Πέμπτη 20 Ιουνίου 2024

Μπάλα είναι και σαπίζει

Σκόρπιες σημειώσεις και ιστορίες για την Ευρώπη και το ποδόσφαιρο

Λένε πως η ιστορία των EURO είναι η ιστορία της Ευρώπης -ή ένας γλαφυρός καθρέφτης της, που μπορεί να μας πει πολλά για αυτήν.


Η σύγχρονη ιστορία των EURO αρχίζει όταν εγκαταλείπεται το μοντέλο των Φάιναλ Φορ και διευρύνονται οι ομάδες της τελικής φάσης. Και σίγουρα στη δεκαετία του '90, όταν διαλύονται μεγάλες παραδοσιακές δυνάμεις του αθλήματος και πρωταθλήτριες χώρες. Η Σαβιέτσκι Σαγιούζ είναι το πιο σταθερό σημείο στο πρώτο μισό αυτής της διαδρομής, με τις περισσότερες παρουσίες από κάθε άλλον σε τελικούς EURO (τέσσερις συνολικά), ενώ ακόμα και οι αποτυχίες της γράφουν ιστορία.

Το ’88 η Σοβιετία του Λομπανόφσκι είναι η καλύτερη ομάδα, αλλά χάνει με εντυπωσιακό τρόπο από τους Ολλανδούς και ένα άρρωστο γκολ του Βαν Μπάστεν, που λένε πως σούταρε έτσι, γιατί ήταν τραυματίας και δεν μπορούσε να το κάνει αλλιώς.
Το ’64 στη Μαδρίτη, η παρουσία της κόκκινης αρμάδας στη Μαδρίτη του Φράνκο δίνει την ευκαιρία για συμβολική αντίσταση στις κερκίδες, σε όσους ασφυκτιούν και κρύβονται. Ενώ τέσσερα χρόνια πριν, ο δικτάτορας caudillo προτίμησε να αποσύρει τη roja -την εθνική του δηλαδή- από το να ρισκάρει μια ήττα εντός έδρας από τους (άλλους) κόκκινους και μια συμβολική ταπείνωση σε αθλητικό επίπεδο.

Το ’80 η ΕΣΣΔ αποκλείεται στον όμιλο των προκριματικών, από τον οποίο προκρίνεται η Ελλάδα για πρώτη φορά στα τελικά του Κυπέλλου Εθνών -όπως λεγόταν τότε. Κι οι οιωνοί θα συνεχιστούν και μετά την αντεπανάσταση για τη γεωγραφική πατρίδα μας. Το ’04 η Ρωσία είναι η μόνη ομάδα που νικά τη μετέπειτα πρωταθλήτρια Ευρώπης, στην πιο γλυκιά ήττα της ιστορίας της. Και το ’12 η Ελλάδα του Σάντος νικάει στον τελευταίο αγώνα του ομίλου τους Ρώσους και προκρίνεται για τελευταία φορά στα νοκ-άουτ, όπου περιμένει η Γερμανία. Μια διοργάνωση ανάμεσα στις δύο κάλπες του ’12, όπου το αριστεροχώρι πίστευε πως τα αντιμνημονιακά όνειρα θα έπαιρναν εκδίκηση, ενώ οι φιλελέδες σήκωναν πανό στα γήπεδα «last trip before Tsipras»...

Η διαδρομή των EURO στον αιώνα μας είναι μια ποδοσφαιρική εκδοχή των PIGS και της περιβόητης συμμαχίας του Νότου. Ελλάδα, Ισπανία δυο φορές, Πορτογαλία, Ιταλία. Αν και πιο εμβληματική στιγμή των φρατέλων ήταν ο ημιτελικός του ’12 και η τελευταία ραψωδία του Μπαλοτέλι, ενώπιον της φίλαθλης Μέρκελ. Άλλη μια φορά που οι Ιταλοί νίκησαν τους Γερμανούς στον ημιτελικό και έφτασαν άδειοι στον τελικό, για να χάσουν εμφατικά με τεσσάρα.

Οι εθνικές διοργανώσεις -πόσο μάλλον το πάλαι ποτέ "Κύπελλο Εθνών"- προσφέρονται για τέτοιους πολιτικούς συνειρμούς και την έξαρση των επιμέρους εθνικισμών. Κι ας μην ξεχνάμε πως «ναζί» είναι το «χαϊδευτικό» των εθνικιστών (nazionalisten) -που σημαίνει ότι και αν τους αποδομήσεις, μπορείς να τους ξαναφτιάξεις με το ίδιο ακριβώς υλικό. Οι εθνικοί ανταγωνισμοί σκίζουν το υφαντό της «ενωμένης Ευρώπης». Ο εθνικισμός είναι όμως μόνο η μία όψη του νομίσματος. Στην άλλη όψη μάς περιμένει ο «κοσμοπολιτισμός» των αποικιακών δυνάμεων και η πολυεθνική «κουλτούρα της ανοχής» για τους «άριστους μετανάστες» με το πλούσιο ταλέντο που φέρνει κέρδη στη μητρόπολη. Πίσω απ’ το σαξές στόρι κάθε δικού μας Γιάννη, κρύβουν μια εκατόμβη συντριμμένων ζωών και ονείρων που βούλιαξαν στη Μεσόγειο -και κάθε μέρα στη στεριά για τους διασωθέντες.

Το EURO είναι ένα μικρό Μουντιάλ, λένε. Ναι αλλά χωρίς αλατοπίπερο. Μπορεί η Λατινική Αμερική να μην είναι η δύναμη που ήταν κάποτε, να μην κερδίζει τους ίδιους τίτλους, να μην είναι καν ο αδύναμος κρίκος της αλυσίδας όπως ελπίζαμε κάποτε, είναι όμως διαχρονική αδυναμία πολλών φιλάθλων και καρδιά ενός άκαρδου κόσμου, του επαγγελματικού αθλητισμού.

Ναι αλλά είναι και μια διοργάνωση χωρίς Καταρ-αμένους διοργανωτές, εκατόμβες νεκρών και περιστολή δικαιωμάτων. Απλώς η οικοδέσποινα απαγορεύει την είσοδο σε πολιτικούς της απαρασκείας της (Βαρουφάκης), δεν καλοβλέπει κάποια σύμβολα, πχ τα παλαιστινιακά λάβαρα, ή τις περίεργες δηλώσεις που διώχνουν τους χορηγούς, και υπερασπίζεται σθεναρά το No Politica, όταν βρίζουν τη Σερβία παρέα Αλβανοί και Κροάτες -ο αθλητισμός ενώνει.

Τι λέγαμε, όμως; Α, ναι. UEFA cares about football. Όχι σαν τους κακούς της European Super League, που σκέφτονται μόνο το κέρδος. Η ΟΥΕΦΑ σκέφτεται την απόλαυση του θεατή, με τους καλύτερους τρίτους των ομίλων -που κυνηγάν μεγάλα σκορ κόντρα σε αδιάφορες ομάδες-, με το ακατανόητο σύστημα στο διευρυμένο ΤσουΛου, τη μαγεία του Nations League -που ουδείς γνωρίζει γιατί υπάρχει- και με περισσότερα ματς μέχρι τελικής πτώσης. Χαρά στο κουράγιο των ψυχαναγκαστικών που κάθονται να τα δουν όλα. Μη μασάς, τα έχουν παίξει στο στοίχημα. Κι εσύ αναρωτιέσαι ποια αλλοτρίωση είναι χειρότερη. Να βλέπεις με πάθος κάτι που δεν αλλάζει στο παραμικρό τη ζωή σου; Ή να βλέπεις κάτι που δε σε ευχαριστεί καν, με την προσμονή ενός μικρού πιθανού κέρδους, που κατά κανόνα δεν έρχεται;

Τι θα κάνουμε στην κοινωνία του μέλλοντος με τους τζογαδόρους; Θα τους βάζουμε να βγάζουν αποδόσεις για την παγκόσμια επανάσταση και την απονέκρωση του κράτους. Όπως έβγαλε ο Βλαδίμηρος λίγους μήνες πριν την επανάσταση (εμείς οι παλιότεροι δε θα προλάβουμε να την ζήσουμε), πρόλαβε όμως να το διορθώσει στο live betting. Την έβλεπες να έρχεται, την έκανες; Και μην ξεχνάς, έχουμε αγώνες αύριο -όπως έλεγε κι ένα εκλογικό σύνθημα του κόμματος, με στοιχηματικά δάνεια.

Είναι λίγο απλουστευτικό, αλλά η ΕΕ είναι μια μορφή γερμανικής επικράτειας, ένα είδος Χανσεατικής Ένωσης. Όχι όμως χωρίς αντιθέσεις και συγκρούσεις -οι οποίες βρίσκουν μάλιστα έκφραση και στο χορτάρι. Όλοι μισούν τους Γερμανούς και όλα σχεδόν τα μεγάλα κλασικά ντέρμπι είναι εναντίον της.

Το Αγγλία-Γερμανία είναι κλασικό από το Μουντιάλ του ’66, με το γκολ-φάντασμα του Χαρστ που πλανάται πάνω από την Ευρώπη και τον Σοβιετικό επόπτη που το μέτρησε, πολύ πριν το ’90, με το φάουλ που χτύπησε στο τείχος (του Βερολίνου) και κρέμασε τον γερο-Σίλτον, για να καταλήξει ο Λίνεκερ στο απόφθεγμα πως στο τέλος (της ιστορίας) νικάνε οι Γερμανοί -στα πέναλτι.
Το Ιταλία-Γερμανία έγινε κλασικό στο επόμενο Μουντιάλ, του Μεξικού, με ένα θρυλικό 4-3 στην παράταση, που δε θα το είχαμε δει ποτέ, αν υπήρχαν τότε ξαφνικοί θάνατοι, χρυσά γκολ, αργύρια και λοιπές πειραματικές επινοήσεις.
Το Γαλλία-Γερμανία ήταν καυτό ζευγάρι στη δεκαετία με τις βάτες, με την περμανάντ του Πλατινί και του χασάπη Σουμάχερ. Το Ολλανδία-Γερμανία έφτασε την ίδια περίπου περίοδο στη δική του κορύφωση, με τις καταπληκτικές φανέλες -τα ψυχεδελικά ρομβάκια της οράνιε (που είχε και η Σοβιετία) και η τεθλασμένη, πρισματική τριχρωμία για τα πάντσερ.

Το Αργεντινή-Γερμανία απογειώθηκε την ίδια δεκαετία, με το «Μουντιάλ της επανένωσης» (προσάρτησης) και τα δάκρυα του Ντιέγκο για τους Ιταλούς, την πούτα ΦΙΦΑ και τον σοσιαλισμό που γνωρίσαμε.
Το Ισπανία-Γερμανία είναι το ντέρμπι των σχολών που είναι πολυνίκεις του θεσμού και καθόρισαν την ποδοσφαιρική εξέλιξη στο πρώτο τέταρτο του αιώνα μας.
Και το Βραζιλία-Γερμανία δεν ερχόταν ποτέ σαν ζευγάρι μέχρι το γύρισμα του αιώνα, αλλά έδωσε έναν τελικό Μουντιάλ το ’02 και έναν ημιτελικό που θα τον μνημονεύουν και τον επόμενο αιώνα.
Ακόμα και το Γερμανία (ΓΛΔ)) vs (Δυτικής) Γερμανίας είναι κλασικό -το ’74, με το γκολ του Λαογερμανού Σπαρβάσερ και τους μύθους που το συνοδεύουν.

Στο τέλος όλοι προσπαθούν να νικήσουν τους Γερμανούς, όπως και αν τους αποκαλούν -Πρώσους, Τεντέσκους, Αλεμάνους κτλ. Και μένει αήττητος ο μύθος της άριστης γερμανικής οργάνωσης, του άτεγκτου κράτους που δεν αστειεύεται με κανέναν (ούτε με τη Ζίμενς) και των άκρως αποτελεσματικών μηχανισμών του. Η αστυνομία άφησε γαία πυρί μιχθήτω, καθολικούς με όρτοντοξ μπράδερς και μουσουλμάνους, να αλωνίζουν, να στήνουν ενέδρες θανάτου -δεν είναι εδώ Βαλκάνια σου το ’πα. Τον περασμένο μήνα, στο Φάιναλ Φορ του Βερολίνου, η έναρξη των ημιτελικών πήγε πίσω γιατί κινδύνευαν να ξεκινήσουν σε άδειες κερκίδες, τα μπουμπούκια της Κρβένα Ζβέζντα ήρθαν για ενισχύσεις στα ξύλα, οι οπαδοί της Φενέρ έστηναν υποδοχή στον Αταμάν κοκ. Φαντάσου να μην υπήρχε και οργάνωση...

Αυτά προφανώς δεν τα σημειώνω επιζητώντας (περισσότερο) ξύλο και κρατική βία. Η καταστολή δεν είναι ποτέ ζητούμενο ούτε λύση. Όσοι δεν το έχουν καταλάβει, αρκεί να δουν το ρεσιτάλ βίας και αστυνομικής παράνοιας που κόντεψε να τινάξει στον αέρα τον τελικό ΤσουΛου το ’22 (Ρεάλ-Λίβερπουλ). Η κρατική βία έχει πάντα ταξικό πρόσημο και στόχευση, αλλά συχνά πλήττει και «αδιακρίτως», προς γνώση και εμπέδωση του δόγματος «νόμος και τάξη».

Κι ενώ τα κόκαλα της Μάργκαρετ έχουν λιώσει στο μνήμα της -όπως εύχονταν διάφορα στιχάκια, τραγουδάκια και συνθήματα προς τιμήν της- αλλά θα λιώσει ποτέ η καραμέλα των θαυμαστών της για τον Θατσερισμό που χτύπησε τον χουλιγκανισμό και τη βία στα γήπεδα. Στην καλύτερη, αυτό που έκανε, ήταν να τους βάλει κάτω από το χαλάκι και να τους κρατήσει μακριά από τη βιτρίνα της Πρέμιερ Λιγκ. Αντικειμενικά κατάφερε να τους εξάγει μαζικά σαν ορδές βαρβάρων σε αγώνες αγγλικών συλλόγων ή της εθνικής τους στην Ευρώπη. Στη χειρότερη τους άφησε να αναπτύσσονται υπόγεια, να γίνουν η ανθρώπινη πρώτη ύλη για την άνοδο της ακροδεξιάς και του φασισμού, που πλανάται σαν απειλή πάνω από όλη τη σάπια, γηραιά ήπειρο. Το πιστοποίησαν κι οι τελευταίες ευρωεκλογές άλλωστε.

Ανεβαίνει ο φασισμός! Κοίτα να δεις τώρα. Ποιος να το έλεγε πως τα αντικομμουνιστικά μνημόνια ως επίσημη ιδεολογία, η θεωρία των άκρων, το ιστορικό φλερτ με τους νεοναζί, ο οργανωμένος ρατσισμός μιας περίκλειστης Ευρώπης-φρούριο, που βλέπει τους μετανάστες σαν ροές (και ψάχνει τεχνικές λύσεις, για να τις «βουλώσει»), η συνενοχή στη γενοκτονία στην Παλαιστίνη, κτλ, κτλ, θα έφερνε τέτοια αποτελέσματα...

Βγαίνουν οι γάλλοι διεθνείς, ο Μπαπές, ο μικρός Τουράμ (μεγαλώσαμε mariori μου) και άλλοι, κάνουν δηλώσεις, καλέσματα εναντίον της Λεπέν, Λαϊκά Μέτωπα με τον Μακρόν -που μας ταλαιπωρούν επί μακρόν και επαναλαμβάνονται σαν φάρσα λίγο πριν την τραγωδία- και ψήφο στη δεξιά (με μπόλικες αυταπάτες) για να μη βγει η ακροδεξιά. Χιλιο-χρεοκοπημένες συνταγές, σαν τις καμπάνιες της ΟΥΕΦΑ κατά του ρατσισμού. Τι μπορεί να πάει στραβά σε αυτό;

Κάποιοι γκρινιάζουν πως χάνονται οι εθνικές σχολές και τα σύνορα, μελαγχολούν για το ποδόσφαιρο που ομογενοποιείται. Δεν το φτιάχνουν πια όπως κάποτε, σκέφτεσαι μέσα σου κι απορείς πότε γέρασες τόσο. Η παρελθοντολογία είναι αβάσταχτη αλλά έχει μια δόση αλήθειας, έστω μισής -τα πιο ωραία ψέματα τα λέμε στον εαυτό μας. Αλλά αν θέλουμε να την πούμε ολόκληρη, αλλού πρέπει να σταθούμε.

Τη χαμένη γοητεία θα την βρούμε στον αντίποδα του μεγέθους που αυξάνεται. Το άθλημα γίνεται όλο και πιο επαγγελματικό, πουλάει την ψυχή του στον διάβολο του κέρδους και της σκοπιμότητας. Αυτό που χάνεται είναι το ανθρώπινο στοιχείο, το μαγικό, το απρόβλεπτο, που γεννά πάθος, έκσταση, αθλητική κατάνυξη. Χάνεται η προσωπικότητα των παικτών, η ελευθερία της έκφρασής τους εντός και εκτός γηπέδου. Οι σύγχρονοι παίκτες είναι επαγγελματίες αθλητές, ταχυδύναμοι υπεράνθρωποι, ρομπότ με σάρκα, αλλά χωρίς πολλά συναισθήματα -που πνίγονται στο χρήμα. Η αυτοθυσία μοιάζει με τρέλα, όταν ρισκάρεις καριέρες και συμβόλαια. Ο Μέσι είναι χίλιες φορές καλύτερος (επαγγελματίας) ποδοσφαιριστής από τον μακαρίτη Ντιέγκο, αλλά πολύ μικρότερη προσωπικότητα και μέγεθος εκτός αγωνιστικού χώρου -αυτό που μας μένει σε τελική ανάλυση.

Δεν είναι απλώς θέμα φυσικής κατάστασης και συστήματος που σκοτώνουν το θέαμα και την έμπνευση. Μια συλλογική οργάνωση μπορεί να αναδείξει την αξία κάθε μονάδας μέσα από το σύνολο, να μην την αθροίσει απλώς στις υπόλοιπες, αλλά να την αυξήσει εκθετικά, να σεβαστεί και να πλουτίζει από τα ατομικά χαρακτηριστικά κάθε παίκτη. Να βρίσκει την ομορφιά στη διαφορά και την πολυμορφία. Να αντιμετωπίζει σαν προστατευόμενο είδος τους αρτίστες, που σκέφτονται πρώτα το κοινό, όσους ζητάνε μια σπουδαία φάση εν είδει ελεημοσύνης (ζητιάνοι του καλού ποδοσφαίρου, όπως αυτοπροσδιοριζόταν και ο Γκαλεάνο), να μας δείξουν κάτι διαφορετικό και (γι’ αυτό) όμορφο.

Το ίδιο άγευστοι φαίνονται οι σύγχρονοι εκφωνητές, που περιγράφουν σα να εκτελούν ποινή. Διαθέτουν γνώσεις, άμεση πληροφόρηση από το διαδίκτυο, κάρτες με γραφικά και στατιστικά, αλλά δεν μπαίνουν ποτέ στο πνεύμα του αγώνα -για να βάλουν και τον θεατή. Δεν πίστευα ποτέ πως θα με έπιανε νοσταλγία για τα βύσματα της ΕΡΤ, τις κλαδικές του ΠΑΣΟΚ στη Μεσογείων, τους άσχετους που δεν πετύχαιναν παίκτη στα δύο μέτρα, που τσίριζαν «γκολ! γκολ!» κάνα λεπτό, μέχρι να βρουν το όνομα του σκόρερ. Και όντως, δε με πιάνει. Μου λείπει όμως η γραφικότητά τους, που έδινε στίγμα και τους ξεχώριζε από τον μέσο όρο, τους έκανε αναγνωρίσιμους. Μου λείπει το ιδιαίτερο ηχόχρωμα που έδινε χρώμα και στις ασπρόμαυρες οθόνες. Μπορούσες να το μισήσεις, να το σιχαθείς ή να το συνηθίσεις και να το αγαπήσεις, δε θα σου περνούσε όμως αδιάφορο. Από την άλλη, μπορεί να μου λείπει απλώς η ηλικία που είχα, όταν τους άκουγα.

Πλέον μου φαίνεται τρομερή αγγαρεία να δω έναν ολόκληρο ποδοσφαιρικό αγώνα. Δεν έχω δει ούτε ένα ματς, ενώ κάποτε δεν έχανα κανένα. Μοιάζουν όλα βαρετά και ανούσια, σαν τη μίζερη ζωή μας, είτε κυλάνε αργά -σαν στάσιμα- είτε τσουλάνε γρήγορα, σα να βιάζονται να τελειώσουν. 

Μα η ζωή προχωρά καλπάζοντας χωρίς να κοιτά τη δική μας μελαγχολία...


Κι όμως, όσα δε φέρνει ο χρόνος τα φέρνει η στιγμή. Ο ιστορικός χρόνος πυκνώνει, βγάζει ευκαιρίες, ωραίες φάσεις, επικίνδυνες καταστάσεις (για το σύστημα και τον ταξικό εχθρό). 
Και δεν υπάρχει καλύτερος ορισμός της επαναστατικής κατάστασης από ένα γήπεδο κατηφορικό σαν το Ριαθόρ ή μια μπάλα στρωμένη στην κενή εστία. Η μπάλα ψάχνει ένα φύσημα για να μπει στα δίχτυα και η εξουσία κυκλοφορεί πηχτή στους δρόμους, περιμένοντας να την αδράξουμε. Και στο τέλος νικάνε οι λαοί -χωρίς πέναλτι...

Μπάλα είναι και γυρίζει. Σαν τον τροχό της ιστορίας. Ή σαν τον μπάφο -να γυρνάει παιδιά. Η μπάλα είναι το δημοφιλέστερο μαλακό όπιο του λαού. Παυσίπονο για την ατέλειωτη κοιλάδα των δακρύων, για να μην πονάς, να χάνεις τις αισθήσεις και τη συνείδησή σου, αποκούμπι για κάθε προλετάριο που γίνεται λούμπεν, αφήνοντας την κρίση του στην είσοδο, όπου ελέγχουν τα προσωπικά του αντικείμενα.

Κι είναι πάντα ζήτημα αν μπορείς να κάνεις παρέμβαση στους αφιονισμένους. Αν αυτή έχει ουσία ή χαμηλό συμβολικό ταβάνι, με αντίφα πρόσημο -σε έναν χώρο όπου βρίσκει συχνά χώρο το φίδι να εκκολαφθεί. Κι όμως, είναι εντελώς βέβαιο πως όταν γίνουμε πραγματικά δυνατοί κι επικίνδυνοι, θα αποκτήσουμε ντε φάκτο επιρροή και ακροατήριο σε αυτόν τον κόσμο. Τον ξένο, τον αλλότριο, που μπορεί όμως να γίνει υλικό για να χτίσουμε έναν άλλο, δικό μας, όπως τον θέλουμε και τον ονειρευόμαστε. Αρκεί να νικήσουμε τη βαθιά του αλλοτρίωση και να τον πείσουμε ότι δεν είναι δύσκολο να φανταστεί έναν κόσμο χωρίς τζόγο, τσουλού, μεταγραφές, ήρωες και ομαδάρες. Το πιο δύσκολο -σαν πρόκληση- είναι να φανταστεί και να φτιάξει έναν κόσμο χωρίς αφεντικά (στους συλλόγους και γενικώς) και χρήμα που να λερώνει τις φανέλες και το αποκούμπι του.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΚΑΝΟΝΕΣ ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΥ

Η κε του μπλοκ είναι ανοιχτή σε κάθε σχόλιο που προσπαθεί να προσθέσει κάτι στην πολιτική συζήτηση
Αρκεί να έχει κάποιο διακριτό ψευδώνυμο ως υπογραφή.