Κυριακή 15 Ιανουαρίου 2023

Αν ήταν όλοι οι δεξιοί σαν τον Ξαρχάκο...

 Η βραδιά που αφιέρωσε το ΚΚΕ στον Σταύρο Ξαρχάκο είχε τόσα αξιοσημείωτα, συνειρμούς και προεκτάσεις, που δεν ξέρεις από ποιο να αρχίσεις να σχολιάζεις: απ' τα πιο σοβαρά και πολιτικά, μέχρι κάποια ζουμερά παραπολιτικά ή και τα πιο ευτελή, όπως η κλασική καζούρα στους γάβρους: "Από πότε έχει να δει τόσο κόσμο το ΣΕΦ;" και "Πότε παίζει πάλι το ΚΚΕ να ξαναγίνει sold out;".
Ή το... άτυπο "αριστερόμετρο" στους ερμηνευτές, που κάθονταν σχεδόν με τη σειρά. Αριστερά οι "βαμμένοι" Πασχαλίδης - Μποφίλιου, στο κέντρο ο Νταλάρας που εξιλεώνεται για το αμαρτωλό πρόσφατο παρελθόν, και στα δεξιά ο αμφίβολος Μητσιάς και η Γαλάνη, που είχε 30 χρόνια να έρθει σε κομματική εκδήλωση, από το Φεστιβάλ του '93...!

-Και η Σαΐα;
-Η Σαΐα χόρευε
... όπως είπε σεφερλίζοντας ένας από τους θεατές.
Βασικά όμως απέδειξε πως ήρθε με το σπαθί της και όχι "βυσματικά", ως σύζυγος του Ξαρχάκου, ο οποίος έχει πάντα (πιο) νέες συντρόφισσες δίπλα του και ξανανιώνει. Το βασικό ελιξήριο της νιότης του κόσμου, ωστόσο, είναι η τέχνη του, αυτές οι συναυλίες και η αποθέωση που γνώρισε, που τον κάνουν να νιώθει δέκα χρόνια νεότερος -όπως και ο Θάνος πριν λίγα χρόνια.

Ακόμα και έτσι, βέβαια, θα ήταν μόλις 73 στα 74 και ίσως δε θα ήταν ενδεδειγμένο να βρίσκεται στη σκηνή και να διευθύνει τη συναυλία. Αλλά όποιος τον έβλεπε χτες εκστασιασμένο, με ενέργεια εφήβου, να σεληνιάζεται σε κάποια κομμάτια, θα αναθεωρούσε και ας μην είναι αναθεωρητής -έναν είχαμε, χτες τον πήρανε.

Και αν πρόσεχες τους ερμηνευτές, δύσκολα θα έβρισκες άλλη συναυλία που να συμμετέχουν και να την ζούνε με τόσο πάθος και οι ίδιοι, κάνοντας ως και χάι-φάιβ μεταξύ τους (το "κόλλα το", μάνα), σαν την Μποφίλιου στους άλλους. Και βασικά, το βασικό είναι να βρούμε όλοι μας κάποι@ να μας κοιτάζει με λατρεία, όπως η Νατάσσα τον ΓΓ.

Ο οποίος ήταν ο κλέφτης της χτεσινής παράστασης. Κι αν όλοι περίμεναν (κατά βάθος ήξεραν πως θα έχουμε) έναν χορό ή κάτι αντίστοιχο, λίγοι γνώριζαν τι θα γινόταν στο φινάλε, όταν πήρε το μικρόφωνο του Πασχαλίδη και το κρατούσε -χαμηλά- σιγουραγουδώντας μαζί με τους υπόλοιπους την "Άπονη Ζωή" κτλ. Κι αυτός εκεί, ούτε ένα mic drop. Αλλά αυτός είναι!
-Ρε Κουτσούμπα, τι λες τώρα
Που θα παίζεις ως τις 4 η ώρα...


Κι αν έκλεισαν λίγο "ανέμελα", με το "Κάνε υπομονή", ήταν έμμεση αναφορά στις συνθήκες που αργούν να ωριμάσουν, χωρίς να κοιτάζουν τη δική μας ανυπομονησία, για να γίνει ο ουρανός πιο γαλανός -μπορεί και κόκκινος, δε θα τα χαλάσουμε εκεί Σταύρο. Και βασικά δικός μας με έφοδο επουράνια. Που δεν το έγραφε στο ταμπλό, αλλά περίπου υπονοούνταν, όπως με τα περίφημα αποσιωπητικά της 2ης Ολομέλειας το '46...

Κι ήταν όλοι τους εκεί, όπως ο Φέρης που σκηνοθέτησε το "Ρεμπέτικο". Ακόμα και αυτοί που δε θα περίμενες ποτέ να είναι. Όπως ο Ζουράρις με το μπαστούνι του. Και ο Μίμης Δομάζος, σε λάθος σπορ - στάδιο, ομάδα και πολιτική παράταξη, πιθανότατα γιατί γνώριζε καλά τον Ξαρχάκο από τον καιρό της συνεργασίας του με τη Μοσχολιού που ήταν γυναίκα του (με κουμπάρο αξιωματούχο της χούντας). Κι ο εκκολαπτόμενος δήμαρχος Αθηναίων με τον Σύριζα -που τα έκανε όλα σωστά, εκτός από το κόμμα που διάλεξε να τον στηρίξει. Και ο Αλέξης Κωστάλας, αν και δεν είδα τι βαθμό έβαλε στην προσπάθεια του Κουτσούμπα.
So you think you can sing...

