Πηγή: Κατιούσα
Σα βγεις στον πηγαιμό για το Ίλιο, να εύχεσαι να είναι μακρύς και σίγουρος ο δρόμος. Τώρα θα γίνει δικός σου αυτός ο δρόμος. Αλλά είναι συλλογικός, όχι ατομικής χρήσης, τον έχουν διαλέξει πολλοί σαν κι εμάς, για αυτό κι έχει μποτιλιάρισμα, μια δυσκολία στη στάθμευση, και τα αυτοκίνητα προχωρούν σημειωτόν, σα να κάνουν μαζί αλυσίδες και βήμα ρυθμικό.
Και μένουμε στάσιμοι, όπως στα δύσκολα χρόνια, και δεν μπορεί να πει ο Ελευθέριος Ριλοάδης το δικό του αγαπημένο κλισέ “προχωράμε”. Αν και τότε ακριβώς κολλάει, γιατί είναι πάντα ειρωνικό, ιδίως από όταν το έπιασαν στο στόμα τους τα κυβερνητικά παπαγαλάκια: “Τρίτο Μνημόνιο; Προχωράμε…”. “Μόρια; ΜΑΤ; Ασφαλιστικό; Προχωράμε…” Γιατί η κυβέρνηση προχωρά χωρίς να κοιτάζει τη μελαγχολία του αριστεροχωρίου. Και τα ΜΜΕ προχωράνε χωρίς να βλέπουν πουθενά Φεστιβάλ, την Ταμίμι, τον κόσμο που ήρθε να την δει.
-100 χιλιάδες και πλέον κόσμου σε τρεις ημέρες; Προχωράμε…
Η πρώτη βδομάδα μετά το Φεστιβάλ είναι ουσιαστικά η πρώτη βδομάδα του Χειμώνα. Το επιβεβαιώνει και η πτώση της θερμοκρασίας σήμερα, αν και ουσιαστικά έχουμε χειμώνα παντός καιρού και πασών συνθηκών, ακόμα και 30 βαθμούς να είχε, κάπως σαν την επιλόχειο κατάθλιψη, που τίποτα πια δε σε συγκινεί σαν αυτό που έχεις ζήσει. Κι αναρωτιέσαι γιατί να μην είναι έτσι όλες οι μέρες, το ίδιο γεμάτες, το ίδιο μαζικές και συλλογικές, να συσπειρώνουν κόσμο, να κερδίζουν συνειδήσεις με το μέρος μας, να κάνουν δικό τους αυτό το δρόμο. Χαλάλι μετά το μποτιλιάρισμα, αν είναι να γίνει ακόμα πιο μαζικό το Φεστιβάλ. Και πού να είχε και κάποιο σταθμό του Μετρό κοντά στο Πάρκο…
Το ζητούμενο εξάλλου είναι να επιταχύνουμε τους νόμους του ιστορικού προτσές, κι εκεί οι όροι αντιστρέφονται, ο συλλογικός δρόμος είναι ο πιο γρήγορος, ο πιο σίγουρος, μακριά από τα αδιέξοδα του ατομικού, όπου φτάνεις μόνος σου και χωρίς εφόδια. Κι ας είναι ανηφορικός ο δικός μας δρόμος, δεν υπάρχει άλλη λύση αν θες να κάνεις την έφοδο προς τον ουρανό. Ακόμα κι αυτή η χαρά του Φεστιβάλ δεν είναι ένας ανέμελος δρόμος στα λιβάδια (με ξέπλεκες κοτσίδες όπως λέει και το κλισέ), αλλά έχει άπειρη δουλειά και πειθαρχία πίσω της.
