Εισαγωγικό σημείωμα: το κείμενο αυτό ήταν έτοιμο κάνα δυο μέρες πριν -και είχε ήδη αργήσει. Θα ήταν όμως τρομερά ανεπίκαιρο να ανέβει τη μέρα της δολοφονίας του 29χρονου Μιχάλη. Και δε θα μπορούσε να ανέβει πριν από κάτι άλλο σχετικό και διόλου ανάλαφρο, όπως αυτό. Εξ ου και ανεβαίνει με αρκετές μέρες καθυστέρηση.
Λες να δάκρυσε για το κακό λογοπαίγνιο; |
Πόσες είναι οι στιγμές στη ζωή μας τη σκυφτή -σαν την καμπούρα του Καμπούρη, του τίμιου οικοδόμου γίγαντα-, που μπορείς να καμαρώσεις σαν «πατερούλης» στα παιδιά σου πως ήσουν και εσύ εκεί ως αυτόπτης μάρτυρας;
Η επίθεση στο Λιτόχωρο την τελευταία μέρα της ανακωχής και του Μάρτη του ’46 -όσοι ήταν εκεί δηλαδή. Το Πολυτεχνείο -όπου στα λόγια ήταν όλοι, ακόμα και ο Σπύρος με την οργάνωση, πριν γίνει Απαράδεκτος και βρει αλλού το νόημα της ζωής. Το εννιαήμερο Φεστιβάλ -πω ρε φίλε...- του '88 στο Γαλάτσι. Το επόμενο με την ομιλία του Γράψα για την ομοφωνία των νεκροταφείων, ο οποίος πάντως δεν επέλεξε ποτέ την ολική ρήξη -και άσε το ρεύμα ανάδελφο να φτιάχνει τους μύθους του με μικρές νοθείες. Κι η ομιλία του Ντε Νίρο Μήτσου Κωστόπουλου στο 13ο Συνέδριο, πριν αρχίσει να θεωρεί το ΠΑΜΕ απομόνωση και το «ΟΚ» επίθεση του ιμπεριαλισμού στη γλώσσα μας (φράση αυτούσια από ομιλία του). Άντε να βάλεις και κάποιες αθλητικές στιγμές, που δεν κινούν διαλεκτικά μεν τη σπείρα του ιστορικού προτσές, αλλά χαράζουν τη μνήμη μας με ορόσημα.
Μετά το τέλος της ιστορίας, μπορεί να μη σταμάτησε να κινείται ο πλανήτης και η κοινωνία, στέρεψε όμως η κάνουλα με τις κοσμογονικές συγκινήσεις και τους συλλογικούς αγώνες, αφού άρχισαν όλοι να κινούνται γύρω από τον άξονά τους -δηλαδή τον εαυτούλη τους. Και ελλείψει τέτοιων συγκινήσεων βρίσκουμε υποκατάστατο σε άλλου τύπου αγώνες και αθλητικά ερζάτς, που γεμίζουν διακριτικά το κενό, μέχρι να έρθει πάλι εκείνη η ώρα.
Νίκο Γκάλη, κάρφωσέ τους πάλι...
(Ναι ρε, έκανε και καρφώματα και υπάρχουν
αποδείξεις)
Και τι συγκινήσεις υπάρχουν στον αθλητισμό; Υπάρχουν πχ μερικές δυνατές στιγμές. Μετά μερικές άκρως συγκινητικές στιγμές, με ισχυρούς συμβολισμούς και μηνύματα. Υπάρχουν οι στιγμές που δακρύζει όλο το γήπεδο, μπαίνει ένα σκουπιδάκι στο μάτι και η τρίχα ανασηκώνεται. Πιο πάνω, οι στιγμές που ραγίζουν και τα τσιμέντα και πλανώνται τα φαντάσματα της (αθλητικής) ιστορίας πάνω από τον αγωνιστικό χώρο. Και πάνω από όλες αυτές, στην πιο ψηλή κορυφή (ίσαμε 1.83 μ.), η στιγμή που δάκρυσε ο Γκάλης (ακόμα και αυτός), βλέποντας τη φανέλα του να αποσύρεται και να κάνει τη δική της έφοδο στον ουρανό του ΟΑΚΑ -που φέρει το όνομά του.
