Πέμπτη 19 Ιουνίου 2025

Δημόσιο φορέβα;

Ο πατέρας του ήταν τελωνειακός. Είχε σταθερό μισθό και τα «τυχερά» του επαγγέλματος. Πρόλαβε τα «ωραία χρόνια ΠΑΣΟΚ» και τις αυταπάτες-ψευδαισθήσεις για ακόμα καλύτερες μέρες. Και μετά, το βιοτικό επίπεδο πήγε και έπεσε στον γκρεμό. Μνημόνια, ενιαίο μισθολόγιο, πετσοκομμένη σύνταξη. Πάει να πει, δεν είχε το άλλοθι της άγνοιας. Και δεν του έλειπε υλικό για να γεμίσει το άδειο βλέμμα του.


-Ρε συ, τα μεγάλα βύσματα πάνε στον Παράδεισο, όχι στο Δημόσιο. Αυτό είναι Παράδεισος για κρατικοδίαιτους εργολάβους. Πιο πολύ κρατικό χρήμα τρώνε αυτοί από τους ΔΥ. Αν ψάχνεις το βόλεμα, θα πας αλλού. Και αν δεν έχεις τόσο καλό χαρτί, καταλήγεις γραμματειακή υποστήριξη σε ιδιωτικό γραφείο, όχι κλητήρας σε υπουργείο.

Το άδειο βλέμμα γέμισε δυσπιστία. Αν συνέχιζα, θα ήταν ύποπτο και θα γυρνούσε μπούμερανγκ. Σα να είχα κρυφή woke ατζέντα υπέρ των ΔΥ ή πατέρα τελωνειακό. Διάολε, αν δεν μπορώ να πείσω αυτόν, τι θα λένε δηλαδή οι άλλοι; Παπαγαλία, όσα ακούν απ’ τα παπαγαλάκια στα δελτία. Αγκυλώσεις, ρετιρέ, να τελειώνουμε με τη μονιμότητα (προσοχή στα ένρινα, μην καρφωθείτε). Τα στερεότυπα είναι αήττητα σαν τους βλάκες που τα πιστεύουν.

Ναι αλλά εδώ δεν είναι απλός κοινωνικός αυτοματισμός -που αν δε θες να σε πουν «ξύλινο», λες για την κατσίκα του γείτονα. Εδώ μιλάμε για άγριο μαζοχισμό, να κλαίει και το παρδαλό κατσίκι (του γείτονα), με την κατάντια τους. Γιατί, αν στο δημόσιο παίρνουν χίλια ευρώ, ο βασικός θα πέσει στα 700. Και αν οι ΔΥ δουλεύουν 40 ώρες τη βδομάδα, το οκτάωρο θα καταργηθεί σχεδόν παντού. Κι αν αρχίσουν απολύσεις στο δημόσιο, στον ιδιωτικό θα πέφτουν κεφάλια (που σηκώθηκαν και αντιμίλησαν στο αφεντικό).

Κι όμως, είναι απλά στοιχεία, μετρημένα κουκιά.

Ο μέσος ΔΥ σήμερα έχει χαμηλότερο (ονομαστικό) μισθό από ό,τι 15 χρόνια πριν. Επί 12 φορές τον χρόνο -αντί για 14. Και για πιο πολλές ώρες δουλειά (40 τη βδομάδα αντί για 37,5). Κι όλα αυτά, χωρίς να υπολογίσουμε την ακρίβεια (που θερίζει) και το πραγματικό εισόδημα που κατρακυλά, σαν σειρά του Δαλιανίδη: από το Ρετιρέ στους Μικρομεσαίους.
Ε, όχι και βολεμένοι. Ε, όχι και βολεμένοι!

Έλα όμως που ο κόσμος πιστεύει ότι βλέπει ακόμα το ίδιο έργο. Σε λίγο θα παίξει και το σκετσάκι με τη διαθήκη του θείου Βλαδίμηρου (που είναι ο Τρικαμηνάς), που μας άφησε απλώς ένα χρέος -στον αγώνα, στη ζωή.

Αυτό δεν είναι απλό στερεότυπο, σαν τις αποδείξεις στις τυρόπιτες και τις καταλήψεις -όταν δεν είναι τρίγωνες. Λαμβάνει πλέον διαστάσεις ιδεολογικού πογκρόμ, με όχημα τον χαβαλέ, τα ανέκδοτα για ΠΑΣΟΚ και δημόσιο (με τους ΔΥ στο ρόλο των Ποντίων) -μπαίνει ένας δημόσιος υπάλληλος σε ένα μπαρ... Με «χιούμορ Κανάκη» ή και ανάλαφρα τραγουδάκια των Ημίζ: γιατί τα ξύνω μόνιμα, δημόσιο φορέβα.

Που αν ήταν στρατευμένη τέχνη από τη δική μας σκοπιά (όλοι στρατευμένοι είναι στον ακήρυχτο κοινωνικό πόλεμο) θα έλεγε για το αστικό κράτος, που είναι εχθρικό στον λαό, γιατί έχει άλλες ταξικές προτεραιότητες.
Με εργατική διεύθυνση, προς τον σοσιαλισμό;
Πάει η ευκαιρία, φύγετε από εδώ - ΟΥΣΤ!

Το χειρότερο είναι πως το ’χουν χάψει και μερικοί ΔΥ πως τρώνει παντεσπάνι, με εντολή Λουδοβίκου (όχι των Ανωγείων, αυτός αποκοιμήθηκε στην αγκαλιά του ΝΑΙ και την αυλή του «βασιλιά ήλιου» Καραμανλή -«ωραία χρόνια»). Και συμφωνούν-συναινούν με τις αλλαγές, γιατί πιστεύουν πως δε θα τους πιάσουν και θα είναι μόνο για τους νεότερους. Τόση ταξική Αλληλεγγύη από την εποχή του Βαλέσα είχαμε να δούμε.

Τι μπορεί να πει, λοιπόν, κανείς αφοριστικά και κωδικοποιημένα για τη γενική κατάσταση στον Δημόσιο Τομέα; Πολλά και διάφορα.

-Πολλοί πιστεύουν πως το Δημόσιο «σε κάνει άνθρωπο», γιατί σε βοηθά να γλιτώσεις από την εργασιακή ζούγκλα, να δουλεύεις χωρίς άγχος και με στοιχειώδη δικαιώματα. Αλλά αν θες να λέγεσαι άνθρωπος, δε γίνεται να αρκείσαι σε αυτά. Γιατί «κι εδώ που μένεις είναι ζούγκλα, πολιτισμένη μα κακούργα». Και οι ιστορίες από την κρύπτη του δημοσίου είναι ίσως το κλειδί για τον εκ-πιθηκισμό του ανθρώπου. Έλα γοριλάκι...

-Κανείς δε θέλει να δουλέψει στο δημόσιο, εφόσον μπορεί να βρει αλλού μια αξιοπρεπή δουλειά. Αν τόσα άτομα συμμετέχουν κάθε φορά στους διαγωνισμούς του ΑΣΕΠ, της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Διοίκησης (ένα σίγμα μακριά από τον στόχο της ΕΣΣΔ) κτλ, δε δείχνει πόσο λατρεύει ο νεοέλληνας το βόλεμα, αλλά το μέγεθος της απελπισίας του.

-Όσα ακούμε για το μπάχαλο και την έλλειψη οργάνωσης, είναι κατά βάση αλήθεια. Αυτό που δεν αντέχεται είναι το στερεότυπο για την αξιοκρατία και την αποτελεσματικότητα ενός κρατικοδίαιτου ιδιωτικού τομέα, γεμάτου βύσματα.

-Όσα ακούμε για τους βολεμένους και τους εργατοπατέρες είναι περίπου αλήθεια. Δεν είναι πλάκα, αλλά πλακάκια (με την εξουσία), για όσους δε θέλουν να κουνιέται φύλλο -για να μην ξεκουνηθούν από τη θέση τους και τη βολή τους. Δεν αφορά αυτούς που αντιδρούν και απεργούν. Του βολεμένου το ένσημο δεν κόπηκε ποτέ...

-Οι βολεμένοι δεν έχουν ιδεολογίες και κομματικές παρωπίδες. Ψηφίζουν όποιον τους βολέψει και λατρεύουν την εξουσία από όπου και αν προέρχεται. Ο στρατός των γαλάζιων παιδιών συνυπάρχει ειρηνικά με την κυβερνητική ΠΑΣΚΕ, όπως ακριβώς στο υπουργικό συμβούλιο του Μητσοτάκη. Του μόνου που έκανε απολύσεις ΔΥ, πριν καν υπάρξει αντίστοιχο πλαίσιο -και του κλέψει τη δόξα η τρόικα, όπως λέει και ο αντιπρόεδρός του.

-Η μονιμότητα έχει αρθεί στην πράξη. Πολλές δημόσιες υπηρεσίες λειτουργούν κυρίως με συμβασιούχους και εργολαβίες -φορέβα. Και με έναν μικρό πυρήνα μόνιμων υπαλλήλων (ή αορίστου χρόνου), σαν κατάλοιπο του παρελθόντος που χάνεται.

-Αυτοί κάνουν πως πληρώνουν/δίνουν πόρους για το δημόσιο, οι ΔΥ δουλεύουν κανονικά. Αλλά οι συνεχόμενες «αξιολογήσεις» έχουν έναν βασικό στόχο: να εμπεδώσουμε πως για το μαύρο χάλι φταίνε κάποιοι κακοί υπάλληλοι, που είναι βολεμένοι και δεν έχουν αξιολογηθεί-τιμωρηθεί.

-Η μόνη πιθανότητα (μιας κάποιας) βελτίωσης για τους ΔΥ, είναι τα επιδόματα και τα δώρα. Που δε δωρίζονται, αλλά μπορούν κάλλιστα να κοπούν -γιατί δεν είναι κεκτημένα δικαιώματα. Όπως ακριβώς έγινε με τον 13ο και 14ο μισθό.

-Ο περιβόητος κανόνας 1:1 (αποχωρήσεις-νέες προσλήψεις) αφορά τον Δημόσιο Τομέα ως σύνολο. Που σημαίνει βασικά ότι μπορούν να παίρνουν έναν ιερέα ή αστυνομικό στη θέση κάθε εκπαιδευτικού - υγειονομικού που συνταξιοδοτείται -με κουτσουρεμένο εφάπαξ. Κι ίσως μια μέρα γίνει πράξη η έκθεση του μαθητή Καλογερόπουλου στο ΜΠΜΓ για τον τόπο του, που παράγει κυρίως παπάδες (και μπάτσους). Μάθε παιδί μου γράμματα...

-Όποιος πιστεύει ότι με μικρές αλλαγές, αυτό το κράτος μπορεί να λειτουργήσει αλλιώς (χωρίς κόστος-όφελος, υποστελέχωση κτλ), χαραμίζεται μακριά από τον κόσμο του φανταστικού (βιβλία, ταινίες κτλ). Η επιστημονική φαντασία στην εξουσία. (Μην τον πιστεύεις, θα σε φάει...)
Εξάλλου, η βασική κατεύθυνση του κράτους δεν είναι (απλά και μόνο) εργολαβία φορέβα, αλλά η... «σύμπραξη» ιδιωτικού και δημόσιου τομέα, για να συνεχίσουμε να πληρώνουμε τις ασύμφορες λειτουργίες, που δεν αποφέρουν εύκολο και άμεσο κέρδος.

-Κάποια κομμάτια της ΑΔΕΔΥ βγαίνουν κατά καιρούς στα κεραμίδια, ζητώντας ακόμα και «αποδέσμευση από την ΕΕ», χάρη σε διάφορες περίεργες «ριζοσπαστικές συμμαχίες» με το «καλό ΠΑΣΟΚ». Αλλά στην πρόσφατη συζήτηση στο ΣτΕ για την επιστροφή των «δώρων», οι συνδικαλιστές τοποθετήθηκαν υπεύθυνα, με βάση την «κοινή λογική». Να επιστραφούν, γιατί δε συντρέχουν πλέον οι λόγοι για την περικοπή τους -κρίση, μνημόνια κτλ. Και άμα ξανάρθει κρίση, βλέπουμε...

-Κι όμως, μες σε όλη αυτή τη σαπίλα, κάτι κινείται. Κυρίως στους υγειονομικούς και τους εκπαιδευτικούς -όπως δείχνουν και τα τελευταία αποτελέσματα. Κι ας ξέρουμε καλά πως το Δημόσιο -με τόσα βύσματα, μετακλητούς, εργατοπατέρες, την παραλυτική δύναμη της συνήθειας και της σαπίλας του βαθέως κράτους- θα είναι μάλλον ο τελευταίος κλάδος που θα ταρακουνηθεί.

Και ενώ φτάνεις στον επίλογο, έρχεται η πρωτιά της ΔΑΣ στην ΕΔΟΘ (το μεγαλύτερο πανελλαδικά παράρτημα της ΑΔΕΔΥ) να σου χαλάσει έναν ωραίο συλλογισμό. Χαλάλι, όμως. Πάντα τέτοιες διαψεύσεις να έχουμε...

Κυριακή 15 Ιουνίου 2025

Αν ξυπνήσεις μονομιάς, upside-down ο Ντουνιάς

Σύντροφοι, στον βαθμό που θερμαίνονται για τα καλά οι μηχανές του πολέμου, ανεβαίνει το γεωπολιτικό θερμόμετρο και χτυπάμε 35άρια, δε βλέπω γιατί να μην κάνουμε μια πικετοφορία στην Ερμού, ντάλα μεσημέρι. Και την κάναμε -εδώ η κατάληξη στο Μοναστήριον...


Με αφετηρία το περίπτερο του κόμματος για τον Μίκη στο Σύνταγμα, ακριβώς απέναντι από τους πάγκους του Pride, που ήταν γεμάτοι χρώμα και διαφημίσεις μονοπωλίων.
-Θέλετε να μάθετε για τα δικαιώματα των ΛΟΑΤΚΙ;
-Ναι γενικά, αλλά όχι από τους χορηγούς σας.

Στήσαμε πηγαδάκια (για φασίστες), με φόντο το λάβαρο του Νίκη, από το οποίο έχουν αφαιρεθεί μαεστρικά οι μελανές κηλίδες της διαδρομής του (στην ίδια πλατεία και στο κτίριο στο βάθος) και προ παντός το όνομα της Γλυκερίας. Που ξέμεινε με κάτι δεύτερα ονόματα στο Τελ Αβίβ, γιατί (δεν) υπάρχει θεός και ώρες-ώρες δοκιμάζει την πίστη μας στον διαλεκτικό υλισμό με το κάρμα.

Γιατί τα πεντοχίλιαρα δεν είναι πετσετάκια. Ούτε μαντιλάκια (παλαιστινιακά) και τώρα κανείς δε θα κλάψει στη μαντίλα του για την απουσία της. Το πολύ-πολύ για αυτήν της Νατάσσας, που τραγουδά με το πάθος της Μαρίας και στη σωστή πλευρά της ιστορίας, όπως έδειξε και η συναυλία της στον Λυκαβηττό για τον Μίκη -που λειτουργεί ως ορεκτικό για το Καλλιμάρμαρο, όχι λικβινταριστικά.

Άντε και για τον θάνατο της Γιουλάκη, που στήριζε λέει το ΚΚΕ από τα νεανικά της χρόνια, κι ας μην το ήξερε ούτε η ίδια καλά-καλά, που λέει ο λόγος. Κλείνει η Γλυκερή παρένθεση.

Όταν μαζεύτηκε ο κόσμος, φωνάξαμε πετυχημένες διασκευές συνθημάτων. ΝΑΤΟ-Ευρωπαίοι και Ισραηλινοί (το έγκλημα αυτό έχει υπογραφή). Και «ο ιμπεριαλισμός τη γη ξαναμοιράζει...» (αντί για «οι ιμπεριαλιστές»). Μα γιατί ενικός; Γιατί ένας είναι ο εχθρός. Άλλο αν κάποιοι παρανόησαν και λένε πως ένας (μόνο) είναι ο ιμπεριαλιστής ανά την υφήλιο, και οι απέναντι είναι περίπου φίλοι μας, σύμμαχοι αντι-ιμπεριαλιστές, και ιδανικό οικοσύστημα για να αναπτυχθεί σαν ξενιστής μια «νέα Κομιντέρν», με περίεργα ιδεολογικά σχήματα και χωρίς προσχήματα -δίχως ιδέες, με ξένες σημαίες, αλλά με ρωσική καβάτζα...

