Μη
μένεις στην εξέδρα θεατής – αγωνίσου
Έλεγε
το σύνθημα στο κεντρικό πανό της αθλητικής ημερίδας του κόμματος στο κλειστό της
Νήαρ Ηστ, στην Καισαριανή. Που θα ήταν πάντως πρακτικά αδύνατο, αν το παίρναμε
στην κυριολεξία του, ακολουθώντας πιστά τη ντιρεκτίβα του συντρόφου με το
μουστάκι, που όταν του είχαν εξηγήσει τι είναι το ποδόσφαιρο, ένα άθλημα με 22
παίκτες στο γήπεδο, όπου παρεμπιπτόντως δεν κερδίζουν πάντα οι Γερμανοί (στα
πέναλτι), όπως λέει ο Λίνεκερ, γιατί υπάρχει κι ο κόκκινος στρατός… Όταν του
είπαν λοιπόν πως το ποδόσφαιρο είναι ένα άθλημα με 22 παίκτες στο γήπεδο και
χιλιάδες θεατές να βλέπουν τον αγώνα στην κερκίδα, θρυλείται πως τους απάντησε
ότι εμείς θέλουμε το ακριβώς αντίστροφο: ένα παιχνίδι, όπου θα παίζουν χιλιάδες
στο γήπεδο, ενώ οι 22 θα βρίσκονται στην κερκίδα. Και προφανώς δεν εννοούσε
κάτι ματς του Ακράτητου στο πρόσφατο παρελθόν με διψήφιο αριθμό εισιτηρίων (αν
και μπορεί να τα έκρυβαν για την εφορία), αλλά τις δομές μαζικού, λαϊκού
αθλητισμού, που αναπτύχθηκαν τα επόμενα χρόνια στη Σοβιετία, κι όσο κι αν
σπεκουλάρει κανείς, είναι αδύνατο να τις απαρνηθεί και να τις απαξιώσει.
Κι
άντε να πεις πως το ποδόσφαιρο, όντως, κάπως έτσι ξεκίνησε, με δυο αντίπαλα
χωριά ή δυο φυλές, γύρω από κομμένα κεφάλια πολεμιστών μετά τη μάχη, να τα
κλωτσάνε για να τα στείλουν προς τη μία ή την άλλη «εστία», που απείχαν μεταξύ τους
πολύ περισσότερο από ό,τι τα δύο τέρματα στο σύγχρονο ποδόσφαιρο. Αλλά το
μπάσκετ έχει τον πρόγονό του σε ένα παιχνίδι των Ίνκας, νομίζω, στο Μεξικό. Και
βασίζεται περισσότερο στις αποτυχημένες απόπειρες κι ιδέες, που βρίσκουν μια
ιδιαίτερη αξία χρήσης, καταλήγοντας στο καλάθι των αχρήστων. Είναι δηλ ένα
αρκετά εγκεφαλικό παιχνίδι, πολύ μακριά από τα άγρια, πολεμικά ένστικτα με τις κομμένες
κεφαλές, που μοιάζει λίγο με ανακύκλωση (ο κύκλος των χαμένων ιδεών). Κι ενώ
αυτή η τελευταία βρίσκεται σε απελπιστικά χαμηλά ποσοστά στη χώρα μας, το
μπάσκετ αντιθέτως (δείτε εδώ ένα βίντεο και προσέξτε πώς το προφέρει ο
Γιαννάκης, σα να γεμίζει το στόμα του: το
ΜΠΑΣΚΕΤ) έχει πιάσει γερές ρίζες (όπως και το Κόμμα) στην Ελλάδα και για
ένα διάστημα, έγινε κάτι σαν εθνικό μας άθλημα.
Αν
το καλοσκεφτείς μάλιστα κι έχεις ποιητική διάθεση, οι χαμηλές πτήσεις του
Τζόρνταν, τα καρφώματα των μικρών στα ανοιχτά γηπεδάκια των γκέτο κι η σύντομη,
εναέρια πορεία της μπάλας προς το καλάθι, δεν είναι παρά μικρές προσομοιώσεις της
δικής μας επουράνιας εφόδου. Κι υπό αυτό το πρίσμα, όλα αποκτούσαν διαφορετικό
νόημα. Το ρετρό αισθητικής κλειστό, με το σκούρο-καφέ παρκέ, σαν το χρώμα του Ν’joy που στοιχημάτιζε ο Αλβέρτης, στη
διαφήμιση, από το κέντρο. Κι οι κόκκινες στολές των πιτσιρικάδων της Νήαρ Ηστ,
από τις ομάδες επίδειξης (που προσπαθούσαν να χωρέσουν στα παπούτσια του Τσαρτσαρή,
του Καϊμακόγλου, του Σέιν Χιλ, του Ταπούτου, του Μάνθου Σοφογιάννη, και ενός σοβιετικού
πειράματος, του πυραυλοκίνητου Ανατόλι Ζουρπένκο) να θυμίζουν κάτι από τις φορεσιές
της Σοβιετικής Ένωσης, που γύρισε στον τόπο του εγκλήματος, την εξωτική
Μαυριτανία, όπως θα έλεγε κι ο μακαρίτης ο Γκομέλσκι.
