Παρασκευή 10 Μαΐου 2024

Έχει η πλάση κοκκινίσει;

Κοίτα, οι άλλοι έχουν κινήσει...

Να δεις τι σου ’χω για μετά, τα-τα-τα...

-Αύριο φτάνουμε. Ο Πειραιάς μας περιμένει.
Ο Πανοραμίξ περίμενε, αλλά η σιωπή δεν ήταν αυτό που περίμενε.
-Κι εγώ που περίμενα ότι...
Ο Οβελίξ διέκοψε τη σκέψη του και ρώτησε.
-Πανοραμίξ. Ποιος είναι αυτός ο Πειραιάς;
-Α, μάλιστα...

Σκηνή από το «Αστερίξ στους Ολυμπιακούς Αγώνες» -πριν γίνει ταινία-παρωδία- με επίκεντρο την Ελλάδα, όπου όλοι είναι ξαδερφάκια -ακόμα και τα άλογα στο τέθριππο- και καταργούν σιωπηλά την ταξική πάλη, για να μην πολεμήσουν ενάντια στο αίμα τους (μα Έλληνας να ντουφεκάει Έλληνα;). Και όλοι έχουν περίεργα προφίλ, σκυθρωπά με αυστηρές γωνίες στις μύτες, όπως στα ερυθρόμορφα αγγεία. Ενώ αυτά στο ερυθρόμορφο ΦΒ ξεχειλίζουν ευτυχία και χαβαλέ. Όχι σαν εμάς τους αδιάφορους...


Λοιπόν, Οβελίξ, θρυλείται ότι ο Πειραιάς είναι ένα μπουρδέλο -με το συμπάθιο- χωρίς Τρούμπα (που κάνει ρίμα με την Τούμπα), γεωγραφικά και κυκλοφοριακά μιλώντας -από τότε που έβαλαν το τραμ- και για κάποιους εμπαθείς οπαδικά. Γιατί δε γίνεται να είσαι σε ανηφόρα και από πίσω να βρίσκεις θάλασσα, δεξιά και αριστερά σου να έχεις θάλασσα και να μην μπορείς να προσανατολιστείς. Αλλά ο χειρότερος αποπροσανατολισμός είναι να χάσεις τον μπούσουλα και τα ταξικά γυαλιά σου, κι αυτό συμβαίνει σε όλες τις γωνιές μιας χώρας, γεμάτης (μαλακο)μαγνήτες.

Και χτες καιγόταν και μύριζε ακόμα γιασεμί η πόλη. Για την αντιφασιστική νίκη των λαών. Ή μήπως όχι; Μπορεί να ’ταν και για την Παλαιστίνη, δεν ξέρω.

Χαμογέλα, ρε, τι σου ζητάνε;
Και η πλάκα είναι πως ο Μίσσιος διέγραφε μια πορεία, βάζοντας τον ανθρωποφύλακά του να είναι πρόσχαρος και μεγάθυμος, που του ζητούσε κάτι απλό κι ωραίο, ενώ αυτός στριφνός και μνησίκακος, καπετάν-Μιζέριας, ούτε ένα χαμόγελο στους βασανιστές του, ούτε ένα σύνδρομο της Στοκχόλμης. Λίγη ανθρωπιά, ρε, που την θέλατε και πανανθρώπινη, με τον Απαντρόποφ σας...

Μα χαμογέλα επιτέλους, τόσες αφορμές έχεις. Γιουροφάν, θρυλοφάν, σεϊλοφάν, πώς του πάνε τα μπουφάν (φαν-φαν-φαν), ανάποδα τα φλάι. Φανατικός κάποιου εφοπλιστή ή βιομήχανου, κάποιου πανηγυριού, κάποιας γριάς ηπείρου που βρικολάκιασε, κάποιας ένωσης κρατών-δολοφόνων ή απλά σιωπηλά συνένοχων, κάποιου φτηνού θεάματος, χωρίς άρτο... Το ανώτατο στάδιο της παρακμής της Ρώμης, που θα ’λεγαν κι οι κριτές στην Ολυμπία.


Αχ, να χαρείς, όχι πάλι μιζέρια και κόμπλεξ. Σταματήστε πια να ενοχοποιείτε τη χαρά. Την Ωδή στη Χαρά. Την ΕΕ που την έχει για ύμνο. Τον Κύρκο που την τραγουδούσε, σφυρίζοντας στο κελί του.
Μη στοχοποιείτε την ανάγκη του κόσμου να ξεσκάσει. Τη Γιουροβίζιον και το χαβαλέ. Το όπιο -σε κάθε πιθανή μορφή- και τους εξαρτημένους. Την οργανωμένη αποβλάκωση. Την αυθόρμητη βλακεία. Τους χρήσιμους βλάκες. Την αποθέωση της βλακείας και τους θεούς που προσκυνά το έθνος. Μπράβο Τζιμάκο, καλά τα έλεγες, όχι σαν αυτούς τους κολλημένους.

Και δεν είστε πουθενά...
Μια ζωή στο 5% -και ας έγινε 7, σαν τη θύρα.

Ναι μωρέ, κι εγώ οπαδός είμαι, τα ίδια μάλλον θα έκανα. Αν σπάσει την κατάρα ο Άρης και πάρει Κύπελλο, για μια μέρα θα είμαι στα σύννεφα, πρόβα για την έφοδο στον ουρανό. Αλλά θα ξεφύγω μέσα μου, δε θα ψάχνω πολιτικό άλλοθι για τη χαρά μου, σχεδόν πενήντα χρόνια βάσανα και διωγμοί, μα η ζωή λεχώνα, κύπελλο γέννησε...

Μα τι λες τώρα. Αφού κοκκίνισε (κοκκίνισε) ολόκληρη η Ευρώπη, που ένα φάντασμα πλανάται (πλάνην οικτράν) πάνω της. Κοίτα οι άλλοι έχουν κινήσει... Και ο πατέρας του Μπαρτζώκα, ξέρεις, που το ’σκασε από τα Βούρλα, θα ζήλευε τον γιο του για την απόδραση από τη Βαρκελώνη. Και εμείς θα κάνουμε τον τελικό στα Βούρλα -και όλοι μαζί καμένα, χωρίς ελπίδα και προοπτική. Και ο Μαρινάκης τα κατάφερε, με τέτοια ΕΠΟ και τέτοια κυβέρνηση, μάγκας Πειραιώτης, ένας αλλά θρυλέων, παράνομος αγωνιστής στο κλαρί, σαν Κλάρας και αυτός, θρύλος των βουνών και των λιμανιών, του σαλονιού και του αλωνιού, ου μην και μαρμαρένιου.

Μα η κίτρινη φυλή ξεσηκώνεται να υπερασπιστεί τα ιερά και όσια, να αποτρέψει την άλωση της Πόλης και της Opap Arena -για το πόπολο Αγια-Σοφιά. Σώπασε κυρα-Δέσποινα και μην πολυδακρύζεις. Πάλι με χρόνια με καιρούς, πάλι του πολυχρονεμένου μας Τίγρη θα ’ναι. Και το κυριότερο, είμαστε (όλοι-όλες-όλ@) βιόλα από μκρά παιδιά. Να δούμε μόνο πότε θα ξεμπερδέψουμε με τις βιόλες και τον κάθε (χαζο)βιόλη, που μπλέκει τα δικά του συμφέροντα με αυτά του (εκάστοτε) προέδρου.

Κι η πράσινη φυλή πάτησε τους Σιωνιστές της Μακάμπι, γέμισε το ΟΑΚΑ με σημαίες της Παλαιστίνης (και καλά έκανε) και το διαδίκτυο με εικόνες από το ΟΑΚΑ με τις σημαίες της Παλαιστίνης. Τον δρόμο τον γεμίζουμε πιο σπάνια, αλλά το καλοκαίρι θα φάμε -μες στον συμβολισμό- και ένα καρπούζι στα χρώματα της σημαίας και θα αποθεώνουμε τον Τράκη, γιατί -να σου πω κάτι;- και αυτός ενάντια στους εβραιομασώνους είναι, αν τον ρωτήσεις δηλαδή, και τους μαφιόζους της Ευρωλίγκα, που δεν πέταξαν έξω τη Μακάμπι -με τη σύμφωνη γνώμη όλων των μελών της βέβαια. Αντίσταση παντού...

Καμία σύγκριση τουλάχιστον με τη δημοκρατία της Γιουροβίζιον, που στην επέτειο της αντιφασιστικής νίκης ημέγα της Ευγώπης έδειξε ότι δε θέλει «ου» και ότι έχει τεχνολογία ενάντια στις αποδοκιμασίες για το Ισραήλ. Και έχει πάρα πολλές ευαισθησίες, προωθώντας την ελεύθερη έκφραση, αρκεί να μη διαφωνεί με τη γραμμή και να μην έχει μηνύματα για την Παλαιστίνη.

Όσο για το Μαρινάκι (με γιώτα, όπως ο Χατζιδάκις παλιά), που σαν το ζάρι μας μπεγλέρισε -εμάς, παιδιά του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη- τα είπε νομίζω καλά και ψύχραιμα το βίντεο του Ατζαράκη. Αλλά εγώ προτιμώ το άλλο που έκανε με τα παιδιά της ΚΝΕ, που έρχονται από πολύ μακριά και κατέληξαν εγκλωβισμένα σε μια ταράτσα με τον χουντόθειο.


Κι αν δεν πάρουμε τη Γιουροβίζιον, δεν πειράζει, ήταν αντίξοες οι συνθήκες. Ο στίβος ήταν βαρύς και τα αγριογούρουνα είχαν φάει κάτι αηδίες -και ξέρετε δα πόσο ευαίσθητα ζώα είναι. Κανονικά, όχι σαν τα παχύδερμα της Γιουροβίζιον, που θέλει αποστειρωμένο θέαμα, χωρίς αλληλεγγύη και μηνύματα που νοθεύουν το δικό της.

Λοιπόν, ανακεφαλαιώνοντας το κυρίαρχο δόγμα. Δε θέλουμε θλιμμένους στη γιορτή μας. Δε θέλουμε πολιτική στα αθλητικά και τη Γιουροβίζιον. Όχι σκουπίδια, όχι πλαστικά, εκτός και αν είναι τηλεοπτικά, οπότε ενδείκνυνται. Δε θέλουμε Ρώσους να μολύνουν τις διοργανώσεις μας. Και κόκκινες, σοβιετικές σημαίες να μολύνουν την παρέλαση της 9ης Μάη και το μήνυμα του ηγέτη του ξανθού γένους για τη «μαμά Ρωσία». Δε θέλουμε ελεύτερη εμείς πατρίδα και πανανθρώπινη τη λευτεριά. Θέλουμε μόνο να χαμογελάτε -η βλακεία είναι μεταδοτική- και να σιωπάτε με τις πράξεις σας. Ας γράφετε ό,τι θέλετε, δημοκρατία λέμε ότι έχουμε. Και να διοχετεύετε όλη σας την ενέργεια για τις ΠΑΕ και την παράγκα -εκεί κάτω, που δεν κλείνει καλά η πόρτα της και δεν την φυλάει κανείς τα βράδια...

Οπότε εμείς τι πρέπει να κάνουμε; Τη σούπα με μανιτάρια! όπως θα απαντούσε αναδρομικά ο Οβελίξ στον Βλαδίμηρο, σε κάποια έφοδο στον ουρανό, που φοβόμαστε μόνο μην πέσει πάνω μας, όπως το ’91, με γκολ και ανατροπή στις καθυστερήσεις, σαν τη Ρεάλ, και τον Γκόρμπι στο VAR, να απαντά στην τύχη το δεύτερο στο δίλημμα «σοσιαλισμός ή VARβαρότητα».

Και τέλος πάντων, ας κάνει ο καθένας ό,τι θέλει και εννοείται πως είναι ελεύθερος να χαίρεται με ό,τι μπορεί να του δώσει μικρές χαρές στην κοιλάδα των δακρύων. Και ο αθλητισμός μπορεί να μας δώσει σπουδαία μαθήματα για τη ζωή -ο οπαδισμός πάλι όχι. Και ο Πειραιάς είναι μια χαρά πόλη, αν και δύσκολη, αν τον συνηθίσεις -και με ωραίο φαγητό.

Ζήτω η αντιφασιστική νίκη των Λαών και ό,τι δε χωρά στα αταξικά τους καλούπια. Λευτεριά στην Παλαιστίνη και τις εγκλωβισμένες συνειδήσεις μας. Έτσι και αλλιώς η γη θα γίνει κόκκινη. Θα φροντίσουμε εμείς να είναι από ζωή -όχι από τα φτηνά της υποκατάστατα που υπηρετούν τη σύγχρονη βαρβαρότητα.

Σάββατο 4 Μαΐου 2024

Ένας δεν ήταν, μα διακόσιοι

Δεν είναι υπερβολή. Όποια πέτρα κι αν σηκώσεις σε αυτόν τον τόπο, θα βρεις κάποιο αποτύπωμα του λαού του και των αγώνων του. Της Αντίστασης. Του κόμματος με τα τρία κόκκινα γράμματα, που έγινε η ψυχή της. Αν σκύψεις λίγο και αφουγκραστείς τα ματωμένα χώματα, τους τοίχους με τα σημάδια από τις σφαίρες, θα ακούσεις να σου ψιθυρίζουν τις ιστορίες τους, που φτιάχνουν την ιστορία αυτής της γωνιάς και του κόσμου. Κι αν κάνεις λίγη ησυχία θα ακούσεις τις τεκτονικές πλάκες της Ιστορίας να κινούνται. Θα αισθανθείς τους σεισμούς που μέλλονται να έρθουν.

Εκτός κι αν είσαι στην Καισαριανή, το μικρό Στάλινγκραντ της Ελλάδας -είναι κι αυτή μια σοβιετική γωνιά. Εκεί που οι τοίχοι δεν ψιθυρίζουν, δε μιλάνε απλώς. Εκεί η Ιστορία παραμονεύει σε κάθε γωνιά, στήνει καρτέρι σε όσους παν να την ξαναγράψουν και βροντοφωνάζει, θαρρείς με μεγάφωνο ή μάλλον με χωνί, όπως τότε. ΕΑΜ-ΕΛΑΣ-ΕΠΟΝ. Ο δρόμος των λαών είχε τη δική του ιστορία. Κάποιοι την έγραψαν στης Καισαριανής τον τοίχο με το αίμα τους.