Και τότε οι απέναντι (όχι οι Ρώσοι) έβαλαν τα ποπ τραγούδια τους στη διαπασών, για να μην τους χαλάμε την αισθητική και τα «απολίτικα» vibes. Και στον αέρα πάνω, ντίσκο μουσική, σταλμένη πάντα από την Αμερική, που λέει ο Λάκης με τα ψηλά ρεβέρ στα αμερικάνικα τζιν. Κι αν τους απαντούσαμε με Μίκη για σπάσιμο; Η ζωή τραβά την ανηφόρα (2), με σημαίες (3) και με ταμπούρλα.

Και δώστου τραγούδια αυτοί, συνθήματα εμείς, τικ-τοκ εσύ, τακ-τακ εγώ, παλμός - φωνή, φωνή - παλμός, Φαραντούρη-Ντόνα Σάμερ, Φαραντούρη - Ντόνα Σάμερ, σαν επεισόδιο των Απαράδεκτων -με την κατάληψη. Κι ο Σπύρος να ρωτάει τον Παπασταύρου (Κύριλλε, εσύ;) για το γιαούρτι, αλλά τελικά να γίνεται Πασόκος, και Κνίτης ο Ζαραλίκος απ’ τα φρικιά, και οι μάζες -για τις οποίες έγραφε μουσική ο Μίκης- να πλέουν αμήχανες σε ένα τέλμα ιδεολογικής σύγχυσης.

Η ιστορία έχει μια σωστή πλευρά. Ποια;
More-More-More. (Φέρτε και την Τζελσομίνα να πει τη διασκευή).
Μα, αν ξυπνήσεις μονομιάς, upside down θα ’ρθει ο Ντουνιάς.

Ένα χάσμα, δύο κόσμοι και άντε να τους ενώσεις. Να κατέβουν στον δρόμο με ένα πολύχρωμο καρπούζι για την Παλαιστίνη; Να γίνει ένα κόκκινο, ταξικό pride -από τους χορηγούς και την Πρεσβεία του Ισραήλ; Μόνο εμείς θα μπορούσαμε να το γεφυρώσουμε, ίσως με μια καλύτερη επεξεργασία και μια συναυλία της Νατάσσας.

Φαντάσου λέει ένα δικό μας pride. Μπλουζάκια Τσε, κονκάρδες, λαμπάδες από το «Λειρί του Κόκορα». Αφίσες με τον Ατσάλινο, αποκριάτικες μουτσούνες Πέλε (με μουστάκι και ποντιακή μύτη), μάγουλα βαμμένα με σφυροδρέπανα. Και ταξικά τατού, σαν τη σφισσα που χτύπησε τον Πύργο του Τάτλιν, λίγο πάνω από τη σιδερένια-ατσαλένια φτέρνα, με την οποία θα πατήσουμε (στην Τριπολιτσά και) τον εχθρό. (Λογοκριμένη φωτό...)

Κι όμως. Δύο παιδιά έρχονται από απέναντι, με καρδούλες pride και βαμμένα μάγουλα. Ανοίξαμε την αλυσίδα και έγιναν έν@ δύ@ από μας. Φωνάζουν συνθήματα, ξεδιπλώνουν μια παλαιστινιακή σημαία (το απόγευμα στον δρόμο θα είχε και άλλες, το βράδυ στη Νατάσσα μία ακόμα επί σκηνής). Κερδάμε συνειδήσεις...

Κατεβαίνοντας την Ερμού, συναντάμε διάφορες φυλές, τουριστών, καταναλωτών, εκτός από τις 12 του Ισραήλ, που έχουν κατακλύσει τους τελευταίους μήνες το κέντρο αλλά λουφάζουν προνοητικά στη γωνία και δεν εκδηλώνονται.

Σε Ερμού, Μοναστηράκι, Παλαιστίνη, Σιωνιστής φασίστας δε θα μείνει...

Ένας γραφικός παππούς αντιδρά με «τα κουκούδια» και φωνάζει πως «η Ελλάδα είναι σκλαβωμ...» -Λε-Λε-Λευτεριά στην Παλαιστίνη, είναι η δική μας απάντηση, κάτι αντίστοιχο με το «επόμενη γραμμούλα» στο ραδιόφωνο, με τους περίεργους ακροατές.
Α, παραδέχεσαι δηλαδή ότι αλλάξαμε γραμμούλα και εγκαταλείψαμε την προηγούμενη αντι-ιμπεριαλ... Λε-Λε-Λευτεριά!

Αλλά ο παππούς ήταν η γραφική εξαίρεση στον κανόνα. Οι πιο πολλοί έπαιρναν πρόθυμα την ανακοίνωση, χειροκροτούσαν, φώναζαν Free Palestine -ακόμα και οι τουρίστες. Τόση δεκτικότητα και προθυμία, από τα Τέμπη είχαμε να δούμε...

Στην κεφαλή, η μπάντα των πλανόδιων πρέπει να χτυπούσε ρυθμικά για «Λευτεριά στην Παλαιστίνη». Αλλά εμείς ήμασταν πίσω, με τον σφο-ντουντούκα, που την είχε ενσωματωμένη κάπου στις χορδές του και μάλλον μπήκε σε όλα τα στόριζ των εντυπωσιασμένων τουριστών. Γιατί... δεν υπάρχει ντεσιμπέλ άπαρτο για τους μπολσεβίκους.

Και το Ιράν; Που ήταν τα συνθήματα για το Ιράν -Τούμπα, Καμπότζη, Βιετνάμ -και της Κορέας; Οκ, έλεγε για το Ιράν η ανακοίνωση που μοιράζαμε. Αλλά τώρα που είπες «Κορέα», αξίζει να δει κανείς όσα λέει η Φραγκίσκα Μεγαλούδη -συγγραφέας ενός αξιόλογου βιβλίου για τη «χώρα των Κιμ»- που εξηγεί ήρεμα και απλά γιατί η επίθεση στο Ιράν της θυμίζει την αντίστοιχη επιχείρηση κατά της ΛΔ. Καθώς και μια προηγούμενη ανάρτησή της, όπου παραθέτει έγκαιρα -και όχι κατόπιν εορτής- κάποιους προβληματισμούς για την πορεία ειρήνης-αλληλεγγύης στην Αίγυπτο για τη Γάζα.

Το θέμα αυτό παραείναι σοβαρό για να σηκώσει χαβαλέ. Αλλά όσα βγαίνουν (σε ΜΚΔ και γενικώς) για την ελληνική αποστολή και τον συντονισμό της, δε σε αφήνουν να αγιάσεις εύκολα. Κάποιοι λένε για το καπέλωμα του ΝΑΡ και για «μεταλλαγμένους Κνίτες», αλλά το πολυδιασπασμένο αριστεροχώρι (από δέκα χωριά αριστεροχωριάτες) θυμίζει μάλλον «μεταλλαγμένους Μόντι Πάιθον», που είναι Βρετανοί και ίσως κολλούσαν καλύτερα με το ΣΕΚ. Κι ύστερα ήρθαν τα δεξιά τρολ, κι η ειρωνεία στους συλληφθέντες που ζητάνε την παρέμβαση του κράτους που μισούν, και σου ’ρχεται να τους υπερασπιστείς ως δικούς σου συντρόφους, μέτωπο κατά της βλακείας που γίνεται οργανωμένη προπαγάνδα.

Εν τω μεταξύ, η ΝΑΤΟϊκή Αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ -που κάποτε λογιζόταν ως κοινότητα στο αριστεροχώρι- δείχνει πως τα άσχημα αριστεροχώρια άσχημα καίγονται, με την εικόνα διάλυσης που της αξίζει, σε ένα Συνέδριο που μοιάζει με επιθανάτιο ρόγχο. Κι όσοι μένουν στην εικόνα του κάθιδρου συνέδρου με το φανελάκι, χάνουν το δάσος που καίγεται.

Αλλά από τη στάχτη του θα ξαναβγεί το φυντάνι του Τσίπρα, που ήρθε δασκαλεμένος εξ Αμερικής -και με προκλητική αβάντα από τα πιο συστηματικά εγχώρια ΜΜΕ- να μας πει σαν καλός Democrat για τον «δημοκρατικό καπιταλισμό» -επιτέλους χωρίς περιττά ψευδώνυμα περί «δημοκρατικού σοσιαλισμού κτλ»- και να κλείσει μεταγραφή αεροδρομίου για το υπό διαμόρφωση κόμμα του ανατέλλοντος λέοντος - ηλίου, με την Όλγα Τρέμη, που είχε πει όμως κάποτε στον Δανίκα πως το ρίχνει ακόμα στο Κόμμα -αυτή, ο Σπύρος και ο Κούγιας, ο λόγος τους συμβόλαιο.

Η γη να τρέμει, ο λέων να ανατέλλει...

Γιατί η ιστορία έχει την τάση να επαναλαμβάνεται, δυο φορές, σαν φάρσα και τραγωδία, όπως στο τσιτάτο του Μαρξ και τις ατάκες της Γιουλάκη στο τέλος της ιστορίας κάθε επεισοδίου, στο Ρετιρέ.

Ε, όχι πάλι Τσίπρας! Ε, όχι πάλι Τσίπρας!

Τουρου-ρουρου-ρουρου-ρουρου...

Τετάρτη 11 Ιουνίου 2025

Έλα στο φως και φύγε απ’ το σκοτάδι

Σημειώσεις με Ζουλομανδύα


Δεν είμαστε Ζουλού, δεν είμαστε Παπούα. Δεν έχουμε μικρά μπιζέλια να χορεύουν τσιφτετέλια, εκτός και αν βγει η νέα δουλειά του στιχουργού του Noor1, κάπως σαν τον Καββαδία -η Gate 7 στο SS Cyrenia κι ένα σωρό νάνοι που ψηλώνουν ένα μπόι με τους θριάμβους του αφεντικού, για έναν καπιταλιστή στο μπόι των ονείρων μας. Δεν είμαστε Ουγκάντα, τριτοκοσμικό κράτος -όλα ενταγμένα στην ίδια αλυσίδα είναι άλλωστε και εμείς ψάχνουμε να βρούμε τον κρίκο που θα σπάσουμε την άτιμη.

Η καφρίλα των ιδιωτικών στρατών στα γήπεδα δεν είναι καρπός τριτοκοσμικής υπανάπτυξης. Είναι το ακριβώς αντίθετο -κάπως σαν το ανέκδοτο του Ψάλτη στο «Βασικά καλησπέρα σας», με το ΙΚΑ και τα ζώα: κανένα ζώο δε θα δεχόταν να πληρώνει εισφορές για το ΙΚΑ.

Η καφρίλα δηλώνει έμμεσα την ύπαρξη μονοπωλίων (δηλαδή ενός καπιταλισμού που σαπίζει -και απειλεί να μας πνίξει στην μπόχα του), καπιταλιστών, που γίνονται ιδιοκτήτες ομάδων και έχουν στην υπηρεσία τους ένα στρατό έμμισθους υπαλλήλους, από τα κεφάλια των οργανωμένων συνδέσμων ως τα πρωτοπαλίκαρά τους στα courtseat -ενίοτε ταυτίζονται. Προϋποθέτει την ύπαρξη και δράση ανώνυμων εταιρειών (ΚΑΕ, ΠΑΕ κτλ), συμφερόντων που λυμαίνονται τον χώρο. Αν δεν υπήρχαν όλα αυτά, οι βαρύμαγκες φανατικοί θα ’ταν ακέφαλες πάπιες, χωρίς καθοδήγηση και βασικά πλάτες για να δρουν με όρους συμμορίας. Δεν είναι απλώς γραφικοί και ακίνδυνοι, γιατί βρίσκουν (ανοχή) και κάνουν, υπό την υψηλή εποπτεία του κράτους -όπως ακριβώς και οι φασίστες. Και ενίοτε -κοίτα να δεις σύμπτωση- ταυτίζονται...

Ο Βρούτσης εκτέθηκε, η κυβέρνηση γελοιοποιήθηκε, η ζωή συνεχίζεται. Το ρεζιλίκι δεν αφορά τον ρόλο της ως διαιτητή ανάμεσα στα αντικρουόμενα καπιταλιστικά συμφέροντα -αυτό είναι η περιγραφή δουλειάς του αστικού κράτους. Η πρωτοβουλία κρίνεται όμως και εκ του αποτελέσματος. Δηλαδή αν η απειλή για οριστική διακοπή του πρωταθλήματος, έφερε όσα είδαμε στον τρίτο και τον τέταρτο τελικό, σκέφτεσαι τι θα γινόταν με κλιμάκωση του κλίματος. Είδαμε κάτι κωλοδάχτυλα, ζαριές εκσπερμάτισης (σαν παντομίμα τσόντας), εμπρηστικές δηλώσεις, πανό, μπουζουξούδες, εθνικιστική έξαρση κατά των Τουρκαλάδων (ο Ναν, οι νάνοι και η Κυρήνεια), διαγωνισμό τζάμπα μαγκιάς εντός και εκτός παρκέ, ακόμα και στα σύνορα με τις πολυθρόνες της πρώτης σειράς. Νικητής το άθλημα, θα λέγαμε. Ευτυχώς, δεν πάθαμε και τίποτα, που θα έγραφε και ο Σκουντής...

Παρεμπιπτόντως, όσοι ονειρεύονται μια καλή (αριστερή, εργατική, αντι-ιμπεριαλιστική ή όπως αλλιώς την πούνε) κυβέρνηση σε αυτό το πλαίσιο, ας σκεφτούν το αθλητικό της αντίστοιχο: είναι σα να περιμένουν μια καλή -έστω ευμενώς ουδέτερη- διαιτησία, ενώ ο εχθρός ελέγχει την Ομοσπονδία και τους ορισμούς. Στα όρια της ουτοπίας...

Στον αθλητισμό, βέβαια, όλα γίνονται και στη ζωή (δηλαδή την ταξική πάλη), επίσης. Ποτέ και πουθενά, όμως, δε νίκησε κανείς χωρίς να γνωρίζει τον αντίπαλο, πού μπορεί να τον χτυπήσει, πού αξίζει να ποντάρει και πότε παίζει εκτός έδρας. Κανένα υποκείμενο -αθλητικό ή πολιτικό- δε νίκησε κατά λάθος, σαν ατύχημα της ιστορίας.

Ναι αλλά ο Χουάντσο έδειξε επίπεδο και ο Φουρνιέ με τον Ναν αγκαλιάστηκαν αγαπημένοι στο ηλιοβασίλεμα μετά την κλοτσοπατινάδα και τα βρωμόλογα (trash talking) τις προάλλες. Στο τέλος της βραδιάς, πήγαν σπίτι τους μερικά εκατομμύρια πλουσιότεροι, ενώ οι οπαδοί που τους πήραν σοβαρά και παθιάστηκαν, κάτι εκατομμύρια εγκεφαλικά κύτταρα φτωχότεροι, για τη συμπαντική ισορροπία. Κι αν έχετε γύρω σας οπαδούς να πανηγυρίζουν χαρούμενοι θριάμβους και νίκες, ενώ το μπάσκετ βουλιάζει στα σκατά, είναι ευκαιρία για εκκαθαρίσεις. Κόψτε τις πολλές επαφές -τουλάχιστον για το εν λόγω θέμα- ακόμα και αν είναι σύντροφοι. Ή μάλλον, πρωτίστως τότε. Είναι ζήτημα αρχής, αξιοπρέπειας, αλλά βασικά ψυχικής ηρεμίας.

Όταν μιλάμε για ιδιωτικούς στρατούς, η πρώτη μας σκέψη δεν είναι οι οπαδοί, αλλά οι δημοσιογράφοι που ενεργούν ως υπάλληλοι. Επαγγελματίες γλείφτες, αθλητικά πορτατίφ, που προσκυνούν έξι φορές τη μέρα προς τη μεριά του χεριού που τους ταΐζει, γονυπετείς, αλλά κατά βάση έρποντας, με στόμα που στάζει σάλια -και όχι λόγω κακής άρθρωσης.