Σε κάποιους έλειψε το "Μεγάλο μας Τσίρκο" από την επιλογή των τραγουδιών, αλλά ήταν εκεί ως πανό με σύνθημα το πάντα επίκαιρο: Λαέ μη σφίγγεις άλλο το ζωνάρι...

Κι ύστερα συνειδητοποιείς πως έχουν περάσει 50 χρόνια από τότε που γράφτηκε και ανέβηκε. Πως ο Ξαρχάκος έγραψε κάτι μεγάλο και ανεξίτηλο -που θα ήταν υπεραρκετό και ας μην είχε γράψει τίποτα άλλο στη ζωή του- πριν καν κλείσει τα 35. Ενώ ο σημερινός μέσος 35χρονος δυσκολεύεται να μείνει σε δικό του σπίτι, γιατί του λένε να σφίξει και άλλο το ζωνάρι και να ζήσει χειρότερα από τους δικούς του.
Για απόφοιτος Λυκείου, καλά τα κατάφερα, όπως είπε ειρωνικά και ο ίδιος για τους κυβερνώντες...

Συνειδητοποιείς πως κάποιοι νοσταλγούν εκείνα τα χρόνια, που ζούσε και βασίλευε ο έκπτωτος, που ήταν παράνομο το ΚΚΕ αλλά και οι παραστάσεις με τη μουσική του Ξαρχάκου, που υποτίθεται πως τον τιμούν, ως ομοϊδεάτη τους. Και πως μισούν δικαίως τη μεταπολίτευση, ως στιγμή που άλλαξε η μορφή πολιτεύματος αλλά και ως περίοδο συνολικά. Γιατί ακόμα και όσοι δήλωναν δεξιοί, σαν τον Ξαρχάκο, έγραφαν τόσο σπουδαία έργα, που πιστοποιούν την "ιδεολογική ηγεμονία" της αριστεράς, που τους κυνηγά ως εφιάλτης μέχρι σήμερα.

Ο Ξαρχάκος δήλωσε χτες πως το ΚΚΕ είναι το μόνο κόμμα που έχει τα κότσια να κάνει την υπέρβαση, δίνοντας εκ των προτέρων απάντηση στα τρολάκια του βαθέως μηχανισμού, που ξεσαλώνουν από χτες με σημαία τους την ιδεολογική μούχλα του αντικομμουνισμού. Κάποιοι άλλοι θυμήθηκαν μειδιώντας την "υπέρβαση του '89", με κομμάτια αμπελόφυλλα στα δόντια τους και ψαγμένες αμπελοφιλοσοφίες για τον "ιστορικό συμβιβασμό αλά ελληνικά".

Αλλά το ΚΚΕ κάνει αυτή την υπέρβαση εδώ και χρόνια. Όταν κρίνει κάθε άτομο από τη θέση του στην παραγωγή και όχι από το ψηφοδέλτιο που έριξε στην κάλπη. Όταν επιδιώκει την πιο πλατιά κοινωνική συμμαχία, ενάντια σε κάθε λογής ξύλινα και ψευδεπίγραφα προοδευτικά αντινεοφιλελεύθερα μέτωπα. Και πρωτίστως όταν εκτιμά και αναδεικνύει αυτή την τέχνη που χειραφετεί και ανυψώνει το είδος μας, ενάντια στη λογοκρισία της αγοράς -όπως είπε εισαγωγικά ο ΓΓ, πριν πάρει το μικρόφωνο ανά χείρας.

Το κόμμα αυτό δε γεννά Ξαρχάκους, ούτε υπερανθρώπους χωρίς αντιφάσεις. Ξέρει όμως να παράγει πολιτισμό -πολιτικό και όχι μόνο- που μοιάζει με αληθινή υπέρβαση για έναν πολιτικό φορέα, αλλά είναι μονόδρομος για ένα κόμμα που έχει τα κότσια να υπερβεί τον κόσμο της εκμετάλλευσης και την ασχήμια του, που αποτυπώνεται στις ευτελείς καλλιτεχνικές του αξίες.

Κι αν κάποιοι δεξιοί ανησυχούν μήπως καπηλευτεί το ΚΚΕ τον Ξαρχάκο, αν έχουν αθώες ανησυχίες για τις ελευθερίες σε μια σοσιαλιστική κοινωνία αλλά δεν τους πειράζει αυτό το είδος αγοραίας ανελευθερίας που φιμώνει τον Ξαρχάκο και κρύβει το έργο του από τη νέα γενιά, μπορούμε να τους καθησυχάσουμε.

Αν όλοι οι δεξιοί είναι χρήσιμοι και αξιόλογοι σαν τον Ξαρχάκο, το βασικό μας καθήκον στην κοινωνία του μέλλοντος θα είναι να τιμάμε το έργο τους και να τους δίνουμε όλα τα εφόδια να το συνεχίσουν. Κι αν πάλι έχουν τις "αθώες ανησυχίες" του Τζήμερου, μπορούν να πάνε μαζί του στον βόθρο της ιστορίας να κάνουν τις τουαλέτες των γαλαζοαίματων. Ή εναλλακτικά να τους βάλουμε παρκαδόρους στο ΣΕΦ, που θέλει σχεδόν μια αιωνιότητα και μια μέρα για να αδειάσει από όλα τα αμάξια, για να έχουν αρκετό χρόνο να σκεφτούν πάνω στην αξία και χρησιμότητα του κεντρικού σχεδιασμού, κατά την εκκένωση ενός σταδίου -ή ενός βασιλικού πισινού...

