Σάββατο 19 Οκτωβρίου 2024

Οι σκλαβωμένοι δε γιορτάζουνε ποτέ

Απελευθέρωση, απελευθέρωση... Χμμμ. Τι είναι δηλαδή αυτή η απελευθέρωση, ε; Τι την θέτε, τέλος πάντων, εσείς αυτήν την απελευθέρωση, μου λέτε;


Αυτή πια -η 12η Οκτώβρη- δεν είναι επέτειος αλλά η Αλεζία από το Αστερίξ, που κανείς τους δε θέλει να θυμάται, θα την ψάχνει ο ιστορικός του μέλλοντος στα σχολικά βιβλία και δε θα την βρίσκει πουθενά, χαμένη στο χρονοντούλαπο της λήθης, που στέκει ετυμολογικά στον αντίποδα της αλήθειας -και δεν έγινε τυχαία σύνθημα και στάση ζωής του ΠΑΣΟΚ.

Κι έτσι το επίσημο κράτος τιμάει την ένδοξη «Ζεγκόβια» στις 28 του μήνα, όταν το γαλατικό χωριό είπε το δικό του ΟΧΙ, ενώ ο Λουδοβίκος Μεταξάς -που θα τον λέγαμε Βερσιγκετόριγα, αν δεν είχε μια σειρά λόγους να ζηλεύει το κύρος και τη νομιμοποίηση που απολάμβαναν οι αρχηγοί εκείνων των αρχαίων φύλων, όπως σημειώνει κάπου ο Ένγκελς- είπε σε άπταιστα γαλλικά «αλόρ σ’ε λα γκερ» στον πρέσβη του Καίσαρα Μουσολίνιους. Μια φράση χαμένη στη μετάφραση, που αποδόθηκε ψευδώς ως «περήφανη άρνηση», καθώς η επίσημη ιστορία έχει πέσει στη χύτρα με τα παραμύθια, όταν ήτανε μικρή.

Κάπως έτσι μεταφράζουν στη γλώσσα τους και την ελευθερία -την επανάσταση, που την κάνουν τα νέα προϊόντα, κοκ.

Η ελευθερία για αυτούς είναι πράγματα μικρά και ασήμαντα. Να μπορείς να βρίζεις ανέξοδα τους από πάνω -πχ «Μητσοτάκη γαμιέσαι»- και να αλλάζεις δυνάστη με εκλογές -για να λες «Ανδρουλάκη γαμιέσαι, Κανσελάκη γαμιέσαι κοκ». Οι κρατούντες επιτρέπουν τα «προστυχόλογα» αρκεί να μη γίνουν πράξεις πρόστυχες, όπως η απεργία και η ανυπακοή, που αμφισβητούν τους ρόλους του παιχνιδιού.

Ξεχνάν βολικά -σαν την Κύπρο- το δίλημμα «Ελευθερία ή θάνατος», καθώς η ζωούλα εν τάφω και η επιβίωση είναι υπέρτατη αξία. Μα ποιος τα αναμασά πια, τη σήμερον ημέρα, αυτά τα αναχρονιστικά και τα κάνει σημαία του; Ανεξαρτησία γύρευες κι εσύ, τρέχεις με όποιον φτάνει κι όποιον σου βρεθεί -κι ούτε καν να σου σταθεί, σε μια ώρα ανάγκης, όπως στον Αττίλα. Γιατί να σε αγαπάω δηλαδή και να τραγουδώ τον ύμνο σου, που ξέχασες ποιον ακριβώς υμνούσε (τη συνείδηση της αναγκαιότητας).

Για εμάς πάλι η εθνική ανεξαρτησία στην καλύτερη είναι κρίκος για να βρούμε τον αδύναμο κρίκο της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας. Κι ο λαός δεν έχει να χάσει παρά μόνο τους κρίκους του, που τον δένουν σε αυτό το σάπιο σύστημα, αρκεί να μην τους δει σαν κόσμημα που ομορφαίνουν τη μισθωτή σκλαβιά του. Μα η χειρότερη σκλαβιά είναι όταν αγαπάς τα δεσμά σου -ενίοτε και τον δεσμοφύλακα. Αγάπα το κελί σου, τρώγε το σανό σου -και τα ψίχουλα που μας ρίχνουν- και αποχαυνώσουν στην τιβί.

Η ελευθερία για αυτούς είναι ξέρω εγώ η Αρβανιτάκη -αρκεί να μη θυμάται τα νιάτα της και να μην πηγαίνει να τραγουδά στο Φεστιβάλ. Κι εμείς, στο δικό τους αφήγημα, είμαστε μια «Οπισθοδρομική Κομπανία» -πολλοί την μπερδεύουν με τα «Παιδιά απ’ την Πάτρα» του Πελετίδη- που όμως παλεύει για να φέρει στο σήμερα την κοινωνία του μέλλοντος.

Μα η ελευθερία για εμάς είναι μια ωραία γυναίκα. Ή έστω άντρας. Ή ένα άτομο με δυσφορία φύλου και δικαίωμα να κάνει οικογένεια -κι μην το υπερψηφίσαμε. Σε κάθε περίπτωση, δεν είναι όμως κάνα χοντρογούρουνο αστικό. Κι αυτό δεν είναι σπισισμός ή χοντροφοβία -ούτε ομοφοβία. Είναι κοινωνική ανάλυση. Γιατί η απελευθέρωση, αν δε θέλουμε να είναι απλές συλλαβές και ρίγες στη σημαία- είναι πρωτίστως κοινωνική, με ταξικό πρόσημο -αλλιώς δε θα υπάρξει.

