Ένα δημοσιογραφικό κλισέ λέει ότι ο αύγουστος είναι μήνας νεκρός, χωρίς ειδήσεις. Ακόμα κι ο ρίζος κυκλοφορεί λεπτός σαν τσιγαρόχαρτο, με 24 μόλις σελίδες. Αλλά είκοσι χρόνια πριν, τον αύγουστο του 91’, συνέβαιναν κοσμογονικά γεγονότα, ή μάλλον... –ποιο είναι το αντίθετο της κοσμογονίας; Ας πούμε το τέλος της ιστορίας, αν και είναι όρος αντιδρ-αστικός.- Τέλος πάντων γεγονότα που δεν τα χωράει συντρόφου νους. Πόσο μάλλον μια 24σέλιδη εφημερίδα.
Πέρα από τη μόσχα και το βλαδιβοστόκ, στα θλιβερά απομεινάρια της σοσιαλιστικής πατρίδας, γραφόταν η τελευταία πράξη του σοβιετικού κράτους και του δράματος της περεστρόικα. Που είχε χάπι εντ για τους αστούς, με ανατροπή στο φινάλε –κι όχι κατάρρευση-, ένα νόμπελ ειρήνης για το γκόρμπι στο ρόλο του κομμουνιστή ηγέτη, κι ενθουσιώδη υποδοχή από τις κριτικές επιτροπές των περισσότερων κκ.
Το πραξικόπημα του αυγούστου ήταν ουσιαστικά η ταφόπλακα. Κι ό,τι μεσολάβησε ως το δεκέμβρη με τη διάλυση της εσσδ και την υποστολή της κόκκινης σημαίας από το κρεμλίνο, ήταν τα τυπικά, μέχρι να πέσει οριστικά η αυλαία και να βγει η ληξιαρχική πράξη θανάτου. Κι εμείς εισπράτταμε απ' την εξέδρα βροχή δεκάρικα.
Τα γεγονότα με την αποτυχημένη απόπειρα της επιτροπής σωτηρίας για πραξικόπημα είναι γνωστά σε γενικές γραμμές. Κι είχαν ιδιαίτερη σημειολογία για τους αστούς, καθώς θεωρούσαν ανέκαθεν την οκτωβριανή επανάσταση ως ένα πραξικόπημα των μπολσεβίκων. Έτσι ο επίλογος στην χώρα των σοβιέτ, γράφτηκε όπως ακριβώς άρχισε. Με ένα πραξικόπημα των κομμουνιστών.
Η ιστορία επαναλαμβάνεται ως φάρσα, και βασικά ως τραγωδία, λίγο πριν το τέλος –όπου μοιάζει η σιωπή με αγάπη μεγάλη. Τέτοια ήταν κι η αμήχανη σιωπή των κομμουνιστών. Άλλο αν μετά σε κάποιους έγινε αντεστραμμένη αγάπη κι εκδηλώθηκε ως μίσος κι αναδρομικός αντισοβιετισμός.
Αυτό που έχει σημασία ωστόσο, είναι η ερμηνεία των γεγονότων. Και πρώτα απ’ όλα της χρονικής συγκυρίας. Το πραξικόπημα του αυγούστου συνέπεσε με τις διαπραγματεύσεις στο νόβο ογκάρεβο και τη συμφωνία δέκα σοβιετικών δημοκρατιών (πλην των βαλτικών που είχαν ήδη αποσχιστεί και μερικών ακόμα) για τη μετεξέλιξη της ένωσης κι έγινε μία μέρα πριν να υπογραφεί η συμφωνία. Τον απρίλη του ίδιου έτους είχε προηγηθεί δημοψήφισμα, όπου το 90% των λαών της σοβιετικής ένωσης (και 75% επί του συνολικού πληθυσμού, αν συμπεριλάβουμε τις βαλτικές δημοκρατίες που απείχαν από τη διαδικασία) ψήφισε υπέρ της διατήρησης της ένωσης. Οι ιθύνοντες έγραψαν το αποτέλεσμα στα κατάστιχά τους και συνέχισαν στη ρότα διάλυσης της εσσδ. Το πραξικόπημα έβαλε ουσιαστικά ταφόπλακα στις διαπραγματεύσεις κι επέσπευσε το τέλος της σοβιετίας. Οι δυνάμεις της αντεπανάστασης βγήκαν με ενισχυμένο κύρος, ως υπερασπιστές της δημοκρατίας ήθελαν να καταλύσουν οι κομμουνιστές.
Θεωρητικά οι δυνάμεις της παλινόρθωσης θα μπορούσαν να κρατήσουν μια αστικοποιημένη εκδοχή των σοβιέτ εν είδει κοινοβουλίου, και τη μορφή της ένωσης για να εξυπηρετεί καλύτερα τα μεγαλορωσικά, ιμπεριαλιστικά συμφέροντα. Στην πράξη όμως η παλινόρθωση προσέκρουε στην ένωση και τα θεσμικά της όργανα. Δύο χρόνια μετά τη διάλυση της εσσδ, τον οκτώβρη του 93’, ο γέλτσιν έβαλε στο στόχαστρο ό,τι είχε απομείνει από τα σοβιέτ, βομβαρδίζοντας το κτίριο της βουλής των αντιπροσώπων, που είχαν κλειστεί μέσα σε αυτό.
Παρά την προεργασία των ρεβιζιονιστών επί τρεις και πλέον δεκαετίες, η σοβιετική ένωση δεν ήταν κίνα για να προχωρήσει ομαλά η αντεπανάσταση υπό την καθοδήγηση ενός μεταλλαγμένου κκ. Το σοβιετικό παρελθόν έπρεπε να ξηλωθεί και να μη μείνει τίποτα που να τη θυμίζει, έστω και σε επίπεδο συμβολισμών. Ο ιστός του σοσιαλιστικού κράτους έπρεπε να καταστραφεί ολοσχερώς.
Το δεύτερο σημαντικό ζήτημα είναι τα ακριβή κίνητρα των «πραξικοπηματιών». Οι ενέργειες της επιτροπής σωτηρίας είχαν δύο βασικά χαρακτηριστικά. Καταρχάς τυπική γραφειοκρατική λογική. Κινήθηκαν αποκλειστικά σε επίπεδο κρατικών θεσμών και μηχανισμών, αντί να απευθυνθούν στο σοβιετικό λαό και να κινητοποιήσουν τις μάζες –τις μόνες που θα μπορούσαν να ανατρέψουν την κατάσταση και να υπερασπιστούν το σοσιαλιστικό σύστημα.
Αφετέρου τελείως ερασιτεχνικό χαρακτήρα. Είχαν κακό συντονισμό, έλλειψη οργάνωσης, δεν κινήθηκαν γρήγορα κι αποφασιστικά, και δε συνέλαβαν τον γέλτσιν που κλείστηκε με κάποιους υπερασπιστές του στο λευκό οίκο της μόσχας –τι σου είναι η σημειολογία- κι έγινε ήρωας. Κι ένα τρίτο στοιχείο ήταν η σύνθεση και το ποιόν της επιτροπής σωτηρίας, που αποτελούταν στο σύνολό της από πρωτοκλασάτα στελέχη της περεστρόικα.
Με τον τρόπο που έγινε, η προσπάθεια της επιτροπής ήταν καταδικασμένη εξ αρχής σε αποτυχία. Κατάφερε μόνο να επιταχύνει αυτό που θεωρητικά ήθελε να αποτρέψει. Κι αυτό είναι που κάνει πολλούς συντρόφους καχύποπτους για τις πραγματικές της προθέσεις. Όχι γιατί τους αρέσουν οι συνωμοσιολογίες. Αλλά όποιος καεί στον γκορμπατσόφ, φυσάει και τους σωτήρες. Κι αν υπάρχει μία θεωρία συνωμοσίας που να πλησιάζει περισσότερο στην αλήθεια, είναι αυτή. Ήταν τέτοιες οι συνέπειες του πραξικοπήματος, που οι προθέσεις στην τελική μικρή σημασία έχουν. Είναι σαν την περίπτωση της αντικειμενικής προβοκάτσιας, όπου τα υποκειμενικά κίνητρα δεν αλλάζουν κάτι επί της ουσίας.
Ποιος ήταν όμως ο ρόλος του γκόρμπι σε αυτή την υπόθεση;
Ο γκορμπατσόφ τήρησε στάση αναμονής, περιμένοντας να δει προς τα πού θα παν τα πράγματα. Επί χρόνια αξιοποιούσε τα δύο «άκρα», ανανεωτές και συντηρητικούς, για να ενισχύει τη θέση του, παίζοντας το ρόλο του ισορροπιστή που πρεσβεύει το σώφρον κέντρο. Όταν είδε πού γέρνει η πλάστιγγα, έπαιξε το χαρτί του 'αντιστασιακού' που αρνήθηκε να παραιτηθεί υπέρ της επιτροπής για 'λόγους υγείας'. Αλλά η δυναμική των πραγμάτων τον είχε ήδη ξεπεράσει.
Λίγες μέρες μετά, το πρώτο δεκαήμερο του σεπτέμβρη, έκανε κοινή εμφάνιση με τον γέλτσιν στον φακό του σι εν εν, που έμοιαζε με τελετή παραλαβής-παράδοσης κι επισημοποιούσε την νέα τάξη πραγμάτων στη ρωσία. Το ίδιο χρονικό διάστημα ο γκόρμπι κράτησε κάτι σημειώσεις της πλάκας για το πραξικόπημα του αυγούστου, που κυκλοφόρησαν σε βιβλίο με τον ίδιο τίτλο κι υπότιτλο η αλήθεια και το μέλλον. Μάλλον σκεφτόταν ήδη τη μελλοντική του καριέρα και τα δικαιώματα από τους εκδοτικούς οίκους.
Στην ελλάδα το βιβλίο κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις λιβάνη, που είχαν εκδώσει και το άλλο, μεγάλο του πόνημα, όπου επεξηγούσε τις αρχές της νέας σκέψης και της περεστρόικα. Δεν έχει κάτι αξιόλογο ή βαθυστόχαστο, αλλά ήταν αποκάλυψη για όσους είχαν ακόμα αυταπάτες, αφού έκανε λόγο –μεταξύ άλλων- για τα 70 χρόνια απολυταρχικού καθεστώτος κι απομόνωσης από τον υπόλοιπο κόσμο. Ας δούμε τρία ακόμη αποσπάσματα.
Μια απάντηση στους ‘κίτρινους’ επικριτές της περεστρόικα..
Τον τελευταίο καιρό οι επικρίσεις έχουν φτάσει στο ζενίθ τους. Όπως κάποτε είχαν κατηγορήσει το λένιν για κατάσκοπο των γερμανών (σήμερα άρχισαν πάλι να ψελλίζουν αυτές τις ασυναρτησίες), έτσι και σήμερα ο κίτρινος τύπος μας «ανακαλύπτει» μεταξύ των εμπνευστών της περεστρόικα, πράκτορες του ιμπεριαλισμού και των δυτικών μυστικών υπηρεσιών (σελ 129-30).
Ο κόκκινος τύπος είχε αλωθεί από μέσα και κοιμόταν τον ύπνο του δικαίου.
Μια καθαρή ομολογία για την ουσία της ιστορικής στροφής στο εικοστό συνέδριο.
Το κυριότερο είναι μα μην κάνουμε πίσω τώρα, να μη σταματήσουμε, να μην αναζητήσουμε τη σωτηρία στο παρελθόν. Αυτό θα ήταν ανεπανόρθωτο λάθος. Θα ήταν καθαρή αυτοκτονία, αν κι αυτή τη φορά διστάσουμε και σταματήσουμε στα μισά του δρόμου –όπως στις δεκαετίες του 50’ και του 60’ (σελ 155).
Και το στιβαρό ιδεολογικό περίγραμμα ενός γνήσιου σοσιαλδημοκράτη.
Ανήκω σε εκείνη την κατηγορία των ανθρώπων που ποτέ δεν κρύβουν τις απόψεις τους. (!!) Είμαι εκ πεποιθήσεως οπαδός της σοσιαλιστικής ιδέας. Υπάρχουν διάφορα παρακλάδια του σοσιαλιστικού κινήματος, γιατί δεν είναι κάποιο μοντέλο στο οποίο προσαρμόζεται η εκάστοτε κοινωνία. Όχι, είναι ιδέα, μόνο ιδέα, με αξίες που διαμορφώθηκαν στην πορεία αναζήτησης μιας πιο δίκαιας κοινωνίας. Ιδέα που τροφοδοτείται κι από πολλά επιτεύγματα του χριστιανισμού, κι άλλων φιλοσοφικών ρευμάτων.
