Κυριακή 29 Οκτωβρίου 2023

Πού να βρω ένα φιλαράκι...

...να μου πει ένα αμήχανο αστείο...

Could this BE more Chandler?

Ο πρόωρος θάνατος του Μάθιου Πέρι μες σε ένα τζακούζι είναι τόσο απροσδόκητος, τόσο τσαντλερικός, που θα μπορούσε να είναι σκηνή από τα Φιλαράκια. Πχ σαν τον ξαφνικό θάνατο του ενοχλητικού γείτονα με τη σκούπα που ενοχλούνταν από τους θορύβους και τις ζωές των άλλων. You owe me a cat.
Κι ο Τσάντλερ μας χρωστά ένα τελευταίο αστείο. Σκέφτεσαι πως μας κάνει φάρσα, ότι λείπει ταξίδι στη Υεμένη (στη Yemen street) ή έστω στην Τάλσα, για να αποφύγει την Τζάνις, και πως όλα θα τελειώσουν με ένα δικό της κακαριστό γέλιο.

Μόνο που τώρα κανείς δε χαμογελά, πικρά έστω, γιατί κανείς δεν πιάνει το αστείο. Και εσύ νιώθεις σαν τη Ρέιτσελ, στον τελευταίο κύκλο, στο προτελευταίο επεισόδιο, που μεταξύ κλαυσίγελων και αποχαιρετισμών, του λέει: έτσι κι αλλιώς ποτέ δεν καταλάβαινα τα αστεία σου...
Ή ακόμα χειρότερα, σαν τον Ρος, που δεν πήρε ποτέ τον δικό του αποχαιρετισμό (από τη Ρέιτσελ) στο ίδιο επεισόδιο. Και ο Τσάντλερ μας χρωστά έναν αποχαιρετισμό. Γιατί δεν είχαμε δει να έρχεται το τέλος και δεν πήραμε τον χρόνο μας για να το ετοιμάσουμε και να ετοιμαστούμε και εμείς. Κακώς ίσως, γιατί τα αυτοκαταστροφικά σημάδια υπήρχαν παντού, ακόμα και στη σειρά ή στην έκδοση της αυτοβιογραφίας του -λες και ήξερε πως είχε γυρίσει τον τελευταίο κύκλο.

Λένε πως ήταν ηθοποιός ενός ρόλου, όπως όλοι σχεδόν (λίγο-πολύ) οι πρωταγωνιστές από τα Φιλαράκια. Αλλά αυτό τον αδικεί, πιο πολύ από ό,τι ο ίδιος τον εαυτό του και το ταλέντο του, και ας τον ήξερε όλος ο πλανήτης ως Τσάντλερ -και πολύ λιγότεροι ως Μάθιου Πέρι. Βασικά όμως είχε να υποδυθεί τον εαυτό του, στην πραγματική ζωή, και αυτός αποδείχτηκε ο πιο δύσκολος ρόλος.

Βασικά ο Μάθιου Πέρι έπρεπε να έχει έναν φύλακα άγγελο να προσέχει μη τυχόν το σκάσει από τη ζωή, όπως ο Ρος έπρεπε να προσέχει στη σειρά τον Τσάντλερ για να μη φοβηθεί και το σκάσει από τον γάμο του. Αλλά ποιος θα μπορούσε ποτέ να σταματήσει έναν τόσο αυτοκαταστροφικό Bing;

Ψάχνεις τα κατάλληλα λόγια να τον αποχαιρετήσεις, αλλά νιώθεις σαν τον Τζόι στον επικήδειο της Εστέλ, που του έφαγε τον λόγο ο συνάδελφος με το μοναδικό ταλέντο να τρώει χαρτιά -μοναδικό, με την έννοια πως δεν είχε άλλο. Σκέφτεσαι να τον αποχαιρετήσεις με ένα στιχάκι, αλλά -όπως θα μας έλεγε και η Φοίβη- τι διάολο κάνει ρίμα με τον Τσάντλερ; -Ίσως μια μπίρα Radler;

Σε τέτοιες αμήχανες στιγμές είναι που θα χρειαζόταν ένα δικό του αμήχανο αστείο, να μας βγάλει από την αμηχανία. Και αν πρέπει να το αποφύγουμε, για να σεβαστούμε το πένθος και τη μνήμη του νεκρού, θα ήταν εξαιρετικά δύσκολο. Όπως όταν ο Τσάντλερ έπρεπε να συγκρατηθεί και να μην κάνει ούτε ένα ειρωνικό σχόλιο για μια ολόκληρη βδομάδα, ό,τι κι αν έβλεπε γύρω του. Άλλο ένα χαμένο στοίχημα -με τα Φιλαράκια του, αλλά και με τον εαυτό του.

Δεν έχει νόημα να πιάσουμε την κουβέντα αν τα Φιλαράκια ήταν GOAT σειρά (η καλύτερη όλων των εποχών) ή μια τυπική αμερικανιά - sitcom των 90’ς, για να ξεχωρίζουμε οι νεο-μπούμερ από τα μειράκια, με τις αναμνήσεις μας και τα εσωτερικά τους αστεία. Όλα τα παραπάνω έχουν βάση αλλά η αλήθεια δεν είναι ούτε λίγο στη μέση, παρά μόνο στα άκρα (χωρίς τη Βίκυ Φλέσσα), που ισχύουν ταυτόχρονα, από μια άλλη οπτική γωνία. Σημασία έχει πως μαζί με τον Τσάντλερ πέθανε κάθε ελπίδα για κάθε μορφή αναβίωσης της σειράς, γιατί όλοι θα μπορούσαν ίσως να αντικατασταθούν με έναν άλλο ηθοποιό -πχ ο εκλιπών Γκάνθερ. Όλοι πλην του Τσάντλερ Μπινγκ.

Ο Sniper λέει πως όλη η σειρά ΗΤΑΝ (με αυτή την προφορά) ο Τσάντλερ και πως η παρακμή της άρχισε όταν τον έβαλαν να παντρευτεί τη Μόνικα και τον σκότωσαν σαν χαρακτήρα. Ένας από τους πολλούς θανάτους του Τσάντλερ Μπινγκ και ένα από τα πολλά μεγάλα βήματα που έκανε προς τον γκρεμό. Και ίσως αυτό να ήταν το πιο χτυπητό σημάδι για την κομφορμιστική στροφή μιας σειράς προς το αμερικάνικο όνειρο και το ιδεατό πρότυπο των πετυχημένων 40άρηδων, που δεν έχουν σοβαρά προβλήματα και όσα έχουν, τα ξεπερνάν μαζί με τους φίλους τους.
I get by with a little help from my friends, που θα έλεγαν και τα Σκαθάρια, πριν το δικό τους κύκνειο άσμα, που κυκλοφορεί μες στη βδομάδα που έρχεται.

Ναι, η ζωή συνεχίζεται και βασικά έχει πολύ πιο σοβαρά προβλήματα, που δε λύνονται από μια παρέα. Ναι, η ζωή μοιάζει να αρνείται τον εαυτό της και γίνεται μια φάμπρικα εγκλημάτων μαζικής παραγωγής, που βαφτίζονται αυτοάμυνα, όπως στις μέρες μας στην Παλαιστίνη. Και η μικρή οθόνη μπορεί να μας δείξει πχ το Χάνουκα των Γκέλερ, αλλά δε θα βρει πλάνα για τις μαζικές διαδηλώσεις υπέρ των Παλαιστίνιων στις ΗΠΑ, όπου συμμετείχαν και πολλοί Εβραίοι. Μια νεκρολογία για ένα τραγικό γεγονός κινδυνεύει να γίνει τραγικά ανεπίκαιρη, αν ζει στον κόσμο της και αγνοεί τι συμβαίνει στον πραγματικό κόσμο.

Αλλά η ζωή τα έχει όλα, ακόμα και τα δευτερεύοντα. Και αυτός είναι ένας μικρός αποχαιρετισμός εκ μέρους ενός μεγάλου πλήθους. Από τη γενιά μας, από όσους έπιαναν τα αστεία του, ταυτίζονταν με την αμηχανία και τις γκάφες του, ένιωθαν το ίδιο άβολα για να προσεγγίσουν το άλλο φύλο. Από όσους δηλώνουν ως επαγγελματική ιδιότητα «αυτοκαταστροφικοί», από όσους δεν ξέρουν τι δουλειά κάνουν και δεν υπάρχει λέξη να την περιγράψουν. Από όσους θα τον ήθελαν συγκάτοικο και φίλο και δεν ξέρουν πώς να τον αποχαιρετήσουν, με μια κουλ χειραψία ή μια ζεστή αγκαλιά ή με ένα νοερό χτύπημα στην πλάτη, σαν τους παίκτες στο ποδοσφαιράκι.
Good game, Chandler Bing!