Μα οι απελεύθεροι, οι απλώς και μόνο τυπικά ελεύθεροι και μη ωραίοι των Αθηνών, δε γιορτάζουν ποτέ την Απελευθέρωση της πόλης τους -που δεν τίμησε ποτέ τους ελευθερωτές της αλλά μόνο τους Βρετανούς που την υπερασπίστηκαν με πάθος από την ελευθερία. Εκτός και αν αυτή τους έρθει δοτή και κουτσουρεμένη -όπως κάποτε με τους Βρετανούς- χωρίς καμία αρετή και τόλμη. Οι ραγιάδες δε γιορτάζουνε ποτέ...

Κάπως έτσι μεταφράζουν και την ομορφιά του αστικού τοπίου.

Όμορφη πόλη για αυτούς είναι ένα τουριστικό γκέτο, με χαρούμενους καταναλωτές, χωρίς ενοχλητικούς κατοίκους. Μια μεγάλη βιτρίνα χωρίς αληθινή ζωή, με ντόπιους-μαριονέτες για το φολκλόρ. Και πάνω από όλα χωρίς βρόμικους απόκληρους της ζωής, χωρίς φτωχούς, «πρεζάκηδες» -που θέλουν να τους παρκάρουν σε ελεγχόμενους χώρους σαν αυτοκίνητα-, εξαρτημένους από ουσίες και από τον μισθό τους, χωρίς πρόσφυγες και άστεγους, που θα τους κρύβουμε κάτω από το χαλί των επισήμων.

Εσύ πατάς στο κόκκινο χαλί των επισήμων
Κι εγώ είμαι στο ψάξιμο γυναίκας και ενσήμων

Για εμάς όμορφη πόλη είναι αυτή που έχει χαρούμενους κατοίκους, χωρίς προβλήματα -που δε θα τα κρύβουν απλώς κάτω από το χαλάκι ή τους ευημερούντες αριθμούς. Κι ως τότε, της γης οι κολασμένοι πρέπει να οργανωθούν και να παλέψουν, όπως κάποτε οι σαλταδόροι του ΕΑΜ. Γιατί πραγματικά λούμπεν είναι μόνο αυτοί που χάνουν την ταξική τους συνείδηση και δεν κάνουν κάτι να αλλάξουν τη σακαταμένη μοίρα τους. Και -ίσως ακουστεί ιδεαλιστικό, αλλά- η χειρότερη εξαθλίωση είναι κυρίως πνευματική, κι ας είναι καθ’ όλα υλικές οι συνέπειές της.

Όμορφη πόλη είναι αυτή του Μίκη, να την τραγουδάει η Νατάσσα -η δική μας «απόλυτη»- κι ας μην ήρθε φέτος στο Φεστιβάλ ή έστω ο Μπατμανίδης -κι ας μην έρθει ποτέ σε Φεστιβάλ.

Όμορφη πόλη ήταν η κόκκινη Αθήνα το περασμένο Σάββατο. Το πανό του ΕΑΜ στην Κοραή, τα τρικάκια που γέμισαν την Πανεπιστημίου, τα κόκκινα ποτάμια στις προσυγκεντρώσεις, η μπάντα που έπαιζε τον ύμνο του ΕΛΑΣ στον δρόμο. Γιατί «ένα τραγούδι είναι η ζωή μας» κι αυτό τουλάχιστον περνάει και από το δικό μας χέρι, να το επιλέξουμε: αν θα είναι λυπητερό - μίζερο, αν θα είναι χαβαλέ - καψούρικο για σοκολατόπαιδα ή αν θα παίρνει θέση για όσα γίνονται και θα γίνεται ένα αντάρτικο τέχνης -σε πόλεις, κάμπους και βουνά.

Το περασμένο Σάββατο καταλάβαμε την Αθήνα και δη το κέντρο της. Πήραμε τη Σκωμπία (νανού, νανού, νανού). Μονάχα για μια μέρα, αλλά είναι απλώς μια γενική πρόβα. Είδες πόσο εύκολο είναι να αλλάξει η εικόνα της πόλης, με δυο - τρεις κινήσεις; Αυτές δηλαδή που θα κάναμε, αν μας ρωτούσαν το κλασικό: τι θα άλλαζες αν ήσουν πρωθυπουργός (υπουργός, δήμαρχος κτλ) για μια μέρα; Θα ξαναέβαφα γαλάζια τη θάλασσα έβαζα το πανό του ΕΑΜ στο κτίριο της Κοραή.

Έστω αυτό. Γιατί όλα τα άλλα, τα βασικά - μεγάλα προβλήματά μας είναι δομικά, σύνθετα και δεν αλλάζουν σε μια μέρα, με μαγικό ραβδάκι -και πάντως «ποτέ την Κυριακή» των εκλογών, με μια απλή ψήφο.

Γιατί αυτή η πόλη -που έχει φτάσει να είναι η μισή χώρα- είναι μια άθλια τσιμεντούπολη, που οι οπαδοί την λένε «μπασταρδούπολη» -και μη σοκάρεστε όσοι τραγουδήσατε πέρσι στο Φεστιβάλ την «μπασταρδοκρατία» (δυο φορές)! Και η οποία θέλει γκρέμισμα, για να φτιαχτεί από το μηδέν και να μη μείνει πέτρα πάνω στην πέτρα...