Και οι υπόλοιποι; Αυτοί έχουν τα χέρια δεμένα, το στόμα φιμωμένο και μπορούν στην καλύτερη να κάνουν πως δεν είδαν και δεν άκουσαν (και ασφαλώς δεν είπαν ούτε έγραψαν) τίποτα. Φοβούνται να μιλήσουν για ένα κακό σφύριγμα ή μια εξόφθαλμη καφρίλα, μη τυχόν προσβάλουν κάποιον -εξαιρείται η νοημοσύνη του κοινού- αλλά μπορούν στην καλύτερη να γίνουν λάβροι για ψύλλου πήδημα σε μεταδόσεις αγώνων από το εξωτερικό κι άλλες ανώδυνες περιστάσεις. Ή τέλος πάντων -στην καλύτερη πάντα- να μη γλείψουν το αφεντικό πατόκορφα, μονάχα λελογισμένα και με προσχήματα. Έχουν δικαίωμα να πλέξουν αυθόρμητα το εγκώμιο των μεγάλων επενδυτών - ευεργετών που κρατάν το μπάσκετ μας ζωντανό, στην κορυφή της Ευρώπης, αντί να μιλήσουν για τον καρκίνο που το ρίχνει στον βούρκο της ανυποληψίας.

Αλλά όχι. Υπάρχει καλύτερη δημοσιογραφία και την θέλουμε. Θαρραλέες γραφίδες σαν του Παπαδοτζόν, που παίρνει εξ αρχής -και από θέση αρχής- θέση ενάντια στο πανηγύρι των ζουρλών, δε μιλάει (σχεδόν) ποτέ για τη διαιτησία -που γίνεται εύκολο άλλοθι για ήττες και αποτυχίες-, αποκηρύσσει τις «ίσες αποστάσεις» και γράφει άβολες αλήθειες για το πόπολο, όπως στο τελευταίο κείμενο-ποταμός. Που καταλήγει να ξεπλένει τα αφεντικά.

Γιατί, ο Γιαννακόπουλος μπορεί να ήταν ο MVP του Ολυμπιακού αλλά «είναι έξυπνος και οξυδερκής άνθρωπος», οπότε «είμαι βέβαιος ότι έχει μετανιώσει για αυτή τη στρατηγική επιλογή» της έντασης. Και επίσης, δεν είναι όλοι ίδιοι. «Οι πρόεδροι δεν είναι όλοι ίδιοι, οι προπονητές δεν είναι όλοι ίδιοι, οι παίκτες δεν είναι όλοι ίδιοι, οι φίλαθλοι δεν είναι όλοι ίδιοι, αλλά οι φανατικοί οπαδοί, και συγγνώμη εάν σας χαλάω τη ζαχαρένια, είναι όλοι ίδιοι. Ειδικά όταν μένουν ανεξέλεγκτοι και χρεώνονται να κουβαλήσουν τα λάβαρα ολόκληρου συλλόγου...»

Γράφει πολλά -και αρκετά σωστά- για να αποφύγει την ουσία: πως το ψάρι βρωμάει πάντα από το κεφάλι. Αυτοί δίνουν τον τόνο σε προπονητές και παίκτες -που συμμετείχαν με ζήλο στον χορό- ή την... υπέροχη κερκίδα, που ξεκινά από τις πολυθρόνες των VIP, γιατί οι μεγαλύτεροι κάφροι κάθονται πάντα στα επίσημα. Και το δεκαήμερο φεστιβάλ καφρίλας και τοξικότητας φέρει πρωτίστως τη δική τους ταξική σφραγίδα.

Δηλαδή είναι όλοι ίδιοι; (Ντεζαβού με τα αστικά κόμματα, η ερώτηση της μαρμότας).
Δηλαδή είναι όλοι καπιταλιστές. Επιχειρηματίες που δρουν συχνά με όρους μαφίας. Που έχουν (καλο)μάθει από το κράτος να μην πληρώνουν ποτέ (λεφτά ή τις συνέπειες των πράξεών τους), να κερδίζουν κάτι πάση θυσία, με κάθε μέσο, θεμιτό και κυρίως αθέμιτο. Αυτοδημιούργητοι γόνοι δωσίλογων ή συνεργατών της χούντας, με χίλια κόμπλεξ και ξινό υφάκι προς την πλέμπα.

Ναι, ο Τράκης είναι εκτός ανταγωνισμού, προσωποποίηση της λούμπεν αστικής τάξης, ένα ακροδεξιό σκουπίδι -αν και θα είχε πλάκα να το συζητούσαμε δέκα χρόνια πριν, όταν οι φαρμακοβιομηχανίες σήκωναν προσωρινά αντιμνημονιακά λάβαρα. Αλλά όποιος ψάχνει να βρει ίχνος ηθικής ή αστικής παιδείας σε αλαζονικά βουτυρόπαιδα, που τα βρήκαν όλα έτοιμα και ανατράφηκαν σαν Αντουανέτες, αγγίζει τα όρια του θρυλικού ή εφτάστερου βλάκα. Κι αν δεν έχει ψωμί να φάει, ας ζήσει με παντεσπάνι και μπασκετικά θεάματα, στην τηλεοπτική αρένα.
Εγώ δε θέλω μεροκάματο...

Κάθε οπαδός -και εγώ σε αυτούς- πάσχει από μια ανίατη παιδική αρρώστια, με διάφορες φάσεις - διαβαθμίσεις και αξίζει τη συμπάθειά μας. Το πράγμα ξεφεύγει όταν το έθνος δεν προσκυνά μόνο σώβρακα και φανέλες, αλλά τη μαγκιά του αφεντικού της ομάδας, που δε σηκώνει μύγα στο σπαθί του και τους βλέπει όλους σαν μύγες, από τους αλλόθρησκους, μέχρι τη δημοσιογράφο που τον κρύβει με το μαλλί της.

Μακάριοι, οι πτωχοί τω πνεύματι, που ψάχνουν να βρουν το καλό και το κακό μέσα σε όλη αυτή τη δίνη -όρθιο πες μου τι θα μείνει-, γιατί αυτοί θα κατακτήσουν τη βασιλεία των ουρανών-το πρωτάθλημα. Μακάριοι οι πτωχοί (στο πνεύμα και προπαντός στην τσέπη) που ψάχνουν να βρουν τη συμμαχία του Φωτός (των ΣΠΟΡ) μες στις 50 αποχρώσεις της μαυρίλας, που θα κάνει τα σκοτάδια λάμψη. Πιο φαιδρό και από σενάριο του Δαλιανίδη, αν δεν ήταν τραγικό -και βγαλμένο από τη ζωή. Όταν οι νάνοι χορεύουν...

Κι ας πάρουμε το μικρόφωνο, να τραγουδάμε όλοι μαζί, με τη Βάσια.
-Έλα στο φως και φύγε απ’ το σκοτάδι, έλα στο φως που σε καλεί η ΚΑΕ.
Φώτα. Και άλλα φώτα. Μα καμία φώτιση...

Και όπως πέφτει πάνω μας ο προβολέας, να αρχίσουμε να βλέπουμε οράματα: κουκουλοφόρους τσολιάδες, τον Γαρδέλη Άγιο Παντελεήμονα, έ-λε-ος, έ-λε-ος (εμάς ποιος θα μας λυπηθεί), τον Βρούτση να προσεύχεται «ειρήνη υμίν», τον Φουρνιέ Κολοκοτρώνη να κατατροπώνει την Τουρκιά -και ας πολέμησε στον στρατό του Ιμπραήμ, στην προηγούμενη ζωή του.


Αν δεν καείς εσύ, αν δεν καώ κι εγώ, πώς θα γενούμε Κούγκι;

Βάλτε φωτιά, κάψτε καλά, Ομόνοια και Πειραιά, το Σύνταγμα και τη Βουλή
Στη σάπια κοινωνία αυτή, που ’ναι καπιταλιστική...

Υστερόγραφα

(παράγραφος για προτάσεις περί σάλαρι καπ, αποβολή των δύο και την λύση που ωριμάζει για επιστροφή στο ερασιτεχνικό μπάσκετ. Να δούμε ποιος αγαπά πραγματικά το άθλημα και ποιος τις νίκες -ή τους προέδρους).

(παράγραφος για τον Χατζηχρήστο της Ορίτζιναλ. Το ανοιχτό φέρετρο στη Φιλαδέλφεια και το παιδικό τραύμα με την εικόνα της Αλίκης. Το δωματιάκι της Ορίτζιναλ και τις ανακοινώσεις με την πολιτική εσάνς. Την «οπαδική κουλτούρα» για σεβασμό στον αντίπαλο, μακριά από καφρίλες, ξυλίκια και βρισίδια. Τα όρια της κάθε Ορίτζιναλ με το γήπεδο και τη «Στρούγκα». Το χαμηλό ταβάνι των συνδεσμιτών, που μπαίνουν στη στρούγκα του προέδρου σαν υπάλληλοι).

Τρίτη 10 Ιουνίου 2025

Και έχει πρόγραμμα Λαοκρατία - Το πρόγραμμα του ΣΕΚΕ

Τις προάλλες στις Πανελλαδικές έπεσε το θέμα «ποιο ήταν το πρόγραμμα του ΣΕΚΕ». Και εμείς πέσαμε από τα σύννεφα -ενώ ετοιμάζαμε την έφοδο στον ουρανό- και αυτό δεν είναι καθόλου ειρωνεία -κανένα από τα δύο σκέλη-, το πολύ-πολύ υπερβολή. Ποια θα μπορούσε να είναι όμως η απάντηση; Λαοκρατία -και ας μην είχε βγει ακόμα ως σύνθημα. Και ποιοι άλλοι άξονες θα μπορούσαν να αναπτύξουν το θέμα. Το Δοκίμιο έχει τις απαντήσεις -αλλά πόσοι το έχουν διαβάσει;- ας κάνουμε και εμείς μια δοκιμαστική προσέγγιση.


Το ΣΕΚΕ ήταν ώριμο τέκνο της ανάγκης των καιρών και της οργής, μια σπίθα από το φως της Οχτωβριανής Επανάστασης, που έσκισε τα σκοτάδια και παραλίγο να εξαπλωθεί σαν πυρκαγιά σε όλο το σαθρό οικοδόμημα της Γηραιάς Ηπείρου. Δεν πρόλαβε την εποχή της Β’ (Σοσιαλιστικής) Διεθνούς, δεν είχε κίτρινο αμαρτωλό παρελθόν και σοσιαλπατριωτικές αποκλίσεις στον Α’ Π.Π. Συνδέθηκε εξ αρχής με τον απόηχο του σοβιετικού Οχτώβρη και αυτό ήταν το «προπατορικό αμάρτημα» (αρετή βασικά) που το συνόδευσε σε όλη τη διαδρομή του, μέχρι και σήμερα.

Ο άλλος οργανικός δεσμός που είχεκ αταστατικά και από τα γεννοφάσκια του ήταν με τη ΓΣΕΕ. Διατηρήθηκε τα πρώτα χρόνια για να διαρραγεί με κρατική παρέμβαση στη συνέχεια και να φτάσει σήμερα, μετά από μια πολυκύμαντη διαδρομή, στο άκρον άωτο και την απουσία οποιασδήποτε σχέσης, που μπορεί να περιγραφεί συνοπτικά ως εξής: κατάντια. Κατάντια προφανώς για τον εργοδοτικό συνδικαλισμό της ΓΣΕΕ που έχει χάσει κάθε επαφή με συνδικάτα και αγωνιστικές διεργασίας και γι’ αυτό κάθε αξία χρήσης για τα αφεντικά (του). Αν τώρα κάποιες εξωκοινοβουλευτικές γκρούπες μιλούν διαχρονικά για την «κατάντια» του ΚΚΕ, ενώ επιλέγουν συνειδητά ρόλο χειροκροτητή στις θλιβερές συγκεντρώσεις των εργατοπατέρων, είναι μια γλαφυρή στάση και για τη δική τους κατάληξη.

Διαβάζοντας σήμερα την μπροσούρα με τα πρακτικά του ιδρυτικού συνεδρίου του ΣΕΚΕ, ίσως νιώσουμε αμηχανία σε κάποια σημεία. Είτε λόγω κάποιων... βάρβαρων εξελληνισμών -όπως το «Χίνδεμπουργκ» και πάλι καλά που δεν ήταν Χινδεμβούργιος- ή ορισμένων καθαρευουσιάνικων τύπων -και ας ήταν πάντα συνδεμένο με μαλλιαρούς διανοούμενους και μουσάτους ορεσίβιους ή σπουδαστές. Είτε τέλος γιατί κάποια σημεία μοιάζουν κάπως παρωχημένα -ικανοποιημένα εδώ και χρόνια- και παλαιακά -πχ το αίτημα να χρησιμοποιηθούν κρατικοί πόροι για παραγωγικούς σκοπούς. Και αν κάποιοι χώροι αναμασούν σήμερα παραλλαγές του ίδιου αιτήματος, δε δείχνουν συνέπεια αλλά το επίπεδο (αν) ωριμότητας. Το δικό τους, όχι του ΣΕΚΕ.

Όπως και να ’χει, τα σημεία αυτά είναι λιγοστά. Τα πιο πολλά μπορούν να συμπεριληφθούν αυτούσια και σε μια σύγχρονη προγραμματική επεξεργασία, και αυτό λέει πολλά: τόσο για το ΣΕΚΕ -τον διορατικό πολιτικό του λόγο, τους διαχρονικούς πόθους της τάξης που εξέφραζε. Όσο και για τους καιρούς μας, όπου η πάλη των τάξεων μένει ιστορικά αδικαίωτη, ενώ κατακτήσεις σαν το 8ωρο και την κυριακάτικη αργία κάθε άλλο παρά αυτονόητες μοιάζουν -και σπανίως εφαρμόζονται στην πράξη. Το ΣΕΚΕ ήταν μπροστά από την εποχή του και την εποχή μας. Και αν έβαζε στόχους και αιτήματα που η ίδια η ζωή είχε θέσει στο ιστορικό προσκήνιο, η επικαιρότητά τους στο παρόν -έναν αιώνα και βάλε μετά- δείχνει ότι έχουμε αργήσει πολύ και ότι επιβάλλεται να καλύψουμε το χαμένο έδαφος, ανατρέποντας τα βαρίδια της προϊστορίας.

Το ζητούμενο για το ΣΕΚΕ ήταν να αποκτήσει στην πράξη τη χάρη που υποδήλωνε το όνομά του -και αυτό μόνο αυτονόητο δεν ήταν. Έπρεπε να αποκτήσει δυνάμεις, βηματισμό, στρατηγική ωριμότητα, οργανικούς δεσμούς με τις (εργατικές και λαϊκές) μάζες. Έπρεπε να υπερνικήσει παιδικές ασθένειες -όχι πάντα αριστερίστικης απόχρωσης-, αφελείς αυταπάτες και αντιφάσεις, την αναπόφευκτη ανομοιογένεια των δυνάμεων που το συγκρότησαν, τον φραξιονισμό μεταξύ τους χωρίς αρχές και τέλος (σφοι, ας μην ξεχνάμε τις αρχές μας, όταν φραξιονίζουμε) και μια σειρά εμπόδια, υποκειμενικά και αντικειμενικά.

Έπρεπε να γίνει κανονικό κόμμα, κατ’ εικόνα και ομοίωση των μπολσεβίκων, να αποδεχτεί - αφομοιώσει τους 21 όρους της Κομιντέρν, για να γίνει το ελληνικό τμήμα της Διεθνούς. Έπρεπε να πάρει τον δύσκολο δρόμο, σε ένα σύνθετο, εκρηκτικό εθνοτικό τοπίο, με διεθνιστικές και πατριωτικές θέσεις -και τους εχθρούς του να το διώκουν ανηλεώς και με ταξική συνέπεια, και στις δύο περιπτώσεις.

Έπρεπε να πέσει κατευθείαν στα βαθιά -του μικρασιατικού μετώπου- ενώ η ιστορία κυλούσε, χωρίς να κοιτά τις δικές του αδυναμίες, χωρίς περίοδο χάριτος για ένα πολιτικό βρέφος που ακόμα μπουσουλούσε, χωρίς περιθώρια να μείνει στο περιθώριο των εξελίξεων, με μια περίοδο μακράς νόμιμης ύπαρξης ή στη γυάλα κάποιου αναγνωστήριου, για να αποκτήσει θεωρητική επάρκεια προτού ριχτεί στη μάχη -όπου το καμίνι της ταξικής πάλης ατσαλώνει ιδέες και συνειδήσεις. Καθόλου τυχαία τα παραδείγματα. Και σήμερα που αυτά τα κριτήρια πληρούνται, πολλοί (συνήθως οι ίδιοι) γκρινιάζουν για το αντίθετο -ότι κακομάθαμε στη βολή της αστικής νομιμότητας, ότι αναιρούνται παλιά συνθήματα κτλ.

