(συνέχεια από το προηγούμενο)
Ποια είναι λοιπόν σήμερα η κατάσταση στην ελλάδα;
Ο ελληνικός καπιταλισμός είναι αδύναμος. Έχει ενδιάμεση κι εξαρτημένη θέση στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα. Μία πτυχή της εξάρτησης είναι και το χρέος. Το έλλειμμα των χωρών του νότου είναι η άλλη όψη του εμπορικού πλεονάσματος της γερμανίας και της τοκογλυφικής εξυπηρέτησης των δανείων. Το δημόσιο χρέος είναι η τελική συνέπεια της σύμφυσης του αστικού κράτους με τα μονοπώλια. Το χρέος προϋπήρχε της κρίσης κι οξύνεται τώρα που το κράτος μπουκώνει με ζεστό, “δημόσιο” χρήμα τα μονοπώλια για να αποτρέψει την πτωτική τάση του μέσου ποσοστού κέρδους τους. Κοινωνικοποεί τις ζημιές τους κι επιδοτεί την κερδοφορία τους.
Η ανάκαμψη από την κρίση προβλέπεται αναιμική. Οι μισθοί πιέζονται προς τα κάτω και καλούνται να γίνουν “ανταγωνιστικοί” απέναντι σε μισθούς πείνας, επιπέδου βουλγαρίας ή κίνας. Έτσι όμως μειώνεται κι η αγοραστική ικανότητα του πληθυσμού. Η αγορά μένει στάσιμη κι η όποια ανάπτυξη -ακόμα και με αστικά κριτήρια- μένει απλό ευχολόγιο.
Ο καπιταλισμός συναντά συνεχή κι αξεπέραστα αδιέξοδα. Αναγκάζεται να σπάσει τις παραδοσιακές του συμμαχίες με μικροαστικά στρώματα (πχ κάποια κλειστά επαγγέλματα και τα “ρετιρέ” των δημοσίων υπαλλήλων) ρισκάροντας το ξέσπασμα της οργής τους στο πλευρό του εργατικού κινήματος.
Επιπλέον. Πετάει μαζικά εργαζόμενους εκτός παραγωγής, απαξιώνοντας τη βασική παραγωγική δύναμη, που είναι ο ίδιος ο άνθρωπος. Οδηγεί σε απόλυτη εξαθλίωση μια σειρά στρώματα για να ευημερήσουν οι αριθμοί και τα κέρδη των καπιταλιστών. Απαξιώνει δηλ τη ζωντανή εργασία για να αποτρέψει την απαξίωση της νεκρής (δηλ των κεφαλαίων). Πάνω απ' όλα αδυνατεί να βρει κάποια διέξοδο από το τέλμα στο οποίο έχει περιέλθει, να δώσει κάποια προοπτική ανάπτυξης και υπέρβασης της κρίσης.
Με άλλα λόγια, ο σύγχρονος καπιταλισμός: i) εξαθλιώνει μαζικά κι απόλυτα τις μάζες και ii) μετά βίας μπορεί να χωρέσει εντός των πλαισίων του κάποια περαιτέρω ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων.
Επιβεβαιώνεται η εκτίμηση του λένιν ότι ο καπιταλισμός στο ιμπεριαλιστικό του στάδιο (που είναι το ίδιο σα να λέμε ο καπιταλισμός στο μονοπωλιακό του στάδιο) είναι ένα σύστημα που σαπίζει. Παρασιτεί εις βάρος του κόσμου της δουλειάς που παράγει όλο τον πλούτο. Πισωγυρίζει την ανθρωπότητα σε συνθήκες μεσαίωνα. Το δίλημμα σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα προβάλλει, όχι ως μια κούφια αφαίρεση, όχι ως καρικατούρα στα χείλη του προέδρου της “σοσιαλιστικής” διεθνούς, αλλά ως αδήριτη πραγματικότητα για το εργατικό κίνημα και τους λαούς του κόσμου. Αυτές είναι οι μόνες εναλλακτικές που έχουν μπροστά τους.
Πιο ειδικά. Ποια είναι η παραγωγική προοπτική της ελλάδας εντός του καταμερισμού της εε; Να γίνει ένα τουριστικό θέρετρο πολυτελείας, που θα προσφέρει δευτερευόντως και ορισμένες υπηρεσίες. Κι ίσως περισσέψουν γι' αυτήν κάποια ψίχουλα από το φαγοπότι των πολυεθνικών και τις καπιταλιστικές μπίζνες με τα πετρέλαια στο αιγαίο.
Η προοπτική δηλ είναι να γίνει το κωλάδικο της ευρώπης, ό,τι περίπου ήταν η κούβα για τις ηπα πριν την επανάσταση του 59'.
Ποια πρέπει να είναι η απάντησή μας σε όλα αυτά;
Η δική μας απάντηση πρέπει να περνάει από την απόκρουση της αντεργατικής επίθεσης της τρόικας εε-δντ-κυβέρνησης. Να ξεκινάει από την άρνηση να πληρώσει ο εργαζόμενος λαός τα σπασμένα της καπιταλιστικής κρίσης κι ένα χρέος που δε δημιούργησε. Αλλά δεν μπορεί να μείνει εκεί. Πρέπει να είναι καθαρό ότι δε μπορεί να υπάρξει διέξοδος από την κρίση προς όφελος του λαού, εντός του συστήματος. Χρειάζεται μια συνολική, πολιτική πρόταση που θα βάζει θέμα εξουσίας και υπέρβασης του καπιταλισμού.
Τα γιατροσόφια του κεϊνσιανισμού έχουν χρεοκοπήσει οριστικά. Οι -απαραίτητες- μικρές νίκες, οι όποιες επιμέρους κατακτήσεις είναι επισφαλείς όσο δεν οδηγούν σε αλλαγές σε κεντρικό, πολιτικό επίπεδο.
Αυτό δε συνιστά ηττοπάθεια, ή κάποια άρνηση να παλέψουμε για τα άμεσα, τα μικρά και καθημερινά. Αλλά συγκεκριμένη ανάλυση της σημερινής πραγματικότητας. Είναι επίσης το συγκεκριμένο δίδαγμα από το κίνημα της αργεντινής που δεν απέκτησε ποτέ πολιτική στόχευση κι έμεινε στα μισά του δρόμου, χωρίς να φτάσει τον αγώνα του μέχρι τέλους και να διασφαλίσει τις κατακτήσεις του. Αλλά κι από τις αυταπάτες που σκορπούσαν αφ' υψηλού, όσοι αεροβατούσαν εκείνες τις μέρες κι έλεγαν ότι η εξουσία βρισκόταν στους δρόμους περιμένοντας τους εργάτες να απλώσουν το χέρι τους να την καταλάβουν.
Η αντικειμενική πραγματικότητα θέτει πιο επιτακτικά από ποτέ το ερώτημα: “ανάπτυξη για ποιον;” καθώς και την ανάγκη για ένα άλλο δρόμο ανάπτυξης. Όσο γενικό ή αφηρημένο κι αν μοιάζει αυτό, είναι η ίδια η συγκυρία που το βάζει συγκεκριμένα. Με αυτό καλούμαστε να εμπνεύσουμε τον κόσμο κι ως προς αυτό θα κριθεί κι ο καθένας μας. Καλούμαστε να το εξηγήσουμε, να το εξειδικεύσουμε, να πείσουμε ότι είναι ρεαλιστικό κι αναγκαίο. Μια ανάγκη που προκύπτει από την ίδια τη ροή των πραγμάτων, όχι ως έτοιμο, εγκεφαλικό σχήμα που φοριέται πάνω τους στη βάση των επιθυμιών μας.
Η λαϊκή εξουσία-οικονομία, παρά το -κατά σημεία- θολό περιεχόμενό της, προσπαθεί να απαντήσει σε αυτήν ακριβώς την ανάγκη. Ξεκινάει από τα προβλήματα της συγκυρίας, -την καπιταλιστική κρίση, την ανεργία, τις απολύσεις, την ακρίβεια, την τοκογλυφία με μοχλό το δημόσιο χρέος, την υπερχρέωση των λαϊκών οικογενειών- και τα δένει με μια συνολική πρόταση εξουσίας. Που μιλάει για ανάπτυξη υπέρ του εργαζόμενου λαού και αξιοποίηση των παραγωγικών δυνατοτήτων της ελλάδας, σε έμψυχο κι άψυχο δυναμικό: των χιλιάδων ανέργων που συγκροτούν τον 'εφεδρικό στρατό και νιώθουν το μέλλον τους υποθηκευμένο, των αγροτικών προϊόντων που καταλήγουν στις χωματερές, των βιομηχανιών που κλείνουν ή μετακομίζουν στις πιο φτωχές χώρες των βαλκανίων, κτλ.
Κάθε επιμέρους αίτημα που περιγράφει τη λαϊκή εξουσία, συνδέεται με τα υπόλοιπα και συγκροτεί ένα μεταβατικό πρόγραμμα που δένει τον πολιτικό με τον οικονομικό αγώνα. Είναι ένας αγώνας που ξεκινάει στο σήμερα και ολοκληρώνεται μόνο όταν αλλάξει χέρια η εξουσία κι οι εργάτες αρχίζουν να ορίζουν την παραγωγή, τους καρπούς της δουλειάς τους.
Το πού ακριβώς θα φτάσουν είναι ζητούμενο. Μπορεί να βρουν μπροστά τους τα ίδια προβλήματα που αντιμετώπισαν οι μπολσεβίκοι, πχ αν είναι δυνατή ή όχι η οικοδόμηση του σοσιαλισμού σε μια χώρα, στον αδύναμο κρίκο της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας. Μπορεί να ισχύει και στη δική μας περίπτωση αυτό που είχε πει ο λένιν για τη ρωσία της εποχής του. Γι' αυτούς, ήταν πιο εύκολο να ξεκινήσουν, να κάνουν το πρώτο βήμα, αλλά ήταν πολύ πιο δύσκολο να συνεχίσουν με τα επόμενα.
Αυτό που είναι φαινομενικά παράδοξο είναι ότι οι πολιτικές δυνάμεις που απορρίπτουν τη θεωρία της εξάρτησης και της σχετικής καθυστέρησης του ελληνικού καπιταλισμού, αρνούνται παράλληλα και το εφικτό της οικοδόμησης του σοσιαλισμού σε μία τέτοια χώρα, αν δε νικήσει πρώτα παγκόσμια η επανάσταση. Και αντιστρόφως.
Αυτή η κουβέντα στο σήμερα όμως, θυμίζει ίσως τη διαμάχη για το φύλο των αγγέλων, τη στιγμή που οι κολασμένοι της γης βράζουν στα καζάνια της καπιταλιστικής κόλασης και δεν έχουν εξασφαλίσει κανέναν επίγειο παράδεισο.
Το μόνο σίγουρο είναι ότι η ανισόμετρη ανάπτυξη του καπιταλισμού οδηγεί αρχικά στο σπάσιμο της αλυσίδας στον πιο αδύναμο κρίκο της. Αν αυτή η τιμή πέσει στο εργατικό κίνημα της ελλάδας, δεν πρέπει να αφήσει να πάει χαμένη μια τέτοια ευκαιρία, για να βρει καλύτερες προϋποθέσεις στο μέλλον.
Αν η ελλάδα δεν έχει τις υλικο-τεχνικές προϋποθέσεις για το σοσιαλισμό, δε μπορεί να περιμένει από τους αστούς να τις δημιουργήσουν. Το κίνημα δεν έχει τίποτα να περιμένει απ' τη σημερινή τάξη πραγμάτων. Καμία βελτίωση, καμία μεταρρύθμιση, κανέναν αστικο-δημοκρατικό εκσυγχρονισμό. Αυτά θα τα φέρει εις πέρας η εργατική εξουσία, μαζί με τα υπόλοιπα σοσιαλιστικά της καθήκοντα.
Η επερχόμενη επανάσταση στην ελλάδα θα είναι σοσιαλιστική, όχι δημοκρατική ή κάποιο άλλο ενδιάμεσο, προπαρασκευαστικό στάδιο, ή κάποια μορφή κρατικού καπιταλισμού που θα ανοίξει τον (τρίτο) δρόμο για το σοσιαλισμό. Κι αν σκεφτεί κανείς πώς έβαζαν το εν λόγω ζήτημα οι πολιτικές δυνάμεις τη δεκαετία του 30 και το συγκρίνει με το σήμερα, οι μεταστροφές μοιάζουν ακόμα πιο εντυπωσιακές. Χωρίς αρχές, όπως έλεγαν κι εκείνη την εποχή.
(Εντάξει ρε συ, ρεφόρμισε. Αλλά πού είναι οι αρχές σου;)
Όλα αυτά δίνουν πάσα για το ζήτημα της θεωρίας των σταδίων. Προηγουμένως όμως θα δούμε κάποια πράγματα πάνω στην έννοια της μετάβασης και των μεταβατικών εν γένει.
Από βδομάδα τα σπουδαία.
Υγ: η κε του μπλοκ εξακολουθεί να βρίσκεται σε αργία ως το τέλος της εβδομάδας και δε θα μπορεί να απαντά σε σχόλια. Παρόλα αυτά βρήκε λίγο χρόνο για να ανεβάσει το δεύτερο μέρος του κειμένου που είχε αφήσει στη μέση.
Εσείς πάντως, -μπορείτε να- χτυπάτε ελεύθερα.
Δευτέρα 24 Ιανουαρίου 2011
Σάββατο 22 Ιανουαρίου 2011
Ιστορικά διδάγματα
Ή αλλιώς γιατί η λαϊκή εξουσία θα μπορούσε να σταθεί ως «μεταβατικό» πρόγραμμα.
Γιατί βάζω σε εισαγωγικά το μεταβατικό; Γιατί ως όρος έχει πολιτογραφηθεί με συγκεκριμένο περιεχόμενο, απ’ τη δεκαετία του 30. Όποιος τον χρησιμοποιεί λοιπόν σε πολιτικές αναλύσεις πρέπει πρώτα να διαβάσει τη θανάσιμη αγωνία του καπιταλισμού, το μεταβατικό πρόγραμμα της δ’ διεθνούς, είτε για να συμφωνήσει με όσα λέει, είτε για να διαφοροποιηθεί και να ορίσει αλλιώς την έννοια του μεταβατικού.
Εγώ παρακάμπτω για την ώρα αυτό το κομμάτι, για να περάσω κατευθείαν στην ερώτηση του red boy για τη λαϊκή εξουσία.
Πιάνω το νήμα ενός κουβαριού σκέψεων απ’ την ιστορία των επαναστάσεων του 20ού αιώνα.
Η ιστορική πείρα δείχνει ότι η επανάσταση νίκησε σε εκείνες τις χώρες, όπου δε μπορούσε να προχωρήσει ο αστικός εκσυγχρονισμός, ο καπιταλισμός ήταν αδύναμος, μπλέχτηκε στις αξεδιάλυτες αντιφάσεις του και δε μπορούσε να βαδίσει μπροστά χωρίς να καταρρεύσει. Όχι μόνος του βέβαια, αλλά απ’ την «τρικλοποδιά» που του έβαλε ένα δυναμικό, μαζικό κίνημα κι ένα κόμμα με τακτική ευελιξία που πιάστηκε από στοιχειώδη αστικοδημοκρατικά αιτήματα (εθνική ανεξαρτησία, αγροτική μεταρρύθμιση κτλ) για να οξύνει τις αντιφάσεις και να πραγματοποιήσει την επανάσταση.
Η πείρα δείχνει ακόμα ότι οι περισσότερες επαναστάσεις στην ευρώπη νίκησαν στο έδαφος μιας πολεμικής σύγκρουσης και των ιδιαίτερων συνθηκών που δημιούργησε η όξυνση των αντιθέσεων μεταξύ των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Τέτοια ήταν η περίπτωση της ρωσίας και των μπολσεβίκων, των λαϊκών δημοκρατιών της ανατολικής ευρώπης με το ειδικό βάρος του κόκκινου στρατού, αλλά και της κινέζικης επανάστασης το 49’.
Αντιθέτως σε περιόδους κρίσης έχουμε πολλές φορές συντηρητικοποίηση κι αντανακλαστικά κοινωνικού αυτοματισμού στους εργαζόμενους. Άνθρωπος έναντι ανθρώπου, λύκος. Το ένα εργατικό στρώμα στρέφεται ενάντια στο άλλο κι όλα μαζί ενάντια στην κοινή τους υπόθεσή για την χειραφέτηση του κόσμου της δουλειάς. Η νίκη του φασισμού σε μια σειρά χώρες στο έδαφος του παγκόσμιου κραχ το 29, με πιο χαρακτηριστική περίπτωση τη γερμανία, δείχνει τον κίνδυνο που παραμονεύει για το προλεταριάτο αν δεν οργανώσει εγκαίρως τις αντιστάσεις του στη λαίλαπα που έρχεται.
Το προτσές δεν είναι μονοσήμαντο βέβαια. Η ταξική πάλη κι ο υποκειμενικός παράγοντας είναι η άλλη όψη του νομίσματος. Κι ο κόμπος του ζητήματος είναι σε αυτό το «αν δεν». Αν δεν οργανώσει αντιστάσεις. Αν δε μετατρέψει την κρίση του καπιταλισμού σε επαναστατική κρίση, την οικονομική κρίση του συστήματος σε πολιτική.
Το αναφέρω όμως για να δείξω το απλοϊκό της θέσης για την ανικανότητα της αριστεράς που δε μπορεί να εκμεταλλευτεί την χειρότερη κρίση του καπιταλισμού μεταπολεμικά. Μακάρι να ήταν τόσο απλό και να έφταιγαν απλώς κάποιες άχρηστες ηγεσίες. Θα τις είχαμε αλλάξει και θα ξορκίζαμε το κακό. Στην τελική αυτές θα αποδεικνύονταν το ίδιο ανίκανες να ανακόψουν τη ροή των πραγμάτων και του ποταμιού που δε γυρίζει πίσω πια.
Επιπλέον. Ο πόλεμος δεν είναι άλλης ποιότητας φαινόμενο από την κρίση, αλλά η τελική της συνέπεια, μια βίαια επίλυση των αντιθέσεων του συστήματος. Ούτε είναι κάποια ευνοϊκή κινηματική συγκυρία που πρέπει να προσδοκούμε και να επιδιώκουμε, γιατί η καταστροφή που φέρνει είναι ανυπολόγιστη. Το ίδιο ισχύει –σε μικρότερη κλίμακα- σήμερα και για την χρεοκοπία που είναι κι αυτή παιδί της κρίσης. Οι κομμουνιστές δεν ποντάρουν στην απελπισία και την καταστροφή, αλλά στην ελπίδα που δίνει ο αγώνας για να αποφύγουμε την καταστροφή και την καπιταλιστική βαρβαρότητα.
Επιστροφή στα της ιστορίας. Μετά την παρισινή κομμούνα, οι αδύναμοι κρίκοι προχωράνε ανατολικά και προς την περιφέρεια. Από την ημιφεουδαρχική, τσαρική ρωσία του 17’, στην αγροτική κίνα κι από εκεί στα αντι-ιμπεριαλιστικά κινήματα της τριτοκοσμικής αφρικής τη δεκαετία του 60’ και τη λατινική αμερική σήμερα με τη μπολιβαριανή επανάσταση. Στον δυτικό κόσμο και στην ευρώπη ειδικότερα, ο καπιταλισμός αποδείχτηκε πιο ανθεκτικός, ικανός να απορροφήσει τους κραδασμούς και τις εκάστοτε επαναστατικές κρίσεις –εκτός από τις χώρες που απελευθέρωσε ο κόκκινος στρατός στο δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο.
Αυτή η πτυχή επηρέασε άμεσα κάποιες αναλύσεις του γκράμσι, ο οποίος μεταξύ άλλων είχε πει μεταφορικά ότι ο οκτώβρης ήταν μια επανάσταση ενάντια στο Κεφάλαιο του μαρξ. Με την έννοια ότι επικράτησε σε μια χώρα με χαμηλό επίπεδο ανάπτυξης που ήταν πιο μακριά –από υλικοτεχνικής άποψης- από τον τελικό σκοπό της κομμουνιστικής κοινωνίας όπως την είχαν οραματιστεί οι κλασικοί.
Περισσότερο όμως επηρέασε τις αναλύσεις του για την επανάσταση στη δύση. Την κοινωνία των πολιτών ως ένα πλέγμα πολιτικών θεσμών που απορροφά την κοινωνική δυσαρέσκεια (και το οποίο δεν υπήρχε στην περίπτωση της ρωσίας). Τον πόλεμο χαρακωμάτων (άμεσα επηρεασμένο από τα τεχνικά γνωρίσματα των μαχών του πρώτου παγκοσμίου πολέμου). Τους συνασπισμούς και την ιδεολογική ηγεμονία.
Αυτό το έργο όμως χαρίστηκε στους αναθεωρητές κι επικαλύφτηκε απ’ τη θεωρητική τους σκουριά. Έγινε πολιτική κληρονομιά του μπερλίνγκουερ κι έτσι ο γκράμσι θεωρήθηκε πρόδρομος του ευρω-κομμουνισμού. Οι τακτικοί συνασπισμοί έκαναν το κίνημα ουρά της σοσιαλδημοκρατίας κι ο πόλεμος χαρακωμάτων μεταφράστηκε ρεφορμιστικά σε κατάληψη των πόστων της κρατικής εξουσίας, καθώς το κράτος θεωρείται μια ανοιχτή σχέση με περιεχόμενο που αλλάζει ανάλογα με τα πόστα (χαρακώματα) που κατέχουμε, τους κλάδους που εντάσσονται στο δημόσιο κτλ.
Τηρουμένων των αναλογιών θυμίζει εκείνο το σκετσάκι των αμάν για τον συνασπισμό, με τον αποστάτη βούγια και τον πρόεδρο κωνσταντόπουλο, όπου ο πρώτος έλεγε ότι αν έφευγε ένας σύντροφος κάθε τετραετία για το πασόκ, σε κάποια χρόνια θα ‘ταν πλειοψηφία και θα ‘καναν κυβέρνηση.
Ή σαν το ανέκδοτο με τον φυλακισμένο που θέλει να αποδράσει και σκέφτεται να το σκάσει λίγο-λίγο, για να μην τον πάρουν χαμπάρι. Πρώτα ένα χέρι, μία τούφα, ένα αυτί… και μια μέρα... φτου ξελευθερία Πρώτα οι τράπεζες, ύστερα η ενέργεια και μια μέρα θα φτάσουμε στο σοσιαλισμό… Ένα σοσιαλισμό τεμαχισμένο, ψεύτικο κι άψυχο, κομμένο και ραμμένο στα μέτρα της αυταπάτης για το σουηδικό μοντέλο. Όσα κομμάτια κι αν μπορέσεις να ενώσεις...
Τι ρόλο παίζει όμως ο δημόσιος τομέας σε ένα αστικό κράτος, συνυφασμένο με τα μονοπώλια; Ποια ταξικά συμφέροντα υπηρετεί; Μπορεί η καρδιά του συστήματος (τράπεζες) να αρχίσει να χτυπά φιλολαϊκά, χωρίς να το σκοτώσουμε; Τι προοπτικές θα είχε ένας τύπος νεπ (έλεγχος κεφαλαίων, αναδιανομή εισοδήματος) χωρίς καν την ύπαρξη σοβιετικής εξουσίας;
Θα υπήρχε, λένε, μια δημοκρατική κυβέρνηση στο τιμόνι και θα άνοιγε δρόμο διάπλατα για το σοσιαλισμό. Σα να λέμε ο καλός μπάτσος της φυλακής που θα αφήνει να περνάει στη ζούλα εφημερίδες και κάνα τσιγάρο. Κι ίσως κάνει και τα στραβά μάτια, όσο εμείς θα σκάβουμε το τούνελ που θα μας οδηγήσει κάποτε στο σοσιαλισμό.
Αλλά ο ρόλος του φύλακα είναι αυστηρά καθορισμένος σε αυτό το σύστημα και το θέμα είναι ποιος θα μας φυλάει από τους φύλακες και ποια τάξη θα τους ελέγχει. Κι αν αυτή είναι η δική μας, δεν έχουμε κανένα λόγο να μένουμε στη φυλακή. Σπάμε τις αλυσίδες μας στον αδύναμο κρίκο τους και το σκάμε σαν το μπεζεντάκο (που ως κι οι τροτσκιστές δικό τους τον θεωρούν).
Κι αν βγούμε από αυτή τη φυλακή, κανείς δε θα μας περιμένει και τίποτα δε θα είναι έτοιμο, αλλά θα έχουμε το μέλλον στα δικά μας χέρια.
(Συνεχίζεται...)
Γιατί βάζω σε εισαγωγικά το μεταβατικό; Γιατί ως όρος έχει πολιτογραφηθεί με συγκεκριμένο περιεχόμενο, απ’ τη δεκαετία του 30. Όποιος τον χρησιμοποιεί λοιπόν σε πολιτικές αναλύσεις πρέπει πρώτα να διαβάσει τη θανάσιμη αγωνία του καπιταλισμού, το μεταβατικό πρόγραμμα της δ’ διεθνούς, είτε για να συμφωνήσει με όσα λέει, είτε για να διαφοροποιηθεί και να ορίσει αλλιώς την έννοια του μεταβατικού.
Εγώ παρακάμπτω για την ώρα αυτό το κομμάτι, για να περάσω κατευθείαν στην ερώτηση του red boy για τη λαϊκή εξουσία.
Πιάνω το νήμα ενός κουβαριού σκέψεων απ’ την ιστορία των επαναστάσεων του 20ού αιώνα.
Η ιστορική πείρα δείχνει ότι η επανάσταση νίκησε σε εκείνες τις χώρες, όπου δε μπορούσε να προχωρήσει ο αστικός εκσυγχρονισμός, ο καπιταλισμός ήταν αδύναμος, μπλέχτηκε στις αξεδιάλυτες αντιφάσεις του και δε μπορούσε να βαδίσει μπροστά χωρίς να καταρρεύσει. Όχι μόνος του βέβαια, αλλά απ’ την «τρικλοποδιά» που του έβαλε ένα δυναμικό, μαζικό κίνημα κι ένα κόμμα με τακτική ευελιξία που πιάστηκε από στοιχειώδη αστικοδημοκρατικά αιτήματα (εθνική ανεξαρτησία, αγροτική μεταρρύθμιση κτλ) για να οξύνει τις αντιφάσεις και να πραγματοποιήσει την επανάσταση.
Η πείρα δείχνει ακόμα ότι οι περισσότερες επαναστάσεις στην ευρώπη νίκησαν στο έδαφος μιας πολεμικής σύγκρουσης και των ιδιαίτερων συνθηκών που δημιούργησε η όξυνση των αντιθέσεων μεταξύ των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Τέτοια ήταν η περίπτωση της ρωσίας και των μπολσεβίκων, των λαϊκών δημοκρατιών της ανατολικής ευρώπης με το ειδικό βάρος του κόκκινου στρατού, αλλά και της κινέζικης επανάστασης το 49’.
Αντιθέτως σε περιόδους κρίσης έχουμε πολλές φορές συντηρητικοποίηση κι αντανακλαστικά κοινωνικού αυτοματισμού στους εργαζόμενους. Άνθρωπος έναντι ανθρώπου, λύκος. Το ένα εργατικό στρώμα στρέφεται ενάντια στο άλλο κι όλα μαζί ενάντια στην κοινή τους υπόθεσή για την χειραφέτηση του κόσμου της δουλειάς. Η νίκη του φασισμού σε μια σειρά χώρες στο έδαφος του παγκόσμιου κραχ το 29, με πιο χαρακτηριστική περίπτωση τη γερμανία, δείχνει τον κίνδυνο που παραμονεύει για το προλεταριάτο αν δεν οργανώσει εγκαίρως τις αντιστάσεις του στη λαίλαπα που έρχεται.
Το προτσές δεν είναι μονοσήμαντο βέβαια. Η ταξική πάλη κι ο υποκειμενικός παράγοντας είναι η άλλη όψη του νομίσματος. Κι ο κόμπος του ζητήματος είναι σε αυτό το «αν δεν». Αν δεν οργανώσει αντιστάσεις. Αν δε μετατρέψει την κρίση του καπιταλισμού σε επαναστατική κρίση, την οικονομική κρίση του συστήματος σε πολιτική.
Το αναφέρω όμως για να δείξω το απλοϊκό της θέσης για την ανικανότητα της αριστεράς που δε μπορεί να εκμεταλλευτεί την χειρότερη κρίση του καπιταλισμού μεταπολεμικά. Μακάρι να ήταν τόσο απλό και να έφταιγαν απλώς κάποιες άχρηστες ηγεσίες. Θα τις είχαμε αλλάξει και θα ξορκίζαμε το κακό. Στην τελική αυτές θα αποδεικνύονταν το ίδιο ανίκανες να ανακόψουν τη ροή των πραγμάτων και του ποταμιού που δε γυρίζει πίσω πια.
Επιπλέον. Ο πόλεμος δεν είναι άλλης ποιότητας φαινόμενο από την κρίση, αλλά η τελική της συνέπεια, μια βίαια επίλυση των αντιθέσεων του συστήματος. Ούτε είναι κάποια ευνοϊκή κινηματική συγκυρία που πρέπει να προσδοκούμε και να επιδιώκουμε, γιατί η καταστροφή που φέρνει είναι ανυπολόγιστη. Το ίδιο ισχύει –σε μικρότερη κλίμακα- σήμερα και για την χρεοκοπία που είναι κι αυτή παιδί της κρίσης. Οι κομμουνιστές δεν ποντάρουν στην απελπισία και την καταστροφή, αλλά στην ελπίδα που δίνει ο αγώνας για να αποφύγουμε την καταστροφή και την καπιταλιστική βαρβαρότητα.
Επιστροφή στα της ιστορίας. Μετά την παρισινή κομμούνα, οι αδύναμοι κρίκοι προχωράνε ανατολικά και προς την περιφέρεια. Από την ημιφεουδαρχική, τσαρική ρωσία του 17’, στην αγροτική κίνα κι από εκεί στα αντι-ιμπεριαλιστικά κινήματα της τριτοκοσμικής αφρικής τη δεκαετία του 60’ και τη λατινική αμερική σήμερα με τη μπολιβαριανή επανάσταση. Στον δυτικό κόσμο και στην ευρώπη ειδικότερα, ο καπιταλισμός αποδείχτηκε πιο ανθεκτικός, ικανός να απορροφήσει τους κραδασμούς και τις εκάστοτε επαναστατικές κρίσεις –εκτός από τις χώρες που απελευθέρωσε ο κόκκινος στρατός στο δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο.
Αυτή η πτυχή επηρέασε άμεσα κάποιες αναλύσεις του γκράμσι, ο οποίος μεταξύ άλλων είχε πει μεταφορικά ότι ο οκτώβρης ήταν μια επανάσταση ενάντια στο Κεφάλαιο του μαρξ. Με την έννοια ότι επικράτησε σε μια χώρα με χαμηλό επίπεδο ανάπτυξης που ήταν πιο μακριά –από υλικοτεχνικής άποψης- από τον τελικό σκοπό της κομμουνιστικής κοινωνίας όπως την είχαν οραματιστεί οι κλασικοί.
Περισσότερο όμως επηρέασε τις αναλύσεις του για την επανάσταση στη δύση. Την κοινωνία των πολιτών ως ένα πλέγμα πολιτικών θεσμών που απορροφά την κοινωνική δυσαρέσκεια (και το οποίο δεν υπήρχε στην περίπτωση της ρωσίας). Τον πόλεμο χαρακωμάτων (άμεσα επηρεασμένο από τα τεχνικά γνωρίσματα των μαχών του πρώτου παγκοσμίου πολέμου). Τους συνασπισμούς και την ιδεολογική ηγεμονία.
Αυτό το έργο όμως χαρίστηκε στους αναθεωρητές κι επικαλύφτηκε απ’ τη θεωρητική τους σκουριά. Έγινε πολιτική κληρονομιά του μπερλίνγκουερ κι έτσι ο γκράμσι θεωρήθηκε πρόδρομος του ευρω-κομμουνισμού. Οι τακτικοί συνασπισμοί έκαναν το κίνημα ουρά της σοσιαλδημοκρατίας κι ο πόλεμος χαρακωμάτων μεταφράστηκε ρεφορμιστικά σε κατάληψη των πόστων της κρατικής εξουσίας, καθώς το κράτος θεωρείται μια ανοιχτή σχέση με περιεχόμενο που αλλάζει ανάλογα με τα πόστα (χαρακώματα) που κατέχουμε, τους κλάδους που εντάσσονται στο δημόσιο κτλ.
Τηρουμένων των αναλογιών θυμίζει εκείνο το σκετσάκι των αμάν για τον συνασπισμό, με τον αποστάτη βούγια και τον πρόεδρο κωνσταντόπουλο, όπου ο πρώτος έλεγε ότι αν έφευγε ένας σύντροφος κάθε τετραετία για το πασόκ, σε κάποια χρόνια θα ‘ταν πλειοψηφία και θα ‘καναν κυβέρνηση.
Ή σαν το ανέκδοτο με τον φυλακισμένο που θέλει να αποδράσει και σκέφτεται να το σκάσει λίγο-λίγο, για να μην τον πάρουν χαμπάρι. Πρώτα ένα χέρι, μία τούφα, ένα αυτί… και μια μέρα... φτου ξελευθερία Πρώτα οι τράπεζες, ύστερα η ενέργεια και μια μέρα θα φτάσουμε στο σοσιαλισμό… Ένα σοσιαλισμό τεμαχισμένο, ψεύτικο κι άψυχο, κομμένο και ραμμένο στα μέτρα της αυταπάτης για το σουηδικό μοντέλο. Όσα κομμάτια κι αν μπορέσεις να ενώσεις...
Τι ρόλο παίζει όμως ο δημόσιος τομέας σε ένα αστικό κράτος, συνυφασμένο με τα μονοπώλια; Ποια ταξικά συμφέροντα υπηρετεί; Μπορεί η καρδιά του συστήματος (τράπεζες) να αρχίσει να χτυπά φιλολαϊκά, χωρίς να το σκοτώσουμε; Τι προοπτικές θα είχε ένας τύπος νεπ (έλεγχος κεφαλαίων, αναδιανομή εισοδήματος) χωρίς καν την ύπαρξη σοβιετικής εξουσίας;
Θα υπήρχε, λένε, μια δημοκρατική κυβέρνηση στο τιμόνι και θα άνοιγε δρόμο διάπλατα για το σοσιαλισμό. Σα να λέμε ο καλός μπάτσος της φυλακής που θα αφήνει να περνάει στη ζούλα εφημερίδες και κάνα τσιγάρο. Κι ίσως κάνει και τα στραβά μάτια, όσο εμείς θα σκάβουμε το τούνελ που θα μας οδηγήσει κάποτε στο σοσιαλισμό.
Αλλά ο ρόλος του φύλακα είναι αυστηρά καθορισμένος σε αυτό το σύστημα και το θέμα είναι ποιος θα μας φυλάει από τους φύλακες και ποια τάξη θα τους ελέγχει. Κι αν αυτή είναι η δική μας, δεν έχουμε κανένα λόγο να μένουμε στη φυλακή. Σπάμε τις αλυσίδες μας στον αδύναμο κρίκο τους και το σκάμε σαν το μπεζεντάκο (που ως κι οι τροτσκιστές δικό τους τον θεωρούν).