Μα πώς -και τι- να γκρεμίσεις χωρίς να σκοντάψεις πάνω στην ιστορία; Τι να γκρεμίσεις σε έναν τόπο, όπου όποια πέτρα και αν σηκώσεις θα βρεις από κάτω την «αρχαία σκουριά», τους αγώνες του λαού μας και το ανεξίτηλο σημάδι του ΚΚΕ; Αυτά τα κόκκινα σημάδια στις πέτρες, δεν μπορεί παρά να είναι από αίμα.

Αυτό το Κόμμα, που έχει μάθει να ζει σε «πέτρινα χρόνια», είναι «μπόλικη πέτρα, μπόλικη καρδιά». Κι όλα θα ξεκινήσουν μια μέρα από κάποιο Πέτρογκραντ, μια κόκκινη Πετρούπολη ή κάποιον Πέτρο εξαδάχτυλο, που θα έχει καλύτερο κριτήριο από τον Πι-Πι που πήγε με τον Λαφαζάνη και λοιπούς βαρεμένους εξαδάχτυλους πατριώτες. Κι αν το Κόμμα έχει κάνει λάθη, ο αναμάρτητος τον λίθο βαλέτω. Και τον πρώτο λίθο τον ρίχνει το ίδιο το Κόμμα κι ας μην έχει το αλάθητο -αν και die Partei hat immer recht. Κάνει την αυτοκριτική του, χωρίς να λιθοβολεί το παρελθόν με λαθολογίες, αναδεικνύοντας ποια είναι η λυδία λίθος -της στρατηγικής. Κι όταν κινδύνεψε με διάλυση, έμειναν λίγοι σφοι που αρνήθηκαν να γίνουν ριψάσπιδες και όσοι έριξαν μαύρη πέτρα πίσω τους, τις είδαν να γίνονται σύντροφοι και νέα μέλη από το πουθενά, όπως με την Πύρρα και τον Δευκαλίωνα. Και σε αυτές εδώ τις πέτρες, αρχαία σκουριά δεν πιάνει...

Το Σάββατο, όμως, έλειπαν μόνο οι δωσίλογοι που λούφαζαν στα κτίρια της Πανεπιστημίου και πυροβολούσαν ύπουλα το πλήθος από τις τρύπες τους. Ή μια κατακόκκινη σημαία με σφυροδρέπανο, στα παλιά γραφεία του ΚΚΕ στο Σύνταγμα -επί της Όθωνος. Εκτός και αν το κρατάμε για την επέτειο των Δεκεμβριανών. Να βάλουμε και τίποτα εκρηκτικά στα θεμέλια του «Μεγάλη Βρετανία» -μην αφήνουμε μισές δουλειές- χτίζοντας στη θέση του ένα Μουσείο με τα πειστήρια των ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων -ή της ανισότιμης αλληλεξάρτησης, δε θα τα χαλάσουμε εκεί τώρα.

Ή να κάνουμε μια συμβολική επίθεση στο Βάιλερ στου Μακρυγιάννη, όπου είναι η Εφορεία Αρχαιοτήτων, που ξεπουλά τα μνημεία σε εργολάβους, αλλά θέλει πίσω τα Ελγίνεια -να τα ξεπουλήσει κι αυτά. Μπήκαν στην (ακρο)πολη οι εχθροί. Πώς να συγκινηθούν όμως τώρα για τους εργολάβους, που στήνουν λημέρι στης Ακρόπολης τα μέρη, όσοι επευφημούσαν τον Δεκέμβρη τους Βρετανούς, που έκαναν τον βράχο πολεμικό ορμητήριο, χωρίς να σεβαστούν τίποτα;

Κι ύστερα να κάνουμε μια πολιτική εκδήλωση στο Καλλιμάρμαρο, όπως το ’45, με το ΕΑΜ και τον Ζαχαριάδη, να δουν τι θα πει «εξαντλήθηκαν οι θέσεις (τα εισιτήρια)», που τώρα το λέμε στη γλώσσα του Σκόμπι, σαν το ξεπούλημα -sold out. Μα σε αυτά τα Καλλιμάρμαρα κακιά σκουριά δεν πιάνει...

Κι αν αναρωτιέσαι, σφε αναγνώστη, τι ακριβώς περιμένουμε και γιατί να μην τα κάνουμε άμεσα όλα αυτά, η απάντηση είναι απλή: γιατί η πολιτική ομιλία - συναυλία του Σαββάτου είχε λίγες χιλιάδες κόσμου, το ένα δέκατο από όσους μάζεψε η συναυλία της προηγούμενης μέρας, για τα Τέμπη, στο Καλλιμάρμαρο. Και γιατί η ανθρωπολογική σύνθεση της Παρασκευής είχε πολλά ελπιδοφόρα κι αντιφατικά στοιχεία, απείχε πολύ όμως από το να παραπέμπει σε ένα νέο ΕΑΜ -αλλιώς στην είσοδο οι σφοι δε θα μοίραζαν προκηρύξεις, αλλά τουφέκια.

Η συναυλία για τα Τέμπη είχε αρκετούς φασαίους, νέους που δεν ήξεραν όλα τα τραγούδια, μπούμερ που δεν ήξεραν τα καινούρια και μια φθίνουσα πολιτικοποίηση στη ροή προγράμματος και των καλλιτεχνών. Από το Μανιφέστο των ΚΘ που δεν έπαιξε πουθενά σχεδόν -γιατί δεν ήταν αυλή της Παζαΐτη, σαν τον Λουδοβίκο, να είναι κάτι σαν εσωτερική «αντιπολίτευση» της ΝΔ έστω και να το προβάλουν αντίστοιχα- και το συγκινητικό τραγούδι του Φοίβου -που ούτε αυτός ήρθε φέτος στο Φεστιβάλ- στους άχρωμους Θανασομάλαμες στο φινάλε. Κερασάκι στην τούρτα, η «παραπολιτική» πληροφορία πως η απόλυτη Βίσση είχε αφήσει τα μηχανήματα από τη δική της συναυλία ως σιωπηλή ένδειξη τεχνικής συμπαράστασης προς τους γονείς των θυμάτων και την προσπάθειά τους.