Το ΣΕΚΕ έπρεπε πρωτίστως να αποφύγει τον δόλιο, σφιχτό εναγκαλισμό του Βενιζέλου, που πίστευε πως αν επιτρέψει στους σοσιαλιστές να συγκροτήσουν δικό τους κόμμα, θα μπορούσε να τους προσεταιριστεί και θα τους είχε του χεριού του. Η πράξη τον υποχρέωσε να κάνει την έμπρακτη αυτοκριτική του με το Ιδιώνυμο. Ενώ οι πολιτικοί του απόγονοι φρόντισαν να καλύψουν το κενό των «σοσιαλιστών του σαλονιού», δηλαδή της σοσιαλδημοκρατίας, καθώς δεν είχαν ωριμάσει ακόμα οι συνθήκες για την εμφάνισή της μέσα από τις τάξεις των Φιλελεύθερων. Κάποιοι προσπάθησαν να το καλύψουν μέσα από το ΚΚΕ, φέρνοντάς το στα μέτρα τους και βασικά διαλύοντάς το. Κι αν υπάρχει κάτι που εξηγεί το διαχρονικό μίσος τους εναντίον του, είναι ακριβώς η διαχρονική αποτυχία τους να το πετύχουν.

Για αυτό και η δράση του έμεινε πολλά χρόνια εκτός (διδακτέας και εξεταστέας) ύλης. Και τώρα που έσπασε ο πάγος με το ΣΕΚΕ, να δούμε πόσα χρόνια θα περάσουν για να μπει στην ύλη και η Αντίσταση ή ο Εμφύλιος.

Το ΣΕΚΕ πέρασε επιτυχώς τη δοκιμασία των πρώτων βημάτων και έφτασε στην ενηλικίωσή του -με τη μετονομασία του στο γνωστό ΚΚΕ. Όχι χωρίς αντιφάσεις και κλυδωνισμούς. Κι αν τελικά είδε πολλούς ηγέτες του να τραβάνε άλλο δρόμο, κάποια στελέχη του να διαβαίνουν τον ταξικό Ρουβίκωνα και να συμβιβάζονται -ή να μετατρέπονται σε ζηλωτές - διώκτες του-, αν τόσοι και τόσοι αποχώρησαν ή πέρασαν στην άλλη πλευρά, παρόλα αυτά άφησαν πίσω το δικό τους λιθαράκι -όσο ήταν σύντροφοι- κι αυτό κατάφερε να γίνει κάτι.

Γιατί τίποτα δεν πάει χαμένο -στη χαμένη μας ζωή. Τίποτα δε χάνεται -παρά μόνο αν δεν προσπαθούμε να το κερδίσουμε. Ούτε στη φυσική -με τον νόμο διατήρησης της ενέργειας- ούτε στην ταξική πάλη -που έχει τους δικούς της νόμους.

Και εκεί δίνουμε τις πιο κρίσιμες εξετάσεις, όπου δε μας παίρνει να αποτύχουμε...

Σάββατο 7 Ιουνίου 2025

Η μνήμη είναι όπλο - Νίκος Μπελογιάννης

Η κε του μπλοκ έχει τη χαρά να δώσει βήμα σε μια νεαρή φοιτήτρια και να φιλοξενήσει ένα κείμενό της για τον Νίκο Μπελογιάννη. Μπορεί να μην έχει τόσα κοινά με το δικό μου στιλ γραφής ή πχ με τις μακροσκελείς ιστορικές εργασίες του Άναυδου, δίνει όμως κάποια βασικά στοιχεία που βοηθούν να τεθεί το κύριο ερώτημα: ποιες συνθήκες, ποιες εποχές και ποιοι πολιτικοί χώροι γεννάνε ήρωες σαν τον Μπελογιάννη. Καλή ανάγνωση

Εισαγωγικό σημείωμα: Ο Νίκος Μπελογιάννης δεν είναι απλώς ένα όνομα που αναγράφεται στα βιβλία της Ιστορίας — είναι ένα σύμβολο. Σύμβολο ιδεολογικής αφοσίωσης, αλύγιστης αξιοπρέπειας και βαθιάς πίστης σε ένα όραμα για μια πιο δίκαιη κοινωνία. Η ζωή και ο θάνατός του, μέσα στη δίνη των εμφύλιων παθών και των πολιτικών διώξεων της μετεμφυλιακής Ελλάδας, καθρεφτίζουν με δραματικό τρόπο την ιστορία ενός ολόκληρου έθνους σε κρίση. Ο «άνθρωπος με το γαρύφαλλο» έγινε παγκόσμιο σύμβολο αντίστασης απέναντι στην αυθαιρεσία και την καταστολή. Στο άρθρο που ακολουθεί, ανατρέχουμε στα γεγονότα που σημάδεψαν τη ζωή του, εξετάζουμε το ιδεολογικό του αποτύπωμα και αναζητούμε τις σιωπηλές παρακαταθήκες που άφησε πίσω του — όχι μόνο στην πολιτική, αλλά και στην ανθρώπινη συνείδηση. Γιατί, ποιοι είμαστε εμείς αν δε θυμόμαστε την ιστορία μας; Πώς μπορούμε να προχωράμε αφήνοντας κομμάτια μας πίσω; Πρέπει να θυμόμαστε, αλλιώς θα καταστραφούμε. Πρέπει να κρατάμε τη μνήμη ζωντανή. Αλλιώς δε θα είμαστε διαφορετικοί από εκείνους που φέρονται σκληρά. Δε θα είμαστε διαφορετικοί από εκείνους που επιτρέπουν στην καταπίεση να θριαμβεύει. Δε θα είμαστε διαφορετικοί από το εκπαιδευτικό σύστημα, που κρύβει ήρωες όπως Μπελογιάννης από τα παιδιά. Η μνήμη είναι όπλο. Η μνήμα είναι αυτή που είναι αληθινή δύναμη. Όσο θυμάσαι κάποιον, τόσο συνεχίζει να ζει. Οφείλουμε να το χρησιμοποιήσουμε με το σωστό τρόπο.

Η «υπόθεση Μπελογιάννη» ήταν από τις δικαστικές υποθέσεις στην Ελλάδα με την μεγαλύτερη απήχηση. Προς τιμήν του ονομάστηκαν δρόμοι στην Ανατολική Ευρώπη και έμεινε στο ΚΚΕ χαραγμένος ως ήρωας. Ομως ποια είναι η ιστορία του Νίκου Μπελογιάννη και γιατί ασχολούμαστε με εκείνον ως σήμερα; Ο Νίκος Μπελογιάννης γεννήθηκε το 1915 στην Αμαλιάδα. Από νεαρή ηλικία εντάχθηκε στο κομμουνιστικό κίνημα και συμμετείχε ενεργά στην Εθνική Αντίσταση κατά τη διάρκεια της Κατοχής, ως στέλεχος του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ. Μετά τον Εμφύλιο Πόλεμο, ο Μπελογιάννης συνέχισε την πολιτική του δράση παρά τη σκληρή καταστολή των αριστερών.

Συνελήφθη το 1950 και κατηγορήθηκε για κατασκοπεία υπέρ του ΚΚΕ, που τότε ήταν εκτός νόμου. Η δίκη του ξεκίνησε τον Οκτώβριο του 1951 και συνοδεύτηκε από διεθνή κατακραυγή. Ήταν μια από τις πρώτες υποθέσεις που αναδείχθηκαν στην εποχή του Ψυχρού Πολέμου ως παράδειγμα πολιτικής δίωξης. Η πιο χαρακτηριστική εικόνα της δίκης –και ίσως η πιο γνωστή στην ελληνική πολιτική ιστορία– είναι ο Μπελογιάννης με ένα γαρύφαλλο στο χέρι, ήρεμος και αξιοπρεπής, απέναντι στους στρατοδίκες του.

Παρά τις διεθνείς εκκλήσεις –ακόμη και από προσωπικότητες όπως ο Πάμπλο Πικάσο, ο Ζαν-Πολ Σαρτρ, ο Τσάρλι Τσάπλιν– ο Μπελογιάννης καταδικάστηκε σε θάνατο. Εκτελέστηκε τα ξημερώματα της 30ής Μαρτίου 1952, σε μια περίοδο που επίσημα η Ελλάδα δεν ήταν σε πόλεμο. Η εκτέλεση, που έγινε Κυριακή πρωί, παρά τις υποσχέσεις για αναστολή, θεωρήθηκε από πολλούς πολιτική δολοφονία.

Γιατί, όμως, συνεχίζουμε να μιλάμε για τον Νίκο Μπελογιάννη σήμερα;

Η απάντηση δεν βρίσκεται μόνο στην ιστορική σημασία του. Ο Μπελογιάννης έχει αναχθεί σε σύμβολο πολιτικής συνέπειας και ανιδιοτέλειας. Ενσαρκώνει την εικόνα του ανθρώπου που δεν υπέκυψε, που δεν ζήτησε έλεος, που υπερασπίστηκε τις ιδέες του μέχρι τέλους. Θεωρώ πως ο συγκεκριμένος άνθρωπος μπορεί να αποτελέσει πρότυπο για κάθε άτομο το οποίο περνάει δύσκολα και δεν υποκύπτει, ανεξάρτητα από το πόσο μικρή ή το πόσο μεγάλη θεωρείται η θλίψη του.

Άνθρωποι σαν τον Μπελογιάννη σπανίζουν. Το πρόσωπό του ενέπνευσε πίνακες, ποιήματα, τραγούδια, ενώ το όνομά του έγινε σύνθημα. Είναι ίσως ο μόνος Έλληνας πολιτικός κρατούμενος του 20ού αιώνα που απέκτησε τέτοια εμβληματική θέση στη συλλογική μνήμη.

Σήμερα, σε μια εποχή που η πολιτική απαξιώνεται εύκολα, η ιστορία του Μπελογιάννη μας θυμίζει ότι κάποτε υπήρξαν άνθρωποι που πίστεψαν τόσο βαθιά στις ιδέες τους ώστε να πληρώσουν με τη ζωή τους. Είτε κάποιος συμφωνεί είτε διαφωνεί με την ιδεολογία του, το παράδειγμά του αποτελεί αφορμή για διάλογο γύρω από την πολιτική ηθική, την ελευθερία έκφρασης και τα όρια της κρατικής εξουσίας.

Η μνήμη του Νίκου Μπελογιάννη δεν μένει ζωντανή απλώς ως κομμάτι της Ιστορίας. Είναι παρούσα σε κάθε συζήτηση για τη δημοκρατία, την αντίσταση και τη δύναμη της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.

Και γι' αυτό, δεν θα σταματήσουμε να ασχολούμαστε μαζί του.

Φωτεινή Τζουβελέκη

Τετάρτη 4 Ιουνίου 2025

Πόλος Κομμουνιστών - Πολιτικό Γραφείο

Έτσι και αλλιώς η γη θα γίνει κόκκινη. Ή κόκκινη από ζωή ή κόκκινη από θάνατο. Αλλά όταν λέμε πως «έχει η πλάση κοκκινίσει», είναι πολιτικά και μόνο. Αλλιώς είναι (κόκκινη) από θάνατο.

Έτσι κι αλλιώς η γη θα γίνει πράσινη. Είτε από ζωή (με φωτοσύνθεση και χλωροφύλλη, αν ποτέ γίνουν τα σκοτάδια λάμψη), είτε από θάνατο, πράσινη ανάπτυξη και εις τόπο χλοερό (και πράσινο) θα καταλήξουμε όλοι.

Να λάβουμε υπόψη και την περίπτωση της νεκροφάνειας ή μάλλον της ζωντοφάνειας -ή όπως αλλιώς λέγεται το αντίθετό της. Όπως στον επαγγελματικό αθλητισμό, που παρασάπισε και ψόφησε. Αλλά και η μούχλα μια μορφή νέας ζωής είναι -και εμείς μπορεί να χτίσουμε πάνω στα θεμέλιά της.


Αρχίζεις να λυπάσαι λίγο και τον Φουρνιέ, που άφησε το μεγάλο μήλο (Νέα Υόρκη) για να λουστεί αυτό, με τόσα gusanos (χωρίς έναν Φιντέλ), και να ψάχνει στο Τουίτερ πού έχει καλό γύρο, καλές μπουγάτσες και τι σκατά σημαίνει ΠΚΠΓ. Παρισινή Κομμούνα - Προλεταριακή Γαλλία.

Λυπάσαι λίγο -όχι πολύ- και τον Βαγγέλη Ιωάννου, που πνίγει το ταμπεραμέντο του και ρίχνει τα ντεσιμπέλ, για να μην παρεξηγηθεί, σα να περιγράφει παρτίδα σκάκι. Παίξτε σκάκι, οε-οε-οε. Ή την Παντέλη, που έπρεπε να βρει αποδυτήρια στο Άμπου Ντάμπι, για να αλλάξει το πράσινο φόρεμα με ένα κόκκινο, ανάμεσα στους ημιτελικούς. (Βάλε το κόκκινο φουστάνι, εκείνο που σε κάνει να μοιάζεις ΚΚΕ). Ακόμα και τα κοράκια μπορεί να λυπόσουν -αν δεν είχαν αποστολή και οδηγίες- που τα ρίχνουν χωρίς πανοπλία στο κλουβί με τους αγρίους, χριστιανοί με λιοντάρια, να αντέξουν την πίεση και με κάποιον τρόπο να επιβιώσουν.

Θυμάσαι συνειρμικά και την ιστορία του μικρού Νικόλα -που μπήκε κουτσουρεμένη και στο βιβλίο της Γλώσσας- όπου μαζεύτηκαν στην αλάνα να παίξουν μπάλα, πλακώθηκαν για το πώς θα χωριστούν, ποιος θα είναι τέρμα και ποιος επόπτης (με βρώμικο μαντίλι) και στο τέλος δεν έπαιξαν τίποτα, γιατί είχε ξεχάσει ο Αλσέστ να φέρει την μπάλα -και να πάρει την έγκριση του Βρούτση.

Ε, σε πιάνει μια αηδία. Σα να ακούς κοινωνικά-πολιτικά σχόλια του Ραπτό, που κάποτε ψήφισε -λέει- και ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ελέω Αβραμίδη, που χώνεται παντού και πάει με όλα. Σε πιάνει μια μπόχα, λούζεσαι με αντισηπτικό, μα δεν υπάρχει τίποτα πιο αστείο από το να βουλώνεις επιλεκτικά τη μύτη σου και να ψάχνεις τα πιο μυρωδάτα σκατά, κουνώντας το δάχτυλο στους απέναντι και κάνοντας γαργάρα τους δικούς σου, με αμήχανη σιωπή, σα να την αμόλησαν στα μουλωχτά και κάνεις πως δεν είδες - άκουσες - μύρισες τίποτα.

Ο Τράκης είναι ο ζωντανός κινούμενος ορισμός του όρου «λούμπεν αστική τάξη», που θα ταίριαζε στον «Αποδυτηριάκια» στον Φίλαθλο, αλλά τον λάνσαρε η 17Ν στις ανακοινώσεις της. Είναι όμως παράνοια να επιλέγεις καπιταλιστή, σε μια κοινωνία γεμάτη κρατικοδίαιτους επιχειρηματίες, εφοπλιστές και λοιπούς «ευεργέτες», που λειτουργούν με όρους μαφίας -δηλαδή μονοπωλίου.

Το κράτος έβγαλε το κοκαλομάχαιρο κι ετοιμάζει νόμο για τη «ρητορική μίσους». Ο Χρυσοχοΐδης φωτογραφίζει θαρραλέα τις αξιόποινες πράξεις γνωστού ανώνυμου επιχειρηματία, που ξεγλιστρά από θαύμα από τα χέρια της αστυνομίας και το αυτόφωρο. Και ο Βρούτσης καλεί τα αφεντικά των ΚΑΕ για τσάι και συμπάθεια, για να φιλιώσουν ή να κάνουν έστω μια ψωροδήλωση για τα προσχήματα και να συνεχιστεί κανονικά το πρωτάθλημα. Νόμος και (αστική) τάξη. Ο πρώτος υπηρέτης της δεύτερης.

