Το κύριο καθήκον που έχουμε σήμερα μπροστά μας είναι η πολιτικοποίηση των αγώνων. Αυτή είναι μια βασική πολιτική εκτίμηση στην οποία συμφωνούν σχεδόν όλοι. Στην παρούσα συγκυρία, οι οικονομικοί αγώνες των προηγούμενων χρόνων δεν αρκούν για να φέρουν αποτέλεσμα, ή έστω επιμέρους νίκες και κατακτήσεις για το εργατικό κίνημα.
Κι αυτό δεν είναι ηττοπάθεια, αλλά ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης της τελευταίας εικοσαετίας με τον αρνητικό διεθνή συσχετισμό και το ξήλωμα των μεταπολεμικών κατακτήσεων της εργατικής τάξης των ευρωπαϊκών χωρών.
Βασικό ζητούμενο της περιόδου λοιπόν είναι η πολιτικοποίηση των συνειδήσεων. Το οποίο γίνεται ακόμα πιο επιτακτικό τώρα που βαθαίνει η κρίση κι εντείνεται η επίθεση των καπιταλιστών σε ό,τι είχε απομείνει από το κοινωνικό κράτος. Κατά συνέπεια, το κύριο ερώτημα που πρέπει να μας απασχολήσει είναι σε ποια βάση και με ποιον τρόπο προκύπτει η πολιτική συνείδηση.
Σε αυτό το ερώτημα διαμορφώνονται δύο βασικές κατευθύνσεις απαντήσεων από τις δυνάμεις του χώρου. Η μία τονίζει την ανάγκη για αλλαγή τάξης στην εξουσία ως μόνη εναλλακτική στα αδιέξοδα της καπιταλιστικής κρίσης. Κι η άλλη την αναγκαιότητα ενός μεταβατικού προγράμματος, με ενδιάμεσα αιτήματα και πολιτικούς στόχους κι αιχμές το χρέος και το ευρώ, που να απαντά στη σημερινή συγκυρία και να ανοίγει το δρόμο για περαιτέρω ριζοσπαστικές αλλαγές. Ο πιο τυπικός εκπρόσωπος αυτής της λογικής είναι η κίνηση των αριστερών οικονομολόγων κι ειδικότερα ο καζάκης, που εγκαλεί μεταξύ άλλων το κόμμα για έλλειψη πολιτικών τακτικών στόχων κι ενός μεταβατικού προγράμματος.
Τον τελευταίο χρόνο ο καζάκης έκανε κάτι σαν περιοδεία σε διάφορες πόλεις της ελλάδας κι έγινε τρόπον τινά διάσημος –κι όχι μόνο για τα δεκαπέντε λεπτά που αναλογούν στον καθένα μας σ’ αυτή τη ζωή. Αυτό που αγνοούν όμως οι περισσότεροι είναι οι τελικές συνέπειες της προσέγγισης του καζάκη, ο οποίος θεωρεί ότι η πολιτική, επαναστατική συνείδηση μπορεί να προκύψει μόνο μέσα από δημοκρατικά αιτήματα. Καθώς επίσης κι ότι η οκτωβριανή επανάσταση είχε δημοκρατικό, κι όχι σοσιαλιστικό χαρακτήρα, κι ήταν απλώς μια συνέχεια της επανάστασης του φλεβάρη, ολοκληρώνοντας αυτό που είχε αφήσει στη μέση.
Και μένω σε αυτό, κάνοντας αφαίρεση από όλα τα υπόλοιπα. Από την οικονομική του ανάλυση –περί κρίσης χρέους-, απ’ το ότι η πρότασή του για έξοδο από την κρίση μένει εντός των ορίων του καπιταλισμού, ακόμα κι απ’ το ότι βαφτίζει πολιτικά, αιτήματα αμιγώς οικονομικού χαρακτήρα, που ξεκινάν από μια λογιστική –κι όχι ταξική- προσέγγιση για το χρέος –που πρέπει να το αρνηθούμε ως χώρα γιατί δε βγαίνει το πρόγραμμα αποπληρωμής του κι όχι ως τάξη, επειδή δεν το δημιουργήσαμε εμείς.
Το μυστικό λοιπόν για τον καζάκη είναι πχ να εξασφαλίσουμε τη δημοκρατική λειτουργία του κράτος και των τραπεζών με εργατικό έλεγχο. Και πάνω σε αυτή τη βάση θα πειστούν οι μάζες για την ανάγκη υπέρβασης του καπιταλισμού και θα διαμορφώσουν επαναστατική συνείδηση. Όλα τα άλλα γι’ αυτόν είναι οικονομίστικα και τρεϊντγιουνιονιστικά.
Αυτό που φαίνεται να αγνοεί χαρακτηριστικά όμως είναι η διαλεκτική της συνείδησης και της σχέσης πολιτικού-οικονομικού, όπου το ένα μετατρέπεται στο άλλο όπως είδαμε και στο πρώτο μέρος. Για τον καζάκη το πολιτικό μπορεί να προκύψει μόνο από το πολιτικό, μηχανιστικά. Η επανάσταση ή θα είναι δημοκρατική, ή δε θα υπάρξει, για να παραφράσουμε ένα κλασικό τσιτάτο των ευρωκομμουνιστών.
Ευτυχώς η πραγματικότητα είναι πιο διαλεκτική από αυτό το σκεπτικό και δίνει άλλη απάντηση στο επίμαχο θέμα. Η επαναστατική συνείδηση προκύπτει πάνω στην υλική βάση των οικονομικών αγώνων και της όξυνσης της ταξικής πάλης, με τη συνειδητή παρέμβαση της κομμουνιστικής πρωτοπορίας και τη ζύμωση της ιδέας της επανάστασης.
Μήπως όμως μένοντας στο ρόλο της ιδεολογικής ζύμωσης, εξετάζουμε το θέμα ιδεαλιστικά κι αφηρημένα; Δεν χρειάζεται κι ένα πρόγραμμα με μεταβατικά αιτήματα και πολιτικούς στόχους, ώστε ο λαός να πειστεί από τη συγκεκριμένη πείρα που προκύπτει από την πάλη του για αυτούς τους στόχους;
Δε νομίζω να διαφωνεί κανείς γενικά. Η έξοδος από την εε εξάλλου είναι ακριβώς ένας τέτοιος πολιτικός στόχος που μπαίνει από συγκεκριμένες πολιτικές δυνάμεις. Τα οικονομικά αιτήματα επίσης, που ο καζάκης υποτιμά και χλευάζει ως τρεϊντγιουνιονιστικά- είναι κι αυτά κατά μία έννοια μεταβατικά, με την έννοια ότι μπαίνουν ως άμεσοι στόχοι, αλλά δε μπορούν να επιτευχθούν πλήρως στα πλαίσια του συστήματος. Η βασική διαφωνία ωστόσο έχει να κάνει με το πώς μπαίνουν και πώς συνδέονται με το κομβικό θέμα της εξουσίας, κι όχι με τα αιτήματα καθαυτά.
Παρακάτω. Όποιος υιοθετεί ελαφρά τη καρδία την κατηγορία περί ιδεαλισμού, οφείλει να αναστοχαστεί πολύ σοβαρά πάνω στην έννοια του απέξω του λένιν. Οι αυθόρμητοι οικονομικοί αγώνες μπορούν να φτάσουν μόνο μέχρι το επίπεδο των οικονομικών διεκδικήσεων. Κάτι αντίστοιχο ισχύει και για το –άκρως επίκαιρο σήμερα- δημοκρατικό μέτωπο, όσες αυταπάτες κι αν έχει ο καζάκης για τη σημασία του.
Αν σημαίνει κάτι η βλαδιμηρική θέση για το απ’ έξω και το ρόλο της πρωτοπορίας είναι ακριβώς σ’ αυτή τη μετατροπή της αυθόρμητης οικονομικής συνείδησης σε πολιτική. Κι αυτό δεν είναι ιδεαλισμός, αλλά διαλεκτική. Η επαναστατική συνείδηση προκύπτει στη βάση των συγκεκριμένων εμπειριών της εργατικής τάξης απ’ την πάλη της σε αυτά τα μέτωπα. Αλλά και με τη ζύμωση της πρωτοπορίας που είναι αναντικατάστατη.
Μήπως όμως η επίκληση του σοσιαλισμού είναι αφηρημένη; Η αλήθεια είναι ότι αν περιμένουμε να βρούμε κάποια άλλη συγκυρία, πιο «ευνοϊκή» από την κρίση που να καθιστά επίκαιρο κι αναγκαίο το σοσιαλισμό, να κάνει πιο συγκεκριμένα και χειροπιαστά τα αδιέξοδα του συστήματος, πιθανότατα ματαιοπονούμε. Ή ίσως προτιμάμε να κοσκινίζουμε, αντί να ζυμώσουμε στις μάζες αυτό που τίθεται μπροστά τους εκ των πραγμάτων.
Κι ίσως να μην είναι τυχαίο που κάποιες δυνάμεις που υιοθετούν και προβάλλουν με ζήλο αυτή τη λογική, ακυρώνονται στην πράξη ως πρωτοπορίες κι υποκλίνονται στο αυθόρμητο. Υποτιμούν την ανάγκη οργάνωσης της εργατικής τάξης, την ύπαρξη πρωτοπορίας εν γένει. Και θεωρούν αριστερίστικο σεχταρισμό να προβάλεις το ζήτημα της εξουσίας στην πρώτη γραμμή στην απούσα συγκυρία –που λέει κι ο ντέμης.
Έτσι υποκύπτουν εν τέλει στην κρυφή γοητεία του συγκεκριμένου (προγράμματος). Το οποίο παραμένει όμως αφόρητα αφηρημένο, όσο αδυνατεί να απαντήσει πειστικά στο βασικό ερώτημα: ποια εξουσία θα κληθεί να το εφαρμόσει; Και ποια είναι η διέξοδος απ’ την κρίση; Είναι -ή όχι- εφικτή στα πλαίσια του συστήματος;
Αυτό ακριβώς είναι το κύριο μειονέκτημα κι ενός κειμένου του κυριακάκη, από το τελευταίο πριν, το οποίο κυκλοφόρησε ευρέως στο διαδίκτυο. Επειδή ακριβώς αναγνωρίζει τη βασική του αδυναμία, ξεκινάει με αυτή, για να τη «διασκεδάσει» με λογοτεχνίζουσες ακροβασίες –τσιταρισμένες από τη μάρτα χάνεκερ- για την τέχνη του αδύνατου. Κι ολοκληρώνει την εισαγωγή με μια θεαματική αντιστροφή εννοιών, παρουσιάζοντας τη δική του πρόταση –που μάλλον προσιδιάζει στον ‘εφικτό σοσιαλισμό’ του μιτεράν- απέναντι από την αριστερά του εφικτού, που θεωρεί ανέφικτο κάθε επαναστατικό πρόγραμμα. Πάλι καλά που δεν έβαλε και τον ορισμό του γκεβάρα για τον ρεαλισμό –να επιδιώκουμε το αδύνατο- για να δέσει με τα δικά του μεταβατικά.
Κάπως έτσι φτάνουμε στον επίλογο που μένει ανοιχτός για διαμόρφωση. Μας λείπουν πολλά ακόμη. Τακτική ευελιξία, ανοιχτές κεραίες στα μηνύματα του κόσμου και της συγκυρίας, εξειδίκευση στόχων. Κι όλα αυτά να δένουν με μια στρατηγική πρόταση, που να γίνει συγκεκριμένη και να πατήσει δυνατά σε κάθε χώρο. Αλλά στρατηγική πρόταση σημαίνει εναλλακτική στον καπιταλισμό, όχι στη διαχείρισή του.
Όλα αυτά λοιπόν δε γράφονται για εφησυχασμό, επειδή όλα πάνε πρίμα κι έχουμε όλες τις απαντήσεις. Αλλά για να τραβήξουν μια διαχωριστική γραμμή ενάντια στις διαχειριστικές λογικές. Κι όχι -άλλη- μια διαχειριστική γραμμή ενάντια στις –τάχα- διαχωριστικές γραμμές του «σεχταρισμού και της απομόνωσης».
Κυριακή 26 Ιουνίου 2011
Παρασκευή 24 Ιουνίου 2011
Οικονομία και πολιτική (Α' Μέρος)
Η ουσία του ανθρώπου είναι το σύνολο των κοινωνικών του σχέσεων, έλεγε ο μαρξ. Και στον πυρήνα αυτών των σχέσεων βρίσκεται η εργασία. Η ουσία κάθε ανθρώπινης κοινωνίας είναι η παραγωγή, ο εκάστοτε τρόπος παραγωγής κι οι σχέσεις στις οποίες έρχονται οι άνθρωποι μεταξύ τους κατά τη διάρκεια αυτού του προτσές. Αυτό το προτσές το εξετάζει η πολιτική οικονομία που είναι μια διαλεκτική σύνθεση των δυο όρων στον τίτλο του κειμένου.
Ας το δούμε με συντροφικούς όρους και με το παράδειγμα ενός ζευγαριού που έχει μια διαλεκτική σχέση. Η σχέση θυμίζει κάπως διαδικασία οικοδόμησης. Προτσές το οποίο απαιτεί τουλάχιστον δύο, δε μπορεί να γίνει σε ένα μόνο άτομο, ή μια χώρα, εκτός κι αν μιλάμε για τη σοβιετική ένωση που δεν ήταν μια τυχαία χώρα, αλλά μια δυνάμει υπερδύναμη.
Η απιστία σε μια ερωτική σχέση μοιάζει με την παραοικονομία στο σοσιαλισμό. Δεν αποτελεί απαραίτητα λόγο χωρισμού για το ζευγάρι, αλλά αντανακλά υπαρκτά προβλήματα. Όταν όμως γίνεται ο κανόνας, αρχίζει να υπάρχει σοβαρό πρόβλημα. Η παραοικονομία αυτονομείται, γιγαντώνεται κι απαιτεί να αναγνωριστεί, να αποκτήσει κεντρικό ρόλο.
Κι όταν τελικά συμβεί –σχεδόν νομοτελειακά- αυτό, πέφτουν τα καφάσια από τα μάτια και καταλαβαίνεις το λάθος σου. Αρχίζει η κατόπιν εορτής νοσταλγία για τα παλιά, αρχίζεις να τα εξιδανικεύεις και να συγχωρείς όλα τα στραβά τους. Αλλά το γυαλί έχει ραγίσει κι η επιστροφή στο παρελθόν δεν αποτελεί λύση.
Κι εδώ μπαίνει το ζήτημα της πολιτικής, ως συνειδητής παρέμβασης του υποκειμενικού παράγοντα. Ποιος τρόπος αντιμετώπισης ενδείκνυται; Νομιμοποίηση των εμπορευματικών σχέσεων, στο βαθμό που παραμένουν ιστορικά αναγκαίες, για να τις ελέγξουμε και να τις απονεκρώσουμε σταδιακά και σχεδιασμένα; Ή πλήρης απαγόρευση, ώστε να μην αυτονομηθούν και γυρίσουν μπούμερανγκ στην υπόθεσή μας;
Αν δεν πάρουμε υπόψη το βαθμό ωρίμανσης (του κοινωνικού χαρακτήρα) των μέσων παραγωγής και των συνθηκών γενικότερα, δρούμε βουλησιαρχικά στο κενό κι υποσκάπτουμε την ίδια μας την προσπάθεια. Η πρωτοπορία όμως δεν πρέπει να υποτάσσεται στην απλή αντιστοίχιση παραγωγικών δυνάμεων και σχέσεων παραγωγής και γενικά στην πραγματικότητα. Πρέπει κιόλας να την αλλάξει. Κι η πιο δημιουργική εφαρμογή αυτής της λογικής ήταν η οκτωβριανή επανάσταση κι η βλαδιμηρική θέση ότι με τη σοβιετική εξουσία η ρωσία μπορούσε να επισπεύσει την ιστορική πορεία και να αποφύγει τα δεινά του καπιταλισμού.
