον πόνο τους, από έργο σε έργο, με την ελπίδα πως η ποίηση θα κάνει και πάλι το θαύμα της, θα διαλύσει την ομίχλη, και το τοπίο, λαμπρό κι ηλιόλουστο, θα ξαναφανεί πίσω από το σκισμένο από τον ποιητή παραπέτασμα. Σε τελική ανάλυση, ο αγγελόπουλος δεν είναι απαισιόδοξος, παρόλο που το ομιχλώδες και βροχερό των ταινιών του (φυσικά κι η «ομιχλώδης» προβληματική τους) θα μπορούσαν να δημιουργήσουν εύκολα μια τέτοια παρανόηση σε ανθρώπους εθισμένους, από τις απλοϊκές προφάνειες, στο να ταυτίζουν την αισιοδοξία με το φως και την απαισιοδοξία με την έλλειψη φωτός.

Όμως, εκτός του αυτονόητου γεγονότος πως μια ταινία για να γίνει χρειάζεται οπωσδήποτε φως, θα μπορούσαμε επί του προκειμένου να επικαλεστούμε και το επιχείρημα πως ο πολιτισμός δεν έχει πλέον ανάγκη από τις καλές μετεωρολογικές συνθήκες για να υπάρξει ως τέτοιος. Ο ευρωπαϊκός πολιτισμός, που πρωτοεμφανίστηκε στη μεσόγειο, όχι μόνο εξαιτίας της προνομιούχου γεωγραφικής της θέσης που την έφερνε σε συνεχή επαφή με άλλους πολιτισμούς, προγενέστερους, αλλά κι εξαιτίας της μετεωρολογικής της ηπιότητας, εδώ και πολλούς αιώνες μετακινήθηκε προς βορρά, σε τοπία ομιχλώδη. Εξοπλισμένος ο πολιτισμός με τις κατακτήσεις του εντός του ήπιου μεσογειακού κλίματος, μπορούσε πλέον να ταξιδέψει άνετα προς βορρά, κι έτσι να αποδεσμευτεί για πάντα από τις κλιματολογικές συνθήκες.

Λοιπόν, φως στην ελλάδα υπήρχε μέχρι το δεύτερο προ χριστού αιώνα περίπου. Από τότε, άρχισε να εγκαθίσταται σε αυτόν τον τόπο η ομίχλη. Αυτή που δε μας επιτρέπει πλέον να δούμε το τοπίο πίσω της. Ο αγγελόπουλος με όλες τις ταινίες του, επιχειρεί είτε να επισημάνει, είτε να παραμερίσει την ομίχλη, ώστε να δούμε πίσω της το πραγματικό τοπίο. Τούτο το δύσκολο έργο, αν δεν το αναλάβουν οι ποιητές υπεύθυνα, είμαστε οριστικά χαμένοι. Γιατί οι ιστορικοί απέτυχαν. Άλλωστε, οι πλείστοι των ιστορικών στην ελλάδα, εκτός από δημόσιοι υπάλληλοι μισθοδοτούμενοι ως καθηγητές κι ως ακαδημαϊκοί, είναι και «εθνικόφρονες». Τουτέστιν φρονούν εθνικά μόνο στο βαθμό που τους το επιτρέπει ένα σενάριο που γράφτηκε από τους υπηρέτες της πολιτικής και της ιστορικής σκοπιμότητας, αυτούς που δημιούργησαν τεχνητά μια έωλη «εθνική συνείδηση» εκ του μη όντος (...)

Και ούτω πως, δια της χωροφυλακής και δια της ορθοδοξίας, άρχισε να δημιουργείται από τότε, τεχνηέντως η «εθνική συνείδηση» εν ελλάδι. Αν λείψει ο χωροφύλακας κι ο παπάς, νοούμενοι ως οι κύριοι παράγοντες της εθνικής μας συνοχής, όλα θα καταρρεύσουν εδώ, κι ο έλληνας, φανερά πλέον κι όχι συγκαλυμμένα όπως σήμερα, θα αρχίσει να αντιμετωπίζει τον παραδίπλα έλληνα ως τον κύριο εχαθρό του, ξεχνώντας όλους τους «προαιώνιους εχθρούς».

Η εθνική συνείδηση των νεοελλήνων είναι λοιπόν ομιχλώδης. Ο αγγελόπουλος μας το έδειξε αυτό καθαρά στους κυνηγούς, τη μεγάλη του ταινία για μένα. Εκεί, δεν είναι το φάντασμα της ιστορίας που ενεργεί από το παρασκήνιο ως συνήθως στην ελλάδα, είναι το φάντασμα της ιστορίας που έρχεται στο προσκήνιο και παίρνει τη θέση της κυρίως ειπείν ιστορίας. (Σε τούτο τον τόπο, υπάρχει πάντα ένα θαμμένο μες στα χιόνια πτώμα αντάρτη, που τρομοκρατεί από εκεί σταθερά αυτούς που δεν είναι βέβαιοι για την αξία και τη σημασία της ιστορίας που δημιούργησαν με τη βοήθεια του σχεδίου μάρσαλ, του δόγματος τρούμαν, του στρατηγού βαν φλιτ, και γενικά, όλων των συμμάχων, παλιότερων και νεότερων, που ανέλαβαν να συντηρούν με ενέσεις την πάντα ασθενούσα «εθνική μας συνοχή»).

Το ιστορικό τοπίο των κυνηγών λοιπόν είναι κι αυτό ένα τοπίο στην ομίχλη. Μόνο που εκεί το θαύμα δε γίνεται και το παραπέτασμα της ομίχλης δε σκίζεται. Οι μέρες του 36’ είναι ένα άλλο τοπίο στην ομίχλη, «φωτογραφημένο» από άλλη γωνία. Μόνο που εδώ, η ομίχλη μελετάται «εν τω γίγνεσθαι», αυτό που θα καταλήξει στην πύκνωση της ομίχλης αμέσως μετά το τέλος της ταινίας, την 4η αυγούστου, τότε που κανείς λογικός άνθρωπος δεν ήξερε «γιατί χαίρεται ο κόσμος» κι ο μικρός αλέξανδρος του τοπίου στην ομίχλη θα μπορούσε να ρωτήσει ευλόγως τον πατέρα του, αν υπήρχε: «γιατί χαιρεται ο κόσμος και χαμογελά πατέρα, όπς ισχυρίζεται κάποιος που ισχυρίζεται πως είναι ποιητής;» Όμως πατέρας δεν υπάρχει για να απαντήσει σε αυτή την αφελή, παιδική ερώτηση. Και τις απαντήσει αναλαμβάνουν να μας τις δώσουν οι αρχηγοί, οι πατέρες του έθνους, οι σωτήρες, οι φύλαρχοι ουσιαστικά, οι τοπάρχες φύλαρχοι που ενώ μιλούν σα φύλαρχοι αυτοπροτείνονται σαν πατέρες του έθνους. Όμως ποιου έθνους;  Πού είναι το έθνος; Στις φυλακές; Στη μακρόνησο; Στο αστυνομικό τμήμα της γειτονιάς; Στην εκκλησία της ενορίας; Στην ελλάδα το έθνος είναι παντού και πουθενά. Στην ελλάδα έθνος είναι το κράτος. Κι ο αντικρατικά σκεπτόμενος χρίεται αυτομάτως αντεθνικά σκεπτόμενος.

Στην αναπαράσταση, πρώτη ταινία του αγγελόπουλου, ταινία-κλειδί για την κατανόηση ολόκληρου του έργου του, η αναπαράσταση ενός φόνου καθίσταται αδύνατη,γιατί ανάμεσα στο γεγονός και την αναπαράσταση του εγκαθίσταται η ομίχλη που δημιουργεί το δαιμονικό ένστικτο της αυτοσυντήρησης δυο ουσιαστικά αθώων δολοφόνων, που προσπαθούν να επιβιώσουν σε πείσμα του δολοφονικού τοπίου, που αυτό έκανε στην ουσία το φόνο.

Στον μεγαλέξαντρο, την πιο σύνθετη και την πιο δύσκολη ταινία του αγγελόπουλου, η ομίχλη δημιουργείται απ’ το σμίξιμο του θρύλου με την ιστορία. Ξέρουμε πως στην ελλάδα, ο μύθος προτείνεται σταθερά σαν ιστορία και η ιστορία είναι μυθοποιημένη στο έπακρο. Τούτη τη φοβερή ισορροπία, που είναι η σταθερή αιτία της ανισορροπίας μας, ο αγγελόπουλος την περιγράφει σ’ αυτό το φίλμ με εναν εντελώς ιδιοφυή τρόπο.