Κάποιοι λένε συχνά σαν κλισέ για τις χρονιάρες μέρες πως πρέπει τότε να φροντίσουμε να είμαστε λίγο καλύτεροι άνθρωποι από ό,τι τον υπόλοιπο χρόνο -που προφανώς δε μας ενδιαφέρει το ίδιο. Κατ’ αντιστοιχία, για εμάς το Φεστιβάλ είναι η δική μας γιορτή -το λέει κι η λέξη- οι δικές μας χρονιάρες μέρες, που βγαίνει ο καλύτερος εαυτός μας, τα πιο ευχάριστα συναισθήματα. Κι όταν φτάνει η ώρα για να ξεστήσεις, έχεις τη λύπη που νιώθει ένα μικρό παιδί, όταν του λέει η μητέρα του να μαζέψει τα παιχίδια του και να τα βάλει στο κουτί τους, χαλώντας την Πολιτεία που είχε φτιάξει.
Η επιτυχία του Φεστιβάλ φαίνεται κι από κάποιους επαγγελματίες γκρινιάρηδες -και δεν εννοώ τους καλοπροαίρετους, αλλά αυτούς που θα ψάξουν να βρουν κάτι με το ζόρι. Γιατί χορεύετε; Γιατί υπάρχετε; Γιατί τρώτε σουβλάκια; Γιατί χαίρεται και χαμογελά ο κόσμος πατέρα; Και γιατί είναι τόσο πολύς ο κόσμος; Γιατί τα κάνετε όλα αυτά, ενώ ο κόσμος καίγεται; Γιατί χορεύει ο Γραμματέας; Γιατί έχει τέτοιο εκτόπισμα; Γιατί φέρατε την Αχέντ Ταμίμι; Γιατί χαίρεστε που συμβάλατε στην άρση απαγόρευσης εξόδου; Γιατί ακούτε Μποφίλιου; Γιατί…;
Αν τους πετύχετε πουθενά, μην τους πάρετε σοβαρά και μην τους ξεσυνερίζεστε. Είναι κατά βάθος ο δικός τους τρόπος να χαρούν και αυτοί το Φεστιβάλ, ζηλεύοντάς το.
Τα καλύτερα Φεστιβάλ μας δεν τα έχουμε ζήσει ακόμα. Κι αν κάποιοι αναρωτιούνται πώς θα γίνει αυτό πράξη, πώς θα βελτιωθούν, πώς θα ξεφύγουμε από την πεπατημένη και κάποιες επαναλήψεις, πώς θα βρούμε κι άλλα νέα στοιχεία, να προκαλούν ενθουσιασμό, και πώς, και τι, κτλ… στην πραγματικότητα θέτουν ένα άλλο ερώτημα: πώς θα γίνουμε πιο δυνατοί ως κίνημα. Πώς θα κερδίζουμε τα πιο ανήσυχα μυαλά, τους πιο ευαίσθητους καλλιτέχνες με το μέρος μας, πώς θα μπολιάζουμε τη σκέψη τους και τη δημιουργία τους με ιδανικά. Πώς θα γίνουμε πιο μαζικοί, για να βγάζουμε πιο πολλά ταλέντα, από τα οποία θα ξεχωρίσουν τα καλύτερα. Πώς θα έχουμε περισσότερες κατακτήσεις, γιατί τώρα πολλοί καλλιτέχνες δημιουργούν από το υστέρημα του χρόνου τους, παράλληλα με την καθημερινή βιοπάλη. Ελάχιστοι μπορούν να ζήσουν από την τέχνη τους και αυτοί αναγκάζονται να κάνουν κι αρκετούς συμβιβασμούς, για να επιβιώσουν.
Το επιμύθιο είναι πως πρέπει να τα δώσουμε όλα, για να γίνουμε πιο δυνατοί και καλύτεροι. Και τότε θα ζήσουμε όχι μόνο τα καλύτερα Φεστιβάλ μας, αλλα και τις καλύτερές μας μέρες -που δεν έχουν καμία σχέση με τις “καλύτερες μέρες” και τα ψέματα του εκάστοτε ΠΑΣΟΚ.