Το πιο κατάλληλο αντίο θα ήταν, όπως είπαμε, ένα δικό του αμήχανο αστείο. Αλλά πού να βρεις ένα «Φιλαράκι» να το πει, αφού κι εσύ έχεις εξαφανιστεί;

Δευτέρα 16 Οκτωβρίου 2023

Ωδή στη χαρά στο πράγμα

Πρόλογος: Κάποτε ο Λεωνίδας, που ονειρευόταν πάντα τους 300 της Βουλής και βαρέθηκε να είναι κομμουνιστής και να φυλάει Θερμοπύλες, έπαιζε μες στη φυλακή, ως πολιτικός κρατούμενος, την Ωδή της Χαράς, με μια φυσαρμόνικα, που δεν κλαίει, γιατί έδειχνε πως ο αγώνας για τη ζωή θα θριαμβεύσει και μες στα μπουντρούμια. Ύστερα από κάμποσα χρόνια, η Ωδή έπαιζε από τα μεγάφωνα στις συγκεντρώσεις του -λεγόμενου- Κκε Εσωτερικού (που ακόμα και αυτές ήταν κατά πολύ μεγαλύτερες από τις σημερινές μαζώξεις του ΣΥΡΙΖΑ) και ο Λεωνίδας ένιωθε δικαιωμένος που είχε γίνει ο ύμνος της ΕΟΚ, τιμώντας το ευρωπαϊκό του όραμα.
Μικροί αστοί χαρά γεμάτοι.

Περνάμε στο κυρίως θέμα των εκλογών, με έναν υποθετικό διάλογο.

-Η Νάουσα γιατί καταγράφεται ως ιστορική πόλη, όπως το Μεσολόγγι;
-Γιατί τα οχυρά της Νάουσας δεν υπάρχουν πια.
-Δηλαδή;
-Και όλοι οι Μπουραντάδες πέσαν πτώματα.
-...
-Όλοι μαζί τώρα, χαρούμενα.
-Ε;
-Ε-ε-ε, πέσαν πτώματα.

60% στην Καισαριανή, ανατροπή σε Πετρούπολη και Χαϊδάρι, θρίλερ στον Τύρναβο. Και προ παντός άλλη μια νίκη στην Πάτρα για τον Πελετίδη, παρά την ενορχηστρωμένη πίεση και τον λυσσαλέο πόλεμο εναντίον του.

Κι όχι πως είναι αυτές οι χαρές που καρτερούμε, ούτε γκρεμίσαμε τίποτα οχυρά των άλλων. Φτιάχνουμε όμως κάποια δικά μας κάστρα, για να συνεχίσουμε την αντίσταση από καλύτερες θέσεις. Κι είναι πάντοτε ωραίο να βλέπεις τους κόπους των συντρόφων να δίνουν καρπούς, να ανοίγουν κάποιες μικρές ρωγμές στο τείχος που έμοιαζε αμετακίνητο, να βλέπεις πως τα πράγματα μετακινούνται επιτέλους, αρχίζουν να αλλάζουν και ας μην έχουν αλλάξει ακόμη.

Αυτή τη φορά μας επέτρεψαν το δικαίωμα στη χαρά και τα συριζοτρόλ -σε αντίθεση με τις βουλευτικές, που έπρεπε όλοι να πενθούμε για τη συμοφρά που βρήκε το κόμμα τους. Χτες χαίρονταν και αυτά με τη σειρά τους, όχι γιατί τα πήγαν καλά ως κόμμα -δεν είχαν ούτε για δείγμα δικό τους υποψήφιο στον β’ γύρο, ενώ ακόμα και ο ΣΥΡΙΖΑ του 3-4% είχε περισσότερους δικούς τους δημάρχους. Αλλά γιατί πήραν δανεική χαρά από την ήττα του Μπακογιάννη στην Αθήνα, τους 100 δήμους του ΠΑΣΟΚ και την... αντεπίθεση της democrat προοδευτικής παράταξης του τόπου μας.

Καθείς εφ ω ετάχθη και με όποια χαρά του αναλογεί.
Άλλος χαίρεται με τις δικές του νίκες -που ήρθαν με ιδρώτα, λιωμένες σόλες και δεκάδες συνεργεία του Περισσού να χτυπάν κουδούνια. Κι άλλος με τις ήττες των απέναντι, σαν τις μικρές ομάδες που δεν πάνε για πρωτάθλημα. Άλλος πανηγυρίζει με αντάρτικους χορούς -εεε, πέσαν πτώματα- και παλαιστινιακές σημαίες, και άλλος χαίρεται με το παγωμένα βλέμμα της Σίας Κοσιώνη, τον Αγγελούδη και τον ΓΑΠ από το χρονοντούλαπο της ιστορίας.
Ε, δεν είμαστε όλοι σαν τα μούτρα τους, που λέει και μια ψυχή...

Καμιά φορά βέβαια, πάνω στον ενθουσιασμό, μπαίνεις στον πειρασμό να ξεφύγεις για λίγο, σαν τους άλλους, που έχουν το ακαταλόγιστο. Να βγάλεις πχ καλτ σποτάκια σαν της ΝΔ κάποτε: Υπάρχει και άλλος Πελετίδης και τον θέλουμε -αλλά στον πληθυντικό. Ή να βγάζαμε τίτλο για τον Τύρναβο «0,3 και να καίει...», όπως κάποτε η φυλλάδα του Κακαουνάκη*.

*Στις εκλογές του 00’, με τα λανθασμένα έξιτ πολ, που ήρθαν άσο ημίχρονο - διπλό τελικό, πολύ πριν μπει στην πολιτική ο Μπέος, οι Πασόκοι πήγαν στην κόλαση και ξαναγύρισαν και το Καρφί είχε οπαδικό τίτλο «0,6% και να καίει...», γιατί δεν πρόλαβε το 100% της ενσωμάτωσης και τη 1 μονάδα διαφορά, πριν κλείσει το φύλλο.

Ααχχχ, ΠΑΣΟΚ ωραία χρόνια -τότε που ακόμα και η Κοσιώνη ήταν στην ΠΑΣΠ; Όχι, ούτε λίγο. Αλλά αυτό που ξεκίνησε ως ανέκδοτο για τα χρόνια του ΠΑΣΟΚ, έχει περάσει σαν αφήγημα στον κόσμο, που αναπολεί τη χαμένη Ατλαντίδα του, και ανασταίνει το σκήνωμα της Χαριλάου Τρικούπη.

Αλλά ευτυχώς διαφέρουμε από τους άλλους και περιοριζόμαστε σε ανεπίσημα μεμέ (memes) φίλων για τον Τύρναβο και τα τσίπουρα ή το καρναβάλι του.

Χαρά στο πράγμα...

Και όταν υπάρχει η παραμικρή υποψία ότι δεν (διαφέρουμε), οι άλλοι πέφτουν απ’ τα σύννεφα και μας εγκαλούν στην τάξη (την εργατική). Όπως σχολαστικά έκανε χτες η Ράνια Τζίμα με τον Κωτσαντή και το σχόλιο για τα κόκκινα που φορούσε (
να σας πω την αμαρτία μου, δεν περίμενα από εσάς τέτοιο σχόλιο). Και εντάξει, μπορεί να τα φορούσε τυχαία και το σχόλιο να ήταν -ας πούμε- άτυχο. Αλλά τα πράσινα της Έλλης Στάη ήταν και αυτά τυχαία;


Ευτυχώς διαφέρουμε στην πράξη, ακόμα και στη χαρά μας, όταν (τους) γλεντάμε και τους κάνουμε να φρικάρουν.
Και τώρα που τελείωσε το τρέξιμο και τα επινίκια, σειρά έχουν οι δρόμοι και η μεγάλη πορεία αλληλεγγύης στον Παλαιστινιακό λαό, για να φρικάρουν ακόμα περισσότερο. Και αν κάποιος σφος νιώθει άδειος, τώρα που τέλειωσαν οι εκλογές, κάτι αντίστοιχο με την επιλόχεια κατάθλιψη, υπάρχει λύση. Να μάθει πού μένει ο Βλάχος, για να του χτυπά το κουδούνι βραδιάτικα και να τον αναστατώνει.

Δηλαδή εσείς δε χαρήκατε με την ήττα του Μπακογιάννη;
Ας απαντήσουμε με ερώτηση.
Δηλαδή τόσο γρήγορα ξεχάσατε το ΠΑΣΟΚ και τον Καμίνη;
Και αυτό δεν πάει μόνο/τόσο στον απλό κόσμο και την απλοϊκή χαρά του, αλλά στους μηχανισμούς των τρολ και την ηγεσία τους, που εξαντλούν εκεί τον πολιτικό τους ορίζοντα και την παρέμβασή τους.