Ίσως θυμήθηκε την εποχή που τραγουδούσε «στα χρόνια της Υπομονής», όπως στα «καλύτερά μας χρόνια», τον καιρό της Μεταπολίτευσης. Αλλά τα καλύτερά μας χρόνια δεν τα έχουμε ζήσει ακόμη. Λες να τραγούδησε και Χικμέτ η «απόλυτη»; Όχι, γιατί δε θα τον ήξερε το κοινό της -ούτε και οι φασαίοι των Τεμπών, αλλά έτερον εκάτερον. Κι αν τελικά το «έχω πεθάνει για σένα» είναι για το Κόμμα και τους αγωνιστές που στήθηκαν υπερήφανοι στο απόσπασμα; Βαθύ υπονοούμενο, γιατί η τέχνη δεν μπορεί παρά μόνο σε τελική ανάλυση να σου δίνει τροφή για σκέψη -όχι μασημένη εξ αρχής. Το λέει και αυτό κάπου ο Ένγκελς, ίσως στην μπροσούρα για τον ρόλο της βίας στην ιστορία, από όπου και το γνωστό τσιτάτο: η Λία είναι Βίσση και η Βία είναι Λύση. Αν και τον καιρό εκείνο η Άννα έγραφε το δικό της επίθετο με ύψιλον στο τέλος (ως «Βίσσυ»), όπως ανακάλυψε απρόσμενα η κε του μπλοκ σε μια έκθεση στο Νιάρχος για τα 50χρονα της Μεταπολίτευσης -να πάτε οπωσδήποτε, όπως και στις αντίστοιχες εκθέσεις στο Σύνταγμα (των σκιτσογράφων-γελοιογράφων) και στο Πάρκο Ελευθερίας.

Κι αν έλαβαν και οι δικές σας κεραίες κάποια κύματα σκατοψυχιάς για τους γονείς των θυμάτων, είναι αντιπροσωπευτικό δείγμα της δύναμης του συστήματος να περνάει τη σκατίλα του στον κόσμο, σε ένα κομμάτι λυκοκοινωνίας (του δόγματος: άνθρωπος προς άνθρωπο λύκος) που στηρίζει την εκάστοτε λυκοσυμμαχία και «ενημερώνεται» κατευθείαν από τα τρολ του διαδικτύου, που δίνουν γραμμή στα δελτία, αντικαθιστώντας τα κυβερνητικά νον-πέιπερ. Κι αφού βάλουν τα μυαλά του κόσμου στο μπλέντερ, φτάνουμε από το περήφανο «Δεν ξεχνώ» στο «σε δέκα χρόνια δε θα θυμάται κανείς...» -πχ τα μνημόνια. Και σε άλλα δέκα, θα ’ναι έτοιμοι να βγάλουν πάλι το παλιό κακό ΠΑΣΟΚ που δεν αγαπήσαμε.

Λέγαμε όμως για το Σάββατο. Εκεί που ο ΓΓ έκλεισε την ομιλία, λέγοντας πως -αυτή τη φορά- ο αγώνας του λαού πρέπει να φτάσει μέχρι τέλους. Και εσύ κάνεις ένα ακόμα αυθαίρετο άλμα με συνειρμούς και φαντάζεσαι νοερά το κόκκινο ποτάμι να αποθεώνει τον θρυλικό μάγκα (που χόρευε με τα κλαρίνα του Μάγκα στο Φεστιβάλ) και να φωνάζει ρυθμικά: μέχρι τέλους, οε-οε-οε. Και μετά να λέει το σύνθημα για την «μπασταρδούπολη αυτή» (όπου όποια πέτρα κι αν σηκώσεις, θρύψαλα τα τζάμια στον ηλεκτρικό, και μεταμοντέρνες αφηγήσεις που θάβουν τους αγώνες του λαού μας) και στο καπάκι την «μπασταρδοκρατία».

Κι ύστερα έθεσε το ρητορικό ερώτημα τι έχει αλλάξει από εκείνη την εποχή -για να απαντήσει πως ό,τι οδήγησε στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, είναι ακόμα εδώ ως φαινόμενο και αιτία.
Πόσο άλλαξες, πόσο άλλαξα... Μα όλα τα ίδια μένουν, όσο δεν τα αλλάζουμε εμείς και πιστεύουμε παρ-άλογα στα πράσινα άλογα της εκάστοτε «Αλλαγής». Και είναι μεγάλη συζήτηση, πώς και τι, για να την πιάσουμε αναλυτικά τώρα στο κλείσιμο.

