Τρίτη 27 Μαΐου 2025

Κυνήγι ξεφτίλας - Ας περιμένουν οι επιτυχόντες

Πότε καταλαβαίνεις ότι έχεις πιάσει πάτο σε αυτή τη ζωή;

Όταν μπλέξεις με το δημόσιο. Που δεν είναι δημόσιο γιατί είναι κράτος. Και η δουλειά του δεν είναι γενικά το κοινό καλό (πού το ’δατε αυτό γραμμένο; Α, ναι, στο Σύνταγμα. Καλά, ντάξει...) αλλά η εξουσία των ισχυρών που υπηρετεί. Κι αν έχεις διαβάσει Βλαδίμηρο στα νιάτα σου, δύο κάπα και ένα ε, Κράτος Και Επανάσταση, στο πρώτο σου το γάλα, και δεν κατάλαβες τι είναι το κράτος και αναμασάς τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα για τις καλές εθνικοποιήσεις, πρέπει να γυρίσεις πίσω στα βασικά, στην κομμουνιστική αλφαβήτα -έστω από το αναγνωστικό των Μπουχάριν, Πρεομπραζένσκι-, γιατί πιάστηκε μαρξιστικά αναλφάβητος που έλεγε η Αλέκα. Και δε χρειάζεται να ’σαι ο Κύρος (Γρανάζης), για να καταλάβεις πάνω στην πυρά πόσο δίκιο είχε και πως χωρίς επαναστατική θεωρία, γρανάζι δε γυρνά. Α for Αλέκα, B for Βλαδίμηρος, ΑΒ, και του Πούτιν η διεθνής -όπως λέμε και του πουλιού το γάλα.

Τι λέγαμε όμως; Α ναι, για τον πάτο και την ξεφτίλα.


Ξεφτίλα είναι να πασχίζεις να πάρεις, μετά κόπων και βασάνων, ένα πτυχίο και να μην μπορείς να δουλέψεις στο αντικείμενό σου, όχι γιατί δεν υπάρχουν κενά αλλά γιατί δε γίνονται προσλήψεις. Κι όταν βγουν θέσεις, να αρχίζει ο κανιβαλισμός, ποιος θα προλάβει να κάτσει, σαν τις μουσικές καρέκλες, αλλά χωρίς παιχνίδι, σκέτος αγώνας επιβίωσης, όπως στα squid games.

Κι αν τελικά βγουν, να σου λένε πως δε φτάνει το πτυχίο σου, είναι επισήμως κουρελόχαρτο για λαδόκολλα, και ότι πρέπει να δώσεις ΑΣΕΠ, να διαγωνιστείς για τις γνώσεις σου στο αντικείμενο, αν ξέρεις να συσχετίζεις τα σταφύλια με ένα τσαμπί γάντια ή ένα κασκόλ, τεστάκια νοημοσύνης που υποτιμούν τη νοημοσύνη σου. Ή να βρίσκεις το σωστό σχήμα, όπως παλιά στα περιοδικά με τα σταυρόλεξα, αλλά η σκιαγράμμιση είχε φτάσει ως μουτζούρα σε κάποια εξεταστικά, και είχαν δοθεί διευκρινίσεις κατόπιν εορτής, οπότε ακυρώθηκαν για λόγους ισοτιμίας. Οργάνωση και υπευθυνότητα, πάνω από όλα.

Κι αν μπεις μετά να κάνεις την αίτηση, σου βγαίνει η πίστη του άπιστου, γιατί σέρνεται το σύστημα και πέφτει, ανατροπή σε συνθήκες κατάρρευσης νεύρων, επιτρέπεται να πέσεις, επιβάλλεται να σηκωθείς, κατά τα ξημερώματα που δεν μπαίνει πολύς κόσμος και κάνεις τη δουλειά σου.