Δύσκολο πράγμα η διαλεκτική κι η συγκεκριμένη ανάλυση. Γιατί αν προεκτείναμε μηχανιστικά αυτήν την σκέψη ως τις τελικές της συνέπειες θα φτάναμε στη βασική ιδέα της αναρχίας: ότι θα μπορούσαμε να είχαμε παρακάμψει όλα τα προηγούμενα στάδια της ταξικής κοινωνίας οποτεδήποτε το είχαμε θελήσει και συνειδητοποιήσει εξω-ιστορικά την αναγκαιότητα του κομμουνισμού.
Από αυτά μπορούμε να συνάγουμε τις εξής γενικές αφαιρέσεις. Η σχέση πολιτικής-οικονομίας αντανακλά σε τελευταία πάντα ανάλυση τη διαλεκτική σχέση μεταξύ υποκειμενικού παράγοντα κι αντικειμενικών συνθηκών και σε ένα άλλο επίπεδο το δίπολο παραγωγικών δυνάμεων-σχέσεων παραγωγής. Ο άνθρωπος διαμορφώνει τις συνθήκες που τον διαμορφώνουν. Η συνείδηση του υποκειμενικού παράγοντα ωριμάζει βαθμιαία, γίνεται προϋπόθεση για την υπέρβαση του καπιταλισμού κι ο ρόλος της κορυφώνεται στο σοσιαλισμό, όπου η οικοδόμηση είναι συνειδητή κι η πολιτική γίνεται το πρωτεύον. Μέχρι να αρθεί διαλεκτικά στον κομμουνισμό όπου δεν υπάρχει πολιτική, ούτε κόμμα κι εαακ.
Η πολιτική μπαίνει στο τιμόνι (μάο), επιδρά στις σχέσεις παραγωγής και τις επικαθορίζει, αλλά οφείλει πάντα να υπολογίζει τα οικονομικά δεδομένα. Όπως λέει ο βλαδίμηρος, η πολιτική είναι συμπυκνωμένη οικονομία. Κι όποιος πιάνει το τιμόνι, εύκολα να μη θυμώνει, όπως μας δίδαξε το παράδειγμα της σοφερ-κ-ίνας με τον τιμονιέρη μάο και τις υπερβολές της πολιτιστικής επανάστασης.
Ανακεφαλαίωση. Η ουσία ενός κοινωνικού σχηματισμού είναι ο τρόπος παραγωγής, που περιέχει τις τάξεις, αλλά και τους υλικούς όρους της μεταξύ τους πάλης. Ουσία δεν είναι η βάση χωρίς το εποικοδόμημα, ούτε το αντίστροφο. Δεν είναι σκέτη η οικονομία, ή η πολιτική, αλλά η διαλεκτική τους ενότητα.
Η «διάγνωση» της κοινωνικής φύσης ενός σχηματισμού δε μπορεί παρά να ξεκινάει από την οικονομική βάση, αλλά δε μπορεί να αγνοεί τη δυναμική του υποκειμενικού παράγοντα. Η ταξική πάλη είναι η κινητήρια δύναμη της ιστορίας, αλλά μπορεί να την κινήσει μόνο εντός του πλαισίου που ορίζει το δίπολο παραγωγικών δυνάμεων και σχέσεων παραγωγής. Αυτό το πλαίσιο δεν είναι μονοσήμαντο και ντετερμινιστικά αναπόφευκτο, αλλά ένα φάσμα δυνατοτήτων που ορίζει την ιστορική νομοτέλεια.
Η οικονομία είναι το άλφα, όχι όμως και το ωμέγα στον ιστορικό υλισμό. Αν μείνουμε μόνο σε αυτήν, μπορεί να μάθουμε όλες τις λέξεις που έχουν άλφα, μαζί και την περίφημη ελληνική με τα τρία άλφα κι όλοι μαζί με τον μαρκαριάν να φωνάζουμε «τι μαλάκα, τι μαλάκα είναι», για τους ιδεαλιστές που ξεκινάν τη θεώρησή τους από το εποικοδόμημα και λένε πχ ότι στη σοβιετική ένωση η γραφειοκρατία –δηλ το κράτος- γέννησε το κεφάλαιο. Με το άλφα, θα πάρουμε τις πιο σημαντικές πληροφορίες, αλλά δε θα έχουμε πλήρη εικόνα. Θα δούμε την φάβα, όχι όμως και το λάκκο.
Εάν κάνουμε το αντίθετο, παίρνουμε το άλφα της οικονομίας, το βάζουμε σε κύκλο -για να το τετραγωνίσουμε πολιτικά- και προσεγγίζουμε τη βουλησιαρχία της αναρχίας. Η οποία όμως απορρίπτει την πολιτική και κάθε είδους διαμεσολάβηση (εκλογές, κόμματα, οργανώσεις). Συνήθως φετιχοποιεί τη βία κι αντικαθιστά τη θεωρία με πιασάρικα συνθήματα και τσιτάτα, κωδικοποιημένα σε στιλ δια-ματ.
Με δια-ματ και βία όμως, δε γίνεται παιδεία –όχι μαρξιστική τουλάχιστον. Ούτε με νέο ματ εξάλλου. Το οποίο είναι σαν το αστικό κοινοβούλιο, με μπλε και πράσινους κόκκους. Τους λίγους κόκκινους τους καταπίνει το σύνολο, σαν κινούμενη άμμος.
Και κάτι άλλους ροζουλί, ο βούρκος του οπορτουνισμού και του λεγκαλισμού. Και ψάχνουν να βρουν μηχανιστικά, στους πόσους κόκκους η ποσότητα γίνεται ποιότητα, η άμμος σωρός, κι οι κοινοβουλευτικές αυταπάτες πραγματικότητα.
Αυταπάτες, αντικατοπτρισμοί κι ιδεολογική ξηρασία γενικώς.
Εδώ τελειώνει το πρώτο μέρος του κειμένου. Το δεύτερο θα είναι κι αυτό θεωρητικό, αλλά περισσότερο προσανατολισμένο στην πολιτική συγκυρία και την επικαιρότητα. Ες αύριον τα σπουδαία.
Ας το δούμε με συντροφικούς όρους και με το παράδειγμα ενός ζευγαριού που έχει μια διαλεκτική σχέση. Η σχέση θυμίζει κάπως διαδικασία οικοδόμησης. Προτσές το οποίο απαιτεί τουλάχιστον δύο, δε μπορεί να γίνει σε ένα μόνο άτομο, ή μια χώρα, εκτός κι αν μιλάμε για τη σοβιετική ένωση που δεν ήταν μια τυχαία χώρα, αλλά μια δυνάμει υπερδύναμη.
Η απιστία σε μια ερωτική σχέση μοιάζει με την παραοικονομία στο σοσιαλισμό. Δεν αποτελεί απαραίτητα λόγο χωρισμού για το ζευγάρι, αλλά αντανακλά υπαρκτά προβλήματα. Όταν όμως γίνεται ο κανόνας, αρχίζει να υπάρχει σοβαρό πρόβλημα. Η παραοικονομία αυτονομείται, γιγαντώνεται κι απαιτεί να αναγνωριστεί, να αποκτήσει κεντρικό ρόλο.
Κι όταν τελικά συμβεί –σχεδόν νομοτελειακά- αυτό, πέφτουν τα καφάσια από τα μάτια και καταλαβαίνεις το λάθος σου. Αρχίζει η κατόπιν εορτής νοσταλγία για τα παλιά, αρχίζεις να τα εξιδανικεύεις και να συγχωρείς όλα τα στραβά τους. Αλλά το γυαλί έχει ραγίσει κι η επιστροφή στο παρελθόν δεν αποτελεί λύση.
Κι εδώ μπαίνει το ζήτημα της πολιτικής, ως συνειδητής παρέμβασης του υποκειμενικού παράγοντα. Ποιος τρόπος αντιμετώπισης ενδείκνυται; Νομιμοποίηση των εμπορευματικών σχέσεων, στο βαθμό που παραμένουν ιστορικά αναγκαίες, για να τις ελέγξουμε και να τις απονεκρώσουμε σταδιακά και σχεδιασμένα; Ή πλήρης απαγόρευση, ώστε να μην αυτονομηθούν και γυρίσουν μπούμερανγκ στην υπόθεσή μας;
Αν δεν πάρουμε υπόψη το βαθμό ωρίμανσης (του κοινωνικού χαρακτήρα) των μέσων παραγωγής και των συνθηκών γενικότερα, δρούμε βουλησιαρχικά στο κενό κι υποσκάπτουμε την ίδια μας την προσπάθεια. Η πρωτοπορία όμως δεν πρέπει να υποτάσσεται στην απλή αντιστοίχιση παραγωγικών δυνάμεων και σχέσεων παραγωγής και γενικά στην πραγματικότητα. Πρέπει κιόλας να την αλλάξει. Κι η πιο δημιουργική εφαρμογή αυτής της λογικής ήταν η οκτωβριανή επανάσταση κι η βλαδιμηρική θέση ότι με τη σοβιετική εξουσία η ρωσία μπορούσε να επισπεύσει την ιστορική πορεία και να αποφύγει τα δεινά του καπιταλισμού.
Δύσκολο πράγμα η διαλεκτική κι η συγκεκριμένη ανάλυση. Γιατί αν προεκτείναμε μηχανιστικά αυτήν την σκέψη ως τις τελικές της συνέπειες θα φτάναμε στη βασική ιδέα της αναρχίας: ότι θα μπορούσαμε να είχαμε παρακάμψει όλα τα προηγούμενα στάδια της ταξικής κοινωνίας οποτεδήποτε το είχαμε θελήσει και συνειδητοποιήσει εξω-ιστορικά την αναγκαιότητα του κομμουνισμού.
Από αυτά μπορούμε να συνάγουμε τις εξής γενικές αφαιρέσεις. Η σχέση πολιτικής-οικονομίας αντανακλά σε τελευταία πάντα ανάλυση τη διαλεκτική σχέση μεταξύ υποκειμενικού παράγοντα κι αντικειμενικών συνθηκών και σε ένα άλλο επίπεδο το δίπολο παραγωγικών δυνάμεων-σχέσεων παραγωγής. Ο άνθρωπος διαμορφώνει τις συνθήκες που τον διαμορφώνουν. Η συνείδηση του υποκειμενικού παράγοντα ωριμάζει βαθμιαία, γίνεται προϋπόθεση για την υπέρβαση του καπιταλισμού κι ο ρόλος της κορυφώνεται στο σοσιαλισμό, όπου η οικοδόμηση είναι συνειδητή κι η πολιτική γίνεται το πρωτεύον. Μέχρι να αρθεί διαλεκτικά στον κομμουνισμό όπου δεν υπάρχει πολιτική, ούτε κόμμα κι εαακ.
Η πολιτική μπαίνει στο τιμόνι (μάο), επιδρά στις σχέσεις παραγωγής και τις επικαθορίζει, αλλά οφείλει πάντα να υπολογίζει τα οικονομικά δεδομένα. Όπως λέει ο βλαδίμηρος, η πολιτική είναι συμπυκνωμένη οικονομία. Κι όποιος πιάνει το τιμόνι, εύκολα να μη θυμώνει, όπως μας δίδαξε το παράδειγμα της σοφερ-κ-ίνας με τον τιμονιέρη μάο και τις υπερβολές της πολιτιστικής επανάστασης.
Ανακεφαλαίωση. Η ουσία ενός κοινωνικού σχηματισμού είναι ο τρόπος παραγωγής, που περιέχει τις τάξεις, αλλά και τους υλικούς όρους της μεταξύ τους πάλης. Ουσία δεν είναι η βάση χωρίς το εποικοδόμημα, ούτε το αντίστροφο. Δεν είναι σκέτη η οικονομία, ή η πολιτική, αλλά η διαλεκτική τους ενότητα.
Η «διάγνωση» της κοινωνικής φύσης ενός σχηματισμού δε μπορεί παρά να ξεκινάει από την οικονομική βάση, αλλά δε μπορεί να αγνοεί τη δυναμική του υποκειμενικού παράγοντα. Η ταξική πάλη είναι η κινητήρια δύναμη της ιστορίας, αλλά μπορεί να την κινήσει μόνο εντός του πλαισίου που ορίζει το δίπολο παραγωγικών δυνάμεων και σχέσεων παραγωγής. Αυτό το πλαίσιο δεν είναι μονοσήμαντο και ντετερμινιστικά αναπόφευκτο, αλλά ένα φάσμα δυνατοτήτων που ορίζει την ιστορική νομοτέλεια.
Η οικονομία είναι το άλφα, όχι όμως και το ωμέγα στον ιστορικό υλισμό. Αν μείνουμε μόνο σε αυτήν, μπορεί να μάθουμε όλες τις λέξεις που έχουν άλφα, μαζί και την περίφημη ελληνική με τα τρία άλφα κι όλοι μαζί με τον μαρκαριάν να φωνάζουμε «τι μαλάκα, τι μαλάκα είναι», για τους ιδεαλιστές που ξεκινάν τη θεώρησή τους από το εποικοδόμημα και λένε πχ ότι στη σοβιετική ένωση η γραφειοκρατία –δηλ το κράτος- γέννησε το κεφάλαιο. Με το άλφα, θα πάρουμε τις πιο σημαντικές πληροφορίες, αλλά δε θα έχουμε πλήρη εικόνα. Θα δούμε την φάβα, όχι όμως και το λάκκο.
Εάν κάνουμε το αντίθετο, παίρνουμε το άλφα της οικονομίας, το βάζουμε σε κύκλο -για να το τετραγωνίσουμε πολιτικά- και προσεγγίζουμε τη βουλησιαρχία της αναρχίας. Η οποία όμως απορρίπτει την πολιτική και κάθε είδους διαμεσολάβηση (εκλογές, κόμματα, οργανώσεις). Συνήθως φετιχοποιεί τη βία κι αντικαθιστά τη θεωρία με πιασάρικα συνθήματα και τσιτάτα, κωδικοποιημένα σε στιλ δια-ματ.
Με δια-ματ και βία όμως, δε γίνεται παιδεία –όχι μαρξιστική τουλάχιστον. Ούτε με νέο ματ εξάλλου. Το οποίο είναι σαν το αστικό κοινοβούλιο, με μπλε και πράσινους κόκκους. Τους λίγους κόκκινους τους καταπίνει το σύνολο, σαν κινούμενη άμμος.
Και κάτι άλλους ροζουλί, ο βούρκος του οπορτουνισμού και του λεγκαλισμού. Και ψάχνουν να βρουν μηχανιστικά, στους πόσους κόκκους η ποσότητα γίνεται ποιότητα, η άμμος σωρός, κι οι κοινοβουλευτικές αυταπάτες πραγματικότητα.
Αυταπάτες, αντικατοπτρισμοί κι ιδεολογική ξηρασία γενικώς.
Εδώ τελειώνει το πρώτο μέρος του κειμένου. Το δεύτερο θα είναι κι αυτό θεωρητικό, αλλά περισσότερο προσανατολισμένο στην πολιτική συγκυρία και την επικαιρότητα. Ες αύριον τα σπουδαία.