Ο μόνος τρόπος να μην την ακούσεις είναι να βάλεις ωτοασπίδες στα αυτιά, σαν τους συντρόφους του Οδυσσέα, που υπέκυψαν τελικά στις σειρήνες του συστήματος και αποδεκατίστηκαν, αφήνοντάς τον μόνο του, στη μοναξιά του πιονέρου και της οργανωμένης πρωτοπορίας. Ή σαν τα μέλη της Σκοπευτικής Εταιρείας, που λέρωνε σα μίασμα το Σκοπευτήριο και χρειάστηκαν αγώνες για να καθιερωθεί ως τόπος μνήμης -με πολυήμερη κατάληψη επί ΠΑΣΟΚ το ’83- και να φύγει η εταιρεία το ’16, στα χρόνια του δεύτερου ΠΑΣΟΚ, που η ιστορία επαναλήφθηκε σαν φάρσα, με την κατάθεση στεφάνου από τον Αλέξη, πριν καταλήξουμε στην φαρσοτραγωδία του Στεφάνου, σε ρόλο αριστερού εφοπλιστή.

Κι αν κάνεις λίγη ησυχία, μπορεί να ακούσεις τα κόκαλα των συντρόφων τα ιερά, των 200 -και όχι μόνο- κομμουνιστών να τρίζουν σε κάθε επίσκεψη ροζ αριστεροκάπηλων, που θεωρούν ιερή συμμαχία το ΝΑΤΟ και την ΕΕ.


Κι αν δεις προσεκτικά το σύνθημα στην πρόσοψη του Μουσείου Εθνικής Αντίστασης, θα βρεις τη διαφορά που κάνει τη διαφορά. Πως μπαίνει πρώτα ο ΕΛΑΣ ως ένοπλο τμήμα, αυτό ακριβώς που αποκηρύσσουν με «απεταξάμην» οι κήρυκες του γλυκερού αφηγήματος, για μια ομελέτα χωρίς σπασμένα αυγά. Κι αν ζούσαν τότε, με τον βοναπαρτισμό που τους διακρίνει -και δεν τους αφήνει να κρυφτούν-, θα είχαν το τέλος ενός άλλου πάλαι ποτέ σοσιαλιστή, φαφλατά και προπαντός φασίστα, που το δείχνουν συμβολικά τα κορίτσια στο βάθος της εικόνας. Κι είδε τη Σκάλα του Μιλάνου ανάποδα...

Βοναπάρτηδες το κίνημα ξέβρασε πολλούς. Αλλά -σε πλήρη αντίθεση με αυτούς- Ναπολέων ήταν ένας, μοναδικός και Σουκατζίδης. Ένας αλλά (Ναπο)λέων. Μοναδικός στο ήθος, τις γνώσεις και τις ικανότητες. Και την αυτοθυσία του, τη συγκλονιστική, την απαράμιλλη, που μιλάει από μόνη της για το ποιόν του και τις αξίες του. Και δε χρειάζεται φτιασίδια, υπερβολές και σεναριακές ευκολίες για να αναδειχθεί, ούτε να τον «ντουμπλάρεις» με έναν γοητευτικό ηθοποιό, γιατί γράφει καλύτερα στην κάμερα από τη δική του φαλάκρα. Αλλά αυτό να ’ταν το πρόβλημα της ταινίας του κυρ-Παντελή.

Όχι, δεν ήταν απλώς 200 πατριώτες, γιατί τους παρέδωσαν Έλληνες για εκτέλεση, οι φασίστες στους ομοϊδεάτες τους, σαν τελετή παραλαβής-παράδοσης, συμπατριώτες στο έθνος των εκμεταλλευτών, που μισούν από κοινού όσους σηκώνουν κεφάλι, ανάστημα, για να φέρουν τα πάνω-κάτω (όπως με τον Μουσολίνι). Αποβράσματα που έδιναν όρκο στον Φύρερ αντί να τον πολεμάνε. Μα φασίστας να πυροβολά φασίστα; Ούτε στο σινεμά τέτοια πράγματα...

Κι αν υπάρχει κάτι επίκαιρο σήμερα, είναι πχ ο βρικόλακας της Ενωμένης Ευρώπης που πίνει το αίμα των λαών. Και η πρώτη φορά που εμφανίστηκε στην ιστορία ήταν επί ναζιστικής Γερμανίας, μια καπιταλιστικά ενοποιημένη Ευρώπη, με (μισθωτούς) σκλάβους και πάμφθηνο εργατικό δυναμικό, που έχει κοινές αξίες και ιδεολογία με τη σύγχρονη. Και εδώ ο συνδετικός κρίκος δεν είναι εθνικός (η Γερμανία) αλλά ταξικός.

-Τιμάμε τους 200 της Καισαριανής, χωρίς να αποχρωματίζουμε την επέτειο, έλεγε μια σφισσα στο άνοιγμα μιας από τις εκδηλώσεις των ημερών στο Σκοπευτήριο, κι ένιωθες (βασικά εγώ) τα καρφιά να σημαδεύουν σαν πρόκες τον Βούλγαρη, σε μια εκδίκηση των «Εαμοβούλγαρων» που ήταν κομμουνιστές και για αυτό πατριώτες, αλλά δε ντρέπονταν να πουν το πρώτο, ούτε το ψιθύριζαν μονολογώντας, αλλά το βροντοφώναζαν μπρος στο απόσπασμα, με το χωνί και τις πράξεις τους, σαν την Ιστορία που έγραψαν (και δεν ξαναγράφεται ούτε στρογγυλεύεται).

Και όχι, δεν είναι θέμα κομματικού πατριωτισμού. Στους 200 υπήρχαν και κάποιοι τροτσκιστές ή δηλωσίες που είχαν διαγραφεί. Ήταν όμως Ακροναυπλιώτες, ψημένοι στο καμίνι των αγώνων, της πάλης ενάντια στην καταστολή, τις φυλακές και τα βασανιστήρια, και όχι απλά 200 παρμένοι από τον χυλό. 200 ατσάλινοι πρωτοπόροι, που οργάνωσαν το ηθικό και την αντίσταση στο κολαστήριο του Χαϊδαρίου, καταφέρνοντας να αντιστρέψουν το κλίμα της ηττοπάθειας. 200 που έπεσαν για τη ζωή, πάτησαν τον θάνατο με τον δικό τους θάνατο, ταπείνωσαν τους διώκτες τους με τις πράξεις τους και κέρδισαν την αθανασία, όχι με κάποια ανάσταση νεκρών στην οποία δεν πίστεψαν ποτέ -όπως είπε κι ο Μπελογιάννης στην απολογία του- αλλά δίνοντας όρκο αίματος στην επανάσταση, που ήταν βέβαιοι πως θα νικήσει. Κι αυτός είναι ο λόγος -πέρα από την εμβληματική ημερομηνία- που η δική τους μαζική εκτέλεση μνημονεύεται περισσότερο από άλλες, που τότε ήταν στην ημερήσια διάταξη -και αυτή έλεγε να εκτελεστούν 200 κομμουνιστές, όχι γενικά πατριώτες.

200 κομμουνιστές για έναν Γερμανό στρατηγό -και τη συνοδεία του. Ένας δεν ήταν, μα χιλιάδες. Και διακόσιοι που έγιναν μια γροθιά και ένα με τον γίγαντα λαό που θεριεύει. Κι έγινε πράξη το σύνθημα «ένας στο χώμα, χιλιάδες στον αγώνα». 200 στο Σκοπευτήριο, εκατοντάδες χιλιάδες μέλη στο ΚΚΕ και στο ΕΑΜ, ακολουθώντας τη διαλεκτική του αγώνα: να πέφτουν οι ήρωες αλλά να αυξάνονται και να πληθύνονται, να ρίχνουν το λίπασμα της λευτεριάς και να «φυτρώνουν» χιλιάδες στη θέση τους, κατ’ εικόνα και ομοίωσή τους.

Γιατί όμως τους τιμούν και τους θυμούνται μόνο οι κομμουνιστές; Γιατί δεν τους τίμησε ποτέ το ελληνικό κράτος ως θύματα της ναζιστικής κατοχής;

Μα ποιος ακριβώς να τους τιμήσει; Το κράτος που τους κυνήγησε με το Ιδιώνυμο και τους έστειλε εξορία στα ξερονήσια -πριν ανακαλύψει την τουριστική κότα με τα χρυσά αυγά, που καταστρέφει τις παραλίες; Το κράτος που τους έκλεισε στα μπουντρούμια και τους παρέδωσε στους κατακτητές; Που φόρεσε γερμανική στολή για να τους πολεμήσει - εξοντώσει και υποδέχτηκε σαν «ελευθερωτές» τους Βρετανούς που το γλίτωσαν από τον «ζυγό» της Αντίστασης; Που έστησε άγαλμα της προμάχου Αθηνάς στο Πεδίο του Άρεως για να τιμήσει τους Βρετανούς, τους Αυστραλούς και τους Νεοζηλανδούς, που προστάτεψαν την πόλη από τον ΕΛΑΣ;

Υπάρχει ένα πολύ γλαφυρό επεισόδιο εκείνης της μέρας, στο Κολωνάκι. Το μεταφέρει η Λητώ Καντακουζηνού στο βιβλίο που έγραψε για τον άνδρα της και είναι απολύτως ενδεικτικό για το ταξικό ένστικτο και τις αντιδράσεις των αστών της περιοχής.

4 του Μάη, 1944. Ο Βαλής φόρεσε τη μαύρη γραβάτα του, ντύθηκα κι εγώ στα μαύρα και βγήκαμε όξω να συναντήσουμε κανά φίλο να μοιραστούμε τον πόνο μας. Στην πλατεία Κολωνακίου πέσαμε πάνω σε κάτι γνωστούς. «Γιατί μαυροντυμένοι; Τι σας συμβαίνει;» ρώτησαν ανήσυχοι.
«Διακόσιοι Έλληνες τουφεκίστηκαν σήμερα και μας ρωτάτε τι μας συμβαίνει; Σήμερα όλοι οι Έλληνες έπρεπε να μαυροντυθούμε».
«Άγγελε, δεν είσαι με τα καλά σου. Δεν ξέρετε, λοιπόν, ότι όλοι αυτοί ήτανε κομμουνισταί;»
Παγώσαμε. «Δεν ξέρω κι ούτε μ’ ενδιαφέρει. Έλληνες ήταν και πολεμούσαν τον εχθρό. Και σαν Έλληνες έχουμε το χρέος να τους πενθούμε!»
«Άγγελε, πρόσεξε, στραβό δρόμο πήρες, όλοι αυτοί θέλουν να πιον το αίμα μας».
«Τους Γερμανούς, θέλετε να πείτε...»
«Άσ’ τους Γερμανούς, πόλεμο κάνουν οι άνθρωποι. Τους άλλους, αυτούς που πενθείτε σήμερα, αυτούς να φοβάστε. Αυτοί μια μέρα θα μας πάρουνε το βιος μας, αυτοί. Άκουσε καλά αυτό που σου λέμε. Άσε τους ρομαντισμούς και σκέψου πιο ρεαλιστικά».
Ο Βαλής τούς κεραυνοβόλησε με κείνο το αυστηρό και ντρέτο βλέμμα του και δίχως μιλιά τούς γυρίσαμε την πλάτη. «Πάμε πίσω στο σπίτι μας, Λητώ...»
Με τους γονείς μας, το ίδιο θλιμμένοι, τα λέγαμε στο σαλόνι. «Σήμερα, πατέρα, δεχτήκαμε με τη Λητώ διπλό χτύπημα. Η εκτέλεση των παλικαριών στην Καισαριανή και η εκτέλεση μιας μερίδας της κοινωνίας μας. Αυτής που συναναστρεφόμαστε. Και να φανταστεί κανείς ότι είναι άνθρωποι αξίας, έντιμοι, αξιοπρεπείς. Μπροστά στο φόβο, όμως, μιας υλικής καταστροφής, χάσανε μεμιάς την ανθρωπιά τους».

Με αυτό το επεισόδιο άνοιξε την εισήγησή του ο Γκίκας στη βιβλιοπαρουσίαση του βιβλίου του Τζόκα για τον Σουκατζίδη και τις ρίζες του, υπό τη μορφή ιστορικού μυθιστορήματος -πιθανότατα εμπλουτισμένο σε σχέση με το θεατρικό που είχε γράψει πριν κάποια χρόνια με αντίστοιχη θεματική και ελπίζω καλύτερο από το ιστορικό μυθιστόρημα που έγραψε για την οικογένεια του «κιτρινόμαυρου» αλλά βασικά «κόκκινου» Σπύρου Κοντούλη, που είχε κι αυτός μικρασιάτικες ρίζες.

Κι αν σε αυτήν την παρουσίαση συγκεντρώθηκαν περίπου 200 άτομα -για τον συμβολισμό του πράγματος ίσως- την επόμενη μέρα στον τοίχο της Καισαριανής ήρθαν εκατό για κάθε έναν από τους διακόσιους -για τον συμβολισμό ίσως κι αυτό- και στριμώχτηκαν στον τοίχο και όπου έβρισκαν, για τη συναυλία του Λεοντή. Εσύ έμενες με την απορία πώς χωρούσαν εκεί τα πρώτα Φεστιβάλ και οι παλιότεροι μάς έδιναν τα φώτα τους για το πώς ήταν διαμορφωμένος ο χώρος τότε και πώς αξιοποιήθηκε το γήπεδο -πριν χτιστεί το κλειστό της Νήαρ Ηστ, σε μια περιοχή που συνεχίζει να αντιστέκεται στη βαρβαρότητα του Φαρ Ουεστ, που βαφτίστηκε «πολιτισμένος δυτικός κόσμος».

