Η κε του μπλοκ αντιγράφει και δημοσιεύει μερικά πολύ ενδιαφέροντα αποσπάσματα από το ομώνυμο σχετικό κεφάλαιο στη δίτομη ιστορία του ελληνικού εμφυλίου που έγραψε ο Μαργαρίτης, που απαντούν στα εύκολα, αφοριστικά σχήματα για τα αίτια του πολέμου και τους παράγοντες που βάρυναν στην εξέλιξή του.
Οι ενδιάμεσες γενιές, που δεν πρόλαβαν να ζήσουν τα γεγονότα του Εμφυλίου και να συντηρήσουν από αυτόν πικρές, το συνηθέστερο, αναμνήσεις, έμαθαν να ζουν στη σκιά του (...) Αυτή η κατάσταση που ο γράφων γνώρισε και που αναμφισβήτητα επηρεάζει το έργο αυτό, δικαιολογεί και εξηγεί την αφιέρωση στην αρχή του βιβλίου. Το βιβλίο τούτο θέλει να μιλήσει για τα φαντάσματα που συνόδεψαν τα εφηβικά και νεανικά χρόνια του γράφοντα και της γενιάς του, να αποκαλύψει τα απαγορευμένα μυστικά που σφράγισαν τις τότε απόπειρες ερμηνείας του κόσμου μέσα στον οποίο ζούσαμε. Μια καθυστερημένη εκδίκηση, αν προτιμάτε, από το φράγμα της σιωπής που βρίσκαμε τότε μπροστά μας.
Αυτός ο κόσμος των φαντασμάτων ήρθε στο φως απότομα και λίγο βιαστικά. Την έξοδό του από το στερέωμα του αόριστου τη σηματοδότησαν γεγονότα πολιτικά, στηριγμένα σε ιδεολογίες, πεποιθήσεις, επιλογές και νομιμοποιητικά σχήματα της δική τους χρονικής συγκυρίας. (...) Αυτό που τότε συνέβη, όσο μπορούσαμε να το γνωρίζουμε, σύρθηκε στο κρεβάτι του Προκρούστη για να νομιμοποιήσει μεταγενέστερες θέσεις, αποφάσεις, ιδεολογίες και επιλογές. Νέα φαντάσματα προστέθηκαν στα παλιά.
Περιορίζομαι να αναφέρω μια διάχυτη αντίληψη που χρησιμοποιήθηκε πολύ στα τότε χρόνια. Το στρατόπεδο των ισχυρών, σύμφωνα με την άποψη αυτή, ήταν εκείνο της Αριστεράς, και οποιαδήποτε στιγμή, ως το 1948 τουλάχιστον, μπορούσε να φτάσει στη νίκη και το θρίαμβο ή, αντίθετα, να αποφύγει τις δύσκολες κι επικίνδυνες διαδρομές επιλέγοντας ελεύθερα και επιβάλλοντας στους πολεμίους του μια διαφορετική πολιτική. Αυτό, πάντα κατά τις διάχυτες αυτές απόψεις, δεν έγινε εξαιτίας μιας σειράς λόγων που πάντα είχαν να κάνουν με την ποιότητα της ηγεσίας του κινήματος. Σε μερικά ζητήματα αυτή φάνηκε πολιτικά -διανοητικά θα λέγαμε- υποδεέστερη των γεγονότων, σε άλλες περιπτώσεις λειτούργησε ως πειθήνιο όργανο συμφερόντων ευρύτερων, ξένων οπωσδήποτε ως προς τα συμφέροντα του εδώ κινήματος, σε άλλες δε στιγμές λειτούργησε ως περίτρομη ομάδα, αγνοώντας τις δυνάμεις του λαού και των ένοπλων ομάδων που αυτός μπορούσε, κατά βούληση, να συγκροτήσει.