Όταν αναφερόμαστε στο σοσιαλισμό, θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι απέτυχε το μοντέλο του σοσιαλισμού που εφαρμόστηκε στην χώρα μας κι όχι η ίδια η σοσιαλιστική ιδέα (σελ 51).
Το πιο ενδιαφέρον είναι ότι όλα αυτά γράφτηκαν τρεις μόλις τρεις μήνες μετά την επίσκεψη του κλιμακίου του πγ της κετουκε στη μόσχα για να πάρουν από το γκόρμπι την ευχή του ως προς την εσωκομματική διαμάχη εκείνης της περιόδου. Εκεί δηλ που του δώσαμε το αγαλματάκι του ηρακλή ως δώρο για το ηράκλειο έργο που επιτελούσε.
Η κε του μπλοκ έχασε την εικοστή επέτειο αυτής της καλτ επίσκεψης, αλλά επιφυλάσσεται να επανορθώσει στο προσεχές μέλλον. Κι έκανε αυτή την ανάρτηση μία εβδομάδα πριν την εικοστή επέτειο του αυγουστιανού πραξικοπήματος, γιατί φεύγει για διακοπές και δε θα έχει πρόσβαση στο δίκτυο τις επόμενες ημέρες. Ίσως μεσολαβήσει κάποια έκτακτη ανάρτηση-κονσέρβα, από το αρχείο της κε του μπλοκ. Καλό υπόλοιπο καλοκαιριού.
Κυριακή 14 Αυγούστου 2011
Τετάρτη 10 Αυγούστου 2011
Ορισμένες διεργασίες στον οπορτουνιστικό χώρο
Η κομεπ που κυκλοφορεί αυτό το μήνα περιέχει μεταξύ άλλων ένα άρθρο του τραβασάρου των λαών, σεμνού τροβαδούρου της εργατικής τάξης και της ορθοδοξίας ενάντια στα οπορτουνιστικά ρεύματα, που είναι μέλος της ιδεολογικής επιτροπής –μέχρι πρότινος του κσ και πλέον της κετουκέ– και συνεχίζει με αντίστοιχη θεματολογία, από εκεί που είχε σταματήσει ο κύριλλος. Το τελευταίο του πόνημα έχει τον τίτλο του κειμένου κι έκταση περίπου σαράντα σελίδων, όπου το δεύτερο –και μεγαλύτερο- μέρος αφορά τις διεργασίες στα μετωπικά σχήματα του σύριζα και της ανταρσύα.
Το απολίθωμα, ως ιδεολογικός υπεύθυνος της κε του μπλοκ, δε θα σχολιάσει το άρθρο του τραβασάρου επί της μορφής ή της ουσίας, αλλά θα παραθέσει κάποιες ιδέες σαν προσχέδιο για το πώς θα έγραφε αυτό ένα τέτοιο άρθρο.
Εισαγωγική παρατήρηση. Η κε του μπλοκ διαφωνεί από θέση αρχής με την κρατούσα ερμηνεία περί δύο αλληλοτροφοδοτούμενων κέντρων στο κόμμα και τη νεολαία, κατά τη δεκαετία με τις βάτες, που έφυγαν, το ένα το 89 από τα αριστερά (σκέτα, χωρίς κάτω) και το άλλο από τα δεξιά προς τον συν, δυο χρόνια αργότερα. Κυρίως γιατί δε θεωρεί ίδιας ποιότητας και προθέσεων τον κόσμο που έφυγε το 89 με τον δεξιό οπορτουνισμό των συνασπισμένων.
Έλα όμως που η μετέπειτα πορεία τους τα τελευταία χρόνια οδηγεί τα δύο "κέντρα" σε μια σύγκλιση, τακτική και προγραμματική, που βαθαίνει με τον καιρό κι αποκτά μόνιμα χαρακτηριστικά. Και η οποία μπορεί να δικαιώσει αναδρομικά το σχήμα των δύο κέντρων, αριστερού και δεξιού, τα οποία συμμάχησαν -παρά τις διαφορετικές τους αφετηρίες- ενάντια στο κέντρο.
Η σύγκλιση αυτή μεταξύ των μετωπικών σχημάτων σύριζα κι ανταρσύας έγινε ευρύτερα φανερή στην παρούσα συγκυρία της οικονομικής κρίσης, έχοντας ως άξονα το μεταβατικό πρόγραμμα και τα αιτήματα των αριστερών οικονομολόγων σχετικά με το δημόσιο χρέος: στάση πληρωμών, έξοδος από την ευρωζώνη, εθνικοποίηση τραπεζών και βασικών παραγωγικών κλάδων. Συγκρότηση της επιτροπής λογιστικού ελέγχου -ελε- που θα αποφανθεί ποιο μέρος του ελληνικού χρέους είναι απεχθές και δεν πρέπει να πληρωθεί. Επαναδιαπραγμάτευση με στόχο τη διαγραφή –ενός μέρους ή και του συνόλου- του χρέους.
Γύρω από αυτόν τον άξονα υπάρχουν ορισμένες παραλλαγές κι επιμέρους διαφοροποιήσεις. Πχ η ανταρσύα προβάλλει ως στόχο την έξοδο από την εε –που δεν είναι ωστόσο η αντικαπιταλιστική αποδέσμευση που έλεγε παλιότερα το μέρα- αλλά δέχεται την έξοδο από την ευρωζώνη, ως ένα πρώτο βήμα ρήξης με την ευρωπαϊκή ένωση. Επίσης η ανταρσύα υποστηρίζει τη διαγραφή του χρέους, αντί της επαναδιαπραγμάτευσης. Αλλά την ίδια στιγμή στηρίζει κριτικά την ελε, για να βρούμε ποιο κομμάτι του δημόσιου χρέους είναι παράνομο, με προμετωπίδα το ντοκιμαντέρ του χατζηστεφάνου που έσπασε ταμεία. Ενώ ένα άλλο στέλεχός της, ο πι-πι, λέει να προτείνουμε την επαναδιαπραγμάτευση κι αν δεν το δεχτούν οι δανειστές μας, να προχωρήσουμε τότε στο μέτρο της διαγραφής.
Το ερώτημα είναι ποιοι ακριβώς είμαστε εμείς, αλλά αυτό θα το δούμε λίγο παρακάτω.
Το βασικό αγκάθι στη σύγκλιση είναι ο έξαλλος κι ανοιχτός φιλοευρωπαϊσμός του συνασπισμού και της ηγεσίας του, που απορρίπτει την έξοδο από το ευρώ κι αναζητά λύσεις στο ευρω-ομόλογο. Αλλά εντός του αριστερού ρεύματος υπάρχει μια σχετική διαπάλη, ακόμα και φωνές αυτοκριτικής για το μάαστριχτ, η οποία μπορεί να είναι κι έντιμη, σε ευθεία αντιστοίχιση με τον οπορτουνισμό της.
Το βασικό ερώτημα βέβαια, όπως είπαμε και πριν, είναι ποιος θα κληθεί να πραγματοποιήσει αυτό το πρόγραμμα. Κι εκεί διαπιστώνουμε τη βασική, ουσιαστική σύγκλιση των δύο χώρων.
Καταρχάς ελλοχεύει ο γλυκός πειρασμός να σκεφτεί κανείς πως αυτά τα συγκεκριμένα, μεταβατικά, αντικαπιταλιστικά αιτήματα, τα υλοποιεί σήμερα η δεξιά κυβέρνηση της ουγγαρίας, ή η κυβέρνηση του ομπάμα, που κρατικοποίησε τις τράπεζες και τις ασφαλιστικές που χρεοκόπησαν, ενώ βρέθηκε ένα βήμα πριν από τη στάση πληρωμών. Αλλά δε θα υποκύψουμε.
Η επόμενη λογική υπόθεση είναι ότι αυτά τα αιτήματα θα τα πραγματοποιήσει το κίνημα και μια άλλη εξουσία, που θα ανατρέψει την αστική. Αυτό όμως θα μετέθετε την εφαρμογή τους στην δευτέρα παρουσία –σύμφωνα με τη λογική του χώρου, τότε τοποθετείται χρονικά η επανάσταση- και δε θα έδινε «εδώ και τώρα» διέξοδο στα καθημερινά προβλήματα που αντιμετωπίζουν σήμερα τα λαϊκά στρώματα.
Οπότε τι μας μένει; Μια προοδευτική κυβέρνηση που θα τα εφαρμόσει υπό τον έλεγχο του λαϊκού κινήματος. Αυτό στη γλώσσα του συν λέγεται αριστερό, αντιμνημονιακό μέτωπο και συνασπισμός εξουσίας για μια προοδευτική διακυβέρνηση. Και στη γλώσσα της ανταρσύα μεταφράζεται σε μια αδύναμη, αστική κυβέρνηση που θα αναγκαστεί να υλοποιήσει αυτό το πρόγραμμα υπό την πίεση και το μαζικό, πολιτικό εκβιασμό του κινήματος.
Κατά το παρελθόν έχουν υπάρξει περιπτώσεις, όπου η αστική τάξη αδυνατούσε να προχωρήσει σε έναν στοιχειώδη εκσυγχρονισμό κι έτσι η επανάσταση κλήθηκε να επιλύσει και ζητήματα αστικο-δημοκρατικού χαρακτήρα. Αυτή ωστόσο είναι η πρώτη φορά που μια αστική κυβέρνηση καλείται να επιλύσει και να ικανοποιήσει επαναστατικά αιτήματα. Πώς θα γίνει αυτό; Με μαζικό, πολιτικό εκβιασμό του κινήματος. Το οποίο θα είναι αρκετά δυνατό να εκβιάσει την αστική εξουσία, αλλά όχι και να την ανατρέψει. Πώς θα την εκβιάζει τότε; Μια ιδέα είναι να κρατάμε την αναπνοή μας, όπως έκανε ο μικρός πέπε από το αστερίξ στην ισπανία, μέχρι να του γίνει το χατίρι.
Επί της ουσίας, συν κι ανταρσύα μιλάνε για το ίδιο πράγμα. Ο συνασπισμός θέλει να πάρει μέρος σε μια κυβέρνηση –αριστερών, αντιμνημονιακών δυνάμεων- για να γλείψει επιτέλους το κοκαλάκι της εξουσίας. Κι η ανταρσύα την ίδια ακριβώς κυβέρνηση για να μπορεί να την ελέγχει και να την εκβιάζει. Κάτι σαν την κυβέρνηση του κερένσκι –εν αναμονή των μπολσεβίκων. Αλλά δε θα μπορεί να πάρει η ίδια μέρος σε αυτήν, γιατί αυτό θα έθιγε το συλλογικό φετίχ του χώρου για το 89 και τον τζανετακισμό –ανώτερο στάδιο του κυβερνητισμού. Μέχρι αποδείξεως του εναντίου τουλάχιστον.
Στην πραγματικότητα, η σύγκλιση των πάλαι ποτέ κέντρων οδηγεί στο αφετηριακό σημείο από το οποίο ξεκίνησαν –κι από το οποίο έφυγαν τη διετία 89-91: το κουκουέ της δεκαετίας του ογδόντα –και δη- στις χειρότερές του πολιτικές στιγμές.
Γιατί τι άλλο είναι το μεταβατικό πρόγραμμα των αριστερών οικονομολόγων, παρά μια νεότερη εκδοχή της «αλλαγής με κατεύθυνση το σοσιαλισμό» που ευαγγελιζόταν το κόμμα στα χρυσά 80’ς; Και σε τι διαφέρει επί της ουσίας ο αγώνας για την εξάλειψη του χρέους –ως συνέπεια της κρίσης- και την έξοδο από το ευρώ, από την πάλη ενάντια στις συνέπειες της ένταξης στην εοκ, στα τέλη της δεκαετίας με τις βάτες, λίγο πριν υπογραφεί το κοινό πόρισμα με τη φιλοεοκική εαρ;
Η λογική αυτή των μικρών αλλαγών, που θα ανοίξουν σταδιακά ένα δρόμο για το σοσιαλισμό, μου θυμίζει το ρεφραίν από ένα παλιό τραγούδι του θέμη αδαμαντίδη, που ακούγεται στην καλτ ταινία «Βασικά καλησπέρα σας».