Τρίτη 21 Ιουνίου 2011
Εισαγωγή στο μεταμοντέρνο
Ο πι-πι λέει σε ένα βιβλίο του ότι αν θέλαμε να βρούμε ένα συνώνυμο για το μεταμοντέρνο, αυτό θα ήταν η ολοφοβία. Το μετα-μοντέρνο είναι η ιδεολογία των θραυσμάτων, που θρυμματίζει τα πάντα για να τα φέρει στα μέτρα της. Κάθε απόπειρα συνολικής αφήγησης, δεν είναι απλά λαθεμένη, αλλά ολοκληρωτική. Ένα κλειστό σύστημα, που αυτομάτως κατατάσσεται στους εχθρούς της «ανοιχτής κοινωνίας» με τις τέσσερις ελευθερίες του κεφαλαίου, που διαιωνίζουν τη μισθωτή σκλαβιά.
Το μεταμοντέρνο είναι η αμφισβήτηση της δυνατότητας να γνωρίσουμε τον κόσμο, στο όνομα της ποικιλίας και της πολυσύνθετης φύσης των φαινομένων. Είναι η απολυτοποίηση της διαφοράς, η άρνηση της διαλεκτικής αντίληψης που βλέπει την ενότητα μέσα στη διαφορά.
Η «αμφισβήτηση» του μοντέρνου ξεκίνησε από την παραγωγή. Η ψηφιακή τεχνολογία αντικατέστησε το φορντικό μοντέλο της μαζικής παραγωγής με ένα μόνο καλούπι και το κατέστησε αναχρονιστικό. Αυτή η εξέλιξη απελευθέρωσε νέες παραγωγικές δυνάμεις, προωθώντας την ευελιξία. Αλλά ευελιξία στα πλαίσια του καπιταλισμού, σημαίνει ελαστικές σχέσεις. Μεταμοντέρνο με άλλα λόγια είναι μια πάλαι ποτέ σχέση σταθερής και μόνιμης εργασίας που έσπασε σε πολλά κομμάτια και κάποιες θέσεις ημι-απασχόλησης.
Μεταμοντέρνα είναι και τα προσωπικά προγράμματα σπουδών με τα πολλά μαθήματα επιλογής που αντικαθιστούν σταδιακά το ενιαίο πτυχίο με τα ενιαία εργασιακά δικαιώματα. Ούμπερ άλες το άτομο κι η μονάδα, ενάντια στον ολοκληρωτισμό της μάζας και την καταπίεση του συνόλου.
Το μεταμοντέρνο εκφράστηκε και στην πολιτική. Στη θέση του διπολικού κόσμου, με την κραταιά κι ενιαία εσσδ, μπήκε μια σειρά από «δημοκρατίες»-προτεκτοράτα. Τον ίδιο μεταμοντέρνο κατακερματισμό υπέστη κι η τιτοϊκή γιουγκοσλαβία.
Το ενιαίο και κουκουέδικο κουκουέ (οι τροτσκιστές ήταν ήδη από τότε μεταμοντέρνα κατακερματισμένοι) γνώρισε μια σειρά διασπάσεις, που συνέχισαν στα νέα μορφώματα με ρυθμούς αμοιβάδας. Το μεταμοντέρνο ήταν η πολυδιάσπαση που ακολούθησε κι ακόμα περισσότερο η διαλεκτικά αντεστραμμένη συνέχειά της, με εκλογικού τύπου συρραφές και κοπτοραπτική κειμένων αντί για συγκροτημένο πρόγραμμα.
Μοντέρνα ήταν η μαζική πολιτικοποίηση της μεταπολίτευσης, οι πολιτικές συναυλίες που γέμιζαν τα στάδια και τα δονούσαν με τον παλμό τους, ενώ σήμερα θυμίζουν μνημόσυνα κι είναι ζήτημα αν γεμίζουν ένα μικρό κλειστό.
Μεταμοντέρνος είναι ο αγνωστικισμός, που ανθίζει στα ερείπια των σιδερένιων νομοτελειών που κατέρρευσαν. Το ιδεολογικό τούτι-φρούτι, η πρόσμειξη του μαρξισμού με φιλοσοφικά ρεύματα που είναι τελείως ξένα κι ο ενθουσιασμός με το τελευταίο βιβλίο που διαβάσαμε πρόσφατα κι επισκιάζει όλα τα άλλα. Μέχρι το επόμενο.
Ο μαρξισμός βέβαια δεν είναι κλειστό σύστημα, αναπτύσσεται συνεχώς. Για να το κάνουμε όμως πρέπει να έχουμε μέθοδο αναπτύξουμε και να το κάνουμε στη βάση της ουσίας του. Αλλιώς αντί για διαλεκτική εξέλιξη, θα 'χουμε εκλεκτικά παντρέματα.
Μεταμοντέρνος εν γένει είναι ο τρόπος ενσωμάτωσης των πάντων στο ψηφιδωτό του συστήματος, ακόμα και των ρευμάτων που φαίνονται να το αμφισβητούν. Ο ιδεολογικός του μύλος αλέθει κάθε τι εναλλακτικό, ακόμα και τη νοσταλγία του μοντέρνου παρελθόντος, και το καθιστά ακίνδυνο για την αναπαραγωγή του.
Κι είναι με αυτή την έννοια ίσως, που ο ρασκόλνικοφ θεωρεί μεταμοντέρνο τον νεοσταλινισμό –όπως τον ονομάζει ο ίδιος. Αν και η κατηγορία αυτή, στο στόμα ενός αντάρτη, φαντάζει μάλλον σαν τραγική ειρωνεία. Γιατί στο σπίτι του κρεμασμένου δε μπορεί να μιλάνε για σχοινί, εκτός κι αν κρίνουν εξ ιδίων τα αλλότρια. Είναι ικανοί εξάλλου να εκθειάσουν ακόμα και το σχοινί με το οποίο τους κρεμάσανε.
Μία πέτρα όμως δε φέρνει την άνοιξη. Κι ένας δήμαρχος στην πετρούπολη δε φέρνει το 17 προ των πυλών. Καμία πέτρα από μόνη της δεν είναι ικανή να αλλάξει την εικόνα του ψηφιδωτού, ούτε να φτιάξει εναλλακτικά μια άλλη εικόνα από μόνη της. Το πολύ να αυτονομηθεί, να βουλιάξει στο βούρκο με τις αυταπάτες της και να κάνει μια τρύπα στο νερό. Σαν κι αυτήν που προκαλούν στιγμιαία οι πέτρες που πέφτουν με πάταγο, διαταράσσοντας στιγμιαία τα λιμνάζοντα ύδατα και τη μακάρια ακινησία. Μέχρι το επόμενο πυροτέχνημα.
Έτσι λοιπόν το μεταμοντέρνο βρίσκει μια σειρά εκφράσεις και στο εποικοδόμημα. Μοντέρνο πχ ήταν το τηλεοπτικό τοπίο της μεταπολίτευσης με τα δύο κρατικά κανάλια, τότε που ο χάρρυ κλυνν έλεγε, αχ να μην είχαμε κανένα κανάλι, να 'μενε ξύπνιος κι ο μπαμπάς δηλαδή. Το μεταμοντέρνο είναι το σημερινό τοπίο με τα άπειρα κανάλια και το συνεχές ζάπινγκ μέχρι τελικής πτώσεως. Μαζί κι η τελική εικόνα που σου μένει. Λίγο απ’ όλα και πολύ από τίποτα. Κι έτσι τώρα εκτός από το μπαμπά μετά τη δουλειά, υπνωτιζόμαστε μαζικά και κοιμόμαστε όρθιοι μπρος στο γυαλί.
Μοντέρνο είναι το αρχείο της ερτ που διακόπτεται απότομα στα αθλητικά γεγονότα μετά το 90, γιατί τα τηλεοπτικά δικαιώματα πήγαν σε ιδιωτικούς σταθμούς. Μοντέρνα είναι κι η παλιά κοινή ώρα έναρξης των αγώνων στην άλφα εθνική και η μαγεία του ραδιοφώνου, μαζί με τις κλισέ εκφράσεις: θα το δούμε το βράδυ στην τηλεόραση. Ενώ τώρα το πρόγραμμα κάθε αγωνιστικής είναι διασπαρμένο, σε διάφορες ώρες και μέρες κι εύρος που μπορεί να φτάσει τη μισή εβδομάδα (από παρασκευή μέχρι δευτέρα βράδυ).
Μεταμοντέρνα είναι τα πολλά ανοιχτά παράθυρα στην επιφάνεια εργασίας του υπολογιστή, που διασπούν την προσοχή και τη σκέψη του χρήστη και τον καθιστούν ανίκανο να προσλάβει οτιδήποτε σύνθετο και μακροσκελές. Μεταμοντέρνα είναι και τα μικρά, εύπεπτα κείμενα στο διαδίκτυο, με σκόρπιες γνώσεις και πληροφορίες, τη στιγμή που το μοντέρνο αργοπεθαίνει μαζί με τις εφημερίδες.
Μεταμοντέρνος είναι κι ο τρόπος γραφής αυτού του κειμένου, με τις μικρές παραγράφους, αν και για τα δεδομένα του διαδικτύου θεωρείται σχεδόν παλαιού τύπου. Κι όλα μαζί, μικρά και μεγάλα, αντικαθιστούν τα βιβλία, κι εθίζουν πολύ κόσμο που δηλώνει ανίκανος να διαβάσει κάτι σε μη ηλεκτρονική μορφή.
Αποχαιρέτα το λοιπόν το μοντέρνο που χάνεις. Και τι θα κάνουμε τώρα χωρίς μοντέρνο; Ήταν κι αυτό μια κάποια λύσις. Κι η επιστροφή στο μοντέρνο δεν αποτελεί λύση, αλλά ουτοπία.
Κάπου εδώ η εισαγωγή κλείνει. Κανονικά χρειάζεται κι ένας επίλογος, με ανακεφαλαίωση, συμπέρασμα και ταξικό επιμύθιο. Αλλά τι μεταμοντέρνο κείμενο θα ήταν αλήθεια αυτό, αν τα είχε όλα αυτά...;
Το μεταμοντέρνο είναι η αμφισβήτηση της δυνατότητας να γνωρίσουμε τον κόσμο, στο όνομα της ποικιλίας και της πολυσύνθετης φύσης των φαινομένων. Είναι η απολυτοποίηση της διαφοράς, η άρνηση της διαλεκτικής αντίληψης που βλέπει την ενότητα μέσα στη διαφορά.
Η «αμφισβήτηση» του μοντέρνου ξεκίνησε από την παραγωγή. Η ψηφιακή τεχνολογία αντικατέστησε το φορντικό μοντέλο της μαζικής παραγωγής με ένα μόνο καλούπι και το κατέστησε αναχρονιστικό. Αυτή η εξέλιξη απελευθέρωσε νέες παραγωγικές δυνάμεις, προωθώντας την ευελιξία. Αλλά ευελιξία στα πλαίσια του καπιταλισμού, σημαίνει ελαστικές σχέσεις. Μεταμοντέρνο με άλλα λόγια είναι μια πάλαι ποτέ σχέση σταθερής και μόνιμης εργασίας που έσπασε σε πολλά κομμάτια και κάποιες θέσεις ημι-απασχόλησης.
Μεταμοντέρνα είναι και τα προσωπικά προγράμματα σπουδών με τα πολλά μαθήματα επιλογής που αντικαθιστούν σταδιακά το ενιαίο πτυχίο με τα ενιαία εργασιακά δικαιώματα. Ούμπερ άλες το άτομο κι η μονάδα, ενάντια στον ολοκληρωτισμό της μάζας και την καταπίεση του συνόλου.
Το μεταμοντέρνο εκφράστηκε και στην πολιτική. Στη θέση του διπολικού κόσμου, με την κραταιά κι ενιαία εσσδ, μπήκε μια σειρά από «δημοκρατίες»-προτεκτοράτα. Τον ίδιο μεταμοντέρνο κατακερματισμό υπέστη κι η τιτοϊκή γιουγκοσλαβία.
Το ενιαίο και κουκουέδικο κουκουέ (οι τροτσκιστές ήταν ήδη από τότε μεταμοντέρνα κατακερματισμένοι) γνώρισε μια σειρά διασπάσεις, που συνέχισαν στα νέα μορφώματα με ρυθμούς αμοιβάδας. Το μεταμοντέρνο ήταν η πολυδιάσπαση που ακολούθησε κι ακόμα περισσότερο η διαλεκτικά αντεστραμμένη συνέχειά της, με εκλογικού τύπου συρραφές και κοπτοραπτική κειμένων αντί για συγκροτημένο πρόγραμμα.
Μοντέρνα ήταν η μαζική πολιτικοποίηση της μεταπολίτευσης, οι πολιτικές συναυλίες που γέμιζαν τα στάδια και τα δονούσαν με τον παλμό τους, ενώ σήμερα θυμίζουν μνημόσυνα κι είναι ζήτημα αν γεμίζουν ένα μικρό κλειστό.
Μεταμοντέρνος είναι ο αγνωστικισμός, που ανθίζει στα ερείπια των σιδερένιων νομοτελειών που κατέρρευσαν. Το ιδεολογικό τούτι-φρούτι, η πρόσμειξη του μαρξισμού με φιλοσοφικά ρεύματα που είναι τελείως ξένα κι ο ενθουσιασμός με το τελευταίο βιβλίο που διαβάσαμε πρόσφατα κι επισκιάζει όλα τα άλλα. Μέχρι το επόμενο.
Ο μαρξισμός βέβαια δεν είναι κλειστό σύστημα, αναπτύσσεται συνεχώς. Για να το κάνουμε όμως πρέπει να έχουμε μέθοδο αναπτύξουμε και να το κάνουμε στη βάση της ουσίας του. Αλλιώς αντί για διαλεκτική εξέλιξη, θα 'χουμε εκλεκτικά παντρέματα.
Μεταμοντέρνος εν γένει είναι ο τρόπος ενσωμάτωσης των πάντων στο ψηφιδωτό του συστήματος, ακόμα και των ρευμάτων που φαίνονται να το αμφισβητούν. Ο ιδεολογικός του μύλος αλέθει κάθε τι εναλλακτικό, ακόμα και τη νοσταλγία του μοντέρνου παρελθόντος, και το καθιστά ακίνδυνο για την αναπαραγωγή του.
Κι είναι με αυτή την έννοια ίσως, που ο ρασκόλνικοφ θεωρεί μεταμοντέρνο τον νεοσταλινισμό –όπως τον ονομάζει ο ίδιος. Αν και η κατηγορία αυτή, στο στόμα ενός αντάρτη, φαντάζει μάλλον σαν τραγική ειρωνεία. Γιατί στο σπίτι του κρεμασμένου δε μπορεί να μιλάνε για σχοινί, εκτός κι αν κρίνουν εξ ιδίων τα αλλότρια. Είναι ικανοί εξάλλου να εκθειάσουν ακόμα και το σχοινί με το οποίο τους κρεμάσανε.
Μία πέτρα όμως δε φέρνει την άνοιξη. Κι ένας δήμαρχος στην πετρούπολη δε φέρνει το 17 προ των πυλών. Καμία πέτρα από μόνη της δεν είναι ικανή να αλλάξει την εικόνα του ψηφιδωτού, ούτε να φτιάξει εναλλακτικά μια άλλη εικόνα από μόνη της. Το πολύ να αυτονομηθεί, να βουλιάξει στο βούρκο με τις αυταπάτες της και να κάνει μια τρύπα στο νερό. Σαν κι αυτήν που προκαλούν στιγμιαία οι πέτρες που πέφτουν με πάταγο, διαταράσσοντας στιγμιαία τα λιμνάζοντα ύδατα και τη μακάρια ακινησία. Μέχρι το επόμενο πυροτέχνημα.