Τρίτη 3 Ιανουαρίου 2023

El maestro de kolotoumba – Ένας Παπακαλιάτης της πολιτικής

Λίγο πριν σβήσουν τα φώτα, ο Ανδρουλάκης στρέφει ξανά τους προβολείς πάνω του, γιατί δεν μπορεί να ζήσει χωρίς την προσοχή μας, και κάνει τα πάντα για να την τραβήξει, με μια σειρά επικοινωνιακά ταρατατζούμ και διαβολικά κόλπα, που τα αγιάζει ο ιερός σκοπός των πωλήσεων.

-Μη! Μη Μίμη! Όχι τον Μίμη! Είναι παγίδα…

Το βιβλίο του Ανδρουλάκη ανήκει σε εκείνη την κατηγορία των προϊόντων που επιβεβαιώνουν τον κανόνα πως δεν υπάρχει αρνητική διαφήμιση. Ντόρος να γίνεται, οι πωλήσεις να ανεβαίνουν. Και κάθε αναφορά, θετική ή επικριτική, βοηθάει σε αυτόν τον σκοπό. Ιδίως αν είναι επικριτική. Διόλου τυχαία, το βιβλίο του θεωρείται από τα πλέον πολυσυζητημένα της χρονιάς που έριξε αυλαία πριν από λίγες μέρες.

Αν όλος αυτός ο ντόρος ήταν μια παγίδα για να πάρει το βιβλίο ο κόσμος από περιέργεια, η κε του μπλοκ έπεσε με τα μούτρα, και βασικά συνειδητά, εν γνώσει των συνεπειών. Και αν εξαρτάται από τη δική της γνώμη – συμβουλή το αν θα πέσουν και άλλοι, θα ήταν σε δίλημμα για την τελική της απόφα-ν-ση: Θα μπορούσε ίσως, αλλά όχι σε αυτήν την τιμή. Μπορείτε να το δανειστείτε από άλλον. Ή να περιμένετε να φύγει από την ενιαία τιμή –και την επικαιρότητα. Αλλά ως τότε θα έχει βγει κι ο δεύτερος τόμος, με επιπλέον λόγους να στολίζουμε τον συγγραφέα.

Σε κάθε περίπτωση, μπορούμε να δούμε κάποιες παραμέτρους και να ξαναδούμε στο τέλος το ερώτημα προς τα πού γέρνει η πλάστιγγα. Στη σωστή πλευρά της ιστορίας, είναι a priori η σωστή απάντηση. Και ο Μίμης έχει πολλά χρόνια που την εγκατέλειψε συνειδητά, θεωρώντας πως βουλιάζει κι ας κατέληξε ο ίδιος ναυάγιο –αν δηλαδή ήταν ποτέ ουσιαστικά οργανικό της κομμάτι, υπηρετώντας κάποιον σκοπό πέρα από τις δικές του φιλοδοξίες.

Ξεκινώντας να διαβάζεις ένα βιβλίο του Μίμη, δεν είσαι απλά υποψιασμένος αλλά περίπου βέβαιος για αυτά που θα συναντήσεις και πως κάποια στοιχεία θα εμφανιστούν νομοτελειακά, όπως οι βασικές, υποχρεωτικές κινήσεις στο πρόγραμμα του καλλιτεχνικού πατινάζ. Κι αν δεις τριπλό άξελ και κυβιστήσεις, από άτομα που ξεχνάνε σε μια νύχτα τις πολιτικές τους αρχές, θα σου φύγει το καφάσι του Γιατρομανωλάκη…

Ξέρεις πχ πως θα φας υποχρεωτικά στη μάπα μπόλικη εγωπάθεια και ναρκισσισμό και ότι όλες σχεδόν οι γυναίκες υποκύπτουν στην ακαταμάχητη γοητεία του Μίμη, όπως περίπου συμβαίνει στα σίριαλ του Παπακαλιάτη: από δεξιές, κεντρώες μέχρι αριστερές, και από μάνες μέχρι παιδιά στην ενηλικίωση –για να μη γίνουν δυσάρεστοι συνειρμοί με τον Λιγνάδη.

Ελάχιστες εκπλήξεις και (οπορτουνιστικές) παρεκκλίσεις μπορεί να περιμένει κανείς από αυτό το σενάριο. Πχ να πει ο Ανδρουλάκης νάρκισσο κάποιον άλλον (τσεκ, γίνεται στο εν λόγω βιβλίο) και ο γάιδαρος τον πετεινό κεφάλα. Ή να πει κάποια πρωταγωνίστρια τον Παπακαλιάτη «μαλάκα» (τσεκ, σε μια από τις ταινίες του). Αυτό το τελευταίο είναι κάτι που λείπει πραγματικά από τα βιβλία του Μίμη, οπότε συμπληρώνουν το κενό αναγκαστικά οι αναγνώστες του.

Σε έναν δίκαιο κόσμο (αλλά δε ζούμε σε τέτοιον) το επόμενο σίριαλ του Χριστόφορου θα ήταν για τη ζωή του σύντεκνου, συντοπίτη Μίμη, που είναι γεμάτη περιπέτεια και περιστατικά από τις ζωές των άλλων (όχι την ταινία, κυριολεκτικά). Κι εσύ να ψάχνεις να βρεις από ποια ταινία/σειρά έκλεψε ο ένας τις σκηνοθετικές ιδέες του και από ποιον σύντροφο ο άλλος τις αναμνήσεις «του». Να κάνει ο Καταλειφός τον Χαρίλαο, η Καβογιάννη την Αλέκα στον ρόλο της ζωής της, και η Χαρούλα Αλεξίου τη Δαμανάκη (ωχ θε μου, θε μου), που φεύγει (από το Κόμμα) και αφήνει πίσω της συντρίμμια… αλλά γκρεμίζει έκτοτε ό,τι βρει στο διάβα της, από τον Συνασπισμό ως το κραταιό ΠΑΣΟΚ. Και ο Παπακαλιάτης, ως Ανδρουλάκης και άνδρακλας μαζί, να πετάει ατάκες για την «Παπαρήγα την καλή», όπως στους Απαράδεκτους, γιατί καλό είναι να τα έχεις καλά με το Κόμμα. Και όταν δεις πως δεν έχει προσβάσεις στο σύστημα, να φεύγεις τρέχοντας σαν ποδοβολητό Σελήνης και σαν τον Μίμη το ’91. Ήσουν ποντίκι και δεν το ήξερες