Λίγο-λίγο, θα τη βρούμε την χαρά. Λίγο-λίγο κι όχι βιαστικά.
(http://www.youtube.com/watch?v=I6FMwkrnaFU)
Κι η λογική που μιλάει για κρίση χρέους και θέτει στο επίκεντρο της ανάλυσής της το δημόσιο χρέος και τα «μεταβατικά αιτήματα» που απορρέουν από αυτό, θα μπορούσε να παραφράσει τη γνωστή φράση του μπιλ κλίντον, ή ακόμα τον τίτλο από το τελευταίο βιβλίο του μπογιόπουλου και να μας πει: είναι το χρέος ηλίθιε.
It's the public depth, stupid.
Αλλά ο εργατικός έλεγχος είναι γνήσιος όταν αφορά πρώτα και κύρια το κράτος και την εξουσία. Κι οι εθνικοποιήσεις είναι υπέρ του λαού, όταν δεν υποτάσσουν το έθνος των εργαζομένων στην αταξική σούπα του έθνους γενικά κι υπεράνω τάξεων. Οι κρατικοποιήσεις δεν αποκτάν φιλολαϊκό περιεχόμενο, αν δε λύσουμε το βασικό ζήτημα του κράτους που θα τις κάνει. Ή αλλιώς –πράγμα που είναι το ίδιο- της εξουσίας που θα τις πραγματοποιήσει.
-Παράρτημα πρώτο
Είχα ξεκινήσει να κρατάω σημειώσεις για αυτό το κείμενο, όταν διάβασα στον κυριακάτικο ρίζο ένα άρθρο του λουκά που έβαζε όλη την ουσία του θέματος και λέει αρκετά από αυτά που ήθελα να γράψω κι εγώ. Ένα βασικό του πλεονέκτημα είναι ότι ασκεί κριτική επί πραγματικών θέσεων –που μας τις παραθέτει εκτενώς- χωρίς να τις διαστρεβλώνει, ή να τις «ερμηνεύει δημιουργικά».
Παραθέτω με τη σειρά μου μία από τις παραθέσεις του σ.λ. από το πριν που είναι ενδεικτική για τη λογική -και τα όρια- του μαζικού πολιτικού εκβιασμού.
«Μέσα στην όξυνση των κοινωνικών και πολιτικών αντιθέσεων και την κρίση του πολιτικού συστήματος, που κάνουν εμφανές το ενδεχόμενο για κατάρρευση κυβερνήσεων υπό το βάρος του λαϊκού παράγοντα, είναι πιθανό να δούμε ένα φάσμα ενδεχομένων από αστικές κυβερνήσεις που να λειτουργούν υπό τον εκβιασμό του λαϊκού κινήματος, αντιφατικές κυβερνήσεις ή κυβερνήσεις ταξικής συνεργασίας, πιθανώς και με συμμετοχή κομματιών της Αριστεράς. Φυσικά, η στάση των ταξικών δυνάμεων, του εργατικού κινήματος και της αντικαπιταλιστικής επαναστατικής Αριστεράς απέναντι σε τέτοιες κυβερνήσεις δεν είναι ίδια με τη στάση απέναντι σε καθαρά αστικές κυβερνήσεις».
Η αμέσως προηγούμενη παράθεση είναι από το γνωστό κείμενο του δεσύλλα που κυκλοφόρησε ευρέως στο διαδίκτυο τις τελευταίες μέρες. Μια σειρά άμεσων «πολιτικών στόχων» στο πνεύμα της πραγματικής δημοκρατίας των πλατειών –που ήταν κι αυτές πεδίον δόξης κι ενωτικής όσμωσης με τον συν και τη ρίζα του. Στόχοι που έχουν ως βάση το πολιτικό «γλείψιμο» στους αγανακτισμένους, στη συνέχεια μπερδεύονται με σοσιαλιστικά αιτήματα (βουλευτές αιρετοί κι ανακλητοί από χώρους δουλειάς) και καταλήγουν σε μια σούπα εκσυγχρονισμού του αστικού, πολιτικού συστήματος.
Μια ενδιαφέρουσα κριτική στο κείμενο του δεσύλλα μπορείτε να βρείτε στη σελίδα της κόντρας: http://www.eksegersi.gr/article.php?article_id=12593&cat_id=32
Παράρτημα δεύτερο
Παράλληλα με το πολιτικό –κι ως απόρροιά του- υπάρχει και το οργανωτικό ζήτημα. Προσωπικά πιστεύω ότι τα οργανωτικά του σύριζα δεν παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον, με την έννοια ότι πρόκειται για ένα πολιτικό προξενιό με προίκα τα λεφτά της κρατικής επιχορήγησης για τις διάφορες συνιστώσες. Χωρίς αυτά πιθανότατα θα είχε διαλυθεί προ πολλού.
Ωστόσο κάποια από τα οργανωτικά ζητήματα που είχαν αντιμετωπίσει στην πρώτη ρομαντική τους περίοδο, φαίνεται να απασχολούν τώρα και την ανταρσύα. Η οποία δυόμισι χρόνια μετά τη συγκρότησή της, εξακολουθεί να πορεύεται χωρίς σαφές πρόγραμμα και καταστατικό, με καθοδηγητικό όργανο κορυφών που δεν έχει εκλεγεί από τα μέλη της, αλλά ορίζεται με κοοπτάτσια από κάθε συνιστώσα.
Τον τελευταίο περίπου χρόνο, το μετωπικό σχήμα της ανταρσύα βρίσκεται εν όψει της πρώτης πανελλαδικής της συνδιάσκεψης με εκλεγμένους αντιπροσώπους, η οποία ωστόσο πηγαίνει από αναβολή σε αναβολή. Βλέπε και το σχετικό ποστ του ανένταχτου αντάρτη χαρίδημου (http://ashtonhar.blogspot.com/2011/07/blog-post_2397.html) που μοιάζει να είναι από τους λίγους που έχουν πάρει ζεστά την υπόθεση της συνδιάσκεψης και την περιμένουν εναγώνια μαζί με τον γκοντώ...
Τον περασμένο μήνα βγήκε με μεγάλη καθυστέρηση το κείμενο της πολιτικής εισήγησης που θα συζητηθεί στις τοπικές συνελεύσεις εν όψει της συνδιάσκεψης. Παρόλα αυτά δεν κατορθώθηκε να βγει ενιαία εισήγηση επί του οργανωτικού κι έτσι κυκλοφορούν διάφορα κείμενα με τις προτάσεις της κάθε οργάνωσης επί του θέματος.
(http://ashtonhar.blogspot.com/2011/07/blog-post_17.html)
Βασικό επίδικο φαίνεται να είναι το μέτρο της εκπροσώπησης και των ποσοστώσεων. Θεωρητικά οι ποσοστώσεις μπαίνουν για να εξασφαλίσουν την παρουσία ανένταχτων μελών, που δεν ανήκουν σε οργανώσεις, η οποία θα δείχνει την ευρύτερη δυναμική της ανταρσύα ως κάτι παραπάνω από ένα απλό άθροισμα των οργανώσεων που την αποτελούν.
Τελικά αποδείχτηκε ότι ο καβγάς για τις ποσοστώσεις αφορά την εξασφάλιση της παρουσίας των ίδιων των οργανώσεων και τους μεταξύ τους συσχετισμούς. Κι αυτός είναι ο βασικός ίσως λόγος που δεν κατέστη δυνατή η συμφωνία στην εισήγηση επί του οργανωτικού κι η συνδιάσκεψη παίρνει τη μία αναβολή μετά την άλλη.
Με βάση αυτά τα δείγματα γραφής, ο βασικός κίνδυνος για τη συνδιάσκεψη είναι να εξελιχθεί σε ένα αντίγραφο του διήμερου των σχημάτων της εαακ, με παρασκηνιακές διαβουλεύσεις μεταξύ των οργανώσεων και το ανένταχτο δυναμικό σε διακοσμητικό ρόλο.
Σε κάθε περίπτωση το οργανωτικό ζήτημα είναι μια επιμέρους πτυχή –κι ως ένα βαθμό απόρροια- του πολιτικού, και δεν πρέπει να ιδωθεί ξεκομμένα απ’ αυτό.
Το απολίθωμα, ως ιδεολογικός υπεύθυνος της κε του μπλοκ, δε θα σχολιάσει το άρθρο του τραβασάρου επί της μορφής ή της ουσίας, αλλά θα παραθέσει κάποιες ιδέες σαν προσχέδιο για το πώς θα έγραφε αυτό ένα τέτοιο άρθρο.
Εισαγωγική παρατήρηση. Η κε του μπλοκ διαφωνεί από θέση αρχής με την κρατούσα ερμηνεία περί δύο αλληλοτροφοδοτούμενων κέντρων στο κόμμα και τη νεολαία, κατά τη δεκαετία με τις βάτες, που έφυγαν, το ένα το 89 από τα αριστερά (σκέτα, χωρίς κάτω) και το άλλο από τα δεξιά προς τον συν, δυο χρόνια αργότερα. Κυρίως γιατί δε θεωρεί ίδιας ποιότητας και προθέσεων τον κόσμο που έφυγε το 89 με τον δεξιό οπορτουνισμό των συνασπισμένων.
Έλα όμως που η μετέπειτα πορεία τους τα τελευταία χρόνια οδηγεί τα δύο "κέντρα" σε μια σύγκλιση, τακτική και προγραμματική, που βαθαίνει με τον καιρό κι αποκτά μόνιμα χαρακτηριστικά. Και η οποία μπορεί να δικαιώσει αναδρομικά το σχήμα των δύο κέντρων, αριστερού και δεξιού, τα οποία συμμάχησαν -παρά τις διαφορετικές τους αφετηρίες- ενάντια στο κέντρο.
Η σύγκλιση αυτή μεταξύ των μετωπικών σχημάτων σύριζα κι ανταρσύας έγινε ευρύτερα φανερή στην παρούσα συγκυρία της οικονομικής κρίσης, έχοντας ως άξονα το μεταβατικό πρόγραμμα και τα αιτήματα των αριστερών οικονομολόγων σχετικά με το δημόσιο χρέος: στάση πληρωμών, έξοδος από την ευρωζώνη, εθνικοποίηση τραπεζών και βασικών παραγωγικών κλάδων. Συγκρότηση της επιτροπής λογιστικού ελέγχου -ελε- που θα αποφανθεί ποιο μέρος του ελληνικού χρέους είναι απεχθές και δεν πρέπει να πληρωθεί. Επαναδιαπραγμάτευση με στόχο τη διαγραφή –ενός μέρους ή και του συνόλου- του χρέους.
Γύρω από αυτόν τον άξονα υπάρχουν ορισμένες παραλλαγές κι επιμέρους διαφοροποιήσεις. Πχ η ανταρσύα προβάλλει ως στόχο την έξοδο από την εε –που δεν είναι ωστόσο η αντικαπιταλιστική αποδέσμευση που έλεγε παλιότερα το μέρα- αλλά δέχεται την έξοδο από την ευρωζώνη, ως ένα πρώτο βήμα ρήξης με την ευρωπαϊκή ένωση. Επίσης η ανταρσύα υποστηρίζει τη διαγραφή του χρέους, αντί της επαναδιαπραγμάτευσης. Αλλά την ίδια στιγμή στηρίζει κριτικά την ελε, για να βρούμε ποιο κομμάτι του δημόσιου χρέους είναι παράνομο, με προμετωπίδα το ντοκιμαντέρ του χατζηστεφάνου που έσπασε ταμεία. Ενώ ένα άλλο στέλεχός της, ο πι-πι, λέει να προτείνουμε την επαναδιαπραγμάτευση κι αν δεν το δεχτούν οι δανειστές μας, να προχωρήσουμε τότε στο μέτρο της διαγραφής.
Το ερώτημα είναι ποιοι ακριβώς είμαστε εμείς, αλλά αυτό θα το δούμε λίγο παρακάτω.
