Την περασμένη
κυριακή, η εφημερίδα «δημοκρατία» νομίζω πρόσφερε στους αναγνώστες της μια
σημαία του βυζαντίου, με αφορμή την επέτειο της άλωσης της πόλης, πιθανότατα
για να τους προειδοποιήσει για τον άμεσο κίνδυνο που διέτρεχε η πατρίδα, αν
αλώσουν την εξουσία «τα σκυλιά, οι αριστεροί» -να ‘ταν κιόλας- και να φτιάξουν
τζαμί στο κέντρο της αθήνας, όπως έγινε δηλ η αγια-σοφιά. Νομίζω βέβαια πως
αυτή είναι η σημαία του βασιλείου της τραπεζούντας, που την πήραν αργότερα οι
παλαιολόγοι και ότι ως τότε οι βυζαντινοί είχαν, όπως κι οι ρωμαίοι, απλά έναν
αετό ως έμβλημα. Αλλά κι έτσι να είναι, ας μην αφήσουμε μια ασήμαντη
λεπτομέρεια να χαλάσει μια τόσο ωραία ιστορία, τρισχιλιόχρονη και
ελληνοχριστιανική. Παρόλα αυτά η «δημοκρατία» έμεινε ένα κλικ πίσω σε
γραφικότητα από την πιο σκληρή «ελεύθερη ώρα» που προετοίμαζε τους δικούς της αναγνώστες
για εμφύλιο πόλεμο, προσφέροντας ένα καλτ αντικομμουνιστικό πόνημα της δεκαετίας
του 40’ με τον τρομερό τίτλο «πώς θα γίνει ο τρίτος γύρος».
Οι ιστορίες
κι οι αφηγήσεις που έχουν σωθεί για την άλωση της πόλης, προσφέρονται για μια
σειρά συνειρμούς με τα καθ’ ημάς στο κομμουνιστικό κίνημα κι όχι μόνο επειδή οι
διάφορες μεταξύ μας διαφωνίες κι αντιπαραθέσεις φαίνονται πολλές φορές σχολαστικές
βυζαντινολογίες στον απλό κόσμο. Η ύπαρξη της κερκόπορτας μπορεί να
αμφισβητείται ιστορικά, αλλά καταδεικνύει σε συμβολικό επίπεδο τους εχθρούς στα
ενδότερα σε ρόλο πέμπτης φάλαγγας ή τις εσωτερικές αντιφάσεις που αλώνουν το
κάστρο από μέσα. Ο μύθος του μαρμαρωμένου
βασιλιά στην κόκκινη μηλιά παρουσιάζει συγκλονιστικές ομοιότητες με την
ταρριχευμένη μούμια του λένιν και το μαυσωλείο στην κόκκινη πλατεία. Και το
έκτο δάχτυλο της λαϊκής ιδεοληψίας για
τον εξαδάχτυλο παλαιολόγο που την έχασε (την πόλη) και τον εξαδάχτυλο τάχα κοκό
(που θα την ξαναπάρει, μετατρέπεται σε προχωρημένη τριχόπτωση και φαλάκρα. Ο
φαλακρός βλαδίμηρος την οικοδόμησε (η σοβιετία), ο καραφλός πράκτωρ γκόρμπι της
αστικής τάξης τη διέλυσε και καραφλός θε να την πάρει πίσω. Αλλά αυτός δεν
πρόκειται να είναι προφανώς ο ζιουγκάνοφ του κουκουρούκου, αν και θα ήταν
αρκετά καλός ως πρόεδρος στα διαγγέλματα.