Στο ταξίδι στα κύθηρα, την ομίχλη, τη δημιουργεί η ιδιομορφία της ελληνικής ιστορίας, που ενώ έχει πάντα μια περιφέρεια, δεν έχει ποτέ και ένα κέντρο. Δεν υπάρχει πατρίδα για τους έλληνες, παρά μόνο εκτός ελλάδας. Ο γερο-αντάρτης στο τέλος θα πάρει ξανά το δρόμο της εξορίας, γιατί η πατρίδα του έχει γεμίσει από δοσίλογους, παλιότερους και νεότερους, και δεν έμεινε ούτε μια σπιθαμή γης για τους πατριώτες. Το ελληνικό κέντρο είναι χαμένο στην ομίχλη, όχι για να μην το βρει ο εχθρός, αλλά για να μην το βρει και το κατοικήσει ο έλληνας.

Στο μελισσοκόμο, η ομίχλη βγαίνει απ’ τη μούχλα των σάπιων ονείρων, και κατακλύζει τα πάντα. Ο μελισσοκόμος δεν έχει πια τόπο να σταθεί, κι όταν φτάσει στο τέρμα του ταξιδιού του πεθαίνει, στέλνοντας ένα μήνυμα με το χέρι του μέσα απ’ τη γη, το μόνο βέβαιο και σταθερό σημείο αναφοράς στην ελληνική ιστορία. Το μήνυμα του το συλλαμβάνουν τα παιδιά στην επόμενη ταινία. Τα παιδιά του τοπίου στην ομίχλη είναι τα παιδιά του μελισσοκόμου που πέθανε. Και που τώρα τον ψάχνουν έξω απ’τα σύνορα της ελλάδας, γιατί η ελλάδα βρίσκεται πάντα έξω απ’τα σύνορα της, αυτά που δε θέλησε να περάσει ο μελισσοκόμος μέσα στη σωτήρια αλλά θανατερή φυγή του απ’τις συμβάσεις μιας κοινωνίας που δε γνωρίζει άλλον τρόπο να υπάρχει εκτός από τη συμβατικότητα, αυτήν που προέκτεινε μέσα στην κοινωνική ζωή η συμβατικότητα της ελληνικής ιστορίας.

Παρασκευή 27 Ιανουαρίου 2012

Φάε ένα σύντροφο (Β' Μέρος)

Μετά την απροσδόκητη επιτυχία του πρώτου μέρους με τις κατηγορίες συντρόφων και τις ορδές πιστών του mikeius που έφτασαν εδώ από τον τοίχο του στο facebook, έρχεται το δεύτερο μέρος, που όλοι περίμεναν, έχοντας ως αποκλειστικό του στόχο: περισσότερο σοσιαλισμό, περισσότερες ταμπέλες. Έχουμε και λέμε.

Ο σύντροφος φάντασμα
Πλανάται κάπου πάνω από την οργάνωση και στοιχειώνει την οργανωτική κάποιας όβας, αγνοώντας κι ο ίδιος ακόμα την ύπαρξή του σε αυτήν. Δεν έχει πατήσει ποτέ στα γραφεία, απαντά από σπάνια ως ποτέ στα τηλέφωνα (όταν δεν έχει φραγή κλήσεων) και ταλαιπωρεί άσκοπα τους συντρόφους που έχουν αναλάβει να τον βρουν και να τον ειδοποιήσουν. Αν κατά λάθος απαντήσει σε κάποιο τηλέφωνο από αριθμό που δεν ξέρει, σου κλείνει ραντεβού για συνάντηση και δεν έρχεται ποτέ. Κάποιοι σφοι ορκίζονται ότι τον έχουν δει και του έχουν μιλήσει, αλλά το πιθανότερο είναι ότι λένε ψέματα για να εντυπωσιάσουν τους υπόλοιπους.
Αγαπημένο μέρος όπου συχνάζει: η λίμνη του λοχ νες.

-Συμπληρωματικά με τον σύντροφο φάντασμα υπάρχει ο σύντροφος με πιστοποιημένη ύπαρξη, που δεν έρχεται ποτέ σε εξορμήσεις και λοιπά χαμαλίκια, γιατί θα έχει μάθημα, χορό, στίβο, άι κίντο, πολυάσχολη κοινωνική ζωή, ή γιατί έχει ξενυχτήσει συνειδητά το προηγούμενο βράδυ, και το πρωί δεν τον ξυπνάει τίποτα. Είδος που βαίνει προς εξαφάνιση μετά την αναβάθμιση των κριτηρίων για να είναι κανείς σύντροφος.

Ο οικοδόμος
Λαϊκό παιδί, το γιαπί, το πυλοφόρι, το μυστρί, που δεν μπορεί τις φλυαρίες, τα θέλει σταράτα και τα λέει τσεκουράτα. Έχει αλάνθαστο, ταξικό ένστικτο και μυρίζεται τα παπατζιλίκια από χιλιόμετρα. Στελεχώνουν την πρώτη γραμμή της περιφρούρησης και στις καταμετρήσεις τους αφιερώνουμε το σύνθημα που όλους μας ενώνει: έρχονται οι οικοδόμοι. Το τελευταίο διάστημα είναι κατά κανόνα χωρίς δουλειά, μακροχρόνια άνεργος και διψάει για εκδίκηση για το θάνατο του κοτζαρίδη.
Αγαπημένα αξεσουάρ: ένα κοντόξυλο στον ώμο ή παρά πόδα. Κι ο ρίζος στην κωλότσεπη ενός φαρδιού τζιν που του πέφτει αποκαλύπτοντας την ουρίτσα.

Ο καλός ρήτορας
Πρωταγωνιστεί στις συνελεύσεις, ταπώνει τους αντιπάλους μας και συνδυάζει συνδικαλιά και ουσία. Με δυο λόγια μιλάει περίπου σαν το μπογιόπουλο κι έχει συνήθως αντίστοιχο γκελ και στο γυναικείο φύλο, συντρόφισσες και μη. Alter ego του η πανέμορφη, δραστήρια συντρόφισσα, που γίνεται καθοδηγήτρια, ξυπνάει τα φαλλοκρατικά ένστικτα των αντιπάλων, αλλά τους έχει όλους και στο τέλος κανείς δε μπορεί να της πει «όχι».
Αγαπημένη κίνηση: το χτύπημα του χεριού στο τραπέζι, για να επιβάλει ησυχία πριν αρχίσει να μιλάει.

Ο γκρινιάρης
Είναι ο σύντροφος που του φταίνε οι πάντες και τα πάντα κι έχει να πει μια κακή κουβέντα για όλα, σαν το ομώνυμο στρουμφάκι. Από την υψηλή πολιτική και τα στελέχη, μέχρι τη μουσική στα πάρτι και μια στραβά κολλημένη αφίσα. Εάν παρ’ ελπίδα κάτι πάει καλά, τότε αυτό συνέβη α: ενάντια στις αρχές του ιστορικού υλισμού και β: μαζί με κάνα δυο στραβά που μόνο αυτός θα έχει εντοπίσει και τα οποία αναιρούν κάθε τι καλό. Εάν όντως δεν έχει πάει καλά, τότε νιώθει την κρυφή ηδονή της δικαίωσης να ρέει στο φάρυγγα. Η καλύτερή του είναι στις συνελεύσεις των οβ, όπου μπορεί να βάλει ευθέως εναντίον της κομμουνιστικής αισιοδοξίας και κάθε κακώς κείμενου, χωρίς να μπορεί να τον διακόψει κανείς για πέντε λεπτά. Καλύτερα όμως να τα λέει εκεί, παρά να μαυρίζει τις καρδιές των απ’ έξω.
Αγαπημένες φράσεις: «δεν πάμε καλά», «τα ‘λεγα εγώ», «μου τη δίνει...»

