Ήταν 77 αλλά έκρυβε τρία χρόνια, για να έχει ίσως την ίδια ηλικία με τη Σοβιετία και τον σύντομο εικοστό αιώνα, ακολουθώντας βίους παράλληλους, ως το τέλος.
Είχε πολλά προβλήματα, που την περικύκλωναν ιμπεριαλιστικά. Και δεν υπάρχει σαφής -ή μόνο μία- απάντηση για το τελικό αίτιο. Ίσως ήταν άθλος που έφτασε ως εδώ, από μια άποψη. Μπορούσε όμως να ζήσει παραπάνω, και μας έμεινε η απορία γιατί δεν αντέδρασαν οι μάζες, στον τόσο σύντομο επίλογο. Μας άφησε να αναρωτιόμαστε αντιδιαλεκτικά τι θα μπορούσαμε να αλλάξουμε, να κάνουμε αλλιώς, για να αποτρέψουμε το μοιραίο και να μην προσμένουμε ένα ιατρικό θάμα, άπραγοι και αμήχανοι, σαν τους μοιραίους του αγαπημένου της Βάρναλη.
Ό,τι κάνουμε σε αυτήν τη ζωή, πρέπει να αφορά τη ζωή -πριν δρομολογηθεί το τέλος. Δεν έχουν νόημα οι ύμνοι εκ των υστέρων, για να δείξουμε όψιμη αφοσίωση στη μαμά πατρίδα. Και αν μιλάμε για αγάπη, αυτή (πρέπει να) είναι πάντα έλλογη. Να μην είναι τυφλή υπεράσπιση, αλλά να προσφέρει το οξυγόνο της κριτικής. Να μην πάμε πάντα με τα νερά της, για να μη βρούμε σε ύφαλο-παγόβουνο και ναυαγήσουμε. Ο πάγος έσπασε...
Και τον δρόμο που χαράχτηκε, πρέπει να τον βαδίσουμε ξανά. Τα ίδια μέρη, τα ίδια σταυροδρόμια, της αρετής και της κάλπικης κακίας. Το όψιμο μίσος κι ο μηδενισμός για τη Σοβιετία, είναι αντεστραμμένη αγάπη -δεν αποτινάσσει το Οιδιπόδειο. Και αν -στον αντίποδα- συνεχίζεις να βλέπεις παντού το πρόσωπό της, στη Ρωσία του Πούτιν και την Κίνα της Cosco, δε δείχνεις οξυμένο κριτήριο και στράτευση, αλλά άρνηση να αποδεχτείς την πραγματικότητα. Κάτι σαν τα στάδια του πένθους της μαρμότας, που δεν έχει θεραπευτεί.
Έφυγε λίγο πριν τη μέρα της μητέρας (πατρίδας) και τη μέρα της αντιφασιστικής Νίκης. Κι όσο δε χτίζουμε το δικό μας κράτος, η μόνη πατρίδα για κάθε προλετάριο, είναι τα φαγητά της και η παιδική μας ηλικία.
7 Μαΐου και ο δρόμος το ίδιο παγωμένος/
σβήνουν τα βήματα, τα όνειρα, σενάρια της βροχής
(...)
Έχουμε χάσει την επαφή, σαν εξωγήινοι ρομαντικοί,
που κυριέψαν μία πόλη κι έχουν ξεχάσει στην
τσέπη το κλειδί.
Το κλειδί είναι πάνω στην Κερκόπορτα. Το κλειδί είναι κάτω απ’ το γεράνι.
Στα τελευταία της έλεγε και ορισμένες ασυναρτησίες, σαν τον «σοσιαλισμό της αγοράς» και τα «οικουμενικά προβλήματα» της ανθρωπότητας, αρχή άνοιας και καλπάζουσας αντεπανάστασης. Είχε μια άρνηση να δει τα οξυμένα προβλήματα και να τα αντιμετωπίσει δραστικά. Έλεγε πως όλα ήταν καλά, κι ας ήταν εμφανές το αντίθετο. Δεχόταν πιέσεις από τη βάση, αλλά υπήρχαν πάντα καλές δικαιολογίες για την αναβλητικότητα. Η πανδημία, οι περιορισμοί, η ιμπεριαλιστική περικύκλωση, τα αγριογούρουνα που είχαν φάει κάτι αηδίες -από το γυράδικο στη Λαμπράκη. Και τα τελευταία ντολμαδάκια που άρπαξαν κι αναγκάστηκε να τα φάει μισοκαμένα ο 89άρης του σπιτιού, βλέποντας τα διδάγματα του τέλους της ιστορίας. Και που λες, Ευτύχη, ευτυχία δε βρήκατε...