Και γιατί μας τα λες τώρα αυτά, μια βδομάδα μετά από την επέτειο;

Για να τιμήσω τα ταξικά αντανακλαστικά του Γ. Παπανδρέου, που ήρθε στις 18 του μήνα, μια βδομάδα σχεδόν μετά από την απελευθέρωση, γιατί φοβόταν τον λαό που κυβερνούσε και -αν δεν κάνω λάθος- το προηγούμενο βράδι είχε κοιμηθεί πάνω σε ένα πλοίο, στο λιμάνι. Εκτός κι αν το μπερδεύω με την αποστολή της μπασκετικής Team USA στους Αγώνες της Αθήνας το ’04 και τον παπατζή Λεμπρόν, που είχε «ραντεβού με την ιστορία» και έκανε τα πάντα για να παίξει στην ίδια κυβέρνηση με τον γιο του τον Μπρόνι, που βγήκε πρωθυπουργός το ’81, καβάλα στο άλογο.

Κι αν βαρεθήκατε τα αθλητικά υπονοούμενα της κε του μπλοκ, να πάτε την Κυριακή να ακούσετε τον σφο από το Κόμμα, που τα λέει κρυστάλλινα και τσεκουράτα, για τον βετεράνο του Άρη, Αλέκο Σιώτη, όπου ο αθλητισμός είναι απλά αφορμή και υπόβαθρο, για να μιλήσουμε για τους αγώνες του λαού μας και την πραγματική απελευθέρωση που έμεινε στη μέση...

Λαέ θυμήσου το χώμα που πατάς...

Σάββατο 12 Οκτωβρίου 2024

Όταν έκλαψε ο Μήτσος

Αν η κόκκινη Πολιτεία στο Τρίτση -και αλλού- είναι μικρογραφία της κοινωνίας που θέλουμε να φτιάξουμε, το ξεστήσιμό της στο τέλος είναι άραγε ανατροπή που επιβάλλεται από τα πάνω ή κατάρρευση εκ των έσω; Και αν το Φεστιβάλ είναι εικόνα από τα προσεχώς της ιστορίας, η αναδρομή του ντοκιμαντέρ στη διαδρομή του μες στον χρόνο είναι ίσως ένα είδος ανασκαφής του μέλλοντος, στο μπόι των ονείρων και των αναμνήσεών μας;

Αν η Καρυστιάνη πήγε σαν «κατάσκοπος» να πάρει ιδέες από τη γιορτή της Ουμανιτέ -που σήμερα έχει γίνει εμποροπανήγυρη, όπως λέει ο Χιώνης- κι είδε χρώματα, αρώματα, γεύσεις, μια γιορτή των αισθήσεων (και των παραισθήσεων -που είναι συνώνυμες της αυταπάτης), το δικό μας Φεστιβάλ έγινε τόσα και ακόμα περισσότερα, πολύ παραπάνω από μια απλή αντιγραφή - εισαγωγή μιας καλής ιδέας. Μια ανθρώπινη μηχανή παραγωγής πολιτισμού και αναμνήσεων, μια τεράστια έκρηξη συναισθημάτων -ψυχικό big bang, θα το έλεγε ένας ΣΘΕίτης στη γλώσσα του- όπου ξεκινάν και τελειώνουν όλα. Εν αρχή ην το Φεστιβάλ. Βρε πώς έχεις μεγαλώσει... Κοίτα, πληθύναμε πολύ!

Κι η παράσταση (ντοκιμαντέρ) αρχίζει. Η τρίχα παγώνει, το αίμα σηκώνεται. Τα πρώτα ηρωικά Φεστιβάλ της μεταπολίτευσης, οι ιστορικές συναυλίες, το «μπιζ» για να παίξει πάλι το «Δέντρο». Ο Μάνος, ο Θάνος και ο Μίκης. Ο Κατράκης και ο Ρίτσος. Η απαγγελία για τα παιδιά της ΚΝΕ, η απαγγελία για τη Σωτηρία, η αναγγελία από τα μεγάφωνα ότι πέθανε ο Λοΐζος. Ανατριχίλα, δέος, πηχτή συγκίνηση! Στιγμές στα όρια του μύθου -και ας τις είδαμε ζωντανά, όπως λέει ο Λαμπρίδης στη δική του μαρτυρία.

Φτάνεις στα χρόνια της κρίσης, του «Σκοτεινού Δωματίου», για τα οποία κανείς Παπαχελάς δε θα γράψει -μόνο ξώφαλτσα ένα επεισόδιο των Φακέλων, όπου μιλάει και η Παπαρήγα η καλή. Κρίση, αντεπανάσταση, άνεμοι της αλλαγής, ασκός του Αιόλου, κουτί της Πανδώρας και στο βάθος μένει η ελπίδα, που είναι η πάλη των λαών και το ιστορικό πρωτοσέλιδο του Ριζοσπάστη για την κόκκινη σημαία που δεν υποστείλαμε ποτέ. Δεξιά και αριστερά (φυγο)κέντρα, ατάκτως ερριμμένα, όλα μαζί, ήττα, λαίλαπα, αντεπανάσταση, ρεύματα, η ΚΝΕ παρασύρθηκε σχεδόν όλη, -φυσικά και δε θα διαλυθούμε.


Πέφτει το ειδικό εφέ, σταματάει ο χρόνος, η μουσική, η ιστορία. Από τις ιστορίες που θες να ακούς για να τρως το φαΐ σου και να αγαπάς το κελί σου. Κι ας έχει λυπημένο τέλος σαν το παραμύθι του Μίλτου -
κάποτε αγάπησα έναν Κνίτη, μάτια μου, αχ μάτια μου... Κι ας μην τελειώνει ποτέ η Ιστορία με γιώτα κεφαλαίο -που δεν έχει καν αρχίσει όσο την κρατά δέσμια το κεφάλαιο στο σπήλαιο της προϊστορίας. Η Ιστορία δεν έχει να χάσει παρά μόνο τις αλυσίδες της. Και εμείς σιδηροδέσμιοι Σπάρτακοι, που ο βασικός εχθρός μας είναι στην ίδια μας τη χώρα, ενίοτε και στο ίδιο μας το κόμμα, μεταμφιεσμένος σε σ/φο, παραταγμένος σε δύο αλληλοτροφοδοτούμενα κέντρα, που μας χτυπάν εκατέρωθεν από τα άκρα -η θεωρία των δύο κέντρων.