Και του χρόνου…
Σα βγεις στον πηγαιμό για το Ίλιο, να εύχεσαι να είναι μακρύς και σίγουρος ο δρόμος. Τώρα θα γίνει δικός σου αυτός ο δρόμος. Αλλά είναι συλλογικός, όχι ατομικής χρήσης, τον έχουν διαλέξει πολλοί σαν κι εμάς, για αυτό κι έχει μποτιλιάρισμα, μια δυσκολία στη στάθμευση, και τα αυτοκίνητα προχωρούν σημειωτόν, σα να κάνουν μαζί αλυσίδες και βήμα ρυθμικό.
Και μένουμε στάσιμοι, όπως στα δύσκολα χρόνια, και δεν μπορεί να πει ο Ελευθέριος Ριλοάδης το δικό του αγαπημένο κλισέ “προχωράμε”. Αν και τότε ακριβώς κολλάει, γιατί είναι πάντα ειρωνικό, ιδίως από όταν το έπιασαν στο στόμα τους τα κυβερνητικά παπαγαλάκια: “Τρίτο Μνημόνιο; Προχωράμε…”. “Μόρια; ΜΑΤ; Ασφαλιστικό; Προχωράμε…” Γιατί η κυβέρνηση προχωρά χωρίς να κοιτάζει τη μελαγχολία του αριστεροχωρίου. Και τα ΜΜΕ προχωράνε χωρίς να βλέπουν πουθενά Φεστιβάλ, την Ταμίμι, τον κόσμο που ήρθε να την δει.
-100 χιλιάδες και πλέον κόσμου σε τρεις ημέρες; Προχωράμε…
Η πρώτη βδομάδα μετά το Φεστιβάλ είναι ουσιαστικά η πρώτη βδομάδα του Χειμώνα. Το επιβεβαιώνει και η πτώση της θερμοκρασίας σήμερα, αν και ουσιαστικά έχουμε χειμώνα παντός καιρού και πασών συνθηκών, ακόμα και 30 βαθμούς να είχε, κάπως σαν την επιλόχειο κατάθλιψη, που τίποτα πια δε σε συγκινεί σαν αυτό που έχεις ζήσει. Κι αναρωτιέσαι γιατί να μην είναι έτσι όλες οι μέρες, το ίδιο γεμάτες, το ίδιο μαζικές και συλλογικές, να συσπειρώνουν κόσμο, να κερδίζουν συνειδήσεις με το μέρος μας, να κάνουν δικό τους αυτό το δρόμο. Χαλάλι μετά το μποτιλιάρισμα, αν είναι να γίνει ακόμα πιο μαζικό το Φεστιβάλ. Και πού να είχε και κάποιο σταθμό του Μετρό κοντά στο Πάρκο…
Το ζητούμενο εξάλλου είναι να επιταχύνουμε τους νόμους του ιστορικού προτσές, κι εκεί οι όροι αντιστρέφονται, ο συλλογικός δρόμος είναι ο πιο γρήγορος, ο πιο σίγουρος, μακριά από τα αδιέξοδα του ατομικού, όπου φτάνεις μόνος σου και χωρίς εφόδια. Κι ας είναι ανηφορικός ο δικός μας δρόμος, δεν υπάρχει άλλη λύση αν θες να κάνεις την έφοδο προς τον ουρανό. Ακόμα κι αυτή η χαρά του Φεστιβάλ δεν είναι ένας ανέμελος δρόμος στα λιβάδια (με ξέπλεκες κοτσίδες όπως λέει και το κλισέ), αλλά έχει άπειρη δουλειά και πειθαρχία πίσω της.
