Αφήνοντας πίσω τα παλαιοπωλεία στο θησείο και τους
καταχωνιασμένους θησαυρούς τους, τους κράχτες στου ψυρρή (δουλειά κι αυτή όμως)
και την παραδοσιακή αυλή της «Αυλής», βγαλμένη από ασπρόμαυρη ελληνική ταινία,
μπορείς να βγεις στην αρχή της σωκράτους και την μπόχα από τα παρασκήνια της
βαρβάκειου, που δε φεύγει ούτε καν τις κυριακές, αλλά είναι λιγότερο επώδυνη
από την ανθρώπινη βόχα (όπως την αναφέρει ο βάρναλης στα ενθυμήματά του από τον
άι-στράτη) που ενδέχεται να βρεις στη συνέχεια.
Το πρώτο στενό στα αριστερά, πριν το υπόγειο μαγειρείο,
όπου περιμένεις να βρεις το ζήκο και τους συμπρωταγωνιστές του, είναι η οδός
θεάτρου, που βγάζει στη μενάνδρου, γιατί του ψυρρή είναι γεμάτο αρχαίους
ποιητές. Κι εκεί μπορείς να δεις μια παλιά, ηρωική πινακίδα από τα γραφεία της
τοπικής κοβ, που μοιάζουν εγκατελειμμένα, όπως και η γύρω περιοχή εξάλλου. Στα
επόμενα μέτρα της σωκράτους στήνεται ένα πανηγύρι φυλών και πολιτισμών, και
βασικά μαγαζιών, γιατί έτσι μετράει τον πολιτισμό ο σύγχρονος αστικός κόσμος, με
το εμπόριο, θεωρώντας συνήθως πιο πολιτισμένους και φιλήσυχους τους μετανάστες
μαγαζάτορες –με εξαίρεση τους ντόπιους φασίστες βάρβαρους, που δε συνηθίζουν να
κάνουν διακρίσεις στο ρατσισμό τους, εκτός και αν συμμαχούν με τους μετανάστες
δεύτερης γενιάς ενάντια στις καινούριες φουρνιές των κολασμένων της γης.
Στην επόμενη γωνιά, πρέπει να υπάρχει ένα στούντιο
ηχογράφησης. Κι αν είσαι τυχερός, μπορείς να πετύχεις ένα ροκάκι ή κάποιο φανκ
κομμάτι να ντύνει μουσικά την κίνηση του δρόμου, σα βιντεοκλίπ που παρωδεί τη
μελωδία της ευτυχίας: always look on the bright side of death, όπως έλεγαν κι οι μόντι πάιθονς, που
μπορεί να τους ερωτευτείς ή να τους μισήσεις κεραυνοβόλα, αλλά δύσκολα θα σε
αφήσουν απλώς αδιάφορο.
Κι ύστερα φτάνεις στη διασταύρωση με πειραιώς και την
πολυκλινική, που πέρασε από σαράντα κύματα, για να επαναλειτουργήσει
κουτσουρεμένη, και έτυχε (;) να την κλείσει ο άδωνις, τότε ακριβώς που πήραν οι
δικοί μας για πρώτη (κι ιστορική) φορά την πλειοψηφία στο σωματείο, κρίνοντας
προφανώς πως το καθημερινό πανδαιμόνιο στον (επίσης κόκκινο) ευαγγελισμό δεν
είναι αρκετό και χρειάζεται ενισχύσεις.
Δεξιά σου έχεις την ομόνοια και τους πάγκους με τις
εφημερίδες, που έχουν τις κυριακάτικες από το απόγευμα του σαββάτου. Και είναι
αγαπημένη συνήθεια να στήνεσαι για να δεις τα πρωτοσέλιδα ή στα κλεφτά κάτι από
τις μέσα σελίδες, αρκεί να μη θυμηθείς τον (όχι και πάρα πολύ) μακρινό καιρό
που τις αγόραζες με το κιλό –κι ας μην τις διάβαζες όλες- και μελαγχολήσεις.
Ευθεία στη σωκράτους βλέπεις ένα μαγαζί οπτικών με τιμές
τΣΟΚου, σε ένα από τα πιο τσοκαριστικά λογοπαίγνια όλων των εποχών –που πρέπει
να είσαι τσόκος αναγραμματισμένος, για να μην το πιάσεις.
Περνάς κάποιες στοές με ενδιαφέροντες μεζέδες και
πελατεία, όπου βρίσκει καταφύγιο ο 20ός αιώνας κι η παράδοσή του. Κλίνεις
ευλαβικά το γόνυ προς τα γραφεία της δημαρ στο βάθος και την κουλτούρα να
φύγουμε. Και μπαίνεις στο σκληροπυρηνικό κομμάτι της σωκράτους, πριν και μετά
τη διασταύρωση με την οδό ξούθου, που σου κάνει για όνομα κάποιας άγριας φυλής.