Το ίδιο επεισόδιο (από το Κολωνάκι) αναφέρει και ο Χαραλαμπίδης στο βιβλίο του για τους δωσίλογους. Το οποίο κάνει ένα μικρό ξεπλυματάκι στον Έβερτ της εποχής, γιατί -λέει- το Σώμα του οποίου ήταν επικεφαλής δεν είχε τόσο ενεργή κι εκτεταμένη ανάμιξη σε δωσιλογικές ενέργειες -και οι Μπουραντάδες, κύριε; Αλλά το βασικό του πλεονέκτημα, σε σχέση με την οπτική του «Τελευταίου Σημειώματος» πχ, είναι ότι κάνει ανοιχτά λόγο για την «εθνική κατοχή», που ’χε Έλληνες πρωταγωνιστές, πολιτικά και ταξικά κριτήρια, υπερβάλλοντα αντικομμουνιστικό ζήλο που υπεραίβενε οικειοθελώς τις απαιτήσεις των κατακτητών, και βασικά πολύ μεγαλύτερη έκταση από ό,τι φανταζόμαστε, πιστεύουμε ή τέλος πάντων διδασκόμαστε στα σχολεία -αν το διδασκόμαστε κι αυτό.

Για όλους αυτούς, τις οικογένειές τους και προπαντός τους πολιτικούς απογόνους τους, ίσως είναι κάπως δύσκολο να βρουν τη σωστή πλευρά της ιστορίας σε ένα εκτελεστικό απόσπασμα, με τους αντιστασιακούς από τη μια πλευρά και τους Ναζί από την άλλη να τους σημαδεύουν με τις κάννες των όπλων τους. Ξέρουν πάντα όμως να βρίσκουν εκείνη την πλευρά που υπηρετεί καλύτερα την τσέπη τους και το συμφέρον τους, ως ύψιστο ιδανικό και ιδεολογία...

ΥΓ: Λίγα πράγματα είναι πιο ωραία από το να βλέπεις να γίνεται πράξη το σύνθημα "δεν είναι αργία, είναι απεργία" για την Πρωτομαγιά, όπως την περασμένη Τετάρτη. Αντί άλλης ανταπόκρισης, αφήνω ως πρόταση το μπλουζάκι που φορούσε ένας σφος φοιτητής στο μπλοκ του ΜΑΣ, από τα γνωστά και μη εξαιρετέα Κουτσουμπίνια, που φτιάχνει το Λειρί του Κόκορα...


Τετάρτη 20 Μαρτίου 2024

Ποια θυσία

Ποια θυσί-ποια θυσί-ποια θυσία-ποια θυσία;
Έχει κάνει για σένα ποτέ η εξουσία;

Η κορυφαία στιγμή του Τραγουδόσαυρου. Η καλύτερη διασκευή σε τραγούδι της Άντζελας. Πιθανότατα και των Modern Talking. Προσοχή στους στίχους και το νόημα, αν δεν το προσέξεις, το ’χασες.

-.-

Ο Αγαμέμνονας πήρε χρησμό ότι έπρεπε να θυσιάσει την Ιφιγένεια, για να φυσήξει ούριος άνεμος. Αλλά αυτό αφορούσε τα καράβια των Αχαιών, που δεν είχαν φτιάξει ακόμα σιδηρόδρομο, για να τον ιδιωτικοποιήσουν. Όσο για τη χώρα των -κατά φαντασία- ένδοξων απογόνων τους, με κάτασπρο πανί ένα καράβι απ’ το 50 έχει να φανεί.

Ο Αβραάμ καλούνταν να θυσιάσει το μονάκριβο παιδί του, αλλά τα Τέμπη κείτονται μακράν και τελικά η πίστη του τον έσωσε -και αυτόν και τον Ισαάκ.
-Μπαμπά, θα με σφάξεις;
-Όχι παιδί μου, θα σε θυσιάσω
.
Δεν πηδιόμαστε λέω εγώ, όπως έλεγε και η βιβλική μορφή του Χαρούλη με ένα παιδί στην αγκαλιά του.


Εμάς όμως, τον σύγχρονο «περιούσιο λαό», πότε ακριβώς μας έσωσε και από τι η αφελή μας πίστη; Ποια δική μας θυσία έπιασε τόπο και ποιον ωφέλησε; Η μόνη φορά που είδε το ποίμνιο θαύματα, ήταν όταν σταμάτησε να πορεύεται σαν πρόβατο στη σφαγή.

Σφάξε μου αγά μου να αγιάσω, στην άλλη ζωή. Και δως μου σ' αυτήν για να πορεύομαι λίγα ψίχουλα, θεάματα χωρίς άρτο, κακής ποιότητας, άρλεκιν να ξεχνιέμαι, λίπη και αλκοόλ. Να φτιάξω λαϊκή μπιροκοιλίτσα -που πλέον προδίδει την πλέμπα, όχι τους καλοθρεμμένους αστούς-, να είμαι σαν μόσχος σιτευτός, έτοιμος να θυσιαστώ, νιώθοντας τύψεις για τον καιρό των παχιών αγελάδων, γιατί «όλοι μαζί τα φάγαμε».

Να ζήσουμε τον μύθο μας στην Ελλάδα, πχ του μετανοημένου τζίτζικα, που είναι πρόθυμος να γίνει ταπεινό μυρμηγκάκι και να θυσιαστεί για τη βασίλισσά του.
Εν-δυο, προσκυνάμε!/Εν-δυο πολεμάμε!
Και προπαντός δεν πεινάμε και δεν έχουμε παράλογες απαιτήσεις για αυξήσεις, ούτε δαγκώνουμε το χέρι που μας ταΐζει με όσα εμείς παράγουμε. Και αν θυμώνουμε με την αδικία, ξεσπάμε στους ομοίους μας, σαν εκείνο τον μικρό Μήτσο: άει χάσου, μυρμηγκάκι...

Ή σαν τον άλλο μύθο -όχι τον Αισώπειο- του καλού Σαμαρείτη, που είναι έτοιμος να θυσιάσει δυο μισθούς για τη χώρα του, αλλά εμφανίζεται σαν όραμα μόνο σε πρωθυπουργούς (σαν τον Σαμαρά, εξ ου και Σαμαρείτης) και πολυχρονεμένους, να τους ζητήσει να του κόψουν μισθούς με τη χατζάρα, σαν Χατζατζάρης: ο θεός να μου κόβει δικαιώματα, για να πληρώνουμε το χρέος και τις αγίες τράπεζες.

Οι κρατούντες είναι πάντα γενναιόδωροι, όταν δεν κόβουν δικά τους προνόμια. 57 ψυχές και η γυναίκα του πρωτομάστορα δώρο, για να στεριώσει ο σιδηρόδρομος.
Αλλιώς δε θυσιάζουν τίποτα, ούτε καν μια θεσούλα, ως αποδιομπαίο τράγο, για να εξευμενίσουν το αγριεμένο πλήθος, σύμφωνα με τις οδηγίες χρήσης του συστήματος.
Και δεν ξέρεις τι είναι προκλητικό: που βάφτισαν το έγκλημα «θυσία»; Ή που δεν έχουν κάνει τίποτα, για να πιάσει τόπο αυτή η «θυσία» -ακόμα και αν δεχόμασταν τον όρο και το σκεπτικό τους;

Άιντε μία είναι η θυσία
Για μια άλλη κοινωνία...

Και το μέγα ερώτημα είναι τι ακριβώς φοβάται ο κόσμος. Τι έχει να θυσιάσει, πέρα από τις αλυσίδες του, αφού δεν του έχει μείνει σχεδόν τίποτα; Ούτε καν η ελπίδα (που ήρθε, είδε και απήλθε) στον πάτο του κουτιού;

Κάποιοι δε θέλουν να χαλάσουν τη ζαχαρένια τους -και ας μην τα περνάνε ζάχαρη. Το δικαίωμα στην αδιαφορία, την πλήξη, το «μη με ανακατώνετε».
Αλλά οι πιο πολλοί πέφτουν θύματα της Μεγάλης Ιδέας. Όχι αυτής που ναυάγησε πριν από έναν αιώνα, αλλά της μεγάλης ιδέας που έχουν για το τεράστιο ΕΓΩ τους. Που είναι ξεχωριστό, πολύ πάνω από τον μέσο όρο, αλλά δεν έχει αναγνωριστεί ακόμα και (εκ)τιμηθεί όπως του αρμόζει.

Πολλοί αρνούνται να θυσιάσουν το «εγώ» τους στο μεγάλο «Εμείς». Άλλοι το εντάσσουν εκεί τυπικά, για να το τονίσουν περισσότερο, σε αναζήτηση αξιωμάτων, like/fav, κοινωνικού κεφαλαίου ή και πιο υλικών ανταλλαγμάτων. Κάποιοι καταλήγουν απλώς «ταξικά ψώνια», που λατρεύουν να ακούν και να προβάλλουν τον εαυτό τους. Ή νιώθουν πως τους χρωστάμε χάρη για την παρουσία τους.
-Ξέρεις πόσα χρόνια είμαι στο κίνημα/την αριστερά;
-Α όχι, δεν ήξερα ότι βαράς κάρτα και κόβεις ένσημα.

Κι εμένα αρχίζει να μου λείπει ο Μπογκντάνοβ, που ήταν χοντροκομμένος και αδιόρθωτος αντιδιαλεκτικός, αλλά μας έδωσε πολύ γλαφυρές λογοτεχνικές περιγραφές για τον Κόκκινο Πλανήτη, όπου η παντελής έλλειψη εγωισμού, θα περνούσε στη γλώσσα μας και τις καθημερινές μας συνήθειες.

Αυτό θέλετε, λοιπόν; Τσαλαπατημένες προσωπικότητες, που δε θα σηκώνουν κεφάλι, για να μην παρεκκλίνουν από τον μέσο όρο; Που θα φοβούνται να πουν τη γνώμη τους, να εκδηλώσουν τις κλίσεις και τα ταλέντα τους;

Όχι, δε χρειαζόμαστε ταπεινά χαμομηλάκια, σαν τα Λυκαβήτεια ’92: Ποια είμαι εγώ; Μήπως είμαι κάποια... Ούτε τσαλαπατημένα εγώ με μηδενική κρίση, η οποία δεν προσφέρει τίποτα στο γενικό άθροισμα, πόσο μάλλον στο γινόμενο.


Θέλουμε συντρόφους που να καταλαβαίνουν τον ρόλο της προσωπικότητας στην ιστορία, τη διαλεκτική του ατόμου με το σύνολο, την έννοια της κοινωνικής ατομικότητας. Ότι οι ατομικές ικανότητες και το ταλέντο μόνο για ένα συλλογικό στόχο μπορούν να δώσουν καρπούς. Ο αθλητισμός μας δίνει τα πιο απλά-κατανοητά (ακόμα και σε μικρά παιδιά) παραδείγματα για του λόγου το ασφαλές. Η ποίηση του Ρίτσου μας δίνει ένα ακόμα καλύτερο, γιατί δεν είχε στόχο να ξεχωρίσει από τον κόσμο, αλλά να βρει σωστά λόγια για να ανεβάσει το επίπεδό του, τόσο ώστε να πει: τέτοια ποιήματα σου φτιάχνουμε εκατό την ώρα...

Ό,τι έχουμε καταφέρει είναι συλλογικό, γιατί κατέκτησε τις μάζες και έγινε υλική δύναμη. Ό,τι σπουδαίο πέτυχε ατομικά κάποιος από εμάς, έχει τη σφραγίδα του συνόλου και του περιβάλλοντος που τον διαμόρφωσε.
Όπου έχουμε αποτύχει είναι γιατί δεν μπορέσουμε να οργανωθούμε σε ένα σύνολο και να πάρουμε ό,τι καλύτερο έχει να δώσει ο καθένας μας. Κι ίσως γιατί δε διώξαμε εγκαίρως όσους ήρθαν μαζί μας υστερόβουλα, για να βγουν στον αφρό...

Κάποτε η ταινία Polaroid έψαχνε το (χαμένο) νόημα της (χαμένης) συλλογικότητας. (Αμ εμείς θα την φτιάξουμε την οργάνωση, χαμένε, α χαμένε!). Αρχικά ειρωνεύτηκε -με πρώιμο χιπστερικό, ποταμίσιο ύφος- τη Σοβιετία και ένα τραγούδι της που έδωσαν γελώντας σαν απάντηση, δύο ιερόδουλες από την πρώην ΕΣΣΔ. Αλλά κατέληξε σε ένα σωστό συμπέρασμα.
Συλλογικότητα είναι η ανάγκη μας να δώσουμε νόημα στα χρόνια που περνάνε, να τα γεμίζουμε για να μη νιώθουμε άδειοι. Πόσοι νιώθουμε πραγματικά αυτήν την ανάγκη και τι κάνουμε στην πράξη για να την καλύψουμε;

Κυριακή 17 Μαρτίου 2024

Ο μόνος δρόμος είναι ΚΚΕ και καρναβάλι

Ναι, κοιτάξτε, ο διονυσιασμός βεβαίως είναι ένα δυνάμει επαναστατικό ξέσπασμα, ένα προτσές με άλλη λογική ίσως και τις δικές του μορφές, ωστόσο τίθεται ενάντια στην καταπίεση, τη ρουτίνα, και όσα μας πνίγουν, ενώ...
-Κόφ’ το, ρε φίλε. Τι θες να ’ούμε;
-Τίποτα, ρε παιδιά, να χαμηλώναμε λίγο τη μουσική, γιατί μας έχει ξύσει τα άντερα και έχουμε δουλειές αύριο.

-Μα τώρα, είναι μουσική αυτή; Τραπ, ραπ, μπίτια, κότερα και ελικόπτερα; Εμείς είχαμε ένα επίπεδο, ακούγαμε άλλα τραγούδια.
-Σαν τι δηλαδή; Κε τε λα πόνγκο και μπουμ-μπουμ;
-Όχι, το άλλο που έλεγε:

Μαύρα κοράκια με νύχια γαμψά, πέσαν πάνω στην εργατιά.

-Μα αυτό είναι αντάρτικο, κομμουνιστικό!
Γιατί, το Μπέλα Τσάο τι είναι; Το πήρατε και του αλλάξατε τα φώτα, όμως, σε κλαμπ και γήπεδα.
Κι αν το δεις έξυπνα, μαρκετίστικα, τα «μαύρα κοράκια» πιάνουν μεγάλο φάσμα. Από εμβατήρια (για την Κράσναγια Άρμιγια) μέχρι διασκευές και νανουρίσματα. Δοκιμασμένη συνταγή σε λιλιπούτειους συντρόφους, που ηρεμούσαν πριν φτάσουν καν στη δεύτερη στροφή της Τρίτης Διεθνούς του Λένιν-Στάλιν -ομοούσιος δυάδα, ένα και το αυτό πρόσωπο.