Αλλά αν δεν έχεις ζήσει την πανστρατιά, τη χρονιά που κυνηγούσε ο Άρης τον Μίλωνα (ή μήπως τη Δάφνη;) για να μην πέσει κατηγορία, και έφερε για γούρι στο Αλεξάνδρειο τον Γκάλη, να δώσει κάτι από την αύρα του, μπας και σταυρώσουμε νίκη, δεν ξέρεις τι θα πει συγκίνηση...
Λένε πως οι άντρες δεν κλαίνε. Αλλά ο αθλητισμός είναι για να βρεις το παιδί μέσα σου και να το βοηθήσεις να μείνει αφάνα-το.
Λένε πως η πραγματική ενηλικίωση έρχεται
όταν χάνεις τους γονείς σου. Αλλά υπάρχουν διάφορα
ορόσημα που καθορίζουν την απώλεια της παιδικής
αθωότητας.
Όταν ο Γκάλης έφυγε από τον Άρη και
βρίζαμε τον Μητρούδη (που έγραψε, πριν πεθάνει,
ένα βιβλίο για την «Αυτοκρατορία», στο οποίο
μιλούσε λέει από καρδιάς στη Μούσα του, που τον άκουγε χωρίς
να τον παρεξηγεί και να τον διακόπτει -οπότε ή μουγκή ήταν ή αντι-αρειανή).
Όταν ο
Γκάλης ήρθε πρώτη φορά αντίπαλος στο Αλεξάνδρειο
-που δε λεγόταν ακόμα Nick Gallis Hall- και έσπασε τα καλάθια
από το άγχος και την πίεση, ενώ ο κόσμος που τον έβριζε ανακάλυπτε τι πάει να πει αντεστραμμένη αγάπη.
Όταν ο Γκάλης πήρε
ένα ταξί στο ημίχρονο και έφυγε από την πίσω
πόρτα του Μετς και του μπάσκετ. Όταν σταμάτησαν
-περίπου στα 45 του- τα σενάρια ότι θα επιστρέψει
στον Άρη και την ενεργό δράση. Όταν ξύρισε, μες
στην πανδημία, το μαλλί και μείναμε ορ-φανα από
τη θρυλική α-φάνα που αγαπήσαμε φανα-τικά και
πέρασε στην αφανα-σία και την επετειακή φανέλα
του Gangster, που είχε τη δική της τιμητική στο ΟΑΚΑ.
Σοκ και δέος! Σα να έκοβε δηλαδή τα κοτσιδάκια του ο Σφαλμάνης -γράψε άκυρο, ήδη συνέβη. Και οι στίχοι του είναι όλοι για εργάτες και άλλα τέτοια, ούτε μια ρίμα με τον Γκάλη, όπως τα Ημισκούμπρια. Σιγά μην ξανάρθει όμως τώρα ο Μιθριδάτης στο Φεστιβάλ, μετά από την πετυχεσιά να πατώσει με τον ΣΥΡΙΖΑ, εκεί στον Νότο.
Και όπως πάει, στην επόμενη πανδημία, μπορεί να του καρφωθεί του Γκάλη να ξυρίσει και τα φρύδια του, που ήταν σήμα κατατεθέν. Καλύτερα να έμενε στο κόλπο με το ξυραφάκι στα παπούτσια -για να μη φαίνεται η εταιρεία που δεν τον πλήρωνε (βλέπε παρακάτω). Ή έστω σε αυτό που ξύριζε ελαφρά τους ώμους του, για να φαίνεται η γράμμωση και να τρομάζει ο αντίπαλος -αν δεν είχε τρομάξει ήδη με την τριχοφυΐα στα χέρια του Νικ.