Κάποιοι λένε συχνά σαν κλισέ για τις χρονιάρες μέρες πως πρέπει τότε να φροντίσουμε να είμαστε λίγο καλύτεροι άνθρωποι από ό,τι τον υπόλοιπο χρόνο -που προφανώς δε μας ενδιαφέρει το ίδιο. Κατ’ αντιστοιχία, για εμάς το Φεστιβάλ είναι η δική μας γιορτή -το λέει κι η λέξη- οι δικές μας χρονιάρες μέρες, που βγαίνει ο καλύτερος εαυτός μας, τα πιο ευχάριστα συναισθήματα. Κι όταν φτάνει η ώρα για να ξεστήσεις, έχεις τη λύπη που νιώθει ένα μικρό παιδί, όταν του λέει η μητέρα του να μαζέψει τα παιχίδια του και να τα βάλει στο κουτί τους, χαλώντας την Πολιτεία που είχε φτιάξει.
Η επιτυχία του Φεστιβάλ φαίνεται κι από κάποιους επαγγελματίες γκρινιάρηδες -και δεν εννοώ τους καλοπροαίρετους, αλλά αυτούς που θα ψάξουν να βρουν κάτι με το ζόρι. Γιατί χορεύετε; Γιατί υπάρχετε; Γιατί τρώτε σουβλάκια; Γιατί χαίρεται και χαμογελά ο κόσμος πατέρα; Και γιατί είναι τόσο πολύς ο κόσμος; Γιατί τα κάνετε όλα αυτά, ενώ ο κόσμος καίγεται; Γιατί χορεύει ο Γραμματέας; Γιατί έχει τέτοιο εκτόπισμα; Γιατί φέρατε την Αχέντ Ταμίμι; Γιατί χαίρεστε που συμβάλατε στην άρση απαγόρευσης εξόδου; Γιατί ακούτε Μποφίλιου; Γιατί…;
Αν τους πετύχετε πουθενά, μην τους πάρετε σοβαρά και μην τους ξεσυνερίζεστε. Είναι κατά βάθος ο δικός τους τρόπος να χαρούν και αυτοί το Φεστιβάλ, ζηλεύοντάς το.
Τα καλύτερα Φεστιβάλ μας δεν τα έχουμε ζήσει ακόμα. Κι αν κάποιοι αναρωτιούνται πώς θα γίνει αυτό πράξη, πώς θα βελτιωθούν, πώς θα ξεφύγουμε από την πεπατημένη και κάποιες επαναλήψεις, πώς θα βρούμε κι άλλα νέα στοιχεία, να προκαλούν ενθουσιασμό, και πώς, και τι, κτλ… στην πραγματικότητα θέτουν ένα άλλο ερώτημα: πώς θα γίνουμε πιο δυνατοί ως κίνημα. Πώς θα κερδίζουμε τα πιο ανήσυχα μυαλά, τους πιο ευαίσθητους καλλιτέχνες με το μέρος μας, πώς θα μπολιάζουμε τη σκέψη τους και τη δημιουργία τους με ιδανικά. Πώς θα γίνουμε πιο μαζικοί, για να βγάζουμε πιο πολλά ταλέντα, από τα οποία θα ξεχωρίσουν τα καλύτερα. Πώς θα έχουμε περισσότερες κατακτήσεις, γιατί τώρα πολλοί καλλιτέχνες δημιουργούν από το υστέρημα του χρόνου τους, παράλληλα με την καθημερινή βιοπάλη. Ελάχιστοι μπορούν να ζήσουν από την τέχνη τους και αυτοί αναγκάζονται να κάνουν κι αρκετούς συμβιβασμούς, για να επιβιώσουν.
Το επιμύθιο είναι πως πρέπει να τα δώσουμε όλα, για να γίνουμε πιο δυνατοί και καλύτεροι. Και τότε θα ζήσουμε όχι μόνο τα καλύτερα Φεστιβάλ μας, αλλα και τις καλύτερές μας μέρες -που δεν έχουν καμία σχέση με τις “καλύτερες μέρες” και τα ψέματα του εκάστοτε ΠΑΣΟΚ.
Και του χρόνου…