Έτσι λοιπόν το μεταμοντέρνο βρίσκει μια σειρά εκφράσεις και στο εποικοδόμημα. Μοντέρνο πχ ήταν το τηλεοπτικό τοπίο της μεταπολίτευσης με τα δύο κρατικά κανάλια, τότε που ο χάρρυ κλυνν έλεγε, αχ να μην είχαμε κανένα κανάλι, να 'μενε ξύπνιος κι ο μπαμπάς δηλαδή. Το μεταμοντέρνο είναι το σημερινό τοπίο με τα άπειρα κανάλια και το συνεχές ζάπινγκ μέχρι τελικής πτώσεως. Μαζί κι η τελική εικόνα που σου μένει. Λίγο απ’ όλα και πολύ από τίποτα. Κι έτσι τώρα εκτός από το μπαμπά μετά τη δουλειά, υπνωτιζόμαστε μαζικά και κοιμόμαστε όρθιοι μπρος στο γυαλί.
Μοντέρνο είναι το αρχείο της ερτ που διακόπτεται απότομα στα αθλητικά γεγονότα μετά το 90, γιατί τα τηλεοπτικά δικαιώματα πήγαν σε ιδιωτικούς σταθμούς. Μοντέρνα είναι κι η παλιά κοινή ώρα έναρξης των αγώνων στην άλφα εθνική και η μαγεία του ραδιοφώνου, μαζί με τις κλισέ εκφράσεις: θα το δούμε το βράδυ στην τηλεόραση. Ενώ τώρα το πρόγραμμα κάθε αγωνιστικής είναι διασπαρμένο, σε διάφορες ώρες και μέρες κι εύρος που μπορεί να φτάσει τη μισή εβδομάδα (από παρασκευή μέχρι δευτέρα βράδυ).
Μεταμοντέρνα είναι τα πολλά ανοιχτά παράθυρα στην επιφάνεια εργασίας του υπολογιστή, που διασπούν την προσοχή και τη σκέψη του χρήστη και τον καθιστούν ανίκανο να προσλάβει οτιδήποτε σύνθετο και μακροσκελές. Μεταμοντέρνα είναι και τα μικρά, εύπεπτα κείμενα στο διαδίκτυο, με σκόρπιες γνώσεις και πληροφορίες, τη στιγμή που το μοντέρνο αργοπεθαίνει μαζί με τις εφημερίδες.
Μεταμοντέρνος είναι κι ο τρόπος γραφής αυτού του κειμένου, με τις μικρές παραγράφους, αν και για τα δεδομένα του διαδικτύου θεωρείται σχεδόν παλαιού τύπου. Κι όλα μαζί, μικρά και μεγάλα, αντικαθιστούν τα βιβλία, κι εθίζουν πολύ κόσμο που δηλώνει ανίκανος να διαβάσει κάτι σε μη ηλεκτρονική μορφή.
Αποχαιρέτα το λοιπόν το μοντέρνο που χάνεις. Και τι θα κάνουμε τώρα χωρίς μοντέρνο; Ήταν κι αυτό μια κάποια λύσις. Κι η επιστροφή στο μοντέρνο δεν αποτελεί λύση, αλλά ουτοπία.
Κάπου εδώ η εισαγωγή κλείνει. Κανονικά χρειάζεται κι ένας επίλογος, με ανακεφαλαίωση, συμπέρασμα και ταξικό επιμύθιο. Αλλά τι μεταμοντέρνο κείμενο θα ήταν αλήθεια αυτό, αν τα είχε όλα αυτά...;
Κυριακή 19 Ιουνίου 2011
Αυτός ο άλλος
Κι εναλλακτικός τίτλος: οι ζωές των άλλων
Αυτός ο άλλος, είναι ευεργέτης μου μεγάλος. Γιατί όταν ξυπνάω, γίνομαι ο άλλος μου εαυτός, σαν τη διαφήμιση της ήβης με την αλέξια, ο ταξικά συνειδητοποιημένος, που δε λυγάει, δε φοβάται και ξέρει τι να κάνει την αγανάκτησή του.
Και βλέπω γύρω μου συνθήματα για μια άλλη αριστερά, κι όχι άλλη μια αριστερά. Και κατά βάση όχι μία, γιατί την ενότητα την εννοούν με όρους ψηφιδωτού που στην πρώτη τρικυμία σκορπίζει στα εξ ων συνετέθη. Η ψηφιακή αριστερά της νέας εποχής, που ζητά απλή αναλογική, για να χωρέσουν και τα μικρά δεκαδικά ψηφία στη βουλή και να πάψει να ορίζεται ως εξωκοινοβουλευτική. Γιατί οι περισσότεροι εξ αυτών δεν είναι τέτοιοι από άποψη αλλά από αδυναμία.
Κάπου στο χαριλάου υπάρχει και μια φοβερή καλτ πινακίδα που διαφημίζει ένα γυμναστήριο. Όχι άλλο ένα, αλλά ένα άλλο γυμναστήριο! Ήταν πολύ συγκινητικό. Σκέφτηκα προς στιγμήν να βρω τον ιδιοκτήτη και να τον ρωτήσω αν ψήφιζε παλιά ενάντια, αλλά αυτό θα ήταν ενάντια στις αντικοινωνικές μου αρχές και συγκρατήθηκα.
Μια άλλη αριστερά. Παιχνίδι με τις λέξεις που είναι εντελώς αδύνατο να μεταφερθεί στη γλώσσα των indignados. Γιατί οι ισπανοί καταλαβαίνουν ότι απ' τη στιγμή που υπάρχει άλλος δε μπορούμε να μιλάμε για έναν. Κι είναι λάθος να πουν στη γλώσσα τους για una otra izquierda.
Απ’ τα ισπανικά του μάνου τσάο όμως είναι εμπνευσμένο το άλλο σύνθημα που μιλάει για έναν άλλο κόσμο –σεκίτικο- που είναι εφικτός, σαν το σοσιαλισμό του μιτεράν. Στον άλλο κόσμο που θα πας...
Κι είναι λογικό να σε φοβίζει αυτός ο άλλος κόσμος, όπως κάθε τι άγνωστο εξάλλου. Γιατί ο τρότσκι μπορεί να τα ‘χε κάνει πολύ χειρότερα με τη διοικητική νοοτροπία του.
Ή μπορεί ακόμα αντί του νεοφιλελευθερισμού, να προέκυπτε η σοσιαλδημοκρατία, τύπου πασοκ ή μιτεράν, οπότε το ‘να χέρι νίβει τ’ άλλο και τα δυο το σύστημα. Γιατί το άλλος παραπέμπει μεταξύ άλλων στην αλλαγή. Η οποία δεν έγινε χωρίς το κουκουέ, αλλά μπορεί να γίνει με τους κνίτες των 70’ς, όπως τους λέει ο σάββας, και μερικούς των 80’ς, μεταλλαγμένους κι αλλαξοπιστήσαντες γενίτσαρους -και νοσταλγούς του τσάρου αλαβάνου- ή και σκέτο μετ.αλλ.α από το μέτωπο που έφτιαξε με την κοε.
Αλλά αν είναι γνήσια άλλος αυτός ο κόσμος, θα λύσει τη βασική αντίθεση κεφαλαίου-εργασίας, με την κατάργηση του πρώτου. Και τι θα κάνουμε χωρίς κεφάλαιο και βασική αντίθεση; Θα μιλάμε για το φύλο των αγγέλων, των συντρόφων και για τον σεξισμό στους αγγέλους που καταπιέζουν την α-σεξουαλικότητά τους. Ίσως και για το φύλο του σοσιαλισμού, που είναι κοινωνία μεταβατική και αμφιφυλόφιλη, με κατάλοιπα από το παλιό που πεθαίνει αλλά νεκρανασταίνεται συνεχώς, όσο δεν κυριαρχεί το καινούριο.
Ο άλλος κόσμος ακούγεται σα μεταφυσική παρηγοριά, που διασκεδάζει τους φόβους μας στο σήμερα. Αλλά η διαλεκτική είναι στον αντίποδα της μεταφυσικής, και βρίσκεται σε αυτή τη ζωή, όπως κι η ελπίδα εξάλλου. Ένας άλλος κόσμος είναι εφικτός, αλλά βρίσκεται μέσα σε αυτόν που ζούμε, λέει η επιγραφή ενός θεάτρου στο κέντρο της αθήνας. Κι είναι ό,τι πιο διαλεκτικό διάβασα όσο έμεινα σε αυτή την πόλη. Τομή και συνέχεια. Διαλεκτική άρση της πραγματικότητας στη βάση της κυρίαρχης αντίθεσης και το φάσμα δυνατοτήτων που ορίζει. Έτσι ορίζεται η νομοτέλεια.
Άλλος κόσμος, αλλαγή (του 81 και γενικώς), να το κάνουμε να πάει αλλιώς. Και βασικά η αναζήτηση ενός άλλοθι για τη σημερινή κατάσταση. Κι ενός σωτήρα λυτρωτή που θα ‘ρθει να μας σώσει. Αυτός ο άλλος, ο ευεργέτης ο μεγάλος, έξω από εμάς, σαν το απ’ έξω του λένιν, που στην ουσία όμως είναι πολύ διαφορετικό.
Μπορείς να το δεις και μες στο κόμμα, με τις διάφορες χρεώσεις. Κατανοώ την αναγκαιότητα να γίνει αυτό, -άρα είμαι ελεύθερος, κλπ- αλλά όχι για μένα, περιμένω να τα κάνει κάποιος άλλος. Αυτό είναι όμως άλλο καπέλο –κομματικό-, κι άλλου παπά ευαγγέλιο, που θα αναλύσουμε σε άλλο εδάφιο.
Άλλος, αλλού, άλλοτε. Ως απάντηση της εποχής σε εκείνο το παιδικό πρόγραμμα στη δεκαετία με τις βάτες, το κάπου κάπως κάποτε. Που ήταν κι αυτό αόριστο, αλλά διαφύλασσε μέσα του ακέραια την αόριστη ελπίδα εκείνης της δεκαετίας, που τώρα δεν τη βρίσκεις ούτε στον πάτο του κουτιού της πανδώρας. Ίσως γιατί είμαστε ακόμα πιο κάτω απ' τον πάτο και συνεχίζουμε την κάθοδο των μυρίων προς τον μεσαίωνα. Ακόμα κι ετυμολογικά να το πάρεις δηλ, η πρόταση –άλλος, αλλού, άλλοτε κτλ- παραπέμπει σε αλλοτρίωση.
Μπορούμε να το δούμε και χωροχρονικά. Το άλλοτε παραπέμπει στα περασμένα μεγαλεία –και διηγώντας τα να κλαις- και το ένδοξο σοβιετικό παρελθόν. Ενώ το αλλού, που θα έρθει εδώ και τώρα μεταφυσικά, δηλ ποτέ και πουθενά, σε έναν τόπο που δεν υπάρχει, μια ουτοπία, που μας πάει πίσω στον ουτοπικό σοσιαλισμό του 19ου αιώνα κι από εκεί πίσω σε αυτόν του 21ου που μας πλασάρεται ως καινούριος. Μόνο στον εικοστό όμως οι ιδέες κατέκτησαν τις μάζες κι έγιναν υλική δύναμη.
Αλλού, αλλιώς, άλλοτε. Όλα έχουν κάτι το ακαθόριστο που συσκοτίζει και γοητεύει, γιατί στο σκοτάδι όλα είναι πιο γοητευτικά και κρύβουν τις ατέλειές τους. Το θέμα όμως είναι να τα βρεις όμορφα και το πρωί με το φως της μέρας. Όχι επειδή δε θα 'χουν ατέλειες, ο σοσιαλισμός εξάλλου είναι ατελής κομμουνισμός, μια ατελής κοινωνία κατά μία έννοια, αν και όχι με αυτή που το εννοούσε ο τζίλας.
Και μπορεί προς το τέλος ο σοσιαλισμός να αλληθώρισε προς τις αξίες της δύσης και το νόμο της αξίας (που είναι η καρδιά της εμπορευματικής παραγωγής) κι αυτό να ήταν η αρχή του τέλους του. Αλλά αν ήταν άλλος, κάποιος άλλος δε θα ήμουν μαζί του εγώ. Κι όλες οι οργανώσεις του χώρου, από την πιο μικρή σέχτα ως την πιο σοβαρή διάσπαση, εκεί είχαν σημείο αναφοράς. Με εξαίρεση ίσως αυτήν του 89, που έμεινε ρεύμα ανάδελφο, σαν τη μητρική της οργάνωση.
Είναι λοιπόν αυτό το ακαθόριστο που έχουν κι άλλες κλισέ φράσεις: πχ εκεί που σε παίρνει. Κι άλλες δύο που μοιάζουν πολύ και πάνε ζευγάρι. Εκεί που ξέρεις, και αυτά να τα πεις εκεί που πρέπει. Όλοι ξέρουν πού αλλά δεν το λένε, η ανατροφή τους δεν τους το επιτρέπει. Βασικά κι οι δυο σε όργανα αναφέρονται, άλλου τύπου όμως η καθεμία.
Κι αν ηττηθήκαμε στον εικοστό αιώνα, την άλλη φορά θα τα κάνουμε καλύτερα. Δε βοηθά η φυγή από την πραγματικότητα, στον κόσμο του παραμυθιού. Μπορεί να βοηθήσει όμως μια αλληγορία, με τις όρνιθες του αριστοφάνη, που έφτιαξαν μια ενδιάμεση κοινωνία, ανάμεσα σε ανθρώπους και θεούς και μια φωλιά με χίλιες θυσίες. Αλλά λύγισαν μπροστά στα αρπακτικά του ιμπεριαλισμού, μαύρα κοράκια που έπεσαν πάνω μας να μας φάνε. Και δεν πεθάναμε καν ηρωικά, στον αέρα. Η φωλιά μας αποδήμησε εις κύριον σαν αποδημητικό πουλί και μείναμε εμείς πίσω, ορφανά σπουργίτια μες στο κρύο και τον πάγο που ξανακόλλησε να ψάχνουμε ποιος έκανε πρώτος την κουτσουλιά και φέρει τη βασική ευθύνη.
Κάποτε ήμουνα πουλί κι εφόδευα στον έβδομο ουρανό. Οι κομμουνιστές είναι σαν την κόκκινη ρόζα. Αητοί που έπεσαν χαμηλά και βρέθηκαν στο ίδιο ύψος με τα πτηνά του κοτετσιού. Αυτά όμως δε θα μπορέσουν ποτέ να ανοίξουν τα φτερά τους και να πετάξουν, ενώ οι αετοί θα αναρρώσουν και θα ξανασηκωθούν. Μην κλαις πουλί μου.
Τη δεύτερη φορά που θα 'ρθω για να ζήσω, δε θα ξαναγλιστρήσω, στον ολισθηρό δρόμο του εικοστού συνεδρίου και των μεταρρυθμίσεων κοσύγκιν. Που ήρθαν να αντιμετωπίσουν ίσως υπαρκτά προβλήματα, αλλά διάλεξαν τον εύκολο δρόμο της κακίας και του νόμου της αξίας. Κι ως γνωστόν ο πιο εύκολος δρόμος είναι ο κατήφορος.
Εμείς λοιπόν μιλάμε για άλλο δρόμο ανάπτυξης, για λαϊκή εξουσία, που για εμάς είναι ο σοσιαλισμός –ή την χωρίζει τυπική απόσταση. Άλλα όμως τα μάτια του λαγού κι άλλα της κουκουβάγιας και του συμμάχου, που μπορεί να βλέπουν σε αυτήν κάτι άλλο. Το βασικό είναι να μην δώσουμε απλώς στο σοσιαλισμό ένα καλλιτεχνικό ψευδώνυμο, αλλά να τον περιγράψουμε και να εμπνεύσουμε τον κόσμο να παλέψει γι’ αυτόν.