Μια σειρά για τον Μαέστρο της πολιτικής κυβίστησης, που ήταν συμπτωματικά μέλος-και όχι αρχηγός- μιας Κόκκινης Ορχήστρας, και εδώ και τρεις δεκαετίες γράφει ένα βιβλίο κάθε χρόνο κατά μέσο όρο, γιατί πρώτα ζούμε και μετά γράφουμε. Και ο Μίμης, που έζησε δέκα ζωές στα νιάτα του (μαζί με αυτές που έκλεψε), δεν έχει σοβαρή ενεργό πολιτική δράση από το ’93, κι ας πέρασε για λίγο απ’ τη Βουλή, κι ας φαντασιώνεται ότι είναι μια δεξαμενή πολιτικής σκέψης από την οποία αντλούν οι μεγάλοι πολιτικοί ηγέτες (ε, πρόεδρε!). Έτσι, ελλείψει ζωής αφιερώθηκε στο β’ ημίχρονο στη συγγραφή και ελλείψει άλλων αξιών εξαργύρωσε όσα κρυμμένα τιμαλφή είχε στο πολιτικό γιουσουρούμ, για ένα κυβερνητικό κουστούμ'.

Συνεπώς, όταν ισχυρίζεται πως σπάει τη σιωπή του για τον φάκελο του Πολυτεχνείου, 49 χρόνια μετά από τα γεγονότα (ούτε καν 50, σαν παραχώρηση σταδίου σε ΠΑΕ), το μόνο που σπάει είναι το ρεκόρ φλυαρίας του και τα νεύρα των άλλων. Μας το επιβεβαιώνουν οι παλιοί του σύντροφοι στην κοινή επιστολή 15 βετεράνων αγωνιστών της Αντι-Εφεε, όπου γράφουν:

"Ο ίδιος υποστηρίζει πως μιλάει για πρώτη φορά ύστερα από 49 χρόνια, προφανώς για να δώσει μια ακόμη δραματική ένταση στη «μαρτυρία» του. Τον διαψεύδει ο εαυτός του. Καθένας που ενδιαφέρεται μπορεί να ανατρέξει στις πολλές προηγούμενες και έντυπες δημόσιες αφηγήσεις του. Σε αυτές, όπως και στην τωρινή, προσθέτει ή αφαιρεί σκηνές από τον αντιδικτατορικό βίο του ανάλογα με τις πολιτικές ή προσωπικές επιδιώξεις του της στιγμής."

Το επιβεβαιώνει και ο ίδιος –όπως λέει το κείμενο των 15-, αγωνιώντας να διαφημίσει παλιότερα βιβλία του και γεμίζοντας το τελευταίο με αναφορές-παραπομπές σε αυτά. Πιστοποιεί έτσι ότι δεν πρόκειται για άγνωστες ιστορίες από την κρύπτη του κινήματος, αλλά για πολυκαιρισμένα τεύχη που έχει ξαναπουλήσει –σιγά μην τα άφηνε- και τα επαναφέρει ως καινούρια, σαν τα κομματάκια του Τείχους του Βερολίνου, που δεν τελειώνουν ποτέ. «Είμαι ένα από αυτά», θα μπορούσε να μας διηγηθεί σε ένα μελλοντικό βιβλίο του ο Μίμης, για να αποκτήσει συλλεκτική αξία ως πυρότουβλο. Ενώ και ό,τι καινούριο γράφει, μάλλον δεν είναι καν δικό του αυθεντικό βίωμα, όπως σημειώνει το ίδιο κείμενο των 15, αποδίδοντάς του ως ρετσινιά την ωραία λέξη «κλεπτομνήμων».

"Ο Μίμης Ανδρουλάκης αναφέρεται σε πολλά και σε πολλούς. Για τα περισσότερα όμως δεν παραθέτει καμία ιστορική πηγή. Κανένα αντικειμενικό στοιχείο που να επιβεβαιώνει τα λεγόμενά του. Αντί αυτού λειτουργεί ως αδίστακτος κλεπτομνήμων, υφαρπάζοντας αφηγήσεις άλλων που παρουσιάζει δικές του ως προσωπικές μαρτυρίες προκειμένου να δώσει ισχύ στους αναπόδεικτους ισχυρισμούς του. Τσιμπολογάει περιστατικά και φράσεις, τα μεταπλάθει σε διαλόγους, που παραθέτει εντός εισαγωγικών, και τα πλασάρει με τρόπο που να φαίνεται ότι ήταν «αυτόπτης μάρτυς». Και όπου δυσκολεύεται ή δεν έχει υλικό προς απαλλοτρίωση που να τον βολεύει ή θέλει να προσδώσει μεγαλύτερη δραματική ένταση στα λεγόμενά του, καταφεύγει στο ακόμα πιο εξωφρενικό: επικαλείται λόγια που του έχουν δήθεν «εκμυστηρευτεί» ή «εξομολογηθεί» ακριβοί σύντροφοι που από χρόνια δεν βρίσκονται στη ζωή και, φυσικά, δεν μπορούν ούτε να τον διαψεύσουν ούτε να τον επιβεβαιώσουν."