Το βασικό αγκάθι στη σύγκλιση είναι ο έξαλλος κι ανοιχτός φιλοευρωπαϊσμός του συνασπισμού και της ηγεσίας του, που απορρίπτει την έξοδο από το ευρώ κι αναζητά λύσεις στο ευρω-ομόλογο. Αλλά εντός του αριστερού ρεύματος υπάρχει μια σχετική διαπάλη, ακόμα και φωνές αυτοκριτικής για το μάαστριχτ, η οποία μπορεί να είναι κι έντιμη, σε ευθεία αντιστοίχιση με τον οπορτουνισμό της.
Το βασικό ερώτημα βέβαια, όπως είπαμε και πριν, είναι ποιος θα κληθεί να πραγματοποιήσει αυτό το πρόγραμμα. Κι εκεί διαπιστώνουμε τη βασική, ουσιαστική σύγκλιση των δύο χώρων.
Καταρχάς ελλοχεύει ο γλυκός πειρασμός να σκεφτεί κανείς πως αυτά τα συγκεκριμένα, μεταβατικά, αντικαπιταλιστικά αιτήματα, τα υλοποιεί σήμερα η δεξιά κυβέρνηση της ουγγαρίας, ή η κυβέρνηση του ομπάμα, που κρατικοποίησε τις τράπεζες και τις ασφαλιστικές που χρεοκόπησαν, ενώ βρέθηκε ένα βήμα πριν από τη στάση πληρωμών. Αλλά δε θα υποκύψουμε.
Η επόμενη λογική υπόθεση είναι ότι αυτά τα αιτήματα θα τα πραγματοποιήσει το κίνημα και μια άλλη εξουσία, που θα ανατρέψει την αστική. Αυτό όμως θα μετέθετε την εφαρμογή τους στην δευτέρα παρουσία –σύμφωνα με τη λογική του χώρου, τότε τοποθετείται χρονικά η επανάσταση- και δε θα έδινε «εδώ και τώρα» διέξοδο στα καθημερινά προβλήματα που αντιμετωπίζουν σήμερα τα λαϊκά στρώματα.
Οπότε τι μας μένει; Μια προοδευτική κυβέρνηση που θα τα εφαρμόσει υπό τον έλεγχο του λαϊκού κινήματος. Αυτό στη γλώσσα του συν λέγεται αριστερό, αντιμνημονιακό μέτωπο και συνασπισμός εξουσίας για μια προοδευτική διακυβέρνηση. Και στη γλώσσα της ανταρσύα μεταφράζεται σε μια αδύναμη, αστική κυβέρνηση που θα αναγκαστεί να υλοποιήσει αυτό το πρόγραμμα υπό την πίεση και το μαζικό, πολιτικό εκβιασμό του κινήματος.
Κατά το παρελθόν έχουν υπάρξει περιπτώσεις, όπου η αστική τάξη αδυνατούσε να προχωρήσει σε έναν στοιχειώδη εκσυγχρονισμό κι έτσι η επανάσταση κλήθηκε να επιλύσει και ζητήματα αστικο-δημοκρατικού χαρακτήρα. Αυτή ωστόσο είναι η πρώτη φορά που μια αστική κυβέρνηση καλείται να επιλύσει και να ικανοποιήσει επαναστατικά αιτήματα. Πώς θα γίνει αυτό; Με μαζικό, πολιτικό εκβιασμό του κινήματος. Το οποίο θα είναι αρκετά δυνατό να εκβιάσει την αστική εξουσία, αλλά όχι και να την ανατρέψει. Πώς θα την εκβιάζει τότε; Μια ιδέα είναι να κρατάμε την αναπνοή μας, όπως έκανε ο μικρός πέπε από το αστερίξ στην ισπανία, μέχρι να του γίνει το χατίρι.
Επί της ουσίας, συν κι ανταρσύα μιλάνε για το ίδιο πράγμα. Ο συνασπισμός θέλει να πάρει μέρος σε μια κυβέρνηση –αριστερών, αντιμνημονιακών δυνάμεων- για να γλείψει επιτέλους το κοκαλάκι της εξουσίας. Κι η ανταρσύα την ίδια ακριβώς κυβέρνηση για να μπορεί να την ελέγχει και να την εκβιάζει. Κάτι σαν την κυβέρνηση του κερένσκι –εν αναμονή των μπολσεβίκων. Αλλά δε θα μπορεί να πάρει η ίδια μέρος σε αυτήν, γιατί αυτό θα έθιγε το συλλογικό φετίχ του χώρου για το 89 και τον τζανετακισμό –ανώτερο στάδιο του κυβερνητισμού. Μέχρι αποδείξεως του εναντίου τουλάχιστον.
Στην πραγματικότητα, η σύγκλιση των πάλαι ποτέ κέντρων οδηγεί στο αφετηριακό σημείο από το οποίο ξεκίνησαν –κι από το οποίο έφυγαν τη διετία 89-91: το κουκουέ της δεκαετίας του ογδόντα –και δη- στις χειρότερές του πολιτικές στιγμές.
Γιατί τι άλλο είναι το μεταβατικό πρόγραμμα των αριστερών οικονομολόγων, παρά μια νεότερη εκδοχή της «αλλαγής με κατεύθυνση το σοσιαλισμό» που ευαγγελιζόταν το κόμμα στα χρυσά 80’ς; Και σε τι διαφέρει επί της ουσίας ο αγώνας για την εξάλειψη του χρέους –ως συνέπεια της κρίσης- και την έξοδο από το ευρώ, από την πάλη ενάντια στις συνέπειες της ένταξης στην εοκ, στα τέλη της δεκαετίας με τις βάτες, λίγο πριν υπογραφεί το κοινό πόρισμα με τη φιλοεοκική εαρ;
Η λογική αυτή των μικρών αλλαγών, που θα ανοίξουν σταδιακά ένα δρόμο για το σοσιαλισμό, μου θυμίζει το ρεφραίν από ένα παλιό τραγούδι του θέμη αδαμαντίδη, που ακούγεται στην καλτ ταινία «Βασικά καλησπέρα σας».
Λίγο-λίγο, θα τη βρούμε την χαρά. Λίγο-λίγο κι όχι βιαστικά.
(http://www.youtube.com/watch?v=I6FMwkrnaFU)
Κι η λογική που μιλάει για κρίση χρέους και θέτει στο επίκεντρο της ανάλυσής της το δημόσιο χρέος και τα «μεταβατικά αιτήματα» που απορρέουν από αυτό, θα μπορούσε να παραφράσει τη γνωστή φράση του μπιλ κλίντον, ή ακόμα τον τίτλο από το τελευταίο βιβλίο του μπογιόπουλου και να μας πει: είναι το χρέος ηλίθιε.
It's the public depth, stupid.
Αλλά ο εργατικός έλεγχος είναι γνήσιος όταν αφορά πρώτα και κύρια το κράτος και την εξουσία. Κι οι εθνικοποιήσεις είναι υπέρ του λαού, όταν δεν υποτάσσουν το έθνος των εργαζομένων στην αταξική σούπα του έθνους γενικά κι υπεράνω τάξεων. Οι κρατικοποιήσεις δεν αποκτάν φιλολαϊκό περιεχόμενο, αν δε λύσουμε το βασικό ζήτημα του κράτους που θα τις κάνει. Ή αλλιώς –πράγμα που είναι το ίδιο- της εξουσίας που θα τις πραγματοποιήσει.
-Παράρτημα πρώτο
Είχα ξεκινήσει να κρατάω σημειώσεις για αυτό το κείμενο, όταν διάβασα στον κυριακάτικο ρίζο ένα άρθρο του λουκά που έβαζε όλη την ουσία του θέματος και λέει αρκετά από αυτά που ήθελα να γράψω κι εγώ. Ένα βασικό του πλεονέκτημα είναι ότι ασκεί κριτική επί πραγματικών θέσεων –που μας τις παραθέτει εκτενώς- χωρίς να τις διαστρεβλώνει, ή να τις «ερμηνεύει δημιουργικά».
Παραθέτω με τη σειρά μου μία από τις παραθέσεις του σ.λ. από το πριν που είναι ενδεικτική για τη λογική -και τα όρια- του μαζικού πολιτικού εκβιασμού.
«Μέσα στην όξυνση των κοινωνικών και πολιτικών αντιθέσεων και την κρίση του πολιτικού συστήματος, που κάνουν εμφανές το ενδεχόμενο για κατάρρευση κυβερνήσεων υπό το βάρος του λαϊκού παράγοντα, είναι πιθανό να δούμε ένα φάσμα ενδεχομένων από αστικές κυβερνήσεις που να λειτουργούν υπό τον εκβιασμό του λαϊκού κινήματος, αντιφατικές κυβερνήσεις ή κυβερνήσεις ταξικής συνεργασίας, πιθανώς και με συμμετοχή κομματιών της Αριστεράς. Φυσικά, η στάση των ταξικών δυνάμεων, του εργατικού κινήματος και της αντικαπιταλιστικής επαναστατικής Αριστεράς απέναντι σε τέτοιες κυβερνήσεις δεν είναι ίδια με τη στάση απέναντι σε καθαρά αστικές κυβερνήσεις».
Η αμέσως προηγούμενη παράθεση είναι από το γνωστό κείμενο του δεσύλλα που κυκλοφόρησε ευρέως στο διαδίκτυο τις τελευταίες μέρες. Μια σειρά άμεσων «πολιτικών στόχων» στο πνεύμα της πραγματικής δημοκρατίας των πλατειών –που ήταν κι αυτές πεδίον δόξης κι ενωτικής όσμωσης με τον συν και τη ρίζα του. Στόχοι που έχουν ως βάση το πολιτικό «γλείψιμο» στους αγανακτισμένους, στη συνέχεια μπερδεύονται με σοσιαλιστικά αιτήματα (βουλευτές αιρετοί κι ανακλητοί από χώρους δουλειάς) και καταλήγουν σε μια σούπα εκσυγχρονισμού του αστικού, πολιτικού συστήματος.
Μια ενδιαφέρουσα κριτική στο κείμενο του δεσύλλα μπορείτε να βρείτε στη σελίδα της κόντρας: http://www.eksegersi.gr/article.php?article_id=12593&cat_id=32
Παράρτημα δεύτερο
Παράλληλα με το πολιτικό –κι ως απόρροιά του- υπάρχει και το οργανωτικό ζήτημα. Προσωπικά πιστεύω ότι τα οργανωτικά του σύριζα δεν παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον, με την έννοια ότι πρόκειται για ένα πολιτικό προξενιό με προίκα τα λεφτά της κρατικής επιχορήγησης για τις διάφορες συνιστώσες. Χωρίς αυτά πιθανότατα θα είχε διαλυθεί προ πολλού.
Ωστόσο κάποια από τα οργανωτικά ζητήματα που είχαν αντιμετωπίσει στην πρώτη ρομαντική τους περίοδο, φαίνεται να απασχολούν τώρα και την ανταρσύα. Η οποία δυόμισι χρόνια μετά τη συγκρότησή της, εξακολουθεί να πορεύεται χωρίς σαφές πρόγραμμα και καταστατικό, με καθοδηγητικό όργανο κορυφών που δεν έχει εκλεγεί από τα μέλη της, αλλά ορίζεται με κοοπτάτσια από κάθε συνιστώσα.
Τον τελευταίο περίπου χρόνο, το μετωπικό σχήμα της ανταρσύα βρίσκεται εν όψει της πρώτης πανελλαδικής της συνδιάσκεψης με εκλεγμένους αντιπροσώπους, η οποία ωστόσο πηγαίνει από αναβολή σε αναβολή. Βλέπε και το σχετικό ποστ του ανένταχτου αντάρτη χαρίδημου (http://ashtonhar.blogspot.com/2011/07/blog-post_2397.html) που μοιάζει να είναι από τους λίγους που έχουν πάρει ζεστά την υπόθεση της συνδιάσκεψης και την περιμένουν εναγώνια μαζί με τον γκοντώ...
Τον περασμένο μήνα βγήκε με μεγάλη καθυστέρηση το κείμενο της πολιτικής εισήγησης που θα συζητηθεί στις τοπικές συνελεύσεις εν όψει της συνδιάσκεψης. Παρόλα αυτά δεν κατορθώθηκε να βγει ενιαία εισήγηση επί του οργανωτικού κι έτσι κυκλοφορούν διάφορα κείμενα με τις προτάσεις της κάθε οργάνωσης επί του θέματος.