Κι
ίσως κάπως έτσι να εξηγείται η ειδική σχέση που έχει αναπτύξει το Κόμμα με το
χώρο του μπάσκετ, που δεν είναι ακριβώς προνομιακός, γιατί δεν είναι πολύ
εύκολο να κερδίσεις έναν επαγγελματία του χώρου, περιγράφοντας μια προοπτική
όπου ο αθλητισμός θα ‘ναι τελείως ερασιτεχνικός. Ενώ πολλοί μασόνοι (όπως αποκαλούνται
οι μπασκετικοί δημοσιογράφοι) αντιλαμβάνονται ως ρίζα του προβλήματος ότι το
άθλημα δεν είναι αρκετά οργανωμένο και επαγγελματικό, και όχι ότι έχει πήξει
στον επαγγελματισμό και το λυμαίνονται οικονομικά συμφέροντα, που το βουλιάζουν
νομοτελειακά σε όλες τις παθογένειες του καπιταλιστικού συστήματος: αναρχία, περικοπές
δαπανών (για τα αναπτυξιακά προγράμματα, το σχολικό αθλητισμό, κτλ), φοβερή
ανισομετρία (με τις πλούσιες, ισχυρές ομάδες να γίνονται διαρκώς πλουσιότερες
και να ανοίγουν την ψαλίδα που τους χωρίζει με τις μικρομεσαίες) κι οξύτατοι
ανταγωνισμοί, πχ μεταξύ της ΦΙΜΠΑ και της Ευρωλίγκα,
που πλήγωσαν ανεπανόρθωτα το άθλημα προ δεκαπενταετίας, αλλά επαναλαμβάνονται
σήμερα από την αρχή.
Ένα
χώρο, όπου θα μπορούσε σχεδόν να δημιουργηθεί ΚΟΒ ομοσπονδιακών προπονητών (κι έχεις
σκεφτεί ποτέ, σφε αναγνώστη, πόσες ομοιότητες έχει με το ρόλο του καθοδηγητή,
που κουβαλά την ευθύνη, μπαίνει στο στόχαστρο, κάνει καλύτερους τους παίκτες
του, αλλά δεν μπορεί να τους υποκαταστήσει και να πετύχει χωρίς αυτούς, που παραμένουν
τα ενεργά υποκείμενα της ιστορίας κάθε αγώνα): με το Μίσσα, που έχει κάτι από
αξάν του Γιατζόγλου κι αντί για Κουκουέ λέει «το Κάπα-Κάπα» (και κάνει
ουσιαστικά περιοδεία ανά την Ελλάδα, στους κόκκινους δήμους, με αντίστοιχες εκδηλώσεις),
τον Πετρόπουλο στην Πάτρα σε ρόλο Νουρέγιεφ, και επίτιμο μέλος τον προσφάτως εκλιπόντα,
Μάκη Δενδρινό, έναν απ’ τους πιο λαϊκούς μπασκετανθρώπους.
Παρατηρητής
και παίκτης-κλειδί, ο Νίκος Παππάς. Που δεν πρέπει να τον εξιδανικεύουμε, αλλά
είναι άξιος συγχαρητηρίων και μόνο που ξεκλέβει χρόνο από το βαρύ πρόγραμμά του,
για να βρεθεί σε εκδηλώσεις της οργάνωσης, έχοντας μάλιστα για
αφεντικό-εργοδότη του το Γιαννακόπουλο (της, κατά παλαιό Σύριζα, «εθνικής
αστικής τάξης» της χώρας μας). Και ο οποίος ανοίγει από μόνος του ένα μεγάλο ζήτημα
για το τι παίκτες αξίζει να συμπαθούμε από πολιτική άποψη. Παίκτες του
προπονητή, που είναι χρήσιμοι για το σύνολο, αλλά χωρίς προσωπικότητα, άχρωμοι
και άοσμοι ή όσους βγαίνουν έξω από το καλούπι, με κίνδυνο να παρεξηγηθούν, να
φανούν ατομιστές ή ψωνισμένοι, προβληματικοί χαρακτήρες, κοκ. Όπως επίσης είναι
ζήτημα τι είναι αριστερόστροφο και δεξιόστροφο μπάσκετ (ποδόσφαιρο, κοκ), αλλά
δε χωράει να το πιάσουμε στα πλαίσια αυτού του κειμένου.