Ναι, πάντα έχει πλάκα να βλέπεις έναν Μητσοτάκη-Μπακογιάνη θλιμμένο και αμήχανο. Και είναι ζήτημα αν ο γιος της Ντόρας κουβαλά την κατάρα της μάνας και την προφητεία της γιαγιάς και κατάφερε να εκτροχιαστεί μόνος του από τον δρόμο που τον οδηγούσε στην ηγεσία της ΝΔ.

Αλήθεια, όμως, με τι ακριβώς καλούμαστε να χαρούμε; Αν δεν είμαστε στη γραμμή του ΣΕΚ, που βρίσκει παντού χαρμόσυνα γεγονότα για το κίνημα, πετώντας από νίκη σε νίκη (κάποτε θα τις θυμόμαστε και θα γελάμε μέχρι μαύρων δακρύων), με τι χαιρόμαστε; Με το ΠΑΣΟΚ;

Να χαρούμε με τα πολιτικά ζόμπι που νεκραναστήθηκαν και βγαίνουν από τους τάφους τους, όπως ο ΓΑΠ κι ο Αγγελούδης; Κρατήθηκαν όμως γιατί κράτησαν λειτουργικούς τους σάπιους μηχανισμούς τους στον συνδικαλισμό και την Τοπική Διοίκηση -στρατιές από εργατοπατέρες και βλαχοδήμαρχους. Αυτό ακριβώς που έλειπε δηλαδή διαχρονικά από τον μηχανισμό του ΣΥΡΙΖΑ και ελπίζει να το αποκτήσει τώρα, με τη μεταξύ τους συγχώνευση.

Ο αστικός μύθος λέει πως όλη η Ελλάδα ήταν πάντα ΠΑΣΟΚ, βαθιά μέσα της. Και ίσως για αυτό η ΝΔ να ντύθηκε ΠΑΣΟΚ για μια μέρα.

Οι «έγκυροι αναλυτές» έλεγαν πως δεν είναι ήττα της ΝΔ αλλά ότι ο κόσμος έδωσε μήνυμα για να σπάσει η αλαζονεία της εξουσίας, όπως εκδηλώθηκε την πρώτη Κυριακή -και εσύ περίμενες να δεις κάπου στη γωνία τον Λαλιώτη. Άλλοι κινήθηκαν στη γραμμή «λάβαμε το μήνυμα της κάλπης», στον (τρίτο) δρόμο που χάραξε ο Ανδρέας το 86’, μετά την απώλεια όλων των μεγάλων δήμων. Ενώ τα στελέχη της ΝΔ στα πάνελ, ακριβώς όπως οι αυριανιστές το 86’, έβαζαν την κασέτα που έλεγε πως ενώθηκαν και συνεργάστηκαν τα δύο άκρα εναντίον τους. Και ότι ο Δούκας βγήκε με τις ψήφους του Κασιδιάρη και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Όπου φτάνουμε στην αμήχανη στιγμή, που το ΣΕΚ τους έχει δώσει αποδείξεις και πατήματα, για να χτίζουν τα δικά τους αφηγήματα.

Αν το βράδυ της πρώτης Κυριακής, το βασικό συμπέρασμα είναι πως η ΝΔ έχει άνετη σχετική πλειοψηφία σε όλη σχεδόν την επικράτεια, η δεύτερη Κυριακή έδειξε πως η απόλυτη πλειοψηφία όσων λίγων πήγαν στις κάλπες, θεωρεί τη ΝΔ ως το μεγαλύτερο κακό - απειλή για τα δικαιώματά του. Αλλά αυτό βολεύει μια χαρά την κυβέρνηση που διαχρονικά ποντάρει σε άθλια πλειοψηφικά εκλογικά συστήματα, για να κυβερνά ως μειοψηφία. Κι είναι πχ πάγια τακτική περσόνων τύπου Άδωνη να συγκεντρώνουν το μίσος όλων των απέναντι, γνωρίζοντας πως έτσι μπετονάρει τις ψήφους των δικών του.

Ο λαός δεν ξεχνά τι σημαίνει δεξιά, αλλά γίνεται χρυσόψαρο μόλις δει τον ανατέλλοντα ήλιο. Κι αν κάποιοι γοητεύονται από την... ιδεολογική ηγεμονία και τα συνθήματα του ΣΕΚ για τη χούντα του Καραμανλή (του νεότερου) ή του Μητσοτάκη, φαίνεται να διαφεύγει από την πολιτική οπτική τους τι είναι η δικτατορία του κεφαλαίου. Ένα μικρό μόνο παράδειγμα είναι ότι χτες ήταν σχεδόν καθολική η απουσία εκπροσώπων του ΚΚΕ από τα εκλογικά πάνελ στα κανάλια των εφοπλιστών. Πού και να μην ήταν δηλαδή από τους νικητές των εκλογών...

Και τώρα που νικήσαμε, τι κάνουμε;

Ακούγεται λίγο κλισέ, αλλά τώρα αρχίζουν τα δύσκολα ή μάλλον συνεχίζονται από θέσεις νέας ευθύνης. Ναι, οι άλλοι έχουν κινήσει, αλλά δεν κοκκίνισε ακόμα τίποτα, ούτε μπορούν να υπάρξουν σοσιαλιστικές νησίδες με κόκκινες δημοτικές αρχές. Το ζητούμενο είναι να γίνει η διαφορά στην πράξη, παρά τους ασφυκτικούς περιορισμούς σε αυτό το πλαίσιο, για να έχουμε τη δύναμη του παραδείγματος και να κινήσουν και άλλοι στην ίδια κατεύθυνση. Το βασικό είναι να κινήσει ο ίδιος ο λαός, μακριά από σωτήρες, εύκολες εκλογικές νίκες και τη λογική της ανάθεσης -που δε σπάει από τη μια μέρα στην άλλη, ούτε με ένα καλό αποτέλεσμα. Να βγει μπροστά διεκδικώντας, με συνελεύσεις και κινητοποιήσεις. Χωρίς αυτό, η χαρά μας θα πάει στράφι και θα λέμε εκ των υστέρων «χαρά στο πράγμα».

Αυτά είναι τα δύσκολα. Αλλά και τα πιο ωραία...

Κυριακή 15 Οκτωβρίου 2023

Για τη δημοκρατία ρε γαμώτο...

Αν οι εκλογές μπορούσαν να αλλάξουν τον κόσμο, θα ήταν παράνομες. Ομοίως και η αποχή. Μπορούν όμως να αλλάξουν το ηθικό μας -αυτό είναι ακόμα νόμιμο. Αρκεί να μη σπέρνουν εκλογικές αυταπάτες και χάσουμε τον κινηματικό μπούσουλα, δηλαδή τον δρόμο για τους δρόμους.

Στο αποτέλεσμα του κόμματος υπάρχουν μια σειρά ενθαρρυντικά στοιχεία, ποσοτικά και ποιοτικά. Αλλά στις πόσες ψήφους ανεβαίνουμε επίπεδο; Στους πόσους κόκκους γίνεται η άμμος σωρός; Στις πόσες μονάδες παύει η κινούμενη άμμος της κάλπης να είναι βάλτος και αρχίζει να κινείται πραγματικά;

Στις αστικές εκλογές οι νόμοι της διαλεκτικής καταργούνται και η ποσότητα δεν πρόκειται να γίνει ποτέ μια άλλη, επαναστατική ποιότητα, αν δε μεσολαβήσουν άλλες πιο ενδιαφέρουσες διαδικασίες, μιας εποχής που βρίσκεται σε ενδιαφέρουσα και κυοφορεί τους σεισμούς που μέλλονται να έρθουν, αλλά δίνει τερατογενέσεις όσο το νέο δεν μπορεί να γεννηθεί ακόμα, χωρίς τη μαμή της ιστορίας, περιμένοντας τον Γκοντό και την κάλπη, που είναι γκαστρωμένη, όπως έλεγε κάποτε ο Χαρίλαος -αλλά βγήκε ανεμογκάστρι με τους ανέμους της αλλαγής που σκόρπισαν τις ψευδαισθήσεις.

Τα διψήφια ποσοστά του κόμματος σε παλιά και νέα κάστρα (ενάντια στα παλιά και νέα τζάκια), στην Αττική, στον Δυτικό Τομέα της Αθήνας (και όχι μόνο), στην πόλη της Θεσσαλονίκης (στις περιφερειακές εκλογές) και η εντυπωσιακή άνοδος σε όλες ανεξαιρέτως τις Περιφέρειες είναι μερικά μόνο από αυτά τα θετικά στοιχεία.