Μπορούν
επίσης να γίνουν διάφοροι συνειρμοί σε θρησκευτικό-εκκλησιαστικό επίπεδο –που κι
αυτό με τη σειρά του αντανακλούσε βαθύτερες κοινωνικές σχέσεις. Το σχίσμα των
δύο εκκλησιών το 1054 θυμίζει εξωτερικά το σινοσοβιετικό σχίσμα στη δεκαετία
του 60’ και τις οικουμενικές συνόδους των κκ που συντάσσονταν με το πατριαρχείο
της μόσχας, για να καταδικάσουν διάφορες παρεκκλίσεις κι αιρέσεις της κομμουνιστικής
ορθοδοξίας. Ενώ η εικονομαχία στα χρόνια των ίσαυρων μεταξύ των δύο αντικρουόμενων
πλευρών (εικονομάχοι κι εικονολάτρες) θυμίζουν φαινομενικά τη διαμάχη γύρω από
τη φυσιογνωμία του κκε και τα ‘κονίσματα, όπως τα έλεγε ο χαρίλαος.
Συνδετικός
κρίκος με τα δικά μας ζητήματα είναι κατά μία έννοια και η δίτομη επισκόπηση της
βυζαντινής ιστορίας του τηλέμαχου λουγγή, που πέρασε από σαράντα κύματα μέχρι
να βγει στην τελική του μορφή, αλλά κατά τη γνώμη μου ήταν μάλλον κατώτερο των
προσδοκιών στο δεύτερο σκέλος της, αφενός λόγω της μακρόχρονης αναμονής που
ανέβασε πολύ ψηλά τον πήχη τους, αφετέρου λόγω αντικειμενικών δυσκολιών, καθώς,
όπως παραδέχεται εισαγωγικά κι ο λουγγής, όταν ξεκινούσε τη συγγραφή της στη
δεκαετία με τις βάτες, πίστευε πως η ολοκλήρωσή της βάση προγραμματισμού θα
ήταν καρπός συλλογικής προσπάθειας και δεν μπορούσε προφανώς να φανταστεί και
να προβλέψει όσα θα ακολουθούσαν στο δυναμικό του κόμματος και του κμε.
Περισσότερο
απ’ όλα πάντως η ιστορίας της άλωσης και η κατάσταση που επικρατούσε στο
εσωτερικό της πόλης και το στρατόπεδο των υπερασπιστών της, με τους ενωτικούς
που φαίνονταν στα μάτια του απλού κόσμου σαν ενδοτικοί και τους ανθενωτικούς,
που υπονόμευαν ανοιχτά την άμυνα της πόλης, γιατί προτιμούσαν να τη δουν
υποταγμένη στους τούρκους, παρά στον πάπα, θυμίζει συνειρμικά τη σημερινή
εικόνα της ευρώπης, με μια άλλη ένωση, όχι των εκκλησιών, αλλά την ευρωπαϊκή
και τα δύο (θεωρητικά) αντιμαχόμενα στρατόπεδα, που συμπληρώνουν το ένα το
άλλο: των ενωτικών και των ευρωσκεπτικιστών. Κανένα από τα δύο όμως δεν προσφέρει
πραγματική διέξοδο και σωτηρία για το λαό της πόλης.
Τους πιο
ενδιαφέροντες συνειρμούς ωστόσο του προσφέρει η κομμούνα της θεσσαλονίκης, όπως
την ονομάζει ο ιστορικός κορδάτος με τον συνήθως απολαυστικά ωμό υλισμό του.
Θυμάμαι μάλιστα ένα σφο που είχε προτείνει κάποτε την κομμούνα ως θέμα μιας
προφεστιβαλικής εκδήλωσης που έπρεπε να ετοιμάσουμε, αλλά ήταν αντικειμενικά
έξω από την εμβέλεια των δικών μας δυνατοτήτων. Κι ένας άλλος σφος έλεγε
γελώντας να αξιοποιήσουμε και τα φύλλα από το αρχείο του ριζοσπάστη της εποχής.
Οι ζηλωτές μπορεί να μην είχαν βέβαια ριζοσπάστη κι εφημερίδα, υπήρχε όμως ένα
οργανωμένο (ας το πούμε) κόμμα, που στηριζόταν πολύ στους ναυτεργάτες κι υπήρχε
μάλιστα και ένας δημοφιλής επικεφαλής τους, που ήταν κάτι σαν τον αντίστοιχο
τσιμπόγλου εκείνων των χρόνων.