Εν παρόδω, το κετελαπόνγκο έχει ερωτικό υπονοούμενο, «να σου το βάλω» (το κομμάτι, το μόριο, οτιδήποτε) και στην αργκό te pongo, μπορεί να σημαίνει σε ερεθίζω -σε γκαβλώνω, που θα λέγαμε στον Βορρά. Αλλά είναι παράδοξο, γιατί το «que» μάλλον θέλει υποτακτική και άλλον τύπο -να σου το βάλω. Εκτός και αν ο τύπος πανηγυρίζει μόνος του, σου το βάζω-σου το βάζω, σαν κάτι τελειωμένους οπαδούς, που φωνάζουν «σας γ...με», με πέτσινο γκολ στο '90. Μετά όμως λέει «ούτε που θα το νιώσεις» («...y no lo sentiras»), οπότε τι ακριβώς πανηγυρίζουμε;

-Να του ’ρθει; -Τι να μου ’ρθει ρε παιδιά; -Αυτό!
Εδώ όμως χρειάζεται συγκεκριμένη ανάλυση του συγκεκριμένου γιαουρτιού -αν είναι L’ami τυποποιημένο ή κάτι άλλο. Πρέπει να μιλήσουμε με τον Παπασταύρου για τις εξελίξεις.

-.-

Δε μου λες, εσύ που έχεις καθίσει και με τη νεολαία. Το «αχ, τι θα έλεγε το άγαλμα του Καπετάνιου, αν μπορούσε να μιλήσει» είναι καλή ατάκα, για να σε πούνε «μπάρμπα»;
-Μπούμερ το λένε τώρα, μπάρμπα.
-Ναι αλλά εγώ είμαι milenial...

Ιντερμέδιο με διευκρινίσεις

Η εκδρομή μας ξεκινά στην ορεινή Παύλιανη, στο πάρκο αναψυχής, που έχει μια πολύ ωραία διαδρομή, με υπαίθρια όργανα και θεματικά στολίδια, σαν «Παιχνίδια χωρίς Σύνορα» χωρίς την Μπόκοτα, που έφυγε είκοσι χρόνια πριν και είναι σα να λείπει μια ζωή. Χαίρεσαι σα μικρός φασαίος στο (φέρτε μου ένα) τραμπολίνο, στραβώνεις με τα σκίτσα του Αρκά, αλλά τα ξεχνάς όλα όταν δεις τον θρόνο και βασικά την επιγραφή από το ημερολόγιο του θρυλικού Διαμαντή.


Βόλτα στο χωριό, όπου όλα τα σπίτια έχουν διακόσμηση στο ίδιο στιλ. Καταλήγεις νομοτελειακά στην ταβέρνα της Λίτσας, τρως μισό κοπάδι και τα βλέπεις κωλυόμενα. Ξαπλώνεις βαρύς στη σκιά του δέντρου, ένα ελαφρύ αεράκι ρίχνει τα φύλλα, σημαδεύει το συκώτι και ακολουθεί πολεμική ιαχή.
-Δεν το ήξερα πως μπορεί να παραφάει κανείς Αστερίξ.


Είσαι έτοιμος να ασπαστείς τον βιγκανισμό, για πολύ καιρό. Το βράδυ έχεις ήδη μετανιώσει, κάνοντας βόλτα στην πόλη, με την τσίκνα απ’ τις σούβλες να σε σέρνει απ’ τη μύτη. Λένε άλλωστε πως το όνομά της συγγενεύει ετυμολογικά με το «αχόρταγος».
-Και η βαρυστομαχιά πριν;
-Δεν ήταν τίποτα. Ήμουν λίγο κουρασμένος πνευματικά.
Μην καρτεράτε να λυγίσουμε.

Δεν τρώμε επειδή πεινάμε, αλλά για την απόλαυση. Σαν μια μορφή τέχνης, το περιττό που είναι ζωτικά αναγκαίο. Και η γεύση από αίσθηση γίνεται αισθητική, μια μορφή συνείδησης.
-Σιγά μην κάνει και διαλεκτική ανάβαση από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο.
Είμαστε ό,τι τρώμε. Ούτε κτήνη, ούτε φυτά, αλλά τα πάντα -παμφάγοι γαρ- ικανοί για το καλύτερο και το χειρότερο. Αρκεί να μη γίνουμε κανίβαλοι, στον στίβο της ζωής, σαν αυτούς που σατιρίζει ο Τσαβαρία στον Καλιμπάν του.

Φτάνουμε στο μαγευτικό Ζητούνι, που κάποτε πρέπει να ήταν πανέμορφη πόλη, αλλά μεγάλωσε άχαρα και άναρχα, γιατί δεν ήξερε πώς να εκσυγχρονιστεί (που είναι βασικά το πρόβλημα όλης της χώρας και των -κατά κανόνα- άσχημων πόλεών της). Κι είναι σαν την ασπίδα της Αρβέρνης, όπου οι έμποροι πουλούσαν κρασιά και κάρβουνα, αναπολώντας τον παλιό καλό καιρό, που πουλούσαν κρασιά και κάρβουνα. Αντ’ αυτών, η Λαμία έχει σούβλες και τυροκομικά. Και άπειρα καφεκοπτεία, που κανείς δεν ξέρει πώς επιβιώνουν όλα μαζί.

Πέραν αυτών, η σύγχρονη πόλη δεν έχει πολλά πράγματα να δεις. Τρεις πλατείες, πέντε δρόμους, ένα κάστρο, τα ΤΕΙ και... τον Καρλίτος -που φεύγει και αυτός. Αλλά το σπίτι βλέπει φάτσα στην πλατεία Λαού, με τον έφιππο καβαλάρη της. Συναντάς κι ένα στένσιλ, έξω απ’ τα γραφεία του Κόμματος -ένα είναι το Κόμμα και δεν εννοώ την τοπική κοινότητα. Και αναζητάς το σπίτι της φαμίλιας Κλάρα, στην οδό ΚΡΙΤΣΑ. Δε θέλει πολλά μια πόλη για να ομορφύνει απότομα. Αρκεί να μη βάζει ο δήμος τα μεγάφωνα στη διαπασών να παίζουν όλη νύχτα.

-.-

Τι θα έλεγε, αν μπορούσε να μιλήσει για όλα αυτά ο καπετάνιος; Πιθανότατα τίποτα. Θα βουτούσε μαζί τους στην κραιπάλη και θα μιλούσε στη γλώσσα τους, γιατί δεν ήταν σνομπ τύπος, μακριά από τις αδυναμίες ή τις χαρές (και τις χάρες) του λαού.

Σπάιντερμαν, Κατγούμαν, σέξι νοσοκόμες και Σκουμπιντούδες, που ’ναι από χέρι χαμένοι, αλλά κερδίζουν αλλού (στο φαγητό). Πυροσβέστες, Νταρ Βέιντερ, μαζορέτες, γατούλες, μπάτσοι που κυνηγούν κουκουλοφόρο (!). Αλλά κάποιος λείπει. Αλήθεια τώρα, ούτε ένα γκρουπ Μαυροσκούφηδες, τιμής ένεκεν για τον έφιππο καβαλάρη της πλατείας;


Ρόπαλα, φωτόσπαθα, καραμούζες, σφυρίχτρες, στολές, στερεότυπα, χορός, τραγούδι, επίδειξη, κουτσουμπολιό, έρωτας, εφηβική αδρεναλίνη. Παρέλαση με σχολικά συγκροτήματα. Το Καρναβάλι προβάλλει γενικώς ως ευκαιρία. Για τα παιδιά να φλερτάρουν και να ξεσκάσουν. Για τον δήμαρχο να δείξει πόσα λεφτά μπορεί να χαλάσει σε πυροτεχνήματα. Και για την πόλη να δείξει την ταυτότητά της, χωρίς προσχήματα.

Κυράτσες και νοικοκυραίοι, παραταγμένοι στον διάδρομο, κατά μήκος της πασαρέλας, σαν κριτική επιτροπή. Όλο το «χωριό» έτοιμοι να χειροκροτήσει, να τραβήξει βίντεο, να σχολιάσει, να μαζέψει υλικό για το σπίτι. Παντού παράγοντες, βλαχοδήμαρχοι -ένας εκλέχτηκε κιόλας-, προύχοντες και κοτζαμπάσηδες, χατζατζάρηδες και ραγιάδες, κολίγων απόγονοι που έγιναν κάτι και πουλάνε μούρη. Καρναβαλιστές, σάτυροι με πολιτικά, σόγια και επίδοξοι γαμπροί, ένα σύγχρονο νυφοπάζαρο.

Υπάρχει τίποτα χειρότερο από τον αργό θάνατο της ελληνικής επαρχίας; Το υπεράνω βλέμμα του πρωτευουσιάνου που νομίζει πως διαφέρει. Κι ας βρωμάει το ψάρι απ’ το κεφάλι του υδροκεφαλικού κράτους. Το είχε πει, εδώ και χρόνια, ο Ραφαηλίδης πως η Αθήνα είναι απλώς μια συνομοσπονδία ελληνικών χωριών.

Μα γιατί είστε τόσο μίζεροι; Γιατί ενοχοποιείτε τη χαρά του κόσμου;
Κι εσείς γιατί μασκαρεύετε την κατάθλιψη; Γιατί θέλετε χαρούμενους υπηρέτες, με καρφιτσωμένα κέρατα -και δαρμένους από πάνω- και χαμόγελα; Γιατί χαίρεται και χαμογελά ο κόσμος, πατέρα; Γιατί είναι σαν το Γελαστό Αγριογούρουνο από το Αστερίξ στη Βρετανία -που δεν έχει κανέναν λόγο να γελά αλλά το κάνει. Και προτιμά τσάι και συμπάθεια από τους ισχυρούς -ή ψίχουλα άρτου και θεάματα- αντί να τους πολεμά.

Τουλάχιστον είναι μια ευκαιρία να απενοχοποιήσουμε τη δεκαετία με τις βάτες, αναγνωρίζοντας την ιδεολογική της ηγεμονία στη μουσική.
She is crazy like a fool, wild about (Sugar) Daddy Cool...
-Μα αν ήταν (τόσο) ωραία, θα τα ακούγαμε κάθε μέρα, όχι μόνο στις Απόκριες.
Και για τα μελομακάρονα τα ίδια λέτε, αλλά στο Ζητούνι έχουν φημισμένους κουραμπιέδες, όλο τον χρόνο.

Μα χαλάμε εμείς τη χαρά του Καρναβαλιού; Πού πήραμε Πάτρα και Τύρναβο; Που βγάλαμε memes για τη ΛΑΣΥ Τυρνάβου και βγάζουμε τόσα μπλουζάκια, με κέφι και φαντασία;


Απόψε θα ζηλέψει ο Κηλαηδόνης το πάρτι που θα κάνουμε εμείς. Και να σου πω γιατί; Γιατί ήταν με το Εσωτερικού που ποτέ δεν έγινε σοβαρό κόμμα -ούτε όταν έφτασε στην κυβέρνηση. Και αν ψάχνεις τον ορισμό του party-pooper, το καλύτερο παράδειγμα είναι ο Ανδρουλάκης και το σινάφι του, που ήθελαν να το διαλύσουν. Αλλά όχι να μας πουν κομματόσκυλα χωρίς ζωή, εμάς που είμαστε party-animal.

Στο Καρναβάλι είμαστε στο στοιχείο μας. Έχει πορείες (το λέμε παρέλαση για ξεκάρφωμα), μαζικά γκρουπ σαν μπλοκ, με φωτόσπαθα αντί για κοντόξυλα, μουτσούνες Πελετίδη (με γυαλιά και μουστάκι), ακόμα και συνθήματα.
Εμπρός λαέ, μη σκύβεις το κεφάλι
Ο μόνος δρόμος είναι ΚΚΕ και Καρναβάλι.


Ίσως να μην έχουν όλοι καθαρά μηνύματα, σαν της (δημοτικής αρχής της) Πάτρας για την Παλαιστίνη. Έχουν όμως διονυσιακή σάτιρα κατά της εξουσίας -αρκεί να στοχοποιούν τους εκπροσώπους της, για τους σωστούς λόγους. Ο Κασσελάκης είναι ένας influencer που έγινε πρόεδρος και έχει χίλια στραβά να σατιρίσεις -από όσα λέει, μέχρι τον τρόπο που στέκεται, για να δείχνει τα μούσκουλά του. Αλλά όσοι ασχολούνται με ό,τι κάνει στο κρεβάτι του, είναι φασίστες της διπλανής πόρτας, που πρέπει να απομονώσουμε.

Κι αν μας φαίνονται λίγο ρηχά και (όχι τόσο) αστεία κάτι άρματα, σαν τους «Κρυφακούληδες», είναι ασορτί με το πολιτικό χιούμορ του μέσου Τουιτερά -αν όχι καλύτερα. Ή σαν τους Σεκίτες, που τρέχουν χορεύοντας στο ρυθμό του «Α-Αντί-Αντικαπιταλίστα» και φωνάζουν ρυθμικά «μη στύβετε ανθρώπους, στύψτε πορτοκάλια», ζουλώντας νοερά τον αέρα με τα χέρια τους. Φοβού τους πολιτικούς μασκαράδες και αντικαπιταλισμό φέροντας...


-.-

Πιο σιγά όμως, ρε παιδιά, να χαμηλώσουμε λίγο τη μουσική αν γίνεται.

Ζηλεύεις τα νιάτα σου, όταν πετούσες και μπορούσες να κοιμηθείς καθιστός από την κούραση στο κλαμπ της πενταήμερης, χωρίς να υπολογίζεις τίποτα. Μετράς προβατίνες και σούβλες και τελικά συναντάς την αγκαλιά του Μορφέα. Ένα μικρό κατόρθωμα, σαν εκείνους τους αντάρτες, που έπρεπε να περπατάνε μέρες ολάκερες στα βουνά και κοιμόντουσαν στην πορεία, περπατώντας μηχανικά με κίνδυνο να γλιστρήσουν και να χαθούν -αλλά όχι τόσο ηρωικό.

Μα ο έξυπνος είναι ετυμολογικά στην άλλη πλευρά από όσους κοιμούνται τον ύπνο του δικαίου, στη λάθος πλευρά του κρεβατιού της ιστορίας. Κοιμούνται όρθιοι και περπατάν σκυφτοί, με υπνωτισμένες συνειδήσεις. Και ξεχνάνε μόλις ξυπνάνε τα όνειρά τους, λες και θα γίνουν ποτέ πράξη από τον καναπέ ή το κρεβάτι μας.