Οι πολλαπλές εκδοχές των εν λόγω θέσεων εξακολουθούν να είναι κυρίαρχες και μια πρόχειρη δημοσκόπηση -σύμφωνα με τη μόδα των καιρών- που αποτόλμησα στο φοιτητικό χώρο, στο πλαίσιο της σχετικής μου ακαδημαϊκής παράδοσης και των εκδηλώσεων που τη συνόδεψαν, κατέληξε σε σταθερές, ως προς τούτο, διαπιστώσεις. Σε δείγμα τριακοσίων ατόμων που πήραν μέρος σε παράδοση και εκδηλώσεις στο Ρέθυμνο και το Ηράκλειο και στις εκατοντάδες ρωτήσεις ή παρεμβάσεις που έκαναν -το ενδιαφέρον υπήρξε πολύ μεγάλο- οι προβληματισμοί έδειξαν να επικεντρώνονται σε δύο ή τρία το πολύ ζητήματα: σε περισσότερες από τις μισές περιπτώσεις η κεντρική ιδέα ήταν γιατί ο Στάλιν "πούλησε" στους Άγγλους ή τους Αμερικανούς τους Έλληνες κομουνιστές (όπως τους Ισπανούς αντίστοιχους -τον καιρό εκείνο προβαλλόταν το κινηματογραφικό έργο "Γη και Ελευθερία" του Λόουτζ και το σχετικό ζήτημα ήταν επίκαιρο) ή έστω γιατί τους εμπόδισε να πάρουν την εξουσία ή κάτι παρόμοιο. Σε πολλές από τις υπόλοιπες η κεντρική ιδέα αναφερόταν μάλλον στους στρατιωτικούς ή πολιτικούς δισταγμούς της ηγεσίας του ΚΚΕ και επανέφερε σταθερά την περί αδιάκοπων "χαμένων ευκαιριών" φιλολογία.
Συναντούσε κανείς διάχυτη την πεποίθηση ότι το αντίπαλο της Αριστεράς στρατόπεδο βρισκόταν σταθερά, σε αποκαρδιωτική κατάσταση και ότι σε πλήθος στιγμών και συγκυριών αρκούσε μια επιθετική εναντίον του απόφαση -ένα "φύσημα" θα έλεγα- για να σκορπίσει στον άνεμο. Με λίγα λόγια, οι προβληματισμοί που ακούστηκαν στην πρόχειρή μου δημοσκόπηση ήταν πλήρως αναντίστοιχοι με εκείνους που απασχολούν τους παλιότερους ή που παρουσιάζονται αδιάκοπα στα ΜΜΕ.
Στον ακαδημαϊκό χώρο, η απόπειρά μου να αντιμετωπίσω αυτόν τον καταιγισμό σταθερών πεποιθήσεων στράφηκε, όπως ήμουν θεσμικά υποχρεωμένος, στη μεθοδολογική και θεωρητική ανάλυση του θέματος. Στην ουσία έφερα το ερώτημα αν οι πρίγκιπες, οι ηγεμόνες ορίζουν τα των ιστορικών εξελίξεων -όπως πίστευαν κατά την πριν από το Διαφωτισμό εποχή, με τη διαφορά ότι στην περίπτωση εκείνη οι ηγεμόνες ήταν θεόπνευστοι, απλά ενεργούμενα της Θείας Πρόνοιας- ή στο σημερινό επίπεδο της επιστήμης που υπηρετούμε, θα πρέπει ίσως να αναζητήσουμε πιο σύνθετους μηχανισμούς, σχέσεις, συσχετισμούς και διεργασίες που επηρεάζουν το εποικοδόμημα των πολιτικών αποφάσεων. Δε γνωρίζω πόσους έπεισα, ίσως να μην έπεισα κανένα. Ως παθών δε, δείχνω πλήρη κατανόηση για την κατάσταση: θυμάμαι τις ατελείωτες ώρες που πέρασα στα νεανικά, τα φοιτητικά μου χρόνια, να συζητώ επ' αυτών των θεμάτων, με τρόπο μαχητικό, στα όρια της σύρραξης ενίοτε, έχοντας τα ίδια εφόδια και επιχειρήματα με τους σημερινούς δημοσκοπούμενους. Αν δηλαδή ήταν καλός ή κακός ο Στάλιν, αν ο Ζαχαριάδης είχε επαφή με την πραγματικότητα, αν ο Άρης Βελουχιώτης ήταν η ενδεικνυόμενη λύση, αν ο Μάρκος περνούσε την περί του αντάρτικου θέση του και πολλά άλλα, ατέλειωτα αν και πάλι αν.
(Στη συνέχεια λέει ότι από μια άποψη νιώθει ανακουφισμένος καθώς η υπενθύμιση των νεανικών του παθών τον κάνει να μη νιώθει τελείως εκτός εποχής κι από την άλλη λέει πως ανασκαλεύοντας την ιστορία, αισθάνεται ταυτόχρονα ότι διώκει φαντάσματα, όπως οι Γκοστμπάστερς...)
(...)