Κι αν βγούμε από αυτή τη φυλακή, κανείς δε θα μας περιμένει και τίποτα δε θα είναι έτοιμο, αλλά θα έχουμε το μέλλον στα δικά μας χέρια.
(Συνεχίζεται...)
Ετικέτες
αδύναμος κρίκος,
γκράμσι,
ευρωκομμουνισμός,
κρίση,
μπεζεντάκος,
φυλακές
Παρασκευή 21 Ιανουαρίου 2011
Πολύχρονος να ζεις μεγάλε Λένιν
Στις 21 του γενάρη του 1924 πέθανε ο λένιν. Έξι μέρες μετά ένα εκατομμύριο μοσχοβίτες παρέλασαν στην κόκκινη πλατεία με 32 βαθμούς υπό το μηδέν για να δουν τη σορό του να τοποθετείται στο μαυσωλείο. Και τρεις μέρες αργότερα σε ένα ευχαριστήριο κείμενο για τα συλλυπητήρια που δέχτηκε, η κρούπσκαγια έγραφε:
έχω μια μεγάλη παράκληση να σας απευθύνω. Μην αφήστε το φόρο τιμής σας προς τον ίλιτς να πάρει τη μορφή λατρείας προς το πρόσωπό του. Μην του χτίσετε μνημεία, μη δώστε το όνομά του σε κάποιο μέγαρο, μην οργανώσετε επιμνημόσυνες τελετές. Στη ζωή του έδινε τόση λίγη σημασία σε όλα αυτά, τα θεωρούσε τόσο μάταια. Σκεφτείτε πόσο φτωχός είναι ακόμα ο τόπος μας. Αν θέλετε να τιμήσετε το όνομα του λένιν, χτίστε βρεφοκομεία, σχολειά, νηπιαγωγεία, βιβλιοθήκες, ιατρικά κέντρα, νοσοκομεία, άσυλα αναπήρων (…) και με όλα αυτά κάντε πράξη τα παραγγέλματά του.
Το δεύτερο σκέλος της παράκλησής της εισακούστηκε, το πρώτο ελέγχεται. Εξάλλου, έτερον εκάτερον. Δεν χρειαζόταν να αποφύγουν την προσωπολατρία για να χτίσουν νοσοκομεία και ιδρύματα.
Η πτυχή αυτή αποτυπώθηκε και στα σοβιετικά εγχειρίδια κι από εκεί πέρασε στα σχολικά βιβλία για τα παιδιά των ελλήνων της υπερορίας. Όλα αυτά μπορούμε να τα βρούμε στο βιβλίο της μποντίλα, πολύχρονος να ζεις μεγάλε στάλιν, που είχαμε δει σε προηγούμενη ανάρτηση για το σύντροφο με το μουστάκι.
Στα αποσπάσματα που μας δίνει ο λένιν παίζει τυφλόμυγα με τα παιδιά, τους χαρίζει δώρα και τους λέει ότι κι αν φύγει, πάλι μαζί τους θα ‘ναι γιατί θα τα θυμάται. Δουλεύει μαζί με τους συντρόφους του στα κομμουνιστικά σάββατα γιατί δε μπορούσε να ζήσει χωρίς να δουλεύει. Είναι καλός νοικοκύρης. Δεν παραβαίνει ένα αυστηρό σοβιετικό νόμο, για να δώσει πρώτος το καλό παράδειγμα. Και στο σχολείο είναι πρώτος στον αγώνα, πρώτος στα μαθήματα, πρότυπο για τους συμμαθητές του που τον θεωρούν φορητή εγκυκλοπαίδεια.
Εκτός από τα πεζά όμως, συναντάμε και ποίηση. Ένα απόσπασμα από το μακροσκελές ποίημα που αφιέρωσε στη μνήμη του βλαδίμηρου ο συνονόματός του μαγιακόφσκι...
Λένιν
Δε μας ταιριάζει εμάς το μοιρολόι
Αφού μας είσαι δύναμη, σοφία και όπλο
Ξέρουν σήμερα και τα παιδιά!
Πιο ζωντανός εσύ ‘σαι λένιν
Απ’ όλους εμάς τους ζωντανούς
Τώρα η καρδιά μας ψήφισε! …Στο καθήκον
(…)
ένα θνητό εθάψαμε
τον πιο τρανό θνητό
απ’ όσους ως τα σήμερα η γης έχει γνωρίσει.
(…)
Εβράχνιασε ο τηλέγραφος στο πένθος, στις ειδήσεις
Τον λένιν σαν ωκεανοί τα πλήθη ακολουθούν
Κι ο χρόνος απ’ το δρόμο του σαν αναμαλλιασμένος
Σταμάτησε και γύρισε: κι ολάκερη ρωσία,
Σάμπως σε νιο κινάει ξεκίνημα, νομάδα…
-Πούθε ήρθε; Ποιος ήταν; τι λογής;
Που όλοι σπεύδουν να τιμήσουν;
Απ’ τους ανθρώπους ήτανε, άνθρωπος πιο απ’ όλους
Σύντομη του ήταν η ζωή του γίγαντα ουλιάνοφ
Κι όλοι μας τη γνωρίζουμε μέρα με την ημέρα.
Όμως του σύντροφου λένιν, τη ζωή, που χάρος δεν την πιάνει
Την απεραντοσύνη της αιώνες να τη γράψουν δε θα μπορέσουν
...κι ένα ακόμα που έγραψε ο ίδιος ο λένιν στα χρόνια του τσάρου
Φίσκα τα κάτεργα
Οι εξόριστοι βασανίζονται δίχως τελειωμό,
Οι ντουφεκιές ξεσκίζουν τη νύχτα
Οι αγιούπες γιορτάζουν
Ο πόνος και το πένθος
Απλώνεται στη μητρική χώρα
Ούτε μια φαμίλια απόνετη
Στο σκυλολόι του τσάρου:
«Κάτου τα χέρια! Ξεκουμπιστείτε!»
θα πει η δυνατή φωνή του βουκίνου
δοξάζοντας τη λευτεριά.
Θα γκρεμίσουμε τις φυλακές
Η δίκαιη βροντή βροντάει.
Η παντιέρα της λευτεριάς
Οδηγεί τους αγωνιστές.
Βασανιστήρια, Οχράνα,
Κνούτο, κρεμάλα, κάτου!
Ξαπολύσου μάχη των λεύτερων ανθρώπων.
Θάνατος στους τυράννους!
Ας τσακίσουμε τη σκλαβιά
Τη ντροπή της σκλαβιάς!
Ω ελευθερία, δώσε μας
Τη γη και την ανεξαρτησία
Επιστρέφουμε στη ναντιέζντα κρούπσκαγια που στα 1925 έγραψε ένα άρθρο στην πράβντα με τίτλο, τι πρέπει να διηγούμαστε στα παιδιά του σχολείου για τη ζωή του λένιν;
Πρέπει να μελετιέται ο λένιν στο σχολειό; Ναι πρέπει. Ο λένιν είναι τόσο στενά δεμένος με το χθες μας, με το σήμερα και το αύριο, με κάθε πάλη μας για ένα ακτινοβόλο μέλλον, με την πάλη των μαζών, είναι τόσο αξεχώριστος από ολόκληρη τη ζωή μας, που θάταν παράξενο κι απαράδεχτο να μη διδάσκεται στο σχολειό η ζωή και το έργο του.
Πρέπει τάχα να διαβάζουμε το λένιν, όπως συχνά τώρα γίνεται στο σχολειό; Όχι. πολλές φορές γίνεται λόγος ανάμεσά μας ότι τα παιδιά της προσχολικής ηλικίας πρέπει να μελετούν το λενινισμό. Αυτό έρχεται σε τέλεια αντίθεση με τη σωστή έννοια. Έστω κι αν αρχίσουν να πλάθουν μια εικόνα του λένιν για παιδιά, να τον παρουσιάζουν έναν ενάρετο παππούλη που χαϊδεύει τα παιδιά και τους μαθαίνει να είναι υπάκουα.
Παρουσιάζουν το λένιν περιτριγυρισμένο από παιδιά, από νεαρά κορίτσια που του προσφέρουν μπουκέτα από λουλούδια κι ο λένιν γίνεται στη φαντασία των παιδιών ένας ενάρετος μικροαστός. Στολίζουν με άνθη τις φωτογραφίες του. Ο λένιν γίνεται η προσωποποίηση της μικροαστικής ηθικής. "Έσκισες τις κυλόττες σου, κοίταξε το λένιν πόσο καθαρός είναι στη φωτογραφία". "Θέλεις να γίνεις σαν το λένιν, έτσι δεν είναι; αυτό βλάπτει την αλήθεια". Κατά τον ίδιο τρόπο παρουσιάζουν το λένιν στα δημοτικά προσθέτοντας: ο λένιν έπαιρνε πάντα καλούς βαθμούς (…)
Στα μεγαλύτερα παιδιά καλλιεργούν την ιδέα ότι πρέπει να μελετούν το λενινισμό, να πραγματοποιούν τις εντολές του λένιν. Τι είναι όμως ο λενινισμός και γιατί πρέπει να είναι υλικό μελέτης, τα παιδιά δεν το ξέρουν. Ο λένιν γίνεται γι’ αυτά μια κοινή λέξη, χωρίς έννοια. Τα παιδιά δεν έχουν την παραμικρή ιδέα τι πράγμα είναι οι εντολές του. Γι’ αυτά είναι κάτι που πρέπει ας πούμε να ταιριάζει στους κανόνες της καλής συμπεριφοράς.
Πολύ σπάνια τα σχολειά παρουσιάζουν στα παιδιά τον πραγματικό λένιν, δηλ έναν άνθρωπο που αφιέρωσε όλες τις δυνάμεις του στην πάλη για την υπόθεση των εργαζομένων, άνθρωπο που γνώρισε από πολύ κοντά τα βάσανα και την εξαθλίωση του αγρότη, της εργάτριας και της αγρότισσας, κάθε αγράμματου και καταπιεζόμενου ανρθώπου. Η μορφή του λένιν, του ακούραστου αγωνιστή για την απελευθέρωση των εργαζομένων που αναζητεί τα μέσα για να δράσει, να οργανώσει τις μάζες και να τις οδηγήσει στην πάλη δεν έγινε γνωστή στα παιδιά. Δε γνωρίζουν το λένιν διανοητή, οργανωτή, αρχηγό.
Στο ίδιο άρθρο λέει επίσης:
Πρέπει να αποφεύγουμε να παρουσιάζουμε το λένιν ένα δάσκαλο που σκότιζε τα παιδιά με το «να μαθαίνετε, να μαθαίνετε και πάλι να μαθαίνετε (άλλωστε αυτό ειπώθηκε για τους μεγάλους). Η αγάπη του εκφραζόταν με ψυχαγωγία, δώρα κλπ.
Ας δούμε όμως πώς εφάρμοσε η ίδια στην πράξη τις παραινέσεις της σε ένα δικό της κείμενο για τους μαθητές.
Ο βλαντιμίρ ίλιτς λένιν ήταν φίλος, σύντροφος των εργατών. Ήθελε ν’ αλλάξει όλο το σύστημα. Ήθελε καθένας που δουλεύει να αρχίσει να ζει καλά. Ο λένιν πάλεψε για την εργατική υπόθεση.
Ο λένιν άρχισε να μαζεύει εκείνους που ήταν με τους εργάτες. Όλο και πιο πολλοί γίνονταν αυτοί, όλο και πιο γερό γινόταν το εργατικό κόμμα, το κόμμα των κομμουνιστών. Το κόμμα έβλεπε ότι χωρίς αγώνα δε μπορείς να πετύχεις τίποτα. Άρχισαν να το καταλαβαίνουν αυτό κι οι εργάτες όλων των χωρών.
Οι εργάτες αγαπούσαν το λένιν, ενώ οι τσιφλικάδες κι οι καπιταλιστές τον μισούσαν. Η τσαρική αστυνομία τον έπιανε, τον έριχνε στη φυλακή, τον εξόριζε στη μακρινή σιβηρία, ήθελε να τον ρίξει για πάντα στη φυλακή. Ο λένιν έφυγε στο εξωτερικό κι έγραφε από μακριά στους εργάτες τι πρέπει να κάνουν. Κι έπειτα ήρθε ξανά και καθοδήγησε όλο τον αγώνα.
Το φλεβάρη του 1917 οι εργάτες μαζί με τους στρατιώτες –γινόταν πόλεμος τότε- έδιωξαν τον τσάρο κι αργότερα, στις 7 νοέμβρη του 17, έδιωξαν τους τσιφλικάδες και τους καπιταλιστές. Τους πήραν τη γη κι ύστερα τα εργοστάσια και τις φάμπρικες κι άρχιζαν να βάζουν τη δική τους τάξη. Τώρα πια οι ίδιοι οι εργάτες κι οι αγρότες συζητούσαν κι έλυναν τις υποθέσεις τους στα σοβιέτ κι όχι ο τσάρος, ούτε οι τσιφλικάδες κι οι καπιταλιστές.
Αυτή ήταν μια καινούρια δουλειά γι’ αυτούς. Ο λένιν και το κόμμα του οδήγησαν τους εργάτες σε αυτό τον δύσκολο δρόμο και τους βοήθησαν να οργανώσουν τη ζωή με καινούριο τρόπο. Χρειάστηκε να δουλέψει πολύ ο λένιν. Είχε πολλές φροντίδες. Έπαθε η υγεία του και το 192 ο βλαντιμίρ ιλίτς πέθανε.
Πολύ πονέσαμε όταν πέθανε ο λένιν, μα δε θα ξεχάσουμε ποτέ αυτά που έλεγε. Θα προσπαθούμε να κάνουμε το καθετί, όπως μας συμβούλευε. Οργανώνουμε τη δουλειά, τη ζωή με καινούριο τρόπο.
Μετά το θάνατο του λένιν το έργο του συνέχισε ο καλύτερος βοηθός του λένιν, ο μεγάλος στάλιν.
Η μποντίλα μας λέει ότι αυτή η τελευταία φράση βγήκε απ’ τα σχολικά εγχειρίδια της μετασταλινικής περιόδου. Ωστόσο δε μπόρεσε να βρει αν υπήρχε στο πρωτότυπο κείμενο της κρούπσκαγια, ή προστέθηκε στα χρόνια του στάλιν για να επανέρθει το κείμενο στην αρχική μορφή, μετά το θάνατό του.
Μιας κι αναφέραμε το σύντροφο με το μουστάκι όμως, ας δούμε κι ένα δικό του κείμενο για τον σύντροφο με το μουσάκι, που τονίζει τη μετριοφροσύνη του, μία πραγματικά μπολσεβίκικη ιδιότητα.
Για πρώτη φορά συναντήθηκα με το λένιν το δεκέμβρη του 1905 στη συνδιάσκεψη των μπολσεβίκων στο τάμερφορς (στη φιλλανδία). Περίμενα να δω τον αητό των βουνών του κόμματός μας, το μεγάλο άνθρωπο, μεγάλο όχι μονάχα πολιτικά, μα αν θέλετε, και σωματικά, γιατί μέσα στη φαντασία μου είχα πλάσει το λένιν σα γίγαντα μεγαλόσωμο κι επιβλητικό. Ποια ήταν όμως η απογοήτευσή μου όταν είδα έναν άνθρωπου από τους πιο συνηθισμένους, με ανάστημα κάτω από το μέτριο, που δε διέφερε καθόλου, κυριολεκτικά καθόλου από τους κοινούς θνητούς…
Είναι καθιερωμένο ότι ο «μεγάλος άνθρωπος» πρέπει συνήθως να αργεί στις συνεδριάσεις, για να περιμένουν τα μέλη της συνεδρίασης με χτυποκάρδι την εμφάνισή του και μόλις φανεί να προειδοποιούν «Σσσς… ησυχία… έρχεται». αυτή η εθιμοτυπία δε μου φαινόταν περιττή, γιατί δημιουργεί εντύπωση κι εμπνέει σεβασμό. Και ποια ήταν η απογοήτευσή μου όταν έμαθα ότι ο λένιν είχε έρθει στη συνεδρίαση πριν από τους αντιπρόσωπους και χωμένος κάπου εκεί στη γωνιά, είχε ανοίξει με τον πιο απλό τρόπο, την πιο κοινή κουβέντα με τους πιο κοινούς αντιπροσώπους της συνδιάσκεψης. Δε σας κρύβω ότι αυτό μου φάνηκε τότε σα μια παράβαση μερικών αναγκαίων κανόνων.
Μονάχα αργότερα κατάλαβα ότι αυτή η απλότητα κι η σεμνότητα του λένιν, η ροπή του να μένει απαρατήρητος ή πάντως να μη χτυπά στα μάτια και να μην επιδείχνει την ανώτερη θέση του, ότι αυτό το χαρακτηριστικό αποτελούσε μια από τις πιο δυνατές πλευρές του λένιν σα νέου αρχηγού νέων μαζών, των απλών και συνηθισμένων μαζών, των «κατώτερων στρωμάτων» της ανθρωπότητας.
Φτάνουμε στο ταξικό επιμύθιο. Σήμερα δεν υπάρχουν βέβαια σχολικά εγχειρίδια από τη δική μας σκοπιά. Αλλά αν ισχύει ότι η οργάνωση είναι το καλύτερο σχολείο, οι παραινέσεις της παιδαγωγού ν. κρούπσκαγια ισχύουν στο ακέραιο.
Εξάλλου η ναντιέζντα πεθαίνει πάντα τελευταία. Είτε πρόκειται για τον λένιν, είτε για την ελπίδα, που είναι κι η ελληνική μετάφραση του ονόματος της κρούπσκαγια. Κατά βάθος όμως ο στίχος του μαγιακόφσκι μοιάζει πιο επίκαιρος από ποτέ.
Πιο ζωντανός εσύ ‘σαι λένιν
Απ’ όλους εμάς τους ζωντανούς
έχω μια μεγάλη παράκληση να σας απευθύνω. Μην αφήστε το φόρο τιμής σας προς τον ίλιτς να πάρει τη μορφή λατρείας προς το πρόσωπό του. Μην του χτίσετε μνημεία, μη δώστε το όνομά του σε κάποιο μέγαρο, μην οργανώσετε επιμνημόσυνες τελετές. Στη ζωή του έδινε τόση λίγη σημασία σε όλα αυτά, τα θεωρούσε τόσο μάταια. Σκεφτείτε πόσο φτωχός είναι ακόμα ο τόπος μας. Αν θέλετε να τιμήσετε το όνομα του λένιν, χτίστε βρεφοκομεία, σχολειά, νηπιαγωγεία, βιβλιοθήκες, ιατρικά κέντρα, νοσοκομεία, άσυλα αναπήρων (…) και με όλα αυτά κάντε πράξη τα παραγγέλματά του.
Το δεύτερο σκέλος της παράκλησής της εισακούστηκε, το πρώτο ελέγχεται. Εξάλλου, έτερον εκάτερον. Δεν χρειαζόταν να αποφύγουν την προσωπολατρία για να χτίσουν νοσοκομεία και ιδρύματα.
Η πτυχή αυτή αποτυπώθηκε και στα σοβιετικά εγχειρίδια κι από εκεί πέρασε στα σχολικά βιβλία για τα παιδιά των ελλήνων της υπερορίας. Όλα αυτά μπορούμε να τα βρούμε στο βιβλίο της μποντίλα, πολύχρονος να ζεις μεγάλε στάλιν, που είχαμε δει σε προηγούμενη ανάρτηση για το σύντροφο με το μουστάκι.
Στα αποσπάσματα που μας δίνει ο λένιν παίζει τυφλόμυγα με τα παιδιά, τους χαρίζει δώρα και τους λέει ότι κι αν φύγει, πάλι μαζί τους θα ‘ναι γιατί θα τα θυμάται. Δουλεύει μαζί με τους συντρόφους του στα κομμουνιστικά σάββατα γιατί δε μπορούσε να ζήσει χωρίς να δουλεύει. Είναι καλός νοικοκύρης. Δεν παραβαίνει ένα αυστηρό σοβιετικό νόμο, για να δώσει πρώτος το καλό παράδειγμα. Και στο σχολείο είναι πρώτος στον αγώνα, πρώτος στα μαθήματα, πρότυπο για τους συμμαθητές του που τον θεωρούν φορητή εγκυκλοπαίδεια.
Εκτός από τα πεζά όμως, συναντάμε και ποίηση. Ένα απόσπασμα από το μακροσκελές ποίημα που αφιέρωσε στη μνήμη του βλαδίμηρου ο συνονόματός του μαγιακόφσκι...
Λένιν
Δε μας ταιριάζει εμάς το μοιρολόι
Αφού μας είσαι δύναμη, σοφία και όπλο
Ξέρουν σήμερα και τα παιδιά!
Πιο ζωντανός εσύ ‘σαι λένιν
Απ’ όλους εμάς τους ζωντανούς
Τώρα η καρδιά μας ψήφισε! …Στο καθήκον
(…)
ένα θνητό εθάψαμε
τον πιο τρανό θνητό
απ’ όσους ως τα σήμερα η γης έχει γνωρίσει.
(…)
Εβράχνιασε ο τηλέγραφος στο πένθος, στις ειδήσεις
Τον λένιν σαν ωκεανοί τα πλήθη ακολουθούν
Κι ο χρόνος απ’ το δρόμο του σαν αναμαλλιασμένος
Σταμάτησε και γύρισε: κι ολάκερη ρωσία,
Σάμπως σε νιο κινάει ξεκίνημα, νομάδα…
-Πούθε ήρθε; Ποιος ήταν; τι λογής;
Που όλοι σπεύδουν να τιμήσουν;
Απ’ τους ανθρώπους ήτανε, άνθρωπος πιο απ’ όλους
Σύντομη του ήταν η ζωή του γίγαντα ουλιάνοφ
Κι όλοι μας τη γνωρίζουμε μέρα με την ημέρα.
Όμως του σύντροφου λένιν, τη ζωή, που χάρος δεν την πιάνει
Την απεραντοσύνη της αιώνες να τη γράψουν δε θα μπορέσουν
...κι ένα ακόμα που έγραψε ο ίδιος ο λένιν στα χρόνια του τσάρου
Φίσκα τα κάτεργα
Οι εξόριστοι βασανίζονται δίχως τελειωμό,
Οι ντουφεκιές ξεσκίζουν τη νύχτα
Οι αγιούπες γιορτάζουν
Ο πόνος και το πένθος
Απλώνεται στη μητρική χώρα
Ούτε μια φαμίλια απόνετη
Στο σκυλολόι του τσάρου:
«Κάτου τα χέρια! Ξεκουμπιστείτε!»
θα πει η δυνατή φωνή του βουκίνου
δοξάζοντας τη λευτεριά.
Θα γκρεμίσουμε τις φυλακές
Η δίκαιη βροντή βροντάει.
Η παντιέρα της λευτεριάς
Οδηγεί τους αγωνιστές.
Βασανιστήρια, Οχράνα,
Κνούτο, κρεμάλα, κάτου!
Ξαπολύσου μάχη των λεύτερων ανθρώπων.
Θάνατος στους τυράννους!
Ας τσακίσουμε τη σκλαβιά
Τη ντροπή της σκλαβιάς!
Ω ελευθερία, δώσε μας
Τη γη και την ανεξαρτησία
Επιστρέφουμε στη ναντιέζντα κρούπσκαγια που στα 1925 έγραψε ένα άρθρο στην πράβντα με τίτλο, τι πρέπει να διηγούμαστε στα παιδιά του σχολείου για τη ζωή του λένιν;
Πρέπει να μελετιέται ο λένιν στο σχολειό; Ναι πρέπει. Ο λένιν είναι τόσο στενά δεμένος με το χθες μας, με το σήμερα και το αύριο, με κάθε πάλη μας για ένα ακτινοβόλο μέλλον, με την πάλη των μαζών, είναι τόσο αξεχώριστος από ολόκληρη τη ζωή μας, που θάταν παράξενο κι απαράδεχτο να μη διδάσκεται στο σχολειό η ζωή και το έργο του.
Πρέπει τάχα να διαβάζουμε το λένιν, όπως συχνά τώρα γίνεται στο σχολειό; Όχι. πολλές φορές γίνεται λόγος ανάμεσά μας ότι τα παιδιά της προσχολικής ηλικίας πρέπει να μελετούν το λενινισμό. Αυτό έρχεται σε τέλεια αντίθεση με τη σωστή έννοια. Έστω κι αν αρχίσουν να πλάθουν μια εικόνα του λένιν για παιδιά, να τον παρουσιάζουν έναν ενάρετο παππούλη που χαϊδεύει τα παιδιά και τους μαθαίνει να είναι υπάκουα.
Παρουσιάζουν το λένιν περιτριγυρισμένο από παιδιά, από νεαρά κορίτσια που του προσφέρουν μπουκέτα από λουλούδια κι ο λένιν γίνεται στη φαντασία των παιδιών ένας ενάρετος μικροαστός. Στολίζουν με άνθη τις φωτογραφίες του. Ο λένιν γίνεται η προσωποποίηση της μικροαστικής ηθικής. "Έσκισες τις κυλόττες σου, κοίταξε το λένιν πόσο καθαρός είναι στη φωτογραφία". "Θέλεις να γίνεις σαν το λένιν, έτσι δεν είναι; αυτό βλάπτει την αλήθεια". Κατά τον ίδιο τρόπο παρουσιάζουν το λένιν στα δημοτικά προσθέτοντας: ο λένιν έπαιρνε πάντα καλούς βαθμούς (…)
Στα μεγαλύτερα παιδιά καλλιεργούν την ιδέα ότι πρέπει να μελετούν το λενινισμό, να πραγματοποιούν τις εντολές του λένιν. Τι είναι όμως ο λενινισμός και γιατί πρέπει να είναι υλικό μελέτης, τα παιδιά δεν το ξέρουν. Ο λένιν γίνεται γι’ αυτά μια κοινή λέξη, χωρίς έννοια. Τα παιδιά δεν έχουν την παραμικρή ιδέα τι πράγμα είναι οι εντολές του. Γι’ αυτά είναι κάτι που πρέπει ας πούμε να ταιριάζει στους κανόνες της καλής συμπεριφοράς.
Πολύ σπάνια τα σχολειά παρουσιάζουν στα παιδιά τον πραγματικό λένιν, δηλ έναν άνθρωπο που αφιέρωσε όλες τις δυνάμεις του στην πάλη για την υπόθεση των εργαζομένων, άνθρωπο που γνώρισε από πολύ κοντά τα βάσανα και την εξαθλίωση του αγρότη, της εργάτριας και της αγρότισσας, κάθε αγράμματου και καταπιεζόμενου ανρθώπου. Η μορφή του λένιν, του ακούραστου αγωνιστή για την απελευθέρωση των εργαζομένων που αναζητεί τα μέσα για να δράσει, να οργανώσει τις μάζες και να τις οδηγήσει στην πάλη δεν έγινε γνωστή στα παιδιά. Δε γνωρίζουν το λένιν διανοητή, οργανωτή, αρχηγό.
Στο ίδιο άρθρο λέει επίσης:
Πρέπει να αποφεύγουμε να παρουσιάζουμε το λένιν ένα δάσκαλο που σκότιζε τα παιδιά με το «να μαθαίνετε, να μαθαίνετε και πάλι να μαθαίνετε (άλλωστε αυτό ειπώθηκε για τους μεγάλους). Η αγάπη του εκφραζόταν με ψυχαγωγία, δώρα κλπ.
Ας δούμε όμως πώς εφάρμοσε η ίδια στην πράξη τις παραινέσεις της σε ένα δικό της κείμενο για τους μαθητές.
Ο βλαντιμίρ ίλιτς λένιν ήταν φίλος, σύντροφος των εργατών. Ήθελε ν’ αλλάξει όλο το σύστημα. Ήθελε καθένας που δουλεύει να αρχίσει να ζει καλά. Ο λένιν πάλεψε για την εργατική υπόθεση.
Ο λένιν άρχισε να μαζεύει εκείνους που ήταν με τους εργάτες. Όλο και πιο πολλοί γίνονταν αυτοί, όλο και πιο γερό γινόταν το εργατικό κόμμα, το κόμμα των κομμουνιστών. Το κόμμα έβλεπε ότι χωρίς αγώνα δε μπορείς να πετύχεις τίποτα. Άρχισαν να το καταλαβαίνουν αυτό κι οι εργάτες όλων των χωρών.
Οι εργάτες αγαπούσαν το λένιν, ενώ οι τσιφλικάδες κι οι καπιταλιστές τον μισούσαν. Η τσαρική αστυνομία τον έπιανε, τον έριχνε στη φυλακή, τον εξόριζε στη μακρινή σιβηρία, ήθελε να τον ρίξει για πάντα στη φυλακή. Ο λένιν έφυγε στο εξωτερικό κι έγραφε από μακριά στους εργάτες τι πρέπει να κάνουν. Κι έπειτα ήρθε ξανά και καθοδήγησε όλο τον αγώνα.
Το φλεβάρη του 1917 οι εργάτες μαζί με τους στρατιώτες –γινόταν πόλεμος τότε- έδιωξαν τον τσάρο κι αργότερα, στις 7 νοέμβρη του 17, έδιωξαν τους τσιφλικάδες και τους καπιταλιστές. Τους πήραν τη γη κι ύστερα τα εργοστάσια και τις φάμπρικες κι άρχιζαν να βάζουν τη δική τους τάξη. Τώρα πια οι ίδιοι οι εργάτες κι οι αγρότες συζητούσαν κι έλυναν τις υποθέσεις τους στα σοβιέτ κι όχι ο τσάρος, ούτε οι τσιφλικάδες κι οι καπιταλιστές.
Αυτή ήταν μια καινούρια δουλειά γι’ αυτούς. Ο λένιν και το κόμμα του οδήγησαν τους εργάτες σε αυτό τον δύσκολο δρόμο και τους βοήθησαν να οργανώσουν τη ζωή με καινούριο τρόπο. Χρειάστηκε να δουλέψει πολύ ο λένιν. Είχε πολλές φροντίδες. Έπαθε η υγεία του και το 192 ο βλαντιμίρ ιλίτς πέθανε.
Πολύ πονέσαμε όταν πέθανε ο λένιν, μα δε θα ξεχάσουμε ποτέ αυτά που έλεγε. Θα προσπαθούμε να κάνουμε το καθετί, όπως μας συμβούλευε. Οργανώνουμε τη δουλειά, τη ζωή με καινούριο τρόπο.
Μετά το θάνατο του λένιν το έργο του συνέχισε ο καλύτερος βοηθός του λένιν, ο μεγάλος στάλιν.
Η μποντίλα μας λέει ότι αυτή η τελευταία φράση βγήκε απ’ τα σχολικά εγχειρίδια της μετασταλινικής περιόδου. Ωστόσο δε μπόρεσε να βρει αν υπήρχε στο πρωτότυπο κείμενο της κρούπσκαγια, ή προστέθηκε στα χρόνια του στάλιν για να επανέρθει το κείμενο στην αρχική μορφή, μετά το θάνατό του.
Μιας κι αναφέραμε το σύντροφο με το μουστάκι όμως, ας δούμε κι ένα δικό του κείμενο για τον σύντροφο με το μουσάκι, που τονίζει τη μετριοφροσύνη του, μία πραγματικά μπολσεβίκικη ιδιότητα.
Για πρώτη φορά συναντήθηκα με το λένιν το δεκέμβρη του 1905 στη συνδιάσκεψη των μπολσεβίκων στο τάμερφορς (στη φιλλανδία). Περίμενα να δω τον αητό των βουνών του κόμματός μας, το μεγάλο άνθρωπο, μεγάλο όχι μονάχα πολιτικά, μα αν θέλετε, και σωματικά, γιατί μέσα στη φαντασία μου είχα πλάσει το λένιν σα γίγαντα μεγαλόσωμο κι επιβλητικό. Ποια ήταν όμως η απογοήτευσή μου όταν είδα έναν άνθρωπου από τους πιο συνηθισμένους, με ανάστημα κάτω από το μέτριο, που δε διέφερε καθόλου, κυριολεκτικά καθόλου από τους κοινούς θνητούς…
Είναι καθιερωμένο ότι ο «μεγάλος άνθρωπος» πρέπει συνήθως να αργεί στις συνεδριάσεις, για να περιμένουν τα μέλη της συνεδρίασης με χτυποκάρδι την εμφάνισή του και μόλις φανεί να προειδοποιούν «Σσσς… ησυχία… έρχεται». αυτή η εθιμοτυπία δε μου φαινόταν περιττή, γιατί δημιουργεί εντύπωση κι εμπνέει σεβασμό. Και ποια ήταν η απογοήτευσή μου όταν έμαθα ότι ο λένιν είχε έρθει στη συνεδρίαση πριν από τους αντιπρόσωπους και χωμένος κάπου εκεί στη γωνιά, είχε ανοίξει με τον πιο απλό τρόπο, την πιο κοινή κουβέντα με τους πιο κοινούς αντιπροσώπους της συνδιάσκεψης. Δε σας κρύβω ότι αυτό μου φάνηκε τότε σα μια παράβαση μερικών αναγκαίων κανόνων.
Μονάχα αργότερα κατάλαβα ότι αυτή η απλότητα κι η σεμνότητα του λένιν, η ροπή του να μένει απαρατήρητος ή πάντως να μη χτυπά στα μάτια και να μην επιδείχνει την ανώτερη θέση του, ότι αυτό το χαρακτηριστικό αποτελούσε μια από τις πιο δυνατές πλευρές του λένιν σα νέου αρχηγού νέων μαζών, των απλών και συνηθισμένων μαζών, των «κατώτερων στρωμάτων» της ανθρωπότητας.
Φτάνουμε στο ταξικό επιμύθιο. Σήμερα δεν υπάρχουν βέβαια σχολικά εγχειρίδια από τη δική μας σκοπιά. Αλλά αν ισχύει ότι η οργάνωση είναι το καλύτερο σχολείο, οι παραινέσεις της παιδαγωγού ν. κρούπσκαγια ισχύουν στο ακέραιο.
Εξάλλου η ναντιέζντα πεθαίνει πάντα τελευταία. Είτε πρόκειται για τον λένιν, είτε για την ελπίδα, που είναι κι η ελληνική μετάφραση του ονόματος της κρούπσκαγια. Κατά βάθος όμως ο στίχος του μαγιακόφσκι μοιάζει πιο επίκαιρος από ποτέ.
Πιο ζωντανός εσύ ‘σαι λένιν
Απ’ όλους εμάς τους ζωντανούς
Ετικέτες
κονσταντίνοβα ναντέζντα,
λένιν,
μαγιακόφσκι,
στάλιν
Τετάρτη 19 Ιανουαρίου 2011
Η αλήθεια γράφεται με κόκκινο
Απόγευμα στη φιλοσοφική. Την ώρα που τα σμήνη έχουν φύγει στην κυψέλη τους κι αφήνουν χώρο στην έμπνευση. Πλησιάζουν δυο παιδιά, κοιτάνε αφίσες. Ο ένας μεταφράζει σε άπταιστη ισπανο-ιταλική στην κοπέλα δίπλα του. La verita se escribe con roso. Είναι η αφίσα του οδηγητή. Η αλήθεια γράφεται με κόκκινο.