Σε αυτούς τους δρόμους, σε αυτή την κοινωνία
Μια μέρα, ο διονυσιασμός δε θα ’ναι ουτοπία..

Πέμπτη 14 Μαρτίου 2024

Ο Οπενχάιμερ ήταν κομμουνισταράς

Ψηφιδωτό σημειώσεων


Μύρισε θυμάρι και αντι-ιμπεριαλισμό την περασμένη Δευτέρα στο Σύνταγμα. Όπως στα νιάτα μας, που να ’ταν δυο φορές, και ας μην είχαν πάλι την αξέχαστη Νεανική Δράση για την Ειρήνη. Και αν με ρωτούσες, σφε αναγνώστη, θα έλεγα πως χρειάζονται και άλλες -περισσότερες- τέτοιες κινητοποιήσεις. Να εντείνουμε τη δράση μας, που θα έλεγε και η εισήγηση. Όχι για να τσεκάρουμε τυπικά το σχετικό κουτάκι, όχι ως κάτι παραπάνω, επιπρόσθετο σε όσα κάνουμε -βάλε κάτι και για την Παλαιστίνη- αλλά ως βασικό και αναπόσπαστο μέρος όσων λέμε και κάνουμε.

Είναι βασικό να μη γίνουμε κρέας για τα κανόνια τους. Να μη σφυρίζουμε αδιάφορα όταν ανάβουν εστίες πολέμου στη γειτονιά μας -γιατί είναι βέβαιο ότι αργά ή γρήγορα θα αρπάξει και το δικό μας σπίτι. Να σπάσει η απάθεια του τύπου «μακριά από τον κώλο μας και όπου θέλει ας είναι», που είναι ο κλασικός ατομισμός αλλά σε κλίμακα χώρας. Να σπάσει το κυρίαρχο δόγμα πως «οι Νατοϊκοί είναι φίλοι μας» -και θέλουν το καλό μας. Να αλλάξουμε τη φθίνουσα πορεία του αυθόρμητου αντι-ιμπεριαλισμού των μαζών. Να ανακτήσει τη χαμένη ιδεολογική του ηγεμονία το σύνθημα «ΕΕ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο».

Δεν είναι ένα ακόμα πεδίο, αλλά ο πυρήνας όσων λέμε. Ανέκαθεν ήταν. Από την εποχή ακόμα που οι Δαπίτες γκρίνιαζαν για τις διακοπές - παρεμβάσεις στα αμφιθέατρα και τις ανακοινώσεις για τον πόλεμο στη Νικαράγουα. Ενώ οι εναλλακτικοί εξηγούσαν με ύφος πως εκτός από τον ιμπεριαλισμό υπάρχει και η μοναξιά. Όχι το ένα εξαιτίας του άλλου, αλλά παρεμπιπτόντως, το ένα δίπλα στο άλλο, σαν ειρηνική συνύπαρξη αλλά με πόλεμο. Σήμερα όλοι αυτοί μας κυβερνάν εναλλάξ ή από κοινού και πασχίζουν να μας βάλουν στη «σωστή πλευρά του πολέμου», δηλαδή στο πλευρό της δικής τους λυκοσυμμαχίας. Και όσο ο λαός κοιμάται με αυτό το πλευρό, κινδυνεύει να βρεθεί στη λάθος πλευρά της κάννης και βασικά στην μπούκα του κανονιού.

Κι όχι, δεν είναι απλό θέμα ο ιμπεριαλισμός. Έχουμε πολλά να αναλύσουμε και να λήξουμε, θεωρητικά, ιστορικά και πρακτικά. Αν είναι αλυσίδα ή πυραμίδα. Αν μπορούμε να πούμε όλες τις χώρες ιμπεριαλιστικές. Αν έχει νόημα, στον αντίποδα, να περιορίζουμε τον όρο σε μια χούφτα χώρες. Αν θα αρχίσουμε να μιλάμε για «εκμετάλλευση έθνους από έθνος», εγκαταλείποντας την ταξική ανάλυση. Τι ακριβώς είναι τα κυριαρχικά δικαιώματα σε μια ιμπεριαλιστική χώρα -ή ενταγμένη στο ιμπεριαλιστικό σύστημα. Αν περιλαμβάνεται σε αυτά η ΑΟΖ. Αν αυτή η χώρα -ενταγμένη στο σύστημα ή ιμπεριαλιστική- μπορεί ποτέ να διεξάγει έναν δίκαιο πόλεμο. Και αν όχι, τι νόημα έχει να υπερασπιστούμε το έδαφός της. Αν αλλάζει ο χαρακτήρας του πολέμου -δηλαδή η πολιτική μιας χώρας- όταν επιτίθεται ή όταν αμύνεται. Αν θα πάρουμε τα όπλα να πολεμήσουμε. Ή για να ξεκινήσουμε την επανάσταση, στρέφοντάς τα στην κυρίαρχη τάξη και τα όργανά της. Αν θα το κάνουμε μέσα από τον στρατό, λιποτακτώντας ή πολεμώντας σε δικές μας, αυτόνομες μονάδες. Ή αν τελικά θα μας συλλάβουν όλους την πρώτη κιόλας μέρα, οπότε κουβέντα να γίνεται.

Δε χρειάζεται όμως να τα έχεις λυμένα όλα αυτά, για να (αντι)δράσεις. Δε χρειάζεται να είσαι καν κομμουνιστής, για να ζητάς να γυρίσει πίσω η φρεγάτα «Ύδρα» και να μην έχει καμιά συμμετοχή στο ματοκύλισμα των λαών η χώρα σου. Αρκεί να είσαι απλώς έντιμος, απέναντι στη συνείδησή σου πρωτίστως, όπως η αντισμηναγός Αμαλία Π.

-.-

Διάφορα ΜΜΕ μέτρησαν τις αντιδράσεις του κόσμου και έσπευσαν να βγάλουν διάφορα «επανορθωτικά» κείμενα, που μετρίαζαν κάπως τις εντυπώσεις από τα αρχικά τους δημοσιεύματα για τους ζαχαρομπαμπάδες του Κουτσούμπα στη Βουλή. Όλα τα ΜΜΕ; Όχι. Γιατί το ηρωικό Protagon αντιστέκεται και κρατά ψηλά τη σημαία του αντικομμουνισμού, σε αυτήν την τελευταία σοβιετική γωνιά της Ευρώπης, με σημαιοφόρο τον Χαρίδημο Τσούκα και τη συμπυκνωμένη σοφία του, που μας κάνει τη χάρη να ασχοληθεί με την «ασόβαρη προσέγγιση του ΓΓ» για ένα τόσο σοβαρό θέμα όπως η φοιτητική πορνεία. Το καταστάλαγμα αυτής της σοφίας μπορεί να κωδικοποιηθεί σε μαργαριτάρια του στιλ:

-Υπάρχουν πολλοί καπιταλισμοί.
-Η Κούβα είναι δεύτερη παγκοσμίως στην πορνεία.
-Στη Σουηδία τα περισσότερα πανεπιστήμια είναι δημόσια και δωρεάν -άρα δεν ευθύνεται η ιδιωτική πρωτοβουλία για τη στροφή των φοιτητών-ιών στην πορνεία.
-Την τελευταία την τρέφουν η ανισότητα και οι οικονομικές δυσκολίες -και όχι τα ιδιωτικά πανεπιστήμια.
-Οι σοβαρές χώρες καταπιάνονται με το ζήτημα της φοιτητικής φτώχειας και της φοιτητικής σεξουαλικής εργασίας, αλλά όχι με τον κουτσούμπειο τρόπο.

Ας δούμε λίγο πιο προσεκτικά τις αρετές της Τσούκειου μεθοδολογίας.

-Οδηγούνται στην πορνεία οι φοιτήτριες (και οι φοιτητές) της Κούβας, για να εξασφαλίσουν τα δίδακτρά τους; Όχι, γιατί δεν υπάρχουν δίδακτρα. Στοιχειώδες -και δε χρειάζεται να είσαι ο Σέρλοκ Χολμς, για να το διαπιστώσεις.

-Υπάρχει γενικά πορνεία στην Κούβα. Ασφαλώς, αν και πιθανότατα όχι στις διαστάσεις που δείχνουν τα αμερόληπτα στοιχεία του Τσούκα και των αμερόληπτων πηγών του από τις ΗΠΑ, που έχουν πάντα οξυμένες ευαισθησίες για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Γι’ αυτό και έχουν επιβάλει ένα δολοφονικό εμπάργκο με ανυπολόγιστες συνέπειες στο νησί της επανάστασης. Έχει ακούσει άραγε κάτι για αυτό ο αξιότιμος αρθρογράφος; Ναι, αλλά δεν έχει θέση στην ανάλυσή του, για να μη χαθεί το ήδη έτοιμο συμπέρασμα.

-Υπάρχουν πολλοί καπιταλισμοί; Όχι, μόνο ένας και έχει για θεό του το κέρδος. Υπάρχουν βέβαια πολλές χώρες με διαφορετικό επίπεδο ανάπτυξης. Αλλά αν στο «καλό, σκανδιναβικό μοντέλο» -που δεν είναι ίδιο με τους «άλλους καπιταλισμούς»- υπάρχουν δυσκολίες, φτώχεια και ανισότητες, τότε αλήθεια ποιον καπιταλισμό μπορούμε να αναζητήσουμε, που να έχει εξαλείψει τέτοια φαινόμενα αντί να τα καλλιεργεί και να τα διαφημίζει ως ευκαιρίες; Άγνωστο.

-Υπάρχουν δημόσια πανεπιστήμια στις καπιταλιστικές χώρες; Ναι, αλλά η απάντηση είναι λίγο σχετική. Γιατί πρέπει αμέσως να ρωτήσουμε: Έχουν δίδακτρα; Λειτουργούν με γνώμονα το κέρδος; Διασφαλίζουν δωρεάν συνθήκες σπουδών στους φοιτητές; Κι εδώ αυτομάτως, οι απαντήσεις γίνονται πιο σύνθετες και αλλάζουν την αρχική κατάφαση. Δυστυχώς η Τσούκειος σκέψη δεν έχει φτάσει ακόμα τόσο μακριά, για να καταλάβει πως το πρόβλημα δεν είναι μόνο τα ιδιωτικά πανεπιστήμια, αλλά η μετατροπή της παιδείας συνολικά σε ένα πανάκριβο εμπόρευμα. Ότι τα δημόσια πανεπιστήμια μετατρέπονται ταχύτατα σε μαγαζάκια -για να ’ναι ανταγωνιστικά- και βλέπουν τις δομές τους να ιδιωτικοποιούνται, παραμένοντας κατ’ όνομα δημόσια.

Αλλά το βασικό ζήτημα που αποκλείει κάθε ελπίδα συνεννόησης με τον Τσούκα και το σινάφι του, είναι εκείνη η φρασούλα περί «φοιτητικής σεξεργασίας», που μπορούμε να τη δούμε διατυπωμένη και σε άλλα σημεία: Η ισχυρότερη αντίληψη περί αυτοδιάθεσης του σώματος και η αυξανόμενη απενοχοποίηση των επ’ αμοιβή σεξουαλικών υπηρεσιών συμβάλλουν στην αποδοχή και ενδυνάμωση του φαινομένου.

Και να πώς η νεοφιλελεύθερη οπτική του Χαρίδημου Τσούκα έρχεται να συναντήσει τους «αντισυστημικούς» αριστερούς ψάλτες της ελεύθερης οικονομίας που προσυπογράφουν το σημείο για την «αυτοδιάθεση του σώματος». Τελικά η πορνεία μπορεί να μην είναι πρόβλημα αλλά μια μορφή ελευθερίας και αποβολής των παλιών μας ταμπού. Σκεφτείτε το...

-.-

Είναι ο «Οπενχάιμερ» το magnus opus του Νόλαν; Μπορεί. Δεν είμαι τόσο σινεφίλ, για να έχω άποψη, αλλά κάνοντας μια μικρή σφυγμομέτρηση στο περιβάλλον μας, θα λάβουμε διάφορες απαντήσεις, από χλιαρές μέχρι πολύ θετικές αντιδράσεις. Πολύ λίγοι όμως θα κινηθούν εκτός αυτού του φάσματος, λέγοντας πως η ταινία δε βλεπόταν ή ότι ήταν ένα σύγχρονο αριστούργημα. Είχε σφιχτό μοντάζ, πυκνό κινηματογραφικό χρόνο -για να παρακολουθήσει τον αντίστοιχο ιστορικό-, εμφανή σκηνοθετική σφραγίδα -ιδίως στην εκκωφαντική απουσία ήχου τη στιγμή της έκρηξης. Είχε επίσης ενδιαφέρον θέμα, με σοβαρές προεκτάσεις, που δεν έκανε χρονικές εκπτώσεις -τελειώνοντας με τη σκηνή της έκρηξης, όπως ήθελε ο μέσος θεατής- και χώρεσε αρκετές από αυτές, χωρίς όμως να εμβαθύνει -που είναι εν μέρει λογικό και αναπόφευκτο, αλλά ως ένα βαθμό και συνειδητή επιλογή. Και έχουμε δει πολλά αριστουργήματα να μην παίρνουν αγαλματάκι, σχεδόν κανένα όμως χωρίς βάθος...

Εξίσου ανοιχτή παραμένει η συζήτηση για τα πολιτικά μηνύματα του «Οπενχάιμερ». Είναι η ταινία ενός μάλλον συντηρητικού σκηνοθέτη, αν δεν κάνω λάθος -ως προς το πολιτικό του στίγμα και όχι ως προς το έργο του- για έναν κομμουνιστή επιστήμονα ή έστω συμπαθούντα, που τον υποψιάζονταν για πράκτορα των Σοβιετικών (κυνηγήθηκε όντως στα χρόνια του Μακαρθισμού απ’ τους αχάριστους ευεργετηθέντες). Η οποία όμως κλείνει με την αποκατάστασή του, χάρη και σε ενέργειες των «Δημοκρατικών», υπηρετώντας τελικά μια τάση που κυριαρχεί τα τελευταία χρόνια στο Χόλιγουντ και καθορίζει παγκόσμια τα κριτήρια της κοινής γνώμης περί προοδευτικότητας -χαρακτηριστικό παράδειγμα η περσινή «Μπάρμπι» και ας μην τιμήθηκε με Όσκαρ.