Η αιώνια επιρροή
Ο συναγωνιστής που όλοι τον νομίζουν για οργανωμένο σύντροφο, αλλά δεν είναι. Έχει καταλάβει το ζόρι που τραβάνε οι από μέσα κι έχει ‘βολευτεί’ στη γλύκα του απ’ έξω, όπου του κάνουν όλα τα χατίρια, μπας και τον καλοπιάσουν. Κι εν μέρει τη βρίσκει να ρίχνει χυλόπιτες στις προτάσεις στρατολόγησης που του κάνουν κάθε εβδομάδα. Κάποιες φορές όμως τον πιάνουν οι τύψεις και τρέχει περισσότερο κι απ’ τους οργανωμένους. Κατά κανόνα οργανώνεται όταν δεν το περιμένει κανείς, έχουν χάσει όλοι κάθε ελπίδα κι έχουν συμβιβαστεί με την απόρριψη.
Αγαπημένο φαγητό: οι χυλοπίτες

Ο διανοούμενος
Είναι ο σύντροφος που έχει διαβάσει και ξέρει απ’ έξω τα άπαντα λένιν, στάλιν, μαρξ, ένγκελς, ρόζας, γκράμσι, μάο τσετουνγκ από κλασικούς και του μάκη μαΐλη από τους σύγχρονους. Έχει ένα τσιτάτο για κάθε περίσταση κι ένα αντίδοτο για κάθε τσιτάτο των αντιπάλων. Απορεί γιατί κόπηκε το ένθετο της ιδεολογίας στον κυριακάτικο ρίζο, και γιατί η κομεπ δε γίνεται μηνιαία. Όταν οι άλλοι στο τραπεζάκι μιλάνε για γκόμενες, αυτός διαβάζει το βιβλίο της αλέκας για το γυναικείο ζήτημα. Κι όταν βρίσκει ομοίους του μπλέκει σε ατέρμονες συζητήσεις για το νόμο της αξίας στο σοσιαλισμό και τον ισπανικό εμφύλιο. Και τότε το βλέπεις να χάνεται ψηλά, στον κόσμο των ιδεών, και να κινδυνεύει να χάσει κάθε επαφή με την πραγματικότητα.
Αγαπημένο ελαφρύ ανάγνωσμα για την παραλία: το Αντι-ντίρινγκ

Ο καλλιτέχνης
Είναι ο σύντροφος που άντεξε σε όλη τη δίωρη διάλεξη της μηλιαρονικολάκη στο φεστιβάλ για τη ρώσικη πρωτοπορία, ρούφηξε κάθε της λέξη και την ανέλυσε μετά με άλλους συντρόφους απ’ την (κ)όβα καλλιτεχνών. Φέρει βαρέως την αποτυχία και το κλείσιμο του συρμού. Τραβάει μαζί του μεγάλες παρέες συντρόφων στα αφιερώματα του σινεμά τριανόν, αλλά στο τέλος καταλήγει μόνος του σε μια άδεια, σκοτεινή αίθουσα. Ξέρει για το σοσιαλιστικό ρεαλισμό όσα γνωρίζει ο διανοούμενος για τους κλασικούς, αλλά θεωρεί ότι πρέπει να αξιοποιήσουμε κι άλλα ρεύματα, για να καλύψει τις σουρεάλ τάσεις του. Ονειρεύεται μια πολιτιστική επανάσταση στις γραμμές της οργάνωσης και ριζική ανανέωση στο καλλιτεχνικό πρόγραμμα του φεστιβάλ, αλλά πάντα θα βρεθεί ένας κάφρος σφος να τον γειώσει στην πεζή πραγματικότητα. Αναλαμβάνει πολιτιστικός υπεύθυνος –ελλείψει άλλου- κι έχει μεγαλεπήβολα σχέδια για ψαγμένα πράγματα, που όμως σκοντάφτουν στην αδιαφορία των άλλων συντρόφων να τα υλοποιήσουν ή στα οικονομικά του κόμματος.
Αγαπημένο του έργο: το λευκό πάνω στο λευκό.

Ο τρεντοσύντροφος-σφισσα
Ο σύντροφος με γυαλί, μαλλί και παντελόνι lee, που ντύνεται και διασκεδάζει σαν δαπίτης. Αλλά αν του το πεις, θα σου απαντήσει ότι είναι μες στις μάζες και δεν είναι αντικοινωνικός σαν κι εσένα. Στα φεστιβάλ βασικά βαριέται και βρίσκει καταφύγιο στο κουβανέζικο μπαρ που είναι ό,τι πιο trendy υπάρχει στον χώρο. Απεχθάνεται το φραπέ και τις ρετσίνες, τις υπόγειες ταβέρνες και τα σκοτεινά καταγώγια όπου τον τραβάει συνήθως η όβα του. Γίνεται όμως party animal κάθε χρόνο στις απόκριες, στα πάρτι της οργάνωσης και σε ό,τι άλλο περιέχει μπίτια. Απαντάται συχνότερα ως είδος στη νομική, την ασοεε και τις καινούριες γενιές εν γένει. Πάει συμπλήρωμα με δυο παλιότερους, μαλλιάδες συντρόφους σε στιλ γερουσίας στο μάπετ σόου, να σχολιάζουν πώς έχει καταντήσει η νέα γενιά.
Αγαπημένο ποτό: daquiry φράουλα. Μότο ζωής: μα γιατί να χαρίζουμε σύντροφοι τη μύκονο στους αστούς;

Ο αριστεριστής σύντροφος
Σύντροφος που προοριζόταν για εαακίτης, αλλά έμπλεξε με καλές παρέες και σώθηκε. Φοράει συνήθως σανδάλια και σαλβάρια. Κάνει ελεύθερο κάμπινγκ με τζιβάτους και μπαφάτους, χωρίς να είναι απαραίτητα τέτοιος. Ακούει μάλαμα και θανάση και πιστεύει ότι φέρνουμε τον λάθος παπακωνσταντίνου στα φεστιβάλ, όπου βρίσκει παρηγοριά στη μπάντα μπασότι. Πιστεύει ότι το 89’ κάναμε λάθος με τον τζανετάκη (αλλά δεν το λέει παραέξω) και θέλει να φωνάξει με πάθος το σύνθημα για τον τεμπονέρα (που ζει, ζει...) αλλά επικρατεί ο δημοκρατικός συγκεντρωτισμός και το πνίγει μέσα του. Δεν του αρέσει να λέμε φρικιά τους αναρχικούς κι αριστεριστές τους εξωκοινοβουλευτικούς –τουλάχιστον όχι μπροστά του. Οι πιο πολλές παρέες του είναι φρικιά κι αριστεριστές, αλλά οι σχέσεις τους δοκιμάστηκαν σκληρά μετά το απεργιακό διήμερο του περασμένου οκτώβρη.
Αγαπημένο βιβλίο: ο αριστερισμός του λένιν.
Φράση που ακούει συνήθως: «κι οι κολλημένοι οι κνίτες... δεν εννοώ εσένα, εσύ δεν είσαι σαν αυτούς..»

Υπάρχει επίσης ο κουτσομπόλης σύντροφος (αγαπημένη του φράση: «τα ‘μαθες;» και τα άλλα τα τρώει ο δαίμων της λογοκρισίας) κι ο κλασικός ο μαλάκας ο σύντροφος (γεωργίου speaking) που δεν καταλαβαίνει τι του λες, ή πάει και γράφει αυτά που δεν πρέπει στο διαδίκτυο και τους εκθέτει όλους. Καλή ώρα...


Αν υπήρχε επόμενο μέρος (που μάλλον δεν...) θα αφορούσε τους διάφορους τύπους αριστερών, πλην λακεδαιμονίων που τους εξαντλήσαμε σήμερα. Γίνονται δεκτές κάθε είδους παρατηρήσεις ενστάσεις και προτάσεις για άλλες προσθήκες.

Τετάρτη 25 Ιανουαρίου 2012

Απεργιακές σημειώσεις

Μία εβδομάδα μετά την παναττική απεργία της περασμένης τρίτης η κε του μπλοκ επιχειρεί μια πρόχειρη κι αρκετά καθυστερημένη αποτίμηση. Ποια ήταν η ιδιαίτερη σημασία της απεργίας στις 17 του μηνός; Δύο στοιχεία ξεχωρίζουν κατά τη γνώμη μου.

