Αν και η συγγραφέας του έχει σαφώς αντιδραστική σκοπιά κι έχει αφήσει πίσω της το παρελθόν και τις κομμουνιστικές ιδέες της νιότης της, το βιβλίο της Σβετλάνα Αλεξίεβιτς, το Τέλος του Κόκκινου Ανθρώπου, είναι ένα πολύ ενδιαφέρον μωσαϊκό συνεντεύξεων, πορτρέτων, μαρτυριών ή κάτι μεταξύ όλων αυτών, τέλος πάντων, που δίνει ενδιαφέρουσες πτυχές των γεγονότων, μια αντιφατική εικόνα του σοβιετικού (κόκκινου) ανθρώπου που εκλείπει από το ιστορικό προσκήνιο και το πιο σημαντικό, άφθονο υλικό για σκέψη και προβληματισμό.
Επιφυλάσσομαι για μια πιο αναλυτική παρουσίαση-αξιοποίηση στο μέλλον. Σήμερα περιορίζομαι στην αντιγραφή δύο αποσπασμάτων από τις συνεντεύξεις του βιβλίου. Θεώρησα πως είναι πολύ πιο ενδιαφέρον να μην παραθέσω φιλοσοβιετικά αποσπάσματα, από νοσταλγούς της μεγάλης σοβιετικής πατρίδας, αλλά κάποιες χαρακτηριστικές μαρτυρίες ατόμων από την αντίθετη πλευρά. Η πρώτη δείχνει ανάγλυφα τη νοοτροπία και τα "ιδανικά" αυτής της πλευράς, η δεύτερη δίνει μια διαφορετική πτυχή για το πραξικόπημα του Αυγούστου του 91' και το ζήτημα της συμπάθειας του κόσμου προς τη σοβιετική εξουσία (που έπνεε βέβαια τα λοίσθια).
Καλή ανάγνωση.
Αν είναι να πούμε για τη δεκαετία του '90... δε θα έλεγα πως ήταν όμορφη εποχή, ήταν αποκρουστική εποχή. Έγινε μια ανταλλαγή στο μυαλό κατά (σ.σ. πιθανότατα εννοεί "εκατόν...") ογδόντα μοίρες.,, Κάποιοι δεν άντεξαν και τους έστριψε, τα ψυχιατρεία γέμισαν. Επισκεπτόμουν ένα φίλο: ο ένας να φωνάζει "Είμαι ο Στάλιν! Είμαι ο Στάλιν!" και ο άλλος να λέει "Είμαι ο Μπερεζόφσκι! Είμαι ο Μπερεζόφσκι!". Είχαν ολόκληρη πτέρυγα γεμάτη με Στάλιν και Μπερεζόφσκι.. Στο δρόμο έπεφταν όλη την ώρα πυροβολισμοί. Είχε σκοτωθεί ένας τεράστιος αριθμός ανθρώπων. Κάθε μέρα συγκρούονταν μεταξύ τους συμμορίες. Να αρπάξουν. Να προλάβουν. Πριν προλάβει κάποιος άλλος. Τον έναν τον κατέστρεφαν, τον άλλον τον έβαζαν φυλακή. Από το θρόνο στα τάρταρα. Από την άλλη πλευρά, ήταν σκέτη απόλαυση - να τα παρακολουθείς όλα αυτά με τα ίδια σου τα μάτια...