Αλλά για όσους πέφτουν από τα σύννεφα, αυτό ακριβώς είναι το κράτος. Μηχανισμός επιβολής εξουσίας για τους από κάτω και διευθέτησης ανταγωνιστικών αντιθέσεων για τους από πάνω. Ο ιστός του νόμου κι η τσιμπίδα της καταστολής πιάνει συστηματικά μόνο τα μικρά έντομα. Πίσσα Και Πούπουλα Για τους φτωχούς 

Ο Μπαρτζωκισμός είναι δόγμα ζωής για τους κόκκινους Φιντέλ (πιστούς), που λατρεύουν το μπάσκετ του ή την ιστορία του κομμουνιστή πατέρα του (με την κινηματογραφική απόδραση από τις φυλακές). Αλλά δε χρειάζεται να έχεις τον σκοταδισμό του Sportime και την αλλεργία του στα γαμωσταυρίδια, για να δεις πως ο κόουτς Μπι το χάνει συχνά -εντός και εκτός παρκέ- γιατί (παρα)φέρεται ενίοτε σαν δίμετρος Τσουκαλάς. (Και αντίστοιχες αναφορές θα μπορούσαν να γίνουν για τον Σλούκα και άλλους πρωταγωνιστές που ρίχνουν λάδι στη φωτιά και γίνονται μέρος του προβλήματος).

Καλές και οι ευαισθησίες για τα υβριστικά, που σε ταξιδεύουν στους παιδικούς άγραφους κανόνες -όχι μάνες, όχι πατρίδες. Αλλά όταν είναι επιλεκτικές και από συγκεκριμένα άτομα με αμαρτωλό παρελθόν, μοιάζουν με εκείνη την παρέμβαση του Ιωαννίδη στο μικρόφωνο του ΣΕΦ: «μη βρίζετε, γαμώ το στανιό μου». Και στο τέλος, παρεμβαίνει η αστυνομία μόνο για τα Τέμπη και για πανό με αντικυβερνητικά συνθήματα.

Θεμιτή και η γκρίνια για τη διαιτησία, αλλά μόνο αν έχεις μνήμη χρυσόψαρου και δε θυμάσαι πως τα κόζια αλλάζουν και οι ρόλοι αντιστρέφονται -ή αν αγνοείς τους κανόνες του παιχνιδιού εκτός παρκέ.

Το πρωτάθλημα σαπίζει κατ’ εικόνα και ομοίωση του συστήματος -που μια ψυχή το είχε πει «καπιταλισμό που σαπίζει». ΠΠΚ(μπ). Κι οι πόλοι του μπασκετικού δικομματισμού χρειάζονται απεγνωσμένα ο ένας τον άλλον, για να διαιωνίζουν το αιώνιο είδος τους και να συσπειρώνονται -ακόμα και αν οδηγείται σε αφανισμό το υπόλοιπο πορτοκαλί οικοσύστημα. Πριν ένα μήνα ζούσαν στον πυρετό ενός πιθανού ελληνικού εμφυλίου στο Φάιναλ Φορ και πριν πετεινός λαλήσει τρις (για τον τρίτο, τελικό γύρο) φτάσαμε στην πιθανή ματαίωση των τελικών, υπό τον φόβο ενός εμφυλίου. Πού να ήταν και ταξικός...

Ένας σοβιετικός (Πάβελ Στεποβόι) της «χρυσής μπρεζνιεφικής εποχής» έγραφε: «Τα επαγγελματικά αθλητικά σωματεία της Δύσης είναι συνηθισμένες καπιταλιστικές επιχειρήσεις. Μεταξύ τους διεξάγεται ανταγωνισμός, όπου κύριο ρόλο παίζει συχνά όχι το αθλητικό συμφέρον αλλά το χρήμα. (...) Οι αθλητικές εκδηλώσεις των επαγγελματιών δεν είναι συχνά αγώνας, θέαμα, αλλά διαφήμιση και μπίζνες. (...) Ο αστικός επαγγελματικός αθλητισμός χρησιμοποιείται ευρύτατα για την απόσπαση των πλατιών μαζών του πληθυσμού από τα ζωτικά οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα του καπιταλισμού (...).

Αν όλα αυτά σας πέφτουν λίγο ξύλινα και προτιμάτε καλτ περιτύλιγμα, (ξανα)δείτε τους Χούλιγκαν - Κάτω τα χέρια από τα νιάτα με την dominatrix Μπαλανίκα και τη φασιστική της οργάνωση που ψάρευε σε θολά νερά, θολωμένων οπαδικών συνειδήσεων. Και αν δε σας κάνει ούτε αυτό, ο Βασίλης το συμπυκνώνει πολύ καλά στο «Ελλάς» -που σήμερα μπορεί να θεωρούνταν ειρωνεία κατά της πατρίδας και ρητορική μίσους.

Το πρωτάθλημα αρχίζει/ η εξέδρα πλημμυρίζει/ γίνεται χαμός σε κάθε γκολ
Μα το ντέρμπι είναι στημένο/ και από πριν ξεπουλημένο/ και εσύ ντύνεσαι με δίχρωμα κασκόλ

Αλλάζουμε ρεπερτόριο

Πήρα κόκκινα γυαλιά...

Το βασικό πρόβλημα, που κάνει και τους οπαδούς μέρος του προβλήματος, δεν είναι ότι φοράν χρωματιστά γυαλιά για να ερμηνεύουν τις αμφισβητούμενες φάσεις και άλλα επεισόδια της αιώνιας κόντρας, αλλά ότι έχουν χάσει τα ταξικά γυαλιά τους και την (προ)αιώνια πάλη των τάξεων, χορεύοντας στον ρυθμό των αφεντικών των ομάδων τους. Δεν είναι θέμα τοξικότητας, δήθεν κατά παράβαση της αστικής ευγένειας. Αυτό ήταν πάντα το «σαβουάρ βιβρ» των καπιταλιστών, να παίρνουν αυτό που θέλουν με κάθε αθέμιτο μέσο. Είναι πρωτίστως ζήτημα ταξικότητας. Και το ψάρι βρωμάει πάντα από το κεφάλι, είτε μιλάμε για «βάζελους», είτε για «γάβρους», είτε για λοιπές μαρίδες.

Οπότε τι πρέπει να κάνουμε; Καλή ερώτηση. Είναι σύνθετο ζήτημα, όπως κάθε κοινωνικό φαινόμενο, όπου συναντιούνται πολλές παράμετροι. Μπορούμε όμως να ξεκινήσουμε από τα βασικά -πχ να μην ασχολούμαστε. Να κάνουμε κάτι τελείως διαφορετικό, μακριά από τα δόγμα-πεπατημένη του ΤΙΝΑ και την αυταπάτη ότι θα αλλάξουμε το σενάριο, παίζοντας τους ίδιους ρόλους. Ή έστω, να δώσουμε τα κλειδιά των ΚΑΕ στις θυγατέρες των προέδρων των ΚΑΕ, αυξάνοντας θεαματικά τις πιθανότητες για σοβαρότητα.

Μήπως να αποβάλουμε τις δύο ομάδες από το πρωτάθλημα;
Μοιάζει και αυτή μια κάποια λύση, που θα επανέφερε την ισοτιμία και το ενδιαφέρον, ευνοώντας τους μικρότερους. Οι οποίοι όμως θα διαφωνούσαν μάλλον, γιατί χωρίς το εμπορικό αιώνιο δίδυμο, το διαφημιστικό ενδιαφέρον θα κατρακυλούσε στον πάτο -ευθέως αντίστροφα με το (αντ)αγωνιστικό- και θα είχαν δραματική μείωση εσόδων. Ένα αμφίρροπο και συναρπαστικό πρωτάθλημα (πχ με πιτσιρικάδες από τις ακαδημίες αντί για ακριβούς σταρ) δεν είναι απαραίτητα δημοφιλές -και είναι ζήτημα πόσοι θα το προτιμούσαν στην πράξη. Χώρια που σε βάθος χρόνου, η φύση (του συστήματος) που απεχθάνεται τα κενά, θα τα συμπλήρωνε με κάποια άλλη ομάδα στον θρόνο του κατεστημένου, εφόσον άλλαζε απλώς η διανομή των ρόλων και όχι το έργο.

Μήπως να απομακρύνονταν οι παράγοντες που λυμαίνονται τον χώρο και να τους επιβληθεί απαγόρευση ενασχόλησης με κάθε αθλητική δραστηριότητα; Καλή ιδέα, αλλά ποιος θα την εφαρμόσει; Οι κρατικές αρχές που δεν τολμάν να τους συλλάβουν, να τους κυνηγήσουν για τα μάτια του κόσμου ή έστω να τους κατονομάσουν -για τα αυτιά του κόσμου; Και οι υπουργοί που τους καλούν για φιλική διευθέτηση των διαφορών τους, στο όνομα του κοινού καλού;

Μήπως χρειάζονται παραδειγματικές τιμωρίες;
Μεταξύ άλλων, ναι. Αλλά ποιον ακριβώς τιμωρούν, αναβάλλοντας/διακόπτοντας το πρωτάθλημα (που τελικά ούτε καν αυτό θα τολμήσουν); Και τι ακριβώς πέτυχαν τα αντίστοιχα μέτρα της κυβέρνησης κατά της βίας στη Σούπερ Λιγκ και σε όλα τα αθλήματα; Η λογική πονάει κεφάλι - κόψει κεφάλι δεν μπορεί να πάει πολύ μακριά, πόσο μάλλον όταν αφήνει πάντα στο απυρόβλητο τα μεγάλα κεφάλια -από τα οποία βρωμάει το ψάρι.

Η μόνη παραδειγματική τιμωρία για όλους τους καπιταλιστές (εφοπλιστές, κρατικοδίαιτους επιχειρηματίες και λοιπούς ευεργέτες) θα ήταν η απαλλοτρίωση των ιδιωτικών τους επιχειρήσεων και η αυστηρή απαγόρευση ενασχόλησής τους με τον χώρο. Αλλά αν γίνει το πρώτο, θα χάσουν αυτομάτως και το ενδιαφέρον τους για τον αθλητισμό...

Το βασικό πρόβλημα είναι πως όλα αυτά απαιτούν μια επανάσταση. Και ο βασικός λόγος που δεν έχει γίνει ακόμα, είναι ότι δεν έχει ωριμάσει ο υποκειμενικός παράγοντας. Και μια βασική πηγή ανωριμότητας είναι -όπως είπαμε- το α-ταξικό κριτήριο των οπαδών. Που δεν είναι απλώς πρόθυμοι να παθιαστούν με έναν αθλητικό σύλλογο -ή έναν παίκτη- που δεν επηρεάζει στο παραμικρό την καθημερινότητά τους, αλλά τείνουν να ταυτιστούν με το αφεντικό της ομάδας τους και να γίνουν ο άοπλος εθελοντικός στρατός που θα υπερασπιστεί τα συμφέροντά του. Του ΠΚΠΓ, των θρυλικών μαγκών, του τίγρη, του στιχουργού, του αγίου, του-του-του... Πάρτε το μηδέν.

Ο μέσος οπαδός αντιλαμβάνεται τις αθλητικές μάχες ως πόλεμο, αναζητά πλούσιους πολέμαρχους που θα διασφαλίσουν τη νίκη και αδυνατούν να φτάσουν στο σημείο να συνειδητοποιήσουν ότι -όπως σε κάθε άδικο πόλεμο- ο βασικός εχθρός είναι προ των πυλών και θα έπρεπε να παλεύει πρώτα για την ήττα της δικής του αστικής τάξης. Και αυτό αφορά και πολλούς συντρόφους, σε περίπτωση που κάνουμε πως δεν το βλέπουμε...

-.-

Σε όλα αυτά θα χωρούσε μια αναφορά στο αθάνατο κλισέ «αυτά μόνο στην Ελλάδα γίνονται». Που δεν ισχύει -όπως και τα περισσότερα στερεότυπα άλλωστε- αλλά κάποια πρόσωπα και πράγματα μας το κάνουν ολοένα και πιο δύσκολο να το αποδείξουμε. Γιατί αλλού πχ δεν ξέρουν πώς θα τελειώσει ένας αγώνας και ποιος θα πάρει τον τίτλο. Εδώ αντιθέτως δεν ξέρουμε αν θα τελειώσει -ή αν θα αρχίσει καν- ένας αγώνας και αν θα έχουμε πρωταθλητή.

Κι όμως, πολλά κράτη χρηματοδοτούν ανοιχτά τις ομάδες τους (Σερβία και Ρωσία είναι τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα), έχουν επεισοδιακά ντέρμπι με ρεκόρ τοξικότητας που αγγίζει και τους παίκτες (όπως στο Βελιγράδι, με τους Αμερικανούς της Παρτίζαν να πλακώνονται με άσβερκους φανατικούς στους δρόμους), ενώ το ξέπλυμα χρήματος είναι κανόνας και στις πιο προηγμένες χώρες -όπως η ποδοσφαιρική Premier League που θεωρείται το κορυφαίο πρωτάθλημα του κόσμου.

Την ίδια στιγμή η Ευρωλίγκα αναζητά πετροδόλαρα στα Εμιράτα, χωρίς προσχήματα για κοινωνικές ευαισθησίες, με την Ντουμπάι BC να αγοράζει τη συμμετοχή της στη διοργάνωση της νέας χρονιάς. Αλλά αυτό θα ήταν το θέμα μιας άλλης ανάρτησης, που δεν έγινε εγκαίρως, με τίτλο «τα πικ εν ρολ ξερά και διψασμένα γυρεύουν στην έρημο χρυσό».

Οκ, ας μη φτάσουμε τις 2 χιλιάδες λέξεις (και) αυτή τη φορά. Ας μείνουν και κάποια ως προσχέδιο.

(Παράγραφος για σφους που παρασύρονται και πέφτουν στην παγίδα και έχουν μπερδέψει το «μέχρι τέλους», με το τέλος (=σκοπός) για το οποίο παλεύουμε. Για τους κρατικοδίαιτους «επενδυτές» με ξένα κρατικά κόλλυβα, που θέλουν τα δημόσια γήπεδα. Και για τον Άρη που ζητά να του ανακαινίσουν το γερασμένο Αλεξάνδρειο με δημόσιο χρήμα -μην κάνω αυτό που στηλιτεύω στους άλλους, αγνοώντας τη δική μας καμπούρα).

(Παράγραφος για πρωτοβουλίες Βαϊμάκη, τύπου «Πάμε γήπεδο», για την αξία της φιλικής καζούρας, το αυτονόητο δικαίωμα να μπορείς να δεις ματς με τους φίλους σου, χωρίς να κινδυνεύεις να μπλέξεις σε καβγά. Και για τη σχετική αξία τέτοιων μέτρων, όσο δε χτυπάμε τη ρίζα του προβλήματος).

(Παράγραφος για την παρέμβαση του κόμματος. Που δεν πρέπει να έχει καμία σχέση με οργανωμένους υπαλλήλους. Αλλά όσο πιο δυνατή γίνεται, θα έχει απήχηση σε μπουχτισμένους φιλάθλους, που δε θα έχουν οξυγόνο σε αυτόν τον βούρκο και θα αναζητούν τη λύτρωση σε ένα ερασιτεχνικό περιβάλλον, μακριά από το συμφέρον που μολύνει την αγάπη τους).

(Παράγραφος για... Φτάνει).



 Ο Φιντέλ αγαπούσε όντως το μπάσκετ -και ήταν και καλός. Και την εθνική Κούβας -που την βρήκαμε αντίπαλο και στη θρυλική δεκαετία με τις βάτες, με τον Γκάλη. Ήταν διορατικός και προφητικός αλλά δε φόρεσε ποτέ μπλουζάκι ΠΚΠΓ. Από όσο ξέρουμε τουλάχιστον...

Κυριακή 1 Ιουνίου 2025

Τη δε ημέρα εβδόμη

Κανονικά σήμερα θα είχαμε μια μικρή ανασκόπηση για τον Μάη που μας άφησε, αλλά προέχει μια αφορμή από την επικαιρότητα, τις Πανελλαδικές εξετάσεις και το θέμα της έκθεσης.


Καταγράψτε τις σκέψεις σας για τη δημιουργικότητα, εντός 350-400 λέξεων, σαν ένα κείμενο που θα αναρτούσατε στο προσωπικό σας ιστολόγιο.

Οκ, boomer. Άκου ιστολόγιο. Έχουν μείνει 2-3 ενεργά, και άλλοι τόσοι που σχολιάζουν και διαβάζουν. Σιγά μην τα ξεθάψουμε από τον κάδο ανακύκλωσης και το χρονοντούλαπο της ιστορίας, μαζί με τις εμμονές μας, τις αναμνήσεις καλύτερων ημερών και τις αυταπάτες για ακόμα καλύτερες.

