Πέμπτη 31 Αυγούστου 2023

Όταν η Barbie συνάντησε τον φεμινισμό - Απλά μαθήματα αστικού δικαιωματισμού

Τι είναι και τι θέλει η περιλάλητη, χιλιοτραγουδισμένη ελληνική ιδιαιτερότητα;
Μην είναι τα τρία κόκκινα γράμματα, οι παραφυάδες, περικοκλάδες και καταβολάδες τους στο κίνημα, με τις ισχυρές καταβολές που έχουν ακατάλυτες ρίζες;
Μην είναι οι κάμποι, τα βουνά, οι αντάρτες που ανέβηκαν σε αυτά και η σπορά που άφησαν;

Βασικά, είναι κάτι νύχτες με φεγγάρι, μες στα θερινά τα σινεμά -εκείνο που μένει τελικά, όπως τραγουδούσε ο Λουκιανός. Μέχρι που έγιναν κι αυτά κομμάτι του τουριστικού μας μύθου κι εξαγώγιμο προϊόν, με αγγλικούς υπότιτλους. Live your myth in Greece.

Μα πάνω απ’ όλα είναι ο προγραμματισμός στη διανομή ταινιών. Η Ελλάδα είναι πιθανότατα η μόνη χώρα όπου η πολυαναμενόμενη πρεμιέρα του Όπενχαϊμερ πήγε έναν μήνα πίσω, για να μη συμπέσει με το κύμα της Βαρβάρας εξ Αμερικής, που τα σαρώνει όλα σαν ατομική βόμβα. Και αυτά είναι όλα όσα χρειάζεται να ξέρει κανείς για τη χώρα μας. Και για το παγκόσμιο κοινό, που κόβει διπλάσια εισιτήρια για την ξανθιά κόκλα παρά για τον επιστήμονα. Και για την κε του μπλοκ, που γράφει για την πρώτη, ενώ τις προάλλες ήταν η πρεμιέρα του Όπενχαϊμερ, που δίνει άπειρο υλικό για πολιτική εμβάθυνση (από την πορεία της συζύγου του και τις δικές του πολιτικές συμπάθειες, μέχρι τα ηθικά διλήμματα ενός επιστήμονα). Και είναι εντυπωσιακό πόσα από αυτά χώρεσαν τελικά στην ταινία, με την τρίωρη διάρκεια, που αποθαρρύνει κάπως το ευρύ κοινό με τα ροζ αξεσουάρ.

Αλλά το δικό μας κοινό διψά για στρατευμένη τέχνη και πολιτικό σινεμά, όπως η Φλώρινα του Καντιώτη διψά για Αγγελόπουλο, και ας άργησε να πάει στα μέρη της η Βαρβάρα και λοιποί βάρβαροι (Περιμένοντας την Μπάρμπι, είναι και αυτή μια κάποια λύσις προοδευτική...). Και ψάχνει βαθιά στην πηγάδα (το κοινό) να βρει μηνύματα κατά της πατριαρχίας, στον φεμινισμό της Ματέλ και της Μπάρμπι. 

Αυτό θα πει πρωτοπορία και ιδεολογική ηγεμονία της Αριστεράς. Η τρίτη λήψη θα είναι η τελική. Και στο «Μπάρμπι 3» θα εφοδεύσουμε στον ουρανό, που το βάθος του παραμένει πάντα κόκκινο. Μπορεί και ροζ.


Αλλά πώς να μη φτάσεις σε τέτοιο συμπέρασμα, όταν βλέπεις τη σφισσα Μάργκοτ Ρόμπι να πρωταγωνιστεί σε σποτ του ΠΑΜΕ, δηλώνοντας συμπαράσταση στην απεργία των σεναριογράφων του Χόλιγουντ, οι οποίοι παίρνουν την τύχη και το σενάριο της ζωής τους στα χέρια τους; Και αν η Ελλάδα ήταν μεγαλύτερη αγορά, θα ήταν ζήτημα χρόνου να βγει μια «Μπάρμπι Κνίτισσα», με ταγάρι και γυαλιά αλά Φαραντούρη -πριν γνωρίσει τον Τηλέμαχο του ΠαΣοΚ-, ή μια Μπάρμπι φασαία με σαλβάρι, για να πιάσει το ευρύ καταναλωτικό κοινό. Κι είναι τυχαίο σφοι που στην ταινία ο Κεν παραμένει αμετανόητος Δαπίτης, ενώ η Μπάρμπαρα προσεγγίζει τις παρυφές και τα διάφορα ρεύματα της Νέας Αριστεράς;

Αλλά πόσοι θυμούνται ότι η Μπάρμπι εισέβαλε, μαζί με όλο τον καταναλωτικό ορυμαγδό, στη Σοβιετία, λίγο πριν το τέλος (της ιστορίας της) και ότι στα χασομέρια της Περεστρόικα είχε βγει η «σοβιετική απάντηση» στη Βαρβάρα, που δεν ήταν κάποια σημειολογική ανάλυση, αλλά μια κούκλα τύπου Μπάρμπι αλά σοβιετικά; Λες και είχαν κάτι να ζηλέψουν -αισθητικά και εμπορικά ακόμα μιλώντας- οι ρώσικες Ματριόσκες από τις λογής Βαρβάρες στα δυτικά (εξαιρείται η Αγία Βαρβάρα της δυτικής όχθης).
Άσε μας κουκλίτσα μου...