Ξεκινώντας λοιπόν την ανάγνωση, είσαι προετοιμασμένος για όλο το αμίμητο πακέτο του Μίμη. Απύθμενο εγωκεντρισμό, ναρκισσισμό, κοπέλες που ανακαλύπτουν το σημείο G τους ανάμεσα στα αυτιά και το μυαλό τους με όσα λέει ο Μίμης (πού και να είχε δηλαδή το παράστημα του Μίκη και του Χαρίλαου –ή έστω του Χριστόφορου) και πέφτουν ανάσκελα. Φαφλατάδικες αναλύσεις επί παντός του επιστητού και επιστημονικού πεδίου, που θα ήταν ίσως ευχάριστες, λογοτεχνίζουσες συγγραφικές ασκήσεις, αν δεν τις πλάσαρε με το αλαζονικό ύφος της αυθεντίας. Και προφανώς αντικομμουνισμό με το βαμβάκι, θεωρητική υπέρβαση του Μαρξ (ιδεολογικό ΜΑΤ σε δυο σελίδες) και άπειρα προσωπικά κατορθώματα. Εσείς γνωρίζατε πως ο Μίμης έγραψε περίπου μόνος του όλη την έκθεση του ΚΚΕ για τα γεγονότα του Πολυτεχνείου το ’76, αλλά την άλλαξε αριστοτεχνικά ο Φαράκος στα κρίσιμα σημεία; Διάβασε Μίμη, και θα δεις…

Ο –κατά Μίμη- Μίμης δεν είχε (απλώς) παντού και πάντα δίκιο. Είχε σταθερές αμετακίνητες αρχές και αξίες, που ακολουθούν ευέλικτα τις πολιτικές του μετακινήσεις. Πολεμούσε πάντα την Ανατολασία, με τις σημερινές του σοσιαλδημοκρατικές ιδέες, πάλευε μέσα από το Κόμμα για την οργανωτική του υπέρβαση (να μια ενδιαφέρουσα ομολογία) και για έναν νέο πολιτικό αστερισμό της νέας Αριστεράς, χωρίς στεγανά και ένα μόρφωμα χωρίς μορφή, όπως ταιριάζει σε όσους παίρνουν το σχήμα του συρμού.

Εισαγωγικά ο Ανδρουλάκης σημειώνει πως εμείς είμαστε οι άλλοι (που ίσχυε ακριβώς επί λέξει στο 13ο Συνέδριο, όταν τόσα στελέχη πέρασαν στην άλλη όχθη του Αχέροντα και έλεγαν για μας πως έχουμε πεθάνει). Είμαστε δηλαδή το άθροισμα των ανθρώπων που μας περιβάλλουν και μας επηρεάζουν. Ο κύκλος μας καθορίζει την προσωπικότητα και τις προσλαμβάνουσές μας, άλλο αν τελικά άπαντες υπάρχουν για να εγγράφονται στον κύκλο του Ανδρουλάκη, που τους επισκιάζει σα φωτεινός (ανατέλλων) ήλιος – παντογνώστης.

Όλα αυτά τα ξέρεις εκ των προτέρων. Τα συνυπολογίζεις, οπλίζεσαι με υπομονή και μαζοχισμό για να τα αντιμετωπίσεις και περιμένεις κάποια αποζημίωση από τυχόν παράπλευρα οφέλη: κάποιο ενδιαφέρον κουτσομπολιό, ένα ζουμερό παρασκήνιο, μια ωραία ιστορία με γαργαλιστικές λεπτομέρειες, από αυτές που άκουγες μικρός για το 13ο Συνέδριο για να αδειάσεις το πιάτο σου, και σε τρέφουν πολιτικά(ντικα), με αστικό πατατάκι –και ξύγαλο στο Γιουσουρούμ (όχι αυτό που ξεπουλήθηκε ο Μίμης).

Μια τέτοια ιστορία, για παράδειγμα, μου είπε μεταξύ τύρου και ξύγαλου ένας σφος, για το Κόμμα (ένα είναι το Κόμμα) και το Συνέδριο (ένα είναι το Συνέδριο, τότε που ήμασταν από δυο κόμματα κομματικοί και παραλίγο να μέναμε χωρίς κόμμα), που παιζόταν ποιος θα έχει τους συσχετισμούς. Και οι σφοι στο αυτοκίνητο που μετέφερε τους αντιπροσώπους της οργάνωσης από την επαρχία, κοιτάζονταν καχύποπτα μεταξύ τους, πεθαμένες καλησπέρες που έλεγε και ο Άλκης, μέχρι που μια τυχαίως (;) ερριμμένη ατάκα επιβεβαίωσε πως ήταν όλοι από τη σωστή πλευρά της ιστορίας –που δεν τελείωσε το ’89- και έλιωσαν αυτομάτως οι πάγοι και το ψυχροσυντροφικό κλίμα. Έναν αναθεωρητή είχαμε μόνο, πάει, τον πήραν χτες, έφυγε...