(http://ashtonhar.blogspot.com/2011/07/blog-post_17.html)
Βασικό επίδικο φαίνεται να είναι το μέτρο της εκπροσώπησης και των ποσοστώσεων. Θεωρητικά οι ποσοστώσεις μπαίνουν για να εξασφαλίσουν την παρουσία ανένταχτων μελών, που δεν ανήκουν σε οργανώσεις, η οποία θα δείχνει την ευρύτερη δυναμική της ανταρσύα ως κάτι παραπάνω από ένα απλό άθροισμα των οργανώσεων που την αποτελούν.
Τελικά αποδείχτηκε ότι ο καβγάς για τις ποσοστώσεις αφορά την εξασφάλιση της παρουσίας των ίδιων των οργανώσεων και τους μεταξύ τους συσχετισμούς. Κι αυτός είναι ο βασικός ίσως λόγος που δεν κατέστη δυνατή η συμφωνία στην εισήγηση επί του οργανωτικού κι η συνδιάσκεψη παίρνει τη μία αναβολή μετά την άλλη.
Με βάση αυτά τα δείγματα γραφής, ο βασικός κίνδυνος για τη συνδιάσκεψη είναι να εξελιχθεί σε ένα αντίγραφο του διήμερου των σχημάτων της εαακ, με παρασκηνιακές διαβουλεύσεις μεταξύ των οργανώσεων και το ανένταχτο δυναμικό σε διακοσμητικό ρόλο.
Σε κάθε περίπτωση το οργανωτικό ζήτημα είναι μια επιμέρους πτυχή –κι ως ένα βαθμό απόρροια- του πολιτικού, και δεν πρέπει να ιδωθεί ξεκομμένα απ’ αυτό.
Ετικέτες
ανταρσύα,
οπορτουνισμός,
σύριζα
Τρίτη 9 Αυγούστου 2011
Επιστροφή στο Λένιν
Όλα ξεκίνησαν με την ιστορική στροφή (του δαλιανίδη) και τη μεταστροφή που έφερε την καταστροφή. Και μια ζωτική ανάγκη για επιστροφή στο ιστορικό προσκήνιο. Όχι γιατί όλα περιστρέφονται γύρω μας, ή από κάποια διαστροφική νοσταλγία για τα παλιά –που τόση αποστροφή προκαλούν σε κάποιους απ’ τους ανανήψαντες- αλλά γιατί το απαιτούν οι καιροί.
Το χαϊδευτικό του λένιν στα ρώσικα ήταν βαλόντια. Έτσι μπορεί να τον φώναζε η νάντια κρούπσκαγια, στις προσωπικές τους στιγμές, ή όταν έβαλε τα κλάματα από τον σκαιό τρόπο του στάλιν και κατέφυγε στο λένιν για παρηγοριά και προστασία. Κι ίσως από το βαλόντια να βγαίνει στα ρώσικα ως παράγωγο κι ο βολονταρισμός, που σημαίνει βουλησιαρχία. Αν η μενσεβίκικη ανάγνωση του μαρξισμού ήταν στην ουσία της μηχανιστικός υλισμός, αυτή του λένιν έστεκε στον αντίποδα ως ένα είδος επιστημονικής βουλησιαρχίας.
Διαφορά που αποτυπώθηκε ανάγλυφα στη πράξη και τη θεωρία της ρωσικής επανάστασης. Ο πλεχάνοφ –που τηρουμένων των αναλογιών, είναι κάτι σαν ρώσος μπιτσάκης, όπως λέει κι ο μπουκχάντερ, από το γλόμπινγκ- τον καιρό που ήταν ακόμα μαρξιστής –λατρεμένο κλισέ που έχασε την αξία του, ύστερα από τη μαζική χρεοκοπία ολόκληρων κομμάτων και στελεχών που κοιμήθηκαν το βράδυ κομμουνιστές για να ξυπνήσουν το άλλο πρωί λάτρεις της αστικής δημοκρατίας...
Ο πλεχάνοφ λοιπόν, στο κλασικό έργο του για το ρόλο της προσωπικότητας, έλεγε ότι η ιστορία αναζητά τα πρόσωπα που θα εκφράσουν την εποχή τους και τις ανάγκες της. Κι αν κάποιο από αυτά εξέλειπε για κάποιο λόγο, θα έβρισκε ένα άλλο να το αντικαταστήσει. Όπως στο κλασικό παράδειγμα του ένγκελς με το ναπολέοντα. Αν δεν υπήρχε ναπολέων, θα ‘ταν στη θέση του κάποιος άλλος αξιωματικός με παρόμοια χαρακτηριστικά να ενσαρκώσει το πνεύμα και την κοινωνική αναγκαιότητα της εποχής του.
Ουδείς βοναπάρτης αναντικατάστατος. Κι αντιστρόφως. Κανείς επίδοξος βοναπάρτης δεν μπορεί να αλλάξει βουλησιαρχικά τον ρου της ιστορίας.
Οι θεωρητικές ιδέες βρίσκουν την αντανάκλασή τους στην πολιτική πράξη. Ο πλεχάνοφ προσχώρησε στους μενσεβίκους, ο μηχανιστικός μαρξισμός των οποίων απολυτοποίησε τη σημασία των αντικειμενικών συνθηκών και το 17' προέταξε ως στόχο την ωρίμανσή τους και τον αστικό εκσυγχρονισμό αντί για το επαναστατικό πάρσιμο της εξουσίας. Γι’ αυτούς ο οκτώβρης ήταν τυχοδιωκτικό πραξικόπημα, ένας βιασμός της ιστορίας. Που πήρε την εκδίκησή της εβδομήντα χρόνια μετά, με το τέλος της. Με τους ιδεολογικούς απογόνους των μενσεβίκων να είναι μεταξύ όσων πανηγύριζαν για την πτώση του τείχους και του υπαρκτού.
Ο γκράμσι –που ήταν τριτοδιεθνιστής, αλλά με τη μετάλλαξη του ιταλικού κκ τον οικειοποιήθηκαν οι σύγχρονοι μενσεβίκοι- αποκαλούσε την οκτωβριανή, επανάσταση ενάντια στο Κεφάλαιο. Ενάντια στις αντικειμενικές συνθήκες της ημιφεουδαρχικής ρωσίας κι όσα προέβλεπε ο μαρξ στην εποχή του για την χώρα που θα ξεσπούσε πρώτα η επανάσταση.
Ο λένιν δεν έμεινε σε μια στεγνή, παθητική ερμηνεία της θεωρίας του μαρξ. Την ανέπτυξε δημιουργικά με την ανάλυσή του για τον ιμπεριαλισμό και τον αδύναμο κρίκο της αλυσίδας του. Κι οργάνωσε τον υποκειμενικό παράγοντα σε ένα γερό, πειθαρχημένο κόμμα νέου τύπου, που οδήγησε το μαζικό κίνημα στο νικηφόρο οκτώβρη.
Η πολιτική του πράξη έδειξε ότι στις κρίσιμες καμπές της ιστορίας, οι μεγάλες προσωπικότητες παίζουν καθοριστικό ρόλο. Κάτι που ισχύει πιο εμφατικά στην περίοδο περάσματος στο σοσιαλισμό, που έχει ως προϋπόθεση τη συνειδητή δράση του επαναστατικού υποκειμένου και της πρωτοπορίας του.
Η σύγχρονη ιστορία δε θα ήταν ίδια χωρίς τους μπολσεβίκους του λένιν. Κι αν έλειπε ο βλαδίμηρος απ’ το εξελικτικό της προτσές, δε θα έβρισκε εύκολα κάποιον να τον αντικαταστήσει, όπως με το ναπολέοντα. Όπως δεν τον βρήκε στη δεκαετία με τις βάτες. Που η εποχή απαιτούσε έναν λένιν, όπως έγραψε κι ο γκοσβάιλερ. Κι αντ’ αυτού μας προέκυψε το καραφλό ζονκ με το σημάδι στο κούτελο.
Ο επόμενος ιλίτς στην αλυσίδα της σοβιετικής ηγεσίας ήταν ο μπρέζνιεφ, που μας βούτηξε στο ρεβιζιονισμό και τη στασιμότητα –σα νηνεμία πριν την αντεπαναστατική καταιγίδα. Και ο επόμενος γενικώς μετά τον λένιν ήταν ο σύντροφος με το μουστάκι. Που ο τρότσκι έλεγε ότι έσπασε την ιστορική συνέχεια των μπολσεβίκων, σαν βοναπάρτης ιωσήφ με το σταλινικό θερμιδώρ και τις γκιλοτίνες. Κι ας ήταν ο ίδιος ο τρότσκι που έτρεμαν όλοι για το βοναπαρτισμό του. Ήταν και το μικρό του όνομα που παρέπεμπε ευθέως στο ναπολέοντα...
Κι όταν ο βλαδίμηρος είπε στη διαθήκη του να βρουν για γραμματέα έναν σύντροφο σαν το στάλιν αλλά λιγότερο ευέξαπτο, δε βρήκαν κανένα και ξαναβγήκε ο στάλιν. Αν ήταν εύκολο να βρουν κάποιον αντικαταστάτη με παρόμοια χαρακτηριστικά, θα έβρισκαν κάποιον να τα έχει όλα σαν το λένιν, αλλά να ζήσει περισσότερα χρόνια.
Σήμερα που προβάλλει ως ζητούμενο ένα κόμμα σαν τους μπολσεβίκους και μια επανάσταση σαν τον οκτώβρη, πολλοί είναι αυτοί που μιλάνε για επιστροφή στο λένιν. Ακόμα και μαρξιστές σαν το ζίζεκ, που στην ανάλυσή του για τη βασική αντίθεση της σύγχρονης κοινωνίας μένει στην επισήμανση της αδικίας και τις οικολογικές ανησυχίες, χωρίς να βλέπει τάξεις και κεφάλαιο.
Ο λένιν είναι ξανά της μόδας. Αλλά το λένιν πολλοί αγάπησαν, το λενινισμό ελάχιστοι. Κι αν ο –ισμός παραπέμπει σε ένα κλειστό σύστημα, ή τη γνωστή «επάρατη» παυλίτσα, μπορούμε να το πούμε αλλιώς.
Το βλαδίμηρο πολλοί αγάπησαν, τις ιδέες του όμως…;
Τι περιεχόμενο μπορεί να έχει σήμερα όμως μια επιστροφή στο λένιν; Δε μιλάμε για μια επιστροφή σε τσιτάτα κι εικονίσματα, στις πατροπαράδοτες γραφές και τα ιερά κείμενα του κινήματος. Αλλά σε ιδέες που είναι ζωτικά επίκαιρες στην παρούσα συγκυρία. Κι ας τις θεωρούν κάποιοι γνωστές και χιλιοειπωμένες, ή σιδερένιες νομοτέλειες που κατέρρευσαν.
Ποιες είναι αυτές;
-Το κόμμα νέου τύπου. Όχι ως ένα και μοναδικό καλούπι που έσπασε το 1903. Αλλά ως ένα κόμμα με βασικές αρχές: δημοκρατία, συντονισμένη δράση, ενιαίο κέντρο και καθοδήγηση, συνειδητή πειθαρχία που να υπηρετεί τον τελικό σκοπό και να βάζει στην άκρη τις ομαδούλες με τα ξεχωριστά συμφέροντα και το μικροαστικό ατομισμό, που νιώθει ότι πνίγεται όταν πρέπει να υπακούσει στο σύνολο.
-Την τακτική ευελιξία, πριν και μετά την επανάσταση, μαζί με αδιάλλακτη, σταθερή στάση σε θέματα αρχών και στρατηγικής. Τακτική που δε φετιχοποιεί μέσα και μορφές, δε μένει σε κούφια καλέσματα για ενότητα –πχ με τα άλλα κόμματα των σοβιέτ- αλλά υπηρετεί το στρατηγικό στόχο, χωρίς να τον υποκαθιστά.