Ο
κορδάτος προειδοποιεί πως δεν πρέπει να συγχέουμε τους ζηλωτές με τους κομμουνιστές,
ούτε το καθεστώς τους με κάποια εκδοχή πρώιμου κομμουνισμού –αν και ο ίδιος το
αποκαλεί, σχηματικά ίσως, λαϊκή δημοκρατία. Η κομμούνα των ζηλωτών μοιάζει περισσότερο
μάλλον με τις πρώτες αστικές επαναστάσεις στις εμπορικές ιταλικές πόλεις, την
προσωρινή τους επικράτησε και την ήττα τους. Αν και όπως τα διηγείται ο
κορδάτος {που προσπαθεί να βγάλει άκρη από τις πηγές των αντιπάλων –γιατί οι
λαοί γράφουν την ιστορία, αλλά οι νικητές τη συγγράφουν} η περιβόητη μεσαία
τάξη δε στάθηκε συνεπής, όπως τα λαϊκά στρώματα, στην υπεράσπιση της εξουσίας
των ζηλωτών, γιατί σταδιακά άρχισαν να θίγονται και τα δικά της συμφέροντας –όπως
ακριβώς δηλ στις αστικές επαναστάσεις του 19ου αιώνα.
Παρόλα
αυτά μια σύντομη αναφορά στα πεπραγμένα της επταετίας των ζηλτών (1342-49),
αρκεί για να τους φέρει πιο μπροστά (ακόμα και με τα σημερινά μέτρα για το τι
είναι προοδευτικό και τι όχι) από διάφορες επίδοξες αριστερές κυβερνήσεις, που
είναι ζήτημα αν θα τα βάλουν πχ με την εκκλησία και την αμύθητη περιουσία της,
για να προχωρήσουν έστω σε έναν εκσυγχρονισμό αστικού τύπου.
Από τους κατήγορους των ζηλωτών ξέρουμε
τα εξής: κατάσχεσαν τις περιουσίες των ευγενών, που πήραν εχθρική στάση και συνεργάζονταν με τον καντακουζηνό. Ακόμα
υποχρέωσαν όλους εκείνους τους ευγενείς, που έμειναν μέσα στη θεσσαλονίκη να
δώσουν μέρος από τον πλούτο τους, για να συντηρηθούν οι φτωχοί κι οι
στρατιώτες. Πήραν από τις εκκλησίες και τα μοναστήρια τους θησαυρούς τους, για
να θρέψουν και να οπλίσουν τους στρατιώτες της δημοκρατικής πολιτείας.
Καθιέρωσαν άμεσες εισφορές για τα έξοδα του πολέμου. Κατάργησαν τη γερουσία,
που ήταν θεσμός αντιδραστικός και όργανο των ευγενών. Προνόμια δεν υπήρχαν πια.
Όλοι οι πολίτες ήταν ίσοι μπροστά στο νόμο και είχαν τα ίδια δικαιώματα. Ούτε η
ηλικία έπαιζε κανένα ρόλο. Οι νέοι από τα 18 και πάνω μπορούσαν να διοριστούν
σε κρατικές θέσεις και να έχουν γνώμη στις λαϊκές συνελεύσεις. Αναδιοργάνωσαν
τη δικαιοσύνη και οι δικαστές εκλέγονταν από το λαό. Όλοι οι παλιοί νόμοι και
θεσμοί, που προστάτευαν και κατοχύρωναν την προνομιακή θέση των ευγενών, των
πλουτοκρατών και του κλήρου καταργήθηκαν. Ακόμα εξισώθηκαν με τους ντόπιους κι
οι ξένοι κάτοικοι, που ανήκανε στα κατώτερα στρώματα του πληθυσμού και πήγαν με
το μέρος των ζηλωτών.
Εκκρεμούν
κάποιες συνειρμικές σκέψεις περί ακμής, παρακμής, βαρβάρων και αδύναμου κρίκου,
αλλά ας τις κρατήσουμε κάβα για κάποια άλλη φορά έχοντας τη βαθιά πεποίθηση και
γνώση, βάση του διαλεκτικού υλισμού, πως…
…πάλι με χρόνια με καιρούς, πάλι δικά μας θα ‘ναι