Έλα όμως που γράφεται και με ήτα. Σαν την ήττα που μας μαστίζει έκτοτε και μας άφησε με την ελπίδα παρά πόδα. Κι όσοι σύντροφοι γλίτωσαν αναγκαστικά ζητούσαν λήθη, που είναι το ακριβώς αντίθετο από την αλήθεια. Γιατί η αλήθεια βγαίνει από το άλφα στερητικό και τη λήθη. Κι όσοι έχουν συμφέρον να την κρύψουν, κλείνουν τους εργάτες σε γυάλες για να τους κάνει η τηλεόραση χρυσόψαρα χωρίς μνήμη.
Είναι και κάτι σύντροφοι σαν τον Υ από το Γκράνμα που τη γράφουν με ύψιλον. Αλλά παρά τις επιμέρους ανορθογραφίες, το ‘χουν πιάσει το γενικό νόημα. Θα ‘χουμε κι εμείς μια θέση στον παράδεισο του λαϊκού μετώπου που παλεύει για τη δευτέρα παρουσία της λαϊκής εξουσίας και του σοσιαλισμού.
Ο ισπανός πλησιάζει και με ρωτά σε σπαστά ελληνικά:
Συ-γνώμη, είμαι φοι-τητής από την ισπανία και μου α-ρέσει πολύ αυτή η α-φίσα. Μπορώ να την πάρω;
Έχει πέσει τόση ευρωκομμουνιστική σκουριά που πρέπει να τα μάθει όλα απ’ το μηδέν, στην αρχή συλλαβιστά. Δεν πειράζει σύντροφε, θα τη βρούμε την άκρη. Κι ας μην είμαστε από την ίδια χώρα. Ο κομμουνισμός είναι διεθνής γλώσσα.
Το πρόβλημα είναι ότι έχουμε γίνει πύργος της βαβέλ και λέει ο καθένας τα δικά του στο δικό του ιδιόλεκτο. Κοινή ρίζα όμως είναι ο μαρξισμός, που είναι κάτι σαν τη γλώσσα που μιλούσαν εκείνα τα ινδοευρωπαϊκά φύλα που ξεκίνησαν από το παμίρ.
Κάτσε να δούμε αν έχει πουθενά καμία άλλη. Μπα, όχι. Δεν πειράζει μωρέ, βγάλε αυτήν που είναι στο ταμπλό να την πάρεις μαζί σου. Την κατέβασε προσεκτικά να μην τη σκίσει, είπε πολλές φορές εφκαριστό κι έφυγε.
Βεβήλωση! Αποκαθήλωση!
Ναι, αλλά την έβγαλε προσεκτικά. Κι εξάλλου ήταν για καλό σκοπό.
Σκέψου να ‘χε γίνει έτσι και με την πλακέτα. Να την έπαιρνε κάποιος για να τη βάλει σε ένα τοίχο σπίτι του, γιατί του άρεσε και τη ζήλεψε. Όπως έκαναν για το σύνθημα με τον εργάτη και το γρανάζι που δε γυρνά και το φωνάζουν τώρα στις πορείες τους.
Ή να έβαζαν κι αυτοί κάτι δικό τους και να το κάναμε εικονοστάσι επωνύμων αγίων κι οσιομαρτύρων του κινήματος.
Πώς σου ‘ρθε τώρα, εικονοστάσι; Στο τραπέζι μπροστά μου ένα τρικάκι θρησκευτικό με απολυτίκια για τη σάντα κρουζ (και το ντε μικέλις). Κι όπως το είδα από μακριά νόμισα ότι γράφει απολιτίκ και πήρα να το διαβάσω. Μουτζούρωσα με στυλό τα δυο τελευταία γράμματα και το άφησα στη θέση του. Απολυτίκ. Μια μικρή ανορθογραφία μες στο κεφάλαιο του λάθος λήμματος.
Τηλέφωνο. –Πού είσαι; -Φιλοσοφική, στο τραπεζάκι. -Οκ, έρχομαι.
Ναι, αλλά ποιο τραπεζάκι της είπα; Της κνε; Κακώς. Μήπως είπα της πκσ; Γιατί, αυτό σωστό είναι; Και ποιο είναι το σωστό; Του μας; Της επιτροπής αγώνα; Δε βαριέσαι, το ξέρει, θα με βρει. Περιμένω.
Ξανακοιτάω τα υλικά μας. Όλοι στην απεργία με το παμε στις αρχές φλεβάρη.
Στις πόσο; Τι έγινε, διαρκείας είναι; Όχι ρε, αλλά όταν βγήκε το υλικό, δεν ήξεραν ακριβή ημερομηνία. Σήμερα όμως ξέρουμε. Δέκα φλεβάρη. Γι’ αυτό το μεσημέρι στη (συμβολική) κατάληψη της πρυτανείας η κασέτα που έπαιζε το έλεγε καθαρά: απεργία στις αρχές φλεβάρη..
Πώς το 'λεγε εκείνος ο στίχος για την ίδρυση της επόν; Στα τέλη του φλεβάρη;
Κάνω μια βόλτα στον χώρο, πέφτω στην αφίσα της δαπ. Πράσινος καναπές στο γνωστό μπλε φόντο. Μη σκέφτεσαι τι κάνει το πανεπιστήμιο για σένα. Σκέψου τι κάνεις εσύ για το πανεπιστήμιο.
Μπράβο ρε δαπ. Κι αν δε μπορείτε να το αποστηθίστε, ή βαριέστε να το πείτε ολόκληρο, κρατήστε μόνο τις δυο πρώτες λέξεις από το σύνθημα. Πιάνουν όλο το νόημα για το τι θέλετε να πείτε.
Στο δρόμο συναντάμε έναν πρώην που έφυγε από τα κάτω και δεξιά. Πώς πάει, αναδουλειές και τα λοιπά. Αρχίζει κάτι αδιάφορα κλισέ και καταλήγει στο τέλος ότι μετά τις σπουδές πρέπει να πιάσεις δουλειά. Το ρίχνω στην πλάκα.
-Ποιος το λέει αυτό;
-Το λέει η θεωρία.
-Ναι, αλλά η πράξη εμπλουτίζει τη θεωρία.
Μην ακούς μερικούς βαρήκοους που δε μπορούν να αφουγκραστούν το προτσές και πιστεύουν εξ ακοής ότι την εμποδίζει.
-Ναι, αλλά… -το σκέφτεται- η πράξη μπορεί να είναι λάθος.
-Ναι, αλλά κι η θεωρία μπορεί να είναι λάθος.
-Όχι, η θεωρία είναι σωστή.
-Γιατί;
-Γιατί είναι αξίωμα.
Α, πες το έτσι εξ αρχής ρε μεγάλε. Τι καθόμαστε και το συζητάμε αφού είναι αξίωμα. Αυτοί οι θετικιστές είναι αντιδραστικοί κι απάλευτοι. Καλά τον κάναμε (πρώην).
Άλλο αν όντως πρέπει να δουλέψεις μετά το πτυχίο. Όχι πως είναι ακριβώς στο χέρι σου. Αλλά για τους άνεργους θα μιλήσουμε σε άλλο κείμενο.
Καταλήγουμε σε ένα καφέ με ενότητα της αριστεράς. Κομμουνιστικής, αντί κι επίδοξης. Wannabe που λένε. Συνασπισμένοι ιδιοκτήτες, πολύ εξωκοινοβούλιο κι εμείς, όπου οι μισοί είναι κνίτες: πρώην, νυν κι επόμενοι.
Οι συνδετικοί κρίκοι αποδεικνύονται αδύναμοι και σπαν πρώτοι. Στο τέλος ο καθένας κάνει πηγαδάκι με τους δικούς του και μιλάει χώρια. Περίπου όπως στα μετωπικά σχήματα. Σύριζα, ανταρσύα...
Εγώ τη λέω σε μια γνωστή μου –δικιά τους- που δε θέλει πολύ ρομαντισμό και το έχει ρίξει στον χυδαίο υλισμό στις σχέσεις της. Μετά όμως έχετε περίσσευμα και το βγάζετε στα πολιτικά με τους ουτοπικούς σοσιαλισμούς που σας γοητεύουν.
Ποιο είναι το ταξικό επιμύθιο; Όλα αυτά είναι άθλιες γενικεύσεις. Αφαιρέσεις που χάνουν την ουσία. Πολλές συντρόφισσσες όμως νιώθουν υποχρεωμένες να ακολουθήσουν ένα στερεότυπο και να παίξουν το ρόλο του. Κι αν δεν τα καταφέρουν νιώθουν ενοχές και τις εσωτερικεύουν. Σαν τις τύψεις του τίμιου οπορτουνιστή συντρόφου, που ξέρει ότι παρεξέκλινε.
Κάτι αντίστοιχο θα ισχύει και για τους άντρες σφους, απλά εγώ δε μπορώ να το δω -ή δε με απασχόλησε τόσο.
Έλα όμως που γράφεται και με ήτα. Σαν την ήττα που μας μαστίζει έκτοτε και μας άφησε με την ελπίδα παρά πόδα. Κι όσοι σύντροφοι γλίτωσαν αναγκαστικά ζητούσαν λήθη, που είναι το ακριβώς αντίθετο από την αλήθεια. Γιατί η αλήθεια βγαίνει από το άλφα στερητικό και τη λήθη. Κι όσοι έχουν συμφέρον να την κρύψουν, κλείνουν τους εργάτες σε γυάλες για να τους κάνει η τηλεόραση χρυσόψαρα χωρίς μνήμη.
Είναι και κάτι σύντροφοι σαν τον Υ από το Γκράνμα που τη γράφουν με ύψιλον. Αλλά παρά τις επιμέρους ανορθογραφίες, το ‘χουν πιάσει το γενικό νόημα. Θα ‘χουμε κι εμείς μια θέση στον παράδεισο του λαϊκού μετώπου που παλεύει για τη δευτέρα παρουσία της λαϊκής εξουσίας και του σοσιαλισμού.
Ο ισπανός πλησιάζει και με ρωτά σε σπαστά ελληνικά:
Συ-γνώμη, είμαι φοι-τητής από την ισπανία και μου α-ρέσει πολύ αυτή η α-φίσα. Μπορώ να την πάρω;
Έχει πέσει τόση ευρωκομμουνιστική σκουριά που πρέπει να τα μάθει όλα απ’ το μηδέν, στην αρχή συλλαβιστά. Δεν πειράζει σύντροφε, θα τη βρούμε την άκρη. Κι ας μην είμαστε από την ίδια χώρα. Ο κομμουνισμός είναι διεθνής γλώσσα.
Το πρόβλημα είναι ότι έχουμε γίνει πύργος της βαβέλ και λέει ο καθένας τα δικά του στο δικό του ιδιόλεκτο. Κοινή ρίζα όμως είναι ο μαρξισμός, που είναι κάτι σαν τη γλώσσα που μιλούσαν εκείνα τα ινδοευρωπαϊκά φύλα που ξεκίνησαν από το παμίρ.
Κάτσε να δούμε αν έχει πουθενά καμία άλλη. Μπα, όχι. Δεν πειράζει μωρέ, βγάλε αυτήν που είναι στο ταμπλό να την πάρεις μαζί σου. Την κατέβασε προσεκτικά να μην τη σκίσει, είπε πολλές φορές εφκαριστό κι έφυγε.
Βεβήλωση! Αποκαθήλωση!
Ναι, αλλά την έβγαλε προσεκτικά. Κι εξάλλου ήταν για καλό σκοπό.
Σκέψου να ‘χε γίνει έτσι και με την πλακέτα. Να την έπαιρνε κάποιος για να τη βάλει σε ένα τοίχο σπίτι του, γιατί του άρεσε και τη ζήλεψε. Όπως έκαναν για το σύνθημα με τον εργάτη και το γρανάζι που δε γυρνά και το φωνάζουν τώρα στις πορείες τους.
Ή να έβαζαν κι αυτοί κάτι δικό τους και να το κάναμε εικονοστάσι επωνύμων αγίων κι οσιομαρτύρων του κινήματος.
Πώς σου ‘ρθε τώρα, εικονοστάσι; Στο τραπέζι μπροστά μου ένα τρικάκι θρησκευτικό με απολυτίκια για τη σάντα κρουζ (και το ντε μικέλις). Κι όπως το είδα από μακριά νόμισα ότι γράφει απολιτίκ και πήρα να το διαβάσω. Μουτζούρωσα με στυλό τα δυο τελευταία γράμματα και το άφησα στη θέση του. Απολυτίκ. Μια μικρή ανορθογραφία μες στο κεφάλαιο του λάθος λήμματος.
Τηλέφωνο. –Πού είσαι; -Φιλοσοφική, στο τραπεζάκι. -Οκ, έρχομαι.
Ναι, αλλά ποιο τραπεζάκι της είπα; Της κνε; Κακώς. Μήπως είπα της πκσ; Γιατί, αυτό σωστό είναι; Και ποιο είναι το σωστό; Του μας; Της επιτροπής αγώνα; Δε βαριέσαι, το ξέρει, θα με βρει. Περιμένω.
Ξανακοιτάω τα υλικά μας. Όλοι στην απεργία με το παμε στις αρχές φλεβάρη.
Στις πόσο; Τι έγινε, διαρκείας είναι; Όχι ρε, αλλά όταν βγήκε το υλικό, δεν ήξεραν ακριβή ημερομηνία. Σήμερα όμως ξέρουμε. Δέκα φλεβάρη. Γι’ αυτό το μεσημέρι στη (συμβολική) κατάληψη της πρυτανείας η κασέτα που έπαιζε το έλεγε καθαρά: απεργία στις αρχές φλεβάρη..
Πώς το 'λεγε εκείνος ο στίχος για την ίδρυση της επόν; Στα τέλη του φλεβάρη;
Κάνω μια βόλτα στον χώρο, πέφτω στην αφίσα της δαπ. Πράσινος καναπές στο γνωστό μπλε φόντο. Μη σκέφτεσαι τι κάνει το πανεπιστήμιο για σένα. Σκέψου τι κάνεις εσύ για το πανεπιστήμιο.
Μπράβο ρε δαπ. Κι αν δε μπορείτε να το αποστηθίστε, ή βαριέστε να το πείτε ολόκληρο, κρατήστε μόνο τις δυο πρώτες λέξεις από το σύνθημα. Πιάνουν όλο το νόημα για το τι θέλετε να πείτε.
Στο δρόμο συναντάμε έναν πρώην που έφυγε από τα κάτω και δεξιά. Πώς πάει, αναδουλειές και τα λοιπά. Αρχίζει κάτι αδιάφορα κλισέ και καταλήγει στο τέλος ότι μετά τις σπουδές πρέπει να πιάσεις δουλειά. Το ρίχνω στην πλάκα.
-Ποιος το λέει αυτό;
-Το λέει η θεωρία.
-Ναι, αλλά η πράξη εμπλουτίζει τη θεωρία.
Μην ακούς μερικούς βαρήκοους που δε μπορούν να αφουγκραστούν το προτσές και πιστεύουν εξ ακοής ότι την εμποδίζει.
-Ναι, αλλά… -το σκέφτεται- η πράξη μπορεί να είναι λάθος.
-Ναι, αλλά κι η θεωρία μπορεί να είναι λάθος.
-Όχι, η θεωρία είναι σωστή.
-Γιατί;
-Γιατί είναι αξίωμα.
Α, πες το έτσι εξ αρχής ρε μεγάλε. Τι καθόμαστε και το συζητάμε αφού είναι αξίωμα. Αυτοί οι θετικιστές είναι αντιδραστικοί κι απάλευτοι. Καλά τον κάναμε (πρώην).
Άλλο αν όντως πρέπει να δουλέψεις μετά το πτυχίο. Όχι πως είναι ακριβώς στο χέρι σου. Αλλά για τους άνεργους θα μιλήσουμε σε άλλο κείμενο.
Καταλήγουμε σε ένα καφέ με ενότητα της αριστεράς. Κομμουνιστικής, αντί κι επίδοξης. Wannabe που λένε. Συνασπισμένοι ιδιοκτήτες, πολύ εξωκοινοβούλιο κι εμείς, όπου οι μισοί είναι κνίτες: πρώην, νυν κι επόμενοι.
Οι συνδετικοί κρίκοι αποδεικνύονται αδύναμοι και σπαν πρώτοι. Στο τέλος ο καθένας κάνει πηγαδάκι με τους δικούς του και μιλάει χώρια. Περίπου όπως στα μετωπικά σχήματα. Σύριζα, ανταρσύα...
Εγώ τη λέω σε μια γνωστή μου –δικιά τους- που δε θέλει πολύ ρομαντισμό και το έχει ρίξει στον χυδαίο υλισμό στις σχέσεις της. Μετά όμως έχετε περίσσευμα και το βγάζετε στα πολιτικά με τους ουτοπικούς σοσιαλισμούς που σας γοητεύουν.
Ποιο είναι το ταξικό επιμύθιο; Όλα αυτά είναι άθλιες γενικεύσεις. Αφαιρέσεις που χάνουν την ουσία. Πολλές συντρόφισσσες όμως νιώθουν υποχρεωμένες να ακολουθήσουν ένα στερεότυπο και να παίξουν το ρόλο του. Κι αν δεν τα καταφέρουν νιώθουν ενοχές και τις εσωτερικεύουν. Σαν τις τύψεις του τίμιου οπορτουνιστή συντρόφου, που ξέρει ότι παρεξέκλινε.
Κάτι αντίστοιχο θα ισχύει και για τους άντρες σφους, απλά εγώ δε μπορώ να το δω -ή δε με απασχόλησε τόσο.
Δευτέρα 17 Ιανουαρίου 2011
Ο αριστερισμός στο μεσοπόλεμο
Πρόσφατα κυκλοφόρησε από τη σύγχρονη εποχή το τελευταίο βιβλίο του γκίκα ρήξη κι ενσωμάτωση, που από τον τίτλο και μόνο θα μπορούσε να είναι η διαλεκτική απάντηση στο δίλημμα που έβαλε ο ευτύχης το 89 στο βιβλίο του, ρήξη ή ενσωμάτωση, που επισφράγιζε τη ρήξη του με το κόμμα και την ενσωμάτωσή του στον παχύρρευστο χώρο του εξωκοινοβουλίου.
Το θέμα του όμως είναι το εργατικό-κομμουνιστικό κίνημα στην περίοδο του μεσοπολέμου και βασίζεται στη διδακτορική διατριβή που έκανε κάπου στην αμερική με παρόμοια θεματολογία.
Ο γκίκας είναι συνεργάτης του τμήματος ιστορίας της κετουκέ (κε του κκε), δηλ του μαΐλη, κατά κύριο λόγο. Ένα ερώτημα είναι γιατί ο ιστορικός πετρόπουλος, που επιμελήθηκε όλες τις ιστορικές εκδόσεις της ΣΕ κατά τη δύσκολη δεκαετία του 90 (πχ την τρίχρονη εποποιία του δσε) τώρα έχει σταματήσει να γράφει για τέτοια θέματα και στο ρίζο γράφει μόνο για τον καλλικράτη. Αλλά δε θα μας απασχολήσει σε αυτή την ανάρτηση.
Τον γκίκα κάποιοι τον έμαθαν πρώτα μέσα από τα βιβλία του και κάποιοι άλλοι (όπως εγώ) τον μάθαμε μέσα από την πολεμική που αναπτύχθηκε με αρθρογράφους της παρδαλής αριστεράς για την κατυν-ολογία και τους πόντιους στη σοβιετία. Σε κάθε περίπτωση τα γραπτά του ξεχώριζαν για τη ντοκουμενταρισμένη τεκμηρίωση και τη σφαιρική προσέγγιση.
Περισσότερα για το βιβλίο μπορείτε να βρείτε στις παρουσιάσεις που έκαναν ο ηρόδοτος κι ο άθλιος στις διευθύνσεις:
http://mygranma.wordpress.com/2010/12/19/agwnas_rhksh_anatroph/
και http://erodotos.wordpress.com/2010/09/12/riksi-enswmatwsi/
http://erodotos.wordpress.com/2010/11/23/prosfuges-kke-1920/
http://erodotos.wordpress.com/2010/11/25/prosfuges-kke-1930/
Εμάς εδώ θα μας απασχολήσει το ζ’ μέρος του πέμπτου κεφαλαίου (για τη λειτουργία και τη δράση του κκε). Το μέρος αυτό αναφέρεται στα υπόλοιπα πολιτικά σχήματα -σοσιαλδημοκράτες, τροτσκιστές και κατά βάση τους δεύτερους- και τη σχέση τους με το κόμμα. Το στοιχείο μας δηλ. Παρακάτω η κε του μπλοκ παραθέτει ένα ποτ πουρί, διανθισμένο με μερικά δικά της σχόλια, όπου χρειάζεται.
Εν αρχή ήταν η αντίληψη για το κόμμα. Οι αρχείοι πρόβαλαν το σύνθημα πρώτα μόρφωση κι ύστερα δράση με στόχο την άνοδο του θεωρητικού επιπέδου των μελών. Μαζί τους συμφωνούσαν κι άλλες ομάδες. Στο τρίτο συνέδριο, ο παλιός γραμματέας του κόμματος παντελής πουλιόπουλος (πι-πι κι αυτός) είπε ότι το κκε πρέπει να συγκεντρώσει ταξικώς αδιάφθορα και πραγματικά εκλεκτά προλεταριακά στοιχεία για να γίνει πρώτα ένα πάρτι σελεξιονέ (στάλιν-λένιν) κι ύστερα να γίνει κόμμα μαζών.
Νο στάλιν-λένιν, σελεξιονέ. Νο πάρτι. Ελιτισμός που ξεχειλίζει κι απ’ τις διατυπώσεις. Τις απόκριες μπορεί να κάνουμε και κάνα πάρτι μαζών στη λέσχη για το ευρύ κοινό. Το κόμμα μαζών μπορεί να περιμένει. 80 χρόνια μετά παραμένει άπιαστο όνειρο για τον χώρο. Προς το παρόν μαζεύει τους αδιάφθορους.
Απ’ τις αρχές της δεκαετίας του 30 τα εθνικά τμήματα της διεθνούς αριστερής αντιπολίτευσης παύουν να συγκροτούνται ως αντιπολιτευτικές φράξιες μες στα υπάρχοντα κκ και προχωρούν στη δημιουργία ξεχωριστών κομμάτων κι αργότερα της δ’ διεθνούς. Έκτοτε αρχίζουν κι οι μεταξύ τους διασπάσεις με ρυθμούς αμοιβάδας.
Στον πίνακα της σελίδας 234 ο γκίκας προσπαθεί να απεικονίσει σχηματικά την εξέλιξη των οργανώσεων εκτός κουκουέ. Το έλα να δεις (του κλίμοφ): κομλε-αρχειομαρξιστές, κακε, οκδε, κδεε, εοκδε, τρίτη κατάσταση, νέος δρόμος, ομάδα για τη μπολσεβικοποίηση του κκε, φραξιονιστές, κομμουνιστική ενωτική ομάδα. Μόνο το κκε μπουλκουμέ του χαρούλη λείπει. Την παράσταση κλέβει όμως η λακκε (λενινιστική αντιπολίτευση του κκε) που οδηγεί συνειρμικά στους λακέδες της αστικής τάξης (ή τους λακκέδες της εργατικής αν προτιμάτε).
Τι απέγινε όμως όλο αυτό το γενεαλογικό δέντρο με τα τόσα παρακλάδια;
Μόνο η οργάνωση του αρχειομαρξισμού διασπάστηκε ή μετονομάστηκε επτά φορές κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου, ενώ το διάστημα 1924-36 σημειώθηκαν συνολικά 18 διασπάσεις και μετονομασίες στον χώρο. Κατά μέσο όρο δηλ περίπου μία κάθε εννιά μήνες. Περίπου όσο μια εγκυμοσύνη. Κάθε γέννα κυοφορούσε διαλεκτικά την επόμενη διάσπαση.
Αξιοποιώντας από αρχεία ένα δείγμα βιογραφικών ο γκίκας φτάνει στα ακόλουθα στατιστικά συμπεράσματα: Μόλις ένα 16% παρέμεινε μέλος μίας και μόνο οργάνωσης την περίοδο 1923-36, ενώ ένα 50% εντάχθηκε σε 3,4,5 ή ακόμα κι έξι οργανώσεις! Ενδιαφέρον παρουσιάζει κι ο χρόνος παραμονής τους σε αυτές. Το 49% του δείγματος είχε μέσο όρο παραμονής λιγότερο από 2 χρόνια, ενώ μόλις το 19% παρουσίαζε μέσο όρο πάνω από έξι χρόνια.
Πολλές διασπάσεις ήταν προσωποκεντρικές, όπως άλλωστε κι οι ίδιες οι οργανώσεις. Οι διαμάχες ηγετικών στελεχών κι οργανώσεων για τον τίτλο του «γνήσιου μπολσεβίκου» ήταν σφοδρές. Ο άγης στίνας εκ μέρους της λακκε, έβαλλε εναντίον της δεξιάς του πουλιόπουλου κατηγορώντας ταυτόχρονα τους αρχείους για παπικό δογματισμό. Την ίδια στιγμή η πάλη των τάξεων (αρχειομαρξιστές) χαρακτήριζε τους πουλιόπουλο και μάξιμο (του σπάρτακου) ως τους πρώτους ρωμιούς σταλινικούς!
Μετά από αυτό κατάλαβα γιατί ο ρασκόλνικοφ δε δηλώνει τροτσκιστής, αλλά αρχειομαρξιστής (ακόμα κι αν το κάνει για πλάκα).
Αυτοί οι τελευταίοι πρέπει να ήταν κι οι πολιτικοί πρόγονοι του σεκ. Το γιατί, φαίνεται από μια μαρτυρία του κ. αναστασιάδη, για το κυνηγητό που γινόταν σε όποιον πλησίαζε το αρχείο. Παρακολουθούνταν συστηματικά και μεθοδικά από τους αρχείους που τον γνώριζαν. Πρώτη τους φροντίδα ήταν να μάθουν πού κάθεσαι. Έτσι, εάν έλειπες σε ραντεβού, θα τους ξανάβρισκες στην πόρτα του σπιτιού σου την επόμενη ή μεθεπόμενη να σε αναζητούν να μη σε χάσουν. Αντίθετα με το περιβάλλον του σεκε και κατόπιν κκε, όπου μπορούσες να χαθείς για καιρό και να εμφανιστείς πάλι χωρίς απολύτως κανέναν έλεγχο.
Κι έτσι βρήκαμε και τους πρώτους σφους φαντάσματα, κι ανάμεσά τους και τους προγόνους του δικού μας κάσπερ.
Σημαντικό ρόλο σε αυτές τις διασπάσεις έπαιξε κι η διεθνής παράμετρος.
Το 33’ ο σπάρτακος έγραφε ότι ο σταλινισμός επικράτησε παρά τα εγκληματικά του σφάλματα εξαιτίας της ηγετικής φράξιας και του εκτρώματος που ακούει στο όνομα επίσημη δαα (διεθνής αριστερή αντιπολίτευση). Ο τρότσκι γαλούχησε μες στη δαα τον γραφειοκρατισμό, τον τυχοδιωκτισμό, συνέθλιψε τη διεθνή οργάνωση και της μετέδωσε έναν ανίατο ατροφισμό.
Ο σπάρτακος διαφωνεί και με την κριτική του τρότσκι για την επικράτηση των ναζί στη γερμανία, όπου κάνει λόγο για προδοσία της γερμανικής επανάστασης από τους σταλινικούς –μεγαλύτερη κι από αυτήν του spd το 14- για να στηρίξει τις δευτεροκομματικές και τεταρτοδιεθνιστικές αντιλήψεις του.
Την επόμενη χρονιά η ίδια ομάδα σχημάτισε δεύτερο κόμμα τάχθηκε –ως οκδε πλέον- υπέρ της δ’ διεθνούς!
Αυτό πάει να πει αντιπολίτευση με αρχές. Εν τω μεταξύ μια άλλη γκρούπα (ομάδα κομμουνιστών) κατηγορεί εκ των υστέρων (1946) τους αρχείους για σύνδεση με τον τροτσκισμό χωρίς αρχές, για να βγει από το πολιτικό του αδιέξοδο. Είναι η θεωρία που του πήγαινε καλά στην αντικομματική του διαπαιδαγώγηση.
Κάτι παρόμοιο λέει κι η μειοψηφία της κε του κόμματος των αρχείων σε μια μπροσούρα του 45’. Η τεχνητή αντιδιαστολή (συνήθως με όπλα δάνεια από το τροτσκιστικό οπλοστάσιο) θα το καθιστά φορέα αντιλήψεων κι επιδράσεων αστικής, αντιδραστικής κριτικής και νοοτροπίας.
Στην πράξη η πολεμική του αντισταλινισμού εκφράστηκε με συκοφαντίες για συνεργασία των σταλινικών με την ασφάλεια και το αστικό κράτος (μερικά πράγματα δεν αλλάζουν ποτέ) και συμπόρευση με τις αντιδραστικές ηγεσίες του συνδικαλιστικού κινήματος (πόσο άλλαξες, πόσο άλλαξα). Το όργανο της γαλλικής κομμουνιστικής λίγκας έλεγε ότι το παρελθόν του κουκουέ είναι περίπου μια προδοσία και το παρόν του σχεδόν μηδέν (κι έτσι επιστρέφουμε διαλεκτικά στην αρχική μας θέση: όλα τριγύρω αλλάζουνε κι όλα τα ίδια μένουν).
Προς το τέλος του κεφαλαίου ο γκίκας αναφέρει την περίπτωση ενός περιφερειακού γραμματέα της νεολαίας του κουκουέ που γλίτωσε παρά τρίχα τη δολοφονία από τους αρχείους σε ένα ταξίδι γιατί διαγράφτηκε(!) και την επίθεση αρχειο-τραμπούκων με περίστροφα και φαλτσέτες στο ιδρυτικό συνέδριο της ενωτικής γσεε.
Αφήνουμε τον επίλογο στην ομάδα των κομμουνιστών, ως μια κριτική αποτίμηση για την πορεία των αρχείων, αλλά και για όλη την περίοδο γενικότερα: η υποκειμενική τοποθέτηση του αρχειομαρξισμού στη θέση της πρωτοπορίας και η με πείσμα διεκδίκηση αυτής της θέσης ανάπτυξε στον αρχειομαρξισμό μια αντικομμουνιστική νοοτροπία και ψυχολογία που, όσο πέρναγε ο καιρός και γινότανε η διαπαιδαγώγηση στη βάση της πολιτικής θέσης της πρωτοπορίας, έπαιρνε τα γνωρίσματα ψύχωσης. Έγινε σταθερά η άρνηση του κόμματος. Η θέση όμως της πρωτοπορίας είναι μία και δε μπορούν να κάτσουν δύο σε αυτήν. Όπως κι έγινε. Τη θέση αυτή την πήρε και την κρατάει σταθερά το κκε.
Ή όπως είχε γράψει αρκετά χρόνια πριν κι ο πουλιόπουλος, αν μπόρεσε το κουκουέ να διατηρήσει το πολιτικό μονοπώλιο και να ματαιώσει αλλεπάλληλες απόπειρες για τη δημιουργία άλλων εργατικών κομμάτων στη χώρα αυτό δε μπορεί να οφείλεται παρά στον αδιάρρηκτό του δεσμό με την εργατική τάξη και τις ιστορικές της τύχες.
Το απόσπασμα της ομάδας κομμουνιστών γράφτηκε αρχές του 46’ (πριν αρχίσει ο εμφύλιος που τέλειωσε με κάτι συγχαρητήριες επιστολές προς το βασιλιά). Ο μη αστικός μύθος λέει ότι τον ίδιο χρόνο είχαμε και τη μοναδική ίσως καταγραμμένη στα χρονικά περίπτωση ανοιχτών εκδηλώσεων του κόμματος όπου καλούνταν κι οι τροτσκιστές και γινόταν δημόσια ανοιχτός διάλογος.
Κρίμα που δεν τα κάνουμε αυτά πλέον. Γιατί τότε θα βλέπαμε τη συνέχεια (σίκουελ) της ταινίας του κλίμοφ...
Για τα του κόμματος στο μεσοπόλεμο σε επόμενο κείμενο. Έχουν κι αυτά την πλάκα τους.
Το θέμα του όμως είναι το εργατικό-κομμουνιστικό κίνημα στην περίοδο του μεσοπολέμου και βασίζεται στη διδακτορική διατριβή που έκανε κάπου στην αμερική με παρόμοια θεματολογία.
Ο γκίκας είναι συνεργάτης του τμήματος ιστορίας της κετουκέ (κε του κκε), δηλ του μαΐλη, κατά κύριο λόγο. Ένα ερώτημα είναι γιατί ο ιστορικός πετρόπουλος, που επιμελήθηκε όλες τις ιστορικές εκδόσεις της ΣΕ κατά τη δύσκολη δεκαετία του 90 (πχ την τρίχρονη εποποιία του δσε) τώρα έχει σταματήσει να γράφει για τέτοια θέματα και στο ρίζο γράφει μόνο για τον καλλικράτη. Αλλά δε θα μας απασχολήσει σε αυτή την ανάρτηση.
Τον γκίκα κάποιοι τον έμαθαν πρώτα μέσα από τα βιβλία του και κάποιοι άλλοι (όπως εγώ) τον μάθαμε μέσα από την πολεμική που αναπτύχθηκε με αρθρογράφους της παρδαλής αριστεράς για την κατυν-ολογία και τους πόντιους στη σοβιετία. Σε κάθε περίπτωση τα γραπτά του ξεχώριζαν για τη ντοκουμενταρισμένη τεκμηρίωση και τη σφαιρική προσέγγιση.
Περισσότερα για το βιβλίο μπορείτε να βρείτε στις παρουσιάσεις που έκαναν ο ηρόδοτος κι ο άθλιος στις διευθύνσεις:
http://mygranma.wordpress.com/2010/12/19/agwnas_rhksh_anatroph/
και http://erodotos.wordpress.com/2010/09/12/riksi-enswmatwsi/
http://erodotos.wordpress.com/2010/11/23/prosfuges-kke-1920/
http://erodotos.wordpress.com/2010/11/25/prosfuges-kke-1930/
Εμάς εδώ θα μας απασχολήσει το ζ’ μέρος του πέμπτου κεφαλαίου (για τη λειτουργία και τη δράση του κκε). Το μέρος αυτό αναφέρεται στα υπόλοιπα πολιτικά σχήματα -σοσιαλδημοκράτες, τροτσκιστές και κατά βάση τους δεύτερους- και τη σχέση τους με το κόμμα. Το στοιχείο μας δηλ. Παρακάτω η κε του μπλοκ παραθέτει ένα ποτ πουρί, διανθισμένο με μερικά δικά της σχόλια, όπου χρειάζεται.
Εν αρχή ήταν η αντίληψη για το κόμμα. Οι αρχείοι πρόβαλαν το σύνθημα πρώτα μόρφωση κι ύστερα δράση με στόχο την άνοδο του θεωρητικού επιπέδου των μελών. Μαζί τους συμφωνούσαν κι άλλες ομάδες. Στο τρίτο συνέδριο, ο παλιός γραμματέας του κόμματος παντελής πουλιόπουλος (πι-πι κι αυτός) είπε ότι το κκε πρέπει να συγκεντρώσει ταξικώς αδιάφθορα και πραγματικά εκλεκτά προλεταριακά στοιχεία για να γίνει πρώτα ένα πάρτι σελεξιονέ (στάλιν-λένιν) κι ύστερα να γίνει κόμμα μαζών.