Βασικά, οι επαγγελματίες δεν κλαίνε. Δεν πληρώνονται για να έχουν αισθήματα και να δένονται με το κοινό. Αλλά δεν υπάρχει ούτε ένας επαγγελματίας που να έφτασε στην κορυφή χωρίς μεράκι κι αγάπη, χωρίς να ανακαλύπτει ένα κομμάτι του εαυτού του σε αυτό που κάνει. Ο Γκάλης ήταν από τους πιο σκληρούς επαγγελματίες, που μετρούσε κάθε δεκάρα και είχε ξύσει κάποτε τη φίρμα από τα παπούτσια του στα αποδυτήρια, για να πιέσει την εταιρεία να του δώσει χρήματα και συμβόλαιο. Αλλά ήταν καλός μόνο στο άθλημα για το οποίο ζούσε και ανέπνεε. Δε θα μπορούσε να είναι κάτι άλλο εκτός από αθλητής και δεν ήταν ποτέ καλός επιχειρηματίας όταν σταμάτησε το μπάσκετ -άλλο αν τώρα άνοιξε προφίλ Instagram, για να προωθήσει την εταιρία του.
Και γιατί μας ενδιαφέρουν όλα αυτά; Γιατί ήμασταν εκεί. Περασμένες αφάνες και διηγώντας τες να κλαις, για τα χρόνια της δεκαετίας του ’80.
Ωραία χρόνια! Ο Άρης έπαιρνε πρωταθλήματα,
το ΚΚΕ διψήφια ποσοστά και δήμους, τα θέατρα
έκλειναν τις Πέμπτες, οι χώροι δουλειάς στις
απεργίες. (Και αν όλα αυτά δε σου φαίνονται ωραία,
μπορεί να είσαι φιλελές ή ο Φασούλας που θέλει
να ξεχάσει το Κνίτικο παρελθόν του. Ή απλώς να μην ξεχνάς βολικά πως τον Ιούνιο του ’87 δεν ήταν μόνο το Ευρωμπάσκετ, αλλά και ο καύσωνας που άφησε πίσω εκατοντάδες
νεκρούς στην Ελλάδα της Αλλαγής, όπου τίποτα δεν είχε αλλάξει και ας έλεγε ο Πορτοκάλογλου "μα κάτι άλλαξε από χτες...") (και από εδώ ακόμα καλύτερα).
Ακόμα και ο Σκουντής μιλούσε λιγότερο
εκείνα τα χρόνια -και άφηνε τον Γκάλη να πει κι αυτός καμιά ατάκα. Το βασίλειό μας για ένα φίμωτρο. Αλλά υπάρχει άραγε κάτι πιο γνήσια
ΠΑΣΟΚ απ' την υπέροχα απάλευτη φλυαρία του Σκουντή -που μπήκε στο ψηφοδέλτιο του ανατέλλοντος μεταλλίου πράσινου ήλιου,
στις τελευταίες εκλογές;
Μαύρισ' το αγόρι μου...
Ίσως είναι εύκολο να βρεις κάποιον
να μεταφράσει στον Γουόκαπ τους στίχους του
ύμνου για «την κόψη του σπαθιού την τρομερή»
και άλλον έναν να τους μελοποιήσει στα αγγλικά για να ταξιδέψουν στο εξωτερικό με μια black metal μπάντα.
Το πραγματικά δύσκολο είναι να βρεις κάποιον να
μεταφράσει πχ στον Ντόνσιτς και τους άλλους
τη λογοδιάρροια του κονφερασιέ Σκουντή, που
σκοντάφτει διαρκώς σε συνειρμούς, ξεχνώντας
τι ήθελε να πει και πού έπρεπε να φτάσει. Ιδίως
το λογοπαίγνιο για τον Γκάνγκστερ που... χόρευε
τους αντίπαλους χάλι-Γκάλη...
Αλλά του το ανταπέδωσα νοερά, όταν έλεγε πως ο Γκάλης μικρός ήθελε να γίνει αστροναύτης,
και εμείς τον βλέπαμε δακρυσμένο στην οθόνη του γηπέδου.
Όταν έκλαψε ο Γκαγκάλιν...