Κι ελπίζω να μη δω τώρα γραμμένη την ιστορία στο επόμενο βιβλίο του Μίμη…

Μια τέτοια ιστορία, για αντιπαράδειγμα, δεν είναι οι οικογενειακές καταβολές του Ανδρουλάκη, που παρατίθενται επί μακρόν, με εξαντλητικές (για τον αναγνώστη) λεπτομέρειες και ακατάσχετη φλυαρία, που συνδέει γενεαλογικά τον Μίμη με όλα τα επαναστατικά γεγονότα του νησιού –κι όχι μόνο- δείχνοντας πως α. στην Κρήτη είναι όλοι ένα τεράστιο σόι με ενδοοικογενειακές αντιθέσεις και βεντέτες και β. ότι ο αθεράπευτος ναρκισσισμός του Μίμη επεκτείνεται στο οικογενειακό του δέντρο, που είναι ολόκληρο δάσος. Κι ας μην έχει κορμο-στασιά δέντρου ο ίδιος, παραπέμποντας μάλλον σε ναρ-κισσο ως πρόσωπο (απλή συνωνυμία με το γνωστό ρεύμα) και δη αναρριχητικό, για να ανέβει γρήγορα στην ιεραρχία.

Όλα αυτά αποτελούν θεωρητικά καρπό πολύχρονης προσωπικής μελέτης του συγγραφέα για τις ρίζες του, αλλά η πολυσέλιδη έκθεσή τους καταλήγει τόσο ανιαρή, που κάποια στιγμή χάνεις τον μπούσουλα με τόσα ονόματα –όπως βασικά και με κάθε τι που δε σου τραβά το ενδιαφέρον.

Εδώ μπορεί να βρει κανείς ένα κλασικό δείγμα ατόφιας κακής λογοτεχνίας, με αδύναμους και ελάχιστα ρεαλιστικούς διαλόγους μεταξύ του Μ.Α. (που είναι μια διαλεκτικά αντεστραμμένη ΑΜ, αυτού μεγαλειότης) και του γιου του, που υπάρχει απλώς για να επιβεβαιώνει τον πατέρα του, ως συμπληρωματική παρουσία –όπως προκύπτει τουλάχιστον από τη στιχομυθία που μεταφέρει ο αυτάρεσκος συγγραφέας.

Συμβαίνει δηλαδή το ακριβώς αντίθετο από όσα του καταλογίζει σε μια κριτική της ΕφΣυν ο Πετρόπουλος, που μεταξύ άλλων στενοχωριέται γιατί δε βρήκε τον φάκελο του Ανδρουλάκη στην Ασφάλεια, μαζί με τους άλλους που «έπεσαν στα χέρια του», και είναι πιθανό να διεκδικεί φαντασιακά μαζί με τον Μίμη τον τίτλο του αυτοαποκαλούμενου δεξιού χεριού του Χαρίλαου –έναν χαρακτηρισμό από τον οποίο αμφότεροι δικαιολόγησαν μόνο το «δεξι-ός» με τη διαδρομή τους.

Αν ξεπεράσει κανείς τον σκόπελο της εισαγωγής, στη συνέχεια βγαίνει στο ανοιχτό πέλαγος και το κείμενο ρέει γενικά ευχάριστα, με αρκετές ιστορίες, γαργαλιστικές λεπτομέρειες που νοστιμίζουν την αφήγηση, ενδιαφέρουσες περιγραφές για σκηνικά και γεγονότα, τον κόσμο των ανδρών και των γυναικών στη μικρή κοινωνία του Αγίου Νικολάου της προδικτατορικής εποχής, την πολιτική ατμόσφαιρα της χούντας, τα καλλιτεχνικά δρώμενα και τις μπουάτ κοκ.

Οι 500 και πλέον σελίδες του τόμου φεύγουν εύκολα σε λίγες μέρες. Κάτι που μόνο αυτονόητο δεν είναι, αν λάβουμε υπόψη πχ τον «Κόκκινο Κάβουρα», όπου ο Μίμης πούλησε την ιστορία για έναν πράκτορα της Ασφάλειας που δρούσε ως ανώτερο στέλεχος του ΚΚΕ –και μας αποκάλυψε σαν δώρο την ταυτότητά του η κυβέρνηση της Αλλαγής, όταν ήρθε στα πράγματα. Αλλά όποιος πήγε με μεγάλο καλάθι, ώστε να χωρέσει τις προσδοκίες του για αγνό και άδολο πατατάκι, το γέμισε με τα ερωτικά κατορθώματα του ακαταμάχητου μαέστρου Μίμη και άλλες ανούσιες ιστορίες. Και αν εξαιρέσεις το πρώτο κεφάλαιο, κουβέντα για πευκοβελόνες –και το ΚΚΕ, έστω την αναθεωρητική ομάδα όπου ήταν και η Βάνα Καρούλου Λέκκα.

Όσοι έχουν πάρει οριστικά διαζύγιο με το διάβασμα ή απλώς δεν μπορούν τόσες σελίδες Μίμη ή τσιγκουνεύονται τα χρήματα κτλ, αλλά παρόλα αυτά τους κεντρίζει το ενδιαφέρον όλος ο ντόρος που έγινε, μπορούν να μπουν στο κλίμα ακούγοντας εδώ (https://youtu.be/d_RWvZC-1XM) μια σχετική συνέντευξη του Ανδρουλάκη. Προσωπικά ομολογώ πως το απέφυγα, γιατί δυσκολεύτηκα να χωρέσω τα αρχικά ερεθίσματα σε ένα κείμενο (και δε χρειαζόμουν επιπρόσθετα), κι επιπλέον γιατί οι προφορικές τοποθετήσεις του Μίμη είναι κατά κανόνα πιο ανερμάτιστες και ενοχλητικές.