Ήταν ανασφαλής γίγαντας με πήλινα πόδια, εσωστρεφής, περιχαρακωμένη στα σύνορά της, χωρίς πολλή διάθεση για εξόδους και ανοίγματα. Κατέληξε ένας υπερτροφικός, βραδυκίνητος οργανισμός, που δεν είχε (αρκετό) οξυγόνο. Κι έφυγε όταν γεννήθηκαν φρούδες ελπίδες για την ανασυγκρότηση και η μακάρια ψευδαίσθηση πως βελτιωνόταν, ότι βλέπαμε φως στην άκρη της στενωπού.
Έφυγε παλεύοντας να πιάσει το τρένο της ΕΤΕ, να καταλάβει μουδιασμένη τι λένε τα κομπιούτερς και οι αριθμοί (ή κάτι τραβηγμένοι συνειρμοί στα κείμενα της κε του μπλοκ) και γιατί της στέλνει συνταγές στο Viber ο Πετρατζίκης. Κάτι κατάφερνε, όχι πολλά πράγματα, αλλά μην τα μηδενίζουμε όλα, έχει και λίγους άσους: 0-1-0-0-1-0-1.
Δεν πρόλαβε να δει τη σπορά της Νίκης να δίνει καρπούς. Αλλά δεν άνθισε ματαίως. Βοήθησε να καλλιεργήσουμε πολλά καλά στοιχεία. Κι αν ευθύνεται για κάποια στραβά, αυτή ήταν -και αυτοί είμαστε, όπως έλεγε και μια κούπα της, που δεν πρόλαβε να εγκαινιάσει.
Ήταν στη σωστή πλευρά της ιστορίας, πάντα και αδιαπραγμάτευτα απεργός, τότε που γίνονταν απεργίες διαρκείας και δεν υπήρχε το σάπιο άλλοθι «δε βγαίνει τίποτα με μια 24ωρη». Φίλος του λαού και του λόγου (φιλόλογος), με κόκκινο στιλό και σκέψη, πρόθυμη για βοήθεια και διορθώσεις, σημείο αναφοράς για πολλούς μαθητές στην τάξη και προπαντός για τους αγώνες της τάξης τους -πρώτο μάθημα ο αγώνας.
Αποστάτρια ενός δεξιού οικογενειακού περιβάλλοντος, έκλεισε οδυνηρό συμβιβασμό στο Μπρεστ-Λιτόφσκ να βαφτίσουν το παιδί, με αντάλλαγμα μια κόκκινη ψήφο της γιαγιάς -που δε μου βγαίνει χρονικά, και κανείς δεν ξέρει ποτέ τι γίνεται πίσω από ένα παραβάν και το χρυσούν παραπέτασμα του κόσμου του κέρδους.
Βραχνή, σχεδόν αντρική φωνή, που την επέτεινε ο μακροχρόνιος έρωτας με το τσιγάρο, τσαμπουκάς -μικρογραφία της Λιάνας, αλλά μόνο πολιτικά ορθόδοξη-, με σγουρά χαρακτηριστικά μαλλιά, που στο κοντό τους είχαν κάτι από Ρήγα Φεραίο -όπως έλεγε ο 89άρης. Αλλά συλλογιόταν καλά και ελεύθερα. Ακολουθούσε πιστά το Κόμμα, αλλά δεν τσίμπησε ποτέ τη φόλα του προβεβλημένου φωστήρα Μίμη. Και -ενάντια στα εφόδια της γενιάς της- δεν πείστηκε για την επίσημη θέση για τα ομόφυλα ζευγάρια.
Κι αν δεν ήταν ακόμα οργανωμένη, δε φταίει ότι δεν πήρε θέση όταν όλα τα έσκιαζε η φοβέρα της αντεπανάστασης και τα πλάκωνε η μισθωτή σκλαβιά. Αλλά ότι διαλύθηκε το οργανωτικό σύμπαν και πολλές οργανώσεις (ΚΟΒ) στους εκπαιδευτικούς πήγαν και έπεσαν στον γκρεμό του αναθεωρητισμού -έναν είχαμε, τον πήραν χτες, καλοί άνθρωποι ήταν, αλλά τους κατάπιε ο βάλτος.
Είχε μικρές, ανεπαίσθητες υποχωρήσεις σε θέματα συνείδησης, όσο ένιωθε πως μεγαλώνει και κινδυνεύει -κάνα φυλαχτό, ενδοτική στάση στο μεταφυσικό εν όψει του Μεγάλου Πατριωτικού Πολέμου. Είχε όμως μια μεγάλη καρδιά -αδύναμη και με αδυναμία στους αδύνατους και τον αγώνα τους. Και γινόταν μια μεγάλη σοσιαλιστική πατρίδα, που κάλυπτε δωρεάν τις βασικές ανάγκες: σίτιση, στέγαση, φροντίδα, περίθαλψη. Ένα μικρό κοινωνικό κράτος, με λίγα στοιχεία ελέγχου και καταστολής, όπως κάθε κράτος -ακόμα και εργατικό. Με απεριόριστη, μητρική -σοβιετική θα λέγαμε- αγάπη, δίχως όρους και προαπαιτούμενα -όπως την όριζε ο Φρόιντ. Και μια λανθάνουσα τάση για μικρές επεμβάσεις, αν της άφηνες χώρο, που σου αφαιρούσαν τον ζωτικό χώρο (αυτά είναι επικίνδυνα, ναζιστικά πράγματα) και δεν άφηναν πολύ χώρο για ιδιωτικότητα -τι τους θέλουμε τους ιδιώτες. Ένα δίχτυ κοινωνικής προστασίας, που σε τύλιγε ασυνείδητα, και μπορούσε να φτιάξει ένα περιβάλλον γυάλας, στο οποίο κλείστηκε τελικά και η ίδια, σαν τη σοβιετική πατρίδα.
Δεν ήταν τέλεια, χωρίς αντιφάσεις, αλλά ήταν υπαρκτή -και τώρα όχι. Και άφησε πίσω της συντρίμμια μιας γενικής κατάρρευσης, που μπορεί να ήταν και ανατροπή, κι ας μην ανατρέψαμε τα δεδομένα που προδιέγραφαν την ήττα. Δεν ήταν προχωρημένος, ολοκληρωμένος σοσιαλισμός αλλά ήταν μια μικρή σοβιετική πατρίδα, με τα καλά της και τα στραβά της. Στην τελική, ποιος σοσιαλισμός δεν έχει αδυναμίες -εκτός από αυτόν που φτιάχνουμε στα όνειρά μας; Και βασικά, ποιος σοσιαλισμός δεν είναι καλός -όσα κι αν έχει στραβά;
Ήταν ωραία, ιδίως στα νιάτα της, όπως είναι πάντα η νιότη του κόσμου. Κι αν φτωχική την βρήκαμε, δε μας γέλασε. Μας πλούτισε στη διάρκεια του ταξιδιού. Και τώρα μοιάζει φτωχική η ευχή «καλό ταξίδι», λες και είναι βιβλίο που εκδόθηκε, ενώ είχε να γράψει πολλές σελίδες ακόμα στο δικό της.
Η Νίκη πέθανε. Οι ήττες μας είναι αθάνατες.
Αήττητες σαν τον θάνατο.
Ή όπως θα έλεγαν στους Απόντες του Γραμματικού.
Οι καλύτεροι δεν πιστεύουν πια σε τίποτα
και οι χειρότεροι είναι διψασμένοι για νίκες.
Στη Ριτσώνα, αδελφές μου ΛΔ, στη Ριτσώνα.
Τα καράβια μου καίω.
Αλλά αν δε ρίξεις στην πυρά στο νερό τα
καράβια, αν δεν ταξιδέψουν, δεν υπάρχουν.
Και αν δεν καείς εσύ, αν δεν καώ εγώ...
Το καμένο χώμα βγάζει, έτσι και πέσει
μια βροχή/
τα ωραιότερα λουλούδια που ’χω
δει.
Και η αντεπανάσταση είναι μια απλή μεταβολή της ύλης.
Κι αν δεν πιάνεις όλες τις αναφορές και τα λογοπαίγνια, δεν πειράζει. Μάζεψέ τις και θα τις πιάσουμε μετά.
Παρακαλώ θερμά, μην αφήνετε σχόλια επί του
προσωπικού.
Θα καταλήγουν ούτως ή άλλως στα ανεπιθύμητα.
1 σχόλιο:
https://www.youtube.com/watch?v=enjraZdU1fQ
Δημοσίευση σχολίου