Αυτό που νομίζω ότι επιτείνει κάπως τη σύγχυση είναι η στάση του ίδιου του ΚΚ ΗΠΑ, που ταυτίστηκε σχεδόν απόλυτα με το New Deal του Ρούζβελτ, συνέχισε εκ των πραγμάτων να τον στηρίζει στα χρόνια του πολέμου και της Αντιφασιστικής Συμμαχίας, που ήταν μια μορφή «Λαϊκού Μετώπου» σε διεθνή κλίμακα, χωρίς αυταπάτες -άλλο αν καλλιεργήθηκαν τελικά τέτοιες σε μια σειρά ΚΚ- για να φτάσει μεταπολεμικά στον μπραουντερισμό, σε μια υπαρξιακή κρίση και ένα ιδεολογικό τέλμα, με αποτέλεσμα να αποπροσανατολιστούν οι μάζες -και καλά κρασιά, έπεσε στον γκρεμό, καλό κόμμα πρέπει να ήταν...

Ίσως για να απαντήσουμε στο ερώτημα αν ήταν κομμουνιστής ο Οπενχάιμερ, πρέπει να πιάσουμε βασικά το ερώτημα τι γραμμή είχε το ΚΚ ΗΠΑ και τι σήμαινε να είσαι κομμουνιστής τότε -που το πιάνει ακροθιγώς ένας διάλογος της ταινίας, στο πλαίσιο της ανάκρισης.
-
Ήσουν κομμουνιστής;
-Ήμουν με το New Deal
...

Όπως και να έχει, ο Όπι ήταν τουλάχιστον κομμουνίζων, μελετημένος και κατασταλαγμένος (είχε διαβάσει και τους τόμους του «Κεφαλαίου») και είχε ισχυρούς δεσμούς με οργανωμένους κομμουνιστές στο περιβάλλον του. Συνεπώς, μια στοιχειωδώς έντιμη βιογραφική ματιά -έστω κινηματογραφική- δε θα μπορούσε να παραβλέψει και να αποσιωπήσει αυτήν την παράμετρο. Κι ο Νόλαν σίγουρα δεν επιλέγει αυτήν την οδό -ίσα-ίσα.

Σε τελική ανάλυση, εφόσον κατάπιαμε αμάσητη (για λόγους πολιτικής χρησιμότητας) την παραχάραξη στο Τελευταίο Σημείωμα του Βούλγαρη, που το προβάλαμε παντού και το εκθειάσαμε γιατί ένας από τους 200 της Καισαριανής ψιθύρισε «κομμουνιστής ως το τέλος», δε χρειάζεται να κοιτάμε στα δόντια τον γάιδαρο που μας χαρίζει ο Νόλαν.

Δίνει ανοιχτά το πολιτικό στίγμα του Οπενχάιμερ, θέτει εύστοχα το πρόβλημα της σχέσης της επιστήμης με την εξουσία και πόσο ανεξάρτητη (δεν) μπορεί να είναι, βάζει τους ηθικούς προβληματισμούς του επιστήμονα που βλέπει την εφεύρεσή του να μπαίνει στην υπηρεσία άλλων σκοπών από αυτούς για τους οποίους σχεδιάστηκε. Κι αν αφήνει -σκόπιμα- κάποια σημεία ανοιχτά, δίνει τουλάχιστον στον θεατή πολλά ερεθίσματα για να τα ψάξει παραπάνω μόνος του. Όπως σκοπεύει να κάνει και η κε του μπλοκ, έχοντας αγοράσει το ογκώδες βιβλίο στο οποίο βασίστηκε η ταινία -και ας μην είναι γραμμένο από αυστηρά δική μας σκοπιά.

-.-

Μπορεί οι συλλήψεις έξι οπαδών της ΑΕΚ επειδή άναψαν πυρσούς σε μια ταράτσα, δίπλα από το γήπεδο της Λαμίας να μην είναι της ίδιας βαρύτητας με τις σκηνές που περιγράφει ο στίχος «χτυπάνε στην ταράτσα τον Ανδρέα» -και ποιος να το έλεγε τότε ότι ο Λεντάκης θα πήγαινε μια μέρα με αυτούς που τον χτυπούσαν- αλλά το γεγονός δε στερείται καθόλου σημασίας. Όπως λέει και ο 2310, οι οπαδοί γίνονται πειραματόζωα για την αυστηροποίηση του ποινικού κώδικα. Και τα γήπεδα -που ήταν ανέκαθεν πιστός καθρέφτης της κοινωνίας- θεωρούνται προνομιακό πεδίο για την εμπέδωση του δόγματος «νόμος και τάξη». Αυτό δεν αλλάζει επειδή οι οπαδοί αθωώθηκαν λόγω άγνοιας-παρανόησης του αθλητικού νόμου (και τάξη), που είναι περίπου σα να λέμε «λόγω βλακείας». Τουλάχιστον αυτή είναι η μόνη αθώωση -από όσες έχει προτείνει εσχάτως η εισαγγελική έδρα- που δε σε κάνει να αναρωτιέσαι: υπάρχει τίποτα που να μην έχει σαπίσει στο βασίλειο της Δανιμαρκίας;

Κι αν μαγνητοσκοπηθούν και ανέβουν στο διαδίκτυο οι παρεμβάσεις της σημερινής εκδήλωσης για τον Ποινικό Κώδικα, μπορεί να βρεθεί η αφορμή να πούμε περισσότερα.


-.-

Η σχέση του ΚΚ Πορτογαλίας με το ΚΚΕ μου θυμίζει συνειρμικά το αθλητικό ντοκιμαντέρ Once Brothers, για τον Ντράζεν, τον Ντίβατς και την κάποτε ενιαία Γιουγκοσλαβία. Κάποτε ήμασταν αδελφά κόμματα, τα μόνα που έμειναν όρθια στη λαίλαπα της αντεπανάστασης, και ο Κουνιάλ ήταν ο Πορτογάλος Φλωράκης -και αντιστρόφως. Η Πορτογαλία έζησε τη δική της μεταπολίτευση την ίδια χρονιά με τη δική μας, αλλά χωρίς εκβιαστικά διλήμματα «Καραμανλής ή τανκς», αφού οι φαντάροι που οδηγούσαν τα οχήματα ήταν στην πρώτη γραμμή της Επανάστασης των Γαριφάλων. Κι η δική τους «σοσιαλμανία», με την έννοια μιας σχετικής αριστερόστροφης ιδεολογικής ηγεμονίας, εκφράστηκε στα ονόματα των αστικών τους κομμάτων, καθώς η αντίστοιχη ΝΔ είναι το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, σε διάκριση με το σοσιαλιστικό αντίστοιχο του ΠΑΣΟΚ.

Αν λοιπόν σε αυτή τη χώρα θεριεύει σήμερα η ακροδεξιά -τα ορφανά του Σαλαζάρ- και εκμηδενίζεται η αξιοπιστία και η επιρροή του ΚΚΠ, η ευθύνη είναι βασικά δική του και δε μετριάζεται από τις αντίστοιχες ενισχυμένες τάσεις στη φασίζουσα Ευρωλάνδη. Κι είναι απορίας άξιο πώς/γιατί δεν έχει εκφραστεί ως τώρα ένα ρεύμα εσωτερικής αντιπολίτευσης σε αυτόν τον κατήφορο, στο πλαίσιο μιας αυτοκριτικής που να παίρνει αποστάσεις από τη στρατηγική επιλογή του ΚΚ να γίνει ουρά των σοσιαλιστών και της αντιλαϊκής τους κυβέρνησης, στο όνομα του μικρότερου κακού, που φέρνει πάντα το μεγαλύτερο. Και το δικό μας καθήκον δεν είναι να επιχαίρουμε πάνω από το πολιτικό πτώμα ενός τέτοιου ιστορικού κόμματος, ούτε να αφήσουμε ένα γαρίφαλο στη μνήμη της επανάστασης και του ένδοξου παρελθόντος του. Αλλά να το βοηθήσουμε να ξεπεράσει την κρίση του, βγάζοντας πρώτα μια σωστή διάγνωση για τις αιτίες της.

-.-

Ποιο είναι άραγε το μεγαλύτερο επίτευγμα του ΣΥΡΙΖΑ; Ότι κατάφερε να πλασάρει τη θεωρία των δύο άκρων, σαν γνήσιο -έστω γενόσημο του- ΠΑΣΟΚ; Ότι το έκανε σε μια περίπτωση καθαρής ομοφοβικής βίας, φασίζουσας και ρατσιστικής; Ότι ανακάλυψε ομοφοβική επίθεση στην πολιτική κατακραυγή -και όχι μάτσο κράξιμο- του «κοσμαγάπητου» Κασσελάκη -όπως θα μιλούσε για σεξισμό αντίστοιχα, αν είχε εκλεγεί η Αχτσιόγλου στη θέση του; Ότι τα τρολ της υπόγας στοχοποίησαν πλαγίως και το ΚΚΕ για την επίθεση στα διεμφυλικά άτομα; Ότι δικαιώνει κάθε μέρα πιο πολύ το σχήμα του σοσιαλφασισμού -που μιλάει για τα δίδυμα αδελφάκια; Ότι ο Κασσελάκης είναι, σαν παρουσία και ουσία όσων λέει, μια κινούμενη πατριαρχία;

Ας αφήσουμε να το κρίνει η ιστορία. Και ας κρατήσουμε μια ανάλυση για τη συμβασιλεύουσα για κάποια άλλη ανάρτηση.

Τρίτη 12 Μαρτίου 2024

Της Ελλάδος τα παιδιά

Έξω από τα σύνορα δεν έχουνε δουλειά

Ο χρόνος τελειώνει, αδειάζει η κλεψύδρα
να γυρίσει πίσω η φρεγάτα «ΥΔΡΑ»

Σύνθημα-ψυχεδέλεια. Έμοιαζε κάπως με ψαγμένο στίχο των Πυξ Λαξ, ενάντια στους πρίγκιπες (άρχοντες) του δυτικού κόσμου, σε μια διαδήλωση για τον περήφανο λαό της Δυτικής Όχθης και της πολύπαθης λωρίδας της Γάζας. Αλλά στα μεγάφωνα έπαιζε Βασίλη, «το παιχνίδι παίζεται ακόμα», λες και είμαστε ακόμα νέοι, σε άλλη δεκαετία, τότε που φωνάζαμε «νίκη στην Ιντιφάντα». Τελικά δεν έχουν αλλάξει τόσο πολλά στο πέρασμα του χρόνου.

Μετά ο Μητροπάνος έλεγε το «γυρίζω τις πλάτες μου στο μέλλον», σε μια ερμηνεία-έκπληξη, γιατί δεν περίμενες να σου λείψε ποτέ ο Διονύσης, σε οποιαδήποτε συμφραζόμενα. αι ύστερα η μεταλλική φωνή -από το σπάνιο μέταλλο των κομμουνιστών- μας ανήγγειλε: «Καταφτάνει τώρα στο Σύνταγμα ένα κατακόκκινο ποτάμι...» From the river to the sea, Palestine will be free. Μα πού είναι η θάλασσα; Να την. Δεν είναι λαοθάλασσα, αλλά μια μικρή Ερυθρά θάλασσα, που άνοιξε μαγικά στα δύο, χωρίς ραβδάκι, όταν χρειάστηκε να περάσει ένα ασθενοφόρο ανάμεσά μας. Αρκεί να γυρίσει πίσω η φρεγάτα.

Πήραμε να μετράμε τις ελληνικές σημαίες, αναλογιζόμασταν ποια να ήταν η αναλογία με τις κόκκινες -μία στις 20, τις 50 ή τις 100- και άρχισαν οι αναμνήσεις. Διαδήλωση της ΕΔΥΕΘ, νεοφώτιστος στο κίνημα, μου έλαχε κλήρος-χρέωση η γαλανόλευκη και εγώ να αρνιέμαι-αρνιέμαι-αρνιέμαι, αμήχανα αλλά σθεναρά: ευχαρίστως ναι, αλλά όχι. Ό,τι άλλο θέλετε...

Τώρα τα χρόνια έχουν περάσει. Ούτε σήμερα θα την σήκωνα μάλλον, δέχομαι όμως την ειρηνική μας συνύπαρξη και τη λογική να ανεμίζουν κάνα δυο μες στις κόκκινες. Δεν έχω πρόβλημα με τις σημαίες, έχω και φίλους σημαίες, αρκεί να μην ανεμίζουν πολύ προκλητικά. Σέβομαι απεριόριστα όμως τους αξιωματικούς που μιλάνε για τη γαλανόλευκη που τιμήθηκε στους αγώνες του λαού μας και αρνούνται να πολεμήσουν κάτω από τη σημαία του ΝΑΤΟ. Πόσο μάλλον όταν είναι εν ενεργεία αξιωματικοί και ρισκάρουν το κεφάλι τους, παίρνοντας τον λόγο δημόσια σε μια αντιιμπεριαλιστιική συγκέντρωση του ΚΚΕ. Όπως έκανε η Αμαλία Παπασωτηρίου.

Δε γίνεται να μη συγκινείσαι, ακούγοντας την αντισμήναρχο να λέει πως είναι στη σωστή πλευρά της ιστορίας, γιατί αρνείται να γίνει η χώρα της «πεδίο βολής φτηνό, που ασκούνται βρίζοντας ξένοι φαντάροι». Να θέτει το ερώτημα, στον εαυτό της αλλά και στον καθένα μας: «τι έκανα εγώ για να εμποδίσω τα πολεμοκάπηλα σχέδια»; Να αναρωτιέται πόσοι από τους συναδέλφους της είναι περήφανοι που συμμετέχουν στην αποστολή της φρεγάτας «Ύδρα» για την Ερυθρά θάλασσα. Να δίνει «απλά μαθήματα πατριωτισμού», μιλώντας για τον πόλεμο στην Ουκρανία, τη Γιουγκοσλαβία, την Κορέα παλιότερα και να αναρωτιέται ρητορικά πόσο πατριωτικό είναι να συμμετέχει η χώρα σε αυτούς.

Δε γίνεται να μη θαυμάσεις το θάρρος και τη στάση της να μιλήσει ανοιχτά, δημόσια, «εκτός υπηρεσίας», χωρίς να υπολογίζει τις συνέπειες. Πρέπει να είσαι αν μη τι άλλο πολύ γενναίος-α, για να γράψεις στα κάκαλά σου (και ας μην έχεις στην κυριολεξία) τον Κάκαλο, τον Τζαζλέα κι όλη την ιεραρχία που προσκυνά νατοϊκές σημαίες. Και προπαντός τους Χλαπάτσες που σε περιμένουν στη γωνία με την κουκούλα και τα σύνεργα της δουλειάς, ζητώντας άμεσα να αποταχθείς, να φυλακιστείς ή να σε εκτελέσουν στον τοίχο για παραδειγματισμό.
Θα σας δείξω εγώ, θα δείτε τι θα πάθετε...


Και αν αυτά είναι «της Ελλάδος τα παιδιά», ας φέρουν όσες σημαίες θέλουν. Μακάρι η παρέμβαση του Κόμματος στον στρατό -που δεν μπορεί παρά να είναι περιφρουρημένη- να έχει προχωρήσει τόσο, που αυτοί οι αξιωματικοί να μη νιώθουν το βάρος της μοναξιάς για τις επιλογές τους και να βγαίνουν μπροστά με θάρρος! Κάθε φορά και ένα βήμα παραπάνω...

Ο ΓΓ συνέχισε στο ίδιο μήκος κύματος, με την ίδια ελληνική προφορά, λέγοντας πως το ΚΚΕ σπάει την ομερτά. Για ποια ομερτά λέει όμως;
Σκέψου αν και τι έχουμε μάθει από τα ΜΜΕ για το έγκλημα διαρκείας στην Παλαιστίνη, που λαμβάνει διαστάσεις γενοκτονίας, με μικρά παιδιά να πεθαίνουν της πείνας καθημερινά, αβοήθητα και αποκλεισμένα.
Σκέψου τι και πόσα μάθαμε για το πολιτικό χρώμα της απονομής των Όσκαρ, τη διαδήλωση υπέρ της Παλαιστίνης έξω από το θέατρο, τις μαύρες κονκάρδες ως σύμβολο εκεχειρίας και τη γενναία στάση του εβραϊκής καταγωγής σκηνοθέτη που δήλωσε επί σκηνής ότι αρνείται να σφετερίζεται μια Κατοχή το Ολοκαύτωμα και την καταγωγή του.

Ας σκεφτούμε την ομερτά για το έγκλημα των ελληνικών (αστικών) κομμάτων, που χαριεντίζονταν τις προάλλες -πλην Λακεδαιμονίων- με τον Ισραηλινό πρέσβη. Ή κατά παρέκβαση, την οργανωμένη συγκάλυψη για το έγκλημα στα Τέμπη, όπου ήθελαν να σβήσουν ακόμα και τα ονόματα των θυμάτων μπροστά από τη Βουλή. Χτες πάντως τα είχαν περιφραγμένα με κιγκλιδώματα (!), ίσως για να τα «προστατέψουν» από τους περίεργους τουρίστες και τα περιστέρια...

Ο Κουτσούμπας μίλησε επίσης για τον πόλεμο στην Ουκρανία. Που δεν ξεκίνησε προχτές, αλλά ήδη από το ’14, με τους νεοναζί να εκτελούν ρωσόφωνους συνδικαλιστές στο κτίριο των συνδικάτων. Αλλά ο κατά φαντασίαν «ήρωας πολέμου» Μητσοτάκης δε βρήκε χρόνο να αφήσει ένα λουλουδάκι και στη δική τους μνήμη. Και αν μη τι άλλο είναι φαιδρό να μιλάνε για «πουτινάκια», τα τρολ και οι οπαδοί ενός κόμματος που είχε αδελφοποιηθεί με την «Ενιαία Ρωσία» του Βλαδίμηρου...

Όταν ο ΓΓ μίλησε για το υπαρκτό ενδεχόμενο πυρηνικού πολέμου, μύρισε αναπόφευκτα πιρινίνι και αντίστροφη μέτρηση (The final countdown), για το τέλος του κόσμου. Και όσο το πλήθος φώναζε «Ένωση και ΝΑΤΟ, πολέμου συνδικάτο», σκεφτόμασταν συνειρμικά την εξέλιξη ενός συνθήματος ή μάλλον των πενήντα αποχρώσεων της σοσιαλδημοκρατίας, που το ασπάζονταν στη θεωρία. Πόσο νερό κύλησε στο αυλάκι -και τον μύλο της αντίδρασης- από τον καιρό του «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ» και παλιότερα, απ’ τη θέση της ΕΔΑ για τον «λάκκο των λεόντων» της κοινής αγοράς. Σε λίγα χρόνια, φτάσαμε στην ευρωλιγούρα της νατοϊκής αριστεράς, που κομπάζει γιατί εξημέρωσε τον αυθόρμητο αντι-αμερικανισμό των μαζών και έφερε τις σχέσεις του ελληνικού κράτους με τις ΗΠΑ στο καλύτερο σημείο της ιστορίας τους. Και δεν είναι ότι πέφτουμε από τα σύννεφα ή πως δεν είχε δώσει εγκαίρως τα δείγματα γραφής του ο ευρωκομμουνισμός...

Κατηφορίζοντας την Πανεπιστημίου στο τέλος, πετύχαμε το ανθοστόλιστο μνημείο των πεσόντων αγωνιστών της ΓΣΕΒΕΕ και τις ανθοδέσμες που τιμούσαν την επέτειο της μεγάλης πανεπαγγελματικής απεργίας της 10ης Μάρτη του 1927. Ο απολογισμός της ματωμένης Πέμπτης, όπως πέρασε στην ιστορία, ήταν τρεις νεκροί ΕΒΕ (δυο υποδηματοποιοί και ένας υδραυλικός), εκ των οποίων οι δύο ήταν εβραϊκής καταγωγής. Και αυτό είναι ό,τι χρειάζεται να ξέρουμε για τις «εθνικές ευαισθησίες» των κυβερνήσεων, τις (λυκο)φιλίες τους και το μένος τους ενάντια στους αγώνες, που έχει πάντα ταξικό πρόσημο.


Εδώ θα χωρούσαν μερικά υστερόγραφα, πχ για τον Μπεκρή του σωματείου στην Κόσκο, που μπορεί να μην είναι διάσημος σαν τη Σάτι, αλλά είναι «πρώτη μούρη» εκεί που πρέπει -στο κίνημα- και σφυροκοπά τους εργοδότες σαν πολυβόλο: τα-τα-τα-τα... Αλλά αυτά ας τα αφήσουμε για αύριο, καλώς εχόντων των πραγμάτων...

Δευτέρα 11 Μαρτίου 2024

Οι τρεις ταφές του αριστεροχωρίου

Τρίτο και τελευταίο μέρος της τριλογίας του Μελκιάδες Εστράδα-αριστεροχώρι.


Ξέχασα να γράψω για το 5ο Συνέδριο του ΝΑΡ πως οι θέσεις ψηφίστηκαν από το 71%, αλλά δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω από τι σκοπιά διαφώνησε το υπόλοιπο 29%, αν είναι ενιαία και ομαδοποιημένη η στάση του, αν απηχεί έναν γενικότερο προβληματισμό-ξενέρωμα ή αν κυμαίνεται σε φυσιολογικές για το χώρο επίπεδα, μακριά από τις ομοφωνίες των νεκροταφείων -που ταιριάζουν μακάβρια και με τον τίτλο της ανάρτησης.

Σημειώνω επίσης τις αντιδράσεις κάποιων αιώνιων (μετα)φοιτητών για τις εξελίξεις στα ΕΑΑΚ, που ρωτούσες να μάθεις τι γίνεται, ξαφνικά δήλωναν πολύ μεγάλοι για να έχουν επαφή και να γνωρίζουν ή υποβάθμιζαν το ζήτημα, γιατί «και πέρσι ήταν ξεχωριστή η καταγραφή» κτλ, που προσωπικά τις θεωρώ ό,τι πιο κοντινό στο αστεριξικό μοτίβο για την Αλεζία, που προφανώς έγινε και πώς να το αρνηθείς, αλλά χμφ, χμ, τι γυρεύετε και τα σκαλίζετε, και τέλος πάντων τι την θέλετε εσείς αυτήν την Αλεζία, ε;

Είχαμε μείνει όμως στο σημείο όπου με επιτυχία ολοκληρώθηκαν οι εργασίες του συνεδρίου, το οποίο είναι αβάσταχτο κλισέ, κάτι σαν το «ανταμώσαμε και τραγουδήσαμε» για Φεστιβάλ και διήμερα, αλλά λιγότερο διασκεδαστικό -αν δεν το ζεις απέξω-, για αυτό ανταμώνουν ίσως κάθε 5-6 χρόνια, βάσει διασταλτικής ερμηνείας του καταστατικού τους.
Ή σα να λες με επιτυχία σηκώθηκα σήμερα από το κρεβάτι, βούρτσισα τα δόντια μου και σημάδεψα τη λεκάνη -που δεν είναι και αυτονόητο αν δεν τα πας καλά με το πρωινό ξύπνημα-, γιατί το παν στη ζωή είναι να έχεις στόχους.
Ή ένα είδος οργουελικής, διπλής γλώσσας, που βασικά εννοεί: οριακά αποφεύχθηκαν τα παρατράγουδα στις εργασίες του συνεδρίου, παρά τα προγνωστικά περί του αντιθέτου. Αλλά αν έχεις σαν μέτρο σύγκρισης το συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ, η επιτυχία και η ομόνοια είναι δεδομένες.

Φαντάσου εν τω μεταξύ μια ανακοίνωση απ’ το Γραφείο Τύπου του ΣΥΡΙΖΑ που θα έλεγε τα εξής: με φαντεζί λάμψη, γκλάμουρ και επικοινωνιακό πάταγο ολοκληρώθηκε η συνεδριακή performance του president Στέφανου. Διαβάστηκαν μικρά αποσπάσματα πολιτικού λόγου από ότο-κιου, ενώ ξεσηκώθηκαν θυελλώδη χειροκροτήματα και αυθόρμητες ουρανομήκεις επιδοκιμασίες από τους συνεδριακούς θαυμαστές του προέδρου. Κατά τη διάρκεια του συνεδρίου, είχαμε την ευκαιρία να απολαύσουμε υψηλής αισθητικής θέατρο του παραλόγου, με τη συντρόφισσα Γεροβασίλη στο ρόλο του βαρίδιου, ενώ το plot-twist στη λήξη συνάντησε διθυραμβική υποδοχή από κριτικούς στο X. Για τις ανάγκες του συνεδρίου χρησιμοποιήθηκαν ζωντανοί, ομιλούντες κομπάρσοι, που γιούχαραν κατά παραγγελία, με σύστημα εξειδικευμένης τηλεδιοίκησης, ενώ πολλαπλασιάστηκαν με εφέ τεχνητής νοημοσύνης, για να συγκροτηθούν σε συνεδριακό όχλο. Σημειώνεται πως κανείς σύνεδρος της αντιπολίτευσης δε βασανίστηκε κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων.

Ή ακόμα καλύτερα, μια αντίστοιχη ανακοίνωση το ’91, μετά το 13ο Συνέδριο του ΚΚΕ, που μεταδιδόταν ζωντανά και από την τηλεοπτική συχνότητα του 902. «Με επιτυχία ολοκληρώθηκαν οι επεισοδιακές εργασίες του συνεδρίου, που σηματοδοτεί μια νέα πορεία για το Κόμμα, τονίζοντας την ενότητα στους κόλπους του και την ιστορική του συνέχεια». Που θα ήταν και απολύτως ακριβές, ως προς την επιτυχία τουλάχιστον, με την χιτσκοκική, γκρανκινιολική, θριλερική εκλογή της Αλέκας αντί του Δραγασάκη και το ανανεωτικό του σινάφι (57-53).

Κι αν όλα αυτά φαντάζουν χαζομάρες, ας κρατήσουμε τη συνείδηση της αναγκαιότητας (που είναι η ελευθερία για εμάς) να βρούμε άλλες πιο ζωντανές φράσεις για να περιγράφουν τέτοιες -ελπίζουμε πάντοτε ζωντανές- διαδικασίες. Γιατί αν ένα κλισέ δεν είναι παρά το κουρασμένο μυαλό που βαριέται να σκεφτεί και ψάχνει καταφύγιο στα έτοιμα, τότε είναι μεγάλο πρόβλημα αν αποτυπώνει όσα γίνονται σε ένα συνέδριο. Και όλα αυτά δεν αφορούν προφανώς μόνο το ρεύμα και το δικό του συνέδριο.

Ναι αλλά τι είναι και τι θέλει ένα -οποιοδήποτε- Συνέδριο; Δεν πρέπει να γίνει απλώς επειδή πρέπει, για να (μην) τηρηθεί το καταστατικό και να βγει η υποχρέωση. Δεν πρέπει να έχει ίχνη ρουτίνας και αγγαρείας, στημένες διαδικασίες ή μέλη που νιώθουν πως δεν τα αγγίζει και δεν τα αφορά άμεσα. Θεωρητικά το συνέδριο είναι εργαλείο και οδηγός για δράση, που εξοπλίζει όσους μελετούν τα υλικά του, αναλύει την πείρα, συγκεντρώνει ερμηνείες και συμπεράσματα, τα εμπλουτίζει στην πορεία, γειώνεται στα προβλήματα αιχμής, επεξεργάζεται λύσεις, τακτικά ζητήματα, τη σύνδεσή τους με τον στρατηγικό στόχο, δίνει απαντήσεις -αλλά τις ψάχνει κιόλας, χωρίς να τις έχει έτοιμες.