Υπάρχουν δύο ακόμα βασικά σημεία, που ο Ανδρουλάκης τα συνδέει σε μια ενιαία θεματική και δε γίνεται να τα προσπεράσουμε. Οι αναφορές στον Κώστα Τζιαντζή (αδερφό του Θόδωρου, που παρέμεινε στο ΚΚΕ και διετέλεσε μέλος του ΠΓ) και την Πανσπουδαστική νούμερο 8, τη συγγραφή της οποίας αποδίδει εμμέσως πλην σαφώς στον πρώτο, που ήταν γραμματέας της Σπουδάζουσας.

Όσα γράφει ο Ανδρουλάκης για τον Τζιαντζή δεν είναι μια απλή, μονοσήμαντη εμπάθεια αλλά ένας ερωτικός λίβελος άνευ προηγουμένου, που όσο πιο χυδαία εξελίσσεται, τόσο πιο εμφατικά πιστοποιεί πως δεν είναι απλή ζήλια, αλλά μια αναδρομική ερωτική εξομολόγηση για κάποιον που τον ερεθίζει και μετά θάνατον, λες και του έριξε πολιτική χυλόπιτακαι του έφαγε τη θέση. Σε κάποιο σημείο παραδέχεται ανοιχτά μάλιστα, σε στιγμές σπάνιας ειλικρίνειας, την απαράμιλλη γοητεία που ασκούσε ο Τζιαντζής –την οποία ωστόσο, για να ‘μαι ειλικρινής, δε νομίζω ότι μπορεί να εισπράξει ένας σύγχρονος αναγνώστης των γραπτών κειμένων του, που δεν τον πρόλαβε και δεν τον έζησε μες στο Κόμμα ήβεδτω το ρεύμα.

Ο Ανδρουλάκης χαρακτηρίζει μεγαλόστομα «ύβρη» την Πανσπουδαστική Νο 8 (σε ένα παράδοξο πρωθύστερο σχήμα με την πολιτική του εμμονή στο σύνθημα της «κάθαρσης» επί Κοσκωτά), αν κι ο ίδιος διαπράττει μια σειρά τέτοιες, με ελαφριά καρδιά. Και αν κάποιος, παρακολουθώντας την σχετική δημόσια αντιπαράθεση, έχει μείνει με την εντύπωση πως η ύβρις του Μίμη έγκειται στην εκδοχή που δίνει για τον συγγραφέα του περιβόητου τεύχους, ίσως έχει δίκιο να μπερδευτεί, αλλά δεν είναι έτσι. Γιατί η ύβρις αφορά συνολικά τον ερωτικό λίβελο ενός πολιτικού νάνου που πάσχει από σύνδρομα. Και γιατί το ΚΚΕ είναι κόμμα με θέσεις που τις χρεώνονται όλοι συνολικά και όχι μια ομάδα, ένα άτομο ή ο «συγγραφέας» μιας θέσης ή μιας πολιτικής εκτίμησης. Θυμάμαι, εξάλλου, την «υπερασπιστική γραμμή» κάποιων σφων, στα δικά μου φοιτητικά χρόνια, που όταν τους ρωτούσε το αριστεροχώρι της εποχής για το διασημότερο τεύχος περιοδικού στα χρονικά, έκαναν συνδικαλιστική τρίπλα και απαντούσαν αναλόγως με αυτόν που ρωτούσε, παραπέμποντάς τον στον Τζιαντζή ή το Λαφαζάνη, δηλαδή τους δικούς τους συντρόφους πλέον –που τότε ήταν στο ΚΚΕ κι ήξεραν από πρώτο χέρι πώς και τι. Άλλο αν δε βγήκαν ποτέ να μιλήσουν…

Δεν είναι πολλά άλλωστε τα στελέχη που είχαν πρωταγωνιστικό ρόλο στα πρώτα βήματα της ΚΝΕ και τα γεγονότα του Πολυτεχνείου και παραμένουν σήμερα οργανωτικά στο ΚΚΕ –άλλη υπόθεση αν το επαναπροσεγγίζουν πολιτικά σήμερα, μετά από χρόνια. Γι’ αυτό και στο περσινό podcast της ΚΝΕ για το Πολυτεχνείο είχαν μιλήσει ο Παφίλης (που σπούδαζε όμως στη Θεσσαλονίκη) και η Αλαβάνου που κινούνταν για αρκετό καιρό σε άλλους χώρους και έχει δώσει παλιότερα μαρτυρίες για όσα έγιναν στο Πολυτεχνείο, που αντιφάσκουν ίσως σε επιμέρους σημεία με την τελευταία τοποθέτησή της (και αυτό δεν το σημειώνω για να την μειώσω –κάθε άλλο).

Οι 15 που ένιωσαν την ανάγκη να απαντήσουν στον Ανδρουλάκη είναι τα «παιδιά του Νοέμβρη», ο πυρήνας της Αντι-Εφεε και των δυνάμεων της ΚΝΕ της εποχής, ανεξάρτητα απ’ το πού βρίσκονται σήμερα –ή το πού θα ήθελαν να βρίσκονται, αν μπορούσαν να γυρίσουν τον χρόνο πίσω. Δίνουν πληρωμένη απάντηση στις χυδαιότητες του Μίμη, υπερασπίζονται την τιμή του Τζιαντζή αλλά και της ΚΝΕ και επιφυλάσσονται να δουν τι άλλο λέει στον δεύτερο τόμο, για να αποδομήσουν πλήρως τον αυτάρεσκο πολιτικό του λόγο.

