Τρίτη 12 Αυγούστου 2025

Υποσημείωμα: Για όσους γράφουν και πολεμάνε

Υπάρχουν αυτοί που γράφουν ιστορία, πολεμώντας. Υπάρχουν αυτοί που πολεμάνε γράφοντας, με όπλο τους μια γραφίδα. Αυτοί που γράφουν για τους δυο πρώτους. Και αυτοί που γράφουν για όσα έγραψαν οι τελευταίοι -καλή ώρα. Ώσπου οι έσχατοι έσονται πρώτοι στο ταξικό γαϊτανάκι. Αλλά ας πάρουμε την πραγματική ιστορία του ανθρώπινου είδους από την αρχή της, δηλαδή από το 1917.

Ο Βλαδίμηρος έκλεισε εσπευσμένα το εμβληματικό «Κράτος και Επανάσταση», όταν ξέσπασε η εξέγερση του Οχτώβρη, με την υποσημείωση πως είναι προτιμότερο να πραγματοποιεί κανείς την επανάσταση, παρά να γράφει θεωρητικά γι’ αυτήν. Και όλοι εμείς (εφέντη), που γράφουμε εμμονικά γι’ αυτήν επειδή δεν την υλοποιούμε, μείναμε με την απορία για τη συνέχεια του βιβλίου ή της επανάστασης, αν ζούσε λίγο παραπάνω ο Λένιν, που είναι πιο ζωντανούς από εμάς τους ζωντανούς. Αλλά αυτό το «αν» είναι λίγο αντιδιαλεκτικό, σε αντίθεση πχ με το ερώτημα που έθεσε στον καιρό του ο Γκοσβάιλερ: αν οι καιροί απαιτούσαν έναν (νέο) Λένιν, γιατί μας προέκυψε ο Γκορμπατσόφ;

Αν ο Βλαδίμηρος ήταν ένας καλλιτέχνης της επανάστασης, δηλαδή της ζωής, στον αντίποδα ένα σύνθημα (περι)ορίζει σαν κατάρα τους καλλιτέχνες του γραπτού λόγου: πρώτα ζούμε, μετά γράφουμε. Ο γραπτός λόγος φαίνεται να ξεκινά εκεί που σταματά η ζωή, που κάνει παύση για να συνεχίσει, σαν μια άρνησή της ή ομολογία μιας αποτυχίας. Κι ο πετυχημένος γραφιάς, που έχει σαν απαραίτητη προϋπόθεση της επιτυχίας του μια κάποια απομόνωση από τα κοινά και τους ανθρώπους κι έναν κάποιο βαθμό αφαίρεσης από τον κοινωνικό περίγυρο, προβάλλει ενίοτε σαν μετεξεταστέος στο σχολείο της ζωής. Με τον ίδιο περίπου τρόπο που ένας καταξιωμένος προπονητής υπήρξε μέτριος-αποτυχημένος παίκτης με απωθημένα, ενώ τα μεγάλα αστέρια, χορτάτα από εμπειρίες και από επιτυχία, δυσκολεύονται να σκοτώσουν τον παίκτη μέσα τους και σπάνια γίνονται μεγάλοι προπονητές.


Αλλά τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά και μονοσήμαντα. Αν πχ η συγγραφή - λογοτεχνία είναι μια συνεχής, αδυσώπητη εσωτερική ανάγκη, όπως το είχε θέσει εύστοχα ο Ρίτσος, ή μια μορφή αέναης ψυχοθεραπείας -όπως το νιώθουν χιλιάδες διακεκριμένοι ή μη γραφιάδες-, οι ταξικές κοινωνίες και η αδικία ως κινούν αίτιο μπορεί να πρόσφεραν περισσότερα κίνητρα και έμπνευση στους καλλιτέχνες που αναζητούν δημιουργική διέξοδο για όσα τους καίνε και τους τρων την ψυχή, που αναζητά τη σωτηρία της. Ενώ στον σοσιαλισμό η λογοτεχνία θα απονεκρωνόταν μαζί με το κράτος και τις τάξεις, ψάχνοντας μάταια οξυμένες αντιθέσεις, να την τρέφουν και να κινούν συγκρουσιακά τη ζωή.