Είναι ίσως η πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό που έγινε μια απεργία συμπαράστασης στον αγώνα άλλων εργασιακών χώρων που βρίσκονται σε κινητοποίηση. Κυρίως για την απεργία διαρκείας των χαλυβουργών, που έχει γίνει υπόθεση όλου του κινήματος αλλά και τις κινητοποιήσεις στο αλτερ, την ελευθεροτυπία, τη λούκισα και μερικά ακόμα εργοστάσια. Αυτός ήταν κατ’ ουσίαν ο χαρακτήρας της απεργίας και απ’ αυτή την άποψη ήταν ένα σημαντικό βήμα για την ταξική ενότητα που χτίζεται στην πράξη και στον αγώνα.

Κατά δεύτερον, η απεργιακή συγκυρία ήταν σταθμός και κριτήριο, εξόχως αποκαλυπτικό, για τη στάση μιας σειράς δυνάμεων με φιλεργατικό, αγωνιστικό προφίλ που αποδείχτηκε προσωπείο. Η καταψήφιση της πρότασης για απεργία στην αδεδυ και στο βόλο. Η κατάπτυστη αρθρογραφία στον «αριστερό τύπο» ουσιαστικά ενάντια στην απεργία στη χαλυβουργία και την παρέμβαση του παμε για τη διακοπή του «κοινωνικού διαλόγου». Η χαλαρή προετοιμασία της απεργίας σε χώρους με διαφορετική λογική, που αποτυπώθηκε στη μικρή μαζικότητα των απεργιακών τους μπλοκ. Και το χαρτί της συμπόρευσης που κάηκε απ’ όσους το είχαν κάνει σημαία τους όλο αυτό το διάστημα.

Μένουν βέβαια αρκετά βήματα ακόμα να γίνουν. Η θύελλα με τα μέτρα και τα χαράτσια μαίνεται αμείωτη. Ο παπαδήμος μας απειλεί ανοιχτά ότι θα πονέσουμε και δε νιώθει καν την ανάγκη να μας το κρύψει ή να χρυσώσει το χάπι. Εμπαίζει όλη την εργατική τάξη με εκβιαστικά ψευτοδιλήμματα: καλύτερα κινέζικα μεροκάματα, παρά να κλείσουν τα εργοστάσια.

Ο πήχυς των απαιτήσεων ανεβαίνει αντικειμενικά αλλά εμείς περνάμε διαρκώς από κάτω, ίσως γιατί κινείται πιο γρήγορα από τους δικούς μας ρυθμούς. Η απάντηση που αντιστοιχεί στην ένταση αυτής της επίθεσης, (θα όφειλε να) είναι μια πολιτική απεργία που να κόψει τη φόρα του μαύρου μετώπου και να κάψει τάχιστα το χαρτί της συγκυβέρνησης. Πότε θα αρχίσουν να αποκτούν πολιτικά χαρακτηριστικά οι απεργίες, αν όχι τώρα;

Αυτά βέβαια είναι εύκολο να τα λες σε ένα μπλοκ αλλά είναι τελείως διαφορετικό να τα κατεβάσεις στις μάζες και να τα κάνεις πράξη. Οι κινητοποιήσεις του τελευταίου διαστήματος φάνηκαν να υπολείπονται σε συμμετοχή και συχνότητα από τις προ διετίας απεργίας ενάντια στην ψήφιση του μνημονίου.

Ένας κόσμος απογοητεύτηκε γρήγορα γιατί περίμενε ότι θα αρκούσε ένα φύσημα για να πέσει η κυβέρνηση, να νικήσουμε και να επιστρέψουμε στην προηγούμενη κατάσταση. Κάποιοι άλλοι βλέπουν τις οικονομικές αντοχές τους να λιγοστεύουν επικίνδυνα και ζορίζονται αντικειμενικά να απεργήσουν. Στις 48ωρες πολλοί αναγκάζονται να επιλέξουν μία από τις δύο μέρες για να δηλώσουν απεργία. Ενώ στους περισσότερους χώρους λιγοστεύουν οι εργαζόμενοι κι αυξάνονται οι άνεργοι κι οι απολυμένοι.

Αυτά είναι εν πολλοίς τα δεδομένα κι η ανατροπή τους παραμένει ζητούμενο. Το παμε επιχειρεί να πιάσει το νήμα από την παναττική, βάζει πρόταση για απεργία πανελλαδικά στις αρχές φλεβάρη και πιέζει –με αποφάσεις σωματείων κι εργατικών κέντρων- να προκηρυχθεί πανεργατικά απ’ την γσεε. Να δούμε αν αυτή μπορεί να γίνει έναυσμα αγωνιστικής ανάτασης, που θα σφραγίσει τις πολιτικές εξελίξεις του επόμενου διαστήματος.

Αυτά ως προς το γενικό κομμάτι..Ας δούμε και μερικά επιμέρους στιγμιότυπα από την περασμένη βδομάδα..Προσωπικά μου έμεινε η ευέλικτη τακτική του συντονισμού και του εξωκοινοβουλίου, όπου είδαμε διαφορετική στάση σε κάθε πόλη, ανάλογα τις συγκεκριμένες συνθήκες, ενίοτε και σε κάθε συνιστώσα, ανάλογα τις πολιτικές συμπάθειες. Αυτά όμως είναι υψηλά νοήματα για τους δογματικούς που δεν καταλαβαίνουν γρι από τακτική ευλυγισία, την κάνουν κρεμαστάρι κι ανάγουν σε τακτική τη στρατηγική τους.

Στη λδ του βορρά πάντως είχαμε ιστορικές στιγμές συμπόρευσης, με μικρή μεταξύ μας απόσταση, χωρίς τα κορδόνια της περιφρούρησης και με σύγκλιση των σημείων των δυο συγκεντρωσεων: στο άγαλμα βενιζέλου για εμάς (που θα το σμιλέψουμε κάποτε για να γίνει του βλαδίμηρου) κι απέναντι από το άγαλμα για το συντονισμό και το εξωκοινοβούλιο.

Με ένα κάλεσμα που θα μπορούσε να λέει: Όλοι-όλες απέναντι από το άγαλμα βενιζέλου. Ενάντια στον ετεροπροσδιορισμό και τον συμβιβασμό. Αν και η δική τους εκδοχή είναι ότι μας πρότειναν να συνδιοργανώσουμε κοινή συγκέντρωση κι εμείς αρνηθήκαμε.

Μια φορά, για τα δεδομένα του καιρού (πολύ κρύο εφέτος) και μιας απογευματινής πορείας, ήταν σχετικά καλή η συμμετοχή του κόσμου. Άσε που κάποιοι δικοί μας είχαν πάει για να ενισχύσουν την περιφρούρηση στην χαλυβουργία του βόλου.

Εκεί όπου δε βγήκε ούτε μπετόβεργα απ’ το εργοστάσιο, όπως έγραψε ο κυριακάτικος ρίζος. Κι αυτό παρά την αγαστή συνεργασία κάποιων εργατοπατέρων με την αστυνομία και την τοπική κοινωνία των μπράβων, που οργάνωσαν από κοινού αντι-περιφρούρηση με το οακκίτικης έμπνευσης σύνθημα «κάτω η χούντα του παμε» στα πανό τους.

Εν τω μεταξύ είναι κοινή παραδοχή ότι ο αγώνας των απεργών χαλυβουργών θα είχε ήδη νικήσει αν συμμετείχαν στις κινητοποιήσεις κι οι συνάδελφοί τους από το βόλο. Καθώς επίσης ότι ο μάνεσης ποντάρει στο συντεχνιακό πνεύμα των καιρών κι έχει τάξει προνομιακή μεταχείριση στους βολιώτες, για να διασπάσει το κοινό, ταξικό μέτωπο μεταξύ των δύο εργοστασίων. Και μέχρι στιγμής φαίνεται να τα καταφέρνει.

Στην αθήνα, οι ανταποκριτές της κε του μπλοκ ξεχώρισαν δύο πράγματα.

Το προλετκαλτ θεατρικό ποιος φοβάται τη σοφία, με απλά νοήματα σοσιαλιστικού ρεαλισμόυ και συχνή παρεμβολή τραγουδιών του βουνού και του αγώνα, που το έκαναν να κινείται στα όρια του πολιτικού μιούζικαλ. Και την εμπειρία απ’ τους εργαζόμενους στην πειραιώς, που απέργησαν και κατέβηκαν μαζικά με πορεία απ’ την πάντειο στη συγκέντρωση της ομόνοιας.

