Μετά τα μπουζούκια, ο κομάντο χρειαζόταν ένα άλλοθι, μια ταχεία επάνοδο κι ένα μεταβατικό πρόγραμμα εκπολιτιστικής επανάστασης με συναυλίες. Σαν αυτή του γιοκαρίνη και του λάκη με τα ψηλά ρεβέρ. Οι έξοδοι βέβαια έχουν έξοδα κι εμείς ως εξοδούχοι παθαίνουμε εμπλοκή και μας πάει αίμα. Αλλά η τιμή ήταν φιλολαϊκή, δέκα ευρώ είσοδο με ποτό, χωρίς έκπτωση όμως για αυτούς που δεν πίνουν, καλή ώρα.
Το κέντρο που πήγαμε ήταν κάπου στη δυτική είσοδο της πόλης, κοντά στο Μύλο της μεταμοντέρνας εποχής που όλα τα αλέθει, όλα τα μαχαιρώνει και βάζει μυαλά στο μίξερ. Μια περιοχή γεμάτη ελληνάδικα, κωλάδικα, κι άλλα –άδικα, όπου πηγαίνει ο κόσμος για να ξεχάσει την αδικία που τον πνίγει κάθε μέρα.
Μου ‘πανε μη μπλέξεις τα σκυλιά με τους ροκάδες
Μα έτσι και δε δούλευα, θα τρώγαμε παπάδες
Κι έτσι βγήκε [ο γιοκαρίνης] στην εκπομπή της γερμανού, που ‘χε αφιέρωμα στη δεκαετία με τις βάτες, να πει την ευλαμπία. Κι αν κάποιοι βρίσκουν τη δεκαετία αυτή κιτς, εγώ τη λέω καλτ και θεωρώ κιτς την μεταμοντέρνα ενσωμάτωσή της στο σήμερα, ένα κομμάτι κρέας και νοσταλγία, στοιβαγμένο πλάι σε άλλα εμπορεύματα. Καθένας με τα κακογούστα του.
Θα μου πεις όμως κι εγώ που έχω κόλλημα με το ρετρό, αν ζούσα τότε θα μου έβγαινε το αντιδραστικό και πολλά απ’ αυτά που μου αρέσουν τώρα θα τα απέρριπτα. Αυτό ήταν το ωραίο όμως. Ότι τότε είχε πολλά, ωραία πράγματα και σε έπαιρνε να έχεις αυστηρό κριτήριο και μερικά να τα απορρίπτεις.
Έξω απ’ το μαγαζί παρκαρισμένα αμάξια, ένα σωρό ακριβές μάρκες που δεν ξεχώριζα. Μόνο τα λάντα μπορώ να ξεχωρίσω. Που μιλάνε στην τσέπη, το ταξικό σου κριτήριο, σε όλες σου τις αισθήσεις γενικώς. Ακόμη κι εξ ακοής τα καταλαβαίνεις, όταν μουγκρίζουν γλυκά στην ανηφόρα. Ντε, βρε.
Εμπρός λοιπόν, καλό μου λάντα!
Μπορώ επίσης να ξεχωρίζω τα χρώματα και στα όρια του αυτισμού να απομνημονεύω αριθμούς πινακίδων κυκλοφορίας. Το παλιό μας λάντα το πήραμε το 89’ κι η πινακίδα του ξεκινούσε από ΝΑΥ. Κι αν το είχαμε πάρει λίγους μήνες νωρίτερα θα είχαμε πινακίδα ΝΑΡ και θα ήταν ο απόλυτος σημειολογικός σουρεαλισμός. Ενώ αν ήμασταν στην κατερίνη θα είχαμε πετύχει το ΚΝΕ. Τρία γράμματα μόνο φωτίζουν..
Τώρα το λάντα μας σαπίζει σα σοβιετία στο χρονοντούλαπο της πυλωτής μας, μαζί με κάτι παλιές εφημερίδες. Κι ο άβερελ πήρε ένα όπελ (μετράει τα) άστρα, με πινακίδα που αρχίζει από ΝΕΚ και κάνει τους συνειρμούς αναπόφευκτους σαν το θάνατο.
Μόνο στο στρατό, όπου είναι τώρα ο κάσπερ, χρειάζεται να ξέρεις τι αμάξι περνάει κάθε φορά. Είτε για να παίζεις με τα όρια του αυτισμού και να μετράς τα όπελ άστρα μέχρι να περάσει η ώρα να τελειώσει η σκοπιά. Είτε για να δεις μην τυχόν περνάει ο ταξίαρχος και δεν χαιρετήσεις την εξουσία. Χαιρετίσματα λοιπόν..