Όλα αυτά όμως παραείναι απλοϊκά και σχηματικά, για να περιγράψουν τη ζωή και τον πλούτο των αντιφάσεων που αγκαλιάζει. Επιστρέφοντας στην αρχική θεματική, το σταυρικό ζήτημα που τίθεται είναι η σχέση του δημιουργού με την κοινωνία που τον «δημιούργησε», του χάρισε υλικό και εργαλεία να το (μετα)πλάσει, ιδανικά, αξίες, προσλαμβάνουσες, μια κοσμοθεωρία και μια αντίστοιχη στάση ζωής. Πώς και με ποιους τρόπους αντιδρά το περιβάλλον στον δημιουργό; Πώς επιδρά αντιστρόφως η καλλιτεχνική δημιουργία στο κοινωνικό περιβάλλον; Μπορεί να αλλάξει τον κόσμο ή να οιστρηλατήσει αυτούς που θα το κάνουν (το επαναστατικό υποκείμενο), να μετακινήσει συνειδήσεις και τις ιδέες που τις ορίζουν; Πόσο άμεσα συνδέεται η έμπνευση με τις κοινωνικές τάσεις και τι βαθμό αυτονομίας έχει ο δημιουργός απ’ αυτές; Τελικά πόσο «εσωτερικές» και «ατομικές» είναι οι διεργασίες που κυοφορούν μέσα του έναν καλλιτεχνικό καρπό;

Και πέραν αυτού. Το αποτύπωμα ενός καλλιτέχνη είναι το έργο του ή η συνολική στάση του -συνδικαλιστική δράση, δημόσιες τοποθετήσεις, άρθρα επικαιρότητας, θεωρητικές επεξεργασίες - αναλύσεις στο αντικείμενό του; Οφείλει να παίρνει θέση ένας δημιουργός στα μεγάλα γεγονότα της εποχής του; Η απάντηση μοιάζει αυτονόητα καταφατική για έναν στρατευμένο καλλιτέχνη, που βλέπει την πένα ως όπλο του και δε λείπει ποτέ από κανένα μέτωπο. Αλλά μια κριτική αποστροφή του Ζαχαριάδη από το 7ο Συνέδριο του Κόμματος δείχνει πως το ζήτημα είναι κάπως πιο σύνθετο.
Πολύ περισσότερο ασχολούνται οι λογοτέχνες μας για τις σχολές, τις κατευθύνσεις και γενικότερες αντιλήψεις για τέχνη, για το τι είναι τέχνη, και πολύ λιγότερο δημιουργούν.

Και όλα αυτά, εν μέσω της πιο πλούσιας δεκαετίας σε γεγονότα και διακυμάνσεις, όπου κάθε μέρα μετρούσε σαν μήνας -και αν το παίρναμε τοις μετρητοίς, θα είχαμε 3.650 μήνες, δηλαδή περίπου 300 χρόνια, ήτοι σχεδόν τέσσερις ζωές γεμάτες και ένα ευρύ φάσμα γεγονότων - παραγόντων: κατοχή, Δεκεμβριανά, εμφύλιος, επαναστατική κατάσταση, ήττα και υποχώρηση. Και πιο ειδικά (για τους λογοτέχνες): αρθρογραφία, συνδικαλιστικές κινήσεις - οργανώσεις, οξυμένη διαπάλη, ατομικές και συλλογικές πρωτοβουλίες, σχέδια και αντιλήψεις που συγκρούονται σε μια σειρά επίπεδα (εγχώριο και διεθνές, θεωρητικό, πολιτικό και ένοπλο)- κι αφήνουν το στίγμα τους σε αναρίθμητες πηγές και τεκμήρια: βιογραφίες, μαρτυρίες, απομνημονεύματα, χρονικά, αρθρογραφία, βιβλία, πρακτικά συνελεύσεων, προσωπικά αρχεία, εφημερίδες, βιβλιοθήκες και ένα σωρό άλλα.

Αυτό το αχανές πεδίο είναι το αντικείμενο της διατριβής και μιας μελέτης-έκδοσης που βασίστηκε σε αυτήν του ιστορικού Βασίλη Μόσχου (μέλους του Τμήματος Ιστορίας της κετουκε), η οποία δεν εστιάζει στη λογοτεχνική παραγωγή της εποχής, αλλά στην πολιτική στάση των λογοτεχνών, τη θέση τους και τη δράση τους στον δημόσιο βίο και λόγο. Κι ίσως η μεγαλύτερη πρόκληση - δυσκολία σε αυτή τη φιλόδοξη προσπάθεια είναι ο τεράστιος όγκος του σχετικού υλικού: το κυνήγι θησαυρού για τις πηγές, η διασταύρωση, η επιλογή και η οργάνωση του υλικού, η ομαδοποίηση που βοηθά την παρουσίασή του, η αξιοποίηση καίριων παραθεμάτων, ο πειρασμός να βάλεις πολλά εκτενή αποσπάσματα -που θα μπουκώσουν όμως τη ροή του κειμένου-, η δύσκολη απόφαση για τις αναγκαίες περικοπές -σα να ζητάς από μια μάνα να διαλέξει ανάμεσα στα παιδιά της ή από έναν σκηνοθέτη να αφήσει με πόνο ψυχής κάποια πλάνα του έξω από την τελική κόπια μιας ταινίας.