Συν ένα παραλειπόμενο από την επόμενη μέρα και την παρέμβαση του πάμε στα γραφεία της γσεβε. Όπου ο (περο-πο-πομ) πέρρος ‘απειλούσε’ το δασκαλόπουλο του σεβ, που «έφυγε σα λαγός. Αλλά ας μη φοβάται. Σε όποιο λαγούμι και να κρυφτεί, η εργατική τάξη θα τον ξετρυπώσει».

Οι αστοί τρομάξανε και τρύπες φτιάξανε...

Δευτέρα 23 Ιανουαρίου 2012

Νο problem

Σήμερα η κε του μπλοκ θα κάνει μια κάπως ανάλαφρη ανάρτηση, για ένα σχετικά πρόσφατο απόκτημά της: το άλμπουμ του σκιτσογράφου κώστα μητρόπουλου Νο Problem από τις εκδόσεις Gutenberg
Και λέω σχετικά πρόσφατο, αναφερόμενος όχι στον χρόνο κτήσης του, αλλά στον πραγματικό χρόνο που δημιουργήθηκε. Την τριετία 1988-90, στο τέλος της ιστορίας, σε μια περίοδο μεγάλης πολιτικής σύγχυσης...

κι υποτιθέμενης ανανέωσης

όπου όπως έλεγε κι ένα άλλο σκίτσο, όλα τα κουκουέ (εννοώντας πιθανότατα και τα ευρωπαϊκά κκ) περνάνε στη σοσιαλδημοκρατία
-Λες να έχουν δίκιο;
-Θα το ξέρουμε σε 72 χρόνια
Τελικά το μάθαμε πολύ νωρίτερα.

Μια περίοδο, όπου οι κλασικές πολιτικές έννοιες (δεξιά-αριστερά) έχαναν το νόημα τους

και το κύμα της αναθεώρησης (της ιδεολογίας και της ιστορίας) αγκάλιαζε πλέον επικίνδυνα και το κόμμα

ακόμη και κορυφαία ιστορικά του στελέχη

όπως τον φαράκο
Ευτυχώς όμως κάποιοι κράτησαν τα μπόσικα στην περίοδο της εικονομαχίας
Κι αυτό παρά τα όποια λάθη τους

Η νεολαία -κι ένα μέρος του κόμματος- αντέδρασε στον τζανετάκη και το κοινό πόρισμα

Για κάποιους η αντίδραση αυτή ταυτιζόταν με την εμμονή στην υπεράσπιση του παρελθόντος

και το "νεοσταλινισμό" που αρνιόταν την περεστρόικα

που να το πεις για τον κάππο, πάει κι έρχεται। Αλλά για την κνε-ναρ; Από πού κι ως πού; Όταν μάλιστα η μετεξέλιξή της στα πανεπιστήμια ήταν μάλλον κάπως έτσι

Ενώ το κάδρο με τα δραματικά γεγονότα της εποχής, συμπλήρωνε το κλείσιμο της Πρώτης

που τροφοδότησε με τα φυντάνια της το σημερινά αστικά μίντια

Και τη λειψυδρία που έπληττε την πρωτεύουσα κατά τους θερινούς μήνες

Κι έτσι το μέλλον διαγραφόταν σκοτεινό κι άδηλο
Αν και κάποιοι είχαν από τότε τη διορατικότητα να το προβλέψουν

(ευτυχώς που δεν έπεσε μέσα στο δεύτερο)

Η κε του μπλοκ έχει πλήρη επίγνωση για την πολιτική οπτική μερικών σκίτσων, που προσεγγίζουν τη λογική του συγκροτήματος λαμπράκη στο οποίο εργάζεται μέχρι σήμερα ο μητρόπουλος
Παρόλα αυτά παραμένουν σκίτσα αξεπέραστης προλετκαλτ αισθητικής -από πολιτική άποψη- όπως άλλωστε κάθε τι σχεδόν, που έβγαινε εκείνη την εποχή

Τρίτη 17 Ιανουαρίου 2012

Φάε ένα σύντροφο (Α’ μέρος)

Υπάρχει που λες στο διαδίκτυο ένας τύπος που κυκλοφορεί τελευταία κάτι βιντεάκια που έχουν κάνει πάταγο. Επί της ουσίας πρόκειται για οπτικοποιημένες αναρτήσεις από το μπλοκ του με τίτλο φάε ένα μαλάκα, όπου κατηγοριοποιεί διάφορα θέματα σε τύπους και είδη, κι αρχίζει να τα απαριθμεί ένα προς ένα, με τις ιδιότητες και τα χαρακτηριστικά τους.
Ο κομάντο τα θεωρεί εξ ορισμού φασιστικά και άθλια. Εγώ πάλι πιστεύω ότι προσπαθούν να βγάλουν εύκολο γέλιο. Αλλά και μόνο που μπήκαμε στη διαδικασία να τα σχολιάσουμε, πάει να πει πως ο τύπος την πέτυχε τη δουλειά του κι έκανε αν μη τι άλλο κάτι πιασάρικο.

Κι έπειτα είναι αυτή η κατηγοριοποίηση με τις ταμπέλες, που δε μπορεί να σε αφήσει ασυγκίνητο. Γιατί κάθε φορά που το κάνεις εσύ στην παρέα σου, σου τη λένε όλοι, επειδή είπες τον τάδε ή τον δείνα ιδεαλιστή, αντιδραστικό, ρατσιστή κτλ. Τα αυτονόητα δηλ. Αν μάλιστα ισχύει και η φήμη που θέλει αυτό τον τύπο πολυτεχνίτη, που ψήφιζε εαακ, τότε εξηγούνται αρκετά πράγματα.

Ναι, αλλά πώς θα ένιωθες αν σου το ‘καναν εσένα αυτό;
Έλα ντε. Πλάκα θα ‘χε, μάλλον. Κάτσε να δούμε. Κατηγορίες συντρόφων. Έχουμε και λέμε.

Το μαζικό στοιχείο.
Δίνει τους ριζοσπάστες σα ζεστά ψωμάκια, και στις εξορμήσεις με τα κουπόνια μαζεύει μια μικρή περιουσία για το κόμμα. Στα φεστιβάλ, κάνει sold out στα μπλοκάκια με τα εισιτήρια της όβας του, και μπαίνει χρέωση στις κάρτεςγνωριμίας. Οι συντρόφισσες όμως πρέπει να προσέχουν ιδιαίτερα, γιατί καραδοκούν οι λιγούρηδες.
-Θα έρθετε στην εκδήλωσή μας για τα εικοσάχρονα από την αντεπανάσταση στη σοβιετική ένωση;
-Όπου θέλεις μωρό μου, αρκεί να είσαι εσύ.
Ή ακόμα. –Θα πάρετε ριζοσπάστη;
-Εσένα θα πάρω μανίτσα μου.

Το μικρό κουπόνι
Δεν είναι το ίδιο ευχάριστο και αποτελεσματικό με το μαζικό στοιχείο, αλλά κρατάει πάντα κάτι στο χέρι για να σε τρατάρει (ρίζο, κουπόνια, προκήρυξη). Η αποτυχία το οπλίζει με επιμονή και στο τέλος καταλήγει να έχει 0,35 επιρροές, εκ των οποίων οι μισές το αποφεύγουν, για να γλιτώσουν το «πρήξιμο». Αγαπημένη φράση: πήρατε τον καινούριο οδηγητή; (Γιατί, είχε πάρει τον παλιό;)

Ο πρωτοετής με τις απορίες
Ρωτάει τους πάντες για τα πάντα, ενθουσιάζεται με κάθε καινούρια πληροφορία και σε κοιτάζει με γουρλωμένα μάτια, γεμάτα φιλότιμο κι άγνοια. Στην αρχή είναι ευχάριστος και σε κάνει να νιώθεις σημαντικός, αλλά μετά το μισάωρο αρχίζει να σε κουράζει. Στις μαζικές διαδικασίες της οργάνωσης επικρατεί ο δημοκρατικός συγκεντρωτισμός της πλειοψηφίας και του επιβάλλουν με εύσχημο τρόπο να το βουλώσει επιτέλους, για να γυρίσουν καμιά φορά σπίτια τους. Πού θα πάει, θα συνηθίσει. Κι ας μην είναι πια πρωτοετής.
Αγαπημένη ερώτηση: γιατί μαμά;

Ο παππούς από την τασκένδη
Συνήθως παρκαρισμένος σε κάποια συνοικιακή κόβα, με ένα ατομικό, sui generis ιδιόλεκτο, με ελληνικές και ρώσικες λέξεις ανάμεικτες και βαριά προφορά, που καταλαβαίνει μόνο ο ίδιος και το χρησιμοποιεί για να διηγηθεί ιστορίες από την κρύπτη του κομμουνιστικού κινήματος. Αν βρεθείς ποτέ σε τέτοια κόβα, εξέτασε σοβαρά το ενδεχόμενο να σε έχουν παρκάρει εν αποστρατεία και σένα. Αγαπημένο θέμα συζήτησης, ο ζαχαριάδης και το εικοστό συνέδριο.