Το πανελλαδικό άθροισμα της θρυλικής Λάσυ δίνει επίσης διψήφιο ποσοστό, σε μικρή απόσταση από ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ, τις δυνάμεις της διασπασμένης σοσιαλδημοκρατίας που πάνε για συγχώνευση, σαν έτοιμες από καιρό, σαν ψωραλέες. Τελευταία φορά που είχαμε δει αντίστοιχα ποσοστά και δυναμική ήταν στις τοπικές εκλογές του 2010, τον πρώτο καιρό των «ένδοξων» αντιμνημονιακών χρόνων, όταν είχαν γίνει πάνω από 10 πανεργατικές απεργίες -με ή χωρίς τη ΓΣΕΕ, που προσπαθούσε ακόμα να τηρήσει τα προσχήματα.

Αν γίνονταν την επόμενη Κυριακή οι εκλογές της ερχόμενς άνοιξης, το κόμμα θα φλέρταρε με διψήφιο ποσοστό, για πρώτη φορά μετά την «ένδοξη» δεκαετία με τις βάτες. Το βασικό ερώτημα που θα κρίνει και το αποτέλεσμα της ευρωκάλπης είναι τι θα μεσολαβήσει ως τον Μάη -που τρώει τριφύλλι. Κοινωνικός αναβρασμός και μαζικές κινητοποιήσεις ή νηνεμία και σκόρπιες εκτονώσεις, τύπου αγανακτισμένων; (Γιατί, τι άλλο ήταν η χειμερία νάρκη που ακολούθησε τις πλατείες, αν όχι το αποτέλεσμα της γρήγορης διάψευσης των ψευδαισθήσεων για μια εύκολη -πχ εκλογική- λύση, χωρίς σύγκρουση;)

Το αποτέλεσμα της Λάσυ, ενάντια στα αστικά κομματόσκυλα -που γαβγίζουν χαρούμενα σε όλους τους τόνους ότι είναι αδέσποτα και ανεξάρτητα, και ήρθαν ντυμένα σαν φίλοι, κουνώντας την ουρά τους, γυρεύοντας φιλικές, προσωπικές ψήφους- θα μπορούσε να είναι ακόμα πιο εντυπωσιακό, αν δε χάναμε οριακά τον δεύτερο γύρο σε κάποιους δήμους.

Πχ στη Νίκαια, όπου ο δεξιός υποψήφιος ζήτησε ανακαταμέτρηση (υποψήφιο όνομα μιας επόμενης διάσπασης στο εξωκοινοβούλιο) για να πιάσει το 43% και επειδή δεν είχε πολλά δικά του ψηφοδέλτια με ενστάσεις, έβγαλε άκυρα μερικά των άλλων, για να αυξήσει το δικό του ποσοστό επί των εγκύρων.

Ακόμα πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα ο δήμος Αθηναίων, όπου ο Σοφιανός βγήκε τέταρτος, αλλά με πολύ μικρή διαφορά από τον Ζαχαριάδη (που έχει το όνομα χωρίς τη χάρη, γιατί τα ράσα δεν κάνουν τον παπά και η μαντίλα δεν κάνει τον φίλο της Ιντιφάντα) και τον Δούκα του ΠΑΣΟΚ. Και αν γινόταν η «στραβή» και έμπαινε τελικά στο δεύτερο γύρο, θα είχε πλάκα να βλέπαμε τι θα έκαναν όσοι σηκώνουν τώρα παντιέρα κατά του Μπακογιάννη, ενώ ψήφιζαν μαζί του ακόμα και τον Μεγάλο Περίπατο.

Κι είναι αδύνατο να μη σκεφτείς πως, αν δεν είχε πάει τόσο καλά ο συνδυασμός του Παπαδάκη -που λόγω της δίκης της ΧΑ, έχει ευρύτερη αναγνωρισιμότητα και κύρος, αλλά δεν ήταν καν η αρχική επιλογή του χώρου του και προέκυψε μάλλον από καραμπόλα και συμβιβασμούς, ως λύση- μπορεί να ψήφιζαν και άλλοι τον Σοφιανό και να είχαμε άλλο σκηνικό. Περισσότερα όμως για τις 50 αποχρώσεις του εξωκοινοβουλευτικού οπορτουνισμού σε άλλη φάση.

Όπως δε γίνεται να μη σκεφτείς τι θα γινόταν με στοιχειωδώς έντιμες δημοσκοπήσεις, που δε θα έδιναν διψήφια ποσοστά στον Κασιδιάρη -για να τον βγάλουν στον δεύτερο γύρο-, ούτε θα γκρέμιζαν τον Πρωτούλη στο 4%, μη τυχόν και αποκτήσει ρεύμα σε χύμα κόσμο.

Ποτέ άλλοτε δεν ήταν τόσο φανερό ότι οι δημοσκοπήσεις δεν έχουν την παραμικρή σχέση με επιστημονικές μεθόδους και τη σφυγμομέτρηση της κοινής γνώμης. Αντιθέτως την χειραγωγούν και την κατευθύνουν και γίνονται εργαλείο στα χέρια όποιου τις παραγγέλλει.

Αυτή η σχέση εξάρτησης των δημο(σ)κόπων από τα αφεντικά τους έχει γίνει δεύτερη φύση τους, ακόμα και στα exit poll, που δε διαμορφώνουν κλίμα και η διάψευση έρχεται άμεσα, χωρίς βέβαια να ιδρώνει το αυτί τους. Ο... επιστήμονας που έδινε 3,5-5,5% στον Τομπουλίδη, στο δήμο Θεσσαλονίκης, απάντησε στη διαμαρτυρία της Λάσυ πως τον ενδιαφέρει να «πιάσει τη γενική τάση». Με τόσο μαγείρεμα, όμως, δεν πιάνει ούτε μικρή τάση με πιεσόμετρο. Πόσο μάλλον τη σειρά -έστω- των συνδυασμών.

Άραγε υπάρχει κάτι πιο αντιδημοκρατικό από το όριο του 43%, για να βγει δήμαρχος ή Περιφερειάρχης από την πρώτη Κυριακή; Ο εκάστοτε εκλογικός νόμος είναι, όπως ακριβώς και οι δημοσκοπήσεις, εργαλείο στα χέρια του νομοθέτη, για να πετύχει τον σκοπό του. Δεν έχει την παραμικρή σχέση με τον σεβασμό της πλειοψηφίας και του «κυριάρχου λαού», αλλά είναι ωμός υπολογισμός για το όριο που θα τους φέρει το μεγαλύτερο δυνατό όφελος -ακόμα και αν τους γυρίζει μπούμερανγκ σε κάποιες περιπτώσεις, όπως στην Ικαρία. Σημειωτέον πως αν είχε και η ΝΔ έναν αντίστοιχο κόφτη στις εσωκομματικές εκλογές της, πχ γύρω στο 40%, θα εκλεγόταν ο Μεϊμαράκης απ’ τον πρώτο γύρο και δε θα είχε βγει ποτέ ο Μητσοτάκης.

Μιλάμε για ένα σύστημα που έχει συνολικά αλλεργία στην ισότητα της ψήφου. Ο Ζέρβας πχ σε ένα μήνυμά του συγκαταλέγει την απλή αναλογική στα δεινά που είχε να αντιμετωπίσει, μαζί με την κρίση και την πανδημία. Το μίσος τους για την απλή αναλογική καταργεί κάθε απλή λογική που μαθαίνουν τα παιδιά στα Μαθηματικά ή την Αγωγή του Πολίτη. Κι αυτό περιλαμβάνει και την «αριστερή λογική» του ΣΥΡΙΖΑ, που χρησιμοποίησε την «απλή αναλογική» (εντός εισαγωγικών, αφού διατήρησε τους κόφτες με το ελάχιστο όριο) με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, ως εργαλείο για να πετύχει τους σκοπούς του, και όχι ως θέση αρχής. Και εφόσον δεν τα κατάφερε, δεν προλαβαίνεις να ακούς στελέχη του να δηλώνουν με στόμφο πως «η στρατηγική της απλής αναλογικής απέτυχε»...

Το νέο μέτωπο που βρήκαν οι «φλογεροί μαχητές» της Δημοκρατίας είναι ο Μπέος στον Βόλο. Λες και δεν είναι γέννημα-θρέμμα του δικού τους (υπο)κόσμου. Τον γέννησε το σύστημα και η τάξη που λειτουργεί σαν μαφία για να πετύχει εύκολα το μέγιστο κέρδος και τον θρέφουν οι αντίπαλοί του που δεν είναι ικανοί να πείσουν κανέναν ότι διαφέρουν στην πράξη από τον εκάστοτε Μπέο. Τρανή απόδειξη ο δημοσιογραφικός κόσμος της χώρας, που έδειξε τις οξυμένες ευαισθησίες του ενάντια στην ομοφοβία και άρχισε μια άτυπη άμιλλα με τον ένδοξο Αχιλλέα, ενάντια στους «π...στηδες» και τις «συκιές».

Οι μαφίες λειτουργούν πάντα σε δύο επίπεδα -και δεν ξεχνάν να τονίζουν με αγαθοεργίες το κοινωνικό προφίλ τους, όπως ακριβώς και οι εταιρίες, για να δείχνουν το ανθρώπινο πρόσωπό τους. Πρώτο επίπεδο ο εκφοβισμός και η τρομοκρατία. Δεύτερο επίπεδο η εξαγορά ψήφων και οι πελατειακές σχέσεις. Αυτοί είναι οι βασικοί άξονες της επικράτησης του Μπέου. Καρότο και μαστίγιο. Άραγε πρώτη φορά συναντάμε κάτι τέτοιο στην πολιτική ζωή της αστικής μας δημοκρατίας; Η μεγαλύτερη μαφία, διαχρονικά, είναι το κράτος και η εκάστοτε κυβέρνηση, που χρησιμοποιεί τα ίδια ακριβώς όπλα.

Το ζητούμενο για τον Βόλο και τη Θεσσαλία (με τον Αγοραστό) δεν είναι να τρολάρουμε τους Θεσσαλούς για τις επιλογές τους, όπως κάναμε κάποτε με τους Θεσσαλονικείς που έβγαζαν φτερωτούς γιατρούς -για να κάνουν και τα λεφτά φτερά μαζί του- και Ζορό -πού είναι ένας Ψωμιάδης να πολεμήσει τη διαφθορά, όταν τον χρειάζεσαι;

Στην τελική δεν είναι θέμα πόλης. Καμία τοπική κοινωνία δεν μπορεί να νιώθει απρόσβλητη από το δηλητήριο του καθημερινού φασισμού. Και η Πάτρα, που έχει επίσης αγωνιστικές παραδόσεις αλλά είναι μια πόλη σε κρίση και παρακμή, θα μπορούσε κάλλιστα να έχει βρει τον δικό της Μπέο, αν δεν ήταν ο Πελετίδης κι οι κομμουνιστές.

Το πιο ανησυχητικό είναι να βλέπεις πλήθη κόσμου να τον φτύνουν στα μούτρα και αυτός να λέει «απλά βρέχει» -και οσονούπω πλημμυρίζουμε πάλι. Να έχεις ένα πλήθος, που μπορεί να έχει ένα σωρό γιατρούς, δικηγόρους και ομοφυλόφιλους, να τους βρίζει κατάμουτρα κι αυτοί να τον ζητωκραυγάζουν με ουρανομήκεις επιδοκιμασίες και θυελλώδικα χειροκροτήματα.

Οι εκλογές του Βόλου είχαν και ένα άλλο ενδιαφέρον, με τον καταμερισμό δυνάμεων που θύμιζε συνειρμικά τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης. Ένας Φυρερίσκος που συσπειρώνει όλο τον αστικό (υπο)κοσμο, οι σοσιαλδημοκράτες στην πιο χυδαία, χρεοκοπημένη τους εκδοχή, και οι κομμουνιστές.

Εξίσου ενδιαφέρουσα περίπτωση για μελέτη, ως προς τον συσχετισμό δύναμης, είναι ο δήμος του Περιστερίου στη Δυτική Αθήνα και των Συκεών-Νεάπολης στη Δυτική Θεσσαλονίκη, που παρουσιάζουν κοινά στοιχεία και πολλές ομοιότητες. Πασοκογενείς τοπάρχες (Παχατουρίδης και Δανιηλίδης) που έχουν καλές σχέσεις με όλους και πάνω από όλα με τον αντικομμουνισμό, οι κομμουνιστές ως το μόνο αντίπαλο δέος, κι ως αστερίσκος κάποια τοπικά σχήματα του εξωκοινοβουλίου, με μακρόχρονη παρουσία στον δήμο.
Κάπως έτσι μπορεί να είναι τα πράγματα, σε πανελλαδική κλίμακα, όταν θα έχουμε επαναστατική κατάσταση.

Κι ενώ η υστερία των δεξιών διαδικτυακών τρολ ενάντια στην Παλαιστίνη και όσους δείχνουν αλληλεγγύη στον αγώνα της, ανταγωνίζεται ευθέως το μένος των συριζοτρολ ενάντια σε όσους δε ψηφίζουν Πασόκ -με αυταπάτες ή χωρίς- στον δεύτερο γύρο, το βασικό ζητούμενο σήμερα είναι να γεμίσουν οι κάλπες με γαρίφαλα και να βγουν και άλλες κόκκινες δημοτικές αρχές. Στην Πάτρα, στην Καισαριανή, στην Πετρούπολη, στο Χαϊδάρι, στον Τύρναβο.

Αλλά αυτό δεν είναι τόσο εύκολο -κι ας κρατάμε μικρό καλάθι καλύτερα. Γιατί σήμερα, περισσότερο από ποτέ, ο κοινός αντίπαλος όλων των αστικών δυνάμεων, είναι οι κομμουνιστές. Το λένε πλέον ανοιχτά και τα προσχήματα περισσεύουν -από την Πάτρα μέχρι την Πετρούπολη, με τις... «ομάδες από τον Περισσό» που χτυπάν κουδούνια και αναστατώνουν τους φιλήσυχους κυρ-Παντελήδες. Κι αυτή είναι η απάντηση σε κάθε πολιτικό απατεώνα που προσφέρει στο πόπολο κάθε λογής ξινισμένες σούπες. Συνταγματικά τόξα ή δημοκρατικά μέτωπα (ενάντια στον Μπέο), προοδευτικές συμμαχίες και αθροίσματα δημοκρατικών δυνάμεων (ενάντια στον Μπακογιάννη και τους ομοίους του).

Και ας κλείσουμε με μια ευχή.

Να βρείτε κάποιον να σας αγαπά:
Όπως τα αστικά καθίκια το κράτος-δολοφόνο του Ισραήλ. Είτε φοράνε παλαιστινιακές μαντίλες, ως φερετζέ, είτε φλερτάρουν με τον βούρκο και τη συνωμοσιολογία για τους «εβραίους μασόνους που κυβερνάν τον κόσμο».
Όπως ο ΣΥΡΙΖΑ το ΠΑΣΟΚ και τον Αυριανισμό.
Όπως η αστική δημοκρατία τον καθημερινό φασισμό του Μπέου και όσους βρίζουν τους «π...στηδες».

Για την αστική δημοκρατία, ρε γαμώτο...

Ο αστός βλαχοδήμαρχος που πάει με όλα.
Μπλούζα ΝΔ, καπέλο ΣΥΡΙΖΑ, παπούτσια ΠΑΣΟΚ
(Συνεχίζεται...)

Πέμπτη 5 Οκτωβρίου 2023

Γιάννη μου τα καντήλια σου

Ας ξεκινήσουμε λίγο ανάποδα, με ελαφρά μπινελίκια για ζέσταμα, όπως αρμόζει στη μνήμη του εκλιπόντα.

Μπορεί ο ξανθός να ήταν καραδεξιός, μπουρίνιας, αχώνευτος, να κουβαλούσε όλα τα κουσούρια της φυλής μας, αλλά στο άκουσμα της είδησης του θανάτου του, η κε του μπλοκ ένιωσε την ανάγκη να επιστρατεύσει μέσα της όλα τα επιφωνήματα της Λιμνούπολης και του Μίκι Σίτι, από την παιδική της ηλικία. Κλαψ, λυγμ, θλιψ κτλ.

Όχι πως ήταν κεραυνός εν αιθρία, τουλάχιστον για όσους τον είχαν δει το ’19 στο Αλεξάνδρειο, στην τελευταία του δημόσια εμφάνιση, στα 40χρονα από τον τίτλο του ’79 -που έπαιξε κάποιο ρόλο για να ντυθεί ο Γκάλης στα κίτρινα, ένα χρόνο μετά. Δεν ήταν δα και ζωντανός νεκρός, είχε όμως σαφώς κλονισμένη υγεία και τον αποτελείωσε η συγκίνηση, που δεν τον άφηνε να πει πολλά και ολοκληρωμένα. Εκείνο ήταν πρακτικά το αντίο του κι ήταν δεόντως συγκινητικό, για μια μάλλον άγνωστη πτυχή της καριέρας του, που έμοιαζε με ταινία. Και ας μην είχε ακριβώς αίσιο τέλος -δεν είναι αισιόδοξος σκηνοθέτης η ζωή.

Η πιο βέβηλη ιεροσυλία δεν είναι να βρίσεις τον Ιωαννίδη, αλλά να στήσεις μια αγιογραφία του, χωρίς να πεις τίποτα για τα κουσούρια του. Ο ξανθός ήταν τα αρνητικά του, ένας αντι-ήρωας χτισμένος πάνω σε αυτά, που έβριζε τους πάντες κι έβγαζε καπνούς από τα αυτιά, όπως στο σκετσάκι των ΑΜΑΝ -μακράν ο καλύτερος φόρος τιμής στη μνήμη του. Αν δεν πούμε κάτι για όλα αυτά, τον ευνουχίζουμε σαν χαρακτήρα και μιλάμε για κάποιον άλλον -πιο συμπαθή ίσως, αλλά τελείως αδιάφορο. Ο μόνος τρόπος να τον ανακηρύξουμε μπασκετικό «Άγιο», θα ήταν να δεχτούμε πως ο σκοπός αγιάζει τα μέσα -και ας ήταν ο ίδιος έτοιμος να συμμαχήσει και με τον διάβολο για μια νίκη.

Ήταν μεγάλος ατακαδόρος, γλαφυρός αφηγητής -όπως λένε οι δημοσιογράφοι που τον έζησαν- αλλά βασικά δεν ήξερε να μιλάει στρωτά και πετούσε το αγαπημένο του «λοιπόν», σε κάθε δεύτερη φράση. Ήταν καταφερτζής αν όχι και αδίστακτος, μακιαβελικού τύπου κόουτς, που θα έκανε τα πάντα για να νικήσει. Ήταν μανιώδης καπνιστής, κανελλικού τύπου (κάνει και ρίμα με τον Νικολό), που έμοιαζε όμως να ρουφά αυτόν το τσιγάρο και όχι ανάποδα -και ας έλεγε πως το είχε κόψει. Βαθιά θρήσκος, που έβριζε όμως τα θεία, και προληπτικός σε άρρωστο βαθμό -και ας το αρνούνταν ο ίδιος. Μια μικρογραφία του δαιμόνιου (νεο)Έλληνα, ενίοτε στα όρια του Ελληνάρα, με τα καλά και τα στραβά του.

Ο Ιωαννίδης ήταν ο άνθρωπος που όλοι λάτρευαν να μισούν -κι αυτό ήταν η μεγαλύτερη ένδειξη σεβασμού στο πρόσωπό του. Αλλά οι μεγαλύτεροι υβριστές του, ήταν αυτοί που τον αγάπησαν παράφορα. Και όταν επέστρεψε σαν αντίπαλος του Άρη στο Αλεξάνδρειο, είχε πει την ατάκα: «Όσο πιο πολύ αγαπάς έναν, τόσο πιο πολύ τον ξεφωνίζεις...» Απλά μαθήματα διαλεκτικής! Όπως και το «σκούζει ο γάτος, όταν είναι από πάνω», που θα μπορούσε να είναι ο τίτλος της αυτοβιογραφίας του (από τον Σκουντή και τον Καρύδα), αλλά το είχε πει για κάποιον αντίπαλο.

Στο ίδιο γήπεδο έχει ακούσει το πιο χυδαίο σύνθημα για τη γυναίκα του. Αλλά εκεί έδωσε και το δικό του ρεσιτάλ, σε ένα σκηνικό που είναι όλος ο Ιωαννίδης σε μια στιγμή -και έγινε δικαίως σκετσάκι. Φάιναλ Φορ Κυπέλλου, η ΑΕΚ του Ιωαννίδη αποκλείει τον Ολυμπιακό στα ημιτελικά και αυτός κουνάει τα χέρια στο κοινό και πανηγυρίζει με νόημα, γιατί προτιμά ως αντίπαλο τον διαλυμένο Άρη, παρά τον Παναθηναϊκό. Η επιθυμία του γίνεται πράξη, αλλά ο Άρης κάνει άλλο ένα θαύμα στον τελικό και ο Ιωαννίδης ξεσπά στη συνέντευξη τύπου -όπου αρχικά ήθελε να στείλει τον βοηθό του.

Εγώ έχω δει πολλά στη ζωή μου, αλλά ότι δεν έπρεπε να κατέβουμε να παίξουμε, έπρεπε να μας το πουν, δε χρειαζόταν να κατέβουμε. Έτσι! Ο νοών νοείτω. Λοιπόν... Οι παίκτες μου είναι αγανακτισμένοι, ο Αλεξάντερ θέλει να σηκωθεί να φύγει.

Ένα μικρό αριστούργημα και η κορυφαία ερμηνευτική στιγμή στην καριέρα του Σωτήρη Καλυβάτση!

Ο Ιωαννίδης συνέδεσε το όνομά του με μια αυτοκρατορία (του Άρη) και μια δυναστεία (στον Πειραιά). Είναι πολυνίκης σε τίτλους και ροζ φύλλα αγώνα, με απλησίαστο ποσοστό. Και έχει μια μαύρη τρύπα στο βιογραφικό του, στα Φάιναλ Φορ, να τονίζει σαν ατέλεια την τελειότητα που άγγιξε. Αλλά τα ρεκόρ ίσως σπάσουν κάποτε και οι αριθμοί δε λένε όλη την αλήθεια. Το πιο σπουδαίο παράσημο δεν είναι για όσα έκανε, αλλά το πότε τα έκανε. Στις χρυσές εποχές του αθλήματος, που υπήρχε τεράστιος ανταγωνισμός και το μπάσκετ χτυπούσε στα ίσια ακόμα και το ποδόσφαιρο.

Εξίσου εκπληκτικό είναι πως όλα αυτά τα κατάφερε ως τα 50κάτι του, σε λιγότερο από δυο δεκαετίες. Μετά τον κέρδισε το ασυμβίβαστο -με τη βουλευτική ιδιότητα- και η προοπτική να γίνει υφυπουργός αθλητισμού. Ίσως ο ίδιος να ονειρευόταν, πριν τα βουλευτικά έδρανα, μια θριαμβευτική επιστροφή, αλλά η ιστορική ειρωνεία τον συνέδεσε με τους θριάμβους των διαδόχων του. Ο Ίβκοβιτς πέτυχε την ιστορική τριπλέτα με τον δικό του Ολυμπιακό, ο Γιαννάκης έγραψε ιστορία με την Εθνική που άφησε το ’03 ο ξανθός, ενώ ο Ζοτς πήγε στον Παναθηναϊκό, το καλοκαίρι που ο Ιωαννίδης προτίμησε να πάει στον Ολυμπιακό, για να κολλήσει το ραγισμένο γυαλί της σχέσης του με τον Κόκκαλη.

Πολλοί συνέδεσαν, αναπόφευκτα, τη μέρα του θανάτου του, με την επιστροφή του Άρη στα ευρωπαϊκά σαλόνια, την ίδια ακριβώς μέρα. Και αν με κάποιο μεταφυσικό τρόπο, ήταν αυτός προπονητής της ομάδας σήμερα και πληροφορούνταν τον θάνατό του, θα το θεωρούσε μεγάλη γρουσουζιά και ίσως το κρατούσε κρυφό από τους παίκτες του, ώσπου να τελειώσει ο αγώνας. Αλλά αν τελικά κέρδιζε η ομάδα, θα έβρισκε κάποιον τρόπο να πεθαίνει κάθε φορά, τη μέρα του αγώνα, για να κρατήσει το γούρι.

Για την πολιτική σημειολογία του πράγματος, ο ξανθός πέθανε την ίδια μέρα που γιόρταζε η ΝΔ την ίδρυσή της. Υπό άλλες συνθήκες, μπορεί να ήταν κακός οιωνός εν όψει των εκλογών. Αλλά σε κλίμακα χώρας, τι άλλη γκαντεμιά να βρει δηλαδή το λαό του Μητσοτάκη, μετά από τέτοιο καλοκαίρι, με φωτιές και πλημμύρες; Να δεις τι σου έχω για μετά...

-Ο τίτλος της ανάρτησης συνδυάζει διαλεκτικά το μαντίλι (του Γιάννη), το καντήλι που έσβησε και τα καντήλια που κατέβαζε, ακόμα και όταν ζητούσε από τους άλλους να μη βρίζουν "Βούλγαροι και τα λοιπά εθνικά θέματα", σε μια υπέροχη ιωαννίδειο λογική, που ευτυχώς δεν πρόλαβε να την κόψει ο σκηνοθέτης με διαφημίσεις. Γαμώ το στανιό του...


Ο ίδιος πάντως είχε εξηγήσει αρκετά πειστικά γιατί ανέβαζε καντήλια στα τάιμ άουτ, αφού οι σφυγμοί των παικτών είναι στα κόκκινα και εκείνη την ώρα δεν έχει νόημα να τους δώσει οδηγίες που δεν είναι σε θέση να προσέξουν, αλλά να προσπαθήσει κάπως να τους ταρακουνήσει -με καντήλια- και να τους συνεφέρει.

Και τέλος πάντων, τι πλάκα θα είχε η ζωή χωρίς αυτά τα καντίλια, γμτχμ;

Δευτέρα 2 Οκτωβρίου 2023

Ο υπαρκτός Λουκιανισμός - Για ποιον Λουκιανό;

Ελεύθεροι συνειρμοί, μια βδομάδα μετά

Το εθνοσωτήριο για το έθνος των εκμεταλλευτών 1991, ο Λουκιάνοβ ως μέλος του πολίτ μπιρό του ΚΚΣΕ και μια αυτόκλητη επιτροπή σωτηρίας σφράγιζαν τον πολιτικό θάνατο της Σοβιετίας, με μια πρόχειρη (;), αποτυχημένη (;) ενέργεια (που ίσως να ήταν καλοστημένη και καθ’ όλα επιτυχημένη από μια άλλη άποψη), γεμάτη αδράνειες στα κρίσιμα μέτωπα, που μας άφησε με την απορία αν ήταν σχεδιασμένο, συνειδητό έγκλημα ή κάτι χειρότερο: απλό λάθος.

Μερικούς μήνες πριν -και ενώ μετρούσε μέρες η ιστορία- ο Λουκιανός έγραφε ένα τρυφερό τραγούδι για τη γυναίκα του και τους συνοδοιπόρους τους, που έβλεπαν αμήχανοι τον τροχό της ιστορίας να πισωγυρίζει, όπως στο moonwalking του Μάικλ Τζάκσον, που κόντευε να ασπρίσει από το κακό του. Και αναρωτιούνταν στο τέλος της μέρας -και της ιστορίας- αν ήταν ή δεν ήταν υπαρκτός.

Εκείνο τον καριό, ο Χρήστος Παπαδόπουλος ήταν μικρό παιδί -που εφόσον γλίτωνε, υπήρχε ελπίδα- και έπαιρνε στην Τούμπα τις πρώτες βάσεις μιας κλασικής μουσικής παιδείας, που περιείχε μεταξύ άλλων μπόλικο Νιόνιο (κι ας ξέμεινε από νιονιό στα γεράματα) και φυσικά Κηλαηδόνη, την καλύτερη δυνατή ανάμνηση για ένα παιδί -σε τι μουσικές αναμνήσεις θα φέρουμε τα παιδιά μας, Χρήστο; Ίσως να μην ήξερε τότε τι θέλει να πει ο στίχος για τον υπαρκτό, ότι θα γινόταν -κυριολεκτικά- δυο μέτρα μπόι, ότι θα τον κέρδιζε η μουσική (από το μπάσκετ) και θα έπαιζε -κυριολεκτικά και μεταφορικά- στα δάχτυλα τον κόσμο των πνευστών, αφήνοντας για τον μεγάλο του αδερφό το πιάνο, το όργανο που ανέδειξε τον Λουκιανό - οποίος έγραψε όμως ωδή σε ένα κλαρίνο! Σίγουρα δε φανταζόταν πως κάποτε θα έγραε ένα τραγούδι για τον υπαρκτό Λουκιανισμό -το μουσικό σύμπαν του Κηλαηδόνη- που θα έκλεινε με αυτόν ακριβώς τον στίχο (για τον υπαρκτό) και ο τίτλος του θα ήταν και ο τίτλος μιας συναυλίας - αφιέρωμα για τον Λούκι.
Σε ευχαριστώ, Λουκιανέ!

Μπορεί να μπει κανείς στη θέση του και να σκεφτεί τη συγκίνησή του; Πολύ δύσκολα. Μπορεί εύκολα, όμως, να φανταστεί τη συγκίνηση του κόσμου, που ανέβηκε στον Λυκαβηττό -την περασμένη Δευτέρα- να πει το δικό του «ευχαριστώ», ο καθένας για τους δικούς του λόγους: Αξέχαστα πάρτι (στη Βουλιαγμένη και όχι μόνο), ιστορικές συναυλίες (στον Λυκαβηττό και αλλού), για το Ελεύθερο Θέατρο, και για τα παιδικά μας χρόνια -χαρούμενα και ανέμελα για όσους μεγάλωσαν με Λούκι και Αστερίξ-, το μόνο που μένει τελικά και του μένουμε πιστοί, όπως λέει ο Φοίβος, αναθεωρώντας τον στίχο-επιμύθιο από τα «θερινά (τα) σινεμά».
-Δηλαδή, Φοίβο, είστε αναθεωρητής;
-Όχι, τώρα είναι μαζί μας.
-Τότε μπορούμε να προχωρήσουμε στην οργάνωση, που λέγαμε προηγουμένως.

Κι εσύ, Απολίθωμα, για ποιον Λουκιανό -για ποιαν Αριστερά- ήσουν εκεί;
Για όλους τους παραπάνω, μια πιο πολύ για τον πολιτικό.
Και τι πολιτικό είχε να μας πει ο Λουκιανός;
Κράτα μια στιγμή το κοκτέιλ του, να τα βάλουμε κάτω.

Βάζουμε αυτό το κείμενο, ως εισαγωγή, για να μην υπάρχουν επαναλήψεις, και ανοίγουμε μια (αριστερή παρένθεση, για να κορυφώσουμε πολιτικά.

Στον Λουκιανό μπορείς να εκτιμήσεις πολλά, που δύσκολα μπαίνουν σε μια σειρά. Πχ το πιάνο του. Και βασικά την ειρωνεία του. Όχι απαραίτητα σε αυτή τη σειρά, αλλά διαλεκτικά δεμένα.

Ο Λουκιανός ήταν μεγάλος πιανίστας, που είναι πιθανότατα ο τρίτος δρόμος (του Ιωάννου) και η διαλεκτική απάντηση στο ερώτημα «κιθαρίστας ή ντράμερ» που έθεσε ρητορικά ένας άλλος πολύ ταλαντούχος πιανίστας -ο Γιάννης Γιοκαρίνης.

Σε ένα κάπως σαρκαστικό, κάπως προφητικό κομμάτι του ζητούσε στη μνήμη του ένα πάρτι στο γκαζόν, με ποτά και θερινά σινεμά.
Αν ποτέ πεθάνω (σώπα), αν λέμε αν
Κάψτε ένα πιάνο και ένα μπουφάν
Καίτε ένα αμάξι κάθε δειλινό
Θέλω και τάξη, θέλω και χαμό
.

Όλα αυτά έγιναν σχεδόν πράξη στον Λυκαβηττό, μια Δευτέρα -αντί για Τετάρτη που ζητούσε. Αλλά στο πιάνο άξιζε δικαιωματικά μια πιο κεντρική θέση, κάπου μες στον κόσμο, για να σπάσει το «από σκηνής» -που είναι το αντίστοιχο «από καθέδρας». Ίσως, όμως, να ήταν βαρύ και ασήκωτο το ζύγι της σύγκρισης, για όποιον καθόταν στη θέση του. Ο μόνος που είχε «άγνοια κινδύνου» ήταν ο Μουζουράκης, που δυστυχώς νομίζει διαρκώς πως είναι ό,τι καλύτερο μας έχει συμβεί, μεγαλύτερος από το κοινό του, το τραγούδι που λέει και το τιμώμενο πρόσωπο.

Ο Λουκιανός έγραφε μουσική για τις μάζες και έψαχνε διαρκώς ευκαιρίες να συναντιέται μαζικά με το κοινό του. Το πάρτι στη Βουλιαγμένη προέκυψε ως ιδέα έναν χρόνο πριν, σε μια συναυλία, όπου ο Λυκαβηττός αποδείχτηκε μιρκός για να τους χωρέσει όλους -και ήταν πολύ θλιβερό να κάνεις τη σύγκριση με τα -λιγοστά μεν, αλλά- άδεια καθίσματα της Δευτέρας, στα πάνω διαζώματα. Κι ίσως είναι μια καλή ιδέα για το Φεστιβάλ να μετακομίσει εκεί, σε μια παραλία, όταν αρχίσει να ασφυκτιά στο Τρίτση και να ψάχνει εναλλακτικές.
-
Πού κολλάει τώρα το Φεστιβάλ της ΚΝΕ με όλα αυτά;
Περίμενε, θα δεις. Παντού κολλάει ένα Φεστιβάλ.

Ο Λουκιανός δεν έδινε απλώς συναυλίες, αλλά παραστάσεις για το κοινό, με σαφείς επιρροές από τη συνεργασία του με το «Ελεύθερο Θέατρο». Κάθε συναυλία είχε τίτλο, θεματική και ήταν μια ολοκληρωμένη καλλιτεχνική και αισθητική πρόταση προς τους θεατές. Τη Δευτέρα ακούσαμε σύντομες περιγραφές και στοιχεία για τις συναυλίες του στον λόφο -με τον οποίο είχε ερωτική σχέση, όπως και με την Αθήνα συνολικά άλλωστε- και είδαμε ορισμένα στιγμιότυπα από το προσωπικό του αρχείο. Έκτοτε με στοιχειώνει η ιδέα πως το ’93, όταν παρουσίασε δηλαδή το «Αχ Ελλάδα μου Γλυκιά», είχε μαζί τη Δημητριάδη στα βράχια του θεάτρου -γα τη σημειολογία του πράγματος- να τραγουδά αντάρτικα. Και πώς θα γίνει να βρούμε εμείς κάπου αυτές τις σκηνές, χωρίς να πέσουμε πάνω στον Νταλάρα, που είναι παντού και έχει πει τα πάντα;

Ο Λουκιανός ήταν λίγο χαβαλές, με αλλεργία στους ψόφιους και τους σοβαροφανείς, λίγο είρωνας με πολύ λεπτή ειρωνεία -εκτός και αν ήταν για την ντίσκο, που το έκανε πιο χοντροκομμένα-, λίγο ρεμάλι, που έγραφε ύμνους για τα μαύρα σκυλιά και αποδεχόταν τα πρεζάκια, αλλά όχι την πρέζα. Και αν το υπαρκτό δίλημμα της εποχής ήταν ανάμεσα στον αναδυόμενο απολιτίκ χαβαλέ και την άκρατη πολιτικοποίηση, αυτός απάντησε διαλεκτικά κι όχι μεσοβέζικα. Και υμνούσε, μεταξύ άλλων, την ουγκαγκαμπουν προσέγγιση του Χάρρυ Κλυνν, σε αντίθεση με εμάς (τους στρατευμένους;), που δεν ευκαιρούμε, γιατί... «γράφουμε έργα σοβαρά».

Ο Λουκιανός είχε τρομερούς στίχους, που πρωτίστως αποδομούσαν και δευτερευόντως έχτιζαν ή σου άφηναν τα υλικά να το κάνεις μόνος σου, μετά. Έδενε το προσωπικό με το πολιτικό, πχ με τη «Μαίρη Παναγιωταρά», που θα έκανε να κοκκινίζει από αμηχανία -αν όχι από πολιτικό νόημα- κάποιες εκδοχές του σημερινού «metoo» και λοιπές μορφές δικαιωματισμού. Έδινε συμβουλές σε επίδοξους συνθέτες, που αν τις ακολουθούσαμε, θα είχαμε γλιτώσει από διάφορα σαχλοτράγουδα και τη σαπίλα της τραπ, γιατί...

Πρώτα βρίσκουμε τα λόγια, με μεγάλη προσοχή
Μια που κι άλλοι γράφουν χρόνια κι ίσως τα έχουνε πει
(...) Ένα τραγούδι, για να 'ναι τραγούδι, θέλει λόγια απλά.

Αλλά δεν είχε αλλεργία στο καινούριο και το χιπ-χοπ, όπως φάνηκε από τη συνεργασία του με τα Ημισκούμπρια, που απέτιαν φόρο τιμής στα δικά τους παιδικά χρόνια, με τον Λουκιανό. Εξάλλου τα δικά του τραγούδια, πολλές φορές ασφυκτιούσαν στα ρεφρέν και έλεγαν πολλά -χωρίς να προσπαθούν με το στανιό να τα πουν όλα- ή θύμιζαν μπαλάντες -όχι έντεχνες, αλλά με την έννοια ότι διηγούνταν μια ιστορία. Καλή ώρα, όπως στο κομμάτι «Πού βαδίζουμε, κύριοι», που θυμίζει λίγο τις σχέσεις στον μικρόκοσμο μιας (οποιασδήποτε) αριστερής οργάνωσης.

Κάποτε η ΚΝΕ τον κάλεσε στο Φεστιβάλ, στο πλαίσιο αφιερώματος σε δυο εμβληματικούς και στρατευμένους δίσκους του: τα «Μικροαστικά» και τα «Απλά μαθήματα Πολιτικής Οικονομίας», που ακούγονται μέχρι σήμερα σε συγκεντρώσεις από τα μεγάφωνα. Το αφιέρωμα, όμως, δε σημαίνει πως του έβαλε χρονικό ταβάνι και απέρριπτε τα υπόλοιπα, λες και μιλάμε για την τομή στο έργο του και για τον νεαρό Μαρξ -που οι αλτουσεριανοί τον λένε χεγκελιανό ιδεαλιστή.

Ο Λουκιανός ήταν ώριμο τέκνο της Μεταπολίτευσης, έκανε ψαγμένο «χαβαλέ», με κοινωνικό - πολιτικό προβληματισμό, που διαφαινόταν στο βάθος, όπως στο περίφημο «Ματς», όπου δονείται από τη φωνή του Διακογιάννη, χορεύει στο ταψί με τους ζουλού της φυλής του ποδοσφαίρου, αλλά κάνει την ανατροπή στις καθυστερήσεις: όποιος γνωρίζει τι φταίει για όλα αυτά, ας μου εξηγήσει μετά.

Ο Λουκιανός ήταν αυτό που φαίνεται στο μπλουζάκι, που πωλούνταν στην είσοδο του θεάτρου. Ούτε μια άσπρη τρίχα στην ψυχή του -και ας ασπρίσαν από νωρίς τα ωραία του μαλλιά, που δεν έκοψε ποτέ, ως γνήσιος καμικάζι. Και ένα σφυροδρέπανο -γαλάζιο έστω για το Εσωτερικού, πατρίδα μας γλυκιά- να αχνοφαίνεται στην άκρη, χωρίς να βαραίνει το σύνολο.


Ή έστω αυτό που καταλάβαινε ο θεατής από τη συλλεκτική συζήτηση με τον Ραφαηλίδη, στα πρώτα χρόνια της ιδιωτικής τηλεόρασης, που κυλούσε με εντυπωσιακά διαφορετικούς ρυθμούς, χωρίς πολλές διακοπές στη ροή του λόγου -και δεν εννοώ μόνο από διαφημίσεις. Ο Ράφα στην αρχή μιλάει κάνα τρίλεπτο, χωρίς να έχει δώσει καν τον λόγο στον καλεσμένο του, κάνει ερωτήσεις - τοποθέτηση που είναι μεγαλύτερης διάρκειας απ’ την απάντηση, ενώ ο Λούκι μοιάζει με αγχωμένο πρωτοετή φοιτητή, που έχει άποψη, αλλά την ντύνει με κάμποσα «ας πούμε» αμηχανίας και βιάζεται να κλείσει, γιατί δεν έχει συνηθίσει να μιλάει πολύ.

Φτάνοντας στο φινάλε, ας επιστρέψουμε στα παιδικά μας χρόνια και τα αρχικά ερωτήματα του κειμένου. 

Ήταν ή δεν ήταν υπαρκτός; Ασφαλώς και ήταν, αλλιώς όσοι τον έχασαν δε θα θρηνούσαν για κάτι ανύπαρκτο. Κι αυτό το ξέρουν καλά πχ όσοι έχουν δει το θεατρικό "Γάλα" με την Άννα Βαγενά, για μια οικογένεια από την πρώην ΕΣΣΔ και την προσαρμογή της στον "καπιταλιστικό παράδεισο".

Η Βαγενά βέβαια έδωσε μετά το '90 τη δική της απάντηση στο ερώτημα "για ποιαν Αριστερά". Πήγε με τον ΓΑΠ για να τα αλλάξει όλα, βγήκε βουλευτής με τον ΣΥΡΙΖΑ προ και μετά μνημονίων και τώρα στήριξε Κασσελάκη, καταλήγοντας βασικά στο "για καμία Αριστερά". (Ο οποίος Στέφανος ήταν εκεί, σαν γνήσιος μαϊντανός, πρόθυμος να σκεπάσει τα πάντα επικοινωνιακά. Κι όπως είπε ένας φίλος Αναμετρητής, "απόψε θάβουμε το ΚΚΕ εσωτερικού...". Κι αν γίνει η Αναμέτρηση το νέο Εσ. - λέω εγώ τώρα...;). 

Ίσως όμως και ο Λουκιανός να μην ήταν πολύ μακριά πολιτικά -πχ από τη ΔΗΜΑΡ του Κουβέλη.

Παρόλα αυτά, η τελική απάντηση στο ερώτημα "για ποιον Λουκιανό" παραμένει η ίδια. Με τον όλο Λουκιανό, όψιμο και ώριμο, πολιτικό και χαβαλετζή, με τον αρχηγό των μαύρων σκυλιών που ήταν λίγο κόκκινος, με τον μοναχικό καουμπόι που έπαιζε για τις μάζες.

Και αν τώρα στον επίλογο δε βρίσκω...

Τι να σου πω (3), που να μην το έχει πει κανένας σε κανέναν...

Αρκούν και τα απλά. Σε ευχαριστώ Λουκιανέ. Έχει μεγαλύτερη αξία όταν το λένε χιλιάδες στόματα μαζί...