Το σύστημα σέρνεται σαν το ηθικό μας, μια ζωή στο έρπειν, έρπεα πτερόεντα που δεν κάνουν ποτέ την επουράνια έφοδο και μια ωραία ιστορία αλλά δεν έχει δρακογενιά και κόμμα να την γράψουν. Αλλά εμείς θα την φτιάξουμε την οργάνωση -ακόμα και στους επιτυχόντες του ΑΣΕΠ- χαμένε, διότι τίποτα δεν πάει χαμένο, όταν οργανώνεται για να νικήσει. Διαγωνιστείτε -μας λέγανε-, θα δείτε μια νέα, «ψηφιακή Ελλάδα» -μας λέγανε. Ελλάδα 2-0, νικήσαμε χωρίς αντίπαλο, άνευ αγώνα, αλλά χωρίς αγώνα δε χαρίζεται τίποτα, απλώς δεν ξέρεις ποιον παλεύεις να νικήσεις. Α, ναι. Το τέρας της γραφειοκρατίας.

Πίνεις το πικρό ποτήρι ως τον πάτο, σταγόνα-σταγόνα, για να τελειώσει το μαρτύριο της αίτησης και να πάρει σειρά το επόμενο. Αναμονή, υπομονή, μην είστε τόσο βιαστικοί, γιατί τέτοια πιλάλα; Πίνακες, προσωρινά αποτελέσματα, αλλά η επισφάλεια είναι μόνιμη, λίγη ακόμα αναμονή. Οι συνθήκες ωρίμασαν, η προκήρυξη πάλι όχι, εμείς σαπίζουμε και βράζουμε στο ζουμί μας, και λιώνουν τα νιάτα μας -τα ποια;- στην ανεργία.

Αλλά ο αναμένων νικά, την επόμενη φορά θα είσαι μέσα, βγαίνει από μέρα σε μέρα η ανακοίνωση, να την πετιέται. Α, όχι, είναι για τον επόμενο διαγωνισμό του ΑΣΕΠ, που ακυρώνει την επιτυχία στον πρώτο. Οι διαδικασίες επισπεύδονται, τα φροντιστήρια πιέζουν, διαφημίζουν νέα τμήματα -κλέφτες να γίνουν δηλαδή; Τι να κάνει και το κράτος, να κάτσει να προσλάβει;

Ας περιμένουν οι επιτυχόντες. Σαξές στόρι και μαλακίες. Ας ξαναδώσουν στον επόμενο διαγωνισμό, τόσα κορόιδα υπάρχουν -και βασικά, τόση απελπισία. Τι θέλουν δηλαδή; Να γίνουν κρατικοδίαιτοι -σαν τους εργολάβους και τα μονοπώλια; Ασφάλεια, μονιμότητα και βόλεμα; Μια σίγουρη βάση να πατήσουν στα πόδια τους, να ανοίξουν σπίτι, οικογένεια, να κάνουν σχέδια και άλλα τέτοια μικροαστικά;

Δεν κάνουν καλύτερα κάνα παιδί, να λύσουν το πρόβλημα της υπογεννητικότητας; Και ας μην κάνουν όνειρα τρελά -με Δάκη, θωρακισμένη Μερσεντές και δέκα φέτες τοστ. Ας γίνουν επιτέλους ευέλικτοι, ανοιχτοί στις προκλήσεις της αγοράς, της ανοιχτής κοινωνίας. Και ας πάψουν να πιστεύουν τον πρώτο κυβερνώντα που εξαγγέλλει θέσεις. Η ελπίδα είναι το βασικό συστατικό της απελπισίας. Χωρίς αυτήν, θα ήμασταν όλοι ελεύθεροι -διαβάστε λίγο Καζαντζάκη, να ξεστραβωθείτε.