Στις τράπεζες ο κόσμος σχημάτιζε ουρές, ήθελαν να ιδρύσουν δικές τους επιχειρήσεις: να ανοίξουν ένα αρτοποιείο, ένα μαγαζί με ηλεκτρονικά... Έχω σταθεί κι εγώ σ' αυτή την ουρά. Μου έκανε εντύπωση πόσο πολλοί ήμασταν. Μια θείτσα με πλεκτό σκουφάκι στο κεφάλι, ένας μικρός με σπορ σακάκι, ένας γεροδεμένος χωρικός, με εγκληματική φάτσα... Εβδομήντα και χρόνια μάς μάθαιναν πως η ευτυχία δεν είναι στα λεφτά, και πως τα καλύτερα πράγματα στη ζωή είναι δωρεάν. Η αγάπη, για παράδειγμα. Έφτασε όμως να ξεστομίσουν δημόσια "κάντε εμπόριο", "πλουτίστε" και τα ξεχάσαμε όλα. Ξεχάσαμε όλα τα σοβιετικά βιβλιαράκια. Αυτοί οι άνθρωποι δεν έμοιαζαν καθόλου με εκείνους που καθόμουν κι έπαιζα την κιθάρα μου το πρωί. Τρία ακόρντα είχα μάθει όλα κι όλα. Το μοναδικό που τους συνέδεε με τους ανθρώπους της κουζίνας ήταν το ότι είχαν κι εκείνοι μπουχτίσει τις κόκκινες σημαίες κι όλο το συναφές σκουπιδαριό: τις συγκεντρώσεις της Κομσομόλ, τα μαθήματα πολιτικής ιστορίας... Ο σοσιαλισμός θεωρούσε τον άνθρωπο λιγάκι βλάκα...
Ξέρω πολύ καλά τι θα πει όνειρο. Όλα μυ τα παιδικά χρόνια παρακαλούσα να μου αγοράσουν ένα ποδήλατο και δε μου το αγόραζαν. Ζούσαμε φτωχικά. Στο σχολείο εμπορευόμουν στα κρυφά παντελόνια τζιν, στο πανεπιστήμιο σοβιετικές στρατιωτικές στολές και διάφορα άλλα σοβιετικά μικροπράγματα. Τα αγόραζαν οι ξένοι. Το συνηθισμένο πάρε δώσε. Επί σοβιετικής εποχής για κάτι τέτοιο έμπαινες μέσα τρία με πέντε χρόνια. Ο πατέρας μου με κυνηγούσε με τη λουρίδα και φώναζε: "Μαυραγορίτη! Εγώ έχυσα το αίμα μου για να υπερασπιστώ τη Μόσχα και να έχω μεγαλώσει αυτό το σκατό!". Αυτό που χτες ήταν έγκλημα σήμερα είναι μπίζνα. Αγόραζαν στο ένα μέρος καρφιά, στο άλλο σόλες για τακούνια, τα έβαζα σε μια πλαστική σακουλίτσα μαζί και τα πουλούσα ως νέο προϊόν. Έφερνα στο σπίτι λεφτά. Αγόραζα τα πάντα, γέμιζα το ψυγείο έως πάνω. Οι γονείς μου περίμεναν πως θα έρχονταν να με συλλάβουν. (Γελάει). Έκανα αγοραπωλησίες με είδη για το σπίτι. Χύτρες ταχύτητας, σκεύη για μαγείρεμα στον ατμό... τα έφερνα από τη Γερμανία με το αυτοκίνητο κι από πίσω ένα τρέιλερ γεμάτο. Το μαγαζί ανθούσε... Στο γραφείο είχα ένα χαρτοκιβώτιο, απ' το κομπιούτερ, γεμάτο λεφτά. Μόνο έτσι τα καταλάβαινα τα λεφτά. Έπαιρνα, έπαιρνα από κείνο το