Νο στάλιν-λένιν, σελεξιονέ. Νο πάρτι. Ελιτισμός που ξεχειλίζει κι απ’ τις διατυπώσεις. Τις απόκριες μπορεί να κάνουμε και κάνα πάρτι μαζών στη λέσχη για το ευρύ κοινό. Το κόμμα μαζών μπορεί να περιμένει. 80 χρόνια μετά παραμένει άπιαστο όνειρο για τον χώρο. Προς το παρόν μαζεύει τους αδιάφθορους.
Απ’ τις αρχές της δεκαετίας του 30 τα εθνικά τμήματα της διεθνούς αριστερής αντιπολίτευσης παύουν να συγκροτούνται ως αντιπολιτευτικές φράξιες μες στα υπάρχοντα κκ και προχωρούν στη δημιουργία ξεχωριστών κομμάτων κι αργότερα της δ’ διεθνούς. Έκτοτε αρχίζουν κι οι μεταξύ τους διασπάσεις με ρυθμούς αμοιβάδας.
Στον πίνακα της σελίδας 234 ο γκίκας προσπαθεί να απεικονίσει σχηματικά την εξέλιξη των οργανώσεων εκτός κουκουέ. Το έλα να δεις (του κλίμοφ): κομλε-αρχειομαρξιστές, κακε, οκδε, κδεε, εοκδε, τρίτη κατάσταση, νέος δρόμος, ομάδα για τη μπολσεβικοποίηση του κκε, φραξιονιστές, κομμουνιστική ενωτική ομάδα. Μόνο το κκε μπουλκουμέ του χαρούλη λείπει. Την παράσταση κλέβει όμως η λακκε (λενινιστική αντιπολίτευση του κκε) που οδηγεί συνειρμικά στους λακέδες της αστικής τάξης (ή τους λακκέδες της εργατικής αν προτιμάτε).
Τι απέγινε όμως όλο αυτό το γενεαλογικό δέντρο με τα τόσα παρακλάδια;
Μόνο η οργάνωση του αρχειομαρξισμού διασπάστηκε ή μετονομάστηκε επτά φορές κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου, ενώ το διάστημα 1924-36 σημειώθηκαν συνολικά 18 διασπάσεις και μετονομασίες στον χώρο. Κατά μέσο όρο δηλ περίπου μία κάθε εννιά μήνες. Περίπου όσο μια εγκυμοσύνη. Κάθε γέννα κυοφορούσε διαλεκτικά την επόμενη διάσπαση.
Αξιοποιώντας από αρχεία ένα δείγμα βιογραφικών ο γκίκας φτάνει στα ακόλουθα στατιστικά συμπεράσματα: Μόλις ένα 16% παρέμεινε μέλος μίας και μόνο οργάνωσης την περίοδο 1923-36, ενώ ένα 50% εντάχθηκε σε 3,4,5 ή ακόμα κι έξι οργανώσεις! Ενδιαφέρον παρουσιάζει κι ο χρόνος παραμονής τους σε αυτές. Το 49% του δείγματος είχε μέσο όρο παραμονής λιγότερο από 2 χρόνια, ενώ μόλις το 19% παρουσίαζε μέσο όρο πάνω από έξι χρόνια.
Πολλές διασπάσεις ήταν προσωποκεντρικές, όπως άλλωστε κι οι ίδιες οι οργανώσεις. Οι διαμάχες ηγετικών στελεχών κι οργανώσεων για τον τίτλο του «γνήσιου μπολσεβίκου» ήταν σφοδρές. Ο άγης στίνας εκ μέρους της λακκε, έβαλλε εναντίον της δεξιάς του πουλιόπουλου κατηγορώντας ταυτόχρονα τους αρχείους για παπικό δογματισμό. Την ίδια στιγμή η πάλη των τάξεων (αρχειομαρξιστές) χαρακτήριζε τους πουλιόπουλο και μάξιμο (του σπάρτακου) ως τους πρώτους ρωμιούς σταλινικούς!
Μετά από αυτό κατάλαβα γιατί ο ρασκόλνικοφ δε δηλώνει τροτσκιστής, αλλά αρχειομαρξιστής (ακόμα κι αν το κάνει για πλάκα).
Αυτοί οι τελευταίοι πρέπει να ήταν κι οι πολιτικοί πρόγονοι του σεκ. Το γιατί, φαίνεται από μια μαρτυρία του κ. αναστασιάδη, για το κυνηγητό που γινόταν σε όποιον πλησίαζε το αρχείο. Παρακολουθούνταν συστηματικά και μεθοδικά από τους αρχείους που τον γνώριζαν. Πρώτη τους φροντίδα ήταν να μάθουν πού κάθεσαι. Έτσι, εάν έλειπες σε ραντεβού, θα τους ξανάβρισκες στην πόρτα του σπιτιού σου την επόμενη ή μεθεπόμενη να σε αναζητούν να μη σε χάσουν. Αντίθετα με το περιβάλλον του σεκε και κατόπιν κκε, όπου μπορούσες να χαθείς για καιρό και να εμφανιστείς πάλι χωρίς απολύτως κανέναν έλεγχο.
Κι έτσι βρήκαμε και τους πρώτους σφους φαντάσματα, κι ανάμεσά τους και τους προγόνους του δικού μας κάσπερ.
Σημαντικό ρόλο σε αυτές τις διασπάσεις έπαιξε κι η διεθνής παράμετρος.
Το 33’ ο σπάρτακος έγραφε ότι ο σταλινισμός επικράτησε παρά τα εγκληματικά του σφάλματα εξαιτίας της ηγετικής φράξιας και του εκτρώματος που ακούει στο όνομα επίσημη δαα (διεθνής αριστερή αντιπολίτευση). Ο τρότσκι γαλούχησε μες στη δαα τον γραφειοκρατισμό, τον τυχοδιωκτισμό, συνέθλιψε τη διεθνή οργάνωση και της μετέδωσε έναν ανίατο ατροφισμό.
Ο σπάρτακος διαφωνεί και με την κριτική του τρότσκι για την επικράτηση των ναζί στη γερμανία, όπου κάνει λόγο για προδοσία της γερμανικής επανάστασης από τους σταλινικούς –μεγαλύτερη κι από αυτήν του spd το 14- για να στηρίξει τις δευτεροκομματικές και τεταρτοδιεθνιστικές αντιλήψεις του.
Την επόμενη χρονιά η ίδια ομάδα σχημάτισε δεύτερο κόμμα τάχθηκε –ως οκδε πλέον- υπέρ της δ’ διεθνούς!
Αυτό πάει να πει αντιπολίτευση με αρχές. Εν τω μεταξύ μια άλλη γκρούπα (ομάδα κομμουνιστών) κατηγορεί εκ των υστέρων (1946) τους αρχείους για σύνδεση με τον τροτσκισμό χωρίς αρχές, για να βγει από το πολιτικό του αδιέξοδο. Είναι η θεωρία που του πήγαινε καλά στην αντικομματική του διαπαιδαγώγηση.
Κάτι παρόμοιο λέει κι η μειοψηφία της κε του κόμματος των αρχείων σε μια μπροσούρα του 45’. Η τεχνητή αντιδιαστολή (συνήθως με όπλα δάνεια από το τροτσκιστικό οπλοστάσιο) θα το καθιστά φορέα αντιλήψεων κι επιδράσεων αστικής, αντιδραστικής κριτικής και νοοτροπίας.
Στην πράξη η πολεμική του αντισταλινισμού εκφράστηκε με συκοφαντίες για συνεργασία των σταλινικών με την ασφάλεια και το αστικό κράτος (μερικά πράγματα δεν αλλάζουν ποτέ) και συμπόρευση με τις αντιδραστικές ηγεσίες του συνδικαλιστικού κινήματος (πόσο άλλαξες, πόσο άλλαξα). Το όργανο της γαλλικής κομμουνιστικής λίγκας έλεγε ότι το παρελθόν του κουκουέ είναι περίπου μια προδοσία και το παρόν του σχεδόν μηδέν (κι έτσι επιστρέφουμε διαλεκτικά στην αρχική μας θέση: όλα τριγύρω αλλάζουνε κι όλα τα ίδια μένουν).
Προς το τέλος του κεφαλαίου ο γκίκας αναφέρει την περίπτωση ενός περιφερειακού γραμματέα της νεολαίας του κουκουέ που γλίτωσε παρά τρίχα τη δολοφονία από τους αρχείους σε ένα ταξίδι γιατί διαγράφτηκε(!) και την επίθεση αρχειο-τραμπούκων με περίστροφα και φαλτσέτες στο ιδρυτικό συνέδριο της ενωτικής γσεε.
Αφήνουμε τον επίλογο στην ομάδα των κομμουνιστών, ως μια κριτική αποτίμηση για την πορεία των αρχείων, αλλά και για όλη την περίοδο γενικότερα: η υποκειμενική τοποθέτηση του αρχειομαρξισμού στη θέση της πρωτοπορίας και η με πείσμα διεκδίκηση αυτής της θέσης ανάπτυξε στον αρχειομαρξισμό μια αντικομμουνιστική νοοτροπία και ψυχολογία που, όσο πέρναγε ο καιρός και γινότανε η διαπαιδαγώγηση στη βάση της πολιτικής θέσης της πρωτοπορίας, έπαιρνε τα γνωρίσματα ψύχωσης. Έγινε σταθερά η άρνηση του κόμματος. Η θέση όμως της πρωτοπορίας είναι μία και δε μπορούν να κάτσουν δύο σε αυτήν. Όπως κι έγινε. Τη θέση αυτή την πήρε και την κρατάει σταθερά το κκε.
Ή όπως είχε γράψει αρκετά χρόνια πριν κι ο πουλιόπουλος, αν μπόρεσε το κουκουέ να διατηρήσει το πολιτικό μονοπώλιο και να ματαιώσει αλλεπάλληλες απόπειρες για τη δημιουργία άλλων εργατικών κομμάτων στη χώρα αυτό δε μπορεί να οφείλεται παρά στον αδιάρρηκτό του δεσμό με την εργατική τάξη και τις ιστορικές της τύχες.
Το απόσπασμα της ομάδας κομμουνιστών γράφτηκε αρχές του 46’ (πριν αρχίσει ο εμφύλιος που τέλειωσε με κάτι συγχαρητήριες επιστολές προς το βασιλιά). Ο μη αστικός μύθος λέει ότι τον ίδιο χρόνο είχαμε και τη μοναδική ίσως καταγραμμένη στα χρονικά περίπτωση ανοιχτών εκδηλώσεων του κόμματος όπου καλούνταν κι οι τροτσκιστές και γινόταν δημόσια ανοιχτός διάλογος.
Κρίμα που δεν τα κάνουμε αυτά πλέον. Γιατί τότε θα βλέπαμε τη συνέχεια (σίκουελ) της ταινίας του κλίμοφ...
Για τα του κόμματος στο μεσοπόλεμο σε επόμενο κείμενο. Έχουν κι αυτά την πλάκα τους.
Σάββατο 15 Ιανουαρίου 2011
Η κραυγή
Κίνησα πρωί-πρωί για το διόνυσο, στην πεντέλη. Κρατούσα τα «Γράμματα» της ρόζας λούξεμπουργκ κι ήθελα να τα διαβάσω ψηλά στη μοναξιά, κάτου από τα πεύκα.
Γυάλιζε ο αέρας ακίνητος κι άστραφτε σαν ατσάλι. Απάνω του, σαν ξόμπλια σμαλτωμένα τα δέντρα, οι πεταλούδες, τα σπίτια των ανθρώπων. Η πεντέλη μπροστά μου, η μάνα με τον ανοιχτό πληγωμένο κόρφο, που είχε γεννήσει τους θεούς. Ζερβά μου ο πάρνης γαλάζιος και τραχύς. Μύριζε το θυμάρι, η αφάνα. Οι βελόνες των πεύκων διχαλωτές, έσταζαν στον ήλιο.
Στο διόνυσο βρήκα έναν παλιό μου φίλο. Είχα χρόνια να τον δω. Α! τους ηρωικούς αγώνες μας για τη δημοτική γλώσσα, τα μανιφέστα που ξαπολούσαμε, τις κρυφές μας συνεδρίες στα υπόγεια ενός μεγάλου σπιτιού, τους νέους που φέρναμε στα κατηχούμενα τούτα να τους φωτίσουμε, να πληθύνουμε, ν’ ανεβούμε από τα υπόγεια, να φωτίσουμε την ελλάδα.
Έπειτα σκορπίσαμε. Άλλοι παντρεύτηκαν, άλλοι βαρέθηκαν, άλλοι διορίστηκαν κι ησύχασαν. Όταν τους συναντώ στο δρόμο, κάνω πως δεν τους βλέπω από ευγένεια –φοβούμαι μήπως θυμηθούν και κοκκινίσουν. Μα σήμερα δε μπόρεσα να ξεφύγω. Μόλις πρόβαλα στο μικρό ξενοδοχείο του διονύσου, να ο φίλος μου με το μπαστούνι του, με το καπέλο γυριστό, να μην τον κάψει ο ήλιος, γλυκοκουβέντιαζε με πεντ’ έξι κοπέλες.
Πώς πάχυνε! Τα μάτια του ήταν πρησμένα, τα μάγουλά του κρέμουνταν, το πηγούνι του αναπαύονταν απάνου στο διπλό προγούλι.
-Πώς πάχυνες! του είπα.
-Ναι, πήρα τον κατήφορο. Στρώνω τραπέζι για τα σκουλήκια. Γεροντόπαχο. Δε σκοτίζομαι πια για τίποτα, δε μπορώ πια να αφομοιώσω καμιά καινούρια ιδέα. Είμαι ήσυχος.
Και σε λίγο πρόσθεσε:
-Άλλαξαν οι συνήθειές μου. Παντρεύτηκα βλέπεις. Δεν περπατώ πια, βαριέμαι. Αγαπώ τις απλές κουβέντες, τη μαστίχα και τα παιδιά μου.
Θέλησα να του θυμίσω τους αγώνες μας. Όλα τα θυμόταν ήσυχα, χωρίς θλίψη, χωρίς ντροπή.
-Κάμαμε ό,τι μπορούσαμε. Σήμερα οι νέοι άλλαξαν. Γίνηκαν επαναστάτες, δε σέβουνται.
Έφριξα. Μια στιγμή θάρρεψα πως άρχισε ο φίλος μου να αποσυντίθεται και να μυρίζει. Έφυγα. Άρχισα να ανεβαίνω το βουνό. Κουδούνια, πρόβατα ακούστηκαν, σα νερά που κατεβαίνουν. Το δάσος ευώδιαζε ρετσίνα, η θάλασσα άστραψε ξαφνικά, πνοή γλυκύτατη φύσηξε και δρόσισε τα μελίγγια μου.
Μα καθόλου δε θεράπευε πια την καρδιά μου όλη τούτη η ωραιότητα. Σαν παμπάλαιη μου φάνηκε Σειρήνα, που μάταια μάχουνταν να μας γοητέψει και να ξεχάσουμε το τραχύ, χωρίς γλύκα κι ωραιότητα σύγχρονο χρέος.
Ανέβαινα βιαστικός, κλεισμένος μέσα στην αγωνία μου. Σήμερα μια γυναίκα άσκημη, χλωμή, απελπισμένη, ανένδοτη, ήταν μαζί μου. Ως άγγιζε το χέρι μου το μικρό βιβλιαράκι της ρόζας λούξεμπουργκ, έφρισσα, σα να με άγγιζε το νευρικό, νεκρό της χέρι και με οδήγαε.
Μια μέρα την είχα δει σε μια μικρή γερμανική πολιτεία, πάνου σε ένα τραπέζι, να μιλάει σε χιλιάδες εργάτες και πεινασμένους. Ήταν αδύναμη, σα ραχητική, φορούσε ένα παλιό σάλι, έτρεμε από το κρύο κι έβηχε. Μα ποτέ δε θα ξεχάσω την κραυγή που τινάχτηκε από το ανεμικό της στόμα κι ανέβηκε στον ουρανό: ελευτερία, φως δικαιοσύνη. Να χαθούμε, όλοι αδέλφια, για να σώσουμε τη γης!
Πολλοί κλαίγαν, άλλοι βλαστημούσαν και φοβέριζαν. Οι καλοθρεμμένοι αστοί περνούσαν και σφύριζαν. Ήρθαν οι αστυφύλακες και την κατέβασαν από το τραπέζι και την πήραν στη φυλακή. Ποτέ δε θα ξεχάσω τη ματιά της προς τους αψηλούς, βάρβαρους στρατιώτες. Έλεος, αγανάχτηση και θλίψη. Σα να μετρούσε όσο σκοτάδι υπάρχει ακόμα, πόση σκλαβιά και τι αγώνας χρειάζεται!
Μιαν άλλη μέρα: είχε κηρυχτεί ο παγκόσμιος πόλεμος, τα γερμανικά σιδερόφραχτα στρατεύματα κίνησαν να δρασκελίσουν τα σύνορα και να μπουν στη ρωσία.
Άξαφνα μια χλωμή γυναίκα όρμησε, στάθηκε απάνου στα σύνορα κι άνοιξε τα δυο μικρά της αδύναμα χέρια να σταματήσει τους στρατούς που προχωρούσαν. Ήταν η ρόζα λούξεμπουργκ.
Τη φυλακίζουν. Από τη φυλακή της κοιτάζει τον ήλιο, τα πουλιά, τα σύννεφα, ακουμπισμένη στα κάγκελα. Ξαπλωμένος στην κορφή του βουνού διαβάζω τα γράμματά της στην αγαπημένη της φιλενάδα τη σόνια.
Κάποτε μου φαίνεται πως δεν είμαι ανθρώπινο πλάσμα, μα ένα πουλί ή ένα οποιοδήποτε ζώο, που πήρε ανθρώπινη μορφή. Περσότερο ταιριάζει στην ψυχή μου μια γωνίτσα περβόλι, ένα χωράφι και να ‘μια ξαπλωμένη στο χορτάρι, ανάμεσα στα έντομα, παρά να βρίσκομαι σε ένα συνέδριο σοσιαλιστικό. Σε σένα μπορώ να κάμω μια τέτοια εξομολόγηση γιατί βέβαια δε θα με φανταστείς εσύ πως προδίνω την ιδέα. Το ξέρεις πως με όλα αυτά, ελπίζω να πεθάνω στο μετερίζι μου: σε μια μάχη στα οδοφράγματα, ή μέσα στη φυλακή..
Γιομάτη επικίντυνα πλούτη κι αντινομίες ήταν η ψυχή της, όπως κάθε μεγάλη ψυχή. Και παρακάτου γράφει:
Τη στιγμή που σου γράφω ένας μεγάλος βάβουλος μπήκε στο κελί της φυλακής μου. Το γιομώνει με τη βαριά, σα βαρύτονου, φωνή του. Τι ωραίος που είναι, τι βαθύτατη χαρά ζωής αναπηδάει μέσα από το βούισμά του, το γιομάτο δύναμη, ζέστα καλοκαιριάτικη και μυρωδιές από τα λουλούδια!
Σονίτσα, γράφει μιαν άλλη μέρα, παραπονιέσαι με λόγια πικρά γιατί με κρατούν τόσον καιρό φυλακή και φωνάζεις: πώς είναι δυνατόν οι άνθρωποι να ορίζουν την τύχη άλλων ανθρώπων; Αγαπητό, μικρό μου πουλί, σε όλη την ιστορία ανθρώποι ορίζουν την τύχη άλλων ανθρώπων κι η αδικία τούτη, έχει βαθύτατα τις ρίζες της στις υλικές συνθήκες της ζωής.
Μονάχα η εξέλιξη, μέσα από αναρίθμητες σπασμωδικές κρίσεις, μπορεί να φέρει τη λύτρωση. Σήμερα ζούμε ένα από τα πιο τρικυμισμένα κεφάλαια της εξέλιξης αυτής και συ ρωτάς: προς τι όλα τούτα; Το ερώτημα τούτο δεν έχει νόημα όταν αγκαλιάσεις ολάκερο τον κύκλο της ζωής. Προς τι να υπάρχουν πουλιά στον κόσμο; Δεν ξέρω. Μα χαίρουμαι που υπάρχουν και γλυκύτατα παρηγοριέμαι, γρικώντας ξαφνικά ένα βιαστικό τσι-τσι-μπε να μου έρχεται μακριάθε, απάνου από τον τοίχο.
Άλλωστε υπερτιμάς τη γαλήνη μου. Δυστυχώς η εσωτερική μου ισορροπία και μακαριότητα ταράζεται κι από τον πιο ανάλαφρο ίσκιο που περνάει ποπάνω μου κι υποφέρω τότε αδήγητο μαρτύριο. Μα τις στιγμές αυτές μου είναι αδύνατο να προφέρω λέξη.
Σε ένα άλλο γράμμα της, περιγράφει με πόνο τα βουβάλια που σέρνουν μεγάλα κάρα και κουβαλούν στις φυλακές τα αιματωμένα ρούχα από τον πόλεμο. Ένας στρατιώτης τα χτυπούσε και τα χάραζε, έως το αίμα, τη ράχη τους:
Την ώρα που ξεφόρτωναν τα κάρα, τα βουβάλια έμεναν ακίνητα, εξαντλημένα και το ένα, εκείνο που έτρεχε αίμα, κοίταζε θλιμμένο, ίσα μπροστά του. όλη του η μορφή και τα μεγάλα του μαύρα μάτια, τα τόσο γλυκά, είχαν την έκφραση παιδιού που τιμωρήθηκε σκληρά χωρίς να ξέρει την αιτία. Έκλαψε πολύ και δεν ξέρει πια πώς να γλιτώσει από το μαρτύριο κι από την κτηνώδη βία.
Στεκόμουνα μπροστά στο κάρο και το πληγωμένο ζώο με κοίταζε. Τα δάκρυα τινάχτηκαν από τα μάτια μου. Ήσαν τα δάκρυά του. Ω δύστυχο βουβάλι μου, αγαπημένη φτωχέ αδερφέ μου, είμαστε κι οι δυο ανυπεράσπιστοι και βουβοί, ενωμένοι κι οι δυο στον πόνο, στην ανημποριά και στη λαχτάρα!
Θάμα είναι η ευαισθησία τούτη της καρδιάς σε μια γυναίκα με τόση οξύτατη λογική και διαλεκτική δεινότητα και σοφία. Κι ακόμα περισσότερο η ρόζα λούξεμπουργκ είχε και την Τρίτη ανώτατη αρετή: δεν ήταν μονάχα λεπτότατα παθαινόμενη καρδιά, δεν ήταν μονάχα ανυπέρβλητα λαγαρός θεωρητικός νους –μα ήταν και μια ζωή γιομάτη πράξη: αμείλιχτος πολεμιστής, έτρεχε από πόλη σε πόλη, μιλούσε στις πλατείες, στα καφενεία, στα εργοστάσια, πήγαινε μπροστά από τους εργάτες σε συλλαλητήρια κι απεργίες.
Σονίτσα, σονίτσα, κράτα ό,τι κι αν γίνει, τη γαλήνη σου και την ηρεμία. Τέτοια είναι η ζωή και πρέπει να την παίρνεις όπως είναι, με γενναιότητα με όρθιο το κεφάλι και με χαμόγελο στα χείλη, μπροστά και ενάντια στα πάντα!
Και στο τελευταίο της γράμμα, λίγο πριν τη σκοτώσουν:
Η ψυχή μου βρίσκεται σε τέτοιο πυρετό, που είναι αδύνατο να δέχουμαι πια τους φίλους μου και να νιώθω πως μας επιβλέπουν οι φύλακες. Το βάσταξα με υπομονή όλα τούτα τα χρόνια κι αν ήταν άλλοι καιροί, θα ‘κανα ακόμα υπομονή. Μα τώρα που όλα συθέμελα άλλαξαν, δεν το ανέχομαι πια. Να με επιβλέπουν την ώρα που μιλώ και να μη με αφήνουν να προφέρω λέξη για ό,τι βαθύτατα με ενδιαφέρει, μου κατήντησε τόσο μαρτύριο, που προτιμώ να στερηθώ κάθε επίσκεψη, ωσότου να μπορέσουμε να ισωθούμε σαν ελεύτεροι άνθρωποι.
Σε λίγο καιρό, το γενάρη του 1919, τη σκότωσαν!
Αχ! Πως ανέβηκε ξαφνικά, μέσα στην πεντέλη, η κραυγή: -Βοήθεια!
Δεν ήταν μια γυναίκα που φώναζε –ήταν η κραυγή, η σημερινή, ολάκερης της γης.
Κατέβαινα το βουνό ταραγμένος. Τα δάκρυα είχαν τιναχτεί από τα μάτια μου. Πώς όταν είδα τη γυναίκα τούτη στη μακρινή πολιτεία να φωνάζει απάνω στο τραπέζι, μικρή, αδύναμη κι άσκημη, πώς να μη χυθώ να σφίξω το χέρι της και να πάω μαζί της! Μα θυμούμαι, περιάχτηκεα κι απόστρεψα το πρόσωπό μου. Ένας γιατρός, που ήταν μαζί μου είπε: θα είναι υστερική, θα την πάντρευα να ησυχάσει. Κι εγώ γέλασα θυμούμαι.
Φρίσσω λογαριάζοντας σήμερα πόσο κτήνος μπορεί να ‘ναι ο άνθρωπος χωρίς να το νιώθει. Ποτέ στη ζωή μου δεν είχα ξεπέσει τόσο, μεγαλύτερη αμαρτία δεν έκαμα. Και τώρα τα δάκρυα ανεβαίνουν, μια καρδιά χτυπάει και γιομίζει με αντίλαλο την ερημιά, η ζωή ανασηκώνεται όλη απάνου στους αδύναμους, καμπουριασμένους ώμους της χλωμής τούτης μεγαλομάρτυρης αδελφής.
Έφυγε η κραυγή από το στήθος της, λευτερώθηκε από το εφήμερο κορμί της και δουλεύει, φωνάζοντας πολεμικά μέσα στα στήθη των ανθρώπων.
Τέτοια η κραυγή τη λευτεριάς. Έκαμε χρόνια να φτάσει και να χτυπήσει την ψυχή μου. Άλλες ψυχές, πιο χαμηλά, πιο πέρα, ακόμα δεν τη γρίκησαν. Βλέπουν μια γυναίκα να ανοίγει τα στόμα της, να σηκώνει τα χέρια απάνου σε ένα τραπέζι, μα δεν ακούν τι λέει: ύστερα από πέντε, δέκα χρόνια, θα ακούσουν. Κι η ψυχή τους θα τιναχτεί κραυγάζοντας.
Η κραυγή της ρόζας λούξεμπουργκ σκίζει τα σωθικά μας:
-Βοήθεια!
Ο αέρας άλλαξε, αναπνέει μιαν άνοιξη βαριά, γιομάτη θειάφι. Ποιος φώναξε; Εμείς φωνάζουμε, οι αδικημένοι άνθρωποι! Κι ύστερα σιωπή. Ξεχνούμε από τεμπελιά, από συνήθεια, από φόβο. Μα ξάφνου πάλι η κραυγή σκίζει τα σωθικά μας. Γιατί δεν είναι απόξω, δεν είναι μακριά, δεν έρχεται, για να μπορούμε να ξεφύγουμε –μέσα στην καρδιά κάθεται η κραυγή και φωνάζει.
Ανήλεη, αυστηρή είναι η στιγμή που περνούμε. Δε στρέφουμε πια το πρόσωπό μας στον ουρανό, ζητώντας βοήθεια. Ξέρουμε, ουρανός και γης είναι ένα. Ο νους, ας είναι ο ποιητής ουρανού και γης. Αυτός ανέλαβε όλη την ευθύνη του χαμού ή της σωτηρίας. Ο νους μας είναι σαν το «μικρό σκορπιό» μιας αφρικάνικης παράδοσης, που αν την ήξερε, πολύ θα την αγαπούσε η ρόζα λούξεμπουργκ.
Ο μικρός σκορπιός είπε:
-Εγώ, ο μικρός σκορπιός ποτέ δε θα επικαλεστώ το όνομα του θεού. Εγώ, ο μικρός σκορπιός, όταν θέλω να κάμω τίποτα, θα το κάμω με την ουρά μου!
Νίκος Καζαντζάκης
Από τον πρόλογο στην ελληνική έκδοση της μπροσούρας της λούξεμπουργκ σοσιαλισμός και δημοκρατία, εκδόσεις κοροντζή. Με αφορμή τη σημερινή επέτειο της δολοφονίας της ρόζας από τους σοσιαλφασίστες.
Η κε του μπλοκ ετοιμάζει κι ένα μικρό σημείωμα για το θεωρητικό κομμάτι της μπροσούρας και τη διαφωνία της ρόζας με το βλαδίμηρο στο οργανωτικό ζήτημα και το κόμμα νέου τύπου.
Γυάλιζε ο αέρας ακίνητος κι άστραφτε σαν ατσάλι. Απάνω του, σαν ξόμπλια σμαλτωμένα τα δέντρα, οι πεταλούδες, τα σπίτια των ανθρώπων. Η πεντέλη μπροστά μου, η μάνα με τον ανοιχτό πληγωμένο κόρφο, που είχε γεννήσει τους θεούς. Ζερβά μου ο πάρνης γαλάζιος και τραχύς. Μύριζε το θυμάρι, η αφάνα. Οι βελόνες των πεύκων διχαλωτές, έσταζαν στον ήλιο.
Στο διόνυσο βρήκα έναν παλιό μου φίλο. Είχα χρόνια να τον δω. Α! τους ηρωικούς αγώνες μας για τη δημοτική γλώσσα, τα μανιφέστα που ξαπολούσαμε, τις κρυφές μας συνεδρίες στα υπόγεια ενός μεγάλου σπιτιού, τους νέους που φέρναμε στα κατηχούμενα τούτα να τους φωτίσουμε, να πληθύνουμε, ν’ ανεβούμε από τα υπόγεια, να φωτίσουμε την ελλάδα.
Έπειτα σκορπίσαμε. Άλλοι παντρεύτηκαν, άλλοι βαρέθηκαν, άλλοι διορίστηκαν κι ησύχασαν. Όταν τους συναντώ στο δρόμο, κάνω πως δεν τους βλέπω από ευγένεια –φοβούμαι μήπως θυμηθούν και κοκκινίσουν. Μα σήμερα δε μπόρεσα να ξεφύγω. Μόλις πρόβαλα στο μικρό ξενοδοχείο του διονύσου, να ο φίλος μου με το μπαστούνι του, με το καπέλο γυριστό, να μην τον κάψει ο ήλιος, γλυκοκουβέντιαζε με πεντ’ έξι κοπέλες.
Πώς πάχυνε! Τα μάτια του ήταν πρησμένα, τα μάγουλά του κρέμουνταν, το πηγούνι του αναπαύονταν απάνου στο διπλό προγούλι.
-Πώς πάχυνες! του είπα.
-Ναι, πήρα τον κατήφορο. Στρώνω τραπέζι για τα σκουλήκια. Γεροντόπαχο. Δε σκοτίζομαι πια για τίποτα, δε μπορώ πια να αφομοιώσω καμιά καινούρια ιδέα. Είμαι ήσυχος.
Και σε λίγο πρόσθεσε:
-Άλλαξαν οι συνήθειές μου. Παντρεύτηκα βλέπεις. Δεν περπατώ πια, βαριέμαι. Αγαπώ τις απλές κουβέντες, τη μαστίχα και τα παιδιά μου.
Θέλησα να του θυμίσω τους αγώνες μας. Όλα τα θυμόταν ήσυχα, χωρίς θλίψη, χωρίς ντροπή.
-Κάμαμε ό,τι μπορούσαμε. Σήμερα οι νέοι άλλαξαν. Γίνηκαν επαναστάτες, δε σέβουνται.
Έφριξα. Μια στιγμή θάρρεψα πως άρχισε ο φίλος μου να αποσυντίθεται και να μυρίζει. Έφυγα. Άρχισα να ανεβαίνω το βουνό. Κουδούνια, πρόβατα ακούστηκαν, σα νερά που κατεβαίνουν. Το δάσος ευώδιαζε ρετσίνα, η θάλασσα άστραψε ξαφνικά, πνοή γλυκύτατη φύσηξε και δρόσισε τα μελίγγια μου.
Μα καθόλου δε θεράπευε πια την καρδιά μου όλη τούτη η ωραιότητα. Σαν παμπάλαιη μου φάνηκε Σειρήνα, που μάταια μάχουνταν να μας γοητέψει και να ξεχάσουμε το τραχύ, χωρίς γλύκα κι ωραιότητα σύγχρονο χρέος.
Ανέβαινα βιαστικός, κλεισμένος μέσα στην αγωνία μου. Σήμερα μια γυναίκα άσκημη, χλωμή, απελπισμένη, ανένδοτη, ήταν μαζί μου. Ως άγγιζε το χέρι μου το μικρό βιβλιαράκι της ρόζας λούξεμπουργκ, έφρισσα, σα να με άγγιζε το νευρικό, νεκρό της χέρι και με οδήγαε.
Μια μέρα την είχα δει σε μια μικρή γερμανική πολιτεία, πάνου σε ένα τραπέζι, να μιλάει σε χιλιάδες εργάτες και πεινασμένους. Ήταν αδύναμη, σα ραχητική, φορούσε ένα παλιό σάλι, έτρεμε από το κρύο κι έβηχε. Μα ποτέ δε θα ξεχάσω την κραυγή που τινάχτηκε από το ανεμικό της στόμα κι ανέβηκε στον ουρανό: ελευτερία, φως δικαιοσύνη. Να χαθούμε, όλοι αδέλφια, για να σώσουμε τη γης!
Πολλοί κλαίγαν, άλλοι βλαστημούσαν και φοβέριζαν. Οι καλοθρεμμένοι αστοί περνούσαν και σφύριζαν. Ήρθαν οι αστυφύλακες και την κατέβασαν από το τραπέζι και την πήραν στη φυλακή. Ποτέ δε θα ξεχάσω τη ματιά της προς τους αψηλούς, βάρβαρους στρατιώτες. Έλεος, αγανάχτηση και θλίψη. Σα να μετρούσε όσο σκοτάδι υπάρχει ακόμα, πόση σκλαβιά και τι αγώνας χρειάζεται!
Μιαν άλλη μέρα: είχε κηρυχτεί ο παγκόσμιος πόλεμος, τα γερμανικά σιδερόφραχτα στρατεύματα κίνησαν να δρασκελίσουν τα σύνορα και να μπουν στη ρωσία.
Άξαφνα μια χλωμή γυναίκα όρμησε, στάθηκε απάνου στα σύνορα κι άνοιξε τα δυο μικρά της αδύναμα χέρια να σταματήσει τους στρατούς που προχωρούσαν. Ήταν η ρόζα λούξεμπουργκ.
Τη φυλακίζουν. Από τη φυλακή της κοιτάζει τον ήλιο, τα πουλιά, τα σύννεφα, ακουμπισμένη στα κάγκελα. Ξαπλωμένος στην κορφή του βουνού διαβάζω τα γράμματά της στην αγαπημένη της φιλενάδα τη σόνια.
Κάποτε μου φαίνεται πως δεν είμαι ανθρώπινο πλάσμα, μα ένα πουλί ή ένα οποιοδήποτε ζώο, που πήρε ανθρώπινη μορφή. Περσότερο ταιριάζει στην ψυχή μου μια γωνίτσα περβόλι, ένα χωράφι και να ‘μια ξαπλωμένη στο χορτάρι, ανάμεσα στα έντομα, παρά να βρίσκομαι σε ένα συνέδριο σοσιαλιστικό. Σε σένα μπορώ να κάμω μια τέτοια εξομολόγηση γιατί βέβαια δε θα με φανταστείς εσύ πως προδίνω την ιδέα. Το ξέρεις πως με όλα αυτά, ελπίζω να πεθάνω στο μετερίζι μου: σε μια μάχη στα οδοφράγματα, ή μέσα στη φυλακή..