Σύντροφοι Σπαρτακιστές, με σπαρταριστές ιστορίες, καταχωνιασμένες σε φακέλους που δεν έχουν αποχαρακτηριστεί, ούτε έχουν προβληθεί στους Φακέλους του Αλέξη. Παλεύουμε για να λύσουμε την Ιστορία από τον γόρδιο καπιταλιστικό δεσμό, που δε λύνεται με κάλπες και ειρηνικά μέσα. Κι όσα λάθη κι αν κάναμε -εκείνα τα χρόνια του σκοτεινού θαλάμου- δεν αλλάξαμε ούτε ένα «γιώτα» στις βασικές μας τις αρχές, παρά μόνο το «ει» της μισθωτής δουλείας, που την γράφαμε πεισματικά για χρόνια ως «δουλιά» στα όργανα, μπας και γίνει δημιουργική εργασία.

Αλλά ζητούμενο είναι να της αλλάξουμε τον τόνο, δίνοντας τον τόνο στο κίνημα, για να γίνει κάποτε «δουλειά», με «ει», από τις λίγες εξαιρέσεις ουσιαστικών με αυτή την ορθογραφία και αυτή την κατάληξη -όταν τονίζεται το «α». Σαν το ΚΚΕ, που είναι η παγκόσμια εξαίρεση στον κανόνα της αντεπανάστασης και δεν είχε την ίδια κατάληξη με άλλα κόμματα που μεταλλάχτηκαν σε μια νύχτα. Και μένει σαν ανορθογραφία στον καιρό που φυσάει κόντρα, ένα ανορθόγραφο «λάθος» μες στο κεφάλαιο του λάθος λήμματος, σαν σκισμένη σελίδα της μεγάλης Σοβιετικής Εγκλυκλοπαίδειας, που δεν έκλεισε μαζί με τα κεντρικά γραφεία, όπως έλπιζαν οι εχθροί του -που δε βρίσκουν ελπίδα στην πάλη των λαών και το πρωτοσέλιδο του Ρίζου. Αλλά με τόσους συνειρμούς θα χάσουμε τον ειρμό του κειμένου.

Λέει ο Σοφιανός στο ντοκιμαντέρ πως τα πρώτα -ηρωικά και πένθιμα χρόνια της ανασυγκρότησης, που ξαναρχίσαμε να κυλάμε τον βράχο στον ανήφορο, το Φεστιβάλ έγινε τόσο ωραίο και μεγάλο, που δεν είχε τίποτα να ζηλέψει από τα παλιότερα. Αδιαμφισβήτητα. Όπως θα πρόσθεταν κι οι Μόντι Πάιθον, αν εξαιρέσεις τον άπειρο κόσμο, το κλίμα, τη διάρκεια, τους καλλιτέχνες, ότι υπήρχε Σοβιετία και σοσιαλιστικό μπλοκ, τις αποστολές από τον υπαρκτό -υπάρχω λες κι ύστερα δεν υπάρχεις-, του Βεΐκου τα 9μερα, του μπλοκ μας τα 40, τα υδραγωγεία και τους δρόμους, τα πρώτα Φεστιβάλ της ανασυγκρότησης δεν είχαν τίποτα να ζηλέψουν από τα χρόνια της μεταπολίτευσης.

Εμένα όμως άλλη είναι η ένστασή μου σε όσα λέει ο Σοφιανός -που δεν εκφράζει προσωπική άποψη, αλλά σημειώνει εύστοχα πως δεν έχουμε ακόμα συλλογικές επεξεργασίες για αυτήν την περίοδο. Γιατί αν η κατηγορία είναι ότι προσπαθούσαν όλοι μαζί από κοινού να διαλύσουν την οργάνωση, το ένα κέντρο δεν είχε ακριβώς λόγο να το κάνει, γιατί... ήταν η ΚΝΕ. Και όταν έφυγε, η οργάνωση έπρεπε να γίνει πάλι από το μηδέν και πρακτικά δεν ήταν σε θέση να διοργανώσει το 16ο Φεστιβάλ -με τη μορφή που ξέραμε ή θα γνωρίζαμε στη συνέχεια. Είναι σαν αυτό που έλεγε στον Χαρίλαο ο δικαστής, για το ΕΑΜ που ήθελε να πάρει την εξουσία με τη βία και ο καπετάν-Γιώτης απάντησε: μα εμείς είχαμε την εξουσία...

Ασφαλώς μπορεί και πρέπει να γίνει ανελέητη κριτική στο ρεύμα, τους μύθους και τις αντιφάσεις του -αυτή είναι όμως άλλη συζήτηση. Για να το θέσω αλλιώς, αν ήταν λικβινταριστής -και ήθελε να διαλύσει την ΚΝΕ- πχ ο Σκαμνάκης, τότε δεν έπρεπε να έχει θέση στο ντοκιμαντέρ -όπου μίλησε κι ήταν εμφανώς συγκινημένος. Στην τελική, αν αγαπάς κάποιον, άφησέ τον ελεύθερο να φύγει και να ζήσει τη δική του χίμαιρα. Αν γυρίσει πίσω, ώριμος και κατασταλαγμένος, είναι δικός σου για πάντα. Σαν τον Νικολάου -τον πατέρα του ευρωβουλευτή- που δηλώνει αιώνιος «Κνίτης του Φεστιβάλ». Γιατί κάποιοι Κνίτες δεν έσπασαν ποτέ την αλυσίδα του δεσμού τους με το Κόμμα και τις αξίες του.