Τι; Κείμενο; Οκ, boomer, στο τετράγωνο. Δεν προτιμάς ένα στόρι; Ένα βιντεάκι στο τικ-τοκ; Πώς περιμένεις να γίνει viral αυτή η λογοδιάρροια; Δε θες να βάλουμε το chat gpt να κάνει τη δουλειά -εφόσον επιμένεις αναχρονιστικά; Γράφει ωραία κείμενα, χωρίς πολλά κενά αέρος και νοήματος, μέχρι και συντροφικούς διαλόγους μπορείς να κάνεις -αν δεν τους βρίσκεις σε αφθονία στη ζωή.

Κι άντε να ξεχωρίσεις μετά τα ανθρωπογενή κείμενα από το χέρι του υπολογιστή. Όχι γιατί έχουν γίνει τόσο καλοί οι υπολογιστές αλλά γιατί έχουν γίνει τόσο μηχανικοί οι άνθρωποι, σκέτοι υπολογιστές -για το συμφέρον τους και τον βαθμό που θα πάρουν-, με προκάτ ιδέες και έμπνευση.

Πολλοί ξέρουν γραφή, ελάχιστοι ξέρουν να γράφουν -πόσο μάλλον δημιουργικά. Κι αν τα μαθήματα δημιουργικής γραφής ήταν πανεπιστημιακό μάθημα, θα μας έκοβαν όλους με τέσσερα, ασορτί με τον υποταγμένο εγκέφαλο, που έχει μάθει να λειτουργεί σκυφτός, στα τέσσερα, και να μη σηκώνει ανάστημα.

400 λέξεις είναι πάρα πολλές. Του χρόνου το όριο λέξεων μπορεί να είναι μια ανάρτηση στο Χ (Τουίτερ). Και όσοι έχουν συνδρομή για το premium, να έχουν επιπλέον δυνατότητες -όπως και στη ζωή. Εναλλακτικά να επιλέγουν οι μαθητές από το διαδίκτυο μια εικόνα, που είναι χίλιες λέξεις -αλλά αυτό υπερβαίνει κατά πολύ το όριο.

Οι ειδικοί εκτιμούν πως το φετινό θέμα της Έκθεσης ήταν απαιτητικό. Ζήτησαν στα παιδιά να αναπτύξουν τη σκέψη τους περί δημιουργικότητας, που δεν την βρίσκουν πουθενά στο σχολείο, ούτε κατά λάθος. Για ποια χαρά και δημιουργική μάθηση μιλάμε, όταν η εκπαιδευτική διαδικασία μοιάζει με κάτεργο;

Τι σχέση έχει το σημερινό σχολείο με τέχνες, φαντασία και την αποκλίνουσα σκέψη -που τονίζεται στα συνοδευτικά κείμενα, ως στοιχείο της δημιουργικότητας; Πώς τα προωθεί όλα αυτά το κυνήγι της ύλης -όπου καταλήγεις να κυνηγάς την ουρά σου- και ο μαραθώνιος των εξετάσεων, ο αχαλίνωτος ανταγωνισμός και η επιφανειακή ομαδικότητα σαν εκπαιδευτικό άλλοθι; Το σχολείο δεν καλλιεργεί κλίσεις και ενδιαφέροντα. Οφείλει να καλλιεργεί δεξιότητες (πχ περιλήψεις, σύντομα κείμενα χωρίς ανάλυση). Οφείλει να μην καλλιεργεί την κριτική σκέψη, την αναλυτική ικανότητα και άλλα προσόντα που περισσεύουν στην αγορά εργασίας.

Αυτό το σχολείο είναι κατ’ εικόνα και ομοίωση της εργασίας: καταναγκαστικό. Απαραίτητο αλλά ποτέ ευχάριστο. Οτιδήποτε ωραίο και δημιουργικό γίνεται μακριά του, εκτός σχολείου, εκτός εργασιακού βίου, στον ελεύθερο χρόνο -ο υπόλοιπος είναι σκλαβωμένος στον κόσμο της μισθωτής δουλείας. Και ο νόμος του κέρδους επεκτείνεται άπληστα σε όλο το 24ωρο, για να υποδουλώσει κάθε λεπτό της μέρας, όλες μας τις ανάγκες και τις δραστηριότητες.

Αυτή η κοινωνία παράγει μαζικά άρτο (όχι για όλους) και φτηνά θεάματα, δημιουργούς περιεχομένου και καταναλωτικές στιγμές. Πασχίζει με το στανιό να επιβάλει-δημιουργήσει στιγμές χαράς, αλλά έχει ξεχάσει τη χαρά της δημιουργίας. Όσοι νιώθουν βαθιά την απουσία της, ψάχνουν υποκατάστατα, αναζητούν συχνά τον Δημιουργό (τους) και ένα νόημα ζωής, που μας το στερεί συστηματικά ο «σύγχρονος τρόπος ζωής», ακόμα και αν έχουμε πάρει απαλλαγή από τα Θρησκευτικά στο σχολείο.

Ετυμολογικά -και πρωτίστως κοινωνικά- η ρίζα της δημιουργίας είναι στον δήμο, δηλαδή στον λαό, το κοινωνικό σύνολο -και όχι στο άτομο και τον ιδιώτη -ή τους δήμιους που υπηρετούν το κράτος. Το σχολείο όμως σπανίως διδάσκει ετυμολογία στα αρχαία ελληνικά (ή πώς να είμαστε ετοιμόλογοι). Προτιμά να διαγωνιζόμαστε σε νεκρούς τύπους και άγνωστα κείμενα, που είναι μάλλον άγνωστο πώς ακριβώς πλουτίζουν τις γνώσεις μας και μας μορφώνουν.

Η κοινωνία του μέλλοντος θα είναι βασικά η κοινωνία της δημιουργίας. Ανθρωποκεντρική γιατί το είδος μας θα είναι στη θέση του δημιυργού (της ιστορίας και ενός νέου κόσμου). Όπου η δημιουργία θα είναι αυτοσκοπός και η βασική (αντ)αμοιβή για κάθε μας δημιουργική-εργασιακή δραστηριότητα. Και στις σημαίες της θα γράφει το σύνθημα «δημιουργώ, άρα υπάρχω».

Εκεί ο ελεύθερος χρόνος θα καταργηθεί στην πράξη, όχι με διατάγματα για 65ωρη εργάσιμη εβδομάδα, αλλά γιατί κανείς δε θα βαριέται στη δουλειά και δε θα κοιτάζει κάθε λίγο το ρολόι, που θα σημάνει το τέλος του εργασιακού μαρτυρίου. Και τη δε ημέρα εβδόμη θα συνεχίζει ακούραστος τις ίδιες ασχολίες, γιατί η δημιουργία δεν είναι ποτέ εξαντλητική και κοπιώδης.

Εκεί δε θα φτιάχνουμε απλώς πράγματα -να τα κατασκευάζουμε μηχανικά χωρίς να δημιουργούμε. Σε κάθε ασχολία θα βρίσκουμε ένα κομμάτι του εαυτού μας, δε θα νιώθουμε ξένοι από τον σκοπό της βασικής μας ασχολίας -που μας δίνει τον ορισμό της αποξένωσης. Ούτε θα περιμένουμε να φτιάξουμε οικογένεια, για να νιώσουμε πως δημιουργούμε κάτι (πάντα, αυστηρά και μόνο, σε προσωπικό επίπεδο, μακριά από τον δήμο και την κοινωνία).

Μένει άραγε χώρος για τον επίλογο;

Όχι, έχεις γράψει τις διπλάσιες λέξεις και κόβεσαι. Εδώ μετράμε λέξεις, πειθήνια προβατάκια (για να τα πάρει ο ύπνος και να μην αφυπνιστούν ποτέ ταξικά) και δεξιότητες. Όχι αριστερές φλυαρίες, αναλυτική ικανότητα, σφαιρική ανάπτυξη και άρθρωση λόγου που καταλήγει εκτός θέματος.

Οκ boomercomputer. Τον επίλογο ας τον γράψει η ιστορία. Δηλαδή εμείς. Εκτός οθόνης.

Τρίτη 27 Μαΐου 2025

Κυνήγι ξεφτίλας - Ας περιμένουν οι επιτυχόντες

Πότε καταλαβαίνεις ότι έχεις πιάσει πάτο σε αυτή τη ζωή;

Όταν μπλέξεις με το δημόσιο. Που δεν είναι δημόσιο γιατί είναι κράτος. Και η δουλειά του δεν είναι γενικά το κοινό καλό (πού το ’δατε αυτό γραμμένο; Α, ναι, στο Σύνταγμα. Καλά, ντάξει...) αλλά η εξουσία των ισχυρών που υπηρετεί. Κι αν έχεις διαβάσει Βλαδίμηρο στα νιάτα σου, δύο κάπα και ένα ε, Κράτος Και Επανάσταση, στο πρώτο σου το γάλα, και δεν κατάλαβες τι είναι το κράτος και αναμασάς τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα για τις καλές εθνικοποιήσεις, πρέπει να γυρίσεις πίσω στα βασικά, στην κομμουνιστική αλφαβήτα -έστω από το αναγνωστικό των Μπουχάριν, Πρεομπραζένσκι-, γιατί πιάστηκε μαρξιστικά αναλφάβητος που έλεγε η Αλέκα. Και δε χρειάζεται να ’σαι ο Κύρος (Γρανάζης), για να καταλάβεις πάνω στην πυρά πόσο δίκιο είχε και πως χωρίς επαναστατική θεωρία, γρανάζι δε γυρνά. Α for Αλέκα, B for Βλαδίμηρος, ΑΒ, και του Πούτιν η διεθνής -όπως λέμε και του πουλιού το γάλα.

Τι λέγαμε όμως; Α ναι, για τον πάτο και την ξεφτίλα.


Ξεφτίλα είναι να πασχίζεις να πάρεις, μετά κόπων και βασάνων, ένα πτυχίο και να μην μπορείς να δουλέψεις στο αντικείμενό σου, όχι γιατί δεν υπάρχουν κενά αλλά γιατί δε γίνονται προσλήψεις. Κι όταν βγουν θέσεις, να αρχίζει ο κανιβαλισμός, ποιος θα προλάβει να κάτσει, σαν τις μουσικές καρέκλες, αλλά χωρίς παιχνίδι, σκέτος αγώνας επιβίωσης, όπως στα squid games.

Κι αν τελικά βγουν, να σου λένε πως δε φτάνει το πτυχίο σου, είναι επισήμως κουρελόχαρτο για λαδόκολλα, και ότι πρέπει να δώσεις ΑΣΕΠ, να διαγωνιστείς για τις γνώσεις σου στο αντικείμενο, αν ξέρεις να συσχετίζεις τα σταφύλια με ένα τσαμπί γάντια ή ένα κασκόλ, τεστάκια νοημοσύνης που υποτιμούν τη νοημοσύνη σου. Ή να βρίσκεις το σωστό σχήμα, όπως παλιά στα περιοδικά με τα σταυρόλεξα, αλλά η σκιαγράμμιση είχε φτάσει ως μουτζούρα σε κάποια εξεταστικά, και είχαν δοθεί διευκρινίσεις κατόπιν εορτής, οπότε ακυρώθηκαν για λόγους ισοτιμίας. Οργάνωση και υπευθυνότητα, πάνω από όλα.

Κι αν μπεις μετά να κάνεις την αίτηση, σου βγαίνει η πίστη του άπιστου, γιατί σέρνεται το σύστημα και πέφτει, ανατροπή σε συνθήκες κατάρρευσης νεύρων, επιτρέπεται να πέσεις, επιβάλλεται να σηκωθείς, κατά τα ξημερώματα που δεν μπαίνει πολύς κόσμος και κάνεις τη δουλειά σου.

Το σύστημα σέρνεται σαν το ηθικό μας, μια ζωή στο έρπειν, έρπεα πτερόεντα που δεν κάνουν ποτέ την επουράνια έφοδο και μια ωραία ιστορία αλλά δεν έχει δρακογενιά και κόμμα να την γράψουν. Αλλά εμείς θα την φτιάξουμε την οργάνωση -ακόμα και στους επιτυχόντες του ΑΣΕΠ- χαμένε, διότι τίποτα δεν πάει χαμένο, όταν οργανώνεται για να νικήσει. Διαγωνιστείτε -μας λέγανε-, θα δείτε μια νέα, «ψηφιακή Ελλάδα» -μας λέγανε. Ελλάδα 2-0, νικήσαμε χωρίς αντίπαλο, άνευ αγώνα, αλλά χωρίς αγώνα δε χαρίζεται τίποτα, απλώς δεν ξέρεις ποιον παλεύεις να νικήσεις. Α, ναι. Το τέρας της γραφειοκρατίας.

Πίνεις το πικρό ποτήρι ως τον πάτο, σταγόνα-σταγόνα, για να τελειώσει το μαρτύριο της αίτησης και να πάρει σειρά το επόμενο. Αναμονή, υπομονή, μην είστε τόσο βιαστικοί, γιατί τέτοια πιλάλα; Πίνακες, προσωρινά αποτελέσματα, αλλά η επισφάλεια είναι μόνιμη, λίγη ακόμα αναμονή. Οι συνθήκες ωρίμασαν, η προκήρυξη πάλι όχι, εμείς σαπίζουμε και βράζουμε στο ζουμί μας, και λιώνουν τα νιάτα μας -τα ποια;- στην ανεργία.

Αλλά ο αναμένων νικά, την επόμενη φορά θα είσαι μέσα, βγαίνει από μέρα σε μέρα η ανακοίνωση, να την πετιέται. Α, όχι, είναι για τον επόμενο διαγωνισμό του ΑΣΕΠ, που ακυρώνει την επιτυχία στον πρώτο. Οι διαδικασίες επισπεύδονται, τα φροντιστήρια πιέζουν, διαφημίζουν νέα τμήματα -κλέφτες να γίνουν δηλαδή; Τι να κάνει και το κράτος, να κάτσει να προσλάβει;

Ας περιμένουν οι επιτυχόντες. Σαξές στόρι και μαλακίες. Ας ξαναδώσουν στον επόμενο διαγωνισμό, τόσα κορόιδα υπάρχουν -και βασικά, τόση απελπισία. Τι θέλουν δηλαδή; Να γίνουν κρατικοδίαιτοι -σαν τους εργολάβους και τα μονοπώλια; Ασφάλεια, μονιμότητα και βόλεμα; Μια σίγουρη βάση να πατήσουν στα πόδια τους, να ανοίξουν σπίτι, οικογένεια, να κάνουν σχέδια και άλλα τέτοια μικροαστικά;

Δεν κάνουν καλύτερα κάνα παιδί, να λύσουν το πρόβλημα της υπογεννητικότητας; Και ας μην κάνουν όνειρα τρελά -με Δάκη, θωρακισμένη Μερσεντές και δέκα φέτες τοστ. Ας γίνουν επιτέλους ευέλικτοι, ανοιχτοί στις προκλήσεις της αγοράς, της ανοιχτής κοινωνίας. Και ας πάψουν να πιστεύουν τον πρώτο κυβερνώντα που εξαγγέλλει θέσεις. Η ελπίδα είναι το βασικό συστατικό της απελπισίας. Χωρίς αυτήν, θα ήμασταν όλοι ελεύθεροι -διαβάστε λίγο Καζαντζάκη, να ξεστραβωθείτε.

Βγαίνει στο ενδιάμεσο η προκήρυξη 8Κ, ο δεύτερος γύρος με τα δικαιολογητικά -δεν είναι ο τελικός- και την επίκληση του μητρώου, που είναι καθαρό από δοσοληψίες με το δημόσιο και μόρια προϋπηρεσίας (στον ιδιωτικό τομέα δε μετράει τι έκανες). Μπαίνεις να ενημερώσεις το μητρώο, κολλάει η σελίδα του ΑΣΕΠ -έτσι για αλλαγή-, αρχίζεις να βλέπεις κύκλους, βλέπεις τον κέρσορα να εξαφανίζεται, να γίνεται φαύλος κύκλος, να γυρνάει χωρίς σκοπό, η στρογγυλοποίηση των πάντων, περίπου δουλειά, περίπου ζωή, όλα είναι κύκλος.

