Ένα από τα πιο
σπαρταριστά σκηνικά που μου έχουν διηγηθεί, είναι αυτό με έναν «ατσαλωμένο» σύντροφο που τον έβλεπαν
κατσούφη και μελαγχολικό κι είπαν να τον ρωτήσουν: τι έχεις ρε σύντροφε, γιατί
είσαι έτσι;
-Ε, πώς να μην είμαι, απαντά
αυτός, αφού αυτός ο... (μπι-μπιπ, λογοκρισία) ο κύρκος στύλωσε σα μουλάρι να μην
μπει ο μπελογιάννης υποψήφιος για να έχει
βουλευτική ασυλία και μετά τον εκτέλεσαν.
Θεωρητικά ο χρόνος είναι
ο καλύτερος γιατρός και μαλακώνει την οργή μετά από τόσα χρόνια. Αλλά στην
τελική ο σύντροφος είχε δίκιο μες στη γραφικότητά του. Κι εννοούσε βασικά τον
πατέρα κύρκο, που ήταν βουλευτής της εδα, όχι το γιο του, το λεωνίδα που τότε
ήταν κομμουνιστής, αλλά μετά τον ξεπέρασε στη χάρη -γιατί το όνομα το είχε. Γιατί όχι
άλλωστε; Είδαμε πως κατέληξε κι ο γιος του μπελογιάννη, που είχε το όνομά του,
αλλά σε καμία περίπτωση τη χάρη του.
Το παράδοξο λοιπόν στην
ιστορία του ανθρώπου με το γαρίφαλο είναι ότι τα παιδιά των λουλουδιών κι οι
πολιτικοί τους απόγονοι θέλησαν να πάρουν κάτι από την κληρονομιά της ιστορικής
του μνήμης και της ακτινοβολίας του. Με το σκεπτικό ότι "δεν ανήκει στο κουκουέ",
"δεν είναι ιδιοκτησία του κόμματος", και με τη λογική ότι "τον έφαγαν οι
παλινωδίες του ζαχαρι-άδικου κκε". Γιατί το κόμμα δε γεννά μόνο μπελογιάννηδες
αλλά και πλουμπίδηδες, δηλαδή αφοσιωμένα κομματικά μέλη που χαραμίζονται και
θυσιάζονται για ένα πουκάμισο αδειανό, για μία έλλη.
Ή αλλιώς ειπωμένο από την
ίδια την παππά: ο ζαχαριάδης χρειαζόταν έναν ήρωα και έναν προδότη. Και τους
βρήκε στα πρόσωπα του μπελογιάννη και του πλουμπίδη. Έφτασε έτσι στην τελική
συνέπεια του κατήφορου της, να θεωρεί ότι τα τελευταία λόγια του μπελογιάννη
(εσύ πρέπει να ζήσεις για την εκδίκηση, για το παιδί μας!) εννοούσαν την εκδίκηση από το ζαχαριάδη και την ηγεσία,
κι όχι τους δολοφόνους που τον εκτέλεσαν.
Έτσι πολλοί καταλήγουν να
αναφέρονται στην εκτέλεση μπελογιάννη με περισσότερο μίσος για το κουκουε, παρά
για το μετεμφυλιακό, αστικό κράτος που τον δολοφόνησε. Χωρίς ψήγμα κριτικής για
τη στάση των συμμάχων μας στην εδα (κύρκος και σια), παρά μόνο για το ζαχαριάδη
και το κόμμα. Και σε κάθε επέτειο βρίσκουν αφορμή να ξεδιπλώσουν το ίδιο
τροπάριο.
Μια άλλη οπτική με
παραπλήσιο δια ταύτα, αλλά από την ανάποδη είχαμε πριν από 30 περίπου χρόνια που
επικράτησε η λογική του αθροίσματος των δημοκρατικών δυνάμεων της αλλαγής.