Η κε του μπλοκ δεν είναι καθόλου σίγουρη πως τα έχουμε όλα λυμένα. Πώς γίνεται ένα συνέδριο, τι ακριβώς ψηφίζεται -οι θέσεις, η εισήγηση που γίνεται στην αρχή του;- πώς γίνεται η συζήτηση, οι προσθήκες, οι παρατηρήσεις, πώς αλλάζει μια θέση αν δε συγκεντρώνει την πλειοψηφία του σώματος, πώς εκφράζει κάποιος μια επιμέρους διαφωνία -με αρνητική ψήφο, με επιμέρους ψήφισμα στο επίμαχο σημείο; Ή και για συνολικά ζητήματα: γιατί τα Συνέδρια της Κομιντέρν κρατούσαν μερικές βδομάδες; Γιατί οι μπολσεβίκοι φρόντιζαν να κάνουν Συνέδριο κάθε χρόνο; Γιατί παλιά υπήρχαν διάφορες θεματικές εισηγήσεις και επιμερισμός δουλειάς στα πρόσωπα που θα τις παρουσίαζαν;

Δεν εννοώ πως η λύση είναι να αντιγράψουμε μιμητικά ό,τι γινόταν τότε -ακόμα και αν το θέλαμε, ίσως να μην υπήρχε η πρακτική δυνατότητα πχ για ένα πολυβδόμαδο συνέδριο. Λέω όμως πως πρέπει να προβληματιστούν όλοι -και ίδως το οργανωτικό δυναμικό κάθε κόμματος - οργάνωσης, να πιάσει ξανά αυτά τα ερωτήματα -και όχι μόνο-, να δώσει πιο ουσιαστικές απαντήσεις στο ερώτημα: τι σηματοδοτεί και ποιον αφορά ένα συνέδριο.

-Τούτων λεχθέντων και -ας πούμε- αναλυθέντων, μπορεί να γίνει καλύτερα κατανοητό και ένα σκηνικό από το ΣΜΤ, που δείχνει κάποιες αντιφάσεις και περιορισμούς του χώρου.

Εκεί η Αριστερή Παρέμβαση κατέβασε ένα ψήφισμα για την τεκνοθεσία και τον γάμο των ομοφύλων, όπου έκανε μια προσπάθεια να βάλει κάποιους άξονες από τη δική της σκοπιά και ίσως μπορούσε να προβληματίσει έναν κόσμο που αμφιταλαντευόταν. Κάποιοι από το δεξιό αριστεροχώρι, όμως, πρότειναν να βγει η παράγραφος για τις παρένθετες μητέρες και την εμπορευματοποίηση του γυναικείου σώματος και να μπει ένα επιπλέον σημείο που να περιγράφει πώς η κυβέρνηση έλαβε τη σχετική νομοθετική πρωτοβουλία, κατόπιν πίεσης του κινήματος... Η παράταξη το δέχτηκε, για να μη χάσει τους συμμάχους στην ψηφοφορία και διευκόλυνε όσους είχαν ενστάσεις να αποφασίσουν τι θα ψηφίσουν. Το βασικό πρόβλημα στην πολιτική αντιπαράθεση είναι η κριτική των αντιπάλων. Όχι γιατί υπάρχει, αλλά γιατί τείνει συχνά σε ανόητα και απλοϊκά σχήματα, που καθηλώνουν σε αντίστοιχο επίπεδο και τον προβληματισμό.


-Μας λείπει ένας επίλογος και ένα τελικό συμπέρασμα της τριλογίας, για να δικαιολογηθεί και ο τίτλος της ανάρτησης.

Το Αριστερό Ρεύμα είναι ένας άταφος πολιτικός νεκρός, που έχει δώσει ήδη τα οργανικά συστατικά του σε άλλους χώρους, που ετοιμάζονται να ακολουθήσουν την πορεία του. Οι διαδικασίες της ΑΝΤΑΡΣΥΑ έχουν νεκρώσει, και ας έχει μείνει ως «εκλογική φανέλα» -γιατί τις εκλογές πολλοί εμίσησαν, μα τα κουκιά ουδείς. Κι αν συνεχίσει έτσι δυναμικά ο περφόρμερ Στέφανος, μπορεί να δούμε και το όνομα του ΣΥΡΙΖΑ στις επόμενες νεκρολογίες -όπου μέχρι πρότινος ήταν το ΠΑΣΟΚ, που αναστήθηκε από το χρονοντούλαπο της ιστορίας.

Και η Νέα Αριστερά μπορεί να μη μακροημερεύσει μετά τις εκλογές, αλλά θα αφήσει πίσω της καλτ στιγμές και βίντεο στο τικ-τοκ, με χαρούμενες, θλιβερές ιδέες και ερωτήσεις του στιλ.
-Τι ζώο θα ήταν η Νέα Αριστερά; (επιεικώς χαμαιλέοντας).
-Ποιο τραγούδι θα ήταν η Νέα Αριστερά; (Το ζάρι, ως γενικός αχταρμάς, τα ναυάγια του Σφακιανάκη ως περιεχόμενο και πιθανή κατάληξη ή ακόμα καλύτερα το «άλλος για Χίο τράβηξε, πήγε και άλλος για Μυτιλήνη»).
Και είναι κρίμα να μη συνεχίσει με νέα ευφάνταστα ερωτήματα, του στιλ: τι φαγητό θα ήταν η Νέα Αριστερά; (Μάλλον κάτι χίπστερ, που δεν τρώγεται).

@neaaristera Αν η Νέα Αριστερά ήταν ζώο, ποιο θα ήταν; 🦁🐯🐱🦦 #ΗΠολιτικήΕπιστρέφει #ΝέαΑριστερά #Ελπίδα ♬ πρωτότυπος ήχος - NeaAristera
Αλλά τα ανακυκλώσιμα υλικά δεν πάνε ποτέ χαμένα. Και ο χώρος θα δίνει πάντα νέα και ελπιδοφόρα θνησιγενή μορφώματα. Ίσως όταν βγει ανακοίνωση για την τακτική της Αναμέτρησης στις εκλογές και ευοδωθεί το φλερτ του χώρου με το ΜεΡΑ του Βαρουφάκη, να πούμε και περισσότερα. Αλλά όσοι ετοιμάζονται να ράψουν κοστούμια για τη Βουλή, ας έχουν έτοιμη την επόμενη νεκρολογία για το επόμενο νέο μόρφωμα.

Ακολουθούν δυο εκτενή υστερόγραφα που τα πλασάρω εδώ σαν τροπολογίες σε άσχετο νομοσχέδιο, γιατί δε χώρεσαν αλλού και δεν υπήρχε λόγος να μπουν μόνα τους σε ξεχωριστό κείμενο.

-Ήταν γλυκός άνθρωπος ο Δημήτρης Φύσσας; Όσοι τον γνώρισαν λένε πως ναι -και δεν έχω λόγο να αμφιβάλλω. Υποψιάζομαι επίσης ότι είχε μια αξιοζήλευτη βιβλιοθήκη, με σπάνια κομμάτια που είχε αρχίσει να τα εκποιεί ή να τα χαρίζει και κάπως έτσι βρήκα κάτι σπάνιους τόμους με Οδηγητές και Πανσπουδαστικές της Μεταπολίτευσης, σε ένα παλαιοπωλείο στη Θεμιστοκλέους, που όμως έκλεισε -και έχασα τα ίχνη του ρέκτη συλλέκτη, που άνοιγε πάντα τις πρώτες... απογευματινές ώρες και άφηνε τη γάτα του να σεργιανίζει και να ξαπλώνει ανάμεσα στους τόμους.

Λένε πως ήξερε να ξετρυπώνει ωραία στέκια και λαϊκά ταβερνάκια. Και εικάζω πως ήταν γενικώς ερανιστής τρομερών στοιχείων και ερευνητής πεδίων, είτε με μεγάλο ενδιαφέρον -όπως τα παλιά λησμονημένα σινεμά της πόλης- είτε επιεικώς περίεργα -όπως τα τσοντοσινεμά που έπαιζαν πορνό. Αλλά όσο συγκεκριμένη ανάλυση της εποχής και της κατάστασης και αν κάνω, όσο και αν γνωρίζω πως η κοινωνία εναποθέτει τα αγοράκια και τη σεξουαλική τους μόρφωση στο πορνό, αδυνατώ να συμμεριστώ τη νοσταλγική λατρεία κάποιων μπαρμπάδων γι’ αυτά τα σινεμά ή για τους οίκους ανοχής, όπου κάποια ιερόδουλη με υπομονή και κατανόηση τους «έκανε άντρες». Μη βροντοχτυπάς τη χούφτα...

Αλλά το πιο ακατανόητο για μένα είναι η επιλεκτική μνήμη, για να δικαιώσουμε το «ο νεκρός δεδικαίωται» και να αφήσουμε απέξω το πιο γνωστό έργο του Δ. Φύσσα: «πλατεία Λένιν, πρώην Συντάγματος». Όπου δε βγάζει απλά τη χολή του αλλαξοπιστήσαντα γενίτσαρου, δε δίνει απλώς μια -ας την πούμε- λογοτεχνική εκδοχή της θεωρίας των δύο άκρων -γιατί και οι κομμουνιστές μια χούντα θα έφτιαχναν- αλλά φανερώνει την εμπάθειά του απέναντι σε ιστορικές μορφές, όπως ο Χαρίλαος και ο Ρίτσος, που τον παρουσιάζει σαν ποιητή της πεντάρας, πρόθυμο να ντύσει με στίχους χωρίς έμπνευση τα πιο γκρίζα και άχαρα γεγονότα.

Και τέλος πάντων, όποιος τον εκθειάζει και για αυτό το έργο του, έχει καλώς, γιατί διατηρεί μια συνέπεια. Οι υπόλοιποι όμως, που κλείνουν τα μάτια τους στις εμμονές του με το αντικομμουνιστικό άρωμα, ας διαβάσουν απλά το βιβλίο εναλλακτικής ιστορίας του Αλεξάτου, που απαντά εν πολλοίς στο λιβελογράφημα του Φύσσα. Καθώς και την κριτική της κε του μπλοκ στο συγκεκριμένο βιβλίο -από μια άλλη σκοπιά, που ενοχλείται από κάποιες εμμονές, αλλά σίγουρα δεν το βάζει απέναντι, όπως τον μακαρίτη.

-Ένας φίλος είπε ότι του έλειψαν λίγα ντεσού από τη μέρα της απεργίας, σαν ανταπόκριση. Ναι αλλά και τι να πούμε; Ας δούμε μερικά βασικά, έστω και με κάποιες επαναλήψεις. Είδαμε τα ορφανά της ΓΣΕΕ -που δεν καλούσε πουθενά-, συριζοπαράγοντες, το αιώνιο ΣΕΚ να διαδηλώνει ενάντια στο έγκλημα στον ΟΣΕ -ναι αλλά για την ΟΣΕ δε λένε τίποτα. Λαός πολύς, κάνουν κίνηση τα μπλοκ προς την Αγίας Σοφίας, αλλά έρχονται οι άλλοι από Καμάρα και κάνουμε ελιγμό στην Εγνατία από την ανάποδη, μισή ώρα περίπου ψάχναμε να βρούμε πού είναι η ουρά, για να βρει ο σφος το καλύτερο εναέριο πλάνο για το drone.

Με τούτα και με εκείνα, η πορεία έγινε περίπου ενιαία, κατά μήκος της Εγνατίας και της Μοναστηρίου, πήγε προς τον ΟΣΕ -πρώην ΣΕΚ-, έκανε τον κύκλο προς το Υπουργείο μέσω Ξηροκρήνης, ενώ με το Λαϊκό Στρώμα μετρούσαμε πόσοι γύροι χρειάζονται να αναπληρώσουν τις χαμένες δυνάμεις -ο τρίτος είναι ο τελικός. Αρχίζουν οι κουπουριές, πιο πολύ ακούγαμε παρά τις μυρίζαμε, κάναμε αλυσίδες και ύστερα ακριβώς πίσω μας άρχισαν συνθήματα: το αίμα κυλάει, εκδίκηση ζητάει. Νιώθεις σαν τον Μπέζο στο Φρικ-Άουτ, που πήγε με καμουφλάζ στην κατάληψη του Ζαραλίκου: ποιο αίμα, τι λένε οι κύριοι; Και λίγο σαν λεγεωνάριος σε ρωμαϊκό ελιγμό από Αστερίξ.
-Μα δεν είναι η αλυσίδα του ΠΑΜΕ εδώ;
-Μα όχι, είναι η χελώνα του Σκιπίωνα.
-Μα ναι σας λέω, είναι η αλυσίδα...

Και ύστερα σημάναμε υποχώρηση αηδιασμένοι, στα σενά κάτω από την Αγίου Δημητρίου, αλλά τους βρίσκαμε πάλι μπροστά μας.
-Αστερίξ, να τους δείξω πόσο ευγενικός μπορώ να γίνω;
-Όχι Οβελίξ, σκάσε και προχώρα. Διαλυόμαστε συγκροτημένα.
Αλλά μια κουβέντα είναι αυτό και είναι αντίφαση εν τοις όροις, που θα έλεγε ο Ευτύχης -και ας μη βρήκε ευτυχία στις πιο πρόσφατες αναζητήσεις του, στους κόλπους της ενσωμάτωσης.

Αλλά το βασικό ήταν ο κόσμος, ο παλμός, η οργή, η μαζικότητα. Το μήνυμα πως δε θα ξεμπερδέψουν μαζί μας τόσο εύκολα, αν ποντάρουν στη λήθη, για να στεριώσει το μπάζωμα και η συγκάλυψη.

Το λεπτό σιγής και πιο πριν, οι τρεις εργαζόμενες στα σύγχρονα κάτεργα των τηλεφωνικών κέντρων ήταν από τις πιο δυνατές στιγμές της μέρας. Αλλά την πιο ξεχωριστή, συγκινητική σχεδόν) ομιλία από τον χώρο την έκανε τελικά χτες ένας συνάδελφός τους στο ΣΕΦ. Που μέχρι ένα μήνα πριν, δεν είχε απεργήσει ποτέ στη ζωή του, αλλά έκανε εντατικά, ταχύρρυθμα μαθήματα στο σχολείο του δρόμου και της ταξικής πάλης, για να φτάσει μες σε τόσο λίγο καιρό, να αρθρώνει άπταιστο ταξικό λόγο και να καλεί σε συμπόρευση με το ΚΚΕ, το μόνο κόμμα που είδε να συμπαραστέκεται στον αγώνα τους έμπρακτα.

 

Και αυτό βασικά πρέπει να το κάνουν όλοι, κάθε εργαζόμενος. Όχι απαραίτητα να συμπορευτούν και να ψηφίσουν το ΚΚΕ -αυτό από μόνο του δε λέει πολλά, σε τελική ανάλυση. Αλλά να βγάλουν πολιτικά συμπεράσματα από την πείρα που αποκτούν μες σε έναν αγώνα. Εις οιωνός άριστος, αμύνεσθαι περί τάξης και όχι περί πάρτης.