-Τον ιμπεριαλισμό ως καπιταλισμό που σαπίζει και παρασιτεί εις βάρος του κόσμου της εργασίας, στον οποίο φορτώνει τις κρίσεις του. Το κεφάλαιο ως ένα βρικόλακα που ρουφά υπεραξία από την ζωντανή εργασία για να συνεχίσει να αναπαράγεται. Και τον κρατικομονοπωλιακό καπιταλισμό ως το τελευταίο σκαλοπατάκι πριν το σοσιαλισμό. Όπου το αστικό κράτος γίνεται ένα με τα μονοπώλια και στηρίζει την κερδοφορία τους, με επιχορηγήσεις, κρατικά κεφάλαια, ή και μέσω των επιχειρήσεων που ανήκουν στο δημόσιο.
-Τα μεταβατικά αιτήματα των μπολσεβίκων για τη γη και τον πόλεμο, μαζί με το σύνθημα όλη η εξουσία στα σοβιέτ. Και τη θέση του λένιν για το αίτημα του εργατικού ελέγχου, που για να έχει νόημα πρέπει να μπαίνει πάντα μαζί και πάντα πίσω από την εργατική εξουσία.
Αυτά μεταξύ άλλων για να μπορέσουμε να φωνάξουμε, όπως κάποτε η ρόζα ανακουφισμένη, ότι είμαστε επιτέλους με το λένιν. Όχι στο μαυσωλείο της ιστορίας, γιατί ο λένιν παραμένει πιο ζωντανός κι απ’ τους ζωντανούς, όπως λέει ο μαγιακόφσκι. Όχι μια επιστροφή στην κοιλιά της μαμάς πατρίδας, την ασφάλεια του ένδοξου παρελθόντος, όπου χώνουμε τα κεφάλια μας σαν στρουθοκάμηλες για να μη μας τρομάζει το παρόν. Αλλά ένα βήμα πίσω, στις αρχαιολογίες του μέλλοντός μας, για να πάρουμε φόρα προς τα μπρος, για την επιστροφή στο μέλλον. Σαν αυτή που λέει στο βιβλίο του ο πι-πι, αλλά καλύτερη.
Το χαϊδευτικό του λένιν στα ρώσικα ήταν βαλόντια. Έτσι μπορεί να τον φώναζε η νάντια κρούπσκαγια, στις προσωπικές τους στιγμές, ή όταν έβαλε τα κλάματα από τον σκαιό τρόπο του στάλιν και κατέφυγε στο λένιν για παρηγοριά και προστασία. Κι ίσως από το βαλόντια να βγαίνει στα ρώσικα ως παράγωγο κι ο βολονταρισμός, που σημαίνει βουλησιαρχία. Αν η μενσεβίκικη ανάγνωση του μαρξισμού ήταν στην ουσία της μηχανιστικός υλισμός, αυτή του λένιν έστεκε στον αντίποδα ως ένα είδος επιστημονικής βουλησιαρχίας.
Διαφορά που αποτυπώθηκε ανάγλυφα στη πράξη και τη θεωρία της ρωσικής επανάστασης. Ο πλεχάνοφ –που τηρουμένων των αναλογιών, είναι κάτι σαν ρώσος μπιτσάκης, όπως λέει κι ο μπουκχάντερ, από το γλόμπινγκ- τον καιρό που ήταν ακόμα μαρξιστής –λατρεμένο κλισέ που έχασε την αξία του, ύστερα από τη μαζική χρεοκοπία ολόκληρων κομμάτων και στελεχών που κοιμήθηκαν το βράδυ κομμουνιστές για να ξυπνήσουν το άλλο πρωί λάτρεις της αστικής δημοκρατίας...
Ο πλεχάνοφ λοιπόν, στο κλασικό έργο του για το ρόλο της προσωπικότητας, έλεγε ότι η ιστορία αναζητά τα πρόσωπα που θα εκφράσουν την εποχή τους και τις ανάγκες της. Κι αν κάποιο από αυτά εξέλειπε για κάποιο λόγο, θα έβρισκε ένα άλλο να το αντικαταστήσει. Όπως στο κλασικό παράδειγμα του ένγκελς με το ναπολέοντα. Αν δεν υπήρχε ναπολέων, θα ‘ταν στη θέση του κάποιος άλλος αξιωματικός με παρόμοια χαρακτηριστικά να ενσαρκώσει το πνεύμα και την κοινωνική αναγκαιότητα της εποχής του.
Ουδείς βοναπάρτης αναντικατάστατος. Κι αντιστρόφως. Κανείς επίδοξος βοναπάρτης δεν μπορεί να αλλάξει βουλησιαρχικά τον ρου της ιστορίας.
Οι θεωρητικές ιδέες βρίσκουν την αντανάκλασή τους στην πολιτική πράξη. Ο πλεχάνοφ προσχώρησε στους μενσεβίκους, ο μηχανιστικός μαρξισμός των οποίων απολυτοποίησε τη σημασία των αντικειμενικών συνθηκών και το 17' προέταξε ως στόχο την ωρίμανσή τους και τον αστικό εκσυγχρονισμό αντί για το επαναστατικό πάρσιμο της εξουσίας. Γι’ αυτούς ο οκτώβρης ήταν τυχοδιωκτικό πραξικόπημα, ένας βιασμός της ιστορίας. Που πήρε την εκδίκησή της εβδομήντα χρόνια μετά, με το τέλος της. Με τους ιδεολογικούς απογόνους των μενσεβίκων να είναι μεταξύ όσων πανηγύριζαν για την πτώση του τείχους και του υπαρκτού.
Ο γκράμσι –που ήταν τριτοδιεθνιστής, αλλά με τη μετάλλαξη του ιταλικού κκ τον οικειοποιήθηκαν οι σύγχρονοι μενσεβίκοι- αποκαλούσε την οκτωβριανή, επανάσταση ενάντια στο Κεφάλαιο. Ενάντια στις αντικειμενικές συνθήκες της ημιφεουδαρχικής ρωσίας κι όσα προέβλεπε ο μαρξ στην εποχή του για την χώρα που θα ξεσπούσε πρώτα η επανάσταση.
Ο λένιν δεν έμεινε σε μια στεγνή, παθητική ερμηνεία της θεωρίας του μαρξ. Την ανέπτυξε δημιουργικά με την ανάλυσή του για τον ιμπεριαλισμό και τον αδύναμο κρίκο της αλυσίδας του. Κι οργάνωσε τον υποκειμενικό παράγοντα σε ένα γερό, πειθαρχημένο κόμμα νέου τύπου, που οδήγησε το μαζικό κίνημα στο νικηφόρο οκτώβρη.
Η πολιτική του πράξη έδειξε ότι στις κρίσιμες καμπές της ιστορίας, οι μεγάλες προσωπικότητες παίζουν καθοριστικό ρόλο. Κάτι που ισχύει πιο εμφατικά στην περίοδο περάσματος στο σοσιαλισμό, που έχει ως προϋπόθεση τη συνειδητή δράση του επαναστατικού υποκειμένου και της πρωτοπορίας του.
Η σύγχρονη ιστορία δε θα ήταν ίδια χωρίς τους μπολσεβίκους του λένιν. Κι αν έλειπε ο βλαδίμηρος απ’ το εξελικτικό της προτσές, δε θα έβρισκε εύκολα κάποιον να τον αντικαταστήσει, όπως με το ναπολέοντα. Όπως δεν τον βρήκε στη δεκαετία με τις βάτες. Που η εποχή απαιτούσε έναν λένιν, όπως έγραψε κι ο γκοσβάιλερ. Κι αντ’ αυτού μας προέκυψε το καραφλό ζονκ με το σημάδι στο κούτελο.
Ο επόμενος ιλίτς στην αλυσίδα της σοβιετικής ηγεσίας ήταν ο μπρέζνιεφ, που μας βούτηξε στο ρεβιζιονισμό και τη στασιμότητα –σα νηνεμία πριν την αντεπαναστατική καταιγίδα. Και ο επόμενος γενικώς μετά τον λένιν ήταν ο σύντροφος με το μουστάκι. Που ο τρότσκι έλεγε ότι έσπασε την ιστορική συνέχεια των μπολσεβίκων, σαν βοναπάρτης ιωσήφ με το σταλινικό θερμιδώρ και τις γκιλοτίνες. Κι ας ήταν ο ίδιος ο τρότσκι που έτρεμαν όλοι για το βοναπαρτισμό του. Ήταν και το μικρό του όνομα που παρέπεμπε ευθέως στο ναπολέοντα...
Κι όταν ο βλαδίμηρος είπε στη διαθήκη του να βρουν για γραμματέα έναν σύντροφο σαν το στάλιν αλλά λιγότερο ευέξαπτο, δε βρήκαν κανένα και ξαναβγήκε ο στάλιν. Αν ήταν εύκολο να βρουν κάποιον αντικαταστάτη με παρόμοια χαρακτηριστικά, θα έβρισκαν κάποιον να τα έχει όλα σαν το λένιν, αλλά να ζήσει περισσότερα χρόνια.
Σήμερα που προβάλλει ως ζητούμενο ένα κόμμα σαν τους μπολσεβίκους και μια επανάσταση σαν τον οκτώβρη, πολλοί είναι αυτοί που μιλάνε για επιστροφή στο λένιν. Ακόμα και μαρξιστές σαν το ζίζεκ, που στην ανάλυσή του για τη βασική αντίθεση της σύγχρονης κοινωνίας μένει στην επισήμανση της αδικίας και τις οικολογικές ανησυχίες, χωρίς να βλέπει τάξεις και κεφάλαιο.
Ο λένιν είναι ξανά της μόδας. Αλλά το λένιν πολλοί αγάπησαν, το λενινισμό ελάχιστοι. Κι αν ο –ισμός παραπέμπει σε ένα κλειστό σύστημα, ή τη γνωστή «επάρατη» παυλίτσα, μπορούμε να το πούμε αλλιώς.
Το βλαδίμηρο πολλοί αγάπησαν, τις ιδέες του όμως…;
Τι περιεχόμενο μπορεί να έχει σήμερα όμως μια επιστροφή στο λένιν; Δε μιλάμε για μια επιστροφή σε τσιτάτα κι εικονίσματα, στις πατροπαράδοτες γραφές και τα ιερά κείμενα του κινήματος. Αλλά σε ιδέες που είναι ζωτικά επίκαιρες στην παρούσα συγκυρία. Κι ας τις θεωρούν κάποιοι γνωστές και χιλιοειπωμένες, ή σιδερένιες νομοτέλειες που κατέρρευσαν.
Ποιες είναι αυτές;
-Το κόμμα νέου τύπου. Όχι ως ένα και μοναδικό καλούπι που έσπασε το 1903. Αλλά ως ένα κόμμα με βασικές αρχές: δημοκρατία, συντονισμένη δράση, ενιαίο κέντρο και καθοδήγηση, συνειδητή πειθαρχία που να υπηρετεί τον τελικό σκοπό και να βάζει στην άκρη τις ομαδούλες με τα ξεχωριστά συμφέροντα και το μικροαστικό ατομισμό, που νιώθει ότι πνίγεται όταν πρέπει να υπακούσει στο σύνολο.
-Την τακτική ευελιξία, πριν και μετά την επανάσταση, μαζί με αδιάλλακτη, σταθερή στάση σε θέματα αρχών και στρατηγικής. Τακτική που δε φετιχοποιεί μέσα και μορφές, δε μένει σε κούφια καλέσματα για ενότητα –πχ με τα άλλα κόμματα των σοβιέτ- αλλά υπηρετεί το στρατηγικό στόχο, χωρίς να τον υποκαθιστά.
-Τον ιμπεριαλισμό ως καπιταλισμό που σαπίζει και παρασιτεί εις βάρος του κόσμου της εργασίας, στον οποίο φορτώνει τις κρίσεις του. Το κεφάλαιο ως ένα βρικόλακα που ρουφά υπεραξία από την ζωντανή εργασία για να συνεχίσει να αναπαράγεται. Και τον κρατικομονοπωλιακό καπιταλισμό ως το τελευταίο σκαλοπατάκι πριν το σοσιαλισμό. Όπου το αστικό κράτος γίνεται ένα με τα μονοπώλια και στηρίζει την κερδοφορία τους, με επιχορηγήσεις, κρατικά κεφάλαια, ή και μέσω των επιχειρήσεων που ανήκουν στο δημόσιο.