Τελικά όμως, αξίζει τόσο ντόρο η ταινία; Τόσες αναλύσεις με κινηματικό άλλοθι που περνάνε από σαράντα κύματα φεμινισμού;
Αν πιστέψεις τον Πι-Τζι με τα ντολμαδάκια, ναι. Αν πιστέψεις τον Βαρουφάκη, όχι. Η αλήθεια δεν είναι κάπου στη μέση, αλλά -ας πούμε- διαλεκτική, και ναι και όχι. Ή μάλλον, Σεμπάστιαν -όχι, όχι, ναι.

Όχι, δεν είναι μια τυπική χαζοχαρούμενη ταινία για 15χρονα.
Όχι, δεν είναι ένας ύμνος στη γυναικεία χειραφέτηση -σίγουρα όχι από τη δική μας σκοπιά.
Ναι, περνάει σχετικά ανώδυνα -αν φοβάσαι ότι θα σβήσεις από ανία.
Και -επίσης- ναι, περνά ξώφαλτσα, σχετικά ανώδυνα μηνύματα. Αλλά θα ήταν τεράστιο λάθος να την πάρει κανείς αψήφιστα, σαν κάτι αδιάφορο κι ανάξιο λόγου. Τίποτα δεν μπορεί να είναι αδιάφορο, όταν τροφοδοτεί τόσες συζητήσεις -ακόμα και αν αυτές δεν έχουν τόσο ενδιαφέρον και αναλώνονται στα ίδια.

Υπάρχουν πολλές ταινίες που προσπαθούν να πουν κάτι, βάζουν μερικούς προβληματισμούς αλλά μένουν στα ρηχά. Είτε γιατί δε γίνεται να περιμένουμε από μια ταινία να τα πει όλα, είτε γιατί -πολύ περισσότερο- δεν μπορούμε να περιμένουμε από το Χόλιγουντ να φτάσει σε βάθος και πολλή ουσία.
Υπάρχουν πολλές χολιγουντιανές παραγωγές, που βάζουν δυο-τρια ενδιαφέροντα σημεία, φτάνουν στη βρύση αλλά δεν πίνουν νερό, όπως έγραφε ο αείμνηστος Αντωνάκος στις κριτικές του στον Ρίζο. Που έχουν μια θολή, προοδευτική οπτική, με Democrat ταβάνι και αντικειμενικούς περιορισμούς.

Η Μπάρμπι δεν ανήκει όμως σε αυτή την κατηγορία.
Δε βάζει απλώς δυο-τρία σημεία -έστω απλοϊκά-, αλλά το σύνολο της γραμμής του αστικού δικαιωματισμού-φεμινισμού. Με πολύ απλό και έξυπνο τρόπο. Και γι’ αυτό ακριβώς άκρως αποτελεσματικό και «επικίνδυνο».

Ντάξει, μήπως υπερβάλλει η κε του μπλοκ και το χάνουμε λίγο; Όχι σύντροφοι, δεν μπορούμε να το πούμε αυτό. Σκέψου να πρέπει να πιάσεις ένα 15χρονο για να του εξηγήσεις... Ή μάλλον όχι, καλύτερα να το δούμε αυτό στο τέλος. Ας συνεχίσουμε με τα υπόλοιπα.

Δηλαδή θες να μας πεις ότι δεν έχει τίποτα καλό η ταινία;
Αντιθέτως! Έχει πολλές έξυπνες ιδέες και ωραία εκτελεσμένες. Αυτή ακριβώς είναι η δύναμή της, παρά τις αρκετές ευκολίες και τους διδακτικούς, λυρικούς μονολόγους με τα «υψηλά νοήματα» -αν δεν προσέξεις, τα έχασες.

Το βασικό μήνυμα στις κοπέλες, μικρότερες και μεγαλύτερες, είναι να αποβάλουν κάθε κόμπλεξ για τον εαυτό τους και να τον αγαπήσουν όπως ακριβώς είναι. Μπήκα στον πειρασμό πως το μήνυμα «μην αλλάξεις ποτέ τίποτα» δεν αφορά τόσο τον εαυτό μας, όσο τον κόσμο που ζούμε. Αλλά μπορεί να είμαι απλώς καχύποπτος, κολλημένος.
Είναι όντως βασικό να μην αφήνουμε τα στερεότυπα να μας δημιουργούν σύνδρομα κατωτερότητας. Και ας μη μας λέει η ταινία ποιος καλλιεργεί συστηματικά αυτά τα στερεότυπα, πρωτίστως στις γυναίκες, και τι ρόλο έπαιξε η Μπάρμπι και η Ματέλ στην εδραίωσή τους.

Στη δική μου οπτική, η πιο δυνατή στιγμή της ταινίας είναι όταν αναδεικνύει την αυθόρμητη αποδοχή της υποδούλωσης από τα θύματά της. Όσο η κανονική Μπάρμπι λείπει στον πραγματικό κόσμο, οι υπόλοιπες δέχονται πρόθυμα την πατριαρχία του Κεν, που τις αποβλακώνει, τις βάζει στο κοινωνικό περιθώριο για να σερβίρουν μπύρες, αλλά τους προσφέρει το «ευχάριστο συναίσθημα» της απαλλαγής από κάθε άγχος και σοβαρή ευθύνη.