Καρπός αυτής της εποχής είναι και η ταινία του τζίμα «ο άνθρωπος με το
γαρίφαλο» όπου πίσω από τις εικόνες- κατά το «πίσω από τις γραμμές»-
αποτυπώνονται κάποια χαρακτηριστικά σημεία αυτής της λογικής.
(Ανοίγει παρένθεση. Με όσα
ακολουθούν δεν προσπαθώ να μειώσω την αξία της ταινίας, το συναίσθημα που
βγάζει ή τα πολλά καλά της σημεία. Από τη μουσική του θεοδωράκη, που κορυφώνει
την φόρτιση την ώρα της απολογίας του μπελογιάννη, μέχρι την επιλογή ενός
ερασιτέχνη για τον πρωταγωνιστικό ρόλο. Και σκηνές σαν αυτή στη φυλακή, με τον
κομμουνιστή κρατούμενο, που «προτιμά» να τρελαθεί, ως άμυνα του οργανισμού του
για να γλιτώσει το μαρτύριο, παρά να προδώσει τους συντρόφους του. Και μέσα
στην τρέλα του, νιώθει την υποχρέωση να τους καθησυχάσει ότι δε λύγισε με μια
σπαρακτική φωνή, που ίσως κάποιοι να την ακούνε ακόμα τα βράδια στον ύπνο τους:
σύντροφοί μου τους γέλασα, τους γέλασαα...
Αυτά εξάλλου δεν τα
βλέπεις συνήθως από την πρώτη φορά, αλλά μετά την πέμπτη ή έκτη, αφού
σταματήσεις πρώτα να δακρύζεις στις επίμαχες σκηνές της απολογίας και της
εκτέλεσης, κι αρχίζεις να βλέπεις ένα άλλο επίπεδο στην ταινία. Νομίζω πως
η «πολιτική ενηλικίωση» πολλών συντρόφων έχει περάσει μέσα από την συγκίνηση
αυτής της ταινίας, ή των διηγήσεων της έλλης παππά για το σύντροφό της.
Μεγαλώνοντας όμως δεν είναι δυνατόν να αγνοήσεις κάποια σημεία, που αρχικά δεν σου
είχαν κάνει εντύπωση. Κλείνει η παρένθεση και συνεχίζουμε).
Από πολιτικής άποψης η
οπτική του τζίμα είναι η οπτική ενός καλού και τίμιου πασόκου, ενός αριστερού ή
καλοπροαίρετου ανθρώπου, που δεν αποφεύγει ωστόσο τις κακοτοπιές.
Καταρχάς στην παρουσίαση
της επεκ, στην οποία φιλοτεχνεί ένα φιλολαϊκό προσωπείο. Η επεκ παίρνει μέτρα
επιείκειας για τους μακρονησιώτες κομμουνιστές, ανακουφίζει τις λαϊκές μάζες
και εγγυάται την εθνική ενότητα. Ο πλαστήρας –που έγινε για πρώτη φορά
πρωθυπουργός, αμέσως μετά τη βάρκιζα- αρνείται να στείλει στρατό στην κορέα,
αρχίζει έρευνες για τον ιδεα κι επιχειρεί να βάλει ένα τέλος στις εκτελέσεις,
αλλά τον ρίχνουν οι αμερικάνοι –δηλ οι ίδιοι που τον ανέβασαν.
Η αγιογράφηση του κέντρου
και του πλαστήρα ειδικά –η κυβέρνηση του οποίου έβαψε τα χέρια της με το αίμα
του μπελογιάννη και των τριών εκτελεσθέντων συντρόφων του- δεν στερούνταν
πολιτικής σκοπιμότητας, τη στιγμή που προβλήθηκε η ταινία. Ο πλαστήρας
παρουσιάζεται σαν φιλο–κομμουνιστής, γιατί τον μπερδεύουν ίσως με τον κατράκη
που τον υποδύεται,αλλά σε κάθε περίπτωση με τον ανδρέα παπανδρέου, που εκείνο
τον καιρό δημαγωγούσε ασύστολα κι έβλεπε το πολιτικό του άστρο να ανατέλλει,
μαζί με τον ήλιο του πασοκ.