Μην το βλέπεις έτσι, η ζωή εξελίσσεται διαλεκτικά, με σπείρες και συμμορίες, επιστρέφουμε στην αφετηρία -σαν τη Μονόπολη- αλλά σε ένα ανώτερο επίπεδο (για τα κέρδη των άλλων) ή σε κατώτερο, σαν την αρνητική διαλεκτική του Αντόρνο, αναλόγως την ταξική σκοπιά, γιατί δε σε αφήνει να αποθηκεύσεις τις αλλαγές και πάλι από την αρχή, σαν τον σύντροφο Σίσυφο -μια συλλαβή μας χωρίζει. Βράχο, βράχο τον καημό μας...

Κι εκεί καταλαβαίνεις πως αυτό είναι το νόημα αυτής της φάσης, μια γελοία, ευτελής διαδικασία, που σε γελοιοποιεί και σε ξεφτιλίζει σαν άνθρωπο, σαν έλλογο υποκείμενο, σε κάνει να νιώθεις μαλάκας, κατώτερος, να ανακαλύπτεις το νόημα της ξεφτίλας, και αυτός είναι ο βασικός της στόχος. Αν μάθεις να τα λούζεσαι όλα αυτά, δε θα αντιδράσεις ποτέ, μπορείς να υποστείς τα πάντα, να σκύβεις στωικά το κεφάλι, να κατηγορείς τον εαυτό σου για όσα σου συμβαίνουν, και έτσι σκυφτός, θα βλέπεις μονάχα προς τα κάτω, τη μικρή εικόνα, τι είναι κάτω από τον πάτο και πώς θα το ανακαλύψεις, πώς μπορείς να συρθείς καλύτερα, με «ευνοϊκούς όρους», να διαχειρίζεσαι την ξεφτίλα, να κάνεις κρεμαστάρια τις επουράνιες εφόδους και άλλες τέτοιες θρησκευτικές ανησυχίες.

Γιατί αλλιώς μπορεί να καταλάβεις.

Ότι είναι ξεφτίλα να έχεις προσόντα, κλίσεις, ικανότητες -όπως καθένας από εμάς- αλλά να μη βρίσκεις δουλειά, να πρέπει να τα περιφέρεις στο μισθωτό σκλαβοπάζαρο για να τα πουλήσεις, να κρίνεσαι κυρίως από τη δεξιότητά σου να προωθείς τον εαυτό σου στην αγορά, από το πόσο καλός είσαι στην εκπόρνευση της εργατικής σου δύναμης.

Ότι είναι ξεφτίλα όλη αυτή η ταλαιπωρία, να τρως στη μάπα την αδιαφορία του κράτους, και από πάνω να ακούς πληρωμένους επαίνους για την ψηφιακή Ελλάδα, τη διοικητική μεταρρύθμιση του Πιερρακάκη, που μας έβαλε στη νέα εποχή, άλλαξε ριζικά το τοπίο και τα έκανε όλα αυτόματα -εκτός από τις αιτήσεις και το μητρώο.

Ότι είναι ντροπή -και ντρέπομαι- τα αήττητα στερεότυπα για τους δημόσιους υπαλλήλους, τους βολεμένους, τους ανεύθυνους, τους πήξε-δείξε, την αιτία της κρίσης και του κακού, που ροκανίζουν τα λεφτά του φορολογούμενου. Ενώ στην πράξη παίρνουν λιγότερα από ό,τι 15 χρόνια πριν (και αυτά επί 12, χωρίς δώρα), χωρίς να υπολογίζουμε την ακρίβεια που θερίζει, και τις θέσεις που χηρεύουν γιατί πχ κανείς μηχανικός δεν είναι τόσο απελπισμένος για να πάει στο δημόσιο -κι ας έμεινε άνεργος στα χρόνια της κρίσης, που κακομελέτα και ξανάρχεται.

Ότι είναι ξεφτίλα να μας υψώνουν το δάχτυλο τα κρατικοδίαιτα κανάλια και η κυβέρνηση με τις στρατιές των μετακλητών, βάζοντας τώρα στόχο την άρση της μονιμότητας, για να μας γυρίσουν στον 19ο αιώνα. Ότι είναι ντροπή να μιλάνε για αξιολόγηση οι κρατούντες που υποβάλλουν σε τόσα μαρτύρια υποψήφιους υπαλλήλους και δεν μπορούν να κάνουν έναν σοβαρό διαγωνισμό -η αξιοπιστία δεν μπαίνει καν στη συζήτηση.

Ότι είναι ντροπή να επικαλούνται τον κανόνα 1 προς 1, που ισχύει γενικά για το δημόσιο ως σύνολο, αλλά αφήνει νοσοκομεία και σχολεία να ρημάζουν. Κι εσύ νιώθεις σαν τον Καλογερόπουλο στο «μάθε παιδί μου γράμματα», στην έκθεση που έγραφε για τον τόπο του, ο οποίος παράγει μαζικά (και αποκλειστικά) παπάδες -και μπάτσους, περιπολικά κοκ.

Ότι είναι ξεφτίλα να επιχειρούν οργανωμένα να μετακυλήσουν την ευθύνη, ότι όλοι φταίμε για αυτή την κατάσταση, κι ο καθένας προσωπικά που δε βρίσκει δουλειά, δεν είναι αρκετά ικανός και ευέλικτος. Κι αν δεν έχεις τα εργαλεία να αναλύσεις θεωρητικά την πραγματικότητα, τα χάφτεις όλα αυτά, τα εσωτερικεύεις και τρέχεις σαν τον Βέγγο στις ταινίες του -στη ζωή ήξερε ποιος και τι φταίει-, να κυνηγάς την καλή, δηλαδή μια θεσούλα, δηλαδή κάτι ψίχουλα ή κοκαλάκια, σαν καλό και υπάκουο κυνηγόσκυλο, που γεμίζει σάλια την εξουσία και δεν ξέρει γιατί δε βρίσκει παρά μόνο νέους πάτους στο βαρέλι και πώς έφτασε να κυνηγά την ουρά του αντί για την ευτυχία ή -έστω- την αξιοπρέπεια.

Δευτέρα 12 Μαΐου 2025

Για τη μαμά πατρίδα

Ήταν 77 αλλά έκρυβε τρία χρόνια, για να έχει ίσως την ίδια ηλικία με τη Σοβιετία και τον σύντομο εικοστό αιώνα, ακολουθώντας βίους παράλληλους, ως το τέλος.

Είχε πολλά προβλήματα, που την περικύκλωναν ιμπεριαλιστικά. Και δεν υπάρχει σαφής -ή μόνο μία- απάντηση για το τελικό αίτιο. Ίσως ήταν άθλος που έφτασε ως εδώ, από μια άποψη. Μπορούσε όμως να ζήσει παραπάνω, και μας έμεινε η απορία γιατί δεν αντέδρασαν οι μάζες, στον τόσο σύντομο επίλογο. Μας άφησε να αναρωτιόμαστε αντιδιαλεκτικά τι θα μπορούσαμε να αλλάξουμε, να κάνουμε αλλιώς, για να αποτρέψουμε το μοιραίο και να μην προσμένουμε ένα ιατρικό θάμα, άπραγοι και αμήχανοι, σαν τους μοιραίους του αγαπημένου της Βάρναλη.

Ό,τι κάνουμε σε αυτήν τη ζωή, πρέπει να αφορά τη ζωή -πριν δρομολογηθεί το τέλος. Δεν έχουν νόημα οι ύμνοι εκ των υστέρων, για να δείξουμε όψιμη αφοσίωση στη μαμά πατρίδα. Και αν μιλάμε για αγάπη, αυτή (πρέπει να) είναι πάντα έλλογη. Να μην είναι τυφλή υπεράσπιση, αλλά να προσφέρει το οξυγόνο της κριτικής. Να μην πάμε πάντα με τα νερά της, για να μη βρούμε σε ύφαλο-παγόβουνο και ναυαγήσουμε. Ο πάγος έσπασε...

Και τον δρόμο που χαράχτηκε, πρέπει να τον βαδίσουμε ξανά. Τα ίδια μέρη, τα ίδια σταυροδρόμια, της αρετής και της κάλπικης κακίας. Το όψιμο μίσος κι ο μηδενισμός για τη Σοβιετία, είναι αντεστραμμένη αγάπη -δεν αποτινάσσει το Οιδιπόδειο. Και αν -στον αντίποδα- συνεχίζεις να βλέπεις παντού το πρόσωπό της, στη Ρωσία του Πούτιν και την Κίνα της Cosco, δε δείχνεις οξυμένο κριτήριο και στράτευση, αλλά άρνηση να αποδεχτείς την πραγματικότητα. Κάτι σαν τα στάδια του πένθους της μαρμότας, που δεν έχει θεραπευτεί.


Έφυγε λίγο πριν τη μέρα της μητέρας (πατρίδας) και τη μέρα της αντιφασιστικής Νίκης. Κι όσο δε χτίζουμε το δικό μας κράτος, η μόνη πατρίδα για κάθε προλετάριο, είναι τα φαγητά της και η παιδική μας ηλικία.

7 Μαΐου και ο δρόμος το ίδιο παγωμένος/ σβήνουν τα βήματα, τα όνειρα, σενάρια της βροχής (...)
Έχουμε χάσει την επαφή, σαν εξωγήινοι ρομαντικοί, που κυριέψαν μία πόλη κι έχουν ξεχάσει στην τσέπη το κλειδί
.

Το κλειδί είναι πάνω στην Κερκόπορτα. Το κλειδί είναι κάτω απ’ το γεράνι.

Στα τελευταία της έλεγε και ορισμένες ασυναρτησίες, σαν τον «σοσιαλισμό της αγοράς» και τα «οικουμενικά προβλήματα» της ανθρωπότητας, αρχή άνοιας και καλπάζουσας αντεπανάστασης. Είχε μια άρνηση να δει τα οξυμένα προβλήματα και να τα αντιμετωπίσει δραστικά. Έλεγε πως όλα ήταν καλά, κι ας ήταν εμφανές το αντίθετο. Δεχόταν πιέσεις από τη βάση, αλλά υπήρχαν πάντα καλές δικαιολογίες για την αναβλητικότητα. Η πανδημία, οι περιορισμοί, η ιμπεριαλιστική περικύκλωση, τα αγριογούρουνα που είχαν φάει κάτι αηδίες -από το γυράδικο στη Λαμπράκη. Και τα τελευταία ντολμαδάκια που άρπαξαν κι αναγκάστηκε να τα φάει μισοκαμένα ο 89άρης του σπιτιού, βλέποντας τα διδάγματα του τέλους της ιστορίας. Και που λες, Ευτύχη, ευτυχία δε βρήκατε...

Ήταν ανασφαλής γίγαντας με πήλινα πόδια, εσωστρεφής, περιχαρακωμένη στα σύνορά της, χωρίς πολλή διάθεση για εξόδους και ανοίγματα. Κατέληξε ένας υπερτροφικός, βραδυκίνητος οργανισμός, που δεν είχε (αρκετό) οξυγόνο. Κι έφυγε όταν γεννήθηκαν φρούδες ελπίδες για την ανασυγκρότηση και η μακάρια ψευδαίσθηση πως βελτιωνόταν, ότι βλέπαμε φως στην άκρη της στενωπού.

Έφυγε παλεύοντας να πιάσει το τρένο της ΕΤΕ, να καταλάβει μουδιασμένη τι λένε τα κομπιούτερς και οι αριθμοί (ή κάτι τραβηγμένοι συνειρμοί στα κείμενα της κε του μπλοκ) και γιατί της στέλνει συνταγές στο Viber ο Πετρατζίκης. Κάτι κατάφερνε, όχι πολλά πράγματα, αλλά μην τα μηδενίζουμε όλα, έχει και λίγους άσους: 0-1-0-0-1-0-1.

Δεν πρόλαβε να δει τη σπορά της Νίκης να δίνει καρπούς. Αλλά δεν άνθισε ματαίως. Βοήθησε να καλλιεργήσουμε πολλά καλά στοιχεία. Κι αν ευθύνεται για κάποια στραβά, αυτή ήταν -και αυτοί είμαστε, όπως έλεγε και μια κούπα της, που δεν πρόλαβε να εγκαινιάσει.

Ήταν στη σωστή πλευρά της ιστορίας, πάντα και αδιαπραγμάτευτα απεργός, τότε που γίνονταν απεργίες διαρκείας και δεν υπήρχε το σάπιο άλλοθι «δε βγαίνει τίποτα με μια 24ωρη». Φίλος του λαού και του λόγου (φιλόλογος), με κόκκινο στιλό και σκέψη, πρόθυμη για βοήθεια και διορθώσεις, σημείο αναφοράς για πολλούς μαθητές στην τάξη και προπαντός για τους αγώνες της τάξης τους -πρώτο μάθημα ο αγώνας.

Αποστάτρια ενός δεξιού οικογενειακού περιβάλλοντος, έκλεισε οδυνηρό συμβιβασμό στο Μπρεστ-Λιτόφσκ να βαφτίσουν το παιδί, με αντάλλαγμα μια κόκκινη ψήφο της γιαγιάς -που δε μου βγαίνει χρονικά, και κανείς δεν ξέρει ποτέ τι γίνεται πίσω από ένα παραβάν και το χρυσούν παραπέτασμα του κόσμου του κέρδους.

Βραχνή, σχεδόν αντρική φωνή, που την επέτεινε ο μακροχρόνιος έρωτας με το τσιγάρο, τσαμπουκάς -μικρογραφία της Λιάνας, αλλά μόνο πολιτικά ορθόδοξη-, με σγουρά χαρακτηριστικά μαλλιά, που στο κοντό τους είχαν κάτι από Ρήγα Φεραίο -όπως έλεγε ο 89άρης. Αλλά συλλογιόταν καλά και ελεύθερα. Ακολουθούσε πιστά το Κόμμα, αλλά δεν τσίμπησε ποτέ τη φόλα του προβεβλημένου φωστήρα Μίμη. Και -ενάντια στα εφόδια της γενιάς της- δεν πείστηκε για την επίσημη θέση για τα ομόφυλα ζευγάρια.

Κι αν δεν ήταν ακόμα οργανωμένη, δε φταίει ότι δεν πήρε θέση όταν όλα τα έσκιαζε η φοβέρα της αντεπανάστασης και τα πλάκωνε η μισθωτή σκλαβιά. Αλλά ότι διαλύθηκε το οργανωτικό σύμπαν και πολλές οργανώσεις (ΚΟΒ) στους εκπαιδευτικούς πήγαν και έπεσαν στον γκρεμό του αναθεωρητισμού -έναν είχαμε, τον πήραν χτες, καλοί άνθρωποι ήταν, αλλά τους κατάπιε ο βάλτος.

Είχε μικρές, ανεπαίσθητες υποχωρήσεις σε θέματα συνείδησης, όσο ένιωθε πως μεγαλώνει και κινδυνεύει -κάνα φυλαχτό, ενδοτική στάση στο μεταφυσικό εν όψει του Μεγάλου Πατριωτικού Πολέμου. Είχε όμως μια μεγάλη καρδιά -αδύναμη και με αδυναμία στους αδύνατους και τον αγώνα τους. Και γινόταν μια μεγάλη σοσιαλιστική πατρίδα, που κάλυπτε δωρεάν τις βασικές ανάγκες: σίτιση, στέγαση, φροντίδα, περίθαλψη. Ένα μικρό κοινωνικό κράτος, με λίγα στοιχεία ελέγχου και καταστολής, όπως κάθε κράτος -ακόμα και εργατικό. Με απεριόριστη, μητρική -σοβιετική θα λέγαμε- αγάπη, δίχως όρους και προαπαιτούμενα -όπως την όριζε ο Φρόιντ. Και μια λανθάνουσα τάση για μικρές επεμβάσεις, αν της άφηνες χώρο, που σου αφαιρούσαν τον ζωτικό χώρο (αυτά είναι επικίνδυνα, ναζιστικά πράγματα) και δεν άφηναν πολύ χώρο για ιδιωτικότητα -τι τους θέλουμε τους ιδιώτες. Ένα δίχτυ κοινωνικής προστασίας, που σε τύλιγε ασυνείδητα, και μπορούσε να φτιάξει ένα περιβάλλον γυάλας, στο οποίο κλείστηκε τελικά και η ίδια, σαν τη σοβιετική πατρίδα.