Εξίσου εύστοχη είναι η σατιρική ματιά στις αφύσικες κινήσεις κάθε κούκλας, με τους ανατομικούς περιορισμούς αλλά και τις προκαθορισμένες κινήσεις, όπως οι ψεύτικες χαιρετούρες με τον σπασμένο καρπό. Μια κριτική που φαίνεται να επεκτείνεται σε όλο τον πλαστικό κόσμο της Μπάρμπι, τις ανούσιες δραστηριότητες και την καθολική έλλειψη νοήματος που τον διακρίνει. Για παράδειγμα, ο Κεν στην παραλία δεν είναι ένας τυπικός ναυαγοσώστης, ούτε καν λουόμενος και γενικά δεν ξέρει να κολυμπά. Είναι απλά ο Κεν στην παραλία, αυτό που λέει η περιγραφή της συσκευασίας του, και τίποτα άλλο πέραν αυτού.

Η ίδια έλλειψη νοήματος φαίνεται πάντως να διακρίνει αρκετές επίγειες δραστηριότητες στον πραγματικό κόσμο. Η σκηνή με τους τεχνοκράτες που κυνηγούν την Μπάρμπι και βραχυκυκλώνουν ψάχνοντας την έξοδο μπορεί να εκληφθεί και ως μια ξώφαλτση κριτική στη θλιβερή αναποτελεσματικότητα της κάστας των golden boys και την πηχτή βλακεία (στα όρια του λειτουργικού αναλφαβητισμού) που ξεπροβάλλει κάτω από τη μάσκα της γραφειοκρατικής σοβαροφάνειας.

Στο εσωτερικό του κτιρίου, βλέπουμε μεγάλα διαχωριστικά (σεπαρέ) που κρατούν απομονωμένους τους υπαλλήλους στους κατώτερους ορόφους, τονίζοντας ενδεχομένως την αποξένωσή τους. Η αλλοτρίωση όμως χτυπά εξίσου και τα υψηλότερα πατώματα (ρετιρέ), όπως στο Διοικητικό Συμβούλιο της εταιρείας, του οποίου τα μέλη δε βρίσκουν καν χρόνο να γαργαληθούν, σε ένα διάλειμμα από τις βαρετές συσκέψεις κορυφής...

Μεγαλωμένη σε έναν πλαστικό κόσμο με επίπλαστα αξιώματα για τα υποκατάστατα και τις λογής εκδοχές της, η Μπάρμπι προσπερνά την εκμετάλλευση αλλά απορεί φωναχτά και ενίσταται γιατί δε βλέπει καμία γυναίκα ανάμεσα στα στελέχη της Ματέλ. Οι προβληματισμοί για τη φύση της εργασίας, τους ταξικούς φραγμούς και άλλα τέτοια ξύλινα -και ουδόλως πλαστικά- περισσεύουν, για να πέσουμε στη γνωστή πεπατημένη ότι αν μας κυβερνούσαν περισσότερες γυναίκες -ας ήταν και αστές- ο κόσμος μας θα ήταν καλύτερος.

Η Μπάρμπιλαντ παρουσιάζει μια άνευρη εκδοχή «μητριαρχίας», χωρίς βάθος και ριζοσπαστικές αιχμές. Κινείται πολύ πίσω από τα αντιπολεμικά μηνύματα της Λυσιστράτης ή το τολμηρό, ανατρεπτικό περιεχόμενο του Αριστοφάνη στις Εκκλησιάζουσες. Είναι κατώτερη ακόμα και από την επιδερμική προσέγγιση του Casa de Papel στο επεισόδιο της «μητριαρχίας» ή και από το τραγούδι «Barbie Girl» των Aqua, που το περάσαμε για σαχλό, όταν βγήκε, αλλά σατιρίζει εύστοχα τη λογική της κοινωνίας που παράγει μαζικά «Μπάρμπι» κάθε χρώματος -και φύλου.

Η ζωή σε πλαστικό είναι φανταστική
Μπορείς να χτενίσεις τα μαλλιά μου,
να με γδύσεις οπουδήποτε...

Το ανδρικό φύλο αντιμετωπίζεται από εχθρικά -ως δυνητικός αντίπαλος της girl power και της γυναικείας χειραφέτησης- ως απλό συμπλήρωμα στο πλευρό των γυναικών -και απ’ το πλευρό τους, για να αντιστρέψουμε τον πασίγνωστο μύθο των Πρωτόπλαστων. Η πατριαρχία της Κεν-ο-κρατίας όμως, τους αφήνει ένα μεγάλο κενό, που δεν μπορεί να το καλύψει μια εφήμερη και απατηλή αίσθηση ανωτερότητας-επιβεβαίωσης ενάντια στις γυναίκες. Αν πάντως η σκηνοθετική οδηγία προς τον Ράιαν Γκόσλινγκ ήταν να ενσαρκώσει το αδιάφορο κενό ως έννοια, έχουμε να κάνουμε με μια μοναδική ερμηνεία, που φτάνει σε απλησίαστα ρηχά επίπεδα.

Η ταινία παίζει εμφανώς σε διάφορα σημεία με τον μύθο των Πρωτόπλαστων και την απώλεια ενός (πρωτο)πλαστικού παραδείσου. Αυτή όμως δε συνδέεται με το φρούτο της γνώσης, τον καρπό της ηδονής ή την πρώτη εργασιακή εμπειρία, αλλά με την απόκτηση μήτρας και το πρώτο ραντεβού στον γυναικολόγο...

Τα πάντα κινούνται γύρω από το έμφυλο ζήτημα και δεν υπάρχει χώρος για επικίνδυνες εμβαθύνσεις σε απαγορευμένες θεματικές. Το σύστημα, σήμερα, όχι μόνο δεν έχει πρόβλημα να αποδεχτεί και να ενσωματώσει τέτοιου είδους προσεγγίσεις, αλλά επιλέγει να τις προβάλλει επιθετικά, φορώντας τη μάσκα της κοινωνικής ευαισθησίας, για να καταδικάσει την καταπίεση και τις διακρίσεις που το ίδιο προκαλεί. Αρκεί τα βέλη της κριτικής να στρέφονται στις παράγωγες αντιθέσεις, αφήνοντας στο απυρόβλητο τη βασική αντίθεση της αστικής κοινωνίας.

Ακόμα και η πολιτικοποιημένη κόρη της σχεδιάστριας της Ματέλ ενσαρκώνει αρχικά μια καρικατούρα γραφικής φεμινίστριας, που θυμίζει λίγο την «υστερική» Ρόζα του Αρκά. Διόλου τυχαία, αυτή είναι και η μόνη φορά που ακούγεται σε όλη την ταινία η λέξη «καπιταλισμός»...

Αυτή η ροζ λαίλαπα είναι το καλύτερο απορρυπαντικό για το ξέπλυμα της Ματέλ και της «εταιρικής ευθύνης» της. Ξαφνικά η «κοινωνικά ευαίσθητη» Ματέλ δεν είναι ένα μονοπώλιο με εκατομμύρια κέρδη, χτισμένα στην εκμετάλλευση, ούτε και ευθύνεται για τα στερεότυπα που καλλιέργησε συνειδητά επί δεκαετίες, εφόσον τώρα έχει άλλη ατζέντα και σχεδιάζει ακόμα και τη... μελαγχολική - καταθλιπτική Μπάρμπι.

Οι αντιδράσεις του κοινού και της βασικής ομάδας στην οποία στοχεύει -δηλαδή κορίτσια της εφηβείας- δεν αφορούν τόσο τα φεμινιστικά μηνύματα της ταινίας αλλά εκδηλώνονται με όρους μόδας και εξαντλούνται στα ροζ ρουλαχάκια. Γίνονται δηλαδή και αυτές ένα είδος εμπορεύματος και πηγή κέρδους για τη Ματέλ.

Αλλά αυτήν την Μπαρμπι-μανία δεν την χωρίζει σινικό τείχος με τις «ψαγμένες αντιδράσεις», το πλήθος των φεμινιστικών αναλύσεων και τα σεντόνια στους τοίχους των ΜΚΔ, ακόμα και στη χώρα μας. Στην τελική, δεν έχει τόση σημασία αν η ταινία έχει τόσες διαστάσεις και πιάνει τόσο βαθιά ζητήματα, όπως θέλουν ίσως να πιστεύουν κάποιοι, αλλά ότι πυροδοτεί αντίστοιχους συνειρμούς και πραγματικές συζητήσεις.

Ανακεφαλαιώνοντας.
Η ταινία δεν είναι απογοητευτική, όπως λέει ο Γιάνης. Είναι πολύ καλή για αυτό που είναι και αυτό που θέλει να πετύχει.
Η ταινία «Μπάρμπι» δεν είναι ούτε ένα φεμινιστικό μανιφέστο, όπως βαυκαλίζονται κάποιοι. Είναι μανιφέστο του αστικού δικαιωματισμού, με αρκετά χαμηλό ταβάνι και συγκεκριμένες στοχεύσεις. Είναι σενάριο έξυπνο, καλοδουλεμένο και γι’ αυτό πιο «επικίνδυνο».

Κι είναι πολύ επικίνδυνο να κολυμπήσεις κόντρα στο ρεύμα, να δοκιμάσεις να αποδοκιμάσεις την Μπάρμπι, να πας να ασκήσεις κριτική και να το αποδομήσεις σε μια παρέα 15χρονων. Βασικά είναι πολύ δύσκολο να μη φανείς ένας γραφικός μπάρμπας (boomer), που ζει σε άλλες εποχές και βλέπει παντού ιμπεριαλιστικό δάχτυλο.

Ίσως όμως είναι πιο εύκολο να πείσεις τα παιδιά να αφήσουν τη μόδα να περάσει και να πάνε να δουν τον Οπενχάιμερ, που δίνει αφορμή για προβληματισμούς και αναζητήσεις σε μεγαλύτερο βάθος. Η ιστορία του πατέρα της ατομικής βόμβας δίνει περισσότερο πολιτικό υλικό από οποιοδήποτε μανιφέστο ατομικού δικαιωματισμού, ξεκομμένου από τις κοινωνικές συνθήκες.

Πέμπτη 10 Αυγούστου 2023

Όταν έκλαψε ο Γκαγκάλιν

Εισαγωγικό σημείωμα: το κείμενο αυτό ήταν έτοιμο κάνα δυο μέρες πριν -και είχε ήδη αργήσει. Θα ήταν όμως τρομερά ανεπίκαιρο να ανέβει τη μέρα της δολοφονίας του 29χρονου Μιχάλη. Και δε θα μπορούσε να ανέβει πριν από κάτι άλλο σχετικό και διόλου ανάλαφρο, όπως αυτό. Εξ ου και ανεβαίνει με αρκετές μέρες καθυστέρηση.
Λες να δάκρυσε για το κακό λογοπαίγνιο;

Πόσες είναι οι στιγμές στη ζωή μας τη σκυφτή -σαν την καμπούρα του Καμπούρη, του τίμιου οικοδόμου γίγαντα-, που μπορείς να καμαρώσεις σαν «πατερούλης» στα παιδιά σου πως ήσουν και εσύ εκεί ως αυτόπτης μάρτυρας;