Ο πλαστήρας θέλει να
αλλάξει τα πράγματα, αλλά δεν τον αφήνουν, κι αυτό τον κάνει να υποφέρει. Ο
μπελογιάννης –ο οποίος σε όλη την ταινία μιλάει για «πλατιά ενότητα» κι
«εθνική, δημοκρατική αλλαγή»- κατονομάζει στην απολογία του ως υπεύθυνους «την
μισαλλόδοξη ακροδεξιά, τους ξένους και τους ξενόδουλους». Ακόμα κι ο βασιλιάς
θέλει να δώσει χάρη, αλλά λέει ότι δε μπορεί να αγνοήσει τη θέληση των συμμάχων
–δηλ των αμερικάνων. Τελικά κανείς δεν είναι κακός κατά βάθος, κι ο θεατής
αρχίζει σταδιακά να αναρωτιέται σαν τον «εθνάρχη» τριανταφυλλίδη: μα ποιος
κυβερνά επιτέλους αυτόν τον τόπο;
Στη συνάντησή του με τον
άνθρωπο του πλαστήρα, πριν ακόμα τον συλλάβουν, ο νίκος μπελογιάννης λέει ότι
πρέπει να παραμερίσουν πάλι τις διαφορές τους, όπως έκαναν επί κατοχής στο
βουνό! (Με ποιον άραγε τις παραμερίσαμε; Με τον εδες που μας πολεμούσε στην
ήπειρο;) Παραδέχεται πρόθυμα τα λάθη του κουκουέ, που τους χώρισαν «κι έβαλαν
άβυσσο ανάμεσά μας», κάνοντας κάποιους να πιστεύουν –όπως είπε ο συνομιλητής
του- ότι το κόμμα είναι ο ισχυρότερος εχθρός της δημοκρατίας.
-Κι εσείς το πιστεύετε
αυτό; Κι ο στρατηγός πλαστήρας; ρωτά με αγωνία ο μπελογιάννης
Όχι δε γίνεται, δεν είναι
δυνατόν. Ο στρατηγός πλαστήρας; Μα αφού είναι μεταρρυθμιστής και φιλοπρόοδος.
Είναι καλός...
Ο τζίμας παρουσιάζει ένα
μπελογιάννη μετωπικό κι ενωτικό, που πρέπει να μεταπείσει μια δογματική μερίδα
σκληροπυρηνικών συντρόφων. Σε μια σύσκεψη παρανόμων, ένας σύντροφος λέει στην
τοποθέτησή του να μη γίνουμε ουρά των αστικών κομμάτων, γιατί παίρνουν τις
δυνάμεις μας και μετά μας πουλάνε. Αλλά η επόμενη συντρόφισσα λέει ότι δεν
είναι ώρα να τρίξουμε τα δόντια που δεν έχουμε. Κι ο μπελογιάννης συμφωνεί μαζί
της και μιλά για πλατιά ενότητα με στόχο τη ζωή των συντρόφων μας και το ψωμί του
λαού.
Έλα όμως που η
προειδοποίηση του συντρόφου στην ταινία ήταν πραγματική. Τόσο για την εδα, που
τα επόμενα χρόνια έγινε ουρά της ένωσης κέντρου, όσο και για τη λαίλαπα του
πασοκ που ερχόταν, λεηλατώντας εκλογικά τη βάση των παλιών εαμιτών. Ο τζίμας
ωστόσο θα έβλεπε με καθυστέρηση τριάντα χρόνων να γίνεται πράξη το όνειρό του
για «λαϊκό μέτωπο με την επεκ», όπως το επεσήμαινε στην ταινία, ως απειλή, ο
άνθρωπος της CIA
στην ελλάδα (αντωνόπουλος).
Η ταινία αναπαράγει και την
κυρίαρχη ερμηνεία για την περίπτωση του πλουμπιίδη, με την απαραίτητη μπηχτή
εναντίον του ζαχαριάδη.