Δεν κάνουν όμως συγκεκριμένη αναφορά σε εκείνο το τεύχος (είναι το νούμερο 8, το ξέρουν όλοι με αυτό), γιατί δεν είναι το θέμα τους. Ίσως όμως και να μην ταυτίζονται οι απόψεις τους για αυτό το ζήτημα, για να έχουν κοινή τοποθέτηση. Το τελευταίο είναι απλή εικασία, που δεν πατάει κάπου συγκεκριμένα, στέκεται όμως σε ένα κενό, που έχει επισημανθεί και από άλλους –όχι απαραίτητα φίλα προσκείμενους στη δική μας σκοπιά. Αν δε μιλήσουν για το επίμαχο ζήτημα οι εκπρόσωποι μιας γενιάς που έζησε από πρώτο χέρι τα γεγονότα και αποσύρεται σταδιακά από το προσκήνιο (ακόμα και βιολογικά), ποιος θα το κάνει στη θέση τους; Αν σιωπούν, αν δεν αποκαταστήσουν την αλήθεια με τις προσωπικές τους μαρτυρίες, αφήνουν ένα κενό, στο οποίο θα πατήσει ο κάθε τυχοδιώκτης Ανδρουλάκης, για να ρίξει τη δική του σπέκουλα.

Είναι μεγάλος ο πειρασμός να ξεστρατίσουμε σε μια ανάλυση για το τεύχος με τη διαχρονική αίγλη –ενισχυμένος και με πρόσφατες αφορμές, μετά το βιβλίο του Ανδρουλάκη- αλλά έτσι θα χάναμε το δάσος και την ουσία. Που δεν αφορά τόσο το νούμερο 8, ούτε στενά το Πολυτεχνείο και τα γεγονότα της εποχής, αλλά εξίσου και ακόμα περισσότερο τα χρόνια της Μεταπολίτευσης –στα οποία θα αναφέρεται ο επόμενος τόμος του Μίμη, πατώντας στο ίδιο κενό –κι ας είναι κενό. Στην απουσία πολιτικών μαρτυριών, απομνημονευμάτων, βιβλίων από τα πρωταγωνιστικά στελέχη της περιόδου, που θα φωτίσουν άγνωστες πτυχές και θα δώσουν τη δική τους ερμηνεία για μια σειρά γεγονότα –και ας μη συμπίπτει πλήρως με την επίσημη οπτική του Κόμματος, που θα καταγραφεί στον υπό συγγραφή σχετικό τόμο.

Και αυτό είναι το δικό μου βασικό συμπέρασμα για όσα είπε και όσα ετοιμάζεται να πει ο Μίμης στο βιβλίο του. Ο Ανδρουλάκης υπήρξε κατά μία έννοια διορατικός –αν όχι προφητικός- και ήταν τόσο «μπροστά από την εποχή του», (εποχή περάσματος από την επαναστατική αισιοδοξία στην αντεπανάσταση), που κάηκε πρόωρα. Γιατί αν δεν καείς εσύ, αν δεν καεί αυτός, πώς θα γίνει ο ΣΥΡΙΖΑ κυβερνώσα αριστερά και ο Μίμης στέλεχος στο ραδιόφωνο του Κόκκαλη;

Είδε το ’89 ως ευκαιρία να υποκαταστήσει ο Συνασπισμός το ΠΑΣΟΚ, αλλά δεν είχαν ωριμάσει ακόμα οι συνθήκες. Εγκατέλειψε νωρίς τον ΣΥΝ, διαβλέποντας το εκλογικό του ναυάγιο και την έλλειψη βραχυπρόθεσμης προοπτικής. Αγάπησε παράφορα το ΠΑΣΟΚ, αφού δεν μπορούσε να το πολεμήσει, αλλά έφτασε αργά στα πράσινα έδρα της Βουλής, με την αμφίπλευρη διεύρυνση του ’04, γιατί χρεώθηκε τη «στρατηγική του ‘89» -σε αντίθεση πχ με την εύκολη και ομαλή μετάβαση της Δαμανάκη. Πρόλαβε τον ανατέλλοντα ήλιο στη Δύση του και δε φρόντισε να χτίσει γέφυρες με τους παλιούς του συντρόφους στον ΣΥΡΙΖΑ, που γινόταν επιτέλους ΠΑΣΟΚ στη θέση του έκπτωτου μνημονιακού χαλίφη. Και είδε τελικά έναν άλλον Ανδρουλάκη να γίνεται πρόεδρος ακόμα και σε αυτό το ημιθανές ΠΑΣΟΚ. Τέτοιο σενάριο, ούτε στις σειρές του Παπακαλιάτη…

Ο φλύαρος Μίμης ξαναπουλά κομμάτια του εαυτού του, γιατί δεν έχει ιδανικά και άλλο χαρτί να παίξει. Λίγο πριν σβήσουν τα φώτα, τα παλιά του παράσημα στο κόμμα είναι τα μόνα που έχουν ίσως μια κάποια αξία στο ανταλλακτήριο της αγοράς και μπορούν να του δώσουν κάποια λεπτά δημοσιότητας που αποζητά σαν στερημένος και εξαρτημένος. Ο καθένας παίρνει απόφαση και την «πολιτική ευθύνη» για το αν θα αγοράσει τα υστερόγραφα του πολιτικού Παπακαλιάτη –που τουλάχιστον γίνεται διασκεδαστικός, έστω σαν γελωτοποιός. Αλλά η ουσία είναι αλλού. Γιατί είναι αδιανόητο να υπάρχουν μόνο τέτοιες «μαρτυρίες», σαν τις δικές του, επειδή άλλοι αγωνιστές είναι πολύ σεμνοί για να μιλήσουν για τον εαυτό τους και να πουλήσουν την ιστορία τους –πόσο μάλλον να ξεπουλήσουν την ιστορία τους, όπως η αφεντιά του, που λάτρεψε τα αφεντικά, μια για πάντα…