Βγαίνει στο ενδιάμεσο η προκήρυξη 8Κ, ο δεύτερος γύρος με τα δικαιολογητικά -δεν είναι ο τελικός- και την επίκληση του μητρώου, που είναι καθαρό από δοσοληψίες με το δημόσιο και μόρια προϋπηρεσίας (στον ιδιωτικό τομέα δε μετράει τι έκανες). Μπαίνεις να ενημερώσεις το μητρώο, κολλάει η σελίδα του ΑΣΕΠ -έτσι για αλλαγή-, αρχίζεις να βλέπεις κύκλους, βλέπεις τον κέρσορα να εξαφανίζεται, να γίνεται φαύλος κύκλος, να γυρνάει χωρίς σκοπό, η στρογγυλοποίηση των πάντων, περίπου δουλειά, περίπου ζωή, όλα είναι κύκλος.

Μην το βλέπεις έτσι, η ζωή εξελίσσεται διαλεκτικά, με σπείρες και συμμορίες, επιστρέφουμε στην αφετηρία -σαν τη Μονόπολη- αλλά σε ένα ανώτερο επίπεδο (για τα κέρδη των άλλων) ή σε κατώτερο, σαν την αρνητική διαλεκτική του Αντόρνο, αναλόγως την ταξική σκοπιά, γιατί δε σε αφήνει να αποθηκεύσεις τις αλλαγές και πάλι από την αρχή, σαν τον σύντροφο Σίσυφο -μια συλλαβή μας χωρίζει. Βράχο, βράχο τον καημό μας...

Κι εκεί καταλαβαίνεις πως αυτό είναι το νόημα αυτής της φάσης, μια γελοία, ευτελής διαδικασία, που σε γελοιοποιεί και σε ξεφτιλίζει σαν άνθρωπο, σαν έλλογο υποκείμενο, σε κάνει να νιώθεις μαλάκας, κατώτερος, να ανακαλύπτεις το νόημα της ξεφτίλας, και αυτός είναι ο βασικός της στόχος. Αν μάθεις να τα λούζεσαι όλα αυτά, δε θα αντιδράσεις ποτέ, μπορείς να υποστείς τα πάντα, να σκύβεις στωικά το κεφάλι, να κατηγορείς τον εαυτό σου για όσα σου συμβαίνουν, και έτσι σκυφτός, θα βλέπεις μονάχα προς τα κάτω, τη μικρή εικόνα, τι είναι κάτω από τον πάτο και πώς θα το ανακαλύψεις, πώς μπορείς να συρθείς καλύτερα, με «ευνοϊκούς όρους», να διαχειρίζεσαι την ξεφτίλα, να κάνεις κρεμαστάρια τις επουράνιες εφόδους και άλλες τέτοιες θρησκευτικές ανησυχίες.

Γιατί αλλιώς μπορεί να καταλάβεις.

Ότι είναι ξεφτίλα να έχεις προσόντα, κλίσεις, ικανότητες -όπως καθένας από εμάς- αλλά να μη βρίσκεις δουλειά, να πρέπει να τα περιφέρεις στο μισθωτό σκλαβοπάζαρο για να τα πουλήσεις, να κρίνεσαι κυρίως από τη δεξιότητά σου να προωθείς τον εαυτό σου στην αγορά, από το πόσο καλός είσαι στην εκπόρνευση της εργατικής σου δύναμης.

Ότι είναι ξεφτίλα όλη αυτή η ταλαιπωρία, να τρως στη μάπα την αδιαφορία του κράτους, και από πάνω να ακούς πληρωμένους επαίνους για την ψηφιακή Ελλάδα, τη διοικητική μεταρρύθμιση του Πιερρακάκη, που μας έβαλε στη νέα εποχή, άλλαξε ριζικά το τοπίο και τα έκανε όλα αυτόματα -εκτός από τις αιτήσεις και το μητρώο.

Ότι είναι ντροπή -και ντρέπομαι- τα αήττητα στερεότυπα για τους δημόσιους υπαλλήλους, τους βολεμένους, τους ανεύθυνους, τους πήξε-δείξε, την αιτία της κρίσης και του κακού, που ροκανίζουν τα λεφτά του φορολογούμενου. Ενώ στην πράξη παίρνουν λιγότερα από ό,τι 15 χρόνια πριν (και αυτά επί 12, χωρίς δώρα), χωρίς να υπολογίζουμε την ακρίβεια που θερίζει, και τις θέσεις που χηρεύουν γιατί πχ κανείς μηχανικός δεν είναι τόσο απελπισμένος για να πάει στο δημόσιο -κι ας έμεινε άνεργος στα χρόνια της κρίσης, που κακομελέτα και ξανάρχεται.