χαρτοκιβώτιο και δεν τελείωναν. Τα είχα αγοράσει όλα: αυτοκίνητο, διαμέρισμα, ένα "Ρόλεξ"... Θυμάμαι εκείνη τη μέθη... Να μπορείς να εκπληρώσεις όλες σου τις επιθυμίες, όλες τις μυστικές σου φαντασιώσεις. Έμαθα πολλά πράγματα για μένα τον ίδιο: Πρώτον, ότι δεν είχα γούστο, και δεύτερον πως ήμουν κομπλεξικός. Δεν ξέρω να χρησιμοποιώ τα λεφτά. Δεν ήξερα πως τα πολλά λεφτά πρέπει να δουλεύουν, πως δεν κάνει να μένουν αδρανή. Τα λεφτά δημιουργούν στον άνθρωπο μια αίσθηση όμοια με εκείνη της εξουσίας, της αγάπης... Ονειρευόμουν... Και πήγα στο Μονακό. Στο καζίνο του Μόντε Κάρλο έχασα τεράστια ποσά, πάρα πολλά λεφτά. Είχα παρασυρθεί... Ήμουν δούλος του χαρτόκουτου. Είχα λεφτά ή όχι; Πόσα; Έπρεπε να τα αυξάνω όλη την ώρα. Σταμάτησαν να με ενδιαφέρουν όσα με ενδιέφεραν παλιότερα. Η πολιτική... οι συναντήσεις... Πέθανε ο Ζαχάροφ. Πήγα να τον αποχαιρετήσω. Εκατοντάδες χιλιάδες κόσμος... Έκλαιγαν όλοι, έκλαιγα κι εγώ. Και να που πριν από λίγο καιρό διαβάζω γι' αυτόν στην εφημερίδα: "Πέθανε ο μεγάλος τρελός της Ρωσίας". Και σκέφτηκα πως είχε πεθάνει εγκαίρως. Επέστρεψε από την Αμερική ο Σολζενίτσιν, έπεσαν όλοι πάνω του. Εκείνος όμως δε μας καταλάβαινε, ούτε εμείς εκείνον. Ήταν σαν ξένος. Είχε έρθει στη Ρωσία κι έβλεπε έξω απ' τα παράθυρά του το Σικάγο...
Πώς θα ήμουν χωρίς την περεστρόικα; Ένας μηχανικός με έναν μισθουλάκο όλο κι όλο... (Γελάει). Και τώρα έχω δική μου κλινική. Έχω κάμποσες εκατοντάδες ανθρώπους που κρέμονται από πάνω μου με τις οικογένειές τους, τους παππούδες, τις γιαγιάδες τους. Εσείς συγκεντρώνεστε, σκέφτεστε, εγώ δεν έχω τέτοια θέματα. Δουλεύω νυχθημερόν. Αγόρασα τον τελευταίο εξοπλισμό, έστειλα χειρουργούς για μετεκπαίδευση στη Γαλλία. Δεν είμαι αλτρουιστής, κερδίζω πολλά. Τα έκανα όλα μόνος μου... Με τριακόσια δολάρια στην τσέπη... Άρχισα τις επιχειρήσεις με κάτι τύπους για συνεταίρους που, αν τώρα δα έμπαιναν στο δωμάτιο, θα πέφτατε κάτω. Γορίλλες σκέτοι! Με ένα άγριο βλέμμα, άλλο πράγμα! Τώρα δεν υπάρχουν πια, έχουν χαθεί σαν τους δεινόσαυρους. Κυκλοφορούσα με αλεξίσφαιρο γιλέκο, με είχαν πυροβολήσει. Αν κάποιος τρώει λιγότερο σαλάμι από μένα δε με ενδιαφέρει. Τον θέλατε όλοι τον καπιταλισμό. Τον ονειρευόσασταν! Μη φωνάζετε λοιπόν πως σας εξαπάτησαν...
Το πρωί άκουσα στην τηλεόραση για την "ανικανότητα του Γκορμπατσόφ να κυβερνήσει τη χώρα λόγω βαριάς ασθένειάς του"... είδα κάτω απ' τα παράθυρά μου τα τανκς... Τηλεφωνώ στους φίλους μου -είναι όλοι υπέρ του Γέλτσιν. Ενάντια στη χούντα. Θα τον υπερασπιστούμε τον Γέλτσιν! Ανοίγω το ψυγείο, βάζω στην τσέπη μου ένα κομματάκι τυρί. Στο τραπέζι είδα κάτι κουλουράκια, τα μάζεψα. Και για όπλο; Κάτι έπρεπε να πάρω μαζί μου... Στο τραπέζι υπήρχε ένα μεγάλο μαχαίρι κουζίνας... το κράτησα για λίγο στο χέρι μου κι ύστερα το έβαλα στη θέση του. (Άρχισε να σκέφτεται.) Και αν... και αν νικούσαν;
Τώρα δείχνουν στην τηλεόραση στιγμιότυπα: τον Ροποστροπόβιτς που είχε έρθει απ' το Παρίσι να κάθεται με ένα αυτόματο όπλο, τις κοπέλες να φιλεύουν τους στρατιώτες παγωτό... Ένα μπουκέτο λουλούδια πάνω σε ένα τανκς... Τα δικά μου στιγμιότυπα είναι διαφορετικά... Οι γιαγιάδες της Μόσχας να δίνουν σάντουιτς στους στρατιώτες και να τους βάζουν στα σπίτια τους για να χρησιμοποιήσουν την τουαλέτα. Έφεραν μια ολόκληρη μονάδα τανκς στην πρωτεύουσα και δεν είχαν προβλέψει ούτε για φαγητό ούτε για τουαλέτα! Μέσα απ' τους πυργίσκους έβγαιναν οι λεπτοί λαιμοί των παλικαριών, και να κάτι μάτια, γεμάτα φόβο. Δεν καταλαβαίνουν τίποτα. Την τρίτη μέρα πια κάθονται πάνω στα τανκς, κακόκεφοι, πεινασμένοι. Ξενυχτισμένοι. Οι γυναίκες τους περικυκλώνουν. "Παιδιά μας θα ρίξετε πάνω μας;". Οι στρατιώτες δε μιλάνε, μόνο ένας αξιωματικός γρυλίζει: "Αν μας διατάξουν, θα σας ρίξουμε". Οι στρατιώτες χάθηκαν σαν να τους πήρε ο αέρας, κρύφτηκαν από κάτω. Έτσι ήταν! Τα δικά μου στιγμιότυπα δεν ταυτίζονται με τα δικά σας... Στεκόμαστε σε κλοιό, περιμένουμε επίθεση. Κυκλοφορούν φήμες: σε λίγο θα ρίξουν αέρια, υπάρχουν ελεύθεροι σκοπευτές στις σκεπές... Μας πλησιάζει μια γυναίκα, στο σακάκι της παράσημα: "Ποιον υπερασπίζεστε; Τους καπιταλιστές;" -Ναι, εσένα τι σε κόφτει κοπελιά; Εμείς στεκόμαστε εδώ για την ελευθερία μας". -Εγώ πολέμησα για τη σοβιετική κυβέρνηση, για τους εργάτες και τους αγρότες. Όχι για τα ψιλικατζίδικα και τους συνεταιρισμούς. Αν μου έδιναν τώρα ένα αυτόματο..."
Όλα κρέμονταν από μια κλωστή. Μύριζε αίμα. Δε θυμάμαι καμία γιορτή...
Επιφυλάσσομαι για μια πιο αναλυτική παρουσίαση-αξιοποίηση στο μέλλον. Σήμερα περιορίζομαι στην αντιγραφή δύο αποσπασμάτων από τις συνεντεύξεις του βιβλίου. Θεώρησα πως είναι πολύ πιο ενδιαφέρον να μην παραθέσω φιλοσοβιετικά αποσπάσματα, από νοσταλγούς της μεγάλης σοβιετικής πατρίδας, αλλά κάποιες χαρακτηριστικές μαρτυρίες ατόμων από την αντίθετη πλευρά. Η πρώτη δείχνει ανάγλυφα τη νοοτροπία και τα "ιδανικά" αυτής της πλευράς, η δεύτερη δίνει μια διαφορετική πτυχή για το πραξικόπημα του Αυγούστου του 91' και το ζήτημα της συμπάθειας του κόσμου προς τη σοβιετική εξουσία (που έπνεε βέβαια τα λοίσθια).
Καλή ανάγνωση.
Αν είναι να πούμε για τη δεκαετία του '90... δε θα έλεγα πως ήταν όμορφη εποχή, ήταν αποκρουστική εποχή. Έγινε μια ανταλλαγή στο μυαλό κατά (σ.σ. πιθανότατα εννοεί "εκατόν...") ογδόντα μοίρες.,, Κάποιοι δεν άντεξαν και τους έστριψε, τα ψυχιατρεία γέμισαν. Επισκεπτόμουν ένα φίλο: ο ένας να φωνάζει "Είμαι ο Στάλιν! Είμαι ο Στάλιν!" και ο άλλος να λέει "Είμαι ο Μπερεζόφσκι! Είμαι ο Μπερεζόφσκι!". Είχαν ολόκληρη πτέρυγα γεμάτη με Στάλιν και Μπερεζόφσκι.. Στο δρόμο έπεφταν όλη την ώρα πυροβολισμοί. Είχε σκοτωθεί ένας τεράστιος αριθμός ανθρώπων. Κάθε μέρα συγκρούονταν μεταξύ τους συμμορίες. Να αρπάξουν. Να προλάβουν. Πριν προλάβει κάποιος άλλος. Τον έναν τον κατέστρεφαν, τον άλλον τον έβαζαν φυλακή. Από το θρόνο στα τάρταρα. Από την άλλη πλευρά, ήταν σκέτη απόλαυση - να τα παρακολουθείς όλα αυτά με τα ίδια σου τα μάτια...
Στις τράπεζες ο κόσμος σχημάτιζε ουρές, ήθελαν να ιδρύσουν δικές τους επιχειρήσεις: να ανοίξουν ένα αρτοποιείο, ένα μαγαζί με ηλεκτρονικά... Έχω σταθεί κι εγώ σ' αυτή την ουρά. Μου έκανε εντύπωση πόσο πολλοί ήμασταν. Μια θείτσα με πλεκτό σκουφάκι στο κεφάλι, ένας μικρός με σπορ σακάκι, ένας γεροδεμένος χωρικός, με εγκληματική φάτσα... Εβδομήντα και χρόνια μάς μάθαιναν πως η ευτυχία δεν είναι στα λεφτά, και πως τα καλύτερα πράγματα στη ζωή είναι δωρεάν. Η αγάπη, για παράδειγμα. Έφτασε όμως να ξεστομίσουν δημόσια "κάντε εμπόριο", "πλουτίστε" και τα ξεχάσαμε όλα. Ξεχάσαμε όλα τα σοβιετικά βιβλιαράκια. Αυτοί οι άνθρωποι δεν έμοιαζαν καθόλου με εκείνους που καθόμουν κι έπαιζα την κιθάρα μου το πρωί. Τρία ακόρντα είχα μάθει όλα κι όλα. Το μοναδικό που τους συνέδεε με τους ανθρώπους της κουζίνας ήταν το ότι είχαν κι εκείνοι μπουχτίσει τις κόκκινες σημαίες κι όλο το συναφές σκουπιδαριό: τις συγκεντρώσεις της Κομσομόλ, τα μαθήματα πολιτικής ιστορίας... Ο σοσιαλισμός θεωρούσε τον άνθρωπο λιγάκι βλάκα...
Ξέρω πολύ καλά τι θα πει όνειρο. Όλα μυ τα παιδικά χρόνια παρακαλούσα να μου αγοράσουν ένα ποδήλατο και δε μου το αγόραζαν. Ζούσαμε φτωχικά. Στο σχολείο εμπορευόμουν στα κρυφά παντελόνια τζιν, στο πανεπιστήμιο σοβιετικές στρατιωτικές στολές και διάφορα άλλα σοβιετικά μικροπράγματα. Τα αγόραζαν οι ξένοι. Το συνηθισμένο πάρε δώσε. Επί σοβιετικής εποχής για κάτι τέτοιο έμπαινες μέσα τρία με πέντε χρόνια. Ο πατέρας μου με κυνηγούσε με τη λουρίδα και φώναζε: "Μαυραγορίτη! Εγώ έχυσα το αίμα μου για να υπερασπιστώ τη Μόσχα και να έχω μεγαλώσει αυτό το σκατό!". Αυτό που χτες ήταν έγκλημα σήμερα είναι μπίζνα. Αγόραζαν στο ένα μέρος καρφιά, στο άλλο σόλες για τακούνια, τα έβαζα σε μια πλαστική σακουλίτσα μαζί και τα πουλούσα ως νέο προϊόν. Έφερνα στο σπίτι λεφτά. Αγόραζα τα πάντα, γέμιζα το ψυγείο έως πάνω. Οι γονείς μου περίμεναν πως θα έρχονταν να με συλλάβουν. (Γελάει). Έκανα αγοραπωλησίες με είδη για το σπίτι. Χύτρες ταχύτητας, σκεύη για μαγείρεμα στον ατμό... τα έφερνα από τη Γερμανία με το αυτοκίνητο κι από πίσω ένα τρέιλερ γεμάτο. Το μαγαζί ανθούσε... Στο γραφείο είχα ένα χαρτοκιβώτιο, απ' το κομπιούτερ, γεμάτο λεφτά. Μόνο έτσι τα καταλάβαινα τα λεφτά. Έπαιρνα, έπαιρνα από κείνο το χαρτοκιβώτιο και δεν τελείωναν. Τα είχα αγοράσει όλα: αυτοκίνητο, διαμέρισμα, ένα "Ρόλεξ"... Θυμάμαι εκείνη τη μέθη... Να μπορείς να εκπληρώσεις όλες σου τις επιθυμίες, όλες τις μυστικές σου φαντασιώσεις. Έμαθα πολλά πράγματα για μένα τον ίδιο: Πρώτον, ότι δεν είχα γούστο, και δεύτερον πως ήμουν κομπλεξικός. Δεν ξέρω να χρησιμοποιώ τα λεφτά. Δεν ήξερα πως τα πολλά λεφτά πρέπει να δουλεύουν, πως δεν κάνει να μένουν αδρανή. Τα λεφτά δημιουργούν στον άνθρωπο μια αίσθηση όμοια με εκείνη της εξουσίας, της αγάπης... Ονειρευόμουν... Και πήγα στο Μονακό. Στο καζίνο του Μόντε Κάρλο έχασα τεράστια ποσά, πάρα πολλά λεφτά. Είχα παρασυρθεί... Ήμουν δούλος του χαρτόκουτου. Είχα λεφτά ή όχι; Πόσα; Έπρεπε να τα αυξάνω όλη την ώρα. Σταμάτησαν να με ενδιαφέρουν όσα με ενδιέφεραν παλιότερα. Η πολιτική... οι συναντήσεις... Πέθανε ο Ζαχάροφ. Πήγα να τον αποχαιρετήσω. Εκατοντάδες χιλιάδες κόσμος... Έκλαιγαν όλοι, έκλαιγα κι εγώ. Και να που πριν από λίγο καιρό διαβάζω γι' αυτόν στην εφημερίδα: "Πέθανε ο μεγάλος τρελός της Ρωσίας". Και σκέφτηκα πως είχε πεθάνει εγκαίρως. Επέστρεψε από την Αμερική ο Σολζενίτσιν, έπεσαν όλοι πάνω του. Εκείνος όμως δε μας καταλάβαινε, ούτε εμείς εκείνον. Ήταν σαν ξένος. Είχε έρθει στη Ρωσία κι έβλεπε έξω απ' τα παράθυρά του το Σικάγο...
Πώς θα ήμουν χωρίς την περεστρόικα; Ένας μηχανικός με έναν μισθουλάκο όλο κι όλο... (Γελάει). Και τώρα έχω δική μου κλινική. Έχω κάμποσες εκατοντάδες ανθρώπους που κρέμονται από πάνω μου με τις οικογένειές τους, τους παππούδες, τις γιαγιάδες τους. Εσείς συγκεντρώνεστε, σκέφτεστε, εγώ δεν έχω τέτοια θέματα. Δουλεύω νυχθημερόν. Αγόρασα τον τελευταίο εξοπλισμό, έστειλα χειρουργούς για μετεκπαίδευση στη Γαλλία. Δεν είμαι αλτρουιστής, κερδίζω πολλά. Τα έκανα όλα μόνος μου... Με τριακόσια δολάρια στην τσέπη... Άρχισα τις επιχειρήσεις με κάτι τύπους για συνεταίρους που, αν τώρα δα έμπαιναν στο δωμάτιο, θα πέφτατε κάτω. Γορίλλες σκέτοι! Με ένα άγριο βλέμμα, άλλο πράγμα! Τώρα δεν υπάρχουν πια, έχουν χαθεί σαν τους δεινόσαυρους. Κυκλοφορούσα με αλεξίσφαιρο γιλέκο, με είχαν πυροβολήσει. Αν κάποιος τρώει λιγότερο σαλάμι από μένα δε με ενδιαφέρει. Τον θέλατε όλοι τον καπιταλισμό. Τον ονειρευόσασταν! Μη φωνάζετε λοιπόν πως σας εξαπάτησαν...
-.-
Το πρωί άκουσα στην τηλεόραση για την "ανικανότητα του Γκορμπατσόφ να κυβερνήσει τη χώρα λόγω βαριάς ασθένειάς του"... είδα κάτω απ' τα παράθυρά μου τα τανκς... Τηλεφωνώ στους φίλους μου -είναι όλοι υπέρ του Γέλτσιν. Ενάντια στη χούντα. Θα τον υπερασπιστούμε τον Γέλτσιν! Ανοίγω το ψυγείο, βάζω στην τσέπη μου ένα κομματάκι τυρί. Στο τραπέζι είδα κάτι κουλουράκια, τα μάζεψα. Και για όπλο; Κάτι έπρεπε να πάρω μαζί μου... Στο τραπέζι υπήρχε ένα μεγάλο μαχαίρι κουζίνας... το κράτησα για λίγο στο χέρι μου κι ύστερα το έβαλα στη θέση του. (Άρχισε να σκέφτεται.) Και αν... και αν νικούσαν;
Τώρα δείχνουν στην τηλεόραση στιγμιότυπα: τον Ροποστροπόβιτς που είχε έρθει απ' το Παρίσι να κάθεται με ένα αυτόματο όπλο, τις κοπέλες να φιλεύουν τους στρατιώτες παγωτό... Ένα μπουκέτο λουλούδια πάνω σε ένα τανκς... Τα δικά μου στιγμιότυπα είναι διαφορετικά... Οι γιαγιάδες της Μόσχας να δίνουν σάντουιτς στους στρατιώτες και να τους βάζουν στα σπίτια τους για να χρησιμοποιήσουν την τουαλέτα. Έφεραν μια ολόκληρη μονάδα τανκς στην πρωτεύουσα και δεν είχαν προβλέψει ούτε για φαγητό ούτε για τουαλέτα! Μέσα απ' τους πυργίσκους έβγαιναν οι λεπτοί λαιμοί των παλικαριών, και να κάτι μάτια, γεμάτα φόβο. Δεν καταλαβαίνουν τίποτα. Την τρίτη μέρα πια κάθονται πάνω στα τανκς, κακόκεφοι, πεινασμένοι. Ξενυχτισμένοι. Οι γυναίκες τους περικυκλώνουν. "Παιδιά μας θα ρίξετε πάνω μας;". Οι στρατιώτες δε μιλάνε, μόνο ένας αξιωματικός γρυλίζει: "Αν μας διατάξουν, θα σας ρίξουμε". Οι στρατιώτες χάθηκαν σαν να τους πήρε ο αέρας, κρύφτηκαν από κάτω. Έτσι ήταν! Τα δικά μου στιγμιότυπα δεν ταυτίζονται με τα δικά σας... Στεκόμαστε σε κλοιό, περιμένουμε επίθεση. Κυκλοφορούν φήμες: σε λίγο θα ρίξουν αέρια, υπάρχουν ελεύθεροι σκοπευτές στις σκεπές... Μας πλησιάζει μια γυναίκα, στο σακάκι της παράσημα: "Ποιον υπερασπίζεστε; Τους καπιταλιστές;" -Ναι, εσένα τι σε κόφτει κοπελιά; Εμείς στεκόμαστε εδώ για την ελευθερία μας". -Εγώ πολέμησα για τη σοβιετική κυβέρνηση, για τους εργάτες και τους αγρότες. Όχι για τα ψιλικατζίδικα και τους συνεταιρισμούς. Αν μου έδιναν τώρα ένα αυτόματο..."
Όλα κρέμονταν από μια κλωστή. Μύριζε αίμα. Δε θυμάμαι καμία γιορτή...