Κι ύστερα βλέπεις όσα έζησες και θυμάσαι επιλεκτικά, ως μέλος και μη -η οργανωμένη ζωή που δεν έζησα. Βρήκε ο Κνίτης τη γενιά του και αγαλλίασε η καρδιά του. Αρσένης, Γιουγκοσλαβία, Έλληνες γρηγορείτε, ανάποδα τα φλάι. Κάνεις συγκρίσεις με το απώτερο ηρωικό παρελθόν και βρίσκεις το δικό σου ελλιποβαρές σαν ιστορικό φορτίο. Ένα λιθαράκι τόσο δα μικρούτσικο -σαν τον Ανδρέα μπρος στον Θάνο- που δε φτάνει να σηκώσει ούτε την τρίχα απ’ το μικρό δαχτυλάκι όσων έζησαν τα πρώτα χρόνια. Κι αυτοί, γίγα(ντε)ς στους γίγαντες, βράχοι, ογκόλιθοι, σαν τα πέτρινα χρόνια που δεν τους λύγισαν, τους βράχους που έσκαβαν στη Μακρόνησο. Σαν το πρώτο Φεστιβάλ στου Ζωγράφου, όπου η γενιά του ΕΑΜ συνάντησε αυτή του Πολυτεχνείου, για να κλίνουν ευλαβικά το γόνυ από κοινού στους Ακροναυπλιώτες του Μεσοπολέμου και τα επιζήσαντα ιδρυτικά στελέχη -σαν τον Κοτζιά. Να ραγίζουν τα τσιμέντα, να κλαίνε οι πέτρες, ακόμα κι ο Γόντικας που τα θυμάται και τα αφηγείται.

Πώς να συγκριθείς μαζί τους; Βάζεις κάτω το μωσαϊκό με τις δικές σου ψηφίδες: η υποδοχή της Αχέντ -σύμβολο του αγώνα της Παλαιστίνης-, η μηχανοκίνητη πορεία των διανομέων -που απεργούσαν και σήμερα-, το λεπτό σιγής για τον Παύλο Φύσσα, η ιαχή «η ελπίδα είναι εδώ» -πριν την κλείσει ο ΣΥΡΙΖΑ σε κάλπικα κουτάκια. Η τελευταία φορά του Μητροπάνου, ο αποχαιρετισμός στον Θάνο, «του Αδόλφου τα εγγόνια» -όπου δάκρυσε και ο ουρανός με τους Υπεραστικούς. Λες τελικά να ζήσαμε στιγμές στα όρια του μύθου και να μην το ξέρουμε;

Ένα ψηφιακό δάκρυ κυλά στο μάγουλο της οθόνης. Η συγκίνηση είναι το παν, ο τελικός προορισμός δεν είναι τίποτα. Εδώ είναι το ταξίδι. Κι αυτό του Φεστιβάλ θα συνεχίζεται στο διηνεκές. Κι αν φτωχική την βρήκες την οργάνωση, δε σε γέλασε. Σύντροφοί μου, τους γέλασα...

Μήπως υπερβάλλεις λιγάκι; Μπορεί. Αλλά όταν έκλαψε ο Μήτσος, που είναι σιδερένιος σαν τις φτέρνες που κληρονόμησε από τη φάλαγγα και τα βασανιστήρια της χούντας, ποιος είσαι εσύ για να μείνεις αναίσθητος; Αν δε κλάψεις εσύ, αν δε δακρύσω εγώ, πώς θα λεγόμαστε άνθρωποι -μακριά από τον αφηρημένο ουμανισμό της Ουμανιτέ και του πανηγυριού της; Για να έρθει μετά ο ποιητής και να σου πει: ΚΚΕ, σκούπισε τα μάτια σου...


Βουρκώνει ο Γόντικας, δακρύζει ο Νικολάου, μπαίνουν σκουπιδάκια στα μάτια σου όταν ακούς από τα βάθη του χρόνου και της ιστορίας τη ρυθμική ιαχή «Κάπα-Νι-Έψιλον», όταν βλέπεις τον κόσμο που συγκεντρώθηκε στον Περισσό, μετά τη διάσπαση με τον ΣΥΝ, για να δείξει στήριξη συντροφική και ανησυχία.
Ανησυχώ για σένα, ανησυχώ... Γιατί το Κόμμα είναι σαν τη Χαλκιδική -το λέει και ο Πρωτούλης. Σαν το Κουκουέ δεν έχει!

Κι ας είχαμε γλιτώσει μόλις από τους Λαθρεπιβάτες κυρ-Παντελήδες, που έφυγαν από το καράβι που βούλιαζε -για να γίνουν αυτοί τελικά ταξικά ναυάγια. Όχι τον Θαλασσινό, αυτός χώρισε με τον Νικολάου (τον άλλο, όχι τον Κνίτη του Φεστιβάλ) και ήταν πάντα μαζί μας και στα «Πέτρινα χρόνια» της ανασυγκρότησης, που τα γύρισε ένας άλλος Παντελής, που απομακρύνθηκε και δε γύρισε ποτέ, αλλά μίλησε αντ’ αυτού η Καρυστιάνη -τόση διαφήμιση του κάναμε άλλωστε για το «Τελευταίο Σημείωμα».
Παντελής έλλειψη κριτηρίου, παντελής... -που θα έλεγε και μια ψυχή απ’ το διαφημιστικό της Διαμαντοπούλου.