Ο ντουντουκέρης
Είναι ο σύντροφος που έχει χρεωθεί τη ντουντούκα και καθιερώθηκε σε αυτό το πόστο. Είναι παντός καιρού και την κουβαλά με ζέστες και με κρύα, σε καύσωνες και καταιγίδες. Σε μία από τις τελευταίες περιπτώσεις είχε ακουστεί και το σύνθημα: έρχεται βροχή, έρχεται και μπόρα, έρχεται του νατο η τελευταία ώρα. Όπως και το άλλο που λέει, ούτε σε ξερονήσια, ούτε και σε βροχές, ποτέ τους δε λυγίσανε οι κομμουνιστές. Δε θα μας λιώσει δα μια βροχούλα.
Συνήθως υπάρχει πρόβλημα συνεννόησης με τους σφους στο υπόλοιπο μπλοκ, που δεν είναι στην πρώτη αλυσίδα. Κάπως έτσι πρέπει να βγήκε και το σύνθημα, μία η ντουντούκα και τέσσερις εμείς. Το οποίο τουλάχιστον δεν έχει κυριολεκτική, αριθμητική έννοια, όπως στα μπλοκ των άλλων που είναι όλοι μαζί πέντε, μαζί με το ντουντουκέρη.
Στη λδ του βορρά, κάναμε διάφορες δοκιμές, από τον καρδιτσιώτη ντι-τζέι που τραβούσε στο τέλος τα φωνήεντα (εργάτεεες, αγρότεεες, φοιτητέεεες…) μέχρι την σφισσα με τη φωνή -φυσικό ταλέντο, που όταν φράκαρε ο λαιμός του ντουντουκέρη, έμπαινε αλλαγή και φώναζε αυτή, χωρίς ντουντούκα!

Ο σύντροφος μασκότ
Είναι ο σύντροφος που τρέχει παντού, κάνει φασαρία και τα λέει σταλινικά και τσεκουράτα. Πρώτος στα ξύλα, πρώτος στον αγώνα… ε και στα μαθήματα όχι πάντα, γιατί μένει όλη την ώρα στο τραπεζάκι. Καταφέρνει να γίνει σήμα κατατεθέν, αναγνωρίσιμος απ’ όλους, αλλά αυτό δεν είναι απαραίτητα καλό κι ενίοτε τον κρύβουμε για να μην τρομάζει τον κόσμο. Οι αριστεριστές τον μισούνε θανάσιμα. Κι όσοι δεν έχουν καταλάβει την τρυφερή του καρδιά, τον λένε τραμπούκο.
Αγαπημένη φράση του: είσαι πασόκος.

Ο γραφειοπόντικας
Σύντροφος χωρίς προσωπική ζωή και φίλους, πέρα από το κόμμα. Τον έχανες και τον έβρισκες πάντα στα γραφεία, να παίρνει τηλέφωνα από τη βουλευτική γραμμή, να βγάζει φωτοτυπίες, να γράφει εισήγηση και να εφευρίσκει γενικώς διάφορες μικροασχολίες, για να παραμείνει εκεί και να γεμίσει τον ελεύθερο του χρόνο. Μέχρι που βγήκε ειδική ντιρεκτίβα για τα γραφεία κι έγινε είδος υπό εξαφάνιση. Συνήθως «καίγεται» σε βάθος χρόνου, τα παρατάει όλα και παύει να ασχολείται.
Αγαπημένη ασχολία: οι συγκρίσεις με τους δείκτες και τα κλεισίματα των άλλων –οβ, τομέων, αχτίδων κτλ. Αγαπημένη του φράση: μισό λεπτό, τελειώνω κι έφυγα.

Ο σύντροφος της ανασυγκρότησης
Σύντροφος με δύσκολα νεανικά χρόνια και πολλά βιώματα, που ήπιε το πικρό ποτήρι με τις δύο διασπάσεις, έζησε τα πέτρινα χρόνια των αρχών του ενενήντα και βγήκε ζωντανός από το τέλος του κόσμου και της ιστορίας. Ξεκίνησε έχοντας μόνο ναρίτες στην όβα του και κατέληξε μόνος του στην οβ σπουδάζουσας να παίζει ξύλο με το μπογιόπουλο (πχ). Σήμερα νιώθει μια γλυκιά δικαίωση για τις επιλογές του, αλλά τα βιώματα δεν αφήνουν να μαλακώσει η ψυχή του, που είναι αλύγιστη, σαν το ατσάλι που έδενε ο παβελ κορτσάγιν (ο αγαπημένος του ήρωας από το μυθιστόρημα του οστρόφσκι). Αγαπημένο βιβλίο: το μια άλλη ματιά στο στάλιν, του λούντο μάρτενς.

Ο φυσικός μεταλλάς (είδος υπό εξαφάνιση)
Μακρυμάλλης, μουσάτος, με παλιό, φθαρμένο τζιν κι αμπέχονο. Τελειώνει την σχολή κοντά στη δεκαετία κατά μέσο όρο. Ακούει φανατικά ροκ και χέβι μέταλ, εκτός κι αν έχει πιει τα κέρατά του, ή βρίσκεται υπό την επήρεια θηλυκού. Ευελπιστεί να χτυπήσει κάνα ιδιαίτερο στο πανόραμα –ή τα βόρεια προάστια, για να βγάλουμε πανελλαδικά συνεννόηση- και να ζητήσει 50ευρώ την ώρα. Αλλά συνήθως του τυχαίνουν εργατόπαιδα και φτωχολογιά, που ντρέπεται να τους ζητήσει λεφτά. Τα τελευταία χρόνια μετεξελίσσεται και βαίνει δια της μετάλλαξης προς εξαφάνιση.
Απωθημένο όνειρο: να κάνει η οργάνωση, ή η πανσπουδαστική, ή έστω το μας, ένα μέταλ πάρτιστα πανεπιστήμια. Και δε θα το μετανιώσει...

Ο γραμμούλης
Γνωρίζει απ’ έξω το καταστατικό. Ξεκοκαλίζει τη γραμμή από το ρίζο μέχρι την τελευταία του σελίδα, και τη στήλη με τα μνημόσυνα. Τσιτάρει αποσπάσματα από αποφάσεις συνεδρίων κι άλλα κομματικά ντοκουμέντα. Υπογραμμίζει τα σημαντικά σημεία από τα άρθρα του γόντικα και της κομεπ και τηρεί σχολαστικά τις διαδικασίες στα όργανα. Απεχθάνεται τα μπλογκζ, τις ιδεολογικές παρεκκλίσεις και τον οργανωτικό φιλελευθερισμό. Σκληρός και άκαμπτος στις ομαλές περιόδους, γίνεται άκρως ευέλικτος όταν το απαιτούν οι συνθήκες κι η αλλαγή γραμμής, λέγοντας ότι πάντα έτσι είχαν τα πράγματα κι ότι ανέκαθεν πολεμούσαμε με την ανατολασία.
Αγαπημένη του φράση: το βάζει κι η εισήγηση. Δεύτερη αγαπημένη: σύντροφοι, τις διαδικασίες. Αγαπημένο τραγούδι: Hold the Line, των Toto.

Υπάρχει συμπληρωματικά κι ο εναλλακτικός γραμμούλης, αλλά αυτόν θα τον δούμε ξεχωριστά, σε άλλη κατηγορία, στο επόμενο μέρος. Το οποίο μπορεί να ενσωματώσει εν τω μεταξύ τις ιδέες των σφων αναγνωστών στα σχόλια για προσθήκες κι άλλες κατηγορίες.