-Κάποιος στο κόμμα ρίχνει δηλητήριο για τα στελέχη, λέει ο πλουμπίδης μόλις ακούει στην «ελεύθερη ελλάδα» ότι η επιστολή του είναι χαφιέδικο κατασκεύασμα (και δεν ήταν ίσως περίεργο να το πιστεύει αυτό το κόμμα, αφού έγινε χωρίς καμία προηγούμενη συνεννόηση με τον μπάρμπα, όπως ήταν το ψευδώνυμο του πλουμπίδη). Σε ευθεία αντίθεση δηλαδή με τη στάση ζωής -κυριολεκτικά- του πλουμπίδη, που πέθανε με τη βεβαιότητα ότι το κόμμα του θα αποκαταστήσει τον ίδιο και την αλήθεια –όπως και έγινε.
-Κάποιος στο κόμμα ρίχνει δηλητήριο για τα στελέχη, λέει ο πλουμπίδης μόλις ακούει στην «ελεύθερη ελλάδα» ότι η επιστολή του είναι χαφιέδικο κατασκεύασμα (και δεν ήταν ίσως περίεργο να το πιστεύει αυτό το κόμμα, αφού έγινε χωρίς καμία προηγούμενη συνεννόηση με τον μπάρμπα, όπως ήταν το ψευδώνυμο του πλουμπίδη). Σε ευθεία αντίθεση δηλαδή με τη στάση ζωής -κυριολεκτικά- του πλουμπίδη, που πέθανε με τη βεβαιότητα ότι το κόμμα του θα αποκαταστήσει τον ίδιο και την αλήθεια –όπως και έγινε.
Λίγο αργότερα, κι ενώ
οδηγούν τους μελλοθάνατους στον τόπο εκτέλεσής τους (γουδή), ο αργυριάδης
ρωτάει τον μπελογιάννη αν όντως πιστεύει ότι είχαν προδώσει το κίνημα, όπως λέει
το κόμμα, ενώ ο καλούμενος στενοχωριέται που θα πεθάνει περιφρονημένος από τους
συντρόφους του!
Στο απόσπασμα δηλ πήγαν
με τη ρετσινιά του προδότη του κόμματος! Αυτό μας λέει ο τζίμας τουλάχιστον.
Πώς; Γιατί; Έλα μωρέ τώρα. Ο νοών νοείτω. Το κόμμα που τρώει τα παιδιά του, κτλ...
Θεωρεί παράλληλα
ασυχώρητο λάθος το σύνθημα του ζαχαριάδη «το όπλο παρά πόδα». Βάζει το μπελογιάννη να το παραδέχεται ανοιχτά ως λάθος σε κάθε ευκαιρία, και τους
ασφαλίτες να το «αξιοποιούν» προβοκατόρικα και να βγάζουν τρικάκια κι αφίσες με
αυτή τη φράση.
Τι κρατάμε ως συμπέρασμα
για τον επίλογο;
Μια φράση από την
απολογία του μπελογιάννη, όπου απαντά με ρητορικά ερωτήματα στο κατηγορητήριο.
Ποιος πράκτορας θα έδινε έτσι ανυστερόβουλα τη ζωή του για μια τόσο μεγάλη
υπόθεση; Ποιος κατάσκοπος θα έδινε έτσι ανυστερόβουλα τη ζωή του για μια τέτοια
υπόθεση;
Ας βάλουμε στη θέση του
πράκτορα τον πασόκο –εννοώντας βασικά τα στελέχη του πασοκ, όχι τον κόσμο που
το πίστεψε- και το ερώτημα μπορεί να παραμείνει ίδιο κι απαράλλαχτο.
Ας κρατήσουμε αυτό, μαζί με την τελευταία
σκηνή, όπου τα γαρίφαλα ανθίζουν και γίνονται μυριάδες. Η θυσία του ανθρώπου με
το γαρίφαλο δεν ήταν μάταιη.