Πάμε για ανατροπή και κοινωνία άλλη-νε. Που συμπληρώνει διαλεκτικά τον πρώτο στίχο από το τραγούδι -να σου δώσω μια να σπάσεις αχ βρε κόσμε γυάλινε. Κι ίσως έτσι να το εννοούσε κι η αλέκα στην περίφημη ατάκα για τα τζάμια, που δε θα τα σπάσουμε, αλλά θα τα κοινωνικοποιήσουμε. Κι αν είναι να zerbrechen κάτι, αυτό θα είναι η καρδιά του αστικού κράτους, όχι η βιτρίνα του.
Ίσως κάποια σημεία να έμειναν ακάλυπτα. Αλλά θα τα πιάσουμε μια άλλη φορά, σ’ άλλο κείμενο.
Υγ: τραγούδια για την κατανόηση του κειμένου
http://www.youtube.com/watch?v=otzUjyVfC10
http://www.youtube.com/watch?v=1Pp5aOQK8ZM&feature=related
http://www.youtube.com/watch?v=wlgDTNsouoE
Αυτός ο άλλος, είναι ευεργέτης μου μεγάλος. Γιατί όταν ξυπνάω, γίνομαι ο άλλος μου εαυτός, σαν τη διαφήμιση της ήβης με την αλέξια, ο ταξικά συνειδητοποιημένος, που δε λυγάει, δε φοβάται και ξέρει τι να κάνει την αγανάκτησή του.
Και βλέπω γύρω μου συνθήματα για μια άλλη αριστερά, κι όχι άλλη μια αριστερά. Και κατά βάση όχι μία, γιατί την ενότητα την εννοούν με όρους ψηφιδωτού που στην πρώτη τρικυμία σκορπίζει στα εξ ων συνετέθη. Η ψηφιακή αριστερά της νέας εποχής, που ζητά απλή αναλογική, για να χωρέσουν και τα μικρά δεκαδικά ψηφία στη βουλή και να πάψει να ορίζεται ως εξωκοινοβουλευτική. Γιατί οι περισσότεροι εξ αυτών δεν είναι τέτοιοι από άποψη αλλά από αδυναμία.
Κάπου στο χαριλάου υπάρχει και μια φοβερή καλτ πινακίδα που διαφημίζει ένα γυμναστήριο. Όχι άλλο ένα, αλλά ένα άλλο γυμναστήριο! Ήταν πολύ συγκινητικό. Σκέφτηκα προς στιγμήν να βρω τον ιδιοκτήτη και να τον ρωτήσω αν ψήφιζε παλιά ενάντια, αλλά αυτό θα ήταν ενάντια στις αντικοινωνικές μου αρχές και συγκρατήθηκα.
Μια άλλη αριστερά. Παιχνίδι με τις λέξεις που είναι εντελώς αδύνατο να μεταφερθεί στη γλώσσα των indignados. Γιατί οι ισπανοί καταλαβαίνουν ότι απ' τη στιγμή που υπάρχει άλλος δε μπορούμε να μιλάμε για έναν. Κι είναι λάθος να πουν στη γλώσσα τους για una otra izquierda.
Απ’ τα ισπανικά του μάνου τσάο όμως είναι εμπνευσμένο το άλλο σύνθημα που μιλάει για έναν άλλο κόσμο –σεκίτικο- που είναι εφικτός, σαν το σοσιαλισμό του μιτεράν. Στον άλλο κόσμο που θα πας...
Κι είναι λογικό να σε φοβίζει αυτός ο άλλος κόσμος, όπως κάθε τι άγνωστο εξάλλου. Γιατί ο τρότσκι μπορεί να τα ‘χε κάνει πολύ χειρότερα με τη διοικητική νοοτροπία του.
Ή μπορεί ακόμα αντί του νεοφιλελευθερισμού, να προέκυπτε η σοσιαλδημοκρατία, τύπου πασοκ ή μιτεράν, οπότε το ‘να χέρι νίβει τ’ άλλο και τα δυο το σύστημα. Γιατί το άλλος παραπέμπει μεταξύ άλλων στην αλλαγή. Η οποία δεν έγινε χωρίς το κουκουέ, αλλά μπορεί να γίνει με τους κνίτες των 70’ς, όπως τους λέει ο σάββας, και μερικούς των 80’ς, μεταλλαγμένους κι αλλαξοπιστήσαντες γενίτσαρους -και νοσταλγούς του τσάρου αλαβάνου- ή και σκέτο μετ.αλλ.α από το μέτωπο που έφτιαξε με την κοε.
Αλλά αν είναι γνήσια άλλος αυτός ο κόσμος, θα λύσει τη βασική αντίθεση κεφαλαίου-εργασίας, με την κατάργηση του πρώτου. Και τι θα κάνουμε χωρίς κεφάλαιο και βασική αντίθεση; Θα μιλάμε για το φύλο των αγγέλων, των συντρόφων και για τον σεξισμό στους αγγέλους που καταπιέζουν την α-σεξουαλικότητά τους. Ίσως και για το φύλο του σοσιαλισμού, που είναι κοινωνία μεταβατική και αμφιφυλόφιλη, με κατάλοιπα από το παλιό που πεθαίνει αλλά νεκρανασταίνεται συνεχώς, όσο δεν κυριαρχεί το καινούριο.
Ο άλλος κόσμος ακούγεται σα μεταφυσική παρηγοριά, που διασκεδάζει τους φόβους μας στο σήμερα. Αλλά η διαλεκτική είναι στον αντίποδα της μεταφυσικής, και βρίσκεται σε αυτή τη ζωή, όπως κι η ελπίδα εξάλλου. Ένας άλλος κόσμος είναι εφικτός, αλλά βρίσκεται μέσα σε αυτόν που ζούμε, λέει η επιγραφή ενός θεάτρου στο κέντρο της αθήνας. Κι είναι ό,τι πιο διαλεκτικό διάβασα όσο έμεινα σε αυτή την πόλη. Τομή και συνέχεια. Διαλεκτική άρση της πραγματικότητας στη βάση της κυρίαρχης αντίθεσης και το φάσμα δυνατοτήτων που ορίζει. Έτσι ορίζεται η νομοτέλεια.
Άλλος κόσμος, αλλαγή (του 81 και γενικώς), να το κάνουμε να πάει αλλιώς. Και βασικά η αναζήτηση ενός άλλοθι για τη σημερινή κατάσταση. Κι ενός σωτήρα λυτρωτή που θα ‘ρθει να μας σώσει. Αυτός ο άλλος, ο ευεργέτης ο μεγάλος, έξω από εμάς, σαν το απ’ έξω του λένιν, που στην ουσία όμως είναι πολύ διαφορετικό.
Μπορείς να το δεις και μες στο κόμμα, με τις διάφορες χρεώσεις. Κατανοώ την αναγκαιότητα να γίνει αυτό, -άρα είμαι ελεύθερος, κλπ- αλλά όχι για μένα, περιμένω να τα κάνει κάποιος άλλος. Αυτό είναι όμως άλλο καπέλο –κομματικό-, κι άλλου παπά ευαγγέλιο, που θα αναλύσουμε σε άλλο εδάφιο.
Άλλος, αλλού, άλλοτε. Ως απάντηση της εποχής σε εκείνο το παιδικό πρόγραμμα στη δεκαετία με τις βάτες, το κάπου κάπως κάποτε. Που ήταν κι αυτό αόριστο, αλλά διαφύλασσε μέσα του ακέραια την αόριστη ελπίδα εκείνης της δεκαετίας, που τώρα δεν τη βρίσκεις ούτε στον πάτο του κουτιού της πανδώρας. Ίσως γιατί είμαστε ακόμα πιο κάτω απ' τον πάτο και συνεχίζουμε την κάθοδο των μυρίων προς τον μεσαίωνα. Ακόμα κι ετυμολογικά να το πάρεις δηλ, η πρόταση –άλλος, αλλού, άλλοτε κτλ- παραπέμπει σε αλλοτρίωση.
Μπορούμε να το δούμε και χωροχρονικά. Το άλλοτε παραπέμπει στα περασμένα μεγαλεία –και διηγώντας τα να κλαις- και το ένδοξο σοβιετικό παρελθόν. Ενώ το αλλού, που θα έρθει εδώ και τώρα μεταφυσικά, δηλ ποτέ και πουθενά, σε έναν τόπο που δεν υπάρχει, μια ουτοπία, που μας πάει πίσω στον ουτοπικό σοσιαλισμό του 19ου αιώνα κι από εκεί πίσω σε αυτόν του 21ου που μας πλασάρεται ως καινούριος. Μόνο στον εικοστό όμως οι ιδέες κατέκτησαν τις μάζες κι έγιναν υλική δύναμη.
Αλλού, αλλιώς, άλλοτε. Όλα έχουν κάτι το ακαθόριστο που συσκοτίζει και γοητεύει, γιατί στο σκοτάδι όλα είναι πιο γοητευτικά και κρύβουν τις ατέλειές τους. Το θέμα όμως είναι να τα βρεις όμορφα και το πρωί με το φως της μέρας. Όχι επειδή δε θα 'χουν ατέλειες, ο σοσιαλισμός εξάλλου είναι ατελής κομμουνισμός, μια ατελής κοινωνία κατά μία έννοια, αν και όχι με αυτή που το εννοούσε ο τζίλας.
Και μπορεί προς το τέλος ο σοσιαλισμός να αλληθώρισε προς τις αξίες της δύσης και το νόμο της αξίας (που είναι η καρδιά της εμπορευματικής παραγωγής) κι αυτό να ήταν η αρχή του τέλους του. Αλλά αν ήταν άλλος, κάποιος άλλος δε θα ήμουν μαζί του εγώ. Κι όλες οι οργανώσεις του χώρου, από την πιο μικρή σέχτα ως την πιο σοβαρή διάσπαση, εκεί είχαν σημείο αναφοράς. Με εξαίρεση ίσως αυτήν του 89, που έμεινε ρεύμα ανάδελφο, σαν τη μητρική της οργάνωση.
Είναι λοιπόν αυτό το ακαθόριστο που έχουν κι άλλες κλισέ φράσεις: πχ εκεί που σε παίρνει. Κι άλλες δύο που μοιάζουν πολύ και πάνε ζευγάρι. Εκεί που ξέρεις, και αυτά να τα πεις εκεί που πρέπει. Όλοι ξέρουν πού αλλά δεν το λένε, η ανατροφή τους δεν τους το επιτρέπει. Βασικά κι οι δυο σε όργανα αναφέρονται, άλλου τύπου όμως η καθεμία.
Κι αν ηττηθήκαμε στον εικοστό αιώνα, την άλλη φορά θα τα κάνουμε καλύτερα. Δε βοηθά η φυγή από την πραγματικότητα, στον κόσμο του παραμυθιού. Μπορεί να βοηθήσει όμως μια αλληγορία, με τις όρνιθες του αριστοφάνη, που έφτιαξαν μια ενδιάμεση κοινωνία, ανάμεσα σε ανθρώπους και θεούς και μια φωλιά με χίλιες θυσίες. Αλλά λύγισαν μπροστά στα αρπακτικά του ιμπεριαλισμού, μαύρα κοράκια που έπεσαν πάνω μας να μας φάνε. Και δεν πεθάναμε καν ηρωικά, στον αέρα. Η φωλιά μας αποδήμησε εις κύριον σαν αποδημητικό πουλί και μείναμε εμείς πίσω, ορφανά σπουργίτια μες στο κρύο και τον πάγο που ξανακόλλησε να ψάχνουμε ποιος έκανε πρώτος την κουτσουλιά και φέρει τη βασική ευθύνη.
Κάποτε ήμουνα πουλί κι εφόδευα στον έβδομο ουρανό. Οι κομμουνιστές είναι σαν την κόκκινη ρόζα. Αητοί που έπεσαν χαμηλά και βρέθηκαν στο ίδιο ύψος με τα πτηνά του κοτετσιού. Αυτά όμως δε θα μπορέσουν ποτέ να ανοίξουν τα φτερά τους και να πετάξουν, ενώ οι αετοί θα αναρρώσουν και θα ξανασηκωθούν. Μην κλαις πουλί μου.
Τη δεύτερη φορά που θα 'ρθω για να ζήσω, δε θα ξαναγλιστρήσω, στον ολισθηρό δρόμο του εικοστού συνεδρίου και των μεταρρυθμίσεων κοσύγκιν. Που ήρθαν να αντιμετωπίσουν ίσως υπαρκτά προβλήματα, αλλά διάλεξαν τον εύκολο δρόμο της κακίας και του νόμου της αξίας. Κι ως γνωστόν ο πιο εύκολος δρόμος είναι ο κατήφορος.
Εμείς λοιπόν μιλάμε για άλλο δρόμο ανάπτυξης, για λαϊκή εξουσία, που για εμάς είναι ο σοσιαλισμός –ή την χωρίζει τυπική απόσταση. Άλλα όμως τα μάτια του λαγού κι άλλα της κουκουβάγιας και του συμμάχου, που μπορεί να βλέπουν σε αυτήν κάτι άλλο. Το βασικό είναι να μην δώσουμε απλώς στο σοσιαλισμό ένα καλλιτεχνικό ψευδώνυμο, αλλά να τον περιγράψουμε και να εμπνεύσουμε τον κόσμο να παλέψει γι’ αυτόν.
Πάμε για ανατροπή και κοινωνία άλλη-νε. Που συμπληρώνει διαλεκτικά τον πρώτο στίχο από το τραγούδι -να σου δώσω μια να σπάσεις αχ βρε κόσμε γυάλινε. Κι ίσως έτσι να το εννοούσε κι η αλέκα στην περίφημη ατάκα για τα τζάμια, που δε θα τα σπάσουμε, αλλά θα τα κοινωνικοποιήσουμε. Κι αν είναι να zerbrechen κάτι, αυτό θα είναι η καρδιά του αστικού κράτους, όχι η βιτρίνα του.
Ίσως κάποια σημεία να έμειναν ακάλυπτα. Αλλά θα τα πιάσουμε μια άλλη φορά, σ’ άλλο κείμενο.
Υγ: τραγούδια για την κατανόηση του κειμένου
http://www.youtube.com/watch?v=otzUjyVfC10
http://www.youtube.com/watch?v=1Pp5aOQK8ZM&feature=related
http://www.youtube.com/watch?v=wlgDTNsouoE
Παρασκευή 17 Ιουνίου 2011
Ένα βήμα μπρος...
Το τελευταίο διάστημα, ζήσαμε μέρες που έδιναν την ψευδαίσθηση ότι καθεμιά μετράει για μήνας. Και μια κατάσταση, που πιάνεσαι από τις επιθυμίες σου για να την πεις προ-επαναστατική. Κι ίσως να έχει κάτι από το σπέρμα της επανάστασης, αλλά να χρειάζονται πολλά ακόμη για τη γονιμοποίηση, και τελικά να έχει μια μακρινή συγγένεια, όπως έχεις με τον προπάππο σου. Αλλά αν το απλουστεύσεις πολύ και το δεις μηχανιστικά, θα είναι σαν να πιστεύεις ότι ο προπάππος σου πήγε με την προγιαγιά έχοντας για σκοπό του να βγάλει εσένα, που προέκυψες πολύ αργότερα. Η δική μας γενιά όμως, έχει τη δυνατότητα να γεννήσει κάτι καλό (όχι τεχνητά, αλλά) συνειδητά.