Κυριακή 15 Ιανουαρίου 2012

Τι με κοιτάζεις Ρόζα μουδιασμένο

Σήμερα είναι η επέτειος της δολοφονίας της ρόζας λούξεμπουργκ, κι η κε του μπλοκ αφιερώνει την σημερινή ανάρτηση στη μνήμη της.

Τι ήταν η ρόζα λούξεμπουργκ; Ήταν η μεγαλύτερη επαναστάτρια του κομμουνιστικού κινήματος. Που έθελγε τους σύγχρονούς της, όχι με το ελαφρώς καμπουριαστό σώμα της και το πρόσωπο με την πλακουτσωτή μύτη, αλλά με τη δύναμη του χαρακτήρα και την ακατάβλητη, επαναστατική της αποφασιστικότητα. Και μας σαγηνεύει μέχρι και σήμερα με το παράδειγμα και τα έργα της, το φρέσκο λόγο της, τη ζωντάνια των ιδεών της.

Εμπνέει τους συντρόφους (με τη στενή και με την ευρύτερη, «εναλλακτική» έννοια) να δώσουν το όνομά της στα κοριτσάκια τους, ή και τη συνιστώσα τους. Κι ίσως ενέπνευσε και το μικρούτσικο και τον αλκαίο να γράψουν τη ρόζα για το μητροπάνο. Για την ανάγκη που έγινε ιστορία, ενώ κοιτάζαμε μουδιασμένοι το τέλος της, χωρίς να καταλαβαίνουμε τι λένε τα κομπιούτερς κι οι αριθμοί της ετε.

Τη ρόζα που έζησε στο πετσί της το πρώτο ιστορικό παράδειγμα ανοιχτής εκτροπής της σοσιαλδημοκρατίας σε σοσιαλφασισμό, που παίζει το ρόλο της προμετωπίδας των αστών ενάντια στους κομμουνιστές, και στρώνει το δρόμο στον πραγματικό φασισμό. Τη ρόζα που σκότωσαν οι μπασκίνες του έμπερτ και του νόσκε και την πέταξαν στις όχθες του σπρέε, για να βάλουν φραγμό στο ποτάμι της οργής των εργατών και τις διαθέσεις τους για γενική εξέγερση.

Της ρόζας που δε δίστασε στιγμή να τα βάλει με το κύρος και το ρεφορμισμό του μπερνστάιν, στη μπροσούρα της μεταρρύθμιση ή επανάσταση. Η οποία παραμένει σήμερα τραγικά επίκαιρη για όσους δηλώνουν μαρξιστές, αλλά υποκλίνονται στη λογική που λέει: η κίνηση-το κίνημα είναι το παν, ο τελικός σκοπός δεν είναι τίποτα.

Που διαφώνησε με την κατάργηση του –αντίστοιχου- αστικού κοινοβουλίου στη ρωσία από τους μπολσεβίκους, κάνοντας όμως μια εκπληκτικά διορατική προφητεία για τη σταδιακή απονέκρωση των σοβιέτ και της πολιτικοποίησης των μαζών. Κι από μια άποψη, ευτυχώς που δεν έζησε αρκετά για να τη δει να επιβεβαιώνεται στη ζωή.

Που είχε περισσότερη εμπιστοσύνη στα ιστορικά γόνιμα λάθη των μαζών, από ό,τι στο αλάθητο της κεντρικής επιτροπής. Και τελικά πλήρωσε με τη ζωή της αυτήν ακριβώς την απουσία μιας κε, που να τραβήξει νωρίτερα κι αποφασιστικά τη ρήξη του σπάρτακου με τους καουτσκιστές και να έχει επιτελικό σχέδιο, για να χτυπήσει την κατάλληλη στιγμή.

Της ρόζας για την οποία ο λένιν έλεγε ότι είναι σαν τους αϊτούς, που κάποιες στιγμές πετάνε πιο χαμηλά κι από τις όρνιθες, αλλά ανοίγουν τελικά τα φτερά τους και παν εκεί που ποτέ καμία κότα ή άλλο δήθεν πετούμενο δε θα μπορέσει να φτάσει.

Η ρόζα είναι το μαρξιστικό άλλοθι όσων αριστερών δε συμπαθούν τους μπολσεβίκους και θέλουν να αντιπαρατεθούν ιδεολογικά με το βλαδίμηρο. Ή μάλλον γίνεται τέτοιο στα χέρια των διάφορων αναθεωρητών. Κι αλίμονό μας αν τους την χαρίσουμε.

Δύο ήταν τα βασικά ζητήματα διαφωνίας της ρόζας με το λένιν.
Το πρώτο ήταν το εθνικό ζήτημα. Ο βλαδίμηρος προέκρινε ως προγραμματική θέση το δημοκρατικό σύνθημα για το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης (πχ των διαφόρων εθνοτήτων της τσαρικής αυτοκρατορίας ενάντια στην καταπίεση του μεγαλορώσικου εθνικισμού). Ενώ η ρόζα (που έβλεπε από πρώτο χέρι πόσο αντιδραστικοί ήταν οι αστοί, πολωνοί εθνικιστές) αντέτεινε ότι η πραγματική ανεξαρτησία ενός έθνους είναι απραγματοποίητη μες στον καπιταλισμό και δεν πρέπει να προβάλλεται αυτοτελώς από το στρατηγικό στόχο του σοσιαλισμού.

Η διαμάχη γύρω από το εθνικό ζήτημα θυμίζει εν μέρει την αντίστοιχη φιλολογία σχετικά με το γυναικείο ζήτημα. Το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης σημαίνει δικαίωμα αποχωρισμού μέρους της επικράτειας κι αντιστοιχεί στο δικαίωμα του διαζυγίου που απέκτησαν οι γυναίκες κατά τον περασμένο αιώνα.

Αυτό δε σημαίνει ότι οι κομμουνιστές υποστηρίζουν πάντα, από θέση αρχής το διαζύγιο, δηλ την άσκηση του δικαιώματος. Ούτε βέβαια ότι στηρίζουν ως θεσμούς τα έθνη και την οικογένεια, ιδίως με τη μορφή και το περιεχόμενο που έχουν σήμερα. Γνωρίζουν όμως ότι δε μπορούν να τα καταργήσουν με διατάγματα, παρά μόνο να τα υπερβούν διαλεκτικά.

Το διαζύγιο δεν εξαλείφει την ανισότητα (βλ. ανισομετρία), ούτε λύνει αυτομάτως κάθε πρόβλημα, αλλά είναι ένα απαραίτητο, προοδευτικό βήμα προς τον τελικό σκοπό. Είναι αυτονόητο ότι η μάχη για ‘εθνική’ και φυλετική χειραφέτηση δένει διαλεκτικά με την πάλη για το σοσιαλισμό. Και ότι η καταλονία, όπως και κάθε άλλη γυναίκα, θα ‘ναι πραγματικά ελεύθερη μόνο σε μια σοσιαλιστική, δημοκρατική ισπανία –κι υφήλιο εν γένει.

Η δεύτερη ουσιαστική διαφωνία τους ήταν οργανωτικής φύσεως, πάνω στο κόμμα νέου τύπου. Και μπορεί να συμπυκνωθεί στο τσιτάτο της ρόζας, που λέει ότι τα λάθη ενός γνήσιου, επαναστατικού κινήματος είναι ιστορικά απείρως πιο γόνιμα από το αλάθητο της καλύτερης κεντρικής επιτροπής, Αμφισβητώντας ευθέως τη θέση του λένιν για το οργανωτικό, όπως την εκθέτει στη μπροσούρα του ένα βήμα μπρος δυο βήματα πίσω.

Υπάρχουν διάφοροι τρόποι να προσεγγίσει κανείς αυτή τη διαφωνία.
Μία προσέγγιση λέει ότι η ρόζα έδωσε εκ των πραγμάτων –θεωρητικά και πρακτικά- βάρος στο ρόλο της βάσης και την αυτενέργεια των μαζών, γιατί το βασικό πρόβλημα που αντιμετώπιζε ήταν οι ρεφορμιστικές, λεγκαλιστικές αυταπάτες(;) της κομματικής ηγεσίας των σοσιαλδημοκρατών κι αυτός ήταν ο μόνος τρόπος για να υπερκεράσει το εμπόδιο.