Οι αδεξιότητες και η ακαταλληλότητα των σημαντικών, των ιστορικών προσώπων έχουν επίσης το μερίδιο ευθύνης τους στις διάχυτες εκτιμήσεις. Άνθρωποι επικίνδυνοι, σε θέσεις-κλειδιά, στη διάρκεια μιας εύφλεκτης και επικίνδυνης περιόδου. Από τη μια, οι παλαιοί πολιτικοί, που στην πλειοψηφία τους είχαν αναδειχθεί πριν από το 1936 και μετέφεραν μαζί τους όλα τα ελαττώματα της περιόδου. Τον κομματισμό, το πνεύμα του διχασμού, τις χωρίς όρια φιλοδοξίες που προκάλεσαν στο παρελθόν αυτό που πολλοί ερευνητές της περιόδου -κυρίως Άγγλοι και Αμερικανοί- διατυπώνουν ως "πάγια πολιτική αστάθεια" της χώρας. Από την άλλη, οι ηγέτες της Αριστεράς, που εύκολα κοσμούνται με το σύνολο των διαθέσιμων ελαττωμάτων από εχθρούς και φίλους... Αν έπαιρνε κανείς πολύ σοβαρά τις αξιολογήσεις αυτές θα κινδύνευε να εμπλακεί σε σύνθετες ιστορίες μυστηρίου, όπου άνθρωποι εντυπωσιακά άξιοι να διαβάσουν τα σημεία των καιρών, τις προσδοκίες, τα αιτήματα και τις διαθεσιμότητες κοινωνικών ομάδων δείχνουν αντίστοιχη ανικανότητα να ολοκληρώσουν το έργο τους στην πλέον εύκολη φάση του, σε εκείνη όπου οι συσχετισμού τους ευνοούν. Προφανώς ή βρισκόμαστε μπροστά στο ανεξήγητο ή, το πιθανότερο, κάτι τρέχει με τους συσχετισμούς.
Κι ένα ακόμα καίριο σημείο, για όσους αντιμετωπίζουν τον εμφύλιο ως ατύχημα
(...) Η αφετηρία προϊδέαζε για την ποιότητα της περιόδου και τον τρόπο που αξίζει να την αντιμετωπίσει κανείς. Ένα ατύχημα ήταν, ένα πισωγύρισμα, μια ανάξια για το έθνος περίοδος. Αρχίσαμε κάποτε να μιλάμε για τον Εμφύλιο, πόσο μα πόσο απαξιωτικά όμως. Στα πενήντα χρόνια που πέρασαν, έχουν δει το φως πολλές και αμφιλεγόμενες εκτιμήσεις για τις αιτίες που τον προκάλεσαν. Στον ακαδημαϊκό και το δημοσιογραφικό χώρο, στην πολιτική ή στις καθημερινές ανεπίσημες συζητήσεις των ανθρώπων έχουν ακουστεί και γραφεί πλήθος απόψεις για την τραγωδία. Το "πεπρωμένο της φυλής" και οι ιδιαιτερότητες του χαρακτήρα του Έλληνα κατέχουν εξέχουσα θέση σε αυτές τις αναλύσεις. Λαός παθιασμένος και ασυγκράτητος στις παρορμήσεις του, ο των Ελλήνων λαός έπεσε, για μια ακόμη φορά στην ιστορία του, θύμα παθών και κακών συμβουλών, από εκείνες που οι εσαεί υποβλέποντες την ελληνική δόξα ξένοι αφειδώς προσφέρουν. "Χρησιμοποιήθηκαν" οι Έλληνες, από δυνάμεις σκοτεινές, ως σφάγιο και ως πείραμα στο βωμό των μεγάλων, απρόσιτων και αδιαφανών συμφερόντων που κανοναρχούν τον κόσμο. Η θέση αυτή βρίσκεται διάχυτη στα σχετικά ιστορήματα και το σχολιασμό, στις εισαγωγές περίπου όλων των δημοσιευμένων μαρτυριών, των προσωπικών βιωμάτων που αποτελούν το βασικό όγκο του διαθέσιμου για τη μελέτη του Εμφυλίου υλικού. Είναι τόσο απόλυτη αυτή η εκδοχή που μετατρέπει τις προσωπικές αφηγήσεις σε ένα είδος περιήγησης, σε περιπλάνηση μέσα σε χώρους τραγωδίας στους οποίους ο εκάστοτε γράφων κινείται ως θύμα και όχι ως ενεργός συντελεστής των γεγονότων.