Όλα αυτά ίσως μοιάζουν κάπως πεζά αλλά δεν είναι. Ο ερευνητής βυθίζεται στο υλικό του, περίπου όπως ο Σκρουτζ Μακ Ντακ στις δεκάρες του θησαυροφυλάκιού του (μόνο που το διάσημο παπί αγνοεί ότι ο μεγαλύτερος θησαυρός της ανθρωπότητας είναι η γνώση). Ενθουσιάζεται σαν μικρό παιδί με (εξίσου) μικρά ευρήματα και λεπτομέρειες και με σπάνια δημοσιεύματα -σα να είναι τωρινά. Χάνει την αίσθηση του χρόνου, ξεχνά την ώρα, τη μέρα, τη χρονιά, τη δεκαετία. Ένας πάκος εφημερίδες είναι όλα όσα χρειάζεται για να ζήσει ο άνθρωπος -χωρίς πολύ νερό και τροφή- και να διασφαλίσει το ευ ζην. Στο τέλος της κατάδυσης θα χρειαστεί τα πετραδάκια που έριξε πίσω του ή τον μίτο της Αριάδνης για να επιστρέψει στην επιφάνεια και το παρόν, που του φαίνεται πεζό και ανούσιο.
-Τα έμαθες; Πάμε για τρίτο παγκόσμιο πόλεμο...
-Ναι αλλά πού να δεις τι έγινε στο 7ο Συνέδριο του ΚΚΕ...

Αλήθεια, τι γοητεία μπορεί να έχει η σύγχρονη επικαιρότητα, όταν πέφτουν πχ στα χέρια του -ή την οθόνη του- παλιά φύλλα του Ριζοσπάστη με αρθράκια του Βάρναλη και του Κορδάτου, οξεία κριτική στον υπαρξισμό ή σε ένα έργο του Βρεττάκου -που είναι σύντροφος-, με τις εισηγήσεις του Ζντάνοφ, θεωρητική διαπάλη και ρεπορτάζ από την επίσκεψη του Ελιάρ στην Ελλάδα;


Αν το βιβλίο-μελέτη του Μόσχου ήταν λογοτεχνικό, θα του ταίριαζε ο τίτλος «Υποσημείωση» -και δεν είναι ειρωνικό ή μειωτικό σχόλιο αλλά αναφορά σε ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά - πλεονεκτήματα του βιβλίου, που δίνει και τον τίτλο της ανάρτησης. Οι υποσημειώσεις - παραπομπές είναι σχεδόν τριπλάσιες από τις σελίδες του και πιάνουν το 1/3 περίπου της συνολικής του έκτασης. Αν είσαι ψυχαναγκαστικός -καλή ώρα- και τις διαβάσεις σχολαστικά, μπορεί να χάσεις κάπου τη ροή αλλά κερδίζεις αλλού: στην αγάπη για τις λεπτομέρειες της ιστορίας και στα κίνητρα για να ψάξεις παραπάνω στις πρωτότυπες πηγές ό,τι σου φάνηκε ενδιαφέρον. Αν πάλι προτιμήσεις να τις αγνοήσεις, το βιβλίο φεύγει νεράκι, έχοντας αντιμετωπίσει επιτυχώς το στοίχημα - βασικό πρόβλημα τέτοιων βιβλίων και του -κατά κανόνα- ξερού ακαδημαϊκού λόγου και της δυσκολίας να κερδίσει το ευρύτερο αναγνωστικό κοινό. Αλλά το ζουμί για τους ρέκτες βρίσκεται πάντα στις λεπτομέρειες -και συνήθως στις υποσημειώσεις.

Στο τέλος της ανάγνωσης έχεις βγει σοφότερος σε διάφορα πεδία, επιμέρους και γενικά. Από κάποιες ειδικού ενδιαφέροντος λεπτομέρειες και ανεκδοτολογικά στοιχεία -πχ για τη διαγραφή του Αναγνωστάκη ή την επιστολή διαμαρτυρίας του Κορνάρου που συμπεριέλαβε στους αποδέκτες και μια φιλοζωική εταιρεία, εφόσον οι αρχές αρνούνταν να αντιμετωπίσουν ως ανθρώπους τους κομμουνιστές και τους πολιτικούς κρατούμενους. Και από στοιχεία για τον γραφικό αντικομμουνισμό της εποχής που ανέφερε τους κομμουνιστές ηγέτες με σλάβικες καταλήξεις (!) ή πανηγύριζε ήδη από το 1945 που δε γίναμε Αλβανία (!), δείχνοντας πόσο πρωτότυπα επιχειρήματα διαθέτει διαχρονικά αυτή η πλευρά. Μέχρι τα αδιέξοδα της φιλελεύθερης σοσιαλδημοκρατίας, ως ντροπαλής εκδοχής του τελευταίου (και τι άλλο είναι η σοσιαλδημοκρατία αν όχι η μετριοπαθής πτέρυγα του αντικομμουνισμού;), που όταν δεν αναγκάζεται να αποβάλει τα προσχήματα, περιγράφει «διορατικά» το όραμα μιας ενωμένης Ευρώπης ως αντίπαλο δέος στις δύο υπερδυνάμεις -sic- καθώς και μια μορφή ήπιου «σοσιαλισμού» σε καπιταλιστικό έδαφος -η σχετική περιγραφή του Θεοτοκά είναι η αναλυτική εκδοχή του Παπανδρεϊκού «και εις τη λαοκρατίαν πιστεύομεν», ενώ θα μπορούσε χωρίς υπερβολή να θεωρηθεί πολιτικός πρόδρομος διάφορων μεταβατικών προγραμμάτων του σύγχρονου εξωκοινοβουλίου.

Το βασικό όφελος, ωστόσο, είναι η τροφή για σκέψη πάνω σε διαχρονικά πολιτικά ζητήματα για το κομμουνιστικό κίνημα: από τη σχέση κόμματος και μετωπικών οργανώσεων -που συχνά συγχέονται στην πράξη κατά την περίοδο του ΕΑΜ και από τα ίδια τα μέλη τους- μέχρι τη διαπάλη μιας συνεπούς ταξικής προγραμματικής γραμμής με τη λογική των δημοκρατικών μετώπων και των προγραμματικών εκπτώσεων για να μην τρομάξουν και απομακρυνθούν οι δυνητικοί σύμμαχοι. Το ζήτημα των συμμαχιών και του προγράμματος ή της μαζικής δουλειάς δεν είναι απλώς λογοτεχνικές ιδιαιτερότητες, και σίγουρα δίνουν υλικό για συνειρμούς και παραλληλισμούς με την εποχή μας.

Όλα αυτά είναι μάλλον ελεύθεροι συνειρμοί παρά κανονική παρουσίαση του βιβλίου. Πιστεύω όμως ότι έτσι φαίνεται καλύτερα η πρόκληση στην οποία στάθηκε επιτυχώς ο ΒΜ και οι λόγοι που αξίζει να μελετήσει κανείς το βιβλίο. Σε κάθε περίπτωση, δεν είναι απλώς ένα «βιβλίο αναφοράς» για ερευνητές και ακαδημαϊκές εργασίες που ψάχνουν πηγές και σχετικές παραπομπές, αλλά σημείο αναφοράς για όσους θέλουν να εμβαθύνουν στον λογοτεχνικό κόσμο εκείνης της δεκαετίας, ως δύτες των αρχείων και της ιστορίας.

Και αν η κε του μπλοκ προβαίνει με κάποια καθυστέρηση σε αυτήν την παρουσίαση, σαν υποσημείωση στην προ εξαετίας κυκλοφορία του, δεν είναι απλώς η εξόφληση μιας οφειλής ή μια έμπρακτη αυτοκριτική για την καθυστέρηση, αλλά και μια γέφυρα για την πρόσφατη έκδοση της «Σύγχρονης Εποχής» και της αντίστοιχης μελέτης του συγγραφέα για τη δεκαετία του ’30 που περιλαμβάνει εξίσου εμβληματική γεγονότα -αλλά και την περίφημη λογοτεχνική «γενιά του ’30».

Αν ήταν ταινία-σειρά, θα λέγαμε ότι πρόκειται για το... prequel της. Όπως και να έχει, διαβάζεται αυτοτελώς. Αν σας άρεσε το πρώτο μέρος, ξέρετε γιατί πρέπει να πάρετε και το δεύτερο -που όμως προηγείται χρονικά. Και αν δεν είχατε πιάσει εγκαίρως το πρώτο βιβλίο, είναι μια καλή ευκαιρία να τα πάρετε και τα δύο και να τα μελετήσετε -με όποια σειρά θέλετε- και να είστε έτοιμοι για το κλείσιμο της τριλογίας...