Ότι είναι ξεφτίλα να μας υψώνουν το δάχτυλο τα κρατικοδίαιτα κανάλια και η κυβέρνηση με τις στρατιές των μετακλητών, βάζοντας τώρα στόχο την άρση της μονιμότητας, για να μας γυρίσουν στον 19ο αιώνα. Ότι είναι ντροπή να μιλάνε για αξιολόγηση οι κρατούντες που υποβάλλουν σε τόσα μαρτύρια υποψήφιους υπαλλήλους και δεν μπορούν να κάνουν έναν σοβαρό διαγωνισμό -η αξιοπιστία δεν μπαίνει καν στη συζήτηση.

Ότι είναι ντροπή να επικαλούνται τον κανόνα 1 προς 1, που ισχύει γενικά για το δημόσιο ως σύνολο, αλλά αφήνει νοσοκομεία και σχολεία να ρημάζουν. Κι εσύ νιώθεις σαν τον Καλογερόπουλο στο «μάθε παιδί μου γράμματα», στην έκθεση που έγραφε για τον τόπο του, ο οποίος παράγει μαζικά (και αποκλειστικά) παπάδες -και μπάτσους, περιπολικά κοκ.

Ότι είναι ξεφτίλα να επιχειρούν οργανωμένα να μετακυλήσουν την ευθύνη, ότι όλοι φταίμε για αυτή την κατάσταση, κι ο καθένας προσωπικά που δε βρίσκει δουλειά, δεν είναι αρκετά ικανός και ευέλικτος. Κι αν δεν έχεις τα εργαλεία να αναλύσεις θεωρητικά την πραγματικότητα, τα χάφτεις όλα αυτά, τα εσωτερικεύεις και τρέχεις σαν τον Βέγγο στις ταινίες του -στη ζωή ήξερε ποιος και τι φταίει-, να κυνηγάς την καλή, δηλαδή μια θεσούλα, δηλαδή κάτι ψίχουλα ή κοκαλάκια, σαν καλό και υπάκουο κυνηγόσκυλο, που γεμίζει σάλια την εξουσία και δεν ξέρει γιατί δε βρίσκει παρά μόνο νέους πάτους στο βαρέλι και πώς έφτασε να κυνηγά την ουρά του αντί για την ευτυχία ή -έστω- την αξιοπρέπεια.

Δευτέρα 12 Μαΐου 2025

Για τη μαμά πατρίδα

Ήταν 77 αλλά έκρυβε τρία χρόνια, για να έχει ίσως την ίδια ηλικία με τη Σοβιετία και τον σύντομο εικοστό αιώνα, ακολουθώντας βίους παράλληλους, ως το τέλος.

Είχε πολλά προβλήματα, που την περικύκλωναν ιμπεριαλιστικά. Και δεν υπάρχει σαφής -ή μόνο μία- απάντηση για το τελικό αίτιο. Ίσως ήταν άθλος που έφτασε ως εδώ, από μια άποψη. Μπορούσε όμως να ζήσει παραπάνω, και μας έμεινε η απορία γιατί δεν αντέδρασαν οι μάζες, στον τόσο σύντομο επίλογο. Μας άφησε να αναρωτιόμαστε αντιδιαλεκτικά τι θα μπορούσαμε να αλλάξουμε, να κάνουμε αλλιώς, για να αποτρέψουμε το μοιραίο και να μην προσμένουμε ένα ιατρικό θάμα, άπραγοι και αμήχανοι, σαν τους μοιραίους του αγαπημένου της Βάρναλη.