Μία μέρα πριν (νωρίς -κι επέτειος του τιρινίνι επίσης) φοβόμουν πως είτε έτσι είτε αλλιώς μας την είχανε στημένη. Αν δεν πηγαίναμε σύνταγμα, θα γινόταν ο συνήθης κακός χαμός, με το κόμμα που τα έστριψε κι έστριψε κάπου στα λουδουδάδικα, ή εκεί γύρω. Κι αν πηγαίναμε, θα γινόταν ο άλλος κακός χαμός. Θα έκαιγαν ξέρω ‘γω τη βουλή, να το φορτώσουν στο ντιμιτρόφ και να δείξουν ότι ήρθαν οι κακοί διαδηλωτές, κόμματα και συνδικάτα, και χάλασαν την όμορφη κι ειρηνική κινητοποίηση των απλών ανθρώπων. Ο γκάντι ζει και σπέρνει εφιάλτες. (Που δηλ αυτό έκαναν, αλλά δεν τους βγήκε έτσι όπως ήθελαν. Το κόμμα έδειξε πολύ καλά αντανακλαστικά, που ποτέ καμιά γραφειοκρατία δε θα μπορούσε να δείξει).
Κι έτσι όλοι θα ασχολούνταν με το πού πήγε και τι έκανε το παμε. Κι όχι με αυτούς που πήγαν πλατεία και δεν έστησαν απεργιακές φρουρές, ή με τη συνέλευση της πλατείας που πήρε απόφαση να καταργηθούν τα κόμματα.
Μία μέρα μετά (αργά) το πράγμα πήγαινε ήδη για ανασχηματισμό κι εκτόνωση. Μέχρι την επόμενη -νίκη, δόση, κρίση- όπως είχε πει κι ο γκάλης τις μέρες του τιρινίνι, μετά τη νίκη με τους ιταλούς.
Την κρίσιμη μέρα η ελευθεροτυπία κυκλοφορούσε με άρθρο των ζινόβιεφ, κάμενεφ, με τίτλο γιατί δε θα γίνει δικτατορία του προλεταριάτου στην ελλάδα. Ο κόσμος κατέβηκε μαζικά στους δρόμους και το ασφαλίτικο σχέδιο δεν ήταν σε θέση να ακυρώσει την ορμή του και τις εξελίξεις που πυροδότησε. Αλλά όπως είπε κι ένας φίλος της κε του μπλοκ...
Σήμερα μας έκανε ο ΓΑΠ, να νιώσουμε σαν τη γκόμενα που γουστάρουμε και μας λέει το βράδυ θα σου πω κάτι, εμείς όλο αγωνία, γιατί περιμένουμε αυτό που φανταζόμαστε, αλλά τελικά ακούμε ότι μας θέλει να τη βοηθήσουμε σε μια εργασία... Δεν κάηκε τελικά το χαρτάκι της Νουδουλας δυστυχώς σήμερα...
Προχτές τα κανάλια κι όλοι οι ταγοί του συστήματος κραύγαζαν για συναίνεση, το φώναζαν με κάθε τρόπο. Αυτό πρακτικά σήμαινε κυβέρνηση συνεργασίας, αλλιώς εκλογές. Αλλά ο τζέφρυ κατάφερε τελικά να κάνει μηδέν στα δύο. Κι ανακοίνωσε ανασχηματισμό χωρίς να τον έχει σίγουρο, κάνοντας τελικά αναπαλαίωση με τα ίδια υλικά.
Τι μεσολάβησε όμως κι έγιναν όλα αυτά; Είναι τόσο πωρωμένος αστός που θέλει πάση θυσία να περάσει το μεσοπρόθεσμο, ακόμα κι αν γίνει ο ίδιος θυσία βραχυπρόθεσμα; Τζέφρυ σε ρόλο ιφιγένειας εν αυλίδι; Πήρε εντολή να πάει μόνος του για να μην καεί από τώρα η νουδούλα; Τον έπεισαν οι πασόκοι να μην χάσουν τη μαρμίτα με το μέλι; Τον έπεισε ο αδερφός κι η μαργαρίτα;
Κι ύστερα ήρθαν τα ιουλιανά. Κι η ιστορία επαναλήφθηκε ως φαρσο-τραγωδία. Ο αρχι-αποστάτης ορκίστηκε αντιπρόεδρος της κυβέρνησης. Ε ας κάνει τώρα και μια βόλτα απ’ το καστρί στο μαξίμου ο τζέφρυ, να βγει ο κόσμος στο δρόμο να τον ράνει με βάγια, σαν τον παππού του. Αν τολμάει δηλ.
Δε γίνεται να σταθεί αυτή η κυβέρνηση. Το παιδί εκτός από τελειωμένο είναι και ηλίθιο. Ούτε με πάταγο δε μπορεί να πέσει, γιατί από μέσα είναι κούφιο, βασικά στο κεφάλι. Η γγ μας έχει δίκιο. Πρέπει να μπερδεύτηκε και να πήρε κάνα λόγο περσινό.
Κι είπε κι άλλα η αλέκα. Για κοινωνικο-πολιτική συμμαχία (όχι σκέτη κοινωνική, αλλά και πολιτική). Για τους από πάνω που δε μπορούν. Κι είναι καιρός να (μη) θελήσουν κι οι κάτω.
Κι αν σημαίνει κάτι εκείνο το σημείο στο πρόγραμμα του κόμματος, για τη ραγδαία απαξίωση των αστικών δυνάμεων, όπου μπορεί να προκύψει μια λαϊκή κυβέρνηση (...) που αργά ή γρήγορα (…) και την χωρίζει τυπική απόσταση...
Κι είχαμε φάει θυμάμαι μια ολόκληρη όβα σχεδόν, να δούμε αν αυτό το «μπορεί» σημαίνει δύναται ή ενδέχεται. Και βασικά για να εκλαϊκεύσουμε στον κόσμο τη διαφορά.
Το ένα σημαίνει ότι «παίζει και να», ενώ το άλλο...
Κι είναι που λες κάποια σημεία, που μοιάζουν τελείως γενικόλογα, ώσπου τα βλέπεις μπροστά σου, να τα επιβεβαιώνει η ίδια η ζωή, σαν χρησμούς. Αν και όλοι οι χρησμοί είναι σκόπιμα γενικόλογοι για να επιβεβαιώνονται πάντα στη ζωή.
Κι αν σημαίνει λοιπόν κάτι αυτό το απόσπασμα, ίσως είναι αυτό που αρχίζει να εκτυλίσσεται μπροστά μας, με τα χαρτιά του πολιτικού συστήματος των αστών να καίγονται το ένα μετά το άλλο. Αλλά είμαστε ακόμα πολύ πίσω απ’ το να τους ρίξουμε και να πάρουμε εμείς τη θέση τους. Δε φτάσαμε -ούτε κατά προσέγγιση- ακόμα στο 17, να γίνει μια οικουμενική κυβέρνηση ενάντια στους μπολσεβίκους.
Την ίδια στιγμή βέβαια πολλοί ονειρεύονται πετρούπολη και1905, την ίδρυση λαογέννητων φορέων σαν τα σοβιέτ, και τις πλατείες (που δεν είναι καν κόκκινες) να εκλέγουν αντιπροσώπους –ένα χτύπημα κατά της αμεσοδημοκρατίας που ονειρευτήκαμε- για το ανώτατο σοβιέτ του συντάγματος. Κι είναι κρίμα που κάποιες λέξεις δε μεταφράζονται στα ελληνικά, να καταλαβαίνουν όλοι τι ακριβώς σημαίνουν.
Γιατί τι σχέση έχουν οι πλατείες με τα εργατικά συμβούλια; Τι γείωση έχουν στους χώρους δουλειάς, πέρα απ’ το φραστικό επίπεδο; Εκτός και αν είναι σοβιέτ σε εδαφική βάση, όπως στην εσσδ το 36’ –κι ύστερα εμάς λένε σταλινικούς. Σαν αυτό στη γειτονιά μου πχ, που μάζεψε 30 άτομα για δύο περιοχές 300 χιλ. κατοίκων (τούμπα, χαριλάου). Για τους υπόλοιπους 299.970 δεν πειράζει, ήταν δικαιολογημένα απόντες. Δεν είχαν πάρει χαμπάρι ότι συγκροτείται τοπικό σοβιέτ.
Ο τσίπρας πάντως φρόντισε ως κερένσκι να πάρει αποστάσεις από τα σοβιέτ. Κι όταν του είπαν για τις εκατό χιλιάδες θέσεις εργασίας για τις οποίες είχε μιλήσει προεκλογικά, είπε αμέσως ότι εμείς δεν είμαστε με το δημόσιο και το σοβιετικό κράτος, αλλά με την κοινωνία. Α μάλιστα.
Κι είχε πει και την προηγούμενη μέρα κι άλλα ενδιαφέροντα. Δίκαια ρύθμιση χρέους, κατά το δίκαια αμοιβή για δίκαια εργάσιμη ημέρα, που εξόργιζε το μαρξ. Και για τη δημοκρατία όπου δεν υπάρχουν αδιέξοδα –βρε που το ‘χω ακούσει αυτό και τι μου θυμίζει.
Πιο πριν η λιάνα είχε πει άλλα. Για το ζόμπι το μητσοτάκη (και την παρανομία του κκε), την κλιμακτήριο που πέρασε -αφού πρώτα έγινε αριστερή-, την χήρα του μάο και το ραντεβού με την κάτια μακρή για την ομιλία της αλέκας, στο χόντος, -δίπλα από τα γουναράδικα. Και την επομένη στο μέγκα για την άρνηση του χρέους, που είναι πολύ εύκολο να γίνει.
Κι είχε διάφορα τηλεοπτικά. Τον θηλυκό μητσοτάκη να ξεκινάει με την ανησυχία του για τις βρυκσέλ-λες (με προφορά τζέλλας) όπου η αδρεναλίνη έχει φτάσει πενήντα, και να δείχνει τους ακατάλυτους δεσμούς της με το λαϊκό αίσθημα της χώρας όπου γεννήθηκε.
Και τον άδωνη να λέει στο δελατόλλα, πόσο του αρέσουν οι αναλύσεις του καζάκη στο ποντίκι. Ένας πραγματικός, υπερκομματικός ηγέτης, που μπορεί να μας βγάλει απ’ την κρίση, με ένα νέο εαμ, χωρίς συμμορίτες.
Το δίδυμο της συμφοράς στο σκάι, να περιγράφει με τα μάτια της ψυχής του, τη μέρα που έσκασε η απεργία, μολότοφ και κουκουλοφόρους, ενώ την ίδια ώρα η κάμερα έδειχνε τελείως διαφορετικά πράγματα.
Την απευθείας σύνδεση του μέγκα με μια ρεπόρτερ που ξεκίνησε το ρεπορτάζ λέγοντας, εδώ τα ντου συνεχίζονται. Και το λιάρο συντονιστή να παίρνει τη σκυτάλη, για να πάμε τώρα στο μπάχαλο του συντάγματος. Όπου κάποιοι έσπαγαν μαρμαρόπλακες και πλάκα γενικώς, κι αυτός έλεγε για το μάρμαρο που όλοι πληρώσαμε, χωρίς να πιάνει όμως τη διττή σημασία της φράσης που έλεγε. Σε τούτα εδώ τα μάρμαρα κακιά σκουριά δεν πιάνει.
Αλλά η πραγματική ιστορία γράφεται στους δρόμους, όπου γεννιούνται συνειδήσεις. Κι όπου αυτές τις δυο μέρες είχαμε συνεχή αγωνιστικά ραντεβού κύρια με τη βροχή. Όλοι στην κομματική συγκέντρωση του κάπα κάπα έψιλον. Θα τραγουδήσει ο σύντροφος κακοφονίξ!
Η κυβέρνηση της τελευταίας σοβιετικής οικονομίας στην ευρώπη βομβάρδισε μάλλον τα σύννεφα, όπως έκανε η πραγματική σοβιετική κυβέρνηση πριν από τις παρελάσεις, για να ‘χει καλό καιρό τη μέρα της παρέλασης. Στην αθήνα είχαμε χτες μπουρίνι τη μέρα που θα μιλούσε η αλέκα -η προβοκάτσια που περιμέναμε. Αλλά τελικά ο κόσμος δε μάσησε και πήγε μαζικά.
Εδώ χτες μείναμε σχετικά στεγνοί –μας έφτυνε ο ουρανός όπου εφοδεύουμε κι εμείς λέγαμε ότι ψιχάλιζε. Αλλά προχτές στην απεργία μας έριξε με το τουλούμι κι άρχισε να ρίχνει καρέκλες, αμέσως μόλις τελειώσαμε, κι ενώ οι άλλοι σχεδίαζαν περικύκλωση του παλιού υπουργείου. Κι έτσι σταθήκαμε σε ένα υπόστεγο και βλέπαμε να περνάνε ατρόμητοι αριστεριστές σα βρεγμένες μαυρόγατες. Κορμιά νταβραντισμένα, εαακίτες γυμνόστηθοι, συναγωνίστριες με μπλούζες που γίνονταν ένα με το σώμα κι ύστερα διάφανες. Πανδαισία.
Κι έτσι το βήμα έμεινε μετέωρο, σαν του πελαργού, που φέρνει, λένε, την επανάσταση. Κι ίσως να έγινε απλώς, για να πάρουμε φόρα προς τα πίσω, να πλησιάσουμε το μεσαίωνα. Όλοι δίνουμε εξετάσεις το επόμενο διάστημα και πιθανή αποτυχία θα οδηγήσει στην ιερά εξέταση και τη διαιώνιση της μισθωτής σκλαβιάς.
Δουλοπάροικοι όλων των χωρών ενωθείτε.
Μία μέρα πριν (νωρίς -κι επέτειος του τιρινίνι επίσης) φοβόμουν πως είτε έτσι είτε αλλιώς μας την είχανε στημένη. Αν δεν πηγαίναμε σύνταγμα, θα γινόταν ο συνήθης κακός χαμός, με το κόμμα που τα έστριψε κι έστριψε κάπου στα λουδουδάδικα, ή εκεί γύρω. Κι αν πηγαίναμε, θα γινόταν ο άλλος κακός χαμός. Θα έκαιγαν ξέρω ‘γω τη βουλή, να το φορτώσουν στο ντιμιτρόφ και να δείξουν ότι ήρθαν οι κακοί διαδηλωτές, κόμματα και συνδικάτα, και χάλασαν την όμορφη κι ειρηνική κινητοποίηση των απλών ανθρώπων. Ο γκάντι ζει και σπέρνει εφιάλτες. (Που δηλ αυτό έκαναν, αλλά δεν τους βγήκε έτσι όπως ήθελαν. Το κόμμα έδειξε πολύ καλά αντανακλαστικά, που ποτέ καμιά γραφειοκρατία δε θα μπορούσε να δείξει).
Κι έτσι όλοι θα ασχολούνταν με το πού πήγε και τι έκανε το παμε. Κι όχι με αυτούς που πήγαν πλατεία και δεν έστησαν απεργιακές φρουρές, ή με τη συνέλευση της πλατείας που πήρε απόφαση να καταργηθούν τα κόμματα.
Μία μέρα μετά (αργά) το πράγμα πήγαινε ήδη για ανασχηματισμό κι εκτόνωση. Μέχρι την επόμενη -νίκη, δόση, κρίση- όπως είχε πει κι ο γκάλης τις μέρες του τιρινίνι, μετά τη νίκη με τους ιταλούς.