Και ήταν όλοι τους εκεί, Νίκος, Λούκα
και Γιαννάκης
Πάνος, Στάθης και Καιτούλα και
ο χαλίφης της Βαγδάτης
Όμως δεν ήρθες εσύ, Γιάννη Αντετοκούμπο,
έστω με πολιτικά. Ούτε για τον Γιάννη, ούτε για
τον Λούκα. Λες να έχει δίκιο η εμμονική νυφίτσα της φωλιάς του Βαξεβάνη, που λέει ότι έχει ξενερώσει
με την ΕΟΚ (και ΝΑΤΟ ίδιο συνδικάτο);
Και ποια ήταν η ανθρωπογεωγραφία στις κερκίδες;
Οι 40άρηδες (και βάλε) που είχαν βάλει το μπλουζάκι με την αφάνα του Γκάνγκστερ -που δε θα ήταν τόσο τρομακτικός χωρίς τις τρίχες του. Οι 20άρηδες που είχαν φανέλα
Αντετοκούμπο. Οι συνομήλικοί τους που είχαν
φανέλα Ντόνσιτς και είναι δυνάμει υλικό για
επανάσταση και αγώνα για την ήττα της δικής μας
αστικής τάξης.
Και δυο παιδιά με τη φανέλα του Μπούκερ και του Μπεν του Σίμονς, που δεν έχεις λόγο να την βάλεις αν δεν είσαι γέννημα-θρέμμα της Φιλαδέλφειας -και δεν εννοώ της Νέας, όπου αλώνιζαν σαν άσβερκοι, άτριχοι γκάνγκστερ Κροάτες και Έλληνες νεοναζί. Και βασικά, εγώ αν ήμουν ο Ντόνσιτς, θα πήγαινα γελώντας να κολλήσω τη μούρη μου δίπλα στη δική τους και να τους ρωτήσω τι έχει πάει στραβά στη ζωή τους -εκτός από τον καπιταλισμό, την εκμετάλλευση, την αλλοτρίωση, τη φτώχεια.
Αλλά αν εξαιρέσουμε όλα αυτά, σύντρολοι Μόντι Πάιθον, τι έχει πάει τόσο στραβά στη ζωή μας για να φτάσουμε σε τέτοιο έσχατο σημείο;
Οι φανέλες της Εθνικής ήταν στο νέο κατάστημα-μπουτίκ της ΕΟΚ, σε τιμή γνωριμίας, μόλις 85 ευρώ. Που σε έκανε να αναρωτιέσαι αν ήταν συλλεκτικές -με την υπογραφή του Γκάλη πχ- και βασικά σε ποιον ακριβώς απευθύνονται. Στο ίδιο κοινό με τις ακτοπλοϊκές και τα rooms to let των 100 ευρώ τη βραδιά, θα μου πεις. Γι’ αυτό η πόλη ποτέ δεν κοιμάται και προπαντός ποτέ δεν αδειάζει, ούτε τον Αύγουστο. Αλλά το γήπεδο δε γέμισε ασφυκτικά -μόνο ο Γιάννης θα μπορούσε να το κάνει τέτοια εποχή. Κι εσύ νιώθεις μικρός δεινόσαυρος, που ζεις για να ακούς Βασίλη και δεν καταλαβαίνεις γιατί γεμίζει ο Λεξ τα στάδια. Ναι αλλά όχι το Καλλιμάρμαρο...
Ποιος να το έλεγε πάντως στην εποχή του Γκάλη πως 30 χρόνια μετά η αγία τρίαδα του ΝΒΑ θα ήταν τρεις Βαλκάνιοι! Ένα θαύμα της φύσης που μεγάλωσε στη χώρα μας και δύο αγύμναστοι Γιούγκοι που δε χρειάζονται φυσική κατάσταση για να παίζουν σα γιοι του γιου του διαβόλου (Ντράζεν). Και αν έχουν μερικά παραπάνω κιλά, το βασικό είναι ότι έχουν τόνους μπάσκετ μέσα τους, για να μην τους νοιάζει.
