Ο πυρήνας του σημερινού κειμένου είναι παρμένος από μια ανάρτηση στην ιστοσελίδα ατέχνως, που βρίσκεται σε δοκιμαστικό στάδιο και θα κυκλοφορήσει στο διαδικτακό αέρα μες στον επόμενο μήνα. Τα αποσπάσματα που θα διαβάσετε παρακάτω είναι παρμένα από το βιβλίο του γιώργου φαρσακίδη "πολιτιστικά κι ευτράπελα από τα στρατόπεδα εξορίστων".
Καταρχάς αντιγράφω κι αναδημοσιεύω τα χριστουγεννιάτικα κάλαντα των εξορίστων του αϊ-στράτη, που δημοσιεύτηκαν στο παράνομο στρατοπεδικό τους περιοδικό (και τα οποία έχουν δημοσιευτεί και εδώ από τον οικοδόμο).
Χριστούγεννα
του 1948
Χριστός
γεννάται σήμερον εδώ στην εξορία
αλλά
με τρόπο ανώμαλο και με ταλαιπωρία
γιατί
σαν το έμαθε ο «Βαν Φλιτ» έγινε θηριώδης
κι
αφρίζων και μαινόμενος σαν βασιλεύς Ηρώδης
συνέλαβε
αυτοστιγμεί χωρίς κανέναν λόγον
τον
Ιωσήφ, την Παναγιά, τη φάτνη των αλόγων
και
τελικά της γένεσης εφέτος το μυστήριον
συνετελέσθη
στου σχολειού μέσα το κρατητήριον!
Καλήν
εσπέραν άρχοντες κι αν είναι ο ορισμός σας
Χριστού
την Θείαν γένεση να πω στ’ αρχοντικό σας
Καλήν
εσπέραν άρχοντα γέρο Κατσουλιδάκη
που
με την άλλη αλεπού, με τον Παπουτσιδάκη
κι
οι δυο χριστουγεννιάτικα κι οι δυο πάνω στην ώρα
ήρθατε
στους εξόριστους σαν μάγοι με τα δώρα
κι
αντί λιβάνου και χρυσού, αντί χαράς κι ελπίδας
φέρατε
ως δώρο τη γνωστή περικοπή μερίδας…
Χριστός
γεννάται σήμερον εν Βηθλεέμ τη πόλη
οι
ουρανοί αγάλλονται, χαίρει η κτίση όλη
και
τα φτωχά στομάχια μας αγάλλονται επίσης
γιατί
ύστερα από βάσανα και πόνους και στερήσεις
θα
κάνουμε Χριστούγεννα με μια γενναία μάσα
ογδόντα
δράμια χοιρινό μαγειρευτό με πράσα!
Κι εν συνεχεία τα πρωτοχρονιάτικα κάλαντα, στο κλίμα των ημερών.
Πρωτοχρονιά
1948
Άγιος
Βασίλης έφθασε από την Καισαρεία
να
φέρει την πρωτοχρονιά κι εδώ στην εξορία
Ο
Άη Βασίλης έφτασε σαν πάντοτε στην ώρα του
και
σ’ όλους τους εξόριστους εμοίρασε τα δώρα του.
Στους
υπεραισιόδοξους για την χρονιά ετούτη
έφερε
μπρίκια του καφέ κι απ’ ένα καφεκούτι
να
ψήνουνε συχνά καφέ να ρίχνουν στο φλιτζάνι
και
πλήθος αρματαγωγών να βλέπουν στο λιμάνι.
Και
στους απαισιόδοξους που εδήλωσαν σαφώς:
Πως
ίσως το 62’ θα δούμε κάποιο φως!
Τους
έφερε καραμπογιά και μπλακ ένα βαρέλι
Ν’
αλείψουνε τα μούτρα και τ’ άλλα τους τα μέρη.
Σ’
αυτούς που ‘χουν συνήθεια πάντα πρωί και βράδυ
μέσα
στους δρόμους του χωριού κι ιδίως στο πηγάδι,
να
ενεργούν ανίχνευση ως και κατασκοπεία
στων
γυναικών τα θελκτικά τουριστικά τοπία
απ’
ένα τηλεσκόπιο τους έφερε εφέτος
για
να μπορούν το έργο τους να εκτελούν ανέτως!
Έτσι
σε όλους μοίρασε ο Άγιος τα δώρα του
και
πριν να φύγει απ’ το νησί, πίσω ξανά στη χώρα του,
μας
είπε συνωμοτικά, μήπως τον δει κανένας,
«Παιδιά του χρόνου
λεύτεροι, στα σπίτια του ο καθένας».
Όπως διαβάζουμε στην υποσημείωση του βιβλίου, ο στίχος
«ίσως το ’62 θα δούμε κάποιο φως» στάθηκε προφητικός, καθώς μόλις το 1962
πραγματοποιήθηκε η διάλυση του στρατοπέδου.