Σκληρός χειμώνας, το στρατόπεδο κοινό,
ώρες ολόκληρες κλεισμένος στο κενό
στις αγγαρείες, στις σκοπιές, στα σούρτα-φέρτα,
όμως εκείνος ονειρεύονταν κονσέρτα
Ο κομάντο, που ήρθε με την καλή του, ξυρίστηκε, κουρεύτηκε, έβαλε και κάτι πουλόβερ.
Πώς περάσαν τα χρόνια, τι είναι αυτά που φορώ..
Κι η γυναίκα του καίσαρα που δεν αρκεί να είναι, αλλά να φαίνεται κι ατημέλητη, ήρθε με σπορ ντύσιμο και σταράκια που τα πατούσε ο κομάντο, για να μοιάζουν πιο βρώμικα.
Αυτός ανέβαινε ασθμαίνοντας απ’ τις σκάλες κι αυτή κατέβαινε με το ασανσέρ. Αλλά ευτυχώς συναντήθηκαν κάπου στη μέση.
-Κοίτα στο μπαρ, μου λέει ο κομάντο. Ο γιοκαρίνης! Κι εγώ άκουσα ένας ναρίτης κι έψαχνα να βρω ποιον μου έδειχνε.
Οι αντιθέσεις τραβούσαν σα μαγνήτης το μεταλλικό μου βλέμμα. Στεκόμουνα ακίνητος σαν ατσάλινο τείχος, σοβιετικός γίγαντας με πήλινα πόδια, βιδωμένα στο πάτωμα. Κι η καλή του κομάντο με τραβούσε απ’ το χέρι να χορέψω μαζί τους.
Μα γιατί δε μ’ αφήνεις ήσυχο στη μπρεζνιεφική μου στασιμότητα; Νιώσε τον ίλιγγο της ακινησίας να χτυπά στα μηνίγγια σου κι έλα να συνυπάρξουμε ειρηνικά χωρίς να ενοχλούμε ο ένας τον άλλον.
Ο κόσμος του μαγαζιού μυστήριος. Γκαρσόνια δαπιτόφατσες, ένα ζευγάρι που έσκασε είκοσι ευρώ, έκατσε ένα λεπτό κι έφυγε –τόσο τους πήρε για να νιώσουν παράταιροι. Εξάλλου, λεφτά υπάρχουν (για ξόδεμα). Και μια σκυλομούρα που σου ανέτρεπε όλες τις θεωρίες για το επίκτητο και σε έκανε να αναρωτιέσαι: σκυλάς γεννιέσαι ή γίνεσαι; Ποια είναι η απάντηση;
Γαβ-γαβ, που θα ‘λεγε κι ο ιντεφίξ. Πανέξυπνο σκυλάκι.
Το μαγαζί αυτό πάντως είχε χτιστεί για κλαμπ, (σχεδόν) γεννήθηκε τέτοιο. Πώς να αλλάξει χαρακτήρα τώρα στα γεράματα; Να γίνει κάτι άλλο από αυτό που είναι και να αρχίσει να φιλοξενεί συναυλίες; Κι ο λάκης που τα παίρνει στο κρανίο με τα φωτορυθμικά, από τον καιρό της ντίσκο ακόμα, είχε ξενερώσει άγρια και τους πήρε ψιλό γαζί.
Βάλε μου λίγο πράσινο, να μοιάζω ζηλιάρης.
Τώρα λίγο κίτρινο να μοιάζω αρρωστιάρης. (Ή σκέτο άρης, είπα μέσα μου).
Βάλε μου και λίγο κόκκινο, να μοιάζω καβλιάρης. (Τρία κάπα κι ένα ε, είπα μέσα μου). Και μετά μας ρωτούσε αν είναι και του είπαμε πως ναι και ότι το σωστό είναι γκαβλιάρης, με γάμα στην αρχή για να βγάζει συναίσθημα.
Και στον αέρα πάνω ντίσκο μουσική
Σταλμένη πάντα απ’ την αμερική.
Μετά όμως έμαθε ότι το μαγαζί είναι καινούριο κι ότι τους έκαναν ποδαρικό κι είπε δυο καλά λόγια γι’ αυτούς και να ξανάρθουμε (ναι, πως..). Και μετά τα πήρε με έναν που βιντεοσκοπούσε τη συναυλία και ο κομάντο ενθουσιάστηκε: άμα δεν είναι στο ίντερνετ δεν υπάρχει. Κι ο άλλος απάντησε ότι δε θα το δείξει πουθενά, απλώς την γράφει για τον εαυτό του, ενώ ο κομάντο φώναζε, ούτε για τον εαυτό του το κάνει.