Αυτή η κυρίαρχη αντίληψη βρίσκεται εξίσου στις αριστερές και τις δεξιές πηγές, στις προερχόμενες και από τις δύο πλευρές του Εμφυλίου μαρτυρίες.
Οι ενδιάμεσες γενιές, που δεν πρόλαβαν να ζήσουν τα γεγονότα του Εμφυλίου και να συντηρήσουν από αυτόν πικρές, το συνηθέστερο, αναμνήσεις, έμαθαν να ζουν στη σκιά του (...) Αυτή η κατάσταση που ο γράφων γνώρισε και που αναμφισβήτητα επηρεάζει το έργο αυτό, δικαιολογεί και εξηγεί την αφιέρωση στην αρχή του βιβλίου. Το βιβλίο τούτο θέλει να μιλήσει για τα φαντάσματα που συνόδεψαν τα εφηβικά και νεανικά χρόνια του γράφοντα και της γενιάς του, να αποκαλύψει τα απαγορευμένα μυστικά που σφράγισαν τις τότε απόπειρες ερμηνείας του κόσμου μέσα στον οποίο ζούσαμε. Μια καθυστερημένη εκδίκηση, αν προτιμάτε, από το φράγμα της σιωπής που βρίσκαμε τότε μπροστά μας.
Αυτός ο κόσμος των φαντασμάτων ήρθε στο φως απότομα και λίγο βιαστικά. Την έξοδό του από το στερέωμα του αόριστου τη σηματοδότησαν γεγονότα πολιτικά, στηριγμένα σε ιδεολογίες, πεποιθήσεις, επιλογές και νομιμοποιητικά σχήματα της δική τους χρονικής συγκυρίας. (...) Αυτό που τότε συνέβη, όσο μπορούσαμε να το γνωρίζουμε, σύρθηκε στο κρεβάτι του Προκρούστη για να νομιμοποιήσει μεταγενέστερες θέσεις, αποφάσεις, ιδεολογίες και επιλογές. Νέα φαντάσματα προστέθηκαν στα παλιά.
Περιορίζομαι να αναφέρω μια διάχυτη αντίληψη που χρησιμοποιήθηκε πολύ στα τότε χρόνια. Το στρατόπεδο των ισχυρών, σύμφωνα με την άποψη αυτή, ήταν εκείνο της Αριστεράς, και οποιαδήποτε στιγμή, ως το 1948 τουλάχιστον, μπορούσε να φτάσει στη νίκη και το θρίαμβο ή, αντίθετα, να αποφύγει τις δύσκολες κι επικίνδυνες διαδρομές επιλέγοντας ελεύθερα και επιβάλλοντας στους πολεμίους του μια διαφορετική πολιτική. Αυτό, πάντα κατά τις διάχυτες αυτές απόψεις, δεν έγινε εξαιτίας μιας σειράς λόγων που πάντα είχαν να κάνουν με την ποιότητα της ηγεσίας του κινήματος. Σε μερικά ζητήματα αυτή φάνηκε πολιτικά -διανοητικά θα λέγαμε- υποδεέστερη των γεγονότων, σε άλλες περιπτώσεις λειτούργησε ως πειθήνιο όργανο συμφερόντων ευρύτερων, ξένων οπωσδήποτε ως προς τα συμφέροντα του εδώ κινήματος, σε άλλες δε στιγμές λειτούργησε ως περίτρομη ομάδα, αγνοώντας τις δυνάμεις του λαού και των ένοπλων ομάδων που αυτός μπορούσε, κατά βούληση, να συγκροτήσει.