Γιομάτη επικίντυνα πλούτη κι αντινομίες ήταν η ψυχή της, όπως κάθε μεγάλη ψυχή. Και παρακάτου γράφει:
Τη στιγμή που σου γράφω ένας μεγάλος βάβουλος μπήκε στο κελί της φυλακής μου. Το γιομώνει με τη βαριά, σα βαρύτονου, φωνή του. Τι ωραίος που είναι, τι βαθύτατη χαρά ζωής αναπηδάει μέσα από το βούισμά του, το γιομάτο δύναμη, ζέστα καλοκαιριάτικη και μυρωδιές από τα λουλούδια!
Σονίτσα, γράφει μιαν άλλη μέρα, παραπονιέσαι με λόγια πικρά γιατί με κρατούν τόσον καιρό φυλακή και φωνάζεις: πώς είναι δυνατόν οι άνθρωποι να ορίζουν την τύχη άλλων ανθρώπων; Αγαπητό, μικρό μου πουλί, σε όλη την ιστορία ανθρώποι ορίζουν την τύχη άλλων ανθρώπων κι η αδικία τούτη, έχει βαθύτατα τις ρίζες της στις υλικές συνθήκες της ζωής.
Μονάχα η εξέλιξη, μέσα από αναρίθμητες σπασμωδικές κρίσεις, μπορεί να φέρει τη λύτρωση. Σήμερα ζούμε ένα από τα πιο τρικυμισμένα κεφάλαια της εξέλιξης αυτής και συ ρωτάς: προς τι όλα τούτα; Το ερώτημα τούτο δεν έχει νόημα όταν αγκαλιάσεις ολάκερο τον κύκλο της ζωής. Προς τι να υπάρχουν πουλιά στον κόσμο; Δεν ξέρω. Μα χαίρουμαι που υπάρχουν και γλυκύτατα παρηγοριέμαι, γρικώντας ξαφνικά ένα βιαστικό τσι-τσι-μπε να μου έρχεται μακριάθε, απάνου από τον τοίχο.
Άλλωστε υπερτιμάς τη γαλήνη μου. Δυστυχώς η εσωτερική μου ισορροπία και μακαριότητα ταράζεται κι από τον πιο ανάλαφρο ίσκιο που περνάει ποπάνω μου κι υποφέρω τότε αδήγητο μαρτύριο. Μα τις στιγμές αυτές μου είναι αδύνατο να προφέρω λέξη.
Σε ένα άλλο γράμμα της, περιγράφει με πόνο τα βουβάλια που σέρνουν μεγάλα κάρα και κουβαλούν στις φυλακές τα αιματωμένα ρούχα από τον πόλεμο. Ένας στρατιώτης τα χτυπούσε και τα χάραζε, έως το αίμα, τη ράχη τους:
Την ώρα που ξεφόρτωναν τα κάρα, τα βουβάλια έμεναν ακίνητα, εξαντλημένα και το ένα, εκείνο που έτρεχε αίμα, κοίταζε θλιμμένο, ίσα μπροστά του. όλη του η μορφή και τα μεγάλα του μαύρα μάτια, τα τόσο γλυκά, είχαν την έκφραση παιδιού που τιμωρήθηκε σκληρά χωρίς να ξέρει την αιτία. Έκλαψε πολύ και δεν ξέρει πια πώς να γλιτώσει από το μαρτύριο κι από την κτηνώδη βία.
Στεκόμουνα μπροστά στο κάρο και το πληγωμένο ζώο με κοίταζε. Τα δάκρυα τινάχτηκαν από τα μάτια μου. Ήσαν τα δάκρυά του. Ω δύστυχο βουβάλι μου, αγαπημένη φτωχέ αδερφέ μου, είμαστε κι οι δυο ανυπεράσπιστοι και βουβοί, ενωμένοι κι οι δυο στον πόνο, στην ανημποριά και στη λαχτάρα!
Θάμα είναι η ευαισθησία τούτη της καρδιάς σε μια γυναίκα με τόση οξύτατη λογική και διαλεκτική δεινότητα και σοφία. Κι ακόμα περισσότερο η ρόζα λούξεμπουργκ είχε και την Τρίτη ανώτατη αρετή: δεν ήταν μονάχα λεπτότατα παθαινόμενη καρδιά, δεν ήταν μονάχα ανυπέρβλητα λαγαρός θεωρητικός νους –μα ήταν και μια ζωή γιομάτη πράξη: αμείλιχτος πολεμιστής, έτρεχε από πόλη σε πόλη, μιλούσε στις πλατείες, στα καφενεία, στα εργοστάσια, πήγαινε μπροστά από τους εργάτες σε συλλαλητήρια κι απεργίες.
Σονίτσα, σονίτσα, κράτα ό,τι κι αν γίνει, τη γαλήνη σου και την ηρεμία. Τέτοια είναι η ζωή και πρέπει να την παίρνεις όπως είναι, με γενναιότητα με όρθιο το κεφάλι και με χαμόγελο στα χείλη, μπροστά και ενάντια στα πάντα!
Και στο τελευταίο της γράμμα, λίγο πριν τη σκοτώσουν:
Η ψυχή μου βρίσκεται σε τέτοιο πυρετό, που είναι αδύνατο να δέχουμαι πια τους φίλους μου και να νιώθω πως μας επιβλέπουν οι φύλακες. Το βάσταξα με υπομονή όλα τούτα τα χρόνια κι αν ήταν άλλοι καιροί, θα ‘κανα ακόμα υπομονή. Μα τώρα που όλα συθέμελα άλλαξαν, δεν το ανέχομαι πια. Να με επιβλέπουν την ώρα που μιλώ και να μη με αφήνουν να προφέρω λέξη για ό,τι βαθύτατα με ενδιαφέρει, μου κατήντησε τόσο μαρτύριο, που προτιμώ να στερηθώ κάθε επίσκεψη, ωσότου να μπορέσουμε να ισωθούμε σαν ελεύτεροι άνθρωποι.
Σε λίγο καιρό, το γενάρη του 1919, τη σκότωσαν!
Αχ! Πως ανέβηκε ξαφνικά, μέσα στην πεντέλη, η κραυγή: -Βοήθεια!
Δεν ήταν μια γυναίκα που φώναζε –ήταν η κραυγή, η σημερινή, ολάκερης της γης.
Κατέβαινα το βουνό ταραγμένος. Τα δάκρυα είχαν τιναχτεί από τα μάτια μου. Πώς όταν είδα τη γυναίκα τούτη στη μακρινή πολιτεία να φωνάζει απάνω στο τραπέζι, μικρή, αδύναμη κι άσκημη, πώς να μη χυθώ να σφίξω το χέρι της και να πάω μαζί της! Μα θυμούμαι, περιάχτηκεα κι απόστρεψα το πρόσωπό μου. Ένας γιατρός, που ήταν μαζί μου είπε: θα είναι υστερική, θα την πάντρευα να ησυχάσει. Κι εγώ γέλασα θυμούμαι.
Φρίσσω λογαριάζοντας σήμερα πόσο κτήνος μπορεί να ‘ναι ο άνθρωπος χωρίς να το νιώθει. Ποτέ στη ζωή μου δεν είχα ξεπέσει τόσο, μεγαλύτερη αμαρτία δεν έκαμα. Και τώρα τα δάκρυα ανεβαίνουν, μια καρδιά χτυπάει και γιομίζει με αντίλαλο την ερημιά, η ζωή ανασηκώνεται όλη απάνου στους αδύναμους, καμπουριασμένους ώμους της χλωμής τούτης μεγαλομάρτυρης αδελφής.
Έφυγε η κραυγή από το στήθος της, λευτερώθηκε από το εφήμερο κορμί της και δουλεύει, φωνάζοντας πολεμικά μέσα στα στήθη των ανθρώπων.
Τέτοια η κραυγή τη λευτεριάς. Έκαμε χρόνια να φτάσει και να χτυπήσει την ψυχή μου. Άλλες ψυχές, πιο χαμηλά, πιο πέρα, ακόμα δεν τη γρίκησαν. Βλέπουν μια γυναίκα να ανοίγει τα στόμα της, να σηκώνει τα χέρια απάνου σε ένα τραπέζι, μα δεν ακούν τι λέει: ύστερα από πέντε, δέκα χρόνια, θα ακούσουν. Κι η ψυχή τους θα τιναχτεί κραυγάζοντας.
Η κραυγή της ρόζας λούξεμπουργκ σκίζει τα σωθικά μας:
-Βοήθεια!
Ο αέρας άλλαξε, αναπνέει μιαν άνοιξη βαριά, γιομάτη θειάφι. Ποιος φώναξε; Εμείς φωνάζουμε, οι αδικημένοι άνθρωποι! Κι ύστερα σιωπή. Ξεχνούμε από τεμπελιά, από συνήθεια, από φόβο. Μα ξάφνου πάλι η κραυγή σκίζει τα σωθικά μας. Γιατί δεν είναι απόξω, δεν είναι μακριά, δεν έρχεται, για να μπορούμε να ξεφύγουμε –μέσα στην καρδιά κάθεται η κραυγή και φωνάζει.
Ανήλεη, αυστηρή είναι η στιγμή που περνούμε. Δε στρέφουμε πια το πρόσωπό μας στον ουρανό, ζητώντας βοήθεια. Ξέρουμε, ουρανός και γης είναι ένα. Ο νους, ας είναι ο ποιητής ουρανού και γης. Αυτός ανέλαβε όλη την ευθύνη του χαμού ή της σωτηρίας. Ο νους μας είναι σαν το «μικρό σκορπιό» μιας αφρικάνικης παράδοσης, που αν την ήξερε, πολύ θα την αγαπούσε η ρόζα λούξεμπουργκ.
Ο μικρός σκορπιός είπε:
-Εγώ, ο μικρός σκορπιός ποτέ δε θα επικαλεστώ το όνομα του θεού. Εγώ, ο μικρός σκορπιός, όταν θέλω να κάμω τίποτα, θα το κάμω με την ουρά μου!
Νίκος Καζαντζάκης
Από τον πρόλογο στην ελληνική έκδοση της μπροσούρας της λούξεμπουργκ σοσιαλισμός και δημοκρατία, εκδόσεις κοροντζή. Με αφορμή τη σημερινή επέτειο της δολοφονίας της ρόζας από τους σοσιαλφασίστες.
Η κε του μπλοκ ετοιμάζει κι ένα μικρό σημείωμα για το θεωρητικό κομμάτι της μπροσούρας και τη διαφωνία της ρόζας με το βλαδίμηρο στο οργανωτικό ζήτημα και το κόμμα νέου τύπου.
Ετικέτες
καζαντζάκης,
ρόζα
Παρασκευή 14 Ιανουαρίου 2011
Εισαγωγή στο ρεφορμισμό
Βάζω εδώ ένα κείμενο που έγραψα για το γκράνμα. Με την έννοια ότι θα το διαβάσει περισσότερος κόσμος και μπορεί να ανοίξει κι εδώ κουβέντα, διαφορετική από αυτή που γίνεται στο αδελφό και σύμμαχο μπλοκ. Είναι μια σύντομη εισαγωγή σε μια σειρά συγκυριακών προβληματισμών πάνω στα προβλήματα της συγκυρίας. Το κακό δηλ είναι ότι μπορεί να έχει και συνέχεια.
Απέχει αρκετά από το να είναι το μπρεζνιεφικό μανιφέστο που θα περίμενε ο propagitor, αλλά μπορεί να θεωρηθεί ως ένα προοίμιο, με έννοιες όπως αυτές ορίζονται από κάποια κείμενα και τσιτάτα των κλασικών (κι όχι μόνο).
Παρεμπιπτόντως, το τσιτάτο δεν έχει απαραίτητα κακή έννοια. Βγαίνει από το ρωσικό ρήμα διαβάζω κι αν μη τι άλλο προϋποθέτει ότι ο σύντροφος κάθισε και διάβασε. Κι αυτό δεν είναι ο κανόνας στις μέρες μας. Το πρόβλημα είναι αυτοί που μένουν στα τσιτάτα χωρίς να διαβάζουν τα συμφραζόμενα. Κι όσοι τα δανείζονται ενώ δε διαβάζουν καθόλου και τα χρησιμοποιούν μεταφυσικά σαν ξόρκια συμπυκνωμένης σοφίας. Κι άντε μετά να τους εξηγήσεις ότι: σύντροφοι, δεν πρέπει να επικαλούμαστε τις αυθεντίες με τσιτάτα. Γιατί όπως έλεγε κι ο μαρξ…
Γιατί για το ρεφορμισμό; Γιατί είναι η κλασική κατάληξη στις συζητήσεις που γίνονται εδώ στο γκράνμα, αλλά και κάθε κουβέντας που σέβεται τον εαυτό της μεταξύ κομμουνιστών ή ατόμων που αυτοαποκαλούνται τέτοιοι. Και να αδερφέ μου που μάθαμε να πληκτρολογούμε ήσυχα κι απλά. Αλλά αν δε δεχτείς ήσυχα κι απλά ότι είσαι ρεφόρμα του κερατά, θα φας μια ενωτική με το καδρόνι που θα είναι όλη δικιά σου.
Άλλοι ρεφορμίζουν γιατί όπως λέει ο ένγκελς (όχι που δε θα ‘χε τσιτάτο) τρέχουν πίσω από τη συγκυρία και ξεχνάν τον τελικό στόχο. Άλλοι κακοφορμίζουν γιατί μένουν κολλημένοι στους τύπους κι αποστεώνονται. Άλλοι το χάνουν στη στρατηγική κι άλλοι στην τακτική. Μα οι πιο πολλοί το χάνουν στη σύνδεση κι αν δεν έχεις το ένα, χάνεις και το άλλο, μαζί με τα αυγά και τα πασχάλια. Αν δεν έχεις στρατηγική πχ, κάνεις τέτοια τους τακτικούς συμβιβασμούς και το κίνημα πάει στο βάλτο με μαθηματική ακρίβεια.
Κι αν μπλέξεις στα μυστικά του βάλτου κάνεις αμάν να τα ξεχωρίσεις. Έχει ρεφορμιστές που πιστεύουν ότι ο σοσιαλισμός θα έρθει με μεταρρυθμίσεις. Ρεβιζιονιστές που αναθεωρούν τον μαρξισμό και τις βασικές του αρχές. Οπορτουνιστές που είναι ευκαιριακοί καιροσκόποι και κοιτάνε την πάρτη τους. Τίμιους οπορτουνιστές που είναι οι πιο επικίνδυνοι. Αριστεριστές που τους διακρίνει αφέλεια μικρού παιδιού κι αναρχίζουν. Χαμός στο ίσωμα. Κουβάρι ολάκερο που μόνο σαν γόρδιος δεσμός ξεμπλέκει. Με μέθοδες σταλινικές και του σπαθιού την κόψη.
Ψάξε βρες τώρα από πού να φυλαχτείς κι από πού θα σου ‘ρθει το χτύπημα. Θέλει προσοχή κι επαγρύπνηση. Όπως γράφει κι ο μίσσιος, ύπουλο πράγμα ο βασικός κίνδυνος και πώς να τον ορίσεις. Αυτός ο πούστης ήταν σαν το μουνί της χήρας, που τα ‘παιζε με τον ψαρά και του ‘τρωγε τα ψάρια, γιατί τον ρώταγε: μπροστά το έχω ή πίσω; Μπροστά, έλεγε ο ψαράς. Η χήρα τούρλωνε τον κώλο της, του ‘παιρνε τα ψάρια. Την άλλη μέρα, πίσω, έλεγε ο ψαράς. Σήκωνε τα φουστάνια της η χήρα, του ‘παιρνε τα ψάρια. Κι ο ψαράς ο καημένος που τη γουστάριζε, μονολογούσε: αν δε σταθεροποιηθεί το απαυτό της χήρας δε βλέπω μεροκάματο.
Έτσι και με το βασικό κίνδυνο, που λες. Μια μας ερχόταν από τα δεξιά, μια από τα αριστερά. εκεί που στραβώναμε τα μάτια μας μελετώντας τα τσιτάτα και τα ντοκουμέντα, για να πούμε πως είναι φανερό πια ότι ο κίνδυνος για το κίνημα είναι από τα αριστερά, να σου και μας έβγαινε από τα δεξιά. Δώσ’ του πάλι απ’ την αρχή να μελετάμε τα ντοκουμέντα, από την ανάποδη τώρα και να λέμε τα αντίθετα.
Όμως κι οι άλλοι που τα βάζουν με το κόμμα και θέλουν σώνει και καλά να το βγάλουνε ρεφορμιστικό και προδομένο, τα ίδια περίπου κάνουν. Τη μία ρεφορμίζει γιατί θέλει λέει, λαϊκή εξουσία χωρίς επανάσταση και μέτωπο με τους μικροαστούς. Και την άλλη ρεφορμίζει απ’ την ανάποδη, γιατί δεν έχει μεταβατικό πρόγραμμα και φαντασιώνεται ημέρες δυαδικής εξουσίας και αδύναμους κρίκους, χωρίς να βάζει συνδετικούς κρίκους και πολιτικά αιτήματα. Σαν το από τέτοιο της χήρας κι εμείς ένα πράγμα.
Η πρώτη φορά που τέθηκε ως θεωρητικό ζήτημα ήταν στις αρχές του αιώνα που ο μπερνστάιν κατέληξε σε εκείνο το εαακίτικο: το κίνημα είναι το παν, ο τελικός σκοπός δεν είναι τίποτα. Η ρόζα λούξεμπουργκ έγραψε ως απάντηση τη μπροσούρα μεταρρύθμιση ή επανάσταση. Λίγο-πολύ έτσι τίθεται το δίλημμα και στη σημερινή συγκυρία. Ας δούμε ένα απόσπασμα.
Η νομοθετική μεταρρύθμιση και η επανάσταση δεν είναι δυο διαφορετικές μέθοδοι της ιστορικής προόδου, που μπορεί κανείς να διαλέξει μέσα στο μπουφέ της ιστορίας, όπως θα διάλεγε τα κρύα και τα ζεστά λουκάνικα. Αλλά διαφορετικές στιγμές στην εξέλιξη της ταξικής κοινωνίας που αλληλοκαθορίζονται και αλληλοσυμπληρώνονται, αλλά και που αποκλείουν συγχρόνως η μία την άλλη, όπως πχ ο βόρειος κι ο νότιος πόλος, η μπουρζουαζία και το προλεταριάτο.
Σε κάθε εποχή η εκάστοτε νομοθεσία είναι ένα προϊόν της επανάστασης. Ενώ η επανάσταση είναι μια πολιτική δημιουργική πράξη της ταξικής ιστορίας, η νομοθεσία είναι η πολιτική συνέχεια της ζωής της κοινωνίας. Η νομοθετική μεταρρυθμιστική εργασία δεν περικλείει μέσα της μια δική της ανεξάρτητη από την επανάσταση κινητήρια δύναμη. Κινείται μέσα σε κάθε ιστορική περίοδο αποκλειστικά πάνω στη γραμμή της προηγηθείσας ανατροπής και μόνο εφόσον υφίσταται ακόμα η ώθηση που της έδωσε αυτή η ανατροπή. Ή για να είμαστε πιο συγκεκριμένοι, κινείται μόνο μέσα στα πλαίσια της κοινωνικής μορφής που έφερε στο φως της μέρας η επανάσταση. Αυτή ακριβώς είναι η ουσία του ζητήματος.
Είναι βασικά εσφαλμένο κι αντι-ιστορικό να θεωρούμε τη νομοθετική μεταρρυθμιστική εργασία σαν διαπλάτυνση της επανάστασης και την επανάσταση σαν επιτάχυνση της μεταρρύθμισης. Μια κοινωνική ανατροπή και μια νομοθετική μεταρρύθμιση είναι δυο διαφορετικές στιγμές, όχι από την άποψη της χρονικής τους διάρκειας, αλλά από την άποψη του ουσιαστικού τους περιεχομένου. Όλο το μυστικό των ιστορικών ανατροπών μέσω της πολιτικής εξουσίας, έγκειται ακριβώς στη μεταβολή των απλών ποσοτικών μεταβολών σε μια καινούρια ποιότητα, συγκεκριμένα: στη μετάβαση από μια ιστορική περίοδο, από μια κοινωνική μορφή, σε μια άλλη.
Γι’ αυτό όποιος κηρύσσεται υπέρ της κοινωνικής μεταρρύθμισης σε αντικατάσταση και σε αντίθεση με την κατάληψη της πολιτικής εξουσίας και της κοινωνικής επανάστασης, δεν επιλέγει στην πραγματικότητα έναν πιο ήρεμο, πιο ασφαλή και βραδύ δρόμο προς τον ίδιο σκοπό, αλλά ένα διαφορετικό σκοπό.
Η δημοκρατία είναι απαραίτητη όχι γιατί καθιστά περιττή την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας από το προλεταριάτο, αλλά γιατί αντίθετα την καθιστά αναγκαία και μοναδικά πραγματοποιήσιμη. Κι έτσι στον μπερνστάιν έπεσε η αποστολή να ανακηρύξει τον ορνιθώνα του αστικού κοινοβουλίου σαν το ενδεδειγμένο όργανο για την πραγματοποίηση της φοβερότερης κοσμοϊστορικής ανατροπής: το πέρασμα της κοινωνίας από την καπιταλιστική στη σοσιαλιστική μορφή.
Είναι μεγάλος ο πειρασμός να πω ενδιάμεσα τα δικά μου: σχόλια κι ερμηνείες. Σκόπιμα όμως τα παραθέτω έτσι, για να βγάλει ο καθένας το δικό του συμπέρασμα και να διαλέξει τη φράση που το στηρίζει, σαν κρύο ή ζεστό λουκάνικο, από το μπουφέ της ρόζας. Όπως λένε, περί ορέξεως λουκανικόπιτα. Ή όπως αλλιώς λέγεται στας αθήνας τέλος πάντων.
Πάμε τώρα και σε μια εκλαϊκευτική εκδοχή του αλτουσεριανού αντάρτη γιώργου αλεξάτου, από το τελευταίο του μυθιστόρημα εναλλακτικής ιστορίας, πλατεία μπελογιάννη (εκδόσεις κψμ). Φανταστικός διάλογος-αχτιφάρισμα από οργανωμένο κομμουνιστή σε νεολαίο.
Δεν πρόκειται να το δεχτούν. Δε θα το κάνουν. Εμείς όμως θα το ζητάμε. Κι έτσι θα πιέζουμε. Κάποια μικρά μπορεί να γίνουν κάτω από λαϊκή πίεση. Τα άλλα δε γίνονται.
Να σου πω και κάτι που αποτελεί τη βάση της πολιτικής σκέψης ενός επαναστάτη. Εμείς επιδιώκουμε αλλαγές που σε πολλούς φαντάζουν απραγματοποίητες. Ο πολύς κόσμος δε μπορεί εύκολα να φανταστεί πως θα υπάρξει κομμουνισμός. Παλιότερα, μέχρι το 1917, δε μπορούσε να φανταστεί πως θα γινόταν σοσιαλιστική επανάσταση και θα νικούσε. Ακόμα παλιότερα, δε μπορούσε να φανταστεί πως θα μπορούσαν οι αμόρφωτοι εργάτες να φτιάξουν συνδικάτα, εργατικά κόμματα και να αγωνιστούν για τα δικά τους συμφέροντα. Ο ρεφορμισμός είναι αυτή ακριβώς η έλλειψη πίστης στη δυνατότητα να πραγματοποιηθούν τα μεγάλα όνειρα. Κι ο ρεφορμισμός είναι πιο εύκολο να πείσει, όσο τα πράγματα μένουνε στάσιμα.
Αύριο μεγαλώνοντας θα μπεις και στο σωματείο σου. Ποια είναι η ρεφορμιστική πολιτική στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα; Το να διεκδικείς μόνο μέχρι εκεί που είσαι σίγουρος πως θα υποχωρήσει η εργοδοσία. Ποια είναι η επαναστατική γραμμή; Το να διεκδικείς, μέχρι εκεί που μπορούν να δώσουν τον αγώνα οι εργάτες. Κι αυτό θα το κρίνεις βλέποντας τις διαθέσεις τους, έχοντας στενή σχέση μαζί τους, όντας σάρκα από τη σάρκα τους. Αν αδιαφορήσεις για τις διαθέσεις τους και προτείνεις αυτά που εσύ φαντάζεσαι σαν επαναστατικά, απλώς γίνεσαι αριστεριστής και ξεκόβεσαι απ’ την τάξη.
Ποια θα ήταν μια συνεπής ρεφορμιστική πολιτική για την επανάσταση; Να μη μιλάμε γι’ αυτήν, γιατί δεν πρόκειται να γίνει. Να κοιτάμε μπας και πετύχουμε τίποτα μικροβελτιώσεις κι αργότερα βλέπουμε. Τι λέμε εμείς; Οι όποιες μικροβελτιώσεις είναι καλές και τις διεκδικούμε. Ακόμα και τις πιο ασήμαντες. Δεν έχουμε όμως καμιά αυταπάτη, πως μέσα απ’ αυτές θα προκύψει κάτι σημαντικό. Προτείνουμε λοιπόν μια πολιτική που ο κόσμος τη βλέπει σα ρεαλιστική. Συσπειρώνοντας τον κόσμο σε αυτή τη βάση, συγκροτούμε ένα μαζικό, λαϊκό κίνημα, που η δυναμική της ανάπτυξής του θα του επιτρέψει να ξεπεράσει και τις όποιες αυταπάτες του. Τότε, στην κρίσιμη στιγμή, ο στόχος εμφανίζεται στο προσκήνιο με τους πραγματικούς όρους επίτευξής του.
Οι κομμουνιστές υποστηρίζουμε τις μεταρρυθμίσεις γιατί ενδιαφερόμαστε να καλυτερεύει η ζωή του λαού, αλλά και γιατί ο κόσμος πείθεται μέσα από μικρές νίκες πως μπορεί να πετύχει και μεγαλύτερες. Σε αυτές τις μεγαλύτερες στοχεύουμε κι αυτές προετοιμάζουμε. Οι ρεφορμιστές αντίθετα μιλάνε για μεταρρυθμίσεις κι όταν τις πετυχαίνουν μέσα από χίλιες-μύριες επιφυλάξεις, αρκούνται σε αυτές. Ο κόσμος τότε μαθαίνει να μη διεκδικεί τα μεγάλα, μαθαίνει να αρκείται στα λίγα, δε μαθαίνει να εμπιστεύεται τις ίδιες του τις δυνάμεις.
Υπάρχουν βέβαια κι οι υπερεπαναστάτες, οι αριστεριστές. Αυτοί υποτιμούν τους αγώνες για τα μικρά, γιατί θεωρούν πως αποπροσανατολίζουν τον κόσμο. Αυτοί νομίζουν πως μπορεί ο κόσμος να ζητήσει τα μεγάλα, χωρίς να έχει περάσει απ’ το σχολείο των αγώνων για τα μικρά τα καθημερινά.
Το απόσπασμα είναι ελάχιστα παραλλαγμένο για να βγαίνει νόημα χωρίς τα συμφραζόμενα του μυθιστορήματος από το υπόλοιπο βιβλίο.
Καλά τα λέει, αλλά δεν τα κάνουν. Ή μήπως τα κάνουν; Είναι ένα ζήτημα πού ακριβώς θα κατέτασσε ο ίδιος με βάση τα παραπάνω τον χώρο του (συνιστώσα της ανταρσύα).
Αλλά αυτό μπορεί να το σκεφτεί ο καθένας μας ξεχωριστά –δουλειά για το σπίτι- και να το συζητήσουμε στα σχόλια, γιατί το εισηγητικό κείμενο έχει ήδη ξεφύγει σε μέγεθος.
Απέχει αρκετά από το να είναι το μπρεζνιεφικό μανιφέστο που θα περίμενε ο propagitor, αλλά μπορεί να θεωρηθεί ως ένα προοίμιο, με έννοιες όπως αυτές ορίζονται από κάποια κείμενα και τσιτάτα των κλασικών (κι όχι μόνο).
Παρεμπιπτόντως, το τσιτάτο δεν έχει απαραίτητα κακή έννοια. Βγαίνει από το ρωσικό ρήμα διαβάζω κι αν μη τι άλλο προϋποθέτει ότι ο σύντροφος κάθισε και διάβασε. Κι αυτό δεν είναι ο κανόνας στις μέρες μας. Το πρόβλημα είναι αυτοί που μένουν στα τσιτάτα χωρίς να διαβάζουν τα συμφραζόμενα. Κι όσοι τα δανείζονται ενώ δε διαβάζουν καθόλου και τα χρησιμοποιούν μεταφυσικά σαν ξόρκια συμπυκνωμένης σοφίας. Κι άντε μετά να τους εξηγήσεις ότι: σύντροφοι, δεν πρέπει να επικαλούμαστε τις αυθεντίες με τσιτάτα. Γιατί όπως έλεγε κι ο μαρξ…
Γιατί για το ρεφορμισμό; Γιατί είναι η κλασική κατάληξη στις συζητήσεις που γίνονται εδώ στο γκράνμα, αλλά και κάθε κουβέντας που σέβεται τον εαυτό της μεταξύ κομμουνιστών ή ατόμων που αυτοαποκαλούνται τέτοιοι. Και να αδερφέ μου που μάθαμε να πληκτρολογούμε ήσυχα κι απλά. Αλλά αν δε δεχτείς ήσυχα κι απλά ότι είσαι ρεφόρμα του κερατά, θα φας μια ενωτική με το καδρόνι που θα είναι όλη δικιά σου.
Άλλοι ρεφορμίζουν γιατί όπως λέει ο ένγκελς (όχι που δε θα ‘χε τσιτάτο) τρέχουν πίσω από τη συγκυρία και ξεχνάν τον τελικό στόχο. Άλλοι κακοφορμίζουν γιατί μένουν κολλημένοι στους τύπους κι αποστεώνονται. Άλλοι το χάνουν στη στρατηγική κι άλλοι στην τακτική. Μα οι πιο πολλοί το χάνουν στη σύνδεση κι αν δεν έχεις το ένα, χάνεις και το άλλο, μαζί με τα αυγά και τα πασχάλια. Αν δεν έχεις στρατηγική πχ, κάνεις τέτοια τους τακτικούς συμβιβασμούς και το κίνημα πάει στο βάλτο με μαθηματική ακρίβεια.
Κι αν μπλέξεις στα μυστικά του βάλτου κάνεις αμάν να τα ξεχωρίσεις. Έχει ρεφορμιστές που πιστεύουν ότι ο σοσιαλισμός θα έρθει με μεταρρυθμίσεις. Ρεβιζιονιστές που αναθεωρούν τον μαρξισμό και τις βασικές του αρχές. Οπορτουνιστές που είναι ευκαιριακοί καιροσκόποι και κοιτάνε την πάρτη τους. Τίμιους οπορτουνιστές που είναι οι πιο επικίνδυνοι. Αριστεριστές που τους διακρίνει αφέλεια μικρού παιδιού κι αναρχίζουν. Χαμός στο ίσωμα. Κουβάρι ολάκερο που μόνο σαν γόρδιος δεσμός ξεμπλέκει. Με μέθοδες σταλινικές και του σπαθιού την κόψη.
Ψάξε βρες τώρα από πού να φυλαχτείς κι από πού θα σου ‘ρθει το χτύπημα. Θέλει προσοχή κι επαγρύπνηση. Όπως γράφει κι ο μίσσιος, ύπουλο πράγμα ο βασικός κίνδυνος και πώς να τον ορίσεις. Αυτός ο πούστης ήταν σαν το μουνί της χήρας, που τα ‘παιζε με τον ψαρά και του ‘τρωγε τα ψάρια, γιατί τον ρώταγε: μπροστά το έχω ή πίσω; Μπροστά, έλεγε ο ψαράς. Η χήρα τούρλωνε τον κώλο της, του ‘παιρνε τα ψάρια. Την άλλη μέρα, πίσω, έλεγε ο ψαράς. Σήκωνε τα φουστάνια της η χήρα, του ‘παιρνε τα ψάρια. Κι ο ψαράς ο καημένος που τη γουστάριζε, μονολογούσε: αν δε σταθεροποιηθεί το απαυτό της χήρας δε βλέπω μεροκάματο.
Έτσι και με το βασικό κίνδυνο, που λες. Μια μας ερχόταν από τα δεξιά, μια από τα αριστερά. εκεί που στραβώναμε τα μάτια μας μελετώντας τα τσιτάτα και τα ντοκουμέντα, για να πούμε πως είναι φανερό πια ότι ο κίνδυνος για το κίνημα είναι από τα αριστερά, να σου και μας έβγαινε από τα δεξιά. Δώσ’ του πάλι απ’ την αρχή να μελετάμε τα ντοκουμέντα, από την ανάποδη τώρα και να λέμε τα αντίθετα.
Όμως κι οι άλλοι που τα βάζουν με το κόμμα και θέλουν σώνει και καλά να το βγάλουνε ρεφορμιστικό και προδομένο, τα ίδια περίπου κάνουν. Τη μία ρεφορμίζει γιατί θέλει λέει, λαϊκή εξουσία χωρίς επανάσταση και μέτωπο με τους μικροαστούς. Και την άλλη ρεφορμίζει απ’ την ανάποδη, γιατί δεν έχει μεταβατικό πρόγραμμα και φαντασιώνεται ημέρες δυαδικής εξουσίας και αδύναμους κρίκους, χωρίς να βάζει συνδετικούς κρίκους και πολιτικά αιτήματα. Σαν το από τέτοιο της χήρας κι εμείς ένα πράγμα.
Η πρώτη φορά που τέθηκε ως θεωρητικό ζήτημα ήταν στις αρχές του αιώνα που ο μπερνστάιν κατέληξε σε εκείνο το εαακίτικο: το κίνημα είναι το παν, ο τελικός σκοπός δεν είναι τίποτα. Η ρόζα λούξεμπουργκ έγραψε ως απάντηση τη μπροσούρα μεταρρύθμιση ή επανάσταση. Λίγο-πολύ έτσι τίθεται το δίλημμα και στη σημερινή συγκυρία. Ας δούμε ένα απόσπασμα.
Η νομοθετική μεταρρύθμιση και η επανάσταση δεν είναι δυο διαφορετικές μέθοδοι της ιστορικής προόδου, που μπορεί κανείς να διαλέξει μέσα στο μπουφέ της ιστορίας, όπως θα διάλεγε τα κρύα και τα ζεστά λουκάνικα. Αλλά διαφορετικές στιγμές στην εξέλιξη της ταξικής κοινωνίας που αλληλοκαθορίζονται και αλληλοσυμπληρώνονται, αλλά και που αποκλείουν συγχρόνως η μία την άλλη, όπως πχ ο βόρειος κι ο νότιος πόλος, η μπουρζουαζία και το προλεταριάτο.