Ό,τι κάνουμε σε αυτήν τη ζωή, πρέπει να αφορά τη ζωή -πριν δρομολογηθεί το τέλος. Δεν έχουν νόημα οι ύμνοι εκ των υστέρων, για να δείξουμε όψιμη αφοσίωση στη μαμά πατρίδα. Και αν μιλάμε για αγάπη, αυτή (πρέπει να) είναι πάντα έλλογη. Να μην είναι τυφλή υπεράσπιση, αλλά να προσφέρει το οξυγόνο της κριτικής. Να μην πάμε πάντα με τα νερά της, για να μη βρούμε σε ύφαλο-παγόβουνο και ναυαγήσουμε. Ο πάγος έσπασε...

Και τον δρόμο που χαράχτηκε, πρέπει να τον βαδίσουμε ξανά. Τα ίδια μέρη, τα ίδια σταυροδρόμια, της αρετής και της κάλπικης κακίας. Το όψιμο μίσος κι ο μηδενισμός για τη Σοβιετία, είναι αντεστραμμένη αγάπη -δεν αποτινάσσει το Οιδιπόδειο. Και αν -στον αντίποδα- συνεχίζεις να βλέπεις παντού το πρόσωπό της, στη Ρωσία του Πούτιν και την Κίνα της Cosco, δε δείχνεις οξυμένο κριτήριο και στράτευση, αλλά άρνηση να αποδεχτείς την πραγματικότητα. Κάτι σαν τα στάδια του πένθους της μαρμότας, που δεν έχει θεραπευτεί.


Έφυγε λίγο πριν τη μέρα της μητέρας (πατρίδας) και τη μέρα της αντιφασιστικής Νίκης. Κι όσο δε χτίζουμε το δικό μας κράτος, η μόνη πατρίδα για κάθε προλετάριο, είναι τα φαγητά της και η παιδική μας ηλικία.

7 Μαΐου και ο δρόμος το ίδιο παγωμένος/ σβήνουν τα βήματα, τα όνειρα, σενάρια της βροχής (...)
Έχουμε χάσει την επαφή, σαν εξωγήινοι ρομαντικοί, που κυριέψαν μία πόλη κι έχουν ξεχάσει στην τσέπη το κλειδί
.

Το κλειδί είναι πάνω στην Κερκόπορτα. Το κλειδί είναι κάτω απ’ το γεράνι.

Στα τελευταία της έλεγε και ορισμένες ασυναρτησίες, σαν τον «σοσιαλισμό της αγοράς» και τα «οικουμενικά προβλήματα» της ανθρωπότητας, αρχή άνοιας και καλπάζουσας αντεπανάστασης. Είχε μια άρνηση να δει τα οξυμένα προβλήματα και να τα αντιμετωπίσει δραστικά. Έλεγε πως όλα ήταν καλά, κι ας ήταν εμφανές το αντίθετο. Δεχόταν πιέσεις από τη βάση, αλλά υπήρχαν πάντα καλές δικαιολογίες για την αναβλητικότητα. Η πανδημία, οι περιορισμοί, η ιμπεριαλιστική περικύκλωση, τα αγριογούρουνα που είχαν φάει κάτι αηδίες -από το γυράδικο στη Λαμπράκη. Και τα τελευταία ντολμαδάκια που άρπαξαν κι αναγκάστηκε να τα φάει μισοκαμένα ο 89άρης του σπιτιού, βλέποντας τα διδάγματα του τέλους της ιστορίας. Και που λες, Ευτύχη, ευτυχία δε βρήκατε...

Ήταν ανασφαλής γίγαντας με πήλινα πόδια, εσωστρεφής, περιχαρακωμένη στα σύνορά της, χωρίς πολλή διάθεση για εξόδους και ανοίγματα. Κατέληξε ένας υπερτροφικός, βραδυκίνητος οργανισμός, που δεν είχε (αρκετό) οξυγόνο. Κι έφυγε όταν γεννήθηκαν φρούδες ελπίδες για την ανασυγκρότηση και η μακάρια ψευδαίσθηση πως βελτιωνόταν, ότι βλέπαμε φως στην άκρη της στενωπού.