Ένα κομμάτι που το δέρνουν οι αντιθέσεις και την πιο
χτυπητή εξ αυτών τη συναντάς στη βερανζέρου. Από τη μία τρία κόκκινα γράμματα
και το καινούριο δέντρο, που φύτρωσε και ρίζωσε στην αθήνα μες στο κέντρο (κι
αν δεν έχεις διαβάσει νίκο μπίστη να φτύνει χολή στο βιβλίο του για τη
μετριότητα αυτού του τραγουδιού, δεν έχεις δει τίποτα σε αυτή τη ζωή). Και από
την άλλη το άλφα ταυ (που δεν είναι τα αρχικά αστικής τάξης, αλλά την
εκπροσωπούν κατά μία έννοια, ως οργανικό κομμάτι του κράτους της) ομονοίας και
το χαφιεδότσουρμο, που στήνει μπλόκα και σπάει πλάκα με όσους μετανάστες δεν
έχουν χαρτιά και με το φόβο μες στα μάτια τους. Αλλά δεν έχει κανένα πρόβλημα
με τις κυρίες που φοράνε μίνι στο πεζοδρόμιο και τα πλεούμενα βαποράκια που
είναι καμιά δεκαριά χιλιόμετρα μακριά από τη θάλασσα. Ίσα-ίσα που οργανώνει τις
δουλειές τους, για να είναι πιο αποτελεσματικές, και τους έχει στο διπλανό
τετράγωνο –ούτε καν δυο δρόμους πιο εκεί, για ξεκάρφωμα- για να τους επιτηρεί
καλύτερα. Το πραγματικό πρόβλημα όμως, όπως ξέρεις, είναι ότι οι γειτονιές μας
μένουν αφρούρητες, χωρίς άλφα ταυ (που δεν είναι η αστική τάξη, αλλά είναι
κιόλας κατά μία έννοια) και τον μπάτσο της γειτονιάς. Κι ότι δεν προχωράμε στις
απαραίτητες μεταρρυθμίσεις. Και βρες μου εσύ, σφε αναγνώστη, μία αστική
κυβέρνηση, της αριστεράς ή ό,τι άλλο, που να είναι σε θέση να προχωρήσει μία
αστικοδημοκρατική μεταρρύθμιση: να τα βάλει πχ με τη μαφία και το αστυνομικό
παρακράτος. Κι αν τη βρεις, ξανασυζητάμε σε νέα βάση.
Περνάς το παλιό εφετείο, όπου είχαν κάνει μία από τις πρώτες
τους εμφανίσεις τα χρυσαυγίτικα τάγματα εφόδου –όλως τυχαίως δίπλα από το άλφα
ταυ και αυτοί- ενάντια στους στοιβαγμένους φτωχοδιαβόλους μετανάστες. Έξω οι ξένοι, τους ακούς να λένε και
γυρνάς το βλέμμα στους οδοδείκτες: βερανζέρου, σατωβριάνδου, παραδίπλα
γλάδστωνος, κι άλλα τέτοια που κάνου το λαϊκό στρώμα να ξεκαρδίζεται από τον
πολύ αρχοντοχωριατισμό.
Περνάς αμίλητος, χωρίς να μπορείς να αντιδράσεις, δίπλα
από τις επιχειρήσεις-σκούπα και σκέφτεσαι πότε θα πάρουμε εμείς τη σκούπα, σαν
το βλαδίμηρο, για να καθαρίσουμε τον αστικό σταύλο του αυγεία με το
χαφιεδότσουρμο και όλα τα παλιοπράγματα που συνοδεύουν τις ταξικές κοινωνίες
από τη στιγμή που συγκροτήθηκαν.
Πιο κάτω αρχίζουν τα φαλάφελ της λιοσίου και της αχαρνών,
με τους πιο «πολιτισμένους, φιλήσυχους» μετανάστες, που οι «πιο» πολιτισμένοι,
φιλήσυχοι λευκοί αποφεύγουν καχύποπτα, γιατί τους φαίνονται πολύ βρώμικα ή πολύ
πικάντικα για τα γούστα τους. Και η σωκράτους γίνεται αριστοτέλους. Γιατί αυτή
η περιοχή είναι γεμάτη φιλοσόφους κι ας μην το δείχνει με πολλούς τρόπους. Αλλά
δε βαριέσαι, ούτε κι η χώρα το δείχνει, γιατί να γίνει εδώ η διαφορά;