Ακόμα και ο Μπίστης, που συναισθηματικό άνθρωπο δεν τον λες -και κομμουνιστή ακόμα λιγότερο- έχει στο βιβλίο του μια συγκλονιστική περιγραφή για την επιστροφή του Μίκη στο Φεστιβάλ, πώς έσπασε την αμήχανη σιωπή, την καχυποψία των -κατά δήλωσή του- γενίτσαρων, πώς κατέκτησε τα πλήθη με τη μαγεία της μουσικής του, τη σκηνική παρουσία του, καθώς τιναζόταν και ξεδίπλωνε το ανάστημά του, σαν σταυραϊτός της Κρήτης.

Και δεν είναι σκέτο, φτηνό συναίσθημα, ούτε απλά βιώματα -γιατί παντού μας κυνηγά αυτό το Κόμμα. Είναι έλλογη πίστη που κινεί βουνά, φτιάχνει πολιτείες, πρωτοπορεί, ανοίγει δρόμους, νέους χώρους -όπως στο Άλσος Περιστερίου, όπου οι σύντροφοι βρήκαν ένα ψόφιο άλογο (πιθανότατα πράσινο)-, μετασχηματίζει τις ιδέες σε πράξη, είναι πεδίο έμπνευσης, ομαδικής δουλειάς, συντροφικότητας, σφυρηλατεί δεσμούς με τους Κνίτες κάθε γενιάς, που παραμένουν τέτοιοι στο μυαλό και δεν έχουν ούτε μια άσπρη τρίχα στην ψυχή τους -ούτε καν στο «φεστιβάλ των άσπρων μαλλιών, το ’90»-, ούτε έναν ανεξίτηλο λεκέ -που να μην επιδέχεται αληθινής κάθαρσης- στο βιογραφικό τους και θα ’ταν πρόθυμοι να ξαναδώσουν.

Και τι άλλο μένει στο τέλος -που να μην έχει ειπωθεί;

Ότι έχουν περάσει δυο ώρες, αλλά θα έβλεπες άνετα άλλο ένα δίωρο, με αντίστοιχο οπτικοακουστικό υλικό -και είναι κρίμα να πάει χαμένο και να μην αξιοποιηθεί με κάθε τρόπο, ιδίως αυτό των πρώτων χρόνων.

Ότι το Φεστιβάλ δυναμώνει μαζί με το Κόμμα και αντανακλά πιστά την πορεία του, την ποιοτική του ενίσχυση και ότι είναι Κόμμα παντός καιρού -μια βροχερή μέρα στο Φεστιβάλ είναι μάλλον ο καλύτερος τρόπος να το καταλάβει κανείς.

Ότι το Φεστιβάλ είναι για πολλούς το πιο γλυκό κομμάτι της ζωής τους -και ας μην αποκτήσει ποτέ χορηγό για να γίνει σλόγκαν διαφήμισης. Και ότι αυτό φαίνεται στις μαρτυρίες όλων όσων μίλησαν -και αν έπρεπε να γίνει ειδική μνεία σε κάποιες, θα ήταν στην Εύα Μελά από τους δικούς μας και στον Λαμπρίδη από την ευρύτερη βάση. Γλυκές, μεστές, ειλικρινείς, συγκινητικές, πρωτίστως εγκεφαλικά παρά συναισθηματικά.

Ότι δε θα υπάρξει ποτέ κανείς, καμιά και τίποτα να ερμηνεύει σαν την Μαρία Δημητριάδη. Γιατί ήταν τεχνικά άρτια, ένιωθε τι τραγουδούσε όσο κανείς και γεννήθηκε την κατάλληλη εποχή, με το σωστό ρεπερτόριο. Η στρατευμένη τέχνη διάλεξε τη φωνή της, όπως η ιστορία διαλέγει τα κατάλληλα πρόσωπα που θα την ενσαρκώσουν.

Κι ότι παρόλα αυτά, στο τέλος θα σου έχει κολλήσει η εκπληκτική διασκευή από το «Ρόδι». Και δεν είναι μόνο οι στίχοι (του Ραβάνη-Ρεντή), οι φωνές (ιδίως της Καράκογλου) και η μουσική των ΚΘ, ούτε καν το τυπικό άθροισμα των παραπάνω, αλλά η δυναμική του συνόλου, που το εκτοξεύει, τολμώ να πω και πιο ψηλά από την αυθεντική εκδοχή -του Θάνου και της Μαρίας. Κι οι τακτικοί αναγνώστες ξέρουν καλά πως η κε του μπλοκ δε βγάζει συχνά τέτοιες κρίσεις, όταν κάνει συγκρίσεις με το παρελθόν εκείνων ειδικά των χρόνων.

Κι αν αλλάζει η ζωή, η σκέψη αλλάζει, σπάστε ένα ρόδι στο περβάζι. Γιατί κοντοζυγώνει η ανατολή και η μέρα εκείνη μπορεί να μην αργήσει όσο φοβόμαστε...

Εντάξει, αλλά μήπως το παρακάναμε με το Φεστιβάλ και πρέπει να γράψει και για τίποτα άλλο; Ναι, ίσως. Πέραν αυτού, ουδέν. Δείτε, απολαύστε υπεύθυνα και διαδώστε.