Έφυγε παλεύοντας να πιάσει το τρένο της ΕΤΕ, να καταλάβει μουδιασμένη τι λένε τα κομπιούτερς και οι αριθμοί (ή κάτι τραβηγμένοι συνειρμοί στα κείμενα της κε του μπλοκ) και γιατί της στέλνει συνταγές στο Viber ο Πετρατζίκης. Κάτι κατάφερνε, όχι πολλά πράγματα, αλλά μην τα μηδενίζουμε όλα, έχει και λίγους άσους: 0-1-0-0-1-0-1.

Δεν πρόλαβε να δει τη σπορά της Νίκης να δίνει καρπούς. Αλλά δεν άνθισε ματαίως. Βοήθησε να καλλιεργήσουμε πολλά καλά στοιχεία. Κι αν ευθύνεται για κάποια στραβά, αυτή ήταν -και αυτοί είμαστε, όπως έλεγε και μια κούπα της, που δεν πρόλαβε να εγκαινιάσει.

Ήταν στη σωστή πλευρά της ιστορίας, πάντα και αδιαπραγμάτευτα απεργός, τότε που γίνονταν απεργίες διαρκείας και δεν υπήρχε το σάπιο άλλοθι «δε βγαίνει τίποτα με μια 24ωρη». Φίλος του λαού και του λόγου (φιλόλογος), με κόκκινο στιλό και σκέψη, πρόθυμη για βοήθεια και διορθώσεις, σημείο αναφοράς για πολλούς μαθητές στην τάξη και προπαντός για τους αγώνες της τάξης τους -πρώτο μάθημα ο αγώνας.

Αποστάτρια ενός δεξιού οικογενειακού περιβάλλοντος, έκλεισε οδυνηρό συμβιβασμό στο Μπρεστ-Λιτόφσκ να βαφτίσουν το παιδί, με αντάλλαγμα μια κόκκινη ψήφο της γιαγιάς -που δε μου βγαίνει χρονικά, και κανείς δεν ξέρει ποτέ τι γίνεται πίσω από ένα παραβάν και το χρυσούν παραπέτασμα του κόσμου του κέρδους.

Βραχνή, σχεδόν αντρική φωνή, που την επέτεινε ο μακροχρόνιος έρωτας με το τσιγάρο, τσαμπουκάς -μικρογραφία της Λιάνας, αλλά μόνο πολιτικά ορθόδοξη-, με σγουρά χαρακτηριστικά μαλλιά, που στο κοντό τους είχαν κάτι από Ρήγα Φεραίο -όπως έλεγε ο 89άρης. Αλλά συλλογιόταν καλά και ελεύθερα. Ακολουθούσε πιστά το Κόμμα, αλλά δεν τσίμπησε ποτέ τη φόλα του προβεβλημένου φωστήρα Μίμη. Και -ενάντια στα εφόδια της γενιάς της- δεν πείστηκε για την επίσημη θέση για τα ομόφυλα ζευγάρια.

Κι αν δεν ήταν ακόμα οργανωμένη, δε φταίει ότι δεν πήρε θέση όταν όλα τα έσκιαζε η φοβέρα της αντεπανάστασης και τα πλάκωνε η μισθωτή σκλαβιά. Αλλά ότι διαλύθηκε το οργανωτικό σύμπαν και πολλές οργανώσεις (ΚΟΒ) στους εκπαιδευτικούς πήγαν και έπεσαν στον γκρεμό του αναθεωρητισμού -έναν είχαμε, τον πήραν χτες, καλοί άνθρωποι ήταν, αλλά τους κατάπιε ο βάλτος.