Δεν ήταν τέλεια, χωρίς αντιφάσεις, αλλά ήταν υπαρκτή -και τώρα όχι. Και άφησε πίσω της συντρίμμια μιας γενικής κατάρρευσης, που μπορεί να ήταν και ανατροπή, κι ας μην ανατρέψαμε τα δεδομένα που προδιέγραφαν την ήττα. Δεν ήταν προχωρημένος, ολοκληρωμένος σοσιαλισμός αλλά ήταν μια μικρή σοβιετική πατρίδα, με τα καλά της και τα στραβά της. Στην τελική, ποιος σοσιαλισμός δεν έχει αδυναμίες -εκτός από αυτόν που φτιάχνουμε στα όνειρά μας; Και βασικά, ποιος σοσιαλισμός δεν είναι καλός -όσα κι αν έχει στραβά;

Ήταν ωραία, ιδίως στα νιάτα της, όπως είναι πάντα η νιότη του κόσμου. Κι αν φτωχική την βρήκαμε, δε μας γέλασε. Μας πλούτισε στη διάρκεια του ταξιδιού. Και τώρα μοιάζει φτωχική η ευχή «καλό ταξίδι», λες και είναι βιβλίο που εκδόθηκε, ενώ είχε να γράψει πολλές σελίδες ακόμα στο δικό της.

 


Η Νίκη πέθανε. Οι ήττες μας είναι αθάνατες. Αήττητες σαν τον θάνατο.
Ή όπως θα έλεγαν στους Απόντες του Γραμματικού.
Οι καλύτεροι δεν πιστεύουν πια σε τίποτα και οι χειρότεροι είναι διψασμένοι για νίκες.
Στη Ριτσώνα, αδελφές μου ΛΔ, στη Ριτσώνα. Τα καράβια μου καίω.
Αλλά αν δε ρίξεις στην πυρά στο νερό τα καράβια, αν δεν ταξιδέψουν, δεν υπάρχουν.
Και αν δεν καείς εσύ, αν δεν καώ εγώ...
Το καμένο χώμα βγάζει, έτσι και πέσει μια βροχή/
τα ωραιότερα λουλούδια που ’χω δει. 

Και η αντεπανάσταση είναι μια απλή μεταβολή της ύλης.

Κι αν δεν πιάνεις όλες τις αναφορές και τα λογοπαίγνια, δεν πειράζει. Μάζεψέ τις και θα τις πιάσουμε μετά.

Παρακαλώ θερμά, μην αφήνετε σχόλια επί του προσωπικού.
Θα καταλήγουν ούτως ή άλλως στα ανεπιθύμητα.

Πέμπτη 10 Απριλίου 2025

Ψήσου να κάνεις καμιά απεργία

 -Για πες, τι κόσμο είχε στην απεργία;
-Εντάξει, κάτι είχε. -Δηλαδή;
Κι αρχίζουμε διάλογο από «Τρεις Χάριτες», Ρέππας-Παπαθανασίου.

Μπροστά στον Φασούλα είναι κοντός. Μπροστά στον Θανασάκη Κανελλόπουλο, είναι ψηλός.
Και ποιος είναι τώρα αυτός, θα μου πεις, νεαρέ αναγνώστη -αν υπάρχεις. Τι να σου λέω. Ο Φασούλας τουλάχιστον σου λέει κάτι;
Μια μέρα θα το γράψει η ιστορία, ένας Πασόκος δύο μέτρα δεκατρία...

Εντάξει, λίγο παλαιακό χιούμορ, αλλά δεν πειράζει. Αρκεί να μην έχουμε παλαιακά πολιτικά σχήματα, για κυβερνήσεις, στάδια και φιλολαϊκές κρατικοποιήσεις.


Το γενικό νόημα είναι πως αν μιλούσαμε για οποιαδήποτε απεργιακή μέρα, η προσέλευση ήταν ικανοποιητική -δεδομένου ότι έγιναν ξεχωριστές συγκεντρώσεις σε Πειραιά και Λαύριο. Αν όμως πάρεις ως μέτρο σύγκρισης τις πρόσφατες διαδηλώσεις, δεν τις πλησίασε ποτέ, ούτε σε όγκο, ούτε σε δυναμική. Και όπως λέει ένας Κομαπίτης (μεταλλαγμένος Ναρίτης) έμοιαζε κάπως σαν επιστροφή στις εργοστασιακές ρυθμίσεις. Και ας μην είναι ακριβώς έτσι.

Γιατί δεν μπαίνεις δυο φορές στο ίδιο ποτάμι, είτε είναι μεγάλο, φουσκωμένο, σαν την οργή του λαού, είτε μοιάζει καλοκαιρινό κι έτοιμο να στερέψει -μα πάντα είναι οι όχθες βίαιες, που το συγκρατούν στην κοίτη του. Και γιατί μπορεί να «ξανάρθει η ρουτίνα και να ξανάρθουνε βροχές, μα... κάτι άλλαξε από χτες», που λέει ο τροβαδούρος. Κι ας μην ξέρουμε πότε θα ξαναδώσει καρπούς.

Ανάμεσα στο υπεραισιόδοξο κλισέ «νέκρωσαν όλοι οι χώροι δουλειάς» και την αφ’ υψηλού, ξινή εκτίμηση για «ψόφια πράγματα» και μια συγκέντρωση «σαν μνημόσυνο», υπάρχουν μια σειρά διαβαθμίσεις και οι 50 αποχρώσεις της ζωής -χωρίς κεφαλαίο και χωρίς κεφάλαιο. Το βασικό ήταν που σπάσαμε την καταθλιπτική σιωπή των ημερών, τα γραφειοκρατικά μικροαστικά έθιμα που τιμούν τη «βουβή βδομάδα» που διανύουμε και μας θέλουν σιωπηλούς συνένοχους στο έγκλημα, εν αναμονή των παθών, μιας ακόμα σταύρωσης, μιας ακόμα κοιλάδας Τεμπών. Και μιας μακρινής δευτέρας παρουσίας που θα μας λυτρώσει κάποτε, αν είμαστε φρόνιμοι, χωρίς ταξικές αμαρτίες ανυπακοής και δυσπιστίας.

Το τείχος της σιωπής σπάει μόνο όταν μιλάμε με πράξεις. Αλλιώς εντείνεις απλώς τη φλυαρία, των ΜΜΕ και του πληκτρολογίου -κατά κανόνα η δεύτερη ακολουθεί πιστά την πρώτη- και την απάθεια. Κι ο νόμος της αδράνειας είναι το δίκιο του ισχυρού που δε θέλει να αλλάξει τίποτα και επιβάλλει τη σιωπή ή μια «πολυφωνική» βαβούρα, για να μην αρθρώσουμε ποτέ ταξικό λόγο και όραμα.

Κι αν η μόνη φορά που ανοίγεις το στόμα σου είναι για να χλευάσεις όσους απεργούν και κατεβαίνουν στον δρόμο -γιατί δεν τολμάς να μοιραστείς τον αγώνα τους και να κάνεις ό,τι σου αναλογεί-, κάπου κάτι κάνεις λάθος, γιατί λες χωρίς να κάνεις. Οπότε πάρ’ το απ’ την αρχή και ξεκίνα απ’ τα βασικά, από το Κύτταρο, όπου είχε live την Τρίτη ο Σφαλμάνης, το πήρε σερί και έδωσε νέα διάσταση στην έννοια της επαγρύπνησης. Ψήσου να κάνεις και καμιά απεργία.

Και πού ’σαι, Αντώνη. Αν καμιά φορά κοιτάω/ακούω μουδιασμένος το χιπ-χοπ, σαν την αμηχανία της γενιάς μου για τους κώδικες των σημερινών εφήβων, ή αν εμβαθύνω στους στίχους λιγότερο και από ό,τι η «Εφηβεία» στο πρόβλημα, δεν πειράζει. Το βασικό είναι να μη βλέπεις αμήχανος, από μακριά (και απατημένος), τα επεισόδια της ταξικής πάλης που κινούν τον τροχό της ιστορίας. Κι η ζωή κυλά, ακόμα και αν μένει στάσιμη, χωρίς να κοιτά τη δική μας ανυπομονησία να τσουλήσει γρήγορα.

Στα στιγμιότυπα της μέρας η κε του μπλοκ ξεχώρισε:

-Το πανό των εργατών από το Μπαγκλαντές, που έχουν σταθερή παρουσία σε όλες τις κινητοποιήσεις. Έρχονται οι «ξένοι» και σας παίρνουν την ταξική συνείδηση...

-Τη θλιβερή (κάτι σαν) παρουσία της ΓΣΕΕ και λοιπών δημοκρατικών δυνάμεων, να μετρούν της αγάπης την ουσία στην απουσία σε ρόλο κομπάρσου. Ντάξει, όμως, γίνεστε λίγο άδικοι. Σποτάκια στο ράδιο έπαιξαν, γυαλιστερά φυλλάδια είχε, τι άλλο να κάνουν οι εργατοπατέρες -όλα αυτοί πια;

-Τις πολλές καινούριες πληροφορίες για το δημιουργικό χάος σε κάποια Σωματεία του Δημοσίου, που δεν ακολουθούν απαραίτητα τις αναδιατάξεις των υπουργείων, με το μοίρασμα τομέων και αρμοδιοτήτων, και μπορεί να καλύπτουν πολλούς χώρους ή κτίρια, αλλά εν τω μεταξύ ξεφυτρώνουν άλλοι «σύλλογοι εργαζομένων», που βασικά ασχολούνται με εκδρομές και εκπτώσεις. Και ξέρεις το πρόβλημα δεν είναι οργανωτικό, αλλά ότι είναι τσάτσοι τελειωμένοι, χωρίς ίχνος τσίπας.

-Μια «προσωπική» διεθνιστική ερευνητική νότα από την Γκρενόμπλ, γιατί «εμείς θα την φτιάξουμε την οργάνωση», και αν γλιτώσει το παιδί υπάρχει ελπίδα, και ας μην πιάναμε τίποτα παλιά στο ακουστικό, με μασημένες κασέτες και τραγουδιστές προφορές, όπου έπιανες λιγότερα και από ηχογράφηση βωβού κινηματογράφου, σε μια βουβή βδομάδα, πλήρους αφωνίας των ΜΜΕ. Μάθαμε όμως να ακούμε τον άλλον και ας μη βγάζουν πάντα νόημα αυτά που λέει -που είναι στοιχείο πολύτιμο για τις εξορμήσεις. (Κάτι δικά μου, δεν πειράζει αν δε βγαίνει νόημα).

-Τα πηγαδάκια (μικρά προς το παρόν) για τη Ζωή και τον έρωτά της με τον Λαμπρούλη, που φουντώνει κάθε φορά που θέλει να καλύψει τις συστημικές της κουτσουλιές, σαν τα Ωνάσεια ή την ψήφο για να αρθεί η ασυλία του Δελή, διότι δε συνεμορφώθη προς τας υποδείξεις σε μια διαδήλωση στη ΛΔ του Βορρά.

-Την ομιλία του νέου προέδρου της ΕΙΝΑΠ, Γιώργου Σιδέρη. Που πρέπει να είναι και σιδερένιος και χαλκέντερος για να αντέξει τον ανελέητο παροξυσμό και τις αφόρητες εμμονές του ΠιΤζι, στο πληκτρολόγιο και στη ζωή -απ’ την ΕΙΝΑΠ, ως το Περιστέρι.

-Την ομιλία του Σταμούλη από την Ομοσπονδία Τροφίμων-Ποτών. Που αν δεν την πρόσεχες και έβλεπες μετά το ρεπορτάζ του 902, διάβαζες ότι «συνεχίζουμε τον αγώνα ενάντια σε ένα σάπιο κράτος που δεν μπορεί να προστατέψει ούτε τα πιο στοιχειώδη δικαιώματά μας». Και καλά έκανε, που έδωσε βάρος στην ουσία και όχι στις «ηχηρές» λεπτομέρειες. Πχ για «κάτι τραγικούς τύπους», που όταν κατάλαβαν πως δε θα εκλεγούν στα όργανα, έκαναν «ακηδεμόνευτο» ψηφοδέλτιο με στέλεχος της ΝΔ, έμπλεξαν τα δικαστήρια για να ακυρώσουν συναδέλφους τους και είδαν «ιστορική ευκαιρία» σε μια πρόταση του ΣΕΒ που άφηνε έξω τους μισούς και παραπάνω εργαζόμενους. Αλλά βρήκαν θερμή υποδοχή από τζιμάνια της αστικής δημοσιογραφίας και αγωνιστές του πληκτρολογίου. Και για όλα αυτά, δύσκολα θα βρεις κάτι στα πρόθυμα ΜΜΕ.

-Και την... «απρόσμενη» μεταστροφή των ΜΜΕ, που ξέχασαν τις πολύωρες ζωντανές συνδέσεις με το Σύνταγμα και άλλες πόλεις και γύρισαν στις εργοστασιακές τους ρυθμίσεις, θάβοντας την απεργία -αφήνοντας μπουκάλα όσους πίστευαν πως θα συνεχίσουν να ανεμίζουν τα αγωνιστικά λάβαρα.

Κι αν μένει κάτι ως επιμύθιο, είναι ότι ακόμα και «απαξιωμένα», τα ΜΜΕ (κανάλια, μέσα και λοιπούς διαύλους επιρροής) έχουν ακόμα, δυστυχώς, τη δύναμη να κατευθύνουν - χειραγωγούν τις αυθόρμητες διαθέσεις του κόσμου. Τουλάχιστον πιο εύκολα- από ό,τι ο δικός μας πόλος, με την αναντικατάστατη δουλειά μυρμηγκιού που ονειρεύεται να βγάλει φτερά και να πετάξει.

Και έτσι στο τέλος της ημέρας, βλέπεις κάποιους δικούς μας -ή κοντινούς μας- να τα βάζουν με τον κόσμο, που θέλει ηχητικά με τα θύματα για να συγκινηθεί και να κατέβει ή πίστεψε πως μια φορά στον δρόμο ήταν αρκετή για να τα αλλάξει όλα, μια και έξω. Κάποιοι άλλοι τα βάζουν με την οργανωμένη πρωτοπορία, που δεν έπιασε το νήμα της οργής και την άφησε να ξεφουσκώσει -λες και περνά από το χέρι της να κινεί όλα τα νήματα, κατά παραγγελία. Και όλοι μαζί προβληματίζονται -καλόπιστα ή μη- γιατί οι μεγαλύτερες διαδηλώσεις της μεταπολίτευσης ξεφούσκωσαν, φουσκώνοντας τη φούσκα της Ζωής.

Αλλά η βασική διαπίστωση είναι πως το σύστημα, ακόμα και όταν κλονίζεται, μπορεί να παίξει μεγάλη μπάλα, να βάλει μπροστά τις εφεδρείες του, να ξεπεράσει σχετικά ανώδυνα τις κρίσεις του. Φούσκωσε τα πανιά της Πλεύσης, έβγαλε στην τελική ευθεία για την απεργία το θέμα με τις «ηχηρές αποχωρήσεις συνδικαλιστών» του ΠΑΜΕ (που ήταν γνωστό και λυμένο τουλάχιστον έναν μήνα πριν), κατάφερε να στείλει την μπάλα στην εξέδρα της πυρόσφαιρας και να διασπάσει ακόμα και το μέτωπο των συγγενών -που έμειναν μακριά από το προσκήνιο σε αυτόν τον γύρο. Και διψά να επιστρέψει στη δική του, καταθλιπτική «κανονικότητα», λογαριάζοντας χωρίς τον ξενοδόχο.

Αλλά ο αγώνας δεν τελείωσε -και όχι μόνο γιατί ακολουθεί η Πρωτομαγιά- ούτε παίζουν μπάλα μόνοι τους. Και πέρα από όλα τα άλλα, η όποια τυχόν αυτοκριτική διάθεση οφείλει να λάβει υπόψη τα δεδομένα, να αποφύγει το αυτομαστίγωμα, τις παγίδες που στήνει ο αντίπαλος, να καταφέρνει να επικεντρώνει στην ουσία (την οποία αποφεύγει συστηματικά η πολεμική του αντίπαλου) και να γίνεται δημόσια. Που θα είναι δείγμα ωριμότητας και δύναμης -όχι δημόσια παραδοχή αδυναμίας. Και θα αγκαλιάζει όλο και πιο πολλούς εργαζόμενους, γιατί θα νιώθουν πως τους αφορά και θα είναι δική τους υπόθεση.

Αλλά αυτά έχουμε καιρό (και αναρτήσεις) μπροστά μας, για να τα δούμε.