Σε κάθε εποχή η εκάστοτε νομοθεσία είναι ένα προϊόν της επανάστασης. Ενώ η επανάσταση είναι μια πολιτική δημιουργική πράξη της ταξικής ιστορίας, η νομοθεσία είναι η πολιτική συνέχεια της ζωής της κοινωνίας. Η νομοθετική μεταρρυθμιστική εργασία δεν περικλείει μέσα της μια δική της ανεξάρτητη από την επανάσταση κινητήρια δύναμη. Κινείται μέσα σε κάθε ιστορική περίοδο αποκλειστικά πάνω στη γραμμή της προηγηθείσας ανατροπής και μόνο εφόσον υφίσταται ακόμα η ώθηση που της έδωσε αυτή η ανατροπή. Ή για να είμαστε πιο συγκεκριμένοι, κινείται μόνο μέσα στα πλαίσια της κοινωνικής μορφής που έφερε στο φως της μέρας η επανάσταση. Αυτή ακριβώς είναι η ουσία του ζητήματος.
Είναι βασικά εσφαλμένο κι αντι-ιστορικό να θεωρούμε τη νομοθετική μεταρρυθμιστική εργασία σαν διαπλάτυνση της επανάστασης και την επανάσταση σαν επιτάχυνση της μεταρρύθμισης. Μια κοινωνική ανατροπή και μια νομοθετική μεταρρύθμιση είναι δυο διαφορετικές στιγμές, όχι από την άποψη της χρονικής τους διάρκειας, αλλά από την άποψη του ουσιαστικού τους περιεχομένου. Όλο το μυστικό των ιστορικών ανατροπών μέσω της πολιτικής εξουσίας, έγκειται ακριβώς στη μεταβολή των απλών ποσοτικών μεταβολών σε μια καινούρια ποιότητα, συγκεκριμένα: στη μετάβαση από μια ιστορική περίοδο, από μια κοινωνική μορφή, σε μια άλλη.
Γι’ αυτό όποιος κηρύσσεται υπέρ της κοινωνικής μεταρρύθμισης σε αντικατάσταση και σε αντίθεση με την κατάληψη της πολιτικής εξουσίας και της κοινωνικής επανάστασης, δεν επιλέγει στην πραγματικότητα έναν πιο ήρεμο, πιο ασφαλή και βραδύ δρόμο προς τον ίδιο σκοπό, αλλά ένα διαφορετικό σκοπό.
Η δημοκρατία είναι απαραίτητη όχι γιατί καθιστά περιττή την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας από το προλεταριάτο, αλλά γιατί αντίθετα την καθιστά αναγκαία και μοναδικά πραγματοποιήσιμη. Κι έτσι στον μπερνστάιν έπεσε η αποστολή να ανακηρύξει τον ορνιθώνα του αστικού κοινοβουλίου σαν το ενδεδειγμένο όργανο για την πραγματοποίηση της φοβερότερης κοσμοϊστορικής ανατροπής: το πέρασμα της κοινωνίας από την καπιταλιστική στη σοσιαλιστική μορφή.
Είναι μεγάλος ο πειρασμός να πω ενδιάμεσα τα δικά μου: σχόλια κι ερμηνείες. Σκόπιμα όμως τα παραθέτω έτσι, για να βγάλει ο καθένας το δικό του συμπέρασμα και να διαλέξει τη φράση που το στηρίζει, σαν κρύο ή ζεστό λουκάνικο, από το μπουφέ της ρόζας. Όπως λένε, περί ορέξεως λουκανικόπιτα. Ή όπως αλλιώς λέγεται στας αθήνας τέλος πάντων.
Πάμε τώρα και σε μια εκλαϊκευτική εκδοχή του αλτουσεριανού αντάρτη γιώργου αλεξάτου, από το τελευταίο του μυθιστόρημα εναλλακτικής ιστορίας, πλατεία μπελογιάννη (εκδόσεις κψμ). Φανταστικός διάλογος-αχτιφάρισμα από οργανωμένο κομμουνιστή σε νεολαίο.
Δεν πρόκειται να το δεχτούν. Δε θα το κάνουν. Εμείς όμως θα το ζητάμε. Κι έτσι θα πιέζουμε. Κάποια μικρά μπορεί να γίνουν κάτω από λαϊκή πίεση. Τα άλλα δε γίνονται.
Να σου πω και κάτι που αποτελεί τη βάση της πολιτικής σκέψης ενός επαναστάτη. Εμείς επιδιώκουμε αλλαγές που σε πολλούς φαντάζουν απραγματοποίητες. Ο πολύς κόσμος δε μπορεί εύκολα να φανταστεί πως θα υπάρξει κομμουνισμός. Παλιότερα, μέχρι το 1917, δε μπορούσε να φανταστεί πως θα γινόταν σοσιαλιστική επανάσταση και θα νικούσε. Ακόμα παλιότερα, δε μπορούσε να φανταστεί πως θα μπορούσαν οι αμόρφωτοι εργάτες να φτιάξουν συνδικάτα, εργατικά κόμματα και να αγωνιστούν για τα δικά τους συμφέροντα. Ο ρεφορμισμός είναι αυτή ακριβώς η έλλειψη πίστης στη δυνατότητα να πραγματοποιηθούν τα μεγάλα όνειρα. Κι ο ρεφορμισμός είναι πιο εύκολο να πείσει, όσο τα πράγματα μένουνε στάσιμα.
Αύριο μεγαλώνοντας θα μπεις και στο σωματείο σου. Ποια είναι η ρεφορμιστική πολιτική στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα; Το να διεκδικείς μόνο μέχρι εκεί που είσαι σίγουρος πως θα υποχωρήσει η εργοδοσία. Ποια είναι η επαναστατική γραμμή; Το να διεκδικείς, μέχρι εκεί που μπορούν να δώσουν τον αγώνα οι εργάτες. Κι αυτό θα το κρίνεις βλέποντας τις διαθέσεις τους, έχοντας στενή σχέση μαζί τους, όντας σάρκα από τη σάρκα τους. Αν αδιαφορήσεις για τις διαθέσεις τους και προτείνεις αυτά που εσύ φαντάζεσαι σαν επαναστατικά, απλώς γίνεσαι αριστεριστής και ξεκόβεσαι απ’ την τάξη.
Ποια θα ήταν μια συνεπής ρεφορμιστική πολιτική για την επανάσταση; Να μη μιλάμε γι’ αυτήν, γιατί δεν πρόκειται να γίνει. Να κοιτάμε μπας και πετύχουμε τίποτα μικροβελτιώσεις κι αργότερα βλέπουμε. Τι λέμε εμείς; Οι όποιες μικροβελτιώσεις είναι καλές και τις διεκδικούμε. Ακόμα και τις πιο ασήμαντες. Δεν έχουμε όμως καμιά αυταπάτη, πως μέσα απ’ αυτές θα προκύψει κάτι σημαντικό. Προτείνουμε λοιπόν μια πολιτική που ο κόσμος τη βλέπει σα ρεαλιστική. Συσπειρώνοντας τον κόσμο σε αυτή τη βάση, συγκροτούμε ένα μαζικό, λαϊκό κίνημα, που η δυναμική της ανάπτυξής του θα του επιτρέψει να ξεπεράσει και τις όποιες αυταπάτες του. Τότε, στην κρίσιμη στιγμή, ο στόχος εμφανίζεται στο προσκήνιο με τους πραγματικούς όρους επίτευξής του.
Οι κομμουνιστές υποστηρίζουμε τις μεταρρυθμίσεις γιατί ενδιαφερόμαστε να καλυτερεύει η ζωή του λαού, αλλά και γιατί ο κόσμος πείθεται μέσα από μικρές νίκες πως μπορεί να πετύχει και μεγαλύτερες. Σε αυτές τις μεγαλύτερες στοχεύουμε κι αυτές προετοιμάζουμε. Οι ρεφορμιστές αντίθετα μιλάνε για μεταρρυθμίσεις κι όταν τις πετυχαίνουν μέσα από χίλιες-μύριες επιφυλάξεις, αρκούνται σε αυτές. Ο κόσμος τότε μαθαίνει να μη διεκδικεί τα μεγάλα, μαθαίνει να αρκείται στα λίγα, δε μαθαίνει να εμπιστεύεται τις ίδιες του τις δυνάμεις.
Υπάρχουν βέβαια κι οι υπερεπαναστάτες, οι αριστεριστές. Αυτοί υποτιμούν τους αγώνες για τα μικρά, γιατί θεωρούν πως αποπροσανατολίζουν τον κόσμο. Αυτοί νομίζουν πως μπορεί ο κόσμος να ζητήσει τα μεγάλα, χωρίς να έχει περάσει απ’ το σχολείο των αγώνων για τα μικρά τα καθημερινά.
Το απόσπασμα είναι ελάχιστα παραλλαγμένο για να βγαίνει νόημα χωρίς τα συμφραζόμενα του μυθιστορήματος από το υπόλοιπο βιβλίο.
Καλά τα λέει, αλλά δεν τα κάνουν. Ή μήπως τα κάνουν; Είναι ένα ζήτημα πού ακριβώς θα κατέτασσε ο ίδιος με βάση τα παραπάνω τον χώρο του (συνιστώσα της ανταρσύα).
Αλλά αυτό μπορεί να το σκεφτεί ο καθένας μας ξεχωριστά –δουλειά για το σπίτι- και να το συζητήσουμε στα σχόλια, γιατί το εισηγητικό κείμενο έχει ήδη ξεφύγει σε μέγεθος.
Ετικέτες
μίσσιος,
μπερνστάιν,
ρόζα,
τακτική,
τσιτάτα
Τετάρτη 12 Ιανουαρίου 2011
Καρφί και πρόκα
Πριν ξεκινήστε το κείμενο, πάρτε μια σακούλα για τον εμετό, μπορεί να χρειαστεί. Το βιβλίο που θα μας απασχολήσει έχει τίτλο: «ποιος σκότωσε το νίκο τεμπονέρα»; Το χρονικό ενός προσχεδιασμένου πολιτικού γκλήματος και μιας προαποφασισμένης ποινικής καταδίκης. Συγγραφέας είναι ο μιχάλης αρβανίτης, συνήγορος υπεράσπισης του καλαμπόκα.
Στο εκδοτικό σημείωμα ο ιωάν. γιαννάκενας μας λέει:
Η περίπτωση του γιάννη καλαμπόκα είναι μια κλασική περίπτωση σκηνοθετημένου ενόχου. Είναι ο μπροστάρης, ο αγωνιστής της πρώτης γραμμής, που ενοχλεί αφάνταστα το «προοδευτικό» και σοσιαλ-κομμουνιστικό κατεστημένο. Διότι δεν τους φοβάται και λέει ελεύθερα τις ιδέες του και διότι είναι ένα λαϊκό παιδί.
Αυτό το λαϊκό παιδί λοιπόν κλήθηκε να σηκώσει το σταυρό του μαρτυρίου, μας λέει ο αρβανίτης και τον παρομοιάζει με τον ιησού. Η παράσταση είχε γραμματείς, φαρισαίους, όχλο, ψευδομάρτυρες ιούδα κι έναν πιλάτο που είναι ο μητσοτάκης. Η σειρά των πράξεων ίδια: η συνωμοσία, η σύλληψη, η δίκη, η διαπόμπευση κι η σταύρωση.
Ποια είναι η δική του εκδοχή για τα γεγονότα;
Ο θάνατος του τεμπονέρα –που δεν ήταν ακαριαίος- προκλήθηκε την ώρα που βρισκόταν σε εξέλιξη μανιασμένη επίθεση εκατοντάδων υποκινούμενων «δημοκρατικών» πολιτών με σκοπό τη βία εκδίωξη απ’ το προαύλιο των σχολείων μια ομάδας νεαρών της τοπικής νεολαίας της δεξιάς που ‘χαν παγιδευτεί μέσα σε αυτό κι ενώ επιχειρούσαν εκδήλωση αποδοκιμασίας των μαθητικών καταλήψεων κάνοντας ταυτόχρονα και τη σχετική αφισοκόλληση.
Ακροκουκουέδες και συνοδοιπόροι ζαλισμένοι από το αναπάντεχο λαχείο που τους έπεσε προσπαθούσαν να βρουν τον επικερδέστερο τρόπο για να το εξαργυρώσουν. Είχε χρόνια να τους στέρξει ένας λαμπράκης ή ένας πέτρουλας (σσ: με πέτρουλα, λαμπράκη μας οδηγεί).
Σαν πιο βολικός και κερδοφόρος κατά πως ήταν φυσικό τους γυάλιζε ο γιάννης καλαμπόκας γιατί και δημοτικός σύμβουλος της δεξιάς ήταν και πρόεδρος της τοπικής νεολαίας και προγραμμένο αγκάθι μες στο μάτι τους. Οι συντροφοσυνοδοιπόροι δίκασαν και καταδίκασαν αμετάκλητα τον καλαμπόκα για το φόνο του ακροκουκουέ καθηγητή. Κρυβόταν κι ετοιμαζόταν να απολογηθεί για το έγκλημά του να είναι δεξιός κι όχι αριστερός ή συνοδοιπόρος-προοδευτικός.
Εισαγωγικά εκθέτει τη γενική κατάσταση στην ελλάδα εκείνου του χρόνου και φροντίζει να μας δώσει πειστήρια για το πολιτικό του ποιόν για να μη μας μείνει καμία αμφιβολία.
Καταλήψεις. Νέο φρούτο απ’ το μπαξέ της συντροφοσυνοδοιπορίας. (...) Καταργούν τα αρχαία ελληνικά και την καθαρεύουσα στις δημόσιες υπηρεσίες (κάτι που δεν τον εμποδίζει να μας πετάξει ένα ωραιότατο, στις μιάμιση, μερικές σελίδες μετά).
Η αστυνόμευση θεωρείται μέτρο αντιδημοκρατικό και φασιστικό. Γι’ αυτό η διαλυμένη αστυνομία δεν αστυνομεύει, αλλά συνδικαλίζεται. Τα τάγματα εθνοφυλακής διαλυμένα κι αυτά για να μπαίνουν οι σκύλοι μες στο ξέφραγο αμπέλι. (σσ: ενώ τώρα ευτυχώς οι συνοδοιπόροι βάζουν φράχτη).
Στη νδ τη βγαίνει από τα δεξιά από θέσεις ιδεολογικής καθαρότητας και συνέπειας στην αίσθηση του καλτ.
Το ρόλο του υπουργού παιδείας διορίστηκε για να παίξει ένα θλιβερό ανδρείκελο. Το μόνο που καταφέρνει είναι το τίποτα κι η συντήρηση του χάους. Χορεύει στο ρυθμό που παίζουν τα όργανα του συντροφο-σοσιαλιστικού κατεστημένου που προετοίμασε στρώνοντας χαλί ο κερκυραίος κερένσκυ με τη γαλλική προφορά. Όμως κι αυτός, όπως και τόσοι άλλοι προδότες της παράταξης και της ιστορίας της, οπορτουνιστής κι αμοραλιστής απ’ τη φύση του, σκεφτόταν μόνο πώς θα δώσει εξετάσεις στον προοδευτικό χώρο, ώστε να αυτομολήσει την κατάλληλη στιγμή ως οψιμοδημοκράτης, με το αζημίωτο βέβαια.
Για όσους δε θυμούνται ή δεν κατάλαβαν εννοεί τον κοντογιαννόπουλο που λίγα χρόνια μετά μεταπήδησε στο πασόκ. Κερκυραίος κερένσκι με γαλλική προφορά είναι ο γέωγιος γάλλης που κατάργησε την καθαρεύουσα κι έγινε και πρωθυπουργός. Μετά μπαίνουν στο στόχαστρο κι οι υπόλοιποι.
Μάχιμος μπροστάρης ο χαρισματικός νοσοκόμος του αμερικανικού ναυτικού που ξαναγύρισε στην ελλάδα για να την εκδικηθεί. Ανάμεσά τους ο σ-ερέ-ος τριανταφυλλίδης που ανακάλυψε την ευρώπη! Μόνο που τώρα δεν κράταγε γκλίτσα, αλλά μπαστούνι του γκολφ. Ο λαός του έδωσε την κυβέρνηση του τόπου νομίζοντάς τον δεξιό! Αλλά ήταν μακριά νυχτωμένος κι εξαπατημένος.
Δεν αναφέρεται στη σοσιαλ-μανία αλλά στη νομιμοποίηση του κόμματος του εγκλήματος και της προδοσίας).
Κι ακολουθούν οι πρωταγωνιστές τοπικής εμβέλειας.
Ο συντροφο-συνοδοιπόρος δήμαρχος που μπήκε πριν τα γεγονότα στο βουδ (σχολικό συγκρότημα) είδε τον καλαμπόκα και του είπε: τι θες εσύ εδώ; -Ό,τι κι εσείς κύριε δήμαρχε. Βγαίνοντας έδωσε στους δικούς του το σύνθημα: καμιά εικοσαριά είναι, μπείτε μέσα και λιώστε τους.
Η σουσουδομποβαρίζουσα προεδρίνα της ελμε που συντόνιζε την επιχείρηση. Βγήκε στον τοπικό ραδιοφωνικό σταθμό για να δώσει εντολές στον όχλο να μαζευτεί έξω από το σχολείο. Και στη δίκη κατέθεσε ότι ο τεμπονέρας δέχτηκε χτυπήματα με ένα λοστό (σκύλλα). Ακόμα κι αυτό είδε η πράσινη η σκύλα που έλειπε την ώρα των γεγονότων, αλλά είχε σκονάκι.
Η τοπική νοδε που είχε σύσκεψη κι άφησε τους νεολαίους της αντιμέτωπους με τον όχλο. Αργότερα βρήκαν μια καλή ευκαιρία να πιάσουν με ένα σμπάρο δυο τριγόνια. Θυσίασαν τον καλαμπόκα ως αποδιοπομπαίο τράγο για να ξεφορτωθούν έναν ικανό ανταγωνιστή. Τάδε έφη αρβανίτης.
Ένας απ’ τους μαθητές του σχολείου, δημοκρατουράκι καταληψίας, που στο εξής αναφέρεται ως ο δεκαπενταμελές.
Μάρτυρες που κατέθεσαν ότι είδαν τον καλαμπόκα να χτυπάει τον τεμπονέρα κι ο αρβανίτης τους λέει ψευδομάρτυρες γιατί άργησαν να δώσουν κατάθεση και τα θυμήθηκαν εκ των υστέρων, που έπεσε σύρμα, υποπίπτοντας συνάμα σε πολλές αντιφάσεις.
Ο μαγκάκης που ορίστηκε πολιτική αγωγή κατά των καλαμπόκα-μαραγκού και σπίνου. Ο γνωστός λαλίστατος μεγαλέμπορος δημοκρατικών κι αντιστασιακών προϊόντων που ξέχασε τι είχε γράψει το 89 στο υπόμνημά του προς τον αρχηγό, το ναύτη τον αμερικάνο: "το πασοκ ευθύνεται για δημιουργία παρακράτους, εισαγωγή βίας και τραμπουκισμού στην πολιτική ζωή και τον εκχυδαϊσμό της".
Αυτός ο μασκαράς ήρθε στο δικαστήριο ένα χρόνο μετά κι αερολόγησε για δεξιούς τραμπούκους καταπίνοντας όσα είχε ξεράσει στα μούτρα του πασοκ.
Και καταλήγει:
Ε λοιπόν ναι! Πολιτικό έγκλημα ήταν αλλά απ την πλευρά τους. Αυτοί ήταν πολιτικοί εγκληματίες που το προκάλεσαν με μια σειρά εγκληματικών πράξεων, έχοντας ανέλπιστα για συνεργούς τα ανεύθυνα κι ασυνείδητα ανθρωπάκια της νομαρχιακής διοίκησης του κόμματος της δεξιάς που συντέλεσαν έμμεσα με την εγκληματική τους παράλειψη.
Από το παραλήρημα δε γλιτώνει ούτε ο δολοφονημένος τεμπονέρας. Ο ακροκουκουές καθηγητής που αποσπάστηκε από την κόρινθο, γιατί η εργατούπολη της πάτρας παρουσίαζε μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Πίστευε στον πατερούλη στάλιν και τον είχε πρότυπο, όπως άλλωστε όλοι οι κουκουέδες, ακραίοι και μη (!).
Την ίδια στιγμή στον τύπο είχαμε θρήνους κι οδυρμούς για τη βαρυπενθούσα χήρα που τα τελευταία δύο χρόνια της διάστασης μόνο στο δικαστήριο έβλεπε τον τεμπονέρα.
Το σύντροφο με το μουστάκι τον ξαναπιάνει σε ένα ακόμα σημείο.
Και στη δημοκρατία της σοβιετίας ακόμα, του πατερούλη στάλιν, κρατούσαν τα προσχήματα και μετά την κατηγορία καλούσαν το θύμα σε απολογία ή το υποχρέωναν σε ομολογία πριν να το σκοτώσουν.
Ακόμα και κείνο το γεωργιανό ανθρωπόμορφο τέρας, αν ζούσε θα τους σιχαινότανε. Ο καλαμπόκας ήταν ήδη καταδικασμένος.
Επιστροφή στη ροή των γεγονότων, έξω από το σχολικό συγκρότημα του βουδ.
Ο ντοπαρισμένος όχλος φωνάζει: θάνατος στους φασίστες, το πασόκ είναι εδώ ενωμένο δυνατό. Οι πραιτοριανοί (sic) του τεμπονέρα ήταν πεντακόσια άτομα όχλος. Αναλογία ένας προς εικοσιπέντε σε σχέση με τους νεολαίους της δεξιάς.
Η συντροφοσυνοδοιπορία με το σύμπλεγμα του περιθωριακού προχωράει σε συλλ-αλητήρια και πολιτική εκμετάλλευση για να μη σταματήσουν οι καταλήψεις. Ομάδες κρούσης του όχλου κάνουν επίδειξη φιλειρηνισμού εκτοξεύοντας μολότοφ. Η αστυνομία απαντάει με δακρυγόνα και πλαστικές σφαίρες (!). Στην αθήνα ωστόσο παρά τις συγκρούσεις και τα επεισόδια η κυβέρνηση απλά παρατηρεί και δημοκρατουρεί.
Εν τω μεταξύ τα εξάρχεια απαξιοί να τα γράψει με κεφαλαίο έψιλον. Και μάλλον δεν το κάνει από άποψη όπως η κε του μπλοκ με τοπωνύμια και κύρια ονόματα.
Το επόμενο μεσημέρι έγινε η κηδεία στο β’ νεκροταφείο.
Σύντροφοι και συνοδοιπόροι σύσσωμοι στην κηδεία. Ανάμεσά τους κι ο βουλευτής της αντιπολίτευσης που έγινε πέντε χρόνια μετά πρωθυπουργός χωρίς να ‘χει αντίρρηση βέβαια η 17Ν (το σημίτη εννοεί). Κόκκινο πανί με κίτρινα γράμματα (ΕΑΜ) σκέπαζε το φέρετρο. Ο πατέρας του νεκρού άγνωστης… εθνικότητας, ξέσπασε κατά των ελλήνων φωνάζοντας με οργή κι αγανάχτηση: άτιμοι έλληνες!
Διαβάστηκε και ψήφισμα του συλλόγου κληρικών. Στη νεκρώσιμη ακολουθία συμμετείχαν τουλάχιστον τριάντα παπάδες στο πένθος της συντροφο-συνοδοιπορίας. Οι λειτουργοί του χριστού τιμούσαν το λειτουργό του στάλιν με την άδεια ή την εντολή του μασόνου δεσπότη τους.
Έξω απ’ τη μητρόπολη η μπάντα του δήμου πάτρας παιάνιζε συντροφο-αντιστασιακούς ύμνους και τον εθνικό(!) μας ύμνο. Ο φανατισμένος όχλος κροτάλιζε αδιάκοπα αντιδεξιά συνθήματα. Τα στεφάνια που ‘στειλε η κυβέρνηση του κρητικού πιλάτου ποδοπατήθηκαν από τον όχλο. Την ίδια τύχη θα είχε παραλίγο κι η υφυπουργός της κυβέρνησης. Τη γλίτωσε φτηνά, τελευταία στιγμή με σπρωξιές και μερικές καρέκλες από το μαινόμενο όχλο με τη δημοκρατική ευαισθησία.
Τραγούδι για τον τεμπονέρα όμως δεν έχουν για να τραγουδήσουν. Ο μίκης θεοδωράκης, συμμέτοχος τώρα στην κυβέρνηση του κρητικού πιλάτου, δε φτιάχνει πια τραγούδια για τα γελαστά παιδιά.
Είπε πολλά εμετικά, αλλά αυτό το τελευταίο ήταν μαχαιριά στην καρδιά, γιατί είναι αλήθεια.
Στη συνέχεια μας λέει για κρίστελ νάχτεν (νύχτα των κρυστάλλων). Ειρωνεύεται το σύνθημα όχι στο φασισμό (εννούν στον μαύρο ή στον κόκκινο;).
Λέει ότι ο καλαμπόκας έκανε απεργία πείνας στη φυλακή γιατί τον έπνιγε το δίκιο του. Ότι το μοιραίο χτύπημα στον τεμπονέρα ήρθε από πίσω, άρα πρέπει να του το έδωσαν κατά λάθος οι δικοί του. Μετά όμως λέει ότι τον τεμπονέρα τον χτύπησε ο μαραγκός (ουραγκοτάγκος). Κι ότι τον είδε ο σπίνος, αλλά δεν το κατέθεσε, ούτε τον μαρτύρησε στη συνέχεια (το τελευταίο κατόπιν παρότρυνσης του καλαμπόκα). Αλλά φτάνει ως εδώ. Πήραμε μια γερή γεύση από γραφικά εμέσματα.
Η ανάρτηση αυτή έχει το εξής νόημα σύντροφε αναγνώστη. Αν πετύχεις αυτό το βιβλίο μην γελαστείς από τον τίτλο και το κοκκινόμαυρο εξώφυλλο. Κάνε τουλάχιστον τον κόπο να δεις τον υπότιτλο με το πολυτονικό και το όνομα του εκδοτικού. Είναι αρκετά για να υποψιαστείς.
Και σε ένα δεύτερο επίπεδο μπαίνει για να θυμηθούμε σε ποιους απευθύνεται το σύνθημα στον τίτλο του κειμένου. Αν και προτιμάμε το άλλο με τον πέτρουλα και το λαμπράκη.
Υστερόγραφο: σήμερα είναι κι η επέτειος του θανάτου του πατρός γράψα. Σκεφτόμουν να βάλω ένα παλιό του κείμενο του 92’ με τίτλο οργάνωση-μέτωπο-κίνημα που πιάνει γενικά και το υποκείμενο –το θέμα που θα απασχολήσει ένα από τα σώματα της σοβαρής συνιστώσας μες στον χρόνο -βασικά όποτε καταστεί δυνατόν να μαζευτούν ως σωματίδια σε πυρήνα.
Αλλά εκτός του ότι ήταν λίγο βαρύ, είδα ότι με έχουν προλάβει τα χρονικά του περιθωρίου που το ανέβασαν προ διετίας: http://historiasmarginales.wordpress.com/2009/02/20/epanastatiko_ipokeimeno/
Αυτό που με απογοήτευσε στον κύκλο μου ήταν ότι ελάχιστοι δικοί τους γνώριζαν τη σύγκληση αυτού του σώματος κι ακόμα λιγότεροι την ύπαρξη αυτού του κειμένου.
Στην επόμενη επέτειο μπορεί να επανέρθουμε με καλύτερο υλικό.
Στο εκδοτικό σημείωμα ο ιωάν. γιαννάκενας μας λέει:
Η περίπτωση του γιάννη καλαμπόκα είναι μια κλασική περίπτωση σκηνοθετημένου ενόχου. Είναι ο μπροστάρης, ο αγωνιστής της πρώτης γραμμής, που ενοχλεί αφάνταστα το «προοδευτικό» και σοσιαλ-κομμουνιστικό κατεστημένο. Διότι δεν τους φοβάται και λέει ελεύθερα τις ιδέες του και διότι είναι ένα λαϊκό παιδί.
Αυτό το λαϊκό παιδί λοιπόν κλήθηκε να σηκώσει το σταυρό του μαρτυρίου, μας λέει ο αρβανίτης και τον παρομοιάζει με τον ιησού. Η παράσταση είχε γραμματείς, φαρισαίους, όχλο, ψευδομάρτυρες ιούδα κι έναν πιλάτο που είναι ο μητσοτάκης. Η σειρά των πράξεων ίδια: η συνωμοσία, η σύλληψη, η δίκη, η διαπόμπευση κι η σταύρωση.
Ποια είναι η δική του εκδοχή για τα γεγονότα;
Ο θάνατος του τεμπονέρα –που δεν ήταν ακαριαίος- προκλήθηκε την ώρα που βρισκόταν σε εξέλιξη μανιασμένη επίθεση εκατοντάδων υποκινούμενων «δημοκρατικών» πολιτών με σκοπό τη βία εκδίωξη απ’ το προαύλιο των σχολείων μια ομάδας νεαρών της τοπικής νεολαίας της δεξιάς που ‘χαν παγιδευτεί μέσα σε αυτό κι ενώ επιχειρούσαν εκδήλωση αποδοκιμασίας των μαθητικών καταλήψεων κάνοντας ταυτόχρονα και τη σχετική αφισοκόλληση.
Ακροκουκουέδες και συνοδοιπόροι ζαλισμένοι από το αναπάντεχο λαχείο που τους έπεσε προσπαθούσαν να βρουν τον επικερδέστερο τρόπο για να το εξαργυρώσουν. Είχε χρόνια να τους στέρξει ένας λαμπράκης ή ένας πέτρουλας (σσ: με πέτρουλα, λαμπράκη μας οδηγεί).
Σαν πιο βολικός και κερδοφόρος κατά πως ήταν φυσικό τους γυάλιζε ο γιάννης καλαμπόκας γιατί και δημοτικός σύμβουλος της δεξιάς ήταν και πρόεδρος της τοπικής νεολαίας και προγραμμένο αγκάθι μες στο μάτι τους. Οι συντροφοσυνοδοιπόροι δίκασαν και καταδίκασαν αμετάκλητα τον καλαμπόκα για το φόνο του ακροκουκουέ καθηγητή. Κρυβόταν κι ετοιμαζόταν να απολογηθεί για το έγκλημά του να είναι δεξιός κι όχι αριστερός ή συνοδοιπόρος-προοδευτικός.
Εισαγωγικά εκθέτει τη γενική κατάσταση στην ελλάδα εκείνου του χρόνου και φροντίζει να μας δώσει πειστήρια για το πολιτικό του ποιόν για να μη μας μείνει καμία αμφιβολία.
Καταλήψεις. Νέο φρούτο απ’ το μπαξέ της συντροφοσυνοδοιπορίας. (...) Καταργούν τα αρχαία ελληνικά και την καθαρεύουσα στις δημόσιες υπηρεσίες (κάτι που δεν τον εμποδίζει να μας πετάξει ένα ωραιότατο, στις μιάμιση, μερικές σελίδες μετά).
Η αστυνόμευση θεωρείται μέτρο αντιδημοκρατικό και φασιστικό. Γι’ αυτό η διαλυμένη αστυνομία δεν αστυνομεύει, αλλά συνδικαλίζεται. Τα τάγματα εθνοφυλακής διαλυμένα κι αυτά για να μπαίνουν οι σκύλοι μες στο ξέφραγο αμπέλι. (σσ: ενώ τώρα ευτυχώς οι συνοδοιπόροι βάζουν φράχτη).
Στη νδ τη βγαίνει από τα δεξιά από θέσεις ιδεολογικής καθαρότητας και συνέπειας στην αίσθηση του καλτ.
Το ρόλο του υπουργού παιδείας διορίστηκε για να παίξει ένα θλιβερό ανδρείκελο. Το μόνο που καταφέρνει είναι το τίποτα κι η συντήρηση του χάους. Χορεύει στο ρυθμό που παίζουν τα όργανα του συντροφο-σοσιαλιστικού κατεστημένου που προετοίμασε στρώνοντας χαλί ο κερκυραίος κερένσκυ με τη γαλλική προφορά. Όμως κι αυτός, όπως και τόσοι άλλοι προδότες της παράταξης και της ιστορίας της, οπορτουνιστής κι αμοραλιστής απ’ τη φύση του, σκεφτόταν μόνο πώς θα δώσει εξετάσεις στον προοδευτικό χώρο, ώστε να αυτομολήσει την κατάλληλη στιγμή ως οψιμοδημοκράτης, με το αζημίωτο βέβαια.
Για όσους δε θυμούνται ή δεν κατάλαβαν εννοεί τον κοντογιαννόπουλο που λίγα χρόνια μετά μεταπήδησε στο πασόκ. Κερκυραίος κερένσκι με γαλλική προφορά είναι ο γέωγιος γάλλης που κατάργησε την καθαρεύουσα κι έγινε και πρωθυπουργός. Μετά μπαίνουν στο στόχαστρο κι οι υπόλοιποι.
Μάχιμος μπροστάρης ο χαρισματικός νοσοκόμος του αμερικανικού ναυτικού που ξαναγύρισε στην ελλάδα για να την εκδικηθεί. Ανάμεσά τους ο σ-ερέ-ος τριανταφυλλίδης που ανακάλυψε την ευρώπη! Μόνο που τώρα δεν κράταγε γκλίτσα, αλλά μπαστούνι του γκολφ. Ο λαός του έδωσε την κυβέρνηση του τόπου νομίζοντάς τον δεξιό! Αλλά ήταν μακριά νυχτωμένος κι εξαπατημένος.
Δεν αναφέρεται στη σοσιαλ-μανία αλλά στη νομιμοποίηση του κόμματος του εγκλήματος και της προδοσίας).
Κι ακολουθούν οι πρωταγωνιστές τοπικής εμβέλειας.
Ο συντροφο-συνοδοιπόρος δήμαρχος που μπήκε πριν τα γεγονότα στο βουδ (σχολικό συγκρότημα) είδε τον καλαμπόκα και του είπε: τι θες εσύ εδώ; -Ό,τι κι εσείς κύριε δήμαρχε. Βγαίνοντας έδωσε στους δικούς του το σύνθημα: καμιά εικοσαριά είναι, μπείτε μέσα και λιώστε τους.
Η σουσουδομποβαρίζουσα προεδρίνα της ελμε που συντόνιζε την επιχείρηση. Βγήκε στον τοπικό ραδιοφωνικό σταθμό για να δώσει εντολές στον όχλο να μαζευτεί έξω από το σχολείο. Και στη δίκη κατέθεσε ότι ο τεμπονέρας δέχτηκε χτυπήματα με ένα λοστό (σκύλλα). Ακόμα κι αυτό είδε η πράσινη η σκύλα που έλειπε την ώρα των γεγονότων, αλλά είχε σκονάκι.
Η τοπική νοδε που είχε σύσκεψη κι άφησε τους νεολαίους της αντιμέτωπους με τον όχλο. Αργότερα βρήκαν μια καλή ευκαιρία να πιάσουν με ένα σμπάρο δυο τριγόνια. Θυσίασαν τον καλαμπόκα ως αποδιοπομπαίο τράγο για να ξεφορτωθούν έναν ικανό ανταγωνιστή. Τάδε έφη αρβανίτης.
Ένας απ’ τους μαθητές του σχολείου, δημοκρατουράκι καταληψίας, που στο εξής αναφέρεται ως ο δεκαπενταμελές.
Μάρτυρες που κατέθεσαν ότι είδαν τον καλαμπόκα να χτυπάει τον τεμπονέρα κι ο αρβανίτης τους λέει ψευδομάρτυρες γιατί άργησαν να δώσουν κατάθεση και τα θυμήθηκαν εκ των υστέρων, που έπεσε σύρμα, υποπίπτοντας συνάμα σε πολλές αντιφάσεις.
Ο μαγκάκης που ορίστηκε πολιτική αγωγή κατά των καλαμπόκα-μαραγκού και σπίνου. Ο γνωστός λαλίστατος μεγαλέμπορος δημοκρατικών κι αντιστασιακών προϊόντων που ξέχασε τι είχε γράψει το 89 στο υπόμνημά του προς τον αρχηγό, το ναύτη τον αμερικάνο: "το πασοκ ευθύνεται για δημιουργία παρακράτους, εισαγωγή βίας και τραμπουκισμού στην πολιτική ζωή και τον εκχυδαϊσμό της".
Αυτός ο μασκαράς ήρθε στο δικαστήριο ένα χρόνο μετά κι αερολόγησε για δεξιούς τραμπούκους καταπίνοντας όσα είχε ξεράσει στα μούτρα του πασοκ.
Και καταλήγει:
Ε λοιπόν ναι! Πολιτικό έγκλημα ήταν αλλά απ την πλευρά τους. Αυτοί ήταν πολιτικοί εγκληματίες που το προκάλεσαν με μια σειρά εγκληματικών πράξεων, έχοντας ανέλπιστα για συνεργούς τα ανεύθυνα κι ασυνείδητα ανθρωπάκια της νομαρχιακής διοίκησης του κόμματος της δεξιάς που συντέλεσαν έμμεσα με την εγκληματική τους παράλειψη.
Από το παραλήρημα δε γλιτώνει ούτε ο δολοφονημένος τεμπονέρας. Ο ακροκουκουές καθηγητής που αποσπάστηκε από την κόρινθο, γιατί η εργατούπολη της πάτρας παρουσίαζε μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Πίστευε στον πατερούλη στάλιν και τον είχε πρότυπο, όπως άλλωστε όλοι οι κουκουέδες, ακραίοι και μη (!).
Την ίδια στιγμή στον τύπο είχαμε θρήνους κι οδυρμούς για τη βαρυπενθούσα χήρα που τα τελευταία δύο χρόνια της διάστασης μόνο στο δικαστήριο έβλεπε τον τεμπονέρα.
Το σύντροφο με το μουστάκι τον ξαναπιάνει σε ένα ακόμα σημείο.
Και στη δημοκρατία της σοβιετίας ακόμα, του πατερούλη στάλιν, κρατούσαν τα προσχήματα και μετά την κατηγορία καλούσαν το θύμα σε απολογία ή το υποχρέωναν σε ομολογία πριν να το σκοτώσουν.
Ακόμα και κείνο το γεωργιανό ανθρωπόμορφο τέρας, αν ζούσε θα τους σιχαινότανε. Ο καλαμπόκας ήταν ήδη καταδικασμένος.
Επιστροφή στη ροή των γεγονότων, έξω από το σχολικό συγκρότημα του βουδ.
Ο ντοπαρισμένος όχλος φωνάζει: θάνατος στους φασίστες, το πασόκ είναι εδώ ενωμένο δυνατό. Οι πραιτοριανοί (sic) του τεμπονέρα ήταν πεντακόσια άτομα όχλος. Αναλογία ένας προς εικοσιπέντε σε σχέση με τους νεολαίους της δεξιάς.
Η συντροφοσυνοδοιπορία με το σύμπλεγμα του περιθωριακού προχωράει σε συλλ-αλητήρια και πολιτική εκμετάλλευση για να μη σταματήσουν οι καταλήψεις. Ομάδες κρούσης του όχλου κάνουν επίδειξη φιλειρηνισμού εκτοξεύοντας μολότοφ. Η αστυνομία απαντάει με δακρυγόνα και πλαστικές σφαίρες (!). Στην αθήνα ωστόσο παρά τις συγκρούσεις και τα επεισόδια η κυβέρνηση απλά παρατηρεί και δημοκρατουρεί.
Εν τω μεταξύ τα εξάρχεια απαξιοί να τα γράψει με κεφαλαίο έψιλον. Και μάλλον δεν το κάνει από άποψη όπως η κε του μπλοκ με τοπωνύμια και κύρια ονόματα.
Το επόμενο μεσημέρι έγινε η κηδεία στο β’ νεκροταφείο.
Σύντροφοι και συνοδοιπόροι σύσσωμοι στην κηδεία. Ανάμεσά τους κι ο βουλευτής της αντιπολίτευσης που έγινε πέντε χρόνια μετά πρωθυπουργός χωρίς να ‘χει αντίρρηση βέβαια η 17Ν (το σημίτη εννοεί). Κόκκινο πανί με κίτρινα γράμματα (ΕΑΜ) σκέπαζε το φέρετρο. Ο πατέρας του νεκρού άγνωστης… εθνικότητας, ξέσπασε κατά των ελλήνων φωνάζοντας με οργή κι αγανάχτηση: άτιμοι έλληνες!
Διαβάστηκε και ψήφισμα του συλλόγου κληρικών. Στη νεκρώσιμη ακολουθία συμμετείχαν τουλάχιστον τριάντα παπάδες στο πένθος της συντροφο-συνοδοιπορίας. Οι λειτουργοί του χριστού τιμούσαν το λειτουργό του στάλιν με την άδεια ή την εντολή του μασόνου δεσπότη τους.
Έξω απ’ τη μητρόπολη η μπάντα του δήμου πάτρας παιάνιζε συντροφο-αντιστασιακούς ύμνους και τον εθνικό(!) μας ύμνο. Ο φανατισμένος όχλος κροτάλιζε αδιάκοπα αντιδεξιά συνθήματα. Τα στεφάνια που ‘στειλε η κυβέρνηση του κρητικού πιλάτου ποδοπατήθηκαν από τον όχλο. Την ίδια τύχη θα είχε παραλίγο κι η υφυπουργός της κυβέρνησης. Τη γλίτωσε φτηνά, τελευταία στιγμή με σπρωξιές και μερικές καρέκλες από το μαινόμενο όχλο με τη δημοκρατική ευαισθησία.
Τραγούδι για τον τεμπονέρα όμως δεν έχουν για να τραγουδήσουν. Ο μίκης θεοδωράκης, συμμέτοχος τώρα στην κυβέρνηση του κρητικού πιλάτου, δε φτιάχνει πια τραγούδια για τα γελαστά παιδιά.
Είπε πολλά εμετικά, αλλά αυτό το τελευταίο ήταν μαχαιριά στην καρδιά, γιατί είναι αλήθεια.
Στη συνέχεια μας λέει για κρίστελ νάχτεν (νύχτα των κρυστάλλων). Ειρωνεύεται το σύνθημα όχι στο φασισμό (εννούν στον μαύρο ή στον κόκκινο;).
Λέει ότι ο καλαμπόκας έκανε απεργία πείνας στη φυλακή γιατί τον έπνιγε το δίκιο του. Ότι το μοιραίο χτύπημα στον τεμπονέρα ήρθε από πίσω, άρα πρέπει να του το έδωσαν κατά λάθος οι δικοί του. Μετά όμως λέει ότι τον τεμπονέρα τον χτύπησε ο μαραγκός (ουραγκοτάγκος). Κι ότι τον είδε ο σπίνος, αλλά δεν το κατέθεσε, ούτε τον μαρτύρησε στη συνέχεια (το τελευταίο κατόπιν παρότρυνσης του καλαμπόκα). Αλλά φτάνει ως εδώ. Πήραμε μια γερή γεύση από γραφικά εμέσματα.
Η ανάρτηση αυτή έχει το εξής νόημα σύντροφε αναγνώστη. Αν πετύχεις αυτό το βιβλίο μην γελαστείς από τον τίτλο και το κοκκινόμαυρο εξώφυλλο. Κάνε τουλάχιστον τον κόπο να δεις τον υπότιτλο με το πολυτονικό και το όνομα του εκδοτικού. Είναι αρκετά για να υποψιαστείς.
Και σε ένα δεύτερο επίπεδο μπαίνει για να θυμηθούμε σε ποιους απευθύνεται το σύνθημα στον τίτλο του κειμένου. Αν και προτιμάμε το άλλο με τον πέτρουλα και το λαμπράκη.
Υστερόγραφο: σήμερα είναι κι η επέτειος του θανάτου του πατρός γράψα. Σκεφτόμουν να βάλω ένα παλιό του κείμενο του 92’ με τίτλο οργάνωση-μέτωπο-κίνημα που πιάνει γενικά και το υποκείμενο –το θέμα που θα απασχολήσει ένα από τα σώματα της σοβαρής συνιστώσας μες στον χρόνο -βασικά όποτε καταστεί δυνατόν να μαζευτούν ως σωματίδια σε πυρήνα.
Αλλά εκτός του ότι ήταν λίγο βαρύ, είδα ότι με έχουν προλάβει τα χρονικά του περιθωρίου που το ανέβασαν προ διετίας: http://historiasmarginales.wordpress.com/2009/02/20/epanastatiko_ipokeimeno/
Αυτό που με απογοήτευσε στον κύκλο μου ήταν ότι ελάχιστοι δικοί τους γνώριζαν τη σύγκληση αυτού του σώματος κι ακόμα λιγότεροι την ύπαρξη αυτού του κειμένου.
Στην επόμενη επέτειο μπορεί να επανέρθουμε με καλύτερο υλικό.
Ετικέτες
καλαμπόκας,
καλτεζάς,
κερένσκι,
μίκης,
στάλιν,
τεμπονέρας
Δευτέρα 10 Ιανουαρίου 2011
Παιδαγωγικό ποίημα μέρος Β’
(Συνέχεια από το προηγούμενο)
Ο τόσκα σολοβιόφ που συχνά τον φώναζαν αντόν σεμιόνοβιτς –ήμασταν και συνονόματοι- ήταν μόλις δέκα χρονών. Τον είχε βρει ο μπελούχιν στο δάσος μισοπεθαμένο απ’ την πείνα και με χαμένες τις αισθήσεις του. Ήρθε στην ουκρανία απ’ το κυβερνείο του σαράτοφ μαζί με τα γονικά του και στο δρόμο έχασε τη μάνα του. Το τι έγινε ύστερα δε θυμότανε να πει. Ο τόσκα είχε όμορφο και φωτεινό παιδικό πρόσωπο που πάντα ήτανε στραμμένο στον μπελούχιν. Καθώς φαίνεται ο τόσκα πέρασε τη σύντομη ζωή του χωρίς δυνατές εντυπώσεις και τον είχε αιχμαλωτίσει για πάντα αυτός ο σατιριστής των πάντων, που από το ίδιο το φυσικό του, δε φοβότανε τη ζωή κι ήξερε να εκτιμάει το καθετί στον κόσμο.
Ο τόσκα στέκεται πάνω απ’ το κεφάλι του μπελούχιν και τα μικρά ματάκια του αστράφτουν από αγάπη και θαυμασμό. Γελάει με ένα τσιριχτό εκρηκτικό γέλιο μικρού παιδιού:
-Μαύρη μαϊμού!
-Ο τόσκα μου θα γίνει λεβεντιά, λέει ο μπελούχιν, τραβώντας τον πίσω απ’ το κρεβάτι.
Ο τόσκα σκύβει σαστισμένος πάνω απ’ την κοιλιά του μπελούχιν που είναι σκεπασμένη με το πάπλωμα.
-Άκου τόσκα, να μη διαβάζεις βιβλία, όπως ο κόλκα, γιατί βλέπεις, αυτός έχασε ολότελα τα μυαλά του με δαύτα.
-Δε διαβάζει αυτός τα βιβλία, μα τα βιβλία τον διαβάζουν, είπε ο ζαντόροφ απ’ το διπλανό κρεβάτι.
Κάθομαι εκεί δίπλα παίζοντας σκάκι με τον καραμπάνοφ και σκέφτομαι: φαίνεται πως τούτοι εδώ ξέχασαν ότι έχουν τύφο.
-Ένας από σάς εκεί να φωνάξει την αικατερίνα γκρηγκόριεβνα. Η αικατερίνα γκρηγκόριεβνα έρχεται σαν οργισμένος άγγελος.
-Τι ευγένειες είναι αυτές; Τι θέλει και κλωθογυρίζει εδώ ο τόσκα; Είσαστε με τα καλά σας; Αυτό πια ξεπερνάει τα όρια!
Ο τόσκα ξεγλιστράει φοβισμένος απ’ το κρεβάτι και κάνει να φύγει. Ο καραμπάνοφ τον πιάνει απ’ το χέρι, πέφτει στα γόνατα και σέρνεται πανικόβλητος στη γωνιά παίρνοντας ένα βλακώδες ύφος.
-Και γω φοβάμαι…
Ο ζαντόροφ λέει βραχνά:
-Τόσκα πιάσε και τον αντόν σεμιόνοβιτς απ’ το χέρι. Τι τον παράτησες;
Η αικατερίνα γκρηγκόριεβνα κοιτάει ανήμπορη γύρω της αυτό το χαρούμενο τσούρμο.
-Το ίδιο ακριβώς όπως οι ζουλού.
-Ζουλού είναι αυτοί που περπατάνε χωρίς βρακιά και για φαΐ τρώνε τους γνωστούς τους, λέει σοβαρά ο μπελούχιν. Ζυγώνει ένας τέτοιος μια δεσποινίδα: επιτρέψτε μου να σας συνοδέψω. Αυτή βέβαια χαίρεται: «Μπα, γιατί να μπείτε σε κόπο, εγώ μόνη μου θα συνοδευτώ». «Καλέ, τι λέτε πώς είναι δυνατό, δε γίνεται μόνη σας». Την πάει λοιπόν ως το στενοσόκακο και την καταβροχθίζει. Και μάλιστα χωρίς μουστάρδα.
Από την πέρα γωνιά ακούγεται το τσιριχτό γέλιο του τόσκα.
Η αικατερίνα γκρηγκόριεβνα χαμογελάει κι αυτή:
-Εκεί τρώνε τις κοπέλες, ενώ εδώ επιτρέπουν στα μικρά παιδιά να πλησιάζουν τους αρρώστους από τύφο. Το ίδιο κάνει.
Ο βέρσνιεφ βρίσκει την ευκαιρία να εκδικηθεί τον μπελούχιν:
-Οι ζ-ζου-ζουλού δε-δεν τρώνε κ-κο-κοπέλες. Κι είναι πιο πο-πολιτισμένοι από σε-σένα. Θα τον κ-κο-κολλήσεις τον τα-το-τόσκα.
-Και σεις βέρσνιεφ, γιατί κάθεστε σε αυτό εκεί το κρεβάτι; Τον παρατηρεί η αικατερίνα γκρηγκόριεβνα. Φύγετε γρήγορα από εκεί!
Ο βέρσνιεφ αρχίζει αμήχανα να μαζεύει τα βιβλία του που είναι σκορπισμένα στο κρεβάτ του μπελούχιν. Μπαίνει στη μέση ο ζαντόροφ:
-Αυτός δεν είναι κοπέλα. Ο μπελούχιν δεν πρόκειται να τον μασουλήσει.
Ο τόσκα βρίσκεται κιόλας δίπλα στην αικατερίνα γκρηγκόριεβνα και λέει σα να το σκέφτεται σοβαρά:
-Ο ματβέι δε θα φάει τη μαύρη μαϊμού.
Ο βέρσνιεφ κουβαλάει κάτω απ’ τη μια μασχάλη του τα βιβλία και κάτω απ’ την άλλη τον τόσκα που κοιτάζει τα πόδια του και χαχανίζει. Κι όλο αυτό το κουβάρι σωριάζεται στο κρεβάτι του βέρσνιεφ στην πιο ακρινή γωνιά του θαλάμου.
Την άλλη μέρα το πρωί ένα βαθύ κάρο που έγινε σύμφωνα με το σχέδιο του καλίνα ιβάνοβιτς και μοιάζει κάπως με νεκρόκασα είναι γεμάτο. Τυλιγμένοι με τα παπλώματα κάθονται στο βάθος του κάρου οι άρρωστοι. Στην άκρη της νεκρόκασας έχει μπει μια σανίδα και κει στεκόμαστε εγώ κι ο μπράτσενκο. Έχω μια απαίσια διάθεση, γιατί προαισθάνομαι ότι θα επαναληφθεί η ίδια ανιαρή ιστορία, όπως και με τον βετκόφσκι. Και δεν είμαι καθόλου σίγουρος ότι τα παιδιά πάνε ακριβώς για να γιατρευτούν.
Ο οσάντσι κάθεται στο βάθος του κάρου και τραβάει σπασμωδικά το πάπλωμα στις πλάτες του. Απ’ το πάπλωμα ξεμυτίζει ένα κομμάτι γκριζόμαυρο βαμβάκι και στα πόδια μου βλέπω τη μια μπότα του οσάντσι, στραβή και καταξεσκισμένη. Ο μπελούχιν έριξε την κουβέρτα στο κεφάλι του, την έκανε τουρμπάνι και λέει:
-Ο κόσμος θα νομίζει πως περνάνε παπάδες. Πού τους πάνε τόσο πολλούς παπάδες;
Σ’ απάντηση ο ζαντόροφ χαμογελάει κι απ’ αυτό το χαμόγελο φαίνεται πως δεν είναι καλά.
Στο νοσοκομείο η ίδια κατάσταση. Βρίσκω τη νοσοκόμα που δουλεύει στο θάλαμο του κόστια. Με μεγάλη δυσκολία σταματάει το ορμητικό της τρέξιμο στο διάδρομο.
-Ο βετκόφσκι; Μου φαίνεται πως είναι σ’ αυτό το θάλαμο…
-Σε τι κατάσταση βρίσκεται;
-Ακόμα τίποτα δεν είναι γνωστό.
Ο αντόν πίσω απ’ τις πλάτες της χτυπάει το καμτσίκι στον αέρα:
-Κοίτα πράγματα! Δεν είναι γνωστό. Και πώς μπορεί να μην είναι γνωστό;
-Αυτός ο μικρός είναι μαζί σας; η νοσοκόμα βλέπει με σιχαμάρα τον αντόν, που είναι μουσκεμένος και βρωμάει κοπριά και που στα παντελόνια του είναι κολλημένα άχυρα.
Είμαστε απ’ το σταθμό γκόρκι, αρχίζω εγώ προσεκτικά. Εδώ είναι ένας τρόφιμός δικός μας, ο βετκόφσκι. Κι έφερα τώρα δα κι άλλους τρεις, που φαίνεται πως έχουν κι αυτοί τύφο.
-Να πάτε τότε στον προθάλαμο.
-Μα εκεί είναι ένα σωρό κόσμος. Κι έξω απ’ αυτό, θα ‘θελα, τα παιδιά να είναι μαζί.
-Μα εμείς δε μπορούμε να γίνουμε ουρά στα καπρίτσια του καθενός!
Και τράβηξε να φύγει. Μα ο αντόν βρίσκεται κιόλας μπροστά της.
-Μα τίν’ αυτά; Κουβεντιάστε πρώτα με τον άνθρωπο!
-Να πάτε στον προθάλαμο σύντροφοι. Δε μπορούμε να κουβεντιάζουμε εδώ.
Η νοσοκόμα θύμωσε με τον αντόν, μα θύμωσα κι εγώ μαζί του:
-Ξεκουμπίσου από εδώ, μη μας εμποδίζεις.
Στο μεταξύ ο αντόν δεν ξεκουμπίζεται. Κοιτάζει με απορία πότε εμένα και πότε τη νοσοκόμα, ενώ εγώ λέω στη νοσοκόμα με την ίδια πάντα θυμωμένη φωνή:
-Κάντε τον κόπο να ακούσετε δυο λέξεις. Πρέπει να γίνουν οπωσδήποτε καλά τα παιδιά. Για τον καθένα που θα γίνει καλά, θα πληρώσω δυο πούτια σιτάλευρο. Όμως θα ‘θελα να το κανονίσω αυτό με έναν άνθρωπο. Ο βετκόφσκι είναι σε σας. Κανονίστε το ζήτημα έτσι που να πάρετε εσείς και τους άλλους.
Η νοσοκόμα μένει σύξυλη από την προσβολή, όπως φαίνεται, που της έγινε.
-Τι είναι αυτά που λέτε «σιτάλευρο»; Τι πάει να πει; Δωροδοκία; Δε σας καταλαβαίνω!
-Αυτό δεν είναι δωροδοκία, είναι δωρεά, καταλαβαίνετε; Αν δεν είστε σύμφωνη, εγώ θα βρω άλλη νοσοκόμα. Αυτό δεν είναι δωροδοκία. Εμείς σας παρακαλούμε να δοθεί κάποια παραπανίσια προσοχή στους αρρώστους μας, ίσως κάποια συμπληρωματική για σας δουλειά. Το ζήτημα βλέπετε είναι ότι τα παιδιά δεν τρώγανε καλά και καταλαβαίνετε… Δεν έχουνε συγγενείς.
-Και χωρίς σιτάλευρο εγώ θα τους πάρω αν θέλετε. Πόσοι είναι;
-Σήμερα έφερα τρεις, όπως φαίνεται όμως, θα σας φέρω κι άλλους.
-Καλά, πάμε.
Πάμε πίσω απ’ τη νοσοκόμα εγώ κι ο αντόν. Ο αντόν μισοκλείνει πονηρά το μάτι και γνέφει δείχνοντας τη νοσοκόμα, μα όπως φαίνεται κι ο ίδιος απορεί με την τροπή που πήρε το ζήτημα και δέχεται με κάποια ταπεινοσύνη την απροθυμία μου να απαντήσω στις γκριμάτσες του.
Η νοσοκόμα μας πάει σε κάποιο δωμάτιο στην πιο μακρινή γωνιά του νοσοκομείου. Ο αντόν φέρνει τους αρρώστους. Φυσικά είναι όλοι με τύφο. Ο αρχινοσοκόμος υπηρεσίας βλέπει κάπως απορημένος τα παπλώματά μας, μα η νοσκοκόμα του λέει με πειστικότητα:
-Είναι απ’ το σταθμό γκόρκι. Στείλτε τους στο θάλαμό μου.
-Μα έχεις εσύ εκεί θέσεις;
-Κάπως θα τους βολέψουμε. Δυο παίρνουν σήμερα εξιτήριο, κάπου θα βρούμε να βάλουμε κι ένα τρίτο κρεβάτι.
Ο μπελούχιν μας χαιρετάει εύθυμα.
-Φέρτε κι άλλους να ‘χουμε παρέα.
Την επιθυμία του την εκπληρώσαμε την άλλη κιόλας μέρα: φέραμε τον γκόλος και τον σνάιντερ και ύστερα από μια εβδομάδα άλλους τρεις. Ευτυχώς ήταν οι τελευταίοι.
Κάμποσες φορές ο αντόν πήγε στο νοσοκομείο και ρώτησε τη νοσοκόμα πώς πάνε οι άρρωστοί μας. Ο τύφος δε μπόρεσε να κάνει καμία ζημιά στα παιδιά μας.
Ετοιμαζόμαστε πια να αφήνουμε δυο-δυο να κατεβαίνουν στην πόλη, όταν ξάφνου ένα ωραίο ανοιξιάτικο μεσημέρι, ξεπρόβαλε από το δάσος μια σκιά τυλιγμένη στο πάπλωμα. Η σκιά τράβηξε ίσια για το σιδεράδικο κι έβαλε τις φωνές:
-Το λοιπόν, καρβελοτορναδόροι, πώς τα περνάτε; Κι εσύ, όλο διάβασμα έτσι; Κοίτα, απ’ τα αυτιά σου άρχισε να σου φεύγει το μυαλό!
Τα παιδιά ενθουσιάστηκαν: ο μπελούχιν, αν κι αδυνατισμένος και μαυρισμένος, ήταν όπως και πρώτα χαρούμενος και τίποτε δε φοβόταν στη ζωή. Η αικατερίνα γκρηγκόριεβνα του ρίχτηκε: γιατί να ‘ρθει με τα πόδια και γιατί δεν περίμενε ώσπου να πάνε να τον πάρουν;
-Βλέπετε αικατερίνα γκρηγκόριεβνα, μπορούσα και να περιμένω, μα είχα επιθυμήσει πολύ το σπιτικό φαΐ. Όταν μου ‘ρχοταν στο μυαλό ότι οι δικοί μας εδώ τρώνε σταρένιο ψωμί και σούπες και πλιγούρια γεμάτα τα πιάτα, καταλαβαίνετε τι λογιώ θλίψη πλημμύρισε ολόκληρη την ψυχή μου…
Δε μπορώ να βλέπω αυτή τη γκαμπερόσουπα… χε, χε!
-Τι είναι πάλι αυτή η γκαμπερόσουπα;
-Ξέρετε μια τέτοια σούπα έχει περιγράψει ο γκόγκολ και σε μένα τον ίδιο άρεσε φοβερά. Και στο νοσοκομείο πολύ την αγαπούσανε. Μόλις λοιπόν την έβλεπα, με έπιαναν τέτοια γέλια που ανακατευόταν ολάκερος ο οργανισμός μου. Καθόλου, με κανένα τρόπο δε μπόρεσα να προσαρμοστώ. Με πιάναν τα γέλια μέχρι δάκρυ!
Στην αρχή άρχισε να θυμώνει η νοσοκόμα, μα εγώ όλο και πιο πολύ άρχιζα να γελάω κι αυτή να με κατσαδιάζει και γω να γελάω, δώστου και να γελάω! Σα θυμάμαι: γκαμπερόσουπα… Να φάω είναι ολότελα αδύνατο! Μόλις πάρω το κουτάλι αρχίζουν τα γέλια. Κι έτσι λοιπόν έφυγα από κει. Εσείς τι γίνεται; Φάγατε για μεσημέρι; Σίγουρα πλιγούρι θα ‘χει σήμερα.
Η αικατερίνα γκρηγκόριεβνα βρήκε κάπου λίγο γάλα. Δεν πρέπει βέβαια στον άρρωστο να δώσουμε αμέσως πλιγούρι! Ο μπελούχιν την ευχαρίστησε με ευγένεια:
-Σας ευχαριστώ. Σεβαστήκατε ένα μισοπεθαμένο…
Παρόλα αυτά άδειασε το γάλα μέσα στο πιάτο με το πλιγούρι. Η αικατερίνα γκρηγκόριεβνα κούνησε ανήμπορη το χέρι.
Γρήγορα γύρισαν κι οι άλλοι. Ο αντόν πήγε στο σπίτι της νοσοκόμας ένα σακί αλεύρι.
.
Στο κείμενο τροποποίησα ελάχιστα σημεία (πχ την ορθογραφία σε λέξεις όπως δουλιά, εχτίμηση κτλ). Το βιβλίο μπορείτε να το βρείτε και να το κατεβάσετε σε ηλεκτρονική μορφή στη διεύθυνση:
http://vivlio2ebook.blogspot.com/2009/08/blog-post.html
Αλλά είναι καλύτερο να το πάρετε από τη σύγχρονη εποχή. Πρόσφατα κυκλοφόρησε και σε καινούρια έκδοση.
Ο τόσκα σολοβιόφ που συχνά τον φώναζαν αντόν σεμιόνοβιτς –ήμασταν και συνονόματοι- ήταν μόλις δέκα χρονών. Τον είχε βρει ο μπελούχιν στο δάσος μισοπεθαμένο απ’ την πείνα και με χαμένες τις αισθήσεις του. Ήρθε στην ουκρανία απ’ το κυβερνείο του σαράτοφ μαζί με τα γονικά του και στο δρόμο έχασε τη μάνα του. Το τι έγινε ύστερα δε θυμότανε να πει. Ο τόσκα είχε όμορφο και φωτεινό παιδικό πρόσωπο που πάντα ήτανε στραμμένο στον μπελούχιν. Καθώς φαίνεται ο τόσκα πέρασε τη σύντομη ζωή του χωρίς δυνατές εντυπώσεις και τον είχε αιχμαλωτίσει για πάντα αυτός ο σατιριστής των πάντων, που από το ίδιο το φυσικό του, δε φοβότανε τη ζωή κι ήξερε να εκτιμάει το καθετί στον κόσμο.
Ο τόσκα στέκεται πάνω απ’ το κεφάλι του μπελούχιν και τα μικρά ματάκια του αστράφτουν από αγάπη και θαυμασμό. Γελάει με ένα τσιριχτό εκρηκτικό γέλιο μικρού παιδιού:
-Μαύρη μαϊμού!
-Ο τόσκα μου θα γίνει λεβεντιά, λέει ο μπελούχιν, τραβώντας τον πίσω απ’ το κρεβάτι.
Ο τόσκα σκύβει σαστισμένος πάνω απ’ την κοιλιά του μπελούχιν που είναι σκεπασμένη με το πάπλωμα.
-Άκου τόσκα, να μη διαβάζεις βιβλία, όπως ο κόλκα, γιατί βλέπεις, αυτός έχασε ολότελα τα μυαλά του με δαύτα.
-Δε διαβάζει αυτός τα βιβλία, μα τα βιβλία τον διαβάζουν, είπε ο ζαντόροφ απ’ το διπλανό κρεβάτι.
Κάθομαι εκεί δίπλα παίζοντας σκάκι με τον καραμπάνοφ και σκέφτομαι: φαίνεται πως τούτοι εδώ ξέχασαν ότι έχουν τύφο.
-Ένας από σάς εκεί να φωνάξει την αικατερίνα γκρηγκόριεβνα. Η αικατερίνα γκρηγκόριεβνα έρχεται σαν οργισμένος άγγελος.
-Τι ευγένειες είναι αυτές; Τι θέλει και κλωθογυρίζει εδώ ο τόσκα; Είσαστε με τα καλά σας; Αυτό πια ξεπερνάει τα όρια!
Ο τόσκα ξεγλιστράει φοβισμένος απ’ το κρεβάτι και κάνει να φύγει. Ο καραμπάνοφ τον πιάνει απ’ το χέρι, πέφτει στα γόνατα και σέρνεται πανικόβλητος στη γωνιά παίρνοντας ένα βλακώδες ύφος.
-Και γω φοβάμαι…
Ο ζαντόροφ λέει βραχνά:
-Τόσκα πιάσε και τον αντόν σεμιόνοβιτς απ’ το χέρι. Τι τον παράτησες;
Η αικατερίνα γκρηγκόριεβνα κοιτάει ανήμπορη γύρω της αυτό το χαρούμενο τσούρμο.
-Το ίδιο ακριβώς όπως οι ζουλού.
-Ζουλού είναι αυτοί που περπατάνε χωρίς βρακιά και για φαΐ τρώνε τους γνωστούς τους, λέει σοβαρά ο μπελούχιν. Ζυγώνει ένας τέτοιος μια δεσποινίδα: επιτρέψτε μου να σας συνοδέψω. Αυτή βέβαια χαίρεται: «Μπα, γιατί να μπείτε σε κόπο, εγώ μόνη μου θα συνοδευτώ». «Καλέ, τι λέτε πώς είναι δυνατό, δε γίνεται μόνη σας». Την πάει λοιπόν ως το στενοσόκακο και την καταβροχθίζει. Και μάλιστα χωρίς μουστάρδα.
Από την πέρα γωνιά ακούγεται το τσιριχτό γέλιο του τόσκα.
Η αικατερίνα γκρηγκόριεβνα χαμογελάει κι αυτή:
-Εκεί τρώνε τις κοπέλες, ενώ εδώ επιτρέπουν στα μικρά παιδιά να πλησιάζουν τους αρρώστους από τύφο. Το ίδιο κάνει.
Ο βέρσνιεφ βρίσκει την ευκαιρία να εκδικηθεί τον μπελούχιν:
-Οι ζ-ζου-ζουλού δε-δεν τρώνε κ-κο-κοπέλες. Κι είναι πιο πο-πολιτισμένοι από σε-σένα. Θα τον κ-κο-κολλήσεις τον τα-το-τόσκα.
-Και σεις βέρσνιεφ, γιατί κάθεστε σε αυτό εκεί το κρεβάτι; Τον παρατηρεί η αικατερίνα γκρηγκόριεβνα. Φύγετε γρήγορα από εκεί!
Ο βέρσνιεφ αρχίζει αμήχανα να μαζεύει τα βιβλία του που είναι σκορπισμένα στο κρεβάτ του μπελούχιν. Μπαίνει στη μέση ο ζαντόροφ:
-Αυτός δεν είναι κοπέλα. Ο μπελούχιν δεν πρόκειται να τον μασουλήσει.
Ο τόσκα βρίσκεται κιόλας δίπλα στην αικατερίνα γκρηγκόριεβνα και λέει σα να το σκέφτεται σοβαρά:
-Ο ματβέι δε θα φάει τη μαύρη μαϊμού.
Ο βέρσνιεφ κουβαλάει κάτω απ’ τη μια μασχάλη του τα βιβλία και κάτω απ’ την άλλη τον τόσκα που κοιτάζει τα πόδια του και χαχανίζει. Κι όλο αυτό το κουβάρι σωριάζεται στο κρεβάτι του βέρσνιεφ στην πιο ακρινή γωνιά του θαλάμου.
Την άλλη μέρα το πρωί ένα βαθύ κάρο που έγινε σύμφωνα με το σχέδιο του καλίνα ιβάνοβιτς και μοιάζει κάπως με νεκρόκασα είναι γεμάτο. Τυλιγμένοι με τα παπλώματα κάθονται στο βάθος του κάρου οι άρρωστοι. Στην άκρη της νεκρόκασας έχει μπει μια σανίδα και κει στεκόμαστε εγώ κι ο μπράτσενκο. Έχω μια απαίσια διάθεση, γιατί προαισθάνομαι ότι θα επαναληφθεί η ίδια ανιαρή ιστορία, όπως και με τον βετκόφσκι. Και δεν είμαι καθόλου σίγουρος ότι τα παιδιά πάνε ακριβώς για να γιατρευτούν.
Ο οσάντσι κάθεται στο βάθος του κάρου και τραβάει σπασμωδικά το πάπλωμα στις πλάτες του. Απ’ το πάπλωμα ξεμυτίζει ένα κομμάτι γκριζόμαυρο βαμβάκι και στα πόδια μου βλέπω τη μια μπότα του οσάντσι, στραβή και καταξεσκισμένη. Ο μπελούχιν έριξε την κουβέρτα στο κεφάλι του, την έκανε τουρμπάνι και λέει:
-Ο κόσμος θα νομίζει πως περνάνε παπάδες. Πού τους πάνε τόσο πολλούς παπάδες;
Σ’ απάντηση ο ζαντόροφ χαμογελάει κι απ’ αυτό το χαμόγελο φαίνεται πως δεν είναι καλά.
Στο νοσοκομείο η ίδια κατάσταση. Βρίσκω τη νοσοκόμα που δουλεύει στο θάλαμο του κόστια. Με μεγάλη δυσκολία σταματάει το ορμητικό της τρέξιμο στο διάδρομο.
-Ο βετκόφσκι; Μου φαίνεται πως είναι σ’ αυτό το θάλαμο…
-Σε τι κατάσταση βρίσκεται;
-Ακόμα τίποτα δεν είναι γνωστό.
Ο αντόν πίσω απ’ τις πλάτες της χτυπάει το καμτσίκι στον αέρα:
-Κοίτα πράγματα! Δεν είναι γνωστό. Και πώς μπορεί να μην είναι γνωστό;
-Αυτός ο μικρός είναι μαζί σας; η νοσοκόμα βλέπει με σιχαμάρα τον αντόν, που είναι μουσκεμένος και βρωμάει κοπριά και που στα παντελόνια του είναι κολλημένα άχυρα.
Είμαστε απ’ το σταθμό γκόρκι, αρχίζω εγώ προσεκτικά. Εδώ είναι ένας τρόφιμός δικός μας, ο βετκόφσκι. Κι έφερα τώρα δα κι άλλους τρεις, που φαίνεται πως έχουν κι αυτοί τύφο.
-Να πάτε τότε στον προθάλαμο.
-Μα εκεί είναι ένα σωρό κόσμος. Κι έξω απ’ αυτό, θα ‘θελα, τα παιδιά να είναι μαζί.
-Μα εμείς δε μπορούμε να γίνουμε ουρά στα καπρίτσια του καθενός!
Και τράβηξε να φύγει. Μα ο αντόν βρίσκεται κιόλας μπροστά της.
-Μα τίν’ αυτά; Κουβεντιάστε πρώτα με τον άνθρωπο!
-Να πάτε στον προθάλαμο σύντροφοι. Δε μπορούμε να κουβεντιάζουμε εδώ.
Η νοσοκόμα θύμωσε με τον αντόν, μα θύμωσα κι εγώ μαζί του:
-Ξεκουμπίσου από εδώ, μη μας εμποδίζεις.
Στο μεταξύ ο αντόν δεν ξεκουμπίζεται. Κοιτάζει με απορία πότε εμένα και πότε τη νοσοκόμα, ενώ εγώ λέω στη νοσοκόμα με την ίδια πάντα θυμωμένη φωνή:
-Κάντε τον κόπο να ακούσετε δυο λέξεις. Πρέπει να γίνουν οπωσδήποτε καλά τα παιδιά. Για τον καθένα που θα γίνει καλά, θα πληρώσω δυο πούτια σιτάλευρο. Όμως θα ‘θελα να το κανονίσω αυτό με έναν άνθρωπο. Ο βετκόφσκι είναι σε σας. Κανονίστε το ζήτημα έτσι που να πάρετε εσείς και τους άλλους.
Η νοσοκόμα μένει σύξυλη από την προσβολή, όπως φαίνεται, που της έγινε.
-Τι είναι αυτά που λέτε «σιτάλευρο»; Τι πάει να πει; Δωροδοκία; Δε σας καταλαβαίνω!
-Αυτό δεν είναι δωροδοκία, είναι δωρεά, καταλαβαίνετε; Αν δεν είστε σύμφωνη, εγώ θα βρω άλλη νοσοκόμα. Αυτό δεν είναι δωροδοκία. Εμείς σας παρακαλούμε να δοθεί κάποια παραπανίσια προσοχή στους αρρώστους μας, ίσως κάποια συμπληρωματική για σας δουλειά. Το ζήτημα βλέπετε είναι ότι τα παιδιά δεν τρώγανε καλά και καταλαβαίνετε… Δεν έχουνε συγγενείς.
-Και χωρίς σιτάλευρο εγώ θα τους πάρω αν θέλετε. Πόσοι είναι;
-Σήμερα έφερα τρεις, όπως φαίνεται όμως, θα σας φέρω κι άλλους.
-Καλά, πάμε.
Πάμε πίσω απ’ τη νοσοκόμα εγώ κι ο αντόν. Ο αντόν μισοκλείνει πονηρά το μάτι και γνέφει δείχνοντας τη νοσοκόμα, μα όπως φαίνεται κι ο ίδιος απορεί με την τροπή που πήρε το ζήτημα και δέχεται με κάποια ταπεινοσύνη την απροθυμία μου να απαντήσω στις γκριμάτσες του.
Η νοσοκόμα μας πάει σε κάποιο δωμάτιο στην πιο μακρινή γωνιά του νοσοκομείου. Ο αντόν φέρνει τους αρρώστους. Φυσικά είναι όλοι με τύφο. Ο αρχινοσοκόμος υπηρεσίας βλέπει κάπως απορημένος τα παπλώματά μας, μα η νοσκοκόμα του λέει με πειστικότητα:
-Είναι απ’ το σταθμό γκόρκι. Στείλτε τους στο θάλαμό μου.
-Μα έχεις εσύ εκεί θέσεις;
-Κάπως θα τους βολέψουμε. Δυο παίρνουν σήμερα εξιτήριο, κάπου θα βρούμε να βάλουμε κι ένα τρίτο κρεβάτι.
Ο μπελούχιν μας χαιρετάει εύθυμα.
-Φέρτε κι άλλους να ‘χουμε παρέα.
Την επιθυμία του την εκπληρώσαμε την άλλη κιόλας μέρα: φέραμε τον γκόλος και τον σνάιντερ και ύστερα από μια εβδομάδα άλλους τρεις. Ευτυχώς ήταν οι τελευταίοι.
Κάμποσες φορές ο αντόν πήγε στο νοσοκομείο και ρώτησε τη νοσοκόμα πώς πάνε οι άρρωστοί μας. Ο τύφος δε μπόρεσε να κάνει καμία ζημιά στα παιδιά μας.
Ετοιμαζόμαστε πια να αφήνουμε δυο-δυο να κατεβαίνουν στην πόλη, όταν ξάφνου ένα ωραίο ανοιξιάτικο μεσημέρι, ξεπρόβαλε από το δάσος μια σκιά τυλιγμένη στο πάπλωμα. Η σκιά τράβηξε ίσια για το σιδεράδικο κι έβαλε τις φωνές:
-Το λοιπόν, καρβελοτορναδόροι, πώς τα περνάτε; Κι εσύ, όλο διάβασμα έτσι; Κοίτα, απ’ τα αυτιά σου άρχισε να σου φεύγει το μυαλό!
Τα παιδιά ενθουσιάστηκαν: ο μπελούχιν, αν κι αδυνατισμένος και μαυρισμένος, ήταν όπως και πρώτα χαρούμενος και τίποτε δε φοβόταν στη ζωή. Η αικατερίνα γκρηγκόριεβνα του ρίχτηκε: γιατί να ‘ρθει με τα πόδια και γιατί δεν περίμενε ώσπου να πάνε να τον πάρουν;
-Βλέπετε αικατερίνα γκρηγκόριεβνα, μπορούσα και να περιμένω, μα είχα επιθυμήσει πολύ το σπιτικό φαΐ. Όταν μου ‘ρχοταν στο μυαλό ότι οι δικοί μας εδώ τρώνε σταρένιο ψωμί και σούπες και πλιγούρια γεμάτα τα πιάτα, καταλαβαίνετε τι λογιώ θλίψη πλημμύρισε ολόκληρη την ψυχή μου…
Δε μπορώ να βλέπω αυτή τη γκαμπερόσουπα… χε, χε!
-Τι είναι πάλι αυτή η γκαμπερόσουπα;
-Ξέρετε μια τέτοια σούπα έχει περιγράψει ο γκόγκολ και σε μένα τον ίδιο άρεσε φοβερά. Και στο νοσοκομείο πολύ την αγαπούσανε. Μόλις λοιπόν την έβλεπα, με έπιαναν τέτοια γέλια που ανακατευόταν ολάκερος ο οργανισμός μου. Καθόλου, με κανένα τρόπο δε μπόρεσα να προσαρμοστώ. Με πιάναν τα γέλια μέχρι δάκρυ!
Στην αρχή άρχισε να θυμώνει η νοσοκόμα, μα εγώ όλο και πιο πολύ άρχιζα να γελάω κι αυτή να με κατσαδιάζει και γω να γελάω, δώστου και να γελάω! Σα θυμάμαι: γκαμπερόσουπα… Να φάω είναι ολότελα αδύνατο! Μόλις πάρω το κουτάλι αρχίζουν τα γέλια. Κι έτσι λοιπόν έφυγα από κει. Εσείς τι γίνεται; Φάγατε για μεσημέρι; Σίγουρα πλιγούρι θα ‘χει σήμερα.
Η αικατερίνα γκρηγκόριεβνα βρήκε κάπου λίγο γάλα. Δεν πρέπει βέβαια στον άρρωστο να δώσουμε αμέσως πλιγούρι! Ο μπελούχιν την ευχαρίστησε με ευγένεια:
-Σας ευχαριστώ. Σεβαστήκατε ένα μισοπεθαμένο…
Παρόλα αυτά άδειασε το γάλα μέσα στο πιάτο με το πλιγούρι. Η αικατερίνα γκρηγκόριεβνα κούνησε ανήμπορη το χέρι.
Γρήγορα γύρισαν κι οι άλλοι. Ο αντόν πήγε στο σπίτι της νοσοκόμας ένα σακί αλεύρι.
.
Στο κείμενο τροποποίησα ελάχιστα σημεία (πχ την ορθογραφία σε λέξεις όπως δουλιά, εχτίμηση κτλ). Το βιβλίο μπορείτε να το βρείτε και να το κατεβάσετε σε ηλεκτρονική μορφή στη διεύθυνση:
http://vivlio2ebook.blogspot.com/2009/08/blog-post.html
Αλλά είναι καλύτερο να το πάρετε από τη σύγχρονη εποχή. Πρόσφατα κυκλοφόρησε και σε καινούρια έκδοση.
Ετικέτες
μακάρενκο,
σαβιέτσκι σαγιούζ
Κυριακή 9 Ιανουαρίου 2011
Παιδαγωγικό ποίημα Μέρος Α’
Υπολόγιζα να έχω έτοιμο κάτι για τη δολοφονία του τεμπονέρα, με αφορμή την επέτειο, αλλά δεν πρόλαβα να το τελειώσω εγκαίρως. Έτσι αλλάζω κατηγορία και καταφεύγω στην εύκολη λύση της αντιγραφής ενός κεφαλαίου από το παιδαγωγικό ποίημα του μακάρενκο. Ο τίτλος του; Γκαμπερόσουπα.
Την άνοιξη μας βρήκε καινούρια συμφορά, ο εξανθηματικός τύφος. Πρώτος αρρώστησε ο κόστια βετκόφσκι.
Γιατρό στο σταθμό δεν είχαμε. Η αικατερίνα γκρηγκόριεβνα που κάποτε σπούδαζε γιατρός, γιατρολογούσε σ’ όλες εκείνες τις περιπτώσεις, που ήτανε βέβαια απαραίτητος ο γιατρός, αλλά δε μπορούσαμε να τον φωνάξουμε. Στο σταθμό ειδικεύτηκε να γιατρεύει την ψώρα και να δίνει τις πρώτες βοήθειες αν κανένας κοβόταν, καιγόταν ή μωλωπιζόταν, ενώ το χειμώνα, χάρη στα παλιοπάπουτσα που φοράγαμε, πολλά παιδιά μας είχαν πάθει κρυοπαγήματα. Αυτές ήταν όλες κι όλες οι αρρώστιες που καταδέχονταν να τους βρουν οι τρόφιμοι και δε συμπαθούσαν καθόλου τους γιατρούς και τα φάρμακα.
Έτρεφα πάντα μεγάλη εκτίμηση στους τρόφιμους του σταθμού ακριβώς γι’ αυτή τους τη γιατρική ολιγάρκεια και σ’ αυτό τον τομέα έμαθα πολλά απ’ αυτούς. Είχε καταντήσει ολότελα συνηθισμένο το φαινόμενο να μη θεωρεί κανείς τον εαυτό του άρρωστο με τριανταοκτώ πυρετό και καμαρώναμε μεταξύ μας όταν βγάζαμε την αρρώστια στο πόδι. Εδώ που τα λέμε, αυτό ήτανε σχεδόν κι αναγκαίο, για τον απλούστατο λόγο, ότι οι γιατροί δεν παραείχανε όρεξη να μας επισκεφτούν.
Να γιατί όταν αρρώστησε ο κόστια κι ανέβηκε ο πυρετός του γύρω στα σαράντα, το θεωρήσαμε σαν κάτι καινούριο στη ζωή του σταθμού. Τον βάλαμε στο κρεβάτι κι ήμασταν όλοι πάνω από το κεφάλι του. Τα βράδια μαζεύονταν οι φίλοι του κι επειδή είχε πολλές συμπάθειες τον συντρόφευε ολόκληρο τσούρμο από παιδιά. Για να μην αφήνουμε τον κόστια χωρίς συντροφιά και να μην κακοκαρδίζουμε και τα παιδιά, περνούσαμε κι εμείς τα βράδια μας στο κρεβάτι του αρρώστου.
Ύστερα από τρεις μέρες, ταραγμένη η αικατερίνα γκρηγκόριεβνα, μου ‘πε τι την ανησυχεί: η αρρώστια έμοιαζε πολύ με εξανθηματικό τύφο. Απαγόρεψα στα παιδιά να πλησιάζουν στο κρεβάτι του, μα να τον απομονώσουμε ολότελα ήτανε σχεδόν αδύνατο γιατί στο ίδιο δωμάτιο και τα μαθήματα κάναμε και μαζευόμασταν τα βράδια.
Την άλλη μέρα, όταν χειροτέρεψε η κατάσταση του βετκόφσκι, τον τυλίξαμε στο πάπλωμά του, τον βάλαμε στο αμάξι και τον πήγα ο ίδιος στην πόλη.
Στον προθάλαμο του νοσοκομείου είναι καμιά σαρανταριά άνθρωποι. Άλλοι πηγαινοέρχονται κι άλλοι είναι ξαπλωμένοι και βογκάνε. Γιατρός δε φαίνεται. Όλα δείχνουνε πως απόκαμαν πια να περιμένουνε και πως η είσοδος του αρρώστου στην κλινική δεν πρόκειται να βελτιώσει την κατάσταση σοβαρά. Επιτέλους έρχεται ο γιατρός. Σηκώνει τεμπέλικα την πουκαμίσα του δικού μας του βετκόφσκι, γκρινιάζει γεροντίστικα και λέει βαριεστημένα στο νοσοκόμο που κάτι γράφει:
-Εξανθηματικός. Στο νοσοκομείο.
Έξω απ’ την πόλη, σε ένα χωράφι, απέμειναν απ’ τον πόλεμο καμιά εικοσαριά ξύλινες παράγκες. Αρκετή ώρα στριφογυρίζω ανάμεσα στις νοσοκόμες, τους αρρώστους, τους νοσοκόμους που μεταφέρουν φορεία σκεπασμένα με σεντόνια. Μου λένε πώς τον άρρωστο πρέπει να τον παραλάβει ο αρχινοσοκόμος υπηρεσίας, όμως κανένας δεν ξέρει που βρίσκεται και κανένας δε θέλει να πάει να τον βρει. Στο τέλος χάνω την υπομονή μου και ρίχνομαι στην κοντινότερη νοσοκόμα φωνάζοντας: αίσχος, απάνθρωπο, εξοργιστικό! Η οργή μου φέρνει αποτέλεσμα: τον κόστια τον ξεντύνουνε και τον παίρνουν χωρίς να λένε για πού.
Γυρνώντας στο σταθμό, μαθαίνω πως ο ζαντόροφ, ο οσάντσι κι ο μπελούχιν είχαν σχεδόν τον ίδιο μεγάλο πυρετό. Τον ζαντόροφ τον βρήκα ακόμα στο πόδι την ώρα ακριβώς που απαντούσε στις παρακλήσεις της αικατερίνα γκρηγκόριεβνα να ξαπλώσει στο κρεβάτι:
-Μα τι περίεργη γυναίκα που ‘σαστε! Γιατί να ξαπλώσω; Τώρα αμέσως πάω στο σιδεράδικο κι ο σοφρόν θα με κάνει καλά στο λεπτό!
-Πώς θα σας γιατρέψει ο σοφρόν; Τι ανοησίες είν’ αυτές;
-Να μ’ αυτό το ίδιο φάρμακο που γιατρεύει και τον εαυτό του: ρακί, πιπέρι, αλάτι, νέφτι και λίγο γράσο! Λέει ο ζαντόροφ με τη συνηθισμένη του εκφραστικότητα και τόλμη.
-Δείτε, αντόν σεμιόνοβιτς, πόσο αέρα τους έχετε δώσει, μου λέει η αικατερίνα γκριγκόριεβνα. Θα γιατρευτεί λέει στου σοφρόν! Πηγαίνετε να ξαπλώσετε αμέσως!
Ο ζαντόροφ έκαιγε ολόκληρος κι ήταν φανερό πως μόλις κρατιότανε στα πόδια του. Τον έπιασα από το μπράτσο και χωρίς κουβέντες τον πήγα στο θάλαμο, όπου ήταν κιόλας ξαπλωμένοι στα κρεβάτια τους ο οσάντσι κι ο μπελούχιν. Ο οσάντσι υπέφερε και του κακοφαινόταν που είχε αρρωστήσει. Από καιρό το είχα προσέξει πως κάτι τέτοια «μαχητικά» παιδιά, πού δύσκολα βγάζουν την αρρώστια. Ενώ ο μπελούχιν ήταν όπως πάντα κεφάτος.
Σε ολόκληρο το σταθμό δεν υπήρχε πιο εύθυμος και χαρούμενος άνθρωπος από τον μπελούχιν. Από εργατικό σόι του νίζνι ταγκίλ. Τον καιρό της πείνας κίνησε ψάχνοντας για ψωμί, πιάστηκε σε κάποιο μπλόκο στη μόσχα και κλείστηκε σ’ αναμορφωτήριο, απ’ όπου το ‘σκασε κι εγκαταστάθηκε στο δρόμο, ξαναπιάστηκε και πάλι το ‘σκασε. Σαν άνθρωπος με επιχειρηματικό μυαλό προσπαθούσε να μην κλέβει μα περισσότερο να σπεκουλάρει κι ο ίδιος ύστερα αφηγούνταν τις επιχειρήσεις του μ’ ένα καλόκαρδο χαχανητό, γιατί ήτανε πάντα τολμηρές, ιδιόρρυθμες κι αποτυχημένες. Στο τέλος ο μπελούχιν πείστηκε πως δεν κάνει για σπεκουλάντης κι αποφάσισε να φύγει στην ουκρανία.
Κάποτε ο μπελούχιν είχε περάσει από σχολειό, ήξερε απ’ όλα κι από λίγο, ήτανε παιδί τετραπέρατο και κοσμογυρισμένο, όμως ήτανε φοβερά αγράμματος, στουρνάρι. Υπάρχουνε τέτοια παιδιά: και την αλφαβήτα την περάσανε και από κλάσματα κάτι ξέρουν κι από ποσοστά καταλαβαίνουν, αλλά αυτά τα ξέρουνε τόσο στραβά που φτάνει το αστείο. Ακόμα κι η ομιλία του μπελούχιν ήτανε το ίδιο αδέξια, μα ωστόσο έξυπνη και ζωντανή.
Ξαπλωμένος με τύφο παρλάριζε ασταμάτητα απ’ το πρωί ως το βράδυ κι όπως πάντα η εξυπνάδα του διπλασιαζόταν από τον κωμικό συνδυασμό λέξεων που μεταχειριζόταν:
-Ο τύφος είναι η διανοουμενίστικη αρρώστια, αλλά γιατί τηνε φόρτωσε η φύση στους εργάτες; Όταν λοιπόν, ο σοσιαλισμός θα μεστώσει, ούτε και στο κατώφλι μας δε θα αφήσουμε να ζυγώσει αυτό το μικρόβιο. Κι αν πάλι μας έρθει για κάποια δουλειά, να πάρει ας πούμε συσσίτιο ή τίποτ’ άλλο –γιατί βέβαια, για να πούμε και του στραβού το δίκιο κι ο τύφος θέλει να ζήσει- τότε θα τον παραπέμψω στον γραμματικό μου. Για γραμματικό θα βάλουμε τον κόλκα βέρσνιεφ, γιατί αυτός δεν ξεκολλάει απ’ τα βιβλία του όπως κι η χελώνα απ’ τοπ καβούκι της.
-Καλά, καλά εγώ θα ‘μαι ο γραμματικός σου, εσύ όμως τι δουλειά θα κάνεις στο σοσιαλισμό; ρωτούσε ο κόλκα βέρσνιεφ τραυλίζοντας.
Ο κόλκα κάθεται στα πόδια του μπελούχιν με το βιβλίο πάντα στο χέρι, αναμαλλιασμένος και με κουρελιασμένο πουκάμισο.
-Εγώ λοιπόν θα γράφω τους νόμους, πώς να σε ντύνουνε για να ‘σαι της προκοπής μέσα στην ανθρωπότητα κι όχι ξιπολυταριό, γιατί απ’ αυτό αγαναχτεί ακόμα κι ο τόσκα σολοβιόφ! Μα τι σόι διαβαστής είσαι του λόγου σου, όταν μοιάζεις με μαϊμού! Έτσι τόσκα;
Τα παιδιά σκάγανε στα γέλια με τον βέρσνιεφ. Αυτός δε θύμωνε, μόνο έβλεπε μ’ αγάπη τον μπελούχιν, με τα γκρίζα αγαθά του μάτια. Ήτανε στενοί φίλοι, ήρθανε μαζί στο σταθμό και δούλευαν πλάι-πλάι στο σιδεράδικο, μόνο που ο μπελούχιν ήτανε στο αμόνι, ενώ ο κόλκα προτιμούσε να φουσκώνει το φυσερό για να ‘χει το ένα χέρι ελεύθερο και να κρατάει το βιβλίο.
(Συνεχίζεται...)
Πριν διαβάσω το βιβλίο είχα πέσει θύμα δύο συνηθισμένων παρανοήσεων. Καταρχήν ότι επρόκειτο για πραγματικό ποίημα. Κατά δεύτερον ότι μιλούσε για έναν πρότυπο παιδαγωγικό σταθμό που συγκέντρωνε κι αξιοποιούσε με πρωτοποριακές μεθόδους τα καλύτερα μυαλά της σοβιετικής ρωσίας. Ενώ στην πραγματικότητα ήταν μια εργατική κομμούνα στη σοβιετική ουκρανία που συγκέντρωνε ανήλικους παραβάτες του νόμου με στόχο την ηθική και κοινωνική διαπαιδαγώγηση τους. Αυτό δηλ που εμείς συνηθίζουμε να λέμε αναμορφωτήριο. Χωρίς να έχει όμως καμία σχέση με αυτά που έχουμε συνηθίσει.
Ο μακάρενκο, ως διευθυντής, έρχεται αντιμέτωπος με πρωτόγνωρες για αυτόν καταστάσεις και καταγράφει τις περιπέτειες του σταθμού σε δυο τόμους που ισοδυναμούν με εμπειρία ζωής. Ή αλλιώς με ένα βιβλίο νέου τύπου, όπως το αποκαλεί ο λουί αραγκόν.
Μετά το βράδυ, θα βάλω και το δεύτερο μέρος, που κλείνει το κεφάλαιο.
Την άνοιξη μας βρήκε καινούρια συμφορά, ο εξανθηματικός τύφος. Πρώτος αρρώστησε ο κόστια βετκόφσκι.
Γιατρό στο σταθμό δεν είχαμε. Η αικατερίνα γκρηγκόριεβνα που κάποτε σπούδαζε γιατρός, γιατρολογούσε σ’ όλες εκείνες τις περιπτώσεις, που ήτανε βέβαια απαραίτητος ο γιατρός, αλλά δε μπορούσαμε να τον φωνάξουμε. Στο σταθμό ειδικεύτηκε να γιατρεύει την ψώρα και να δίνει τις πρώτες βοήθειες αν κανένας κοβόταν, καιγόταν ή μωλωπιζόταν, ενώ το χειμώνα, χάρη στα παλιοπάπουτσα που φοράγαμε, πολλά παιδιά μας είχαν πάθει κρυοπαγήματα. Αυτές ήταν όλες κι όλες οι αρρώστιες που καταδέχονταν να τους βρουν οι τρόφιμοι και δε συμπαθούσαν καθόλου τους γιατρούς και τα φάρμακα.
Έτρεφα πάντα μεγάλη εκτίμηση στους τρόφιμους του σταθμού ακριβώς γι’ αυτή τους τη γιατρική ολιγάρκεια και σ’ αυτό τον τομέα έμαθα πολλά απ’ αυτούς. Είχε καταντήσει ολότελα συνηθισμένο το φαινόμενο να μη θεωρεί κανείς τον εαυτό του άρρωστο με τριανταοκτώ πυρετό και καμαρώναμε μεταξύ μας όταν βγάζαμε την αρρώστια στο πόδι. Εδώ που τα λέμε, αυτό ήτανε σχεδόν κι αναγκαίο, για τον απλούστατο λόγο, ότι οι γιατροί δεν παραείχανε όρεξη να μας επισκεφτούν.
Να γιατί όταν αρρώστησε ο κόστια κι ανέβηκε ο πυρετός του γύρω στα σαράντα, το θεωρήσαμε σαν κάτι καινούριο στη ζωή του σταθμού. Τον βάλαμε στο κρεβάτι κι ήμασταν όλοι πάνω από το κεφάλι του. Τα βράδια μαζεύονταν οι φίλοι του κι επειδή είχε πολλές συμπάθειες τον συντρόφευε ολόκληρο τσούρμο από παιδιά. Για να μην αφήνουμε τον κόστια χωρίς συντροφιά και να μην κακοκαρδίζουμε και τα παιδιά, περνούσαμε κι εμείς τα βράδια μας στο κρεβάτι του αρρώστου.
Ύστερα από τρεις μέρες, ταραγμένη η αικατερίνα γκρηγκόριεβνα, μου ‘πε τι την ανησυχεί: η αρρώστια έμοιαζε πολύ με εξανθηματικό τύφο. Απαγόρεψα στα παιδιά να πλησιάζουν στο κρεβάτι του, μα να τον απομονώσουμε ολότελα ήτανε σχεδόν αδύνατο γιατί στο ίδιο δωμάτιο και τα μαθήματα κάναμε και μαζευόμασταν τα βράδια.
Την άλλη μέρα, όταν χειροτέρεψε η κατάσταση του βετκόφσκι, τον τυλίξαμε στο πάπλωμά του, τον βάλαμε στο αμάξι και τον πήγα ο ίδιος στην πόλη.
Στον προθάλαμο του νοσοκομείου είναι καμιά σαρανταριά άνθρωποι. Άλλοι πηγαινοέρχονται κι άλλοι είναι ξαπλωμένοι και βογκάνε. Γιατρός δε φαίνεται. Όλα δείχνουνε πως απόκαμαν πια να περιμένουνε και πως η είσοδος του αρρώστου στην κλινική δεν πρόκειται να βελτιώσει την κατάσταση σοβαρά. Επιτέλους έρχεται ο γιατρός. Σηκώνει τεμπέλικα την πουκαμίσα του δικού μας του βετκόφσκι, γκρινιάζει γεροντίστικα και λέει βαριεστημένα στο νοσοκόμο που κάτι γράφει:
-Εξανθηματικός. Στο νοσοκομείο.
Έξω απ’ την πόλη, σε ένα χωράφι, απέμειναν απ’ τον πόλεμο καμιά εικοσαριά ξύλινες παράγκες. Αρκετή ώρα στριφογυρίζω ανάμεσα στις νοσοκόμες, τους αρρώστους, τους νοσοκόμους που μεταφέρουν φορεία σκεπασμένα με σεντόνια. Μου λένε πώς τον άρρωστο πρέπει να τον παραλάβει ο αρχινοσοκόμος υπηρεσίας, όμως κανένας δεν ξέρει που βρίσκεται και κανένας δε θέλει να πάει να τον βρει. Στο τέλος χάνω την υπομονή μου και ρίχνομαι στην κοντινότερη νοσοκόμα φωνάζοντας: αίσχος, απάνθρωπο, εξοργιστικό! Η οργή μου φέρνει αποτέλεσμα: τον κόστια τον ξεντύνουνε και τον παίρνουν χωρίς να λένε για πού.
Γυρνώντας στο σταθμό, μαθαίνω πως ο ζαντόροφ, ο οσάντσι κι ο μπελούχιν είχαν σχεδόν τον ίδιο μεγάλο πυρετό. Τον ζαντόροφ τον βρήκα ακόμα στο πόδι την ώρα ακριβώς που απαντούσε στις παρακλήσεις της αικατερίνα γκρηγκόριεβνα να ξαπλώσει στο κρεβάτι:
-Μα τι περίεργη γυναίκα που ‘σαστε! Γιατί να ξαπλώσω; Τώρα αμέσως πάω στο σιδεράδικο κι ο σοφρόν θα με κάνει καλά στο λεπτό!
-Πώς θα σας γιατρέψει ο σοφρόν; Τι ανοησίες είν’ αυτές;
-Να μ’ αυτό το ίδιο φάρμακο που γιατρεύει και τον εαυτό του: ρακί, πιπέρι, αλάτι, νέφτι και λίγο γράσο! Λέει ο ζαντόροφ με τη συνηθισμένη του εκφραστικότητα και τόλμη.
-Δείτε, αντόν σεμιόνοβιτς, πόσο αέρα τους έχετε δώσει, μου λέει η αικατερίνα γκριγκόριεβνα. Θα γιατρευτεί λέει στου σοφρόν! Πηγαίνετε να ξαπλώσετε αμέσως!
Ο ζαντόροφ έκαιγε ολόκληρος κι ήταν φανερό πως μόλις κρατιότανε στα πόδια του. Τον έπιασα από το μπράτσο και χωρίς κουβέντες τον πήγα στο θάλαμο, όπου ήταν κιόλας ξαπλωμένοι στα κρεβάτια τους ο οσάντσι κι ο μπελούχιν. Ο οσάντσι υπέφερε και του κακοφαινόταν που είχε αρρωστήσει. Από καιρό το είχα προσέξει πως κάτι τέτοια «μαχητικά» παιδιά, πού δύσκολα βγάζουν την αρρώστια. Ενώ ο μπελούχιν ήταν όπως πάντα κεφάτος.
Σε ολόκληρο το σταθμό δεν υπήρχε πιο εύθυμος και χαρούμενος άνθρωπος από τον μπελούχιν. Από εργατικό σόι του νίζνι ταγκίλ. Τον καιρό της πείνας κίνησε ψάχνοντας για ψωμί, πιάστηκε σε κάποιο μπλόκο στη μόσχα και κλείστηκε σ’ αναμορφωτήριο, απ’ όπου το ‘σκασε κι εγκαταστάθηκε στο δρόμο, ξαναπιάστηκε και πάλι το ‘σκασε. Σαν άνθρωπος με επιχειρηματικό μυαλό προσπαθούσε να μην κλέβει μα περισσότερο να σπεκουλάρει κι ο ίδιος ύστερα αφηγούνταν τις επιχειρήσεις του μ’ ένα καλόκαρδο χαχανητό, γιατί ήτανε πάντα τολμηρές, ιδιόρρυθμες κι αποτυχημένες. Στο τέλος ο μπελούχιν πείστηκε πως δεν κάνει για σπεκουλάντης κι αποφάσισε να φύγει στην ουκρανία.
Κάποτε ο μπελούχιν είχε περάσει από σχολειό, ήξερε απ’ όλα κι από λίγο, ήτανε παιδί τετραπέρατο και κοσμογυρισμένο, όμως ήτανε φοβερά αγράμματος, στουρνάρι. Υπάρχουνε τέτοια παιδιά: και την αλφαβήτα την περάσανε και από κλάσματα κάτι ξέρουν κι από ποσοστά καταλαβαίνουν, αλλά αυτά τα ξέρουνε τόσο στραβά που φτάνει το αστείο. Ακόμα κι η ομιλία του μπελούχιν ήτανε το ίδιο αδέξια, μα ωστόσο έξυπνη και ζωντανή.
Ξαπλωμένος με τύφο παρλάριζε ασταμάτητα απ’ το πρωί ως το βράδυ κι όπως πάντα η εξυπνάδα του διπλασιαζόταν από τον κωμικό συνδυασμό λέξεων που μεταχειριζόταν:
-Ο τύφος είναι η διανοουμενίστικη αρρώστια, αλλά γιατί τηνε φόρτωσε η φύση στους εργάτες; Όταν λοιπόν, ο σοσιαλισμός θα μεστώσει, ούτε και στο κατώφλι μας δε θα αφήσουμε να ζυγώσει αυτό το μικρόβιο. Κι αν πάλι μας έρθει για κάποια δουλειά, να πάρει ας πούμε συσσίτιο ή τίποτ’ άλλο –γιατί βέβαια, για να πούμε και του στραβού το δίκιο κι ο τύφος θέλει να ζήσει- τότε θα τον παραπέμψω στον γραμματικό μου. Για γραμματικό θα βάλουμε τον κόλκα βέρσνιεφ, γιατί αυτός δεν ξεκολλάει απ’ τα βιβλία του όπως κι η χελώνα απ’ τοπ καβούκι της.
-Καλά, καλά εγώ θα ‘μαι ο γραμματικός σου, εσύ όμως τι δουλειά θα κάνεις στο σοσιαλισμό; ρωτούσε ο κόλκα βέρσνιεφ τραυλίζοντας.
Ο κόλκα κάθεται στα πόδια του μπελούχιν με το βιβλίο πάντα στο χέρι, αναμαλλιασμένος και με κουρελιασμένο πουκάμισο.
-Εγώ λοιπόν θα γράφω τους νόμους, πώς να σε ντύνουνε για να ‘σαι της προκοπής μέσα στην ανθρωπότητα κι όχι ξιπολυταριό, γιατί απ’ αυτό αγαναχτεί ακόμα κι ο τόσκα σολοβιόφ! Μα τι σόι διαβαστής είσαι του λόγου σου, όταν μοιάζεις με μαϊμού! Έτσι τόσκα;
Τα παιδιά σκάγανε στα γέλια με τον βέρσνιεφ. Αυτός δε θύμωνε, μόνο έβλεπε μ’ αγάπη τον μπελούχιν, με τα γκρίζα αγαθά του μάτια. Ήτανε στενοί φίλοι, ήρθανε μαζί στο σταθμό και δούλευαν πλάι-πλάι στο σιδεράδικο, μόνο που ο μπελούχιν ήτανε στο αμόνι, ενώ ο κόλκα προτιμούσε να φουσκώνει το φυσερό για να ‘χει το ένα χέρι ελεύθερο και να κρατάει το βιβλίο.
(Συνεχίζεται...)
Πριν διαβάσω το βιβλίο είχα πέσει θύμα δύο συνηθισμένων παρανοήσεων. Καταρχήν ότι επρόκειτο για πραγματικό ποίημα. Κατά δεύτερον ότι μιλούσε για έναν πρότυπο παιδαγωγικό σταθμό που συγκέντρωνε κι αξιοποιούσε με πρωτοποριακές μεθόδους τα καλύτερα μυαλά της σοβιετικής ρωσίας. Ενώ στην πραγματικότητα ήταν μια εργατική κομμούνα στη σοβιετική ουκρανία που συγκέντρωνε ανήλικους παραβάτες του νόμου με στόχο την ηθική και κοινωνική διαπαιδαγώγηση τους. Αυτό δηλ που εμείς συνηθίζουμε να λέμε αναμορφωτήριο. Χωρίς να έχει όμως καμία σχέση με αυτά που έχουμε συνηθίσει.
Ο μακάρενκο, ως διευθυντής, έρχεται αντιμέτωπος με πρωτόγνωρες για αυτόν καταστάσεις και καταγράφει τις περιπέτειες του σταθμού σε δυο τόμους που ισοδυναμούν με εμπειρία ζωής. Ή αλλιώς με ένα βιβλίο νέου τύπου, όπως το αποκαλεί ο λουί αραγκόν.
Μετά το βράδυ, θα βάλω και το δεύτερο μέρος, που κλείνει το κεφάλαιο.
Ετικέτες
μακάρενκο,
σαβιέτσκι σαγιούζ
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)