Τελικά αποδείχτηκε ότι τον λάκη τον έκοφτε για τα δικαιώματα και τότε φώναξα μέσα μου: όχι, μην το κάνεις, καταστρέφεις τις αυταπάτες του κομάντο.
Ο οποίος ξετρελάθηκε και με τον γιόκα γιατί έπαιξε σιδηρόπουλο, αν ήσουν φίλος. Κι άρχισε να μου λέει για τον πρίγκηπα της ροκ, ενώ εγώ του έλεγα για το βασίλειο της ελευθερίας που δε θα χωράει κανείς βασιλιάς και πρίγκηπας. Μικρός θεούλης ο γιοκαρίνης, αλλά όπως είπε κι ο λάκης: τι να κάνουμε; Γεννήθηκε με μαλλάκια. Κανείς δεν είναι τέλειος.
Τέλειωσε η συναυλία και βγήκαμε έξω για καθαρό αέρα. Εγώ ποδαράτα, τη μεγάλη πορεία προς ανατολάς κι ο κομάντο με την καλή του για ταξί (ο πατσάς ήταν εκτός ημερήσιας διάταξης).
Στο άγνωστο ο κουρσάρος
Με καράβι την ελπίδα
Παντιέρα, ρόσα τριομφερά.
Αλλά η ζωή μας μένει άχαρη, τσίχλα δίχως ζάχαρη.
Κι άντε να βρεις σημεία επαφής με όλο αυτόν τον κόσμο και να τους κάνεις συντρόφους σου. Που όταν τους βλέπεις, μαζεύεσαι με περιφρόνηση και απλώς ζεις ανάμεσά τους.
Σαν καλοί κομψομόλοι αθλείτε ψυχή (στα σκυλοροκαμπιλάδικα) και σώμα (στα ανοιχτά γήπεδα της Τούμπας). Εύγε-Εύγε, μόνο στο δρόμο (της αριστεράς) τα χαλάτε...
ΑπάντησηΔιαγραφήΔιαψεύδω τα πάντα.
ΑπάντησηΔιαγραφήκαι τα κοάλα μη σου πω...
ΑπάντησηΔιαγραφήΣήμερα σειρά έχουν οι αχλαδιές, οι συκιές κι οι πλάτανοι. κι από αύριο ακολουθούν οι ελιές και τα υπόλοιπα δέντρα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕίπαμε ρε συ, λελογισμένη νοθεία, αλλά όχι και εκατον πενήντα ψήφοι σε μια ώρα.
"-Κοίτα στο μπαρ, μου λέει ο κομάντο. Ο γιοκαρίνης! Κι εγώ άκουσα ένας ναρίτης κι έψαχνα να βρω ποιον μου έδειχνε".
ΑπάντησηΔιαγραφήΧα χα!!!!
Πάντως χαίρομαι που βλέπω ότι η διασκέδαση με τα παλιά γνωστά μας ακούσματα της δεκαετίας πο όλοι γεννηθήκαμε καλά κρατεί. Και αυτό είναι το ελπιδοφόρο.
@Πρίσμα
ΑπάντησηΔιαγραφήακόμα περιμένουμε...
@ Λελογισμένη νοθεία: Μήπως έβαλε κανείς στο facebook γραμμή για ΝΑΡ;
ΑπάντησηΔιαγραφήΤελευταία φορά κονταροχτυπιόταν το ΚΚΕ μαζί του στα ισα. Η έγινε με άλλο τρόπο;
Και μόνο η σύνδεση ότι ο πολιτισμός της κομσομόλ είναι ο Γιοκαρίνης αποτελεί βλασφήμια
Με άλλο τρόπο.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚάπου αρχές με μέσα της δεκαετίας με τις βάτες, ο σοβιετικός κυριούλης, οργανωμένος στον ανθό της ελληνικής νεολαίας, πάλευε μέσα από το 15μελές ενάντια στην υποκουλτούρα της ντίσκο στις εκδρομές και γενικότερα. Μέχρι που πήγε υπότροφος στη μόσχα κι είδε ότι τη ντισκοτέκ τη διαχειριζόταν η ίδια η κομσομόλ. Τα πάντα ματαιότης..
Κατά τα άλλα ο τίτλος είναι απλώς συνειρμός με τη γνωστή επιτυχία νοσταλγός του ροκ εν ρολ.
Μου 'πανε μη μπλέξεις τα σοβιέτ με νόμο αξίας
βούτυρο είναι στο ψωμί της γραφειοκρατίας..