Βασικά αυτός που θα κολλούσε σε μια τόσο Βαλκανική τριάδα -με μπόλικο ταλέντο και λιγοστά μούσκουλα- δεν είναι ούτε Γιάννης, ούτε Γιαννάκης, ούτε Γκάλης. Είναι ο Φάνης! Που προτίμησε να μείνει πρώτος στο χωριό και στην πλατεία της καρδιάς του, παρά να κυνηγήσει τίτλους και μεγαλεία. Έμεινε σχεδόν μια ζωή εκεί που ήταν η ζωή του: να βγαίνει βόλτες με τη Χάρλεϊ, να πίνει και να καπνίζει όσο θέλει, να τρώει κάθε μέρα λίγο από το ατόφιο ταλέντο του. Και δεν πήγε ποτέ στο ΝΒΑ κι ας φαινόταν πως είχε -περισσότερο από όλους- τα φόντα να το κάνει.
Ο Γιάννης μπορεί να μην είναι -σαν τους άλλους δύο Βαλκάνιους- μια κινητή διαφήμιση της παιδικής παχυσαρκίας, που κάνει θραύση στη χώρα μας, ως κατεξοχήν «λαϊκή νόσος», αλλά είναι πιο Έλληνας από τους Ελληνάρες και μπορείς να το καταλάβεις αν ακούσεις πόσο ελληνική είναι η προφορά του, όταν μιλάει αγγλικά. Ή αν δεις τον Θανάση, που βάζει πάνω απ’ όλα την οικογένεια, και θα μπορούσε να κάνει καριέρα στην Ευρώπη, αλλά μένει στο Μιλγουόκι για να προστατεύει τον μικρό του αδερφό.
Βασικά είναι όλοι τους μορφές, σαν κινηματογραφικοί
ήρωες.
Ο Γιόκιτς έχει μεγαλύτερη λάμψη από τον
Joker, δείχνει πώς θα ήταν ο Σαμπόνις χωρίς τραυματισμούς
και αντικομμουνισμό αλλά δεν έχει φτάσει στην
κορυφή με τη Σερβία, ίσως γιατί η δική του γενιά
ήταν πολύ μικρή στους βομβαρδισμούς της Γιουγκοσλαβίας,
για να ατσαλωθεί και να αποκτήσει έξτρα κίνητρο,
όπως οι προκάτοχοί τους.
Ο Ντόνσιτς έχει τεράστια
φλέβα κωμικού και είναι γκαβλωμένος για μπάσκετ.
Ήταν παρών και στα δύο φιλικά με την Ελλάδα -κόντρα
στα προγνωστικά- και έδωσε σόου, για να χαρεί
το κοινό μα πάνω από όλα ο ίδιος -για τη χαρά του
αθλήματος. Μια κινούμενη κωμωδία, αν δεν είσαι αντίπαλός του...
Ο Γιάννης πάλι έχει την πιο κινηματογραφική ιστορία από όλους -just a kid from Sepolia- αλλά είναι λιγότερο ντίβα-αστέρας και λέει κρύα ανέκδοτα (νοκ-νοκ, ποιος είναι;) στις συνεντεύξεις τύπου. Αλλά ο τυπάρας Θανάσης παίζει και για τους δύο σε αυτό το κομμάτι. (Ωστόσο αν δεν έχεις δει βίντεο με τις γκάφες του Φασούλα ή Παοκτζή να "τοποθετείται αντικειμενικά για τον Γκάλη", δεν ξέρεις τι θα πει πραγματική κωμωδία). Και είναι μεγάλο ξενέρωμα να βλέπεις μια ιδιωτική εταιρεία (σαν τους Μπακς) και ένα maximum συμβόλαιο να κάνουν κουμάντο στη δική του όρεξη για μπάσκετ.
Βασικά ο μόνος τρόπος να σωθεί το ξενέρωτο
All Star Game του ΝΒΑ είναι να πάρει επιτέλους το καλό παράδειγμα από εμάς (δώσαμε τα φώτα, η Ελλάς δεν είναι κότα) και να καθιερώσει, όπως εμείς κάποτε,
το δίπολο ΗΠΑ vs Ευρώπη -ή μάλλον vs υπόλοιπος κόσμος.