Την κρίσιμη μέρα η ελευθεροτυπία κυκλοφορούσε με άρθρο των ζινόβιεφ, κάμενεφ, με τίτλο γιατί δε θα γίνει δικτατορία του προλεταριάτου στην ελλάδα. Ο κόσμος κατέβηκε μαζικά στους δρόμους και το ασφαλίτικο σχέδιο δεν ήταν σε θέση να ακυρώσει την ορμή του και τις εξελίξεις που πυροδότησε. Αλλά όπως είπε κι ένας φίλος της κε του μπλοκ...
Σήμερα μας έκανε ο ΓΑΠ, να νιώσουμε σαν τη γκόμενα που γουστάρουμε και μας λέει το βράδυ θα σου πω κάτι, εμείς όλο αγωνία, γιατί περιμένουμε αυτό που φανταζόμαστε, αλλά τελικά ακούμε ότι μας θέλει να τη βοηθήσουμε σε μια εργασία... Δεν κάηκε τελικά το χαρτάκι της Νουδουλας δυστυχώς σήμερα...
Προχτές τα κανάλια κι όλοι οι ταγοί του συστήματος κραύγαζαν για συναίνεση, το φώναζαν με κάθε τρόπο. Αυτό πρακτικά σήμαινε κυβέρνηση συνεργασίας, αλλιώς εκλογές. Αλλά ο τζέφρυ κατάφερε τελικά να κάνει μηδέν στα δύο. Κι ανακοίνωσε ανασχηματισμό χωρίς να τον έχει σίγουρο, κάνοντας τελικά αναπαλαίωση με τα ίδια υλικά.
Τι μεσολάβησε όμως κι έγιναν όλα αυτά; Είναι τόσο πωρωμένος αστός που θέλει πάση θυσία να περάσει το μεσοπρόθεσμο, ακόμα κι αν γίνει ο ίδιος θυσία βραχυπρόθεσμα; Τζέφρυ σε ρόλο ιφιγένειας εν αυλίδι; Πήρε εντολή να πάει μόνος του για να μην καεί από τώρα η νουδούλα; Τον έπεισαν οι πασόκοι να μην χάσουν τη μαρμίτα με το μέλι; Τον έπεισε ο αδερφός κι η μαργαρίτα;
Κι ύστερα ήρθαν τα ιουλιανά. Κι η ιστορία επαναλήφθηκε ως φαρσο-τραγωδία. Ο αρχι-αποστάτης ορκίστηκε αντιπρόεδρος της κυβέρνησης. Ε ας κάνει τώρα και μια βόλτα απ’ το καστρί στο μαξίμου ο τζέφρυ, να βγει ο κόσμος στο δρόμο να τον ράνει με βάγια, σαν τον παππού του. Αν τολμάει δηλ.
Δε γίνεται να σταθεί αυτή η κυβέρνηση. Το παιδί εκτός από τελειωμένο είναι και ηλίθιο. Ούτε με πάταγο δε μπορεί να πέσει, γιατί από μέσα είναι κούφιο, βασικά στο κεφάλι. Η γγ μας έχει δίκιο. Πρέπει να μπερδεύτηκε και να πήρε κάνα λόγο περσινό.
Κι είπε κι άλλα η αλέκα. Για κοινωνικο-πολιτική συμμαχία (όχι σκέτη κοινωνική, αλλά και πολιτική). Για τους από πάνω που δε μπορούν. Κι είναι καιρός να (μη) θελήσουν κι οι κάτω.
Κι αν σημαίνει κάτι εκείνο το σημείο στο πρόγραμμα του κόμματος, για τη ραγδαία απαξίωση των αστικών δυνάμεων, όπου μπορεί να προκύψει μια λαϊκή κυβέρνηση (...) που αργά ή γρήγορα (…) και την χωρίζει τυπική απόσταση...
Κι είχαμε φάει θυμάμαι μια ολόκληρη όβα σχεδόν, να δούμε αν αυτό το «μπορεί» σημαίνει δύναται ή ενδέχεται. Και βασικά για να εκλαϊκεύσουμε στον κόσμο τη διαφορά.
Το ένα σημαίνει ότι «παίζει και να», ενώ το άλλο...
Κι είναι που λες κάποια σημεία, που μοιάζουν τελείως γενικόλογα, ώσπου τα βλέπεις μπροστά σου, να τα επιβεβαιώνει η ίδια η ζωή, σαν χρησμούς. Αν και όλοι οι χρησμοί είναι σκόπιμα γενικόλογοι για να επιβεβαιώνονται πάντα στη ζωή.
Κι αν σημαίνει λοιπόν κάτι αυτό το απόσπασμα, ίσως είναι αυτό που αρχίζει να εκτυλίσσεται μπροστά μας, με τα χαρτιά του πολιτικού συστήματος των αστών να καίγονται το ένα μετά το άλλο. Αλλά είμαστε ακόμα πολύ πίσω απ’ το να τους ρίξουμε και να πάρουμε εμείς τη θέση τους. Δε φτάσαμε -ούτε κατά προσέγγιση- ακόμα στο 17, να γίνει μια οικουμενική κυβέρνηση ενάντια στους μπολσεβίκους.
Την ίδια στιγμή βέβαια πολλοί ονειρεύονται πετρούπολη και1905, την ίδρυση λαογέννητων φορέων σαν τα σοβιέτ, και τις πλατείες (που δεν είναι καν κόκκινες) να εκλέγουν αντιπροσώπους –ένα χτύπημα κατά της αμεσοδημοκρατίας που ονειρευτήκαμε- για το ανώτατο σοβιέτ του συντάγματος. Κι είναι κρίμα που κάποιες λέξεις δε μεταφράζονται στα ελληνικά, να καταλαβαίνουν όλοι τι ακριβώς σημαίνουν.
Γιατί τι σχέση έχουν οι πλατείες με τα εργατικά συμβούλια; Τι γείωση έχουν στους χώρους δουλειάς, πέρα απ’ το φραστικό επίπεδο; Εκτός και αν είναι σοβιέτ σε εδαφική βάση, όπως στην εσσδ το 36’ –κι ύστερα εμάς λένε σταλινικούς. Σαν αυτό στη γειτονιά μου πχ, που μάζεψε 30 άτομα για δύο περιοχές 300 χιλ. κατοίκων (τούμπα, χαριλάου). Για τους υπόλοιπους 299.970 δεν πειράζει, ήταν δικαιολογημένα απόντες. Δεν είχαν πάρει χαμπάρι ότι συγκροτείται τοπικό σοβιέτ.
Ο τσίπρας πάντως φρόντισε ως κερένσκι να πάρει αποστάσεις από τα σοβιέτ. Κι όταν του είπαν για τις εκατό χιλιάδες θέσεις εργασίας για τις οποίες είχε μιλήσει προεκλογικά, είπε αμέσως ότι εμείς δεν είμαστε με το δημόσιο και το σοβιετικό κράτος, αλλά με την κοινωνία. Α μάλιστα.
Κι είχε πει και την προηγούμενη μέρα κι άλλα ενδιαφέροντα. Δίκαια ρύθμιση χρέους, κατά το δίκαια αμοιβή για δίκαια εργάσιμη ημέρα, που εξόργιζε το μαρξ. Και για τη δημοκρατία όπου δεν υπάρχουν αδιέξοδα –βρε που το ‘χω ακούσει αυτό και τι μου θυμίζει.
Πιο πριν η λιάνα είχε πει άλλα. Για το ζόμπι το μητσοτάκη (και την παρανομία του κκε), την κλιμακτήριο που πέρασε -αφού πρώτα έγινε αριστερή-, την χήρα του μάο και το ραντεβού με την κάτια μακρή για την ομιλία της αλέκας, στο χόντος, -δίπλα από τα γουναράδικα. Και την επομένη στο μέγκα για την άρνηση του χρέους, που είναι πολύ εύκολο να γίνει.
Κι είχε διάφορα τηλεοπτικά. Τον θηλυκό μητσοτάκη να ξεκινάει με την ανησυχία του για τις βρυκσέλ-λες (με προφορά τζέλλας) όπου η αδρεναλίνη έχει φτάσει πενήντα, και να δείχνει τους ακατάλυτους δεσμούς της με το λαϊκό αίσθημα της χώρας όπου γεννήθηκε.
Και τον άδωνη να λέει στο δελατόλλα, πόσο του αρέσουν οι αναλύσεις του καζάκη στο ποντίκι. Ένας πραγματικός, υπερκομματικός ηγέτης, που μπορεί να μας βγάλει απ’ την κρίση, με ένα νέο εαμ, χωρίς συμμορίτες.
Το δίδυμο της συμφοράς στο σκάι, να περιγράφει με τα μάτια της ψυχής του, τη μέρα που έσκασε η απεργία, μολότοφ και κουκουλοφόρους, ενώ την ίδια ώρα η κάμερα έδειχνε τελείως διαφορετικά πράγματα.
Την απευθείας σύνδεση του μέγκα με μια ρεπόρτερ που ξεκίνησε το ρεπορτάζ λέγοντας, εδώ τα ντου συνεχίζονται. Και το λιάρο συντονιστή να παίρνει τη σκυτάλη, για να πάμε τώρα στο μπάχαλο του συντάγματος. Όπου κάποιοι έσπαγαν μαρμαρόπλακες και πλάκα γενικώς, κι αυτός έλεγε για το μάρμαρο που όλοι πληρώσαμε, χωρίς να πιάνει όμως τη διττή σημασία της φράσης που έλεγε. Σε τούτα εδώ τα μάρμαρα κακιά σκουριά δεν πιάνει.
Αλλά η πραγματική ιστορία γράφεται στους δρόμους, όπου γεννιούνται συνειδήσεις. Κι όπου αυτές τις δυο μέρες είχαμε συνεχή αγωνιστικά ραντεβού κύρια με τη βροχή. Όλοι στην κομματική συγκέντρωση του κάπα κάπα έψιλον. Θα τραγουδήσει ο σύντροφος κακοφονίξ!
Η κυβέρνηση της τελευταίας σοβιετικής οικονομίας στην ευρώπη βομβάρδισε μάλλον τα σύννεφα, όπως έκανε η πραγματική σοβιετική κυβέρνηση πριν από τις παρελάσεις, για να ‘χει καλό καιρό τη μέρα της παρέλασης. Στην αθήνα είχαμε χτες μπουρίνι τη μέρα που θα μιλούσε η αλέκα -η προβοκάτσια που περιμέναμε. Αλλά τελικά ο κόσμος δε μάσησε και πήγε μαζικά.
Εδώ χτες μείναμε σχετικά στεγνοί –μας έφτυνε ο ουρανός όπου εφοδεύουμε κι εμείς λέγαμε ότι ψιχάλιζε. Αλλά προχτές στην απεργία μας έριξε με το τουλούμι κι άρχισε να ρίχνει καρέκλες, αμέσως μόλις τελειώσαμε, κι ενώ οι άλλοι σχεδίαζαν περικύκλωση του παλιού υπουργείου. Κι έτσι σταθήκαμε σε ένα υπόστεγο και βλέπαμε να περνάνε ατρόμητοι αριστεριστές σα βρεγμένες μαυρόγατες. Κορμιά νταβραντισμένα, εαακίτες γυμνόστηθοι, συναγωνίστριες με μπλούζες που γίνονταν ένα με το σώμα κι ύστερα διάφανες. Πανδαισία.
Κι έτσι το βήμα έμεινε μετέωρο, σαν του πελαργού, που φέρνει, λένε, την επανάσταση. Κι ίσως να έγινε απλώς, για να πάρουμε φόρα προς τα πίσω, να πλησιάσουμε το μεσαίωνα. Όλοι δίνουμε εξετάσεις το επόμενο διάστημα και πιθανή αποτυχία θα οδηγήσει στην ιερά εξέταση και τη διαιώνιση της μισθωτής σκλαβιάς.
Δουλοπάροικοι όλων των χωρών ενωθείτε.
Τρίτη 14 Ιουνίου 2011
Άξιον εστί
Ένα σχετικά ενδιαφέρον σημείο –όπου το σχετικά είναι όσο δεν πάει σχετικό- σχετικά με το κίνημα των αγανακτισμένων, είναι η ορθογραφία του. Έχω ακούσει πχ το επιχείρημα ότι θα έπρεπε να γράφεται με η, όπως κι η αγανάκτηση, γιατί το αγανακτώ δεν είναι όπως τα ρήματα που καταλήγουν σε -ίζω, για να σχηματίζει με γιώτα το θέμα του αορίστου κι όλα τα παράγωγά του. Ξέρω ότι δεν έχουν δίκιο, αλλά δεν μπορώ να το αποδείξω.
Ακόμα πιο ενδιαφέρουσα –σχετικά πάντα- είναι η ετυμολογία της λέξης στα ισπανικά. Το indignados είναι μετοχή –όπως κι οι αγανακτισμένοι στα ελληνικά- που βγαίνει από το ρήμα indignar. Αυτό με τη σειρά του σημαίνει «προσβάλλω» και προέρχεται από το επίθετο indigno που είναι το αντίθετο του digno και σημαίνει ανάξιος. Από το digno βγαίνει το ουσιαστικό dignidad που ‘ναι η αξιοπρέπεια. Η οποία ετυμολογικά στέκει στον αντίποδα των αγανακτισμένων, ιδανικών κι ανάξιων εραστών της εξέγερσης, που δεν έχουν πολλές αξιώσεις κι αιτήματα, μονάχα απαξίωση για τα κόμματα και τα συνδικάτα, όλα μαζί στο ίδιο τσουβάλι.
Ας επιχειρήσουμε μια σύνδεση με το αυριανό. Η συμμετοχή στην απεργία είναι πάνω απ’ όλα θέμα αξιοπρέπειας. Θέμα αρχής για όσους δε μπορούν να συνυπάρξουν με τις τύψεις και τη ρετσινιά του απεργοσπάστη. Το επόμενο βήμα όμως είναι να αποκτήσει πρακτικό αντίκρισμα, να γίνει κάτι παραπάνω από (εκ)δήλωση (αξιοπρεπούς) φρονήματος, την οποία οι παλαίμαχοι κομμουνιστές υπέγραφαν καθημερινά, αρνούμενοι να υπογράψουν μια δήλωση μετανοίας και να λυγίσουν στα βασανιστήρια.
Όσοι δεν απεργούν δηλαδή είναι αναξιοπρεπείς; Όχι βέβαια. Παλεύουν σκληρά με τους φόβους, τη συνείδησή τους, αλλά τις περισσότερες φορές χάνουν. Σαν τον ισοβίτη του αρκά, που παλεύει με την δυστυχία του κι ο μοντεχρήστος του λέει: περιττό να ρωτήσω ποιος κερδίζει.
Αλλά αφού ήρθαν έτσι τα πράγματα στη ζωή τους και δεν τη ζουν όπως τους αξίζει, μπορούν τουλάχιστον να μην την ευτελίζουν. Το πιο άμεσο πρακτικό αντίκρισμα μιας απεργίας, είναι η ανάκτηση της χαμένης (ταξικής) συνείδησης κι αξιοπρέπειας.
Το προπατορικό αμάρτημα ήταν όταν δέχτηκες –αναγκαστικά- να μπεις στον κόσμο της μισθωτής σκλαβιάς, κι άφησες την αξιοπρέπεια στην είσοδο της φυλακής, μαζί με τα υπόλοιπα προσωπικά σου αντικείμενα. Σκυφτός στα καφενεία, στους δρόμους σκεπτικός... αν κι έχεις σταυρουδάκι φυλαχτό για να σε φυλάει από τις δυσάρεστες σκέψεις και τη σκέψη γενικώς. Μα χτες μες στην πορεία... εγώ πάλι σκεφτικός ήμουν, αλλά δεν έχει να κάνει, εγώ δε μετράω. Κατά βάθος όμως χάρηκα που σε είδα εκεί. Κι ίσως να σκέφτομαι αν βρω κι εγώ το θάρρος σου, όταν βρεθώ στη θέση σου. Γιατί έξω από τον χορό, πολλά τραγούδια λέμε, και δεν κοστίζουν τίποτα.