Γεια σου Παππά-Παππά, γαμώ τη δεξιά...
Τι
κράτησε η κε του μπλοκ από την πρωινή εκδήλωση (γιατί ακολούθησε και το
απόγευμα γνωριμία με τις πολεμικές τέχνες, αν θυμάμαι καλά). Τα παραθέτω
κωδικοποιημένα.
-Την
προπονητική συμβουλή του Κώστα Μίσσα: να μη διστάζουμε να κάνουμε λάθη, αρκεί
να μην κάνουμε το ίδιο λάθος συνέχεια, τόσο στο μπάσκετ, όσο και στη ζωή (που
το λες και μπηχτή για κλασικούς κοψοχέρηδες ψηφοφόρους).
-Τη
φαρμακερή πλάκα του στον Παππά, που… «άφησε για λίγο τις υποχρεώσεις του με τον
ΠΑΟ και την εθνική ομάδα –αν παίξει ποτέ». Δε νομίζω να γέλασε όμως πολύ κι ο
Παππάς, που πήρε ένα βλέμμα, λες και είχε μπροστά του τον Κατσικάρη.
-Την
πολύ εύστοχη σημείωση πως ο αθλητισμός είναι υγεία και κρατάει για μια ζωή, ενώ
ο πρωταθλητισμός όχι.
-Τις
ιστορίες για τα χάπια που χρειάζονται κάποιοι αθλητές, για να μην πονάνε, κάθε
φορά που αλλάζει ο καιρός, και για αυτά που ζητάν οι γονείς για να αντέξουν τα
παιδιά τους στις εξετάσεις, για να μην τα παίρνει ο ύπνος. Και το σχόλιο για το
μαθητή, που είναι ίσως ο πιο κουρασμένος Έλληνας, με τόσο βαρύ πρόγραμμα.
-Την
εξοικονόμηση χρόνου για άσκηση και προπόνηση, που μπορεί να γίνει πχ με τη
μείωση του χρόνου που αφιερώνουμε στο διαδικτυακό σερφάρισμα. Κι η πετυχημένη
εισαγωγή του Μίσσα, που δεν ήξερε σε ποιο κοινό απευθυνόταν.
Πόσοι από εδώ έχετε Φέισμπουκ;
Φαντάζομαι το 99,9%...
-Μια
αναφορά του στο «μαζικό, λαϊκό αθλητισμό, που λέγαμε και παλιά…». Γιατί εκεί μας
κατάντησε το ΠαΣοΚ. Να μοιάζει ο όρος του μαζικού λαϊκού αθλητισμού με
αναχρονισμό, ανέκδοτο-κατάλοιπο του παρελθόντος.
-Την
υπερκάλυψη του πλάνου των ασκήσεων από τις ομάδες επίδειξης και το αυθόρμητο,
θερμό χειροκρότημα του κοινού –αν και όλοι συναγωνιστές ήμασταν, χωρίς
αντίπαλο.
-Και
το δεύτερο γύρο, με τη συζήτηση που έπιασε δύσκολα θέματα (βία, αναβολικά,
κτλ), χωρίς τα συνήθη ξύλινα ευχολόγια. Ενώ ξεκίνησε κατευθείαν με τις ερωτήσεις
του κοινού, χωρίς πρόλογο και εισηγήσεις.
Καταλαβαίνω
ότι θα χρειαζόταν κάτι εντυπωσιακό για το τέλος, πχ μια παρομοίωση για τη μπάλα
που χάθηκε μετά την αντεπανάσταση και τώρα την ξαναβρίσκουμε σιγά-σιγά, με τα
βασικά του αθλήματος (σουτ, πάσα, νομοτέλειες, κτλ) και γενικώς ένα καλύτερο
φινάλε, χιτσκοκικό, θριλερικό, γκρανκινιολικό. Αλλά αυτό θα το γράψει η ζωή (με
καλάθι «μπάζερ-μπίτερ» στην εκπνοή) κι ο (αντιμνημονιακός εσχάτως) Δημήτρης
Χατζηγεωργίου.