Όπα-είπα, κράτσες-κρούτσες.
Και ο μόνος τρόπος να γλιτώσει η ψυχή
του μπάσκετ είναι να γλιτώσουμε από τον επαγγελματικό
αθλητισμό. Μπορεί η FIBA να είναι βουτηγμένη στον
βούρκο του κέρδους και να μην εκπροσωπεί κανένα
αθλητικό ιδεώδες ούτε ξώφαλτσα, αλλά οι διοργανώσεις της
είναι σχεδόν πάντα απολαυστικές. Όχι γιατί
έχουμε εθνικούς θριάμβους και ρομαντικές συγκρούσεις
χωρών (αυτά είναι εθνικισμοί και επικίνδυνα πράγματα, όπως λέει ο Σπύρος) αλλά
γιατί οι παίκτες παίζουν -κυρίως- για τον εαυτό
τους και επειδή το γουστάρουν, χωρίς να έχουν
-κατά κανόνα- άμεσα υλικά ανταλλάγματα. Και επιπλέον,
γιατί οι ομάδες δεν προλαβαίνουν να γίνουν
άρτια σύνολα και αφήνουν περισσότερο χώρο
στο ατόφιο ατομικό ταλέντο να αναδειχθεί.
Μπορεί βέβαια η αγία Βαλκανική τριάδα να μάγεψε πέρσι
στο Ευρωμπάσκετ, σε ατομικό επίπεδο, έμεινε
σύσσωμη όμως εκτός τετράδας, βλέποντας τις
καλύτερες ομάδες να ανεβαίνουν στο βάθρο των
μεταλλίων.
Γιατί το μπάσκετ είναι υπέροχα δίκαιο
άθλημα -και για αυτό δεν είναι ο βασιλιάς των
σπορ, γιατί δε γουστάρει πολύ τους βασιλιάδες
και αναδεικνύει πάντα το σύνολο.
Σε κάθε περίπτωση, το άθλημα με τη «σπειριάρα» (εκ της διαλεκτικής σπείρας) προσφέρεται για απλά μαθήματα διαλεκτικής. Για τον ρόλο του ατόμου της ιστορίας και πώς το σύνολο αναδεικνύει τις μονάδες και δεν είναι ένα απλό άθροισμα των ικανοτήτων τους. Για τη σημασία της σωστής χρονικής στιγμής σε ένα δεκάλεπτο ή σε μια δεκαετία (ο σωστός Γκάλης τη σωστή στιγμή στο σωστό σημείο, για να δούμε την έκρηξη στο διάστημα: Μια πάσα πριν νωρίς, ένα βήμα μπρος, δύο πίσω, καθαρή παράβαση). Και για τις αντιδιαλεκτικές συγκρίσεις παικτών (ή ομάδων) που αγωνίστηκαν σε άλλες θέσεις, χρονικές περιόδους κτλ.
Διαλεκτική που στάζει στο περικάρπιο. Και ας τα εξιδανικεύουμε όλα στη μνήμη μας, καμιά φορά, και τα βλέπουμε χωρίς αντιφάσεις. Μα διαλεκτική χωρίς αντιφάσεις γίνεται;
Και εσύ δηλαδή ποιος λες ότι πέταξε ψηλότερα; Ο Γιάννης ή ο Γκάλης;
Καλά, ας αφήσουμε και κάνα αντιδιαλεκτικό ερώτημα για άλλη φορά, μην τα λύσουμε όλα σήμερα.
Εμαθε ενα λαο τι ειναι το μπασκετ .Οι λιγοι που ξεραν ως τοτε τι ειναι δεν το ανγνωριζουν αυτο .Αλλα τον παραδεχονται και αυτοι .Ο Γιαννης απεδειξε ποια ειναι η μπασκετικη εξελιξη του συγχρονου Γκαλη
ΑπάντησηΔιαγραφή