Το επάγγελμά σου –λένε- δεν πρέπει να το κάνεις για τα χρήματα, να το βλέπεις σαν εκ-βιασμό, ή ως μια διεκπεραίωση στην καλύτερη. Αλλά να το απολαμβάνεις, με το χαμόγελο στα χείλη. Κι αφού δεν το κάνεις για τα χρήματα δηλ, τότε γιατί το κάνεις; Μήπως για τη δόξα; Κι έρχεται στη συνέντευξη πριν την πρόσληψη η ερώτηση του ενός εκατομμυρίου. Τι φιλοδοξίες έχετε;
Έλα ντε. Τι τους λες τώρα; Να βγάλω χρήματα για να ζήσω. Όχι, δεν είναι σωστή απάντηση. Να πω ότι θέλω να πετύχω; Να γίνω πλούσιος και δυνατός; Μη φανεί ότι δεν έχω και στόχους στη ζωή μου. Μα τι ερώτηση είναι αυτή; Ούτε σε καλλιστεία να ‘μασταν.
Η βασική μου φιλοδοξία κύριε λάτσιο μου, είναι να επικρατήσει παγκόσμια ο κομμουνισμός. Έστω η δημοκρατική διχτατορία του προλεταριάτου και της νέας βάρδιας της ιντελιγκέντσιας, γιατί αγροτιά είναι εντελώς αμφίβολο αν θα έχει μείνει μέχρι τότε, όπως πάει το πράγμα.
Σε προσωπικό επίπεδο έχω τη φιλοδοξία να δουλέψω σε κάτι σχετικό με τις γνώσεις μου, τις κλίσεις και τα ενδιαφέροντά μου. Αυτό κι αν είναι φιλόδοξο. Εντάξει, ήξερα ότι το πτυχίο μου είναι τελείως άχρηστο για την εύρεση εργασίας, και το μεταπτυχιακό επίσης. Αλλά δε φανταζόμουν ότι θα ‘ναι κι εμπόδιο, σε μερικές αγγελίες.
Προσπαθώ λοιπόν να μπω στην ψυχολογία σου, να καταλάβω πώς σκέφτεσαι, Γιατί σκύβεις το κεφάλι και βλέπεις μόνο μυρμήγκια. Και πρέπει να ‘ρθουμε στο δικό σου επίπεδο, να σε προσεγγίσουμε με δουλειά μυρμηγκιού, για να μπούμε στο οπτικό σου πεδίο και να ακούσεις τι λέμε.
Μαζί κι αυτοί που τα βλέπουν όλα από θέση αρχής, ακόμα και τους τακτικισμούς τους. Αρχές χωρίς αρχή και τέλος, που δεν πατάνε στην πραγματικότητα. Κοιτάνε ψηλά τον ουρανό, κι ονειρεύονται εφόδους, ενώ πάνε ντουγρού για τον γκρεμό, και λένε πως θα πετάξουν. Ξέχασαν πίσω και το καπέλο τους, το κομματικό και την πολιτική τους ταυτότητα, που έμεινε στο σπίτι. Σιγά μην φτιάξουνε έτσι ποτέ οργάνωση. Αλλά εμείς θα τη φτιάξουμε την οργάνωση, χαμένε, α χαμένε.
Βάζεις λοιπόν μέσο για να την βολέψεις, ρίχνεις τον εγωισμό σου, κλείνεις αυτιά και μάτια και σωπαίνεις, μαθαίνεις να είσαι ραγιάς, υποτελής –κι εγώ μαζί σου δηλ, μη νομίζεις ότι το δεύτερο πρόσωπο, είναι αφ’ υψηλού. Κι οι αγάδες μας είναι κλέφτες, κι έχουν κι αρματολούς να τους προστατεύουν.
Βασικά πρέπει να ρίξεις τον εγωισμό σου από την ανάποδη, να βρεις το συλλογικό σου εαυτό, την τάξη σου, τη δύναμή της, συνείδηση κι αυτοπεποίθηση. Για να αρχίσεις να ανακτάς την χαμένη ατλαντίδα, δικαιώματα, κατακτήσεις κι αξιοπρέπεια. Που δε θα την ανακτήσεις ατομικά, αλλά συλλογικά, σε έναν κόσμο που δε θα είναι πια κοιλάδα των δακρύων.
Όσο γίνεσαι εμπόρευμα, ανταλλακτική αξία, θα νιώθεις τη ζωή σου άδεια, χωρίς καμιά αξία χρήσης, πέρα από αυτές που σου πλασάρουν. Αξίζει να το δεις, να το αγοράσεις, να καταναλώσεις. Μα πάνω απ’ όλα να υπάρχεις για ένα όνειρο –κι ας είναι η φωτιά του κτλ. Γιατί πραγματική αξία έχουν μόνο αυτά που δεν έχουν αξία, ανταλλακτική. Κι οι μόνες θυσίες που έχουνε αξία είναι στον αγώνα για άλλη εξουσία. Ενώ οι πλαστές αξίες σε κάνουνε θυσία στον βωμό του κέρδους.
Σκέψου το σαν εκείνη τη διαφήμιση, που τα μετρούσε όλα με το χρήμα.
Απλήρωτη υπερωρία: μηδενική αξία. Χαμένο μεροκάματο σε μέρα απεργίας: αξία 30 ευρώ. Συλλογικός αγώνας κι ανάκτηση της χαμένης αξιοπρέπειας. Αξία ανεκτίμητη. Μη ανταλλακτική και ανταλλάξιμη.
Ακόμα πιο ενδιαφέρουσα –σχετικά πάντα- είναι η ετυμολογία της λέξης στα ισπανικά. Το indignados είναι μετοχή –όπως κι οι αγανακτισμένοι στα ελληνικά- που βγαίνει από το ρήμα indignar. Αυτό με τη σειρά του σημαίνει «προσβάλλω» και προέρχεται από το επίθετο indigno που είναι το αντίθετο του digno και σημαίνει ανάξιος. Από το digno βγαίνει το ουσιαστικό dignidad που ‘ναι η αξιοπρέπεια. Η οποία ετυμολογικά στέκει στον αντίποδα των αγανακτισμένων, ιδανικών κι ανάξιων εραστών της εξέγερσης, που δεν έχουν πολλές αξιώσεις κι αιτήματα, μονάχα απαξίωση για τα κόμματα και τα συνδικάτα, όλα μαζί στο ίδιο τσουβάλι.
Ας επιχειρήσουμε μια σύνδεση με το αυριανό. Η συμμετοχή στην απεργία είναι πάνω απ’ όλα θέμα αξιοπρέπειας. Θέμα αρχής για όσους δε μπορούν να συνυπάρξουν με τις τύψεις και τη ρετσινιά του απεργοσπάστη. Το επόμενο βήμα όμως είναι να αποκτήσει πρακτικό αντίκρισμα, να γίνει κάτι παραπάνω από (εκ)δήλωση (αξιοπρεπούς) φρονήματος, την οποία οι παλαίμαχοι κομμουνιστές υπέγραφαν καθημερινά, αρνούμενοι να υπογράψουν μια δήλωση μετανοίας και να λυγίσουν στα βασανιστήρια.
Όσοι δεν απεργούν δηλαδή είναι αναξιοπρεπείς; Όχι βέβαια. Παλεύουν σκληρά με τους φόβους, τη συνείδησή τους, αλλά τις περισσότερες φορές χάνουν. Σαν τον ισοβίτη του αρκά, που παλεύει με την δυστυχία του κι ο μοντεχρήστος του λέει: περιττό να ρωτήσω ποιος κερδίζει.
Αλλά αφού ήρθαν έτσι τα πράγματα στη ζωή τους και δεν τη ζουν όπως τους αξίζει, μπορούν τουλάχιστον να μην την ευτελίζουν. Το πιο άμεσο πρακτικό αντίκρισμα μιας απεργίας, είναι η ανάκτηση της χαμένης (ταξικής) συνείδησης κι αξιοπρέπειας.
Το προπατορικό αμάρτημα ήταν όταν δέχτηκες –αναγκαστικά- να μπεις στον κόσμο της μισθωτής σκλαβιάς, κι άφησες την αξιοπρέπεια στην είσοδο της φυλακής, μαζί με τα υπόλοιπα προσωπικά σου αντικείμενα. Σκυφτός στα καφενεία, στους δρόμους σκεπτικός... αν κι έχεις σταυρουδάκι φυλαχτό για να σε φυλάει από τις δυσάρεστες σκέψεις και τη σκέψη γενικώς. Μα χτες μες στην πορεία... εγώ πάλι σκεφτικός ήμουν, αλλά δεν έχει να κάνει, εγώ δε μετράω. Κατά βάθος όμως χάρηκα που σε είδα εκεί. Κι ίσως να σκέφτομαι αν βρω κι εγώ το θάρρος σου, όταν βρεθώ στη θέση σου. Γιατί έξω από τον χορό, πολλά τραγούδια λέμε, και δεν κοστίζουν τίποτα.
Το επάγγελμά σου –λένε- δεν πρέπει να το κάνεις για τα χρήματα, να το βλέπεις σαν εκ-βιασμό, ή ως μια διεκπεραίωση στην καλύτερη. Αλλά να το απολαμβάνεις, με το χαμόγελο στα χείλη. Κι αφού δεν το κάνεις για τα χρήματα δηλ, τότε γιατί το κάνεις; Μήπως για τη δόξα; Κι έρχεται στη συνέντευξη πριν την πρόσληψη η ερώτηση του ενός εκατομμυρίου. Τι φιλοδοξίες έχετε;
Έλα ντε. Τι τους λες τώρα; Να βγάλω χρήματα για να ζήσω. Όχι, δεν είναι σωστή απάντηση. Να πω ότι θέλω να πετύχω; Να γίνω πλούσιος και δυνατός; Μη φανεί ότι δεν έχω και στόχους στη ζωή μου. Μα τι ερώτηση είναι αυτή; Ούτε σε καλλιστεία να ‘μασταν.
Η βασική μου φιλοδοξία κύριε λάτσιο μου, είναι να επικρατήσει παγκόσμια ο κομμουνισμός. Έστω η δημοκρατική διχτατορία του προλεταριάτου και της νέας βάρδιας της ιντελιγκέντσιας, γιατί αγροτιά είναι εντελώς αμφίβολο αν θα έχει μείνει μέχρι τότε, όπως πάει το πράγμα.
Σε προσωπικό επίπεδο έχω τη φιλοδοξία να δουλέψω σε κάτι σχετικό με τις γνώσεις μου, τις κλίσεις και τα ενδιαφέροντά μου. Αυτό κι αν είναι φιλόδοξο. Εντάξει, ήξερα ότι το πτυχίο μου είναι τελείως άχρηστο για την εύρεση εργασίας, και το μεταπτυχιακό επίσης. Αλλά δε φανταζόμουν ότι θα ‘ναι κι εμπόδιο, σε μερικές αγγελίες.
Προσπαθώ λοιπόν να μπω στην ψυχολογία σου, να καταλάβω πώς σκέφτεσαι, Γιατί σκύβεις το κεφάλι και βλέπεις μόνο μυρμήγκια. Και πρέπει να ‘ρθουμε στο δικό σου επίπεδο, να σε προσεγγίσουμε με δουλειά μυρμηγκιού, για να μπούμε στο οπτικό σου πεδίο και να ακούσεις τι λέμε.
Μαζί κι αυτοί που τα βλέπουν όλα από θέση αρχής, ακόμα και τους τακτικισμούς τους. Αρχές χωρίς αρχή και τέλος, που δεν πατάνε στην πραγματικότητα. Κοιτάνε ψηλά τον ουρανό, κι ονειρεύονται εφόδους, ενώ πάνε ντουγρού για τον γκρεμό, και λένε πως θα πετάξουν. Ξέχασαν πίσω και το καπέλο τους, το κομματικό και την πολιτική τους ταυτότητα, που έμεινε στο σπίτι. Σιγά μην φτιάξουνε έτσι ποτέ οργάνωση. Αλλά εμείς θα τη φτιάξουμε την οργάνωση, χαμένε, α χαμένε.
Βάζεις λοιπόν μέσο για να την βολέψεις, ρίχνεις τον εγωισμό σου, κλείνεις αυτιά και μάτια και σωπαίνεις, μαθαίνεις να είσαι ραγιάς, υποτελής –κι εγώ μαζί σου δηλ, μη νομίζεις ότι το δεύτερο πρόσωπο, είναι αφ’ υψηλού. Κι οι αγάδες μας είναι κλέφτες, κι έχουν κι αρματολούς να τους προστατεύουν.
Βασικά πρέπει να ρίξεις τον εγωισμό σου από την ανάποδη, να βρεις το συλλογικό σου εαυτό, την τάξη σου, τη δύναμή της, συνείδηση κι αυτοπεποίθηση. Για να αρχίσεις να ανακτάς την χαμένη ατλαντίδα, δικαιώματα, κατακτήσεις κι αξιοπρέπεια. Που δε θα την ανακτήσεις ατομικά, αλλά συλλογικά, σε έναν κόσμο που δε θα είναι πια κοιλάδα των δακρύων.
Όσο γίνεσαι εμπόρευμα, ανταλλακτική αξία, θα νιώθεις τη ζωή σου άδεια, χωρίς καμιά αξία χρήσης, πέρα από αυτές που σου πλασάρουν. Αξίζει να το δεις, να το αγοράσεις, να καταναλώσεις. Μα πάνω απ’ όλα να υπάρχεις για ένα όνειρο –κι ας είναι η φωτιά του κτλ. Γιατί πραγματική αξία έχουν μόνο αυτά που δεν έχουν αξία, ανταλλακτική. Κι οι μόνες θυσίες που έχουνε αξία είναι στον αγώνα για άλλη εξουσία. Ενώ οι πλαστές αξίες σε κάνουνε θυσία στον βωμό του κέρδους.
Σκέψου το σαν εκείνη τη διαφήμιση, που τα μετρούσε όλα με το χρήμα.
Απλήρωτη υπερωρία: μηδενική αξία. Χαμένο μεροκάματο σε μέρα απεργίας: αξία 30 ευρώ. Συλλογικός αγώνας κι ανάκτηση της χαμένης αξιοπρέπειας. Αξία ανεκτίμητη. Μη ανταλλακτική και ανταλλάξιμη.
Κυριακή 12 Ιουνίου 2011
Κράτος κι επανάσταση
Το κράτος κι επανάσταση του βλαδίμηρου είναι ίσως το ωραιότερο βιβλίο που γράφτηκε ποτέ. Όχι τόσο γιατί όλα τα ωραία και μεγάλα έργα μένουν ημιτελή, όσο για το λόγο για τον οποίο δεν τελείωσε.
Είναι χίλιες φορές προτιμότερο να κάνεις στην πράξη μία επανάσταση από το να γράφεις γι' αυτήν.
Ενώ τώρα ο κόσμος τη βγάζει μπροστά στα μπλοκ και τους υπολογιστές. Και δε νομίζω ότι θα χρειαστεί να διακόψω αυτό το κείμενο μέχρι να το τελειώσω.
Ο βλαδίμηρος ακροβατεί ανάμεσα στο παρελθόν και το μέλλον, την επαναστατική πείρα και πράξη, και τη θεωρία, ή μάλλον το δέον γενέσθαι στην επανάσταση που έρχεται, χωρίς ωστόσο να τα γεφυρώνει πάντα. Έτσι σε πολλές περιπτώσεