Πότε καταλαβαίνεις ότι έχεις πιάσει πάτο σε αυτή τη ζωή;
Όταν μπλέξεις με το δημόσιο. Που δεν είναι δημόσιο γιατί είναι κράτος. Και η δουλειά του δεν είναι γενικά το κοινό καλό (πού το ’δατε αυτό γραμμένο; Α, ναι, στο Σύνταγμα. Καλά, ντάξει...) αλλά η εξουσία των ισχυρών που υπηρετεί. Κι αν έχεις διαβάσει Βλαδίμηρο στα νιάτα σου, δύο κάπα και ένα ε, Κράτος Και Επανάσταση, στο πρώτο σου το γάλα, και δεν κατάλαβες τι είναι το κράτος και αναμασάς τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα για τις καλές εθνικοποιήσεις, πρέπει να γυρίσεις πίσω στα βασικά, στην κομμουνιστική αλφαβήτα -έστω από το αναγνωστικό των Μπουχάριν, Πρεομπραζένσκι-, γιατί πιάστηκε μαρξιστικά αναλφάβητος που έλεγε η Αλέκα. Και δε χρειάζεται να ’σαι ο Κύρος (Γρανάζης), για να καταλάβεις πάνω στην πυρά πόσο δίκιο είχε και πως χωρίς επαναστατική θεωρία, γρανάζι δε γυρνά. Α for Αλέκα, B for Βλαδίμηρος, ΑΒ, και του Πούτιν η διεθνής -όπως λέμε και του πουλιού το γάλα.
Τι λέγαμε όμως; Α ναι, για τον πάτο και την ξεφτίλα.
Ξεφτίλα είναι να πασχίζεις να πάρεις, μετά κόπων και βασάνων, ένα πτυχίο και να μην μπορείς να δουλέψεις στο αντικείμενό σου, όχι γιατί δεν υπάρχουν κενά αλλά γιατί δε γίνονται προσλήψεις. Κι όταν βγουν θέσεις, να αρχίζει ο κανιβαλισμός, ποιος θα προλάβει να κάτσει, σαν τις μουσικές καρέκλες, αλλά χωρίς παιχνίδι, σκέτος αγώνας επιβίωσης, όπως στα squid games.
Κι αν τελικά βγουν, να σου λένε πως δε φτάνει το πτυχίο σου, είναι επισήμως κουρελόχαρτο για λαδόκολλα, και ότι πρέπει να δώσεις ΑΣΕΠ, να διαγωνιστείς για τις γνώσεις σου στο αντικείμενο, αν ξέρεις να συσχετίζεις τα σταφύλια με ένα τσαμπί γάντια ή ένα κασκόλ, τεστάκια νοημοσύνης που υποτιμούν τη νοημοσύνη σου. Ή να βρίσκεις το σωστό σχήμα, όπως παλιά στα περιοδικά με τα σταυρόλεξα, αλλά η σκιαγράμμιση είχε φτάσει ως μουτζούρα σε κάποια εξεταστικά, και είχαν δοθεί διευκρινίσεις κατόπιν εορτής, οπότε ακυρώθηκαν για λόγους ισοτιμίας. Οργάνωση και υπευθυνότητα, πάνω από όλα.
Κι αν μπεις μετά να κάνεις την αίτηση, σου βγαίνει η πίστη του άπιστου, γιατί σέρνεται το σύστημα και πέφτει, ανατροπή σε συνθήκες κατάρρευσης νεύρων, επιτρέπεται να πέσεις, επιβάλλεται να σηκωθείς, κατά τα ξημερώματα που δεν μπαίνει πολύς κόσμος και κάνεις τη δουλειά σου.
Το σύστημα σέρνεται σαν το ηθικό μας, μια ζωή στο έρπειν, έρπεα πτερόεντα που δεν κάνουν ποτέ την επουράνια έφοδο και μια ωραία ιστορία αλλά δεν έχει δρακογενιά και κόμμα να την γράψουν. Αλλά εμείς θα την φτιάξουμε την οργάνωση -ακόμα και στους επιτυχόντες του ΑΣΕΠ- χαμένε, διότι τίποτα δεν πάει χαμένο, όταν οργανώνεται για να νικήσει. Διαγωνιστείτε -μας λέγανε-, θα δείτε μια νέα, «ψηφιακή Ελλάδα» -μας λέγανε. Ελλάδα 2-0, νικήσαμε χωρίς αντίπαλο, άνευ αγώνα, αλλά χωρίς αγώνα δε χαρίζεται τίποτα, απλώς δεν ξέρεις ποιον παλεύεις να νικήσεις. Α, ναι. Το τέρας της γραφειοκρατίας.
Πίνεις το πικρό ποτήρι ως τον πάτο, σταγόνα-σταγόνα, για να τελειώσει το μαρτύριο της αίτησης και να πάρει σειρά το επόμενο. Αναμονή, υπομονή, μην είστε τόσο βιαστικοί, γιατί τέτοια πιλάλα; Πίνακες, προσωρινά αποτελέσματα, αλλά η επισφάλεια είναι μόνιμη, λίγη ακόμα αναμονή. Οι συνθήκες ωρίμασαν, η προκήρυξη πάλι όχι, εμείς σαπίζουμε και βράζουμε στο ζουμί μας, και λιώνουν τα νιάτα μας -τα ποια;- στην ανεργία.
Αλλά ο αναμένων νικά, την επόμενη φορά θα είσαι μέσα, βγαίνει από μέρα σε μέρα η ανακοίνωση, να την πετιέται. Α, όχι, είναι για τον επόμενο διαγωνισμό του ΑΣΕΠ, που ακυρώνει την επιτυχία στον πρώτο. Οι διαδικασίες επισπεύδονται, τα φροντιστήρια πιέζουν, διαφημίζουν νέα τμήματα -κλέφτες να γίνουν δηλαδή; Τι να κάνει και το κράτος, να κάτσει να προσλάβει;
Ας περιμένουν οι επιτυχόντες. Σαξές στόρι και μαλακίες. Ας ξαναδώσουν στον επόμενο διαγωνισμό, τόσα κορόιδα υπάρχουν -και βασικά, τόση απελπισία. Τι θέλουν δηλαδή; Να γίνουν κρατικοδίαιτοι -σαν τους εργολάβους και τα μονοπώλια; Ασφάλεια, μονιμότητα και βόλεμα; Μια σίγουρη βάση να πατήσουν στα πόδια τους, να ανοίξουν σπίτι, οικογένεια, να κάνουν σχέδια και άλλα τέτοια μικροαστικά;
Δεν κάνουν καλύτερα κάνα παιδί, να λύσουν το πρόβλημα της υπογεννητικότητας; Και ας μην κάνουν όνειρα τρελά -με Δάκη, θωρακισμένη Μερσεντές και δέκα φέτες τοστ. Ας γίνουν επιτέλους ευέλικτοι, ανοιχτοί στις προκλήσεις της αγοράς, της ανοιχτής κοινωνίας. Και ας πάψουν να πιστεύουν τον πρώτο κυβερνώντα που εξαγγέλλει θέσεις. Η ελπίδα είναι το βασικό συστατικό της απελπισίας. Χωρίς αυτήν, θα ήμασταν όλοι ελεύθεροι -διαβάστε λίγο Καζαντζάκη, να ξεστραβωθείτε.
Βγαίνει στο ενδιάμεσο η προκήρυξη 8Κ, ο δεύτερος γύρος με τα δικαιολογητικά -δεν είναι ο τελικός- και την επίκληση του μητρώου, που είναι καθαρό από δοσοληψίες με το δημόσιο και μόρια προϋπηρεσίας (στον ιδιωτικό τομέα δε μετράει τι έκανες). Μπαίνεις να ενημερώσεις το μητρώο, κολλάει η σελίδα του ΑΣΕΠ -έτσι για αλλαγή-, αρχίζεις να βλέπεις κύκλους, βλέπεις τον κέρσορα να εξαφανίζεται, να γίνεται φαύλος κύκλος, να γυρνάει χωρίς σκοπό, η στρογγυλοποίηση των πάντων, περίπου δουλειά, περίπου ζωή, όλα είναι κύκλος.
Μην το βλέπεις έτσι, η ζωή εξελίσσεται διαλεκτικά, με σπείρες και συμμορίες, επιστρέφουμε στην αφετηρία -σαν τη Μονόπολη- αλλά σε ένα ανώτερο επίπεδο (για τα κέρδη των άλλων) ή σε κατώτερο, σαν την αρνητική διαλεκτική του Αντόρνο, αναλόγως την ταξική σκοπιά, γιατί δε σε αφήνει να αποθηκεύσεις τις αλλαγές και πάλι από την αρχή, σαν τον σύντροφο Σίσυφο -μια συλλαβή μας χωρίζει. Βράχο, βράχο τον καημό μας...
Κι εκεί καταλαβαίνεις πως αυτό είναι το νόημα αυτής της φάσης, μια γελοία, ευτελής διαδικασία, που σε γελοιοποιεί και σε ξεφτιλίζει σαν άνθρωπο, σαν έλλογο υποκείμενο, σε κάνει να νιώθεις μαλάκας, κατώτερος, να ανακαλύπτεις το νόημα της ξεφτίλας, και αυτός είναι ο βασικός της στόχος. Αν μάθεις να τα λούζεσαι όλα αυτά, δε θα αντιδράσεις ποτέ, μπορείς να υποστείς τα πάντα, να σκύβεις στωικά το κεφάλι, να κατηγορείς τον εαυτό σου για όσα σου συμβαίνουν, και έτσι σκυφτός, θα βλέπεις μονάχα προς τα κάτω, τη μικρή εικόνα, τι είναι κάτω από τον πάτο και πώς θα το ανακαλύψεις, πώς μπορείς να συρθείς καλύτερα, με «ευνοϊκούς όρους», να διαχειρίζεσαι την ξεφτίλα, να κάνεις κρεμαστάρια τις επουράνιες εφόδους και άλλες τέτοιες θρησκευτικές ανησυχίες.
Γιατί αλλιώς μπορεί να καταλάβεις.
Ότι είναι ξεφτίλα να έχεις προσόντα, κλίσεις, ικανότητες -όπως καθένας από εμάς- αλλά να μη βρίσκεις δουλειά, να πρέπει να τα περιφέρεις στο μισθωτό σκλαβοπάζαρο για να τα πουλήσεις, να κρίνεσαι κυρίως από τη δεξιότητά σου να προωθείς τον εαυτό σου στην αγορά, από το πόσο καλός είσαι στην εκπόρνευση της εργατικής σου δύναμης.
Ότι είναι ξεφτίλα όλη αυτή η ταλαιπωρία, να τρως στη μάπα την αδιαφορία του κράτους, και από πάνω να ακούς πληρωμένους επαίνους για την ψηφιακή Ελλάδα, τη διοικητική μεταρρύθμιση του Πιερρακάκη, που μας έβαλε στη νέα εποχή, άλλαξε ριζικά το τοπίο και τα έκανε όλα αυτόματα -εκτός από τις αιτήσεις και το μητρώο.
Ότι είναι ντροπή -και ντρέπομαι- τα αήττητα στερεότυπα για τους δημόσιους υπαλλήλους, τους βολεμένους, τους ανεύθυνους, τους πήξε-δείξε, την αιτία της κρίσης και του κακού, που ροκανίζουν τα λεφτά του φορολογούμενου. Ενώ στην πράξη παίρνουν λιγότερα από ό,τι 15 χρόνια πριν (και αυτά επί 12, χωρίς δώρα), χωρίς να υπολογίζουμε την ακρίβεια που θερίζει, και τις θέσεις που χηρεύουν γιατί πχ κανείς μηχανικός δεν είναι τόσο απελπισμένος για να πάει στο δημόσιο -κι ας έμεινε άνεργος στα χρόνια της κρίσης, που κακομελέτα και ξανάρχεται.
Ότι είναι ξεφτίλα να μας υψώνουν το δάχτυλο τα κρατικοδίαιτα κανάλια και η κυβέρνηση με τις στρατιές των μετακλητών, βάζοντας τώρα στόχο την άρση της μονιμότητας, για να μας γυρίσουν στον 19ο αιώνα. Ότι είναι ντροπή να μιλάνε για αξιολόγηση οι κρατούντες που υποβάλλουν σε τόσα μαρτύρια υποψήφιους υπαλλήλους και δεν μπορούν να κάνουν έναν σοβαρό διαγωνισμό -η αξιοπιστία δεν μπαίνει καν στη συζήτηση.
Ότι είναι ντροπή να επικαλούνται τον κανόνα 1 προς 1, που ισχύει γενικά για το δημόσιο ως σύνολο, αλλά αφήνει νοσοκομεία και σχολεία να ρημάζουν. Κι εσύ νιώθεις σαν τον Καλογερόπουλο στο «μάθε παιδί μου γράμματα», στην έκθεση που έγραφε για τον τόπο του, ο οποίος παράγει μαζικά (και αποκλειστικά) παπάδες -και μπάτσους, περιπολικά κοκ.
Ότι είναι ξεφτίλα να επιχειρούν οργανωμένα να μετακυλήσουν την ευθύνη, ότι όλοι φταίμε για αυτή την κατάσταση, κι ο καθένας προσωπικά που δε βρίσκει δουλειά, δεν είναι αρκετά ικανός και ευέλικτος. Κι αν δεν έχεις τα εργαλεία να αναλύσεις θεωρητικά την πραγματικότητα, τα χάφτεις όλα αυτά, τα εσωτερικεύεις και τρέχεις σαν τον Βέγγο στις ταινίες του -στη ζωή ήξερε ποιος και τι φταίει-, να κυνηγάς την καλή, δηλαδή μια θεσούλα, δηλαδή κάτι ψίχουλα ή κοκαλάκια, σαν καλό και υπάκουο κυνηγόσκυλο, που γεμίζει σάλια την εξουσία και δεν ξέρει γιατί δε βρίσκει παρά μόνο νέους πάτους στο βαρέλι και πώς έφτασε να κυνηγά την ουρά του αντί για την ευτυχία ή -έστω- την αξιοπρέπεια.