Συμπληρωματικά προς τα παραπάνω, αντιγράφω μια "αγιοβασιλίτικη" ιστορία από το ίδιο βιβλίο, όπου ο φαρσακίδης αφηγείται μια φάρσα που σκάρωσαν πρωτοχρονιάτικα στο συνεξόριστό τους θεατράνθρωπο, χρήστο δαγκλή.
Ο
Αϊ-Βασίλης ο Πρίαπος
Την
επόμενη ζαβολιά, τη σκαρώσαμε παραμονή της Πρωτοχρονιάς, μ’ όλο που ξέραμε ότι
ο Χρήστος (σ.σ.: Δαγκλής) δεν πολυσήκωνε «πλάκες».
Τον
παρακολουθούσαμε μέσα στ’ αγιάζει, περασμένα μεσάνυχτα, ν’ αποτελειώνει το
σκηνικό της πρωτοχρονιάτικής μας επιθεώρησης του 1952. Στο βάθος του σκηνικού
είχε ζωγραφίσει έναν τεράστιο, πολύχρωμο κι ολοτσίτσιδο Αϊ-Βασίλη εν είδει
τρίτωνα, να καβαλάει τα κύματα.
-Θα
πεταχτώ, μας είπε, ως τη σκηνή να βάλω κάτι στο στόμα μου και θα γυρίσω ν’
αποτελειώνω το φόντο.
Ε,
πώς να μην έμπαινα στον πειρασμό και να μη συμπλήρωνα την ολόγυμνη φιγούρα του
Αϊ-Βασίλη με κείνο, που λόγω στρατοπεδικής αιδούς, είχε παραλείψει να βάλει.
Έτσι
επιστρέφοντας, ο Χρήστος είδε κατάπληκτος τον Αϊ-Βασίλη του να έχει αποκτήσει
το κατ’ εξοχήν γνώρισμα της ανδρική του υπόστασης και μάλιστα σε διαστάσεις που
θα τις ζήλευε κι ο ίδιος ο Πρίαπος.
-Μα
τι γίνεται εδώ; Ποιος το ζωγράφισε; Βάζει φωνή και γίνεται έξω φρενών.
Εμείς
τσιμουδιά μπροστά σε κείνο το ξέσπασμα. «Μήτε είδαμε, μήτε ακούσαμε τίποτα».
-Γρήγορα
τον στρατοπεδάρχη, επιμένει ο Χρήστος κι ανυπομονώντας, κίνησε να τον φέρει ο
ίδιος. Ευκαιρία για εμάς να ξεκαρφιτσώσουμε απλά, το αίτιο της τόσης οργής του
δασκάλου.
Σε
λίγο τον βλέπουμε να επιστρέφει μαζί με έναν αγουροξυπνημένο μπάρμπα-Κανάκη.
-Μα
είναι ανεπίτρεπτο, ακούμε να του λέει ο Χρήστος και σηκώνει το χέρι να του
δείξει το «ανοσιούργημα».
-Πού
είναι, ρωτάει ο μπάρμπα-Κανάκης και στο επίμαχο σημείο μήτε μια γρατζουνιά!
-Μα
σας βεβαιώνω, ψελλίζει ο Χρήστος, εδώ ακριβώς, και μάλιστα τεραστίων
διαστάσεων.
-Πήγαινε
ξεκουράσου παιδί μου, του λέει εκείνος με κατανόηση. Δε φαντάζεσαι τι παιχνίδια
σκαρώνει του ανθρώπου η κούραση!
Και
φυσικά, μήτε τότε, μήτε κι αργότερα τολμήσαμε να ομολογήσουμε το «έγκλημά» μας
στο Δάσκαλο.
Σχετικό με το παραπάνω περιστατικό είναι κι ένα ακόμα ευτράπελο που καταγράφει ο φαρσακίδης στην ιστορία-υποκεφάλαιο με τίτλο "Τσούκας,
Φάκας, Κατσαμάκας".
Μετά
τη Μακρόνησο, ο Φάκας και η παρέα του, ένα τρίο ομοούσιο και αχώριστο, είχαν
τροφοδοτήσει το στρατόπεδο του Αϊ-Στράτη με καινούρια «μαργαριτάρια».
Ο
Τσάπας κι ο Κατσαμάκας είχαν διαβάσει σε εφημερίδα κουτσομπολιά για τον
«πριαπισμό» του Σοφοκλή Βενιζέλου, που χορεύοντας, όπως έλεγαν, είχε
σκανταλίσει τη Φρειδερίκη.
-Ρε
Γιώργη, τι είναι αυτός ο πριαπισμός; Ρωτάνε το Φάκα, καθότι τον είχαν αποδεχτεί
σα μαρξιστικά διαβασμένο.
Κι
ο Φάκας σνομπάροντας την άγνοιά τους:
-Α
ρε κακαβάνια, τους λέει, διαβάστε λίγο και μαρξισμό να τα ξέρετε. Α μπρε, ο
κομμουνισμός, ο σοσιαλισμός, ο πριαπισμός, όλα δικά μας!