Είχε μικρές, ανεπαίσθητες υποχωρήσεις σε θέματα συνείδησης, όσο ένιωθε πως μεγαλώνει και κινδυνεύει -κάνα φυλαχτό, ενδοτική στάση στο μεταφυσικό εν όψει του Μεγάλου Πατριωτικού Πολέμου. Είχε όμως μια μεγάλη καρδιά -αδύναμη και με αδυναμία στους αδύνατους και τον αγώνα τους. Και γινόταν μια μεγάλη σοσιαλιστική πατρίδα, που κάλυπτε δωρεάν τις βασικές ανάγκες: σίτιση, στέγαση, φροντίδα, περίθαλψη. Ένα μικρό κοινωνικό κράτος, με λίγα στοιχεία ελέγχου και καταστολής, όπως κάθε κράτος -ακόμα και εργατικό. Με απεριόριστη, μητρική -σοβιετική θα λέγαμε- αγάπη, δίχως όρους και προαπαιτούμενα -όπως την όριζε ο Φρόιντ. Και μια λανθάνουσα τάση για μικρές επεμβάσεις, αν της άφηνες χώρο, που σου αφαιρούσαν τον ζωτικό χώρο (αυτά είναι επικίνδυνα, ναζιστικά πράγματα) και δεν άφηναν πολύ χώρο για ιδιωτικότητα -τι τους θέλουμε τους ιδιώτες. Ένα δίχτυ κοινωνικής προστασίας, που σε τύλιγε ασυνείδητα, και μπορούσε να φτιάξει ένα περιβάλλον γυάλας, στο οποίο κλείστηκε τελικά και η ίδια, σαν τη σοβιετική πατρίδα.

Δεν ήταν τέλεια, χωρίς αντιφάσεις, αλλά ήταν υπαρκτή -και τώρα όχι. Και άφησε πίσω της συντρίμμια μιας γενικής κατάρρευσης, που μπορεί να ήταν και ανατροπή, κι ας μην ανατρέψαμε τα δεδομένα που προδιέγραφαν την ήττα. Δεν ήταν προχωρημένος, ολοκληρωμένος σοσιαλισμός αλλά ήταν μια μικρή σοβιετική πατρίδα, με τα καλά της και τα στραβά της. Στην τελική, ποιος σοσιαλισμός δεν έχει αδυναμίες -εκτός από αυτόν που φτιάχνουμε στα όνειρά μας; Και βασικά, ποιος σοσιαλισμός δεν είναι καλός -όσα κι αν έχει στραβά;

Ήταν ωραία, ιδίως στα νιάτα της, όπως είναι πάντα η νιότη του κόσμου. Κι αν φτωχική την βρήκαμε, δε μας γέλασε. Μας πλούτισε στη διάρκεια του ταξιδιού. Και τώρα μοιάζει φτωχική η ευχή «καλό ταξίδι», λες και είναι βιβλίο που εκδόθηκε, ενώ είχε να γράψει πολλές σελίδες ακόμα στο δικό της.

 


Η Νίκη πέθανε. Οι ήττες μας είναι αθάνατες. Αήττητες σαν τον θάνατο.
Ή όπως θα έλεγαν στους Απόντες του Γραμματικού.
Οι καλύτεροι δεν πιστεύουν πια σε τίποτα και οι χειρότεροι είναι διψασμένοι για νίκες.
Στη Ριτσώνα, αδελφές μου ΛΔ, στη Ριτσώνα. Τα καράβια μου καίω.
Αλλά αν δε ρίξεις στην πυρά στο νερό τα καράβια, αν δεν ταξιδέψουν, δεν υπάρχουν.
Και αν δεν καείς εσύ, αν δεν καώ εγώ...
Το καμένο χώμα βγάζει, έτσι και πέσει μια βροχή/
τα ωραιότερα λουλούδια που ’χω δει. 

Και η αντεπανάσταση είναι μια απλή μεταβολή της ύλης.

Κι αν δεν πιάνεις όλες τις αναφορές και τα λογοπαίγνια, δεν πειράζει. Μάζεψέ τις και θα τις πιάσουμε μετά.

Παρακαλώ θερμά, μην αφήνετε σχόλια επί του προσωπικού.
Θα καταλήγουν ούτως ή άλλως στα ανεπιθύμητα.