Η επίθεση στο Λιτόχωρο την τελευταία μέρα της ανακωχής και του Μάρτη του ’46 -όσοι ήταν εκεί δηλαδή. Το Πολυτεχνείο -όπου στα λόγια ήταν όλοι, ακόμα και ο Σπύρος με την οργάνωση, πριν γίνει Απαράδεκτος και βρει αλλού το νόημα της ζωής. Το εννιαήμερο Φεστιβάλ -πω ρε φίλε...- του '88 στο Γαλάτσι. Το επόμενο με την ομιλία του Γράψα για την ομοφωνία των νεκροταφείων, ο οποίος πάντως δεν επέλεξε ποτέ την ολική ρήξη -και άσε το ρεύμα ανάδελφο να φτιάχνει τους μύθους του με μικρές νοθείες. Κι η ομιλία του Ντε Νίρο Μήτσου Κωστόπουλου στο 13ο Συνέδριο, πριν αρχίσει να θεωρεί το ΠΑΜΕ απομόνωση και το «ΟΚ» επίθεση του ιμπεριαλισμού στη γλώσσα μας (φράση αυτούσια από ομιλία του). Άντε να βάλεις και κάποιες αθλητικές στιγμές, που δεν κινούν διαλεκτικά μεν τη σπείρα του ιστορικού προτσές, αλλά χαράζουν τη μνήμη μας με ορόσημα.

Μετά το τέλος της ιστορίας, μπορεί να μη σταμάτησε να κινείται ο πλανήτης και η κοινωνία, στέρεψε όμως η κάνουλα με τις κοσμογονικές συγκινήσεις και τους συλλογικούς αγώνες, αφού άρχισαν όλοι να κινούνται γύρω από τον άξονά τους -δηλαδή τον εαυτούλη τους. Και ελλείψει τέτοιων συγκινήσεων βρίσκουμε υποκατάστατο σε άλλου τύπου αγώνες και αθλητικά ερζάτς, που γεμίζουν διακριτικά το κενό, μέχρι να έρθει πάλι εκείνη η ώρα.

Νίκο Γκάλη, κάρφωσέ τους πάλι...
(Ναι ρε, έκανε και καρφώματα και υπάρχουν αποδείξεις)

Και τι συγκινήσεις υπάρχουν στον αθλητισμό; Υπάρχουν πχ μερικές δυνατές στιγμές. Μετά μερικές άκρως συγκινητικές στιγμές, με ισχυρούς συμβολισμούς και μηνύματα. Υπάρχουν οι στιγμές που δακρύζει όλο το γήπεδο, μπαίνει ένα σκουπιδάκι στο μάτι και η τρίχα ανασηκώνεται. Πιο πάνω, οι στιγμές που ραγίζουν και τα τσιμέντα και πλανώνται τα φαντάσματα της (αθλητικής) ιστορίας πάνω από τον αγωνιστικό χώρο. Και πάνω από όλες αυτές, στην πιο ψηλή κορυφή (ίσαμε 1.83 μ.), η στιγμή που δάκρυσε ο Γκάλης (ακόμα και αυτός), βλέποντας τη φανέλα του να αποσύρεται και να κάνει τη δική της έφοδο στον ουρανό του ΟΑΚΑ -που φέρει το όνομά του.

Αλλά αν δεν έχεις ζήσει την πανστρατιά, τη χρονιά που κυνηγούσε ο Άρης τον Μίλωνα (ή μήπως τη Δάφνη;) για να μην πέσει κατηγορία, και έφερε για γούρι στο Αλεξάνδρειο τον Γκάλη, να δώσει κάτι από την αύρα του, μπας και σταυρώσουμε νίκη, δεν ξέρεις τι θα πει συγκίνηση...

 

Λένε πως οι άντρες δεν κλαίνε. Αλλά ο αθλητισμός είναι για να βρεις το παιδί μέσα σου και να το βοηθήσεις να μείνει αφάνα-το.

Λένε πως η πραγματική ενηλικίωση έρχεται όταν χάνεις τους γονείς σου. Αλλά υπάρχουν διάφορα ορόσημα που καθορίζουν την απώλεια της παιδικής αθωότητας.
Όταν ο Γκάλης έφυγε από τον Άρη και βρίζαμε τον Μητρούδη (που έγραψε, πριν πεθάνει, ένα βιβλίο για την «Αυτοκρατορία», στο οποίο μιλούσε λέει από καρδιάς στη Μούσα του, που τον άκουγε χωρίς να τον παρεξηγεί και να τον διακόπτει -οπότε ή μουγκή ήταν ή αντι-αρειανή).
Όταν ο Γκάλης ήρθε πρώτη φορά αντίπαλος στο Αλεξάνδρειο -που δε λεγόταν ακόμα Nick Gallis Hall- και έσπασε τα καλάθια από το άγχος και την πίεση, ενώ ο κόσμος που τον έβριζε ανακάλυπτε τι πάει να πει αντεστραμμένη αγάπη.
Όταν ο Γκάλης πήρε ένα ταξί στο ημίχρονο και έφυγε από την πίσω πόρτα του Μετς και του μπάσκετ. Όταν σταμάτησαν -περίπου στα 45 του- τα σενάρια ότι θα επιστρέψει στον Άρη και την ενεργό δράση. Όταν ξύρισε, μες στην πανδημία, το μαλλί και μείναμε ορ-φανα από τη θρυλική α-φάνα που αγαπήσαμε φανα-τικά και πέρασε στην αφανα-σία και την επετειακή φανέλα του Gangster, που είχε τη δική της τιμητική στο ΟΑΚΑ.

Σοκ και δέος! Σα να έκοβε δηλαδή τα κοτσιδάκια του ο Σφαλμάνης -γράψε άκυρο, ήδη συνέβη. Και οι στίχοι του είναι όλοι για εργάτες και άλλα τέτοια, ούτε μια ρίμα με τον Γκάλη, όπως τα Ημισκούμπρια. Σιγά μην ξανάρθει όμως τώρα ο Μιθριδάτης στο Φεστιβάλ, μετά από την πετυχεσιά να πατώσει με τον ΣΥΡΙΖΑ, εκεί στον Νότο.

Και όπως πάει, στην επόμενη πανδημία, μπορεί να του καρφωθεί του Γκάλη να ξυρίσει και τα φρύδια του, που ήταν σήμα κατατεθέν. Καλύτερα να έμενε στο κόλπο με το ξυραφάκι στα παπούτσια -για να μη φαίνεται η εταιρεία που δεν τον πλήρωνε (βλέπε παρακάτω). Ή έστω σε αυτό που ξύριζε ελαφρά τους ώμους του, για να φαίνεται η γράμμωση και να τρομάζει ο αντίπαλος -αν δεν είχε τρομάξει ήδη με την τριχοφυΐα στα χέρια του Νικ.

Βασικά, οι επαγγελματίες δεν κλαίνε. Δεν πληρώνονται για να έχουν αισθήματα και να δένονται με το κοινό. Αλλά δεν υπάρχει ούτε ένας επαγγελματίας που να έφτασε στην κορυφή χωρίς μεράκι κι αγάπη, χωρίς να ανακαλύπτει ένα κομμάτι του εαυτού του σε αυτό που κάνει. Ο Γκάλης ήταν από τους πιο σκληρούς επαγγελματίες, που μετρούσε κάθε δεκάρα και είχε ξύσει κάποτε τη φίρμα από τα παπούτσια του στα αποδυτήρια, για να πιέσει την εταιρεία να του δώσει χρήματα και συμβόλαιο. Αλλά ήταν καλός μόνο στο άθλημα για το οποίο ζούσε και ανέπνεε. Δε θα μπορούσε να είναι κάτι άλλο εκτός από αθλητής και δεν ήταν ποτέ καλός επιχειρηματίας όταν σταμάτησε το μπάσκετ -άλλο αν τώρα άνοιξε προφίλ Instagram, για να προωθήσει την εταιρία του.

Και γιατί μας ενδιαφέρουν όλα αυτά; Γιατί ήμασταν εκεί. Περασμένες αφάνες και διηγώντας τες να κλαις, για τα χρόνια της δεκαετίας του ’80.

Ωραία χρόνια! Ο Άρης έπαιρνε πρωταθλήματα, το ΚΚΕ διψήφια ποσοστά και δήμους, τα θέατρα έκλειναν τις Πέμπτες, οι χώροι δουλειάς στις απεργίες. (Και αν όλα αυτά δε σου φαίνονται ωραία, μπορεί να είσαι φιλελές ή ο Φασούλας που θέλει να ξεχάσει το Κνίτικο παρελθόν του. Ή απλώς να μην ξεχνάς βολικά πως τον Ιούνιο του ’87 δεν ήταν μόνο το Ευρωμπάσκετ, αλλά και ο καύσωνας που άφησε πίσω εκατοντάδες νεκρούς στην Ελλάδα της Αλλαγής, όπου τίποτα δεν είχε αλλάξει και ας έλεγε ο Πορτοκάλογλου "μα κάτι άλλαξε από χτες...") (και από εδώ ακόμα καλύτερα).
Ακόμα και ο Σκουντής μιλούσε λιγότερο εκείνα τα χρόνια -και άφηνε τον Γκάλη να πει κι αυτός καμιά ατάκα.
Το βασίλειό μας για ένα φίμωτρο. Αλλά υπάρχει άραγε κάτι πιο γνήσια ΠΑΣΟΚ απ' την υπέροχα απάλευτη φλυαρία του Σκουντή -που μπήκε στο ψηφοδέλτιο του ανατέλλοντος μεταλλίου πράσινου ήλιου, στις τελευταίες εκλογές;
Μαύρισ' το αγόρι μου...

Ίσως είναι εύκολο να βρεις κάποιον να μεταφράσει στον Γουόκαπ τους στίχους του ύμνου για «την κόψη του σπαθιού την τρομερή» και άλλον έναν να τους μελοποιήσει στα αγγλικά για να ταξιδέψουν στο εξωτερικό με μια black metal μπάντα.
Το πραγματικά δύσκολο είναι να βρεις κάποιον να μεταφράσει πχ στον Ντόνσιτς και τους άλλους τη λογοδιάρροια του κονφερασιέ Σκουντή, που σκοντάφτει διαρκώς σε συνειρμούς, ξεχνώντας τι ήθελε να πει και πού έπρεπε να φτάσει. Ιδίως το λογοπαίγνιο για τον Γκάνγκστερ που... χόρευε τους αντίπαλους χάλι-Γκάλη...

Αλλά του το ανταπέδωσα νοερά, όταν έλεγε πως ο Γκάλης μικρός ήθελε να γίνει αστροναύτης, και εμείς τον βλέπαμε δακρυσμένο στην οθόνη του γηπέδου.
Όταν έκλαψε ο Γκαγκάλιν...

Και ήταν όλοι τους εκεί, Νίκος, Λούκα και Γιαννάκης
Πάνος, Στάθης και Καιτούλα και ο χαλίφης της Βαγδάτης
Όμως δεν ήρθες εσύ, Γιάννη Αντετοκούμπο, έστω με πολιτικά. Ούτε για τον Γιάννη, ούτε για τον Λούκα. Λες να έχει δίκιο η εμμονική νυφίτσα της φωλιάς του Βαξεβάνη, που λέει ότι έχει ξενερώσει με την ΕΟΚ (και ΝΑΤΟ ίδιο συνδικάτο);

Και ποια ήταν η ανθρωπογεωγραφία στις κερκίδες;
Οι 40άρηδες (και βάλε) που είχαν βάλει το μπλουζάκι με την αφάνα του Γκάνγκστερ -που δε θα ήταν τόσο τρομακτικός χωρίς τις τρίχες του. Οι 20άρηδες που είχαν φανέλα Αντετοκούμπο. Οι συνομήλικοί τους που είχαν φανέλα Ντόνσιτς και είναι δυνάμει υλικό για επανάσταση και αγώνα για την ήττα της δικής μας αστικής τάξης.


Και δυο παιδιά με τη φανέλα του Μπούκερ και του Μπεν του Σίμονς, που δεν έχεις λόγο να την βάλεις αν δεν είσαι γέννημα-θρέμμα της Φιλαδέλφειας -και δεν εννοώ της Νέας, όπου αλώνιζαν σαν άσβερκοι, άτριχοι γκάνγκστερ Κροάτες και Έλληνες νεοναζί. Και βασικά, εγώ αν ήμουν ο Ντόνσιτς, θα πήγαινα γελώντας να κολλήσω τη μούρη μου δίπλα στη δική τους και να τους ρωτήσω τι έχει πάει στραβά στη ζωή τους -εκτός από τον καπιταλισμό, την εκμετάλλευση, την αλλοτρίωση, τη φτώχεια.


Αλλά αν εξαιρέσουμε όλα αυτά, σύντρολοι Μόντι Πάιθον, τι έχει πάει τόσο στραβά στη ζωή μας για να φτάσουμε σε τέτοιο έσχατο σημείο;

Οι φανέλες της Εθνικής ήταν στο νέο κατάστημα-μπουτίκ της ΕΟΚ, σε τιμή γνωριμίας, μόλις 85 ευρώ. Που σε έκανε να αναρωτιέσαι αν ήταν συλλεκτικές -με την υπογραφή του Γκάλη πχ- και βασικά σε ποιον ακριβώς απευθύνονται. Στο ίδιο κοινό με τις ακτοπλοϊκές και τα rooms to let των 100 ευρώ τη βραδιά, θα μου πεις. Γι’ αυτό η πόλη ποτέ δεν κοιμάται και προπαντός ποτέ δεν αδειάζει, ούτε τον Αύγουστο. Αλλά το γήπεδο δε γέμισε ασφυκτικά -μόνο ο Γιάννης θα μπορούσε να το κάνει τέτοια εποχή. Κι εσύ νιώθεις μικρός δεινόσαυρος, που ζεις για να ακούς Βασίλη και δεν καταλαβαίνεις γιατί γεμίζει ο Λεξ τα στάδια. Ναι αλλά όχι το Καλλιμάρμαρο...

Ποιος να το έλεγε πάντως στην εποχή του Γκάλη πως 30 χρόνια μετά η αγία τρίαδα του ΝΒΑ θα ήταν τρεις Βαλκάνιοι! Ένα θαύμα της φύσης που μεγάλωσε στη χώρα μας και δύο αγύμναστοι Γιούγκοι που δε χρειάζονται φυσική κατάσταση για να παίζουν σα γιοι του γιου του διαβόλου (Ντράζεν). Και αν έχουν μερικά παραπάνω κιλά, το βασικό είναι ότι έχουν τόνους μπάσκετ μέσα τους, για να μην τους νοιάζει.


Βασικά αυτός που θα κολλούσε σε μια τόσο Βαλκανική τριάδα -με μπόλικο ταλέντο και λιγοστά μούσκουλα- δεν είναι ούτε Γιάννης, ούτε Γιαννάκης, ούτε Γκάλης. Είναι ο Φάνης! Που προτίμησε να μείνει πρώτος στο χωριό και στην πλατεία της καρδιάς του, παρά να κυνηγήσει τίτλους και μεγαλεία. Έμεινε σχεδόν μια ζωή εκεί που ήταν η ζωή του: να βγαίνει βόλτες με τη Χάρλεϊ, να πίνει και να καπνίζει όσο θέλει, να τρώει κάθε μέρα λίγο από το ατόφιο ταλέντο του. Και δεν πήγε ποτέ στο ΝΒΑ κι ας φαινόταν πως είχε -περισσότερο από όλους- τα φόντα να το κάνει.


Ο Γιάννης μπορεί να μην είναι -σαν τους άλλους δύο Βαλκάνιους- μια κινητή διαφήμιση της παιδικής παχυσαρκίας, που κάνει θραύση στη χώρα μας, ως κατεξοχήν «λαϊκή νόσος», αλλά είναι πιο Έλληνας από τους Ελληνάρες και μπορείς να το καταλάβεις αν ακούσεις πόσο ελληνική είναι η προφορά του, όταν μιλάει αγγλικά. Ή αν δεις τον Θανάση, που βάζει πάνω απ’ όλα την οικογένεια, και θα μπορούσε να κάνει καριέρα στην Ευρώπη, αλλά μένει στο Μιλγουόκι για να προστατεύει τον μικρό του αδερφό.

Βασικά είναι όλοι τους μορφές, σαν κινηματογραφικοί ήρωες.
Ο Γιόκιτς έχει μεγαλύτερη λάμψη από τον Joker, δείχνει πώς θα ήταν ο Σαμπόνις χωρίς τραυματισμούς και αντικομμουνισμό αλλά δεν έχει φτάσει στην κορυφή με τη Σερβία, ίσως γιατί η δική του γενιά ήταν πολύ μικρή στους βομβαρδισμούς της Γιουγκοσλαβίας, για να ατσαλωθεί και να αποκτήσει έξτρα κίνητρο, όπως οι προκάτοχοί τους.
Ο Ντόνσιτς έχει τεράστια φλέβα κωμικού και είναι γκαβλωμένος για μπάσκετ. Ήταν παρών και στα δύο φιλικά με την Ελλάδα -κόντρα στα προγνωστικά- και έδωσε σόου, για να χαρεί το κοινό μα πάνω από όλα ο ίδιος -για τη χαρά του αθλήματος. Μια κινούμενη κωμωδία, αν δεν είσαι αντίπαλός του...

Ο Γιάννης πάλι έχει την πιο κινηματογραφική ιστορία από όλους -just a kid from Sepolia- αλλά είναι λιγότερο ντίβα-αστέρας και λέει κρύα ανέκδοτα (νοκ-νοκ, ποιος είναι;) στις συνεντεύξεις τύπου. Αλλά ο τυπάρας Θανάσης παίζει και για τους δύο σε αυτό το κομμάτι. (Ωστόσο αν δεν έχεις δει βίντεο με τις γκάφες του Φασούλα ή Παοκτζή να "τοποθετείται αντικειμενικά για τον Γκάλη", δεν ξέρεις τι θα πει πραγματική κωμωδία). Και είναι μεγάλο ξενέρωμα να βλέπεις μια ιδιωτική εταιρεία (σαν τους Μπακς) και ένα maximum συμβόλαιο να κάνουν κουμάντο στη δική του όρεξη για μπάσκετ.

Βασικά ο μόνος τρόπος να σωθεί το ξενέρωτο All Star Game του ΝΒΑ είναι να πάρει επιτέλους το καλό παράδειγμα από εμάς (δώσαμε τα φώτα, η Ελλάς δεν είναι κότα) και να καθιερώσει, όπως εμείς κάποτε, το δίπολο ΗΠΑ vs Ευρώπη -ή μάλλον vs υπόλοιπος κόσμος.
Όπα-είπα, κράτσες-κρούτσες.

Και ο μόνος τρόπος να γλιτώσει η ψυχή του μπάσκετ είναι να γλιτώσουμε από τον επαγγελματικό αθλητισμό. Μπορεί η FIBA να είναι βουτηγμένη στον βούρκο του κέρδους και να μην εκπροσωπεί κανένα αθλητικό ιδεώδες ούτε ξώφαλτσα, αλλά οι διοργανώσεις της είναι σχεδόν πάντα απολαυστικές. Όχι γιατί έχουμε εθνικούς θριάμβους και ρομαντικές συγκρούσεις χωρών (αυτά είναι εθνικισμοί και επικίνδυνα πράγματα, όπως λέει ο Σπύρος) αλλά γιατί οι παίκτες παίζουν -κυρίως- για τον εαυτό τους και επειδή το γουστάρουν, χωρίς να έχουν -κατά κανόνα- άμεσα υλικά ανταλλάγματα. Και επιπλέον, γιατί οι ομάδες δεν προλαβαίνουν να γίνουν άρτια σύνολα και αφήνουν περισσότερο χώρο στο ατόφιο ατομικό ταλέντο να αναδειχθεί.
Μπορεί βέβαια η αγία Βαλκανική τριάδα να μάγεψε πέρσι στο Ευρωμπάσκετ, σε ατομικό επίπεδο, έμεινε σύσσωμη όμως εκτός τετράδας, βλέποντας τις καλύτερες ομάδες να ανεβαίνουν στο βάθρο των μεταλλίων.
Γιατί το μπάσκετ είναι υπέροχα δίκαιο άθλημα -και για αυτό δεν είναι ο βασιλιάς των σπορ, γιατί δε γουστάρει πολύ τους βασιλιάδες και αναδεικνύει πάντα το σύνολο.

Σε κάθε περίπτωση, το άθλημα με τη «σπειριάρα» (εκ της διαλεκτικής σπείρας) προσφέρεται για απλά μαθήματα διαλεκτικής. Για τον ρόλο του ατόμου της ιστορίας και πώς το σύνολο αναδεικνύει τις μονάδες και δεν είναι ένα απλό άθροισμα των ικανοτήτων τους. Για τη σημασία της σωστής χρονικής στιγμής σε ένα δεκάλεπτο ή σε μια δεκαετία (ο σωστός Γκάλης τη σωστή στιγμή στο σωστό σημείο, για να δούμε την έκρηξη στο διάστημα: Μια πάσα πριν νωρίς, ένα βήμα μπρος, δύο πίσω, καθαρή παράβαση). Και για τις αντιδιαλεκτικές συγκρίσεις παικτών (ή ομάδων) που αγωνίστηκαν σε άλλες θέσεις, χρονικές περιόδους κτλ.

Διαλεκτική που στάζει στο περικάρπιο. Και ας τα εξιδανικεύουμε όλα στη μνήμη μας, καμιά φορά, και τα βλέπουμε χωρίς αντιφάσεις. Μα διαλεκτική χωρίς αντιφάσεις γίνεται;


Και εσύ δηλαδή ποιος λες ότι πέταξε ψηλότερα; Ο Γιάννης ή ο Γκάλης;
Καλά, ας αφήσουμε και κάνα αντιδιαλεκτικό ερώτημα για άλλη φορά, μην τα λύσουμε όλα σήμερα.