-Τα μεταβατικά αιτήματα των μπολσεβίκων για τη γη και τον πόλεμο, μαζί με το σύνθημα όλη η εξουσία στα σοβιέτ. Και τη θέση του λένιν για το αίτημα του εργατικού ελέγχου, που για να έχει νόημα πρέπει να μπαίνει πάντα μαζί και πάντα πίσω από την εργατική εξουσία.
Αυτά μεταξύ άλλων για να μπορέσουμε να φωνάξουμε, όπως κάποτε η ρόζα ανακουφισμένη, ότι είμαστε επιτέλους με το λένιν. Όχι στο μαυσωλείο της ιστορίας, γιατί ο λένιν παραμένει πιο ζωντανός κι απ’ τους ζωντανούς, όπως λέει ο μαγιακόφσκι. Όχι μια επιστροφή στην κοιλιά της μαμάς πατρίδας, την ασφάλεια του ένδοξου παρελθόντος, όπου χώνουμε τα κεφάλια μας σαν στρουθοκάμηλες για να μη μας τρομάζει το παρόν. Αλλά ένα βήμα πίσω, στις αρχαιολογίες του μέλλοντός μας, για να πάρουμε φόρα προς τα μπρος, για την επιστροφή στο μέλλον. Σαν αυτή που λέει στο βιβλίο του ο πι-πι, αλλά καλύτερη.
Ετικέτες
δαλιανίδης,
ένγκελς,
ιστορία,
Κόμμα Νέου τύπου,
λένιν,
πλεχάνοφ,
σαβιέτσκι σαγιούζ,
στάλιν
Παρασκευή 5 Αυγούστου 2011
Θέατρο του παραλόγου
Η κε του μπλοκ δεν πήγε πολλές φορές στις πλατείες, αλλά είχε ανταποκριτές. Τις πρώτες μέρες στο λευκό πύργο, μια ερασιτεχνική ομάδα μουλάδων ανέβασε μια θεατρική παράσταση με βαθιά νοήματα κι αγαπημένα κλισέ: αμερικάνους, καπιταλιστές, προλετάριους, απεργιακή συνέλευση, εργατική αριστοκρατία. Και μια κνίτισσα να μετρά το πλήθος και να αποχωρεί καταγγέλλοντας.
Ένας, δυο, τρεις... εκατό. Α-α! Εκφυλισμός, εκφυλισμός.
Ο σοσιαλιστικός σουρεαλισμός στα καλύτερά του.
Αλλά τα πιο ωραία σουρεάλ δεν τα είχαμε δει ακόμα. Κι η πραγματική ζωή ξεπερνά τη φαντασία του συντρόφου και γίνεται φαντασία στην εξουσία και μάης του παρισιού, ή της πλατείας συντάγματος.
Κι εκεί αρχίζουν τα μεγάλα ερωτήματα περί τέχνης. Ποιος είναι ο πραγματικός σκηνοθέτης; Το αυθόρμητο κίνημα ή τα κανάλια; Ποιο είναι το μήνυμα του έργου; Υπάρχει ταξικό δίδαγμα ή φτιάχνει καθένας το δικό του; Μήπως είναι τέχνη για την τέχνη; Και τι έγινε στην οντισιόν με τη διανομή των ρόλων;
-Είστε από κάποιο κόμμα είπατε; Στοπ! Ευχαριστούμε πολύ. Θα σας ειδοποιήσουμε αν χρειαστεί. Ο επόμενος παρακαλώ.
-Γεια σας. Με λένε ρούντι κι είμαι εργαζόμενος. Ήρθα για το ρόλο του αγανακτισμένου κομμουνιστή δίχως κόμμα. Θα σας παίξω ένα μονόπρακτο για την πολιτικοποίηση της πλατείας, με τα τρία δεν που όρισε ο σύντροφος μάο: δεν πληρώνω, δεν χρωστάω, δεν είμαι μέλος κόμματος.
Κι έτσι κάποιοι κομπάρσοι βρέθηκαν με πρωταγωνιστικό ρόλο κι είπαν να θάψουν τη λογική μαζί με την κομματική τους ταυτότητα. Ζωγράφισαν απ’ την αρχή τη μουντή πραγματικότητα με τα χρώματα των επιθυμιών τους, την επαναθεμελίωσαν φαντασιακά, και είδανε με τα μάτια της ψυχής τους ένα παλλαϊκό κύμα εξέγερσης, μια λαοθάλασσα σαν τη μεσόγειο, που ήταν όλη μια πλατεία ταχρίρ εξεγερμένη, πλημμυρισμένη με όνειρα κι αγανάκτηση και ψυχολογία σεκίτη, με λέιζερ, μούντζες και σφυρίχτρες. Αλλά χωρίς το σεκ τα αξεσουάρ και τα καπέλα του. Γιατί στην πλατεία απαγορεύονταν τα κόμματα, ακόμα και τα κατ’ ευφημισμόν τέτοια.
Κάτι σαν σοβιέτ χωρίς μπολσεβίκους δηλ. Αλλά αν είναι αστείο να συγκρίνεις τους μπολσεβίκους με το σεκ –ποιος να συγκριθεί μαζί τους άλλωστε- είναι εξίσου αστείο να βλέπεις τις πλατείες σαν σοβιέτ κι εργατικά συμβούλια, χωρίς ταξική αναφορά, αλλά με εδαφική βάση, όπως στο σύνταγμα του 36’. Και σα λαογέννητους θεσμούς που εκλέγουν αντιπροσώπους για τη βουλή των κάτω. Αν κι αυτό θα κατέλυε βάναυσα τις αμεσοδημοκρατικές μας αρχές και την πραγματική δημοκρατία. Που εφόσον είναι πραγματική, μα το σταυρό τον αγκυλωτό στην πάνω πλατεία, δεν χρειάζεται να ρωτήσουμε σαν τους παλαιοκομμουνιστές: δημοκρατία για ποιον; Για ποια τάξη και ποιον σκοπό;
Κι έτσι φτιάξαμε σοβιέτ χωρίς τάξεις και πήγαμε ένα βήμα πέρα από τα σοβιέτ χωρίς μπολσεβίκους. Κι ένα πίσω από τη γαλλική επανάσταση. Που ήταν αστική, αλλά με καθαρές, ταξικές αναφορές. Τουλάχιστον υιοθετήσαμε τα αιτήματά της για ελευθερία κι ισότητα. Κι αφήσαμε τις ταξικές αναλύσεις για να βρούμε το πλήθος του νέγκρι και την κρυφή γοητεία της μικρομπουρζουαζίας, γιατί κι οι μικροαστοί θα πάρουν μέρος στην επανάσταση.
Ένα βήμα μπρος, ένα πίσω, που θα έλεγε κι ο βλαδίμηρος. Αλλά δεν (τον) κρατήσαμε σταθερό, ως σημείο αναφοράς και κάναμε βήματα χάνοντας τον μπούσουλα.
Οι περιθωριακές ομάδες πλατσουρίζουν άγαρμπα μες στη λαοθάλασσα κι ενθουσιάζονται σαν την ινδή φίλη του φιλέα φογκ που δεν είχε ξαναδεί χιόνι στη ζωή της. Παίζουν με τις διαθέσεις του κόσμου, μέχρι να τις λιώσουν σα νιφάδες με την αγωνιστική τους θέρμη, αντί να στρώσουν η μία πάνω στην άλλη και να γίνουν συνειδητές. Κι είδαν στο χιόνι -επιτέλους- μια άσπρη μέρα. Η ώρα ζύγωνε, οι καρέκλες τρίζανε απ’ τα κάτω κι αριστερά, η κάτω βουλή της πλατείας έβγαζε διατάγματα, ζούσαμε μέρες δυαδικής εξουσίας. Μία κυριακή πριν νωρίς, μία μετά, καύσωνας και μπάνια του λαού.
Μιλούσαν για λαϊκή εξέγερση, ενώ είχαν μείνει μεταξύ τους. Για την πολιτικοποίηση της πλατείας, ενώ αυτή ψήφιζε να καταργηθούν τα πολιτικά κόμματα. Κι εν τω μεταξύ ο κόσμος πείστηκε από την πείρα του πως δεν θα βγει τίποτα έτσι κι άρχισε να φυλλορροεί, πάνω στο άνθος της πολιτικοποίησής του. Μείναμε δυο, μείναμε τρεις, μείναμε μόνο εμείς κι εμείς. Αλλά ακόμα κι ένας άσχετος να είχε μείνει, ήταν κέρδος για την οργανωτική ή για την κάλπη.
Κι εκεί το έργο χώριζε στα δυο. Κάποιοι έμειναν και συνέχισαν την κατά φαντασίαν μαζική παρέμβαση. Σε μια συνέλευση που άρχισε να θυμίζει διήμερο συντονιστικό, με ένα σώμα ευέλικτο, πλασμένο από πηλό, και τη γραφειοκρατία της αμεσοδημοκρατίας να σφραγίζει τα πάντα. Κι οι άλλοι παρακολουθούσαν διακριτικά από απόσταση. Αλλά συνέχισαν να παίζουν το ίδιο μονόπρακτο στους απ’ έξω, για τις ανάγκες του ρόλου και της πολεμικής με τους απόντες, που σνομπάρουν ό,τι δε μπορούν να ελέγξουν. Άλλο καπέλο αν ψηφίσαμε την κατάργησή τους.
Κάθε απόπειρα κριτικής στις αντιφάσεις της πλατείας σταματούσε σε ένα ακλόνητο, απλοϊκό σχήμα που ήταν σαν καθρεφτάκι. Εμείς ήμασταν εκεί για να παρέμβουμε, εσείς λείπατε και το σνομπάρατε.
Κι οι αντιφάσεις;
Ναι, υπάρχουν, αλλά εμείς ήμασταν εκεί, ενώ εσείς όχι.
Τι κι αν αυτό το εμείς αφορά σκόρπιες ατομικότητες (ορέστη απ’ το βόλο, μαρία απ’ τη σπάρτη); Τι κι αν αφορά συλλογικότητες που αυτοαναιρέθηκαν; Ή αν οι μάζες παρευρίσκονταν ερήμην τους –με εξαίρεση τις κυριακές; Εμείς ήμασταν εκεί. Εσείς όχι.
Και τώρα που η αυλαία έπεσε κι εάλω η πλατεία; Ραντεβού το σεπτέμβρη.
Μας πήραν την πλατεία, λα-λα-λα-λα. Μονάχα για έναν μήνα, λα-λα-λα-λα.
Το θέμα δεν είναι οι αντιφάσεις καθαυτές –που θέλει ξεχωριστή ανάλυση*. Ούτε η συνήθης γραφικότητα κι η έλλειψη επαφής με την πραγματικότητα. Το θέμα είναι η εκούσια παράκρουση ενός χώρου που έγλειφε τις πλατείες κι έφτυνε τις οργανώσεις, μαζί με τον εαυτό του, για να ξεχωρίσει, να πάρει πρόσκαιρα οφέλη, να δικαιολογήσει τη στάση και την ύπαρξή του. Κι έπαιξε συνειδητά ένα θέατρο του παραλόγου που έβαλε ανάχωμα σε κάθε σοβαρή προοπτική.
Θα μου πεις, δεν πρέπει οι κομμουνιστές να παρεμβαίνουν στις μάζες; Ακόμα και στις αντικαπνιστικές λέσχες, όπως έλεγε ο βλαδίμηρος (αν και σήμερα μάλλον δε θα είχαν πολλή πέραση, πιο πολύ κόσμο θα συσπειρώναμε για το αντίθετο). Μια γραμμή μαζών που έλεγε κι η τρίτη διεθνής -κι από εκεί το ξεσήκωσε κι η αράν. Ναι, αρκεί αυτές να υπάρχουν όντως. Κι ύστερα βλέπουμε και το πώς που είναι μεγάλο ζήτημα.
Ο βλαδίμηρος έλεγε επίσης ότι όποιος περιμένει να δει μια εξέγερση σε καθαρή μορφή δε θα τη δει ποτέ του. Και δε θα ζήσει μια πραγματική επανάσταση με αντιφάσεις που είναι η πηγή κάθε ζωντανής κίνησης ή οργανισμού εν γένει. Αυτό είναι σωστό, αλλά έχει και συμπλήρωμα.