Όλα δικά μας.
Όπως καλό είναι να αποκτήσετε το παραπάνω βιβλίο, που περιέχει πολλά τέτοια περιστατικά σπάνιας και ιδιαίτερης ανθρωπιάς.
Αντί επιλόγου, κλείνω τη σημερινή ανάρτηση με όσα σημειώνει ο συγγραφέας στο προλογικό σημείωμα της έκδοσης.
Παλιά μια κοπέλα είχε δει τα μακρονησιώτικα σχέδιά μου. Ταραγμένη, είχε σωπάσει για λίγο και μετά: "Ξέρεις", μου λέει, "προτού σας γνωρίσω, αν τα έβλεπα θα έλεγα, πως, όποιος τα έζησε, άλλο πια δε θα γελούσε ποτέ του".
Και όμως, είτε η θύμηση ζωντανέψει τα τότε, είτε σε κουβέντα με συντρόφους παλιούς, και τα χειρότερα ακόμα που είχαμε ζήσει θα φαντάξουν δεμένα με το γέλιο, το καλαμπούρι, το πείραγμα.
Το γέλιο στάθηκε ένας πολύτιμος σύντροφος σε δύσκολες ώρες. Θυμάμαι στο Μακρονήσι γελούσαμε συχνά, γελούσαμε πολύ. Με τη λύσσα του αλφαμίτη, με την κούρασή του να μας χτυπάει. Με την τρέλα, τον πόνο, με τις πληγές μας. Με ό,τι σήμερα πια δε θα γελούσες ποτέ.
Με το γέλιο δεμένες κι οι πρώτες απόπειρες για ψυχαγωγία. Τα ανέκδοτα, το αστείο, το πείραγμα, στάθηκαν το ζωογόνο αντίδοτο στις καταλυτικές επιπτώσεις μιας πολύχρονης κράτησης.
Και μπήκα στον πειρασμό, να καταγράψω, ξαναζώντας ότι έχει περισώσει η μνήμη. Και μέσα απ' αυτά και η πληροφόρηση του ανυποψίαστου αναγνώστη, για κάποιες ιδιαιτερότητες της στρατοπεδικής μας ζωής αλλά και τη σφυρηλατημένη, σε ώρες δοκιμασίας, συντροφικότητα.
Διαβάζοντας τούτα τα κείμενα, φίλος μου, γιατρός και ταξίαρχος, μου είχε πει με συγκίνηση:
Παλιά μια κοπέλα είχε δει τα μακρονησιώτικα σχέδιά μου. Ταραγμένη, είχε σωπάσει για λίγο και μετά: "Ξέρεις", μου λέει, "προτού σας γνωρίσω, αν τα έβλεπα θα έλεγα, πως, όποιος τα έζησε, άλλο πια δε θα γελούσε ποτέ του".
Και όμως, είτε η θύμηση ζωντανέψει τα τότε, είτε σε κουβέντα με συντρόφους παλιούς, και τα χειρότερα ακόμα που είχαμε ζήσει θα φαντάξουν δεμένα με το γέλιο, το καλαμπούρι, το πείραγμα.
Το γέλιο στάθηκε ένας πολύτιμος σύντροφος σε δύσκολες ώρες. Θυμάμαι στο Μακρονήσι γελούσαμε συχνά, γελούσαμε πολύ. Με τη λύσσα του αλφαμίτη, με την κούρασή του να μας χτυπάει. Με την τρέλα, τον πόνο, με τις πληγές μας. Με ό,τι σήμερα πια δε θα γελούσες ποτέ.
Με το γέλιο δεμένες κι οι πρώτες απόπειρες για ψυχαγωγία. Τα ανέκδοτα, το αστείο, το πείραγμα, στάθηκαν το ζωογόνο αντίδοτο στις καταλυτικές επιπτώσεις μιας πολύχρονης κράτησης.
Και μπήκα στον πειρασμό, να καταγράψω, ξαναζώντας ότι έχει περισώσει η μνήμη. Και μέσα απ' αυτά και η πληροφόρηση του ανυποψίαστου αναγνώστη, για κάποιες ιδιαιτερότητες της στρατοπεδικής μας ζωής αλλά και τη σφυρηλατημένη, σε ώρες δοκιμασίας, συντροφικότητα.
Διαβάζοντας τούτα τα κείμενα, φίλος μου, γιατρός και ταξίαρχος, μου είχε πει με συγκίνηση:
"Θαύμαζα πάντα την
ανιδιοτελή προσφορά σας και σας είχα κατατάξει σ' ένα ξέχωρο είδος ανθρώπων,
ρομαντικών και απόμακρων. Τώρα όμως, είναι σαν να σας έζησα και σας έχω νοιώσει
τόσο, μα τόσο, κοντινούς και οικείους"!