Μια δεύτερη προσέγγιση λέει ότι μεταξύ σπαρτακιστών και μπολσεβίκων, ο καθένας είχε δίκιο από την πλευρά του και δρούσε βάση των ιδιαίτερων συνθηκών της χώρας του. Το κόμμα νέου τύπου, με την αυστηρή πειθαρχία και το ισχυρό, καθοδηγητικό κέντρο αντιστοιχούσε στις συνθήκες της σκληρής παρανομίας της ρωσίας με τον τσαρικό απολυταρχισμό και την οχράνα. Ενώ το οργανωτικό μοντέλο της λούξεμπουργκ αντιστοιχούσε στις συνθήκες της γερμανίας, με τη σχετικά μακρόχρονη –για τα δεδομένα της εποχής- αστική, κοινοβουλευτική νομιμότητα.

Μερικοί βασίζονται σε αυτό το τελευταίο και προχωράνε το συλλογισμό παραπέρα. Ο σημερινός δυτικός κόσμος έχει περισσότερες ομοιότητες με τη γερμανία της λούξεμπουργκ, παρά με την τσαρική ρωσία. Επομένως τα κόμματα νέου τύπου είναι ένας παρωχημένος αναχρονισμός άλλων εποχών, που δεν έχουν θέση στη δική μας πραγματικότητα.

Κι αυτή τη θέση δε θα την ακούσει κανείς μόνο από αστούς, που βιάζονται να κλείσουν στο χρονοντούλαπο της ιστορίας οτιδήποτε κομμουνιστικό, αλλά κι από ανθρώπους που δηλώνουν αριστεροί, οπαδοί του μαρξ και της ρόζας, ή και του ίδιου του λένιν, που γίνεται λάστιχο για να χωρέσει στη 'συγκεκριμένη ανάλυση των σημερινών συνθηκών'.

Σε τελική ανάλυση όμως, η ειδοποιός διαφορά των οργανωτικών αντιλήψεων μεταξύ των δύο επαναστατών είναι το κριτήριο της πράξης. Το 'φιλελεύθερο' κι εν μέρει ιστορικά εξηγήσιμο πνεύμα της λούξεμπουργκ αντανακλά τις καλές προθέσεις που οδηγήθηκαν στη ήττα κι από εκεί σε βάθος χρόνου στην τραγωδία του 33’. Ενώ η 'στρατιωτική' αντίληψη του λένιν για το κόμμα αντανακλά τη σιδερένια θέληση και τη νίκη των μπολσεβίκων, παρά τα όποια προβλήματα που τους κληροδότησε μαζί με τη λύση.

Κι αυτό δεν πρέπει να το δούμε ως χυδαίο εμπειρισμό, που κρίνει εκ του αποτελέσματος. Η ρόζα έχασε, ο λένιν νίκησε, σημειώσατε διπλό. Ή οι κακές μάζες και το καλό κόμμα. Το κόμμα δεν είναι καλό ή κακό, αλλά αναγκαίο. Ή μάλλον αναγκαίο κακό, διαμεσολάβηση προς τον τελικό σκοπό, όπως το κράτος, για να νικήσουμε το συγκεντρωτικό μηχανισμό των αστών και την οργανωμένη αντίστασή τους.

Διαμεσολάβηση που προκύπτει από την ανάλυση της πραγματικότητας. Κι όποιος πάει να την υπερβεί βουλησιαρχικά, με το φαντασιακό του και τις καλές προθέσεις του για εφόδια, είναι καταδικασμένος να ζήσει τα λάθη του παρελθόντος. Κι ίσως στο τέλος του δρόμου τον περιμένει η ίδια τιμωρία που υπέστη και το γερμανικό κίνημα, σε βάθος χρόνου μετά τη δολοφονία της ρόζας.
Άλλο αν αυτή δεν είχε καμία ευθύνη για αυτή την κατάληξη.

Υγ: το σημερινό ιστορικό ένθετο του ρίζου δεν αναφέρεται στη ρόζα, αλλά στα γράμματα τακτικής του βλαδίμηρου. Μέσα από ένα συγκεκριμένο πρίσμα και μια εισαγωγή που τα συνδέει με τον 2ο τόμο του δοκιμίου. Αν προσπαθήστε να διαβάσετε πίσω από τις γραμμές, θα βρείτε αρκετό ζουμί.

Παρασκευή 13 Ιανουαρίου 2012

ΚΟΜΕΠ, 1983


Σήμερα η κε του μπλοκ, με την πολύτιμη συνδρομή του τεχνικού συνεργάτη της Αλ. Δελάρζ και της βιβλιοθήκης του Κομμάντο (τους οποίους κι ευχαριστεί δημόσια), παρουσιάζει στο ευρύ κοινό σπάνια ντοκουμέντα, από το συλλεκτικό τεύχος υπ' αριθμόν 5 της κομμουνιστικής επιθεώρησης, εν έτει 1983. Τότε δηλ που κυκλοφορούσε ακόμα σε μηνιαία βάση.

Εκατό χρόνια και δύο μήνες μετά το θάνατο του μαρξ, η κομέπ φιλοξενούσε στις σελίδες της δύο ιερές τριάδες, τις οποίες και παρουσιάζουμε χωρίς άλλη καθυστέρηση, με τη σειρά που εμφανίζονται.

Εν αρχή η τριάδα παπαρήγα, χάγιου, αλαβάνου, που για κάποιους θα μπορούσε να ενσαρκώνει την ενότητα της σύγχρονης αριστεράς.
Πρώτα το άρθρο της αλέκας περί κομματικής και προσωπικής ζωής. Δεύτερο το κείμενο του αιώνιου έφηβου χάγιου για τη νεολαία, με αρκετά φαράκεια νοήματα. Και τελευταίο του αλέκου, που δε μπορούσε να φανταστεί ακόμα ότι αρκετά χρόνια αργότερα θα έμενε πίσω από τον χάγιο στις περιφερειακές εκλογές, χωρίς κανείς από τους δύο να ανήκει στο κόμμα.

Ακολουθεί η ηγετική τριάδα φλωράκη, αντρόποφ, χόνεκερ κι οι ομιλίες τους για την εκατοστή επέτειο από το θάνατο του μαρξ -την οποία ο γνωστός μίμης είχε τιμήσει με ένα βιβλίο για την σοσιαλιστική αυτοδιαχείριση. Και μπορεί ο αντρόποφ να ήταν ο πνευματικός πρόδρομος του γκόρμπι, του μίμη κι όλων των τέκνων της περεστρόικα, και να μας είναι λιγότερο συμπαθής από τους άλλους δύο, αλλά το δικό του κείμενο έχει συγκριτικά το περισσότερο ζουμί.

Στην ίδια κομεπ μπορούσε να βρει κανείς μια ανάλυση του κατσιούλα για τις φοιτητικές εκλογές και την πρωτιά της παλιάς πανσπουδαστικής που λεγόταν πσκ, καθώς κι ένα άρθρο του τάκη λαζαρίδη για τη γιάλτα και το πότσδαμ (θέλω να πιστεύω ότι πρόκειται για απλή συνωνυμία με τον λαζαρίδη από τη δίκη του μπελογιάννη, συγγραφέα του γνωστού "ευτυχώς ηττηθήκαμε σύντροφοι").

Ενώ στο οπισθόφυλλο, υπήρχε διαφήμιση του -αλήστου μνήμης- ρίζου της δευτέρας (η εικόνα στην κορυφή του κειμένου). Πάντα στο ίδιο μικρό σχήμα, πάντα στο ίδιο μεγάλο στρατόπεδο της προόδου! Με όλα τα νέα και το νέο!!

Επιλέξαμε να κρατήσουμε την ορθογραφία των συγγραφέων των κειμένων. Δυστυχώς για τεχνικούς λόγους δε στάθηκε δυνατό να κάνουμε το ίδιο και για τη σελιδοποίηση της κομέπ. Για ευκολότερη ανάγνωση μπορείτε να χρησιμοποιήσετε την επιλογή του ζουμαρίσματος, ή της πλήρους οθόνης (fullscreen). Τα όποια λάθη βαραίνουν τον δαίμονα του σκάνερ, που έχει επιλεκτική μνήμη κι αναγνώριση χαρακτήρων.

Καλή ανάγνωση.
Papariga_komep1983Hagios_komep1983




Alavanos_komep1983Florakis_komep1983Andropov_komep1983Honeker_komep1983