Όποιος φαντάζεται παντού και πάντα εξεγέρσεις και κάνει την επιθυμία του πραγματικότητα, δε θα δει ποτέ –ούτε αυτός- μια πραγματική επανάσταση, και θα τη βγάζει με φαντασιώσεις κι υποκατάστατα. Ή θα κινδυνεύει να την πατήσει σαν την ιστορία του βοσκού που έκανε φάρσα στους συγχωριανούς του για τον λύκο. Κι όταν αυτός ήρθε πραγματικά, δεν τον πίστεψε κανείς και τον άφησαν μόνο, να χαθεί σαν πρόβατο.
*για τη σχέση συνειδητού-αυθόρμητου, που δεν είναι απλή ενότητα, αλλά διαλεκτική αντίθεση. Τις συνειδήσεις που γεννιούνται στους δρόμους, αλλά διαμορφώνονται και στην πορεία, αλλιώς μένουν θνησιγενείς και στάσιμες. Και για τις αντιφάσεις. Που ένα πράγμα είναι να τις εντοπίσεις –παραμένει ζητούμενο για αρκετούς. Κι ένα άλλο να παρέμβεις για να τις αλλάξεις συνειδητά.
Ένας, δυο, τρεις... εκατό. Α-α! Εκφυλισμός, εκφυλισμός.
Ο σοσιαλιστικός σουρεαλισμός στα καλύτερά του.
Αλλά τα πιο ωραία σουρεάλ δεν τα είχαμε δει ακόμα. Κι η πραγματική ζωή ξεπερνά τη φαντασία του συντρόφου και γίνεται φαντασία στην εξουσία και μάης του παρισιού, ή της πλατείας συντάγματος.
Κι εκεί αρχίζουν τα μεγάλα ερωτήματα περί τέχνης. Ποιος είναι ο πραγματικός σκηνοθέτης; Το αυθόρμητο κίνημα ή τα κανάλια; Ποιο είναι το μήνυμα του έργου; Υπάρχει ταξικό δίδαγμα ή φτιάχνει καθένας το δικό του; Μήπως είναι τέχνη για την τέχνη; Και τι έγινε στην οντισιόν με τη διανομή των ρόλων;
-Είστε από κάποιο κόμμα είπατε; Στοπ! Ευχαριστούμε πολύ. Θα σας ειδοποιήσουμε αν χρειαστεί. Ο επόμενος παρακαλώ.
-Γεια σας. Με λένε ρούντι κι είμαι εργαζόμενος. Ήρθα για το ρόλο του αγανακτισμένου κομμουνιστή δίχως κόμμα. Θα σας παίξω ένα μονόπρακτο για την πολιτικοποίηση της πλατείας, με τα τρία δεν που όρισε ο σύντροφος μάο: δεν πληρώνω, δεν χρωστάω, δεν είμαι μέλος κόμματος.
Κι έτσι κάποιοι κομπάρσοι βρέθηκαν με πρωταγωνιστικό ρόλο κι είπαν να θάψουν τη λογική μαζί με την κομματική τους ταυτότητα. Ζωγράφισαν απ’ την αρχή τη μουντή πραγματικότητα με τα χρώματα των επιθυμιών τους, την επαναθεμελίωσαν φαντασιακά, και είδανε με τα μάτια της ψυχής τους ένα παλλαϊκό κύμα εξέγερσης, μια λαοθάλασσα σαν τη μεσόγειο, που ήταν όλη μια πλατεία ταχρίρ εξεγερμένη, πλημμυρισμένη με όνειρα κι αγανάκτηση και ψυχολογία σεκίτη, με λέιζερ, μούντζες και σφυρίχτρες. Αλλά χωρίς το σεκ τα αξεσουάρ και τα καπέλα του. Γιατί στην πλατεία απαγορεύονταν τα κόμματα, ακόμα και τα κατ’ ευφημισμόν τέτοια.
Κάτι σαν σοβιέτ χωρίς μπολσεβίκους δηλ. Αλλά αν είναι αστείο να συγκρίνεις τους μπολσεβίκους με το σεκ –ποιος να συγκριθεί μαζί τους άλλωστε- είναι εξίσου αστείο να βλέπεις τις πλατείες σαν σοβιέτ κι εργατικά συμβούλια, χωρίς ταξική αναφορά, αλλά με εδαφική βάση, όπως στο σύνταγμα του 36’. Και σα λαογέννητους θεσμούς που εκλέγουν αντιπροσώπους για τη βουλή των κάτω. Αν κι αυτό θα κατέλυε βάναυσα τις αμεσοδημοκρατικές μας αρχές και την πραγματική δημοκρατία. Που εφόσον είναι πραγματική, μα το σταυρό τον αγκυλωτό στην πάνω πλατεία, δεν χρειάζεται να ρωτήσουμε σαν τους παλαιοκομμουνιστές: δημοκρατία για ποιον; Για ποια τάξη και ποιον σκοπό;
Κι έτσι φτιάξαμε σοβιέτ χωρίς τάξεις και πήγαμε ένα βήμα πέρα από τα σοβιέτ χωρίς μπολσεβίκους. Κι ένα πίσω από τη γαλλική επανάσταση. Που ήταν αστική, αλλά με καθαρές, ταξικές αναφορές. Τουλάχιστον υιοθετήσαμε τα αιτήματά της για ελευθερία κι ισότητα. Κι αφήσαμε τις ταξικές αναλύσεις για να βρούμε το πλήθος του νέγκρι και την κρυφή γοητεία της μικρομπουρζουαζίας, γιατί κι οι μικροαστοί θα πάρουν μέρος στην επανάσταση.
Ένα βήμα μπρος, ένα πίσω, που θα έλεγε κι ο βλαδίμηρος. Αλλά δεν (τον) κρατήσαμε σταθερό, ως σημείο αναφοράς και κάναμε βήματα χάνοντας τον μπούσουλα.
Οι περιθωριακές ομάδες πλατσουρίζουν άγαρμπα μες στη λαοθάλασσα κι ενθουσιάζονται σαν την ινδή φίλη του φιλέα φογκ που δεν είχε ξαναδεί χιόνι στη ζωή της. Παίζουν με τις διαθέσεις του κόσμου, μέχρι να τις λιώσουν σα νιφάδες με την αγωνιστική τους θέρμη, αντί να στρώσουν η μία πάνω στην άλλη και να γίνουν συνειδητές. Κι είδαν στο χιόνι -επιτέλους- μια άσπρη μέρα. Η ώρα ζύγωνε, οι καρέκλες τρίζανε απ’ τα κάτω κι αριστερά, η κάτω βουλή της πλατείας έβγαζε διατάγματα, ζούσαμε μέρες δυαδικής εξουσίας. Μία κυριακή πριν νωρίς, μία μετά, καύσωνας και μπάνια του λαού.
Μιλούσαν για λαϊκή εξέγερση, ενώ είχαν μείνει μεταξύ τους. Για την πολιτικοποίηση της πλατείας, ενώ αυτή ψήφιζε να καταργηθούν τα πολιτικά κόμματα. Κι εν τω μεταξύ ο κόσμος πείστηκε από την πείρα του πως δεν θα βγει τίποτα έτσι κι άρχισε να φυλλορροεί, πάνω στο άνθος της πολιτικοποίησής του. Μείναμε δυο, μείναμε τρεις, μείναμε μόνο εμείς κι εμείς. Αλλά ακόμα κι ένας άσχετος να είχε μείνει, ήταν κέρδος για την οργανωτική ή για την κάλπη.
Κι εκεί το έργο χώριζε στα δυο. Κάποιοι έμειναν και συνέχισαν την κατά φαντασίαν μαζική παρέμβαση. Σε μια συνέλευση που άρχισε να θυμίζει διήμερο συντονιστικό, με ένα σώμα ευέλικτο, πλασμένο από πηλό, και τη γραφειοκρατία της αμεσοδημοκρατίας να σφραγίζει τα πάντα. Κι οι άλλοι παρακολουθούσαν διακριτικά από απόσταση. Αλλά συνέχισαν να παίζουν το ίδιο μονόπρακτο στους απ’ έξω, για τις ανάγκες του ρόλου και της πολεμικής με τους απόντες, που σνομπάρουν ό,τι δε μπορούν να ελέγξουν. Άλλο καπέλο αν ψηφίσαμε την κατάργησή τους.
Κάθε απόπειρα κριτικής στις αντιφάσεις της πλατείας σταματούσε σε ένα ακλόνητο, απλοϊκό σχήμα που ήταν σαν καθρεφτάκι. Εμείς ήμασταν εκεί για να παρέμβουμε, εσείς λείπατε και το σνομπάρατε.
Κι οι αντιφάσεις;
Ναι, υπάρχουν, αλλά εμείς ήμασταν εκεί, ενώ εσείς όχι.
Τι κι αν αυτό το εμείς αφορά σκόρπιες ατομικότητες (ορέστη απ’ το βόλο, μαρία απ’ τη σπάρτη); Τι κι αν αφορά συλλογικότητες που αυτοαναιρέθηκαν; Ή αν οι μάζες παρευρίσκονταν ερήμην τους –με εξαίρεση τις κυριακές; Εμείς ήμασταν εκεί. Εσείς όχι.
Και τώρα που η αυλαία έπεσε κι εάλω η πλατεία; Ραντεβού το σεπτέμβρη.
Μας πήραν την πλατεία, λα-λα-λα-λα. Μονάχα για έναν μήνα, λα-λα-λα-λα.
Το θέμα δεν είναι οι αντιφάσεις καθαυτές –που θέλει ξεχωριστή ανάλυση*. Ούτε η συνήθης γραφικότητα κι η έλλειψη επαφής με την πραγματικότητα. Το θέμα είναι η εκούσια παράκρουση ενός χώρου που έγλειφε τις πλατείες κι έφτυνε τις οργανώσεις, μαζί με τον εαυτό του, για να ξεχωρίσει, να πάρει πρόσκαιρα οφέλη, να δικαιολογήσει τη στάση και την ύπαρξή του. Κι έπαιξε συνειδητά ένα θέατρο του παραλόγου που έβαλε ανάχωμα σε κάθε σοβαρή προοπτική.
Θα μου πεις, δεν πρέπει οι κομμουνιστές να παρεμβαίνουν στις μάζες; Ακόμα και στις αντικαπνιστικές λέσχες, όπως έλεγε ο βλαδίμηρος (αν και σήμερα μάλλον δε θα είχαν πολλή πέραση, πιο πολύ κόσμο θα συσπειρώναμε για το αντίθετο). Μια γραμμή μαζών που έλεγε κι η τρίτη διεθνής -κι από εκεί το ξεσήκωσε κι η αράν. Ναι, αρκεί αυτές να υπάρχουν όντως. Κι ύστερα βλέπουμε και το πώς που είναι μεγάλο ζήτημα.
Ο βλαδίμηρος έλεγε επίσης ότι όποιος περιμένει να δει μια εξέγερση σε καθαρή μορφή δε θα τη δει ποτέ του. Και δε θα ζήσει μια πραγματική επανάσταση με αντιφάσεις που είναι η πηγή κάθε ζωντανής κίνησης ή οργανισμού εν γένει. Αυτό είναι σωστό, αλλά έχει και συμπλήρωμα.
Όποιος φαντάζεται παντού και πάντα εξεγέρσεις και κάνει την επιθυμία του πραγματικότητα, δε θα δει ποτέ –ούτε αυτός- μια πραγματική επανάσταση, και θα τη βγάζει με φαντασιώσεις κι υποκατάστατα. Ή θα κινδυνεύει να την πατήσει σαν την ιστορία του βοσκού που έκανε φάρσα στους συγχωριανούς του για τον λύκο. Κι όταν αυτός ήρθε πραγματικά, δεν τον πίστεψε κανείς και τον άφησαν μόνο, να χαθεί σαν πρόβατο.
*για τη σχέση συνειδητού-αυθόρμητου, που δεν είναι απλή ενότητα, αλλά διαλεκτική αντίθεση. Τις συνειδήσεις που γεννιούνται στους δρόμους, αλλά διαμορφώνονται και στην πορεία, αλλιώς μένουν θνησιγενείς και στάσιμες. Και για τις αντιφάσεις. Που ένα πράγμα είναι να τις εντοπίσεις –παραμένει ζητούμενο για αρκετούς. Κι ένα άλλο να παρέμβεις για να τις αλλάξεις συνειδητά.
Ετικέτες
σοσιαλιστικός σουρεαλισμός
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)