Οι πολλαπλές εκδοχές των εν λόγω θέσεων εξακολουθούν να είναι κυρίαρχες και μια πρόχειρη δημοσκόπηση -σύμφωνα με τη μόδα των καιρών- που αποτόλμησα στο φοιτητικό χώρο, στο πλαίσιο της σχετικής μου ακαδημαϊκής παράδοσης και των εκδηλώσεων που τη συνόδεψαν, κατέληξε σε σταθερές, ως προς τούτο, διαπιστώσεις. Σε δείγμα τριακοσίων ατόμων που πήραν μέρος σε παράδοση και εκδηλώσεις στο Ρέθυμνο και το Ηράκλειο και στις εκατοντάδες ρωτήσεις ή παρεμβάσεις που έκαναν -το ενδιαφέρον υπήρξε πολύ μεγάλο- οι προβληματισμοί έδειξαν να επικεντρώνονται σε δύο ή τρία το πολύ ζητήματα: σε περισσότερες από τις μισές περιπτώσεις η κεντρική ιδέα ήταν γιατί ο Στάλιν "πούλησε" στους Άγγλους ή τους Αμερικανούς τους Έλληνες κομουνιστές (όπως τους Ισπανούς αντίστοιχους -τον καιρό εκείνο προβαλλόταν το κινηματογραφικό έργο "Γη και Ελευθερία" του Λόουτζ και το σχετικό ζήτημα ήταν επίκαιρο) ή έστω γιατί τους εμπόδισε να πάρουν την εξουσία ή κάτι παρόμοιο. Σε πολλές από τις υπόλοιπες η κεντρική ιδέα αναφερόταν μάλλον στους στρατιωτικούς ή πολιτικούς δισταγμούς της ηγεσίας του ΚΚΕ και επανέφερε σταθερά την περί αδιάκοπων "χαμένων ευκαιριών" φιλολογία.
Συναντούσε κανείς διάχυτη την πεποίθηση ότι το αντίπαλο της Αριστεράς στρατόπεδο βρισκόταν σταθερά, σε αποκαρδιωτική κατάσταση και ότι σε πλήθος στιγμών και συγκυριών αρκούσε μια επιθετική εναντίον του απόφαση -ένα "φύσημα" θα έλεγα- για να σκορπίσει στον άνεμο. Με λίγα λόγια, οι προβληματισμοί που ακούστηκαν στην πρόχειρή μου δημοσκόπηση ήταν πλήρως αναντίστοιχοι με εκείνους που απασχολούν τους παλιότερους ή που παρουσιάζονται αδιάκοπα στα ΜΜΕ.
Στον ακαδημαϊκό χώρο, η απόπειρά μου να αντιμετωπίσω αυτόν τον καταιγισμό σταθερών πεποιθήσεων στράφηκε, όπως ήμουν θεσμικά υποχρεωμένος, στη μεθοδολογική και θεωρητική ανάλυση του θέματος. Στην ουσία έφερα το ερώτημα αν οι πρίγκιπες, οι ηγεμόνες ορίζουν τα των ιστορικών εξελίξεων -όπως πίστευαν κατά την πριν από το Διαφωτισμό εποχή, με τη διαφορά ότι στην περίπτωση εκείνη οι ηγεμόνες ήταν θεόπνευστοι, απλά ενεργούμενα της Θείας Πρόνοιας- ή στο σημερινό επίπεδο της επιστήμης που υπηρετούμε, θα πρέπει ίσως να αναζητήσουμε πιο σύνθετους μηχανισμούς, σχέσεις, συσχετισμούς και διεργασίες που επηρεάζουν το εποικοδόμημα των πολιτικών αποφάσεων. Δε γνωρίζω πόσους έπεισα, ίσως να μην έπεισα κανένα. Ως παθών δε, δείχνω πλήρη κατανόηση για την κατάσταση: θυμάμαι τις ατελείωτες ώρες που πέρασα στα νεανικά, τα φοιτητικά μου χρόνια, να συζητώ επ' αυτών των θεμάτων, με τρόπο μαχητικό, στα όρια της σύρραξης ενίοτε, έχοντας τα ίδια εφόδια και επιχειρήματα με τους σημερινούς δημοσκοπούμενους. Αν δηλαδή ήταν καλός ή κακός ο Στάλιν, αν ο Ζαχαριάδης είχε επαφή με την πραγματικότητα, αν ο Άρης Βελουχιώτης ήταν η ενδεικνυόμενη λύση, αν ο Μάρκος περνούσε την περί του αντάρτικου θέση του και πολλά άλλα, ατέλειωτα αν και πάλι αν.
(Στη συνέχεια λέει ότι από μια άποψη νιώθει ανακουφισμένος καθώς η υπενθύμιση των νεανικών του παθών τον κάνει να μη νιώθει τελείως εκτός εποχής κι από την άλλη λέει πως ανασκαλεύοντας την ιστορία, αισθάνεται ταυτόχρονα ότι διώκει φαντάσματα, όπως οι Γκοστμπάστερς...)
(...)
Οι αδεξιότητες και η ακαταλληλότητα των σημαντικών, των ιστορικών προσώπων έχουν επίσης το μερίδιο ευθύνης τους στις διάχυτες εκτιμήσεις. Άνθρωποι επικίνδυνοι, σε θέσεις-κλειδιά, στη διάρκεια μιας εύφλεκτης και επικίνδυνης περιόδου. Από τη μια, οι παλαιοί πολιτικοί, που στην πλειοψηφία τους είχαν αναδειχθεί πριν από το 1936 και μετέφεραν μαζί τους όλα τα ελαττώματα της περιόδου. Τον κομματισμό, το πνεύμα του διχασμού, τις χωρίς όρια φιλοδοξίες που προκάλεσαν στο παρελθόν αυτό που πολλοί ερευνητές της περιόδου -κυρίως Άγγλοι και Αμερικανοί- διατυπώνουν ως "πάγια πολιτική αστάθεια" της χώρας. Από την άλλη, οι ηγέτες της Αριστεράς, που εύκολα κοσμούνται με το σύνολο των διαθέσιμων ελαττωμάτων από εχθρούς και φίλους... Αν έπαιρνε κανείς πολύ σοβαρά τις αξιολογήσεις αυτές θα κινδύνευε να εμπλακεί σε σύνθετες ιστορίες μυστηρίου, όπου άνθρωποι εντυπωσιακά άξιοι να διαβάσουν τα σημεία των καιρών, τις προσδοκίες, τα αιτήματα και τις διαθεσιμότητες κοινωνικών ομάδων δείχνουν αντίστοιχη ανικανότητα να ολοκληρώσουν το έργο τους στην πλέον εύκολη φάση του, σε εκείνη όπου οι συσχετισμού τους ευνοούν. Προφανώς ή βρισκόμαστε μπροστά στο ανεξήγητο ή, το πιθανότερο, κάτι τρέχει με τους συσχετισμούς.
Κι ένα ακόμα καίριο σημείο, για όσους αντιμετωπίζουν τον εμφύλιο ως ατύχημα
(...) Η αφετηρία προϊδέαζε για την ποιότητα της περιόδου και τον τρόπο που αξίζει να την αντιμετωπίσει κανείς. Ένα ατύχημα ήταν, ένα πισωγύρισμα, μια ανάξια για το έθνος περίοδος. Αρχίσαμε κάποτε να μιλάμε για τον Εμφύλιο, πόσο μα πόσο απαξιωτικά όμως. Στα πενήντα χρόνια που πέρασαν, έχουν δει το φως πολλές και αμφιλεγόμενες εκτιμήσεις για τις αιτίες που τον προκάλεσαν. Στον ακαδημαϊκό και το δημοσιογραφικό χώρο, στην πολιτική ή στις καθημερινές ανεπίσημες συζητήσεις των ανθρώπων έχουν ακουστεί και γραφεί πλήθος απόψεις για την τραγωδία. Το "πεπρωμένο της φυλής" και οι ιδιαιτερότητες του χαρακτήρα του Έλληνα κατέχουν εξέχουσα θέση σε αυτές τις αναλύσεις. Λαός παθιασμένος και ασυγκράτητος στις παρορμήσεις του, ο των Ελλήνων λαός έπεσε, για μια ακόμη φορά στην ιστορία του, θύμα παθών και κακών συμβουλών, από εκείνες που οι εσαεί υποβλέποντες την ελληνική δόξα ξένοι αφειδώς προσφέρουν. "Χρησιμοποιήθηκαν" οι Έλληνες, από δυνάμεις σκοτεινές, ως σφάγιο και ως πείραμα στο βωμό των μεγάλων, απρόσιτων και αδιαφανών συμφερόντων που κανοναρχούν τον κόσμο. Η θέση αυτή βρίσκεται διάχυτη στα σχετικά ιστορήματα και το σχολιασμό, στις εισαγωγές περίπου όλων των δημοσιευμένων μαρτυριών, των προσωπικών βιωμάτων που αποτελούν το βασικό όγκο του διαθέσιμου για τη μελέτη του Εμφυλίου υλικού. Είναι τόσο απόλυτη αυτή η εκδοχή που μετατρέπει τις προσωπικές αφηγήσεις σε ένα είδος περιήγησης, σε περιπλάνηση μέσα σε χώρους τραγωδίας στους οποίους ο εκάστοτε γράφων κινείται ως θύμα και όχι ως ενεργός συντελεστής των γεγονότων.
Αυτή η κυρίαρχη αντίληψη βρίσκεται εξίσου στις αριστερές και τις δεξιές πηγές, στις προερχόμενες και από τις δύο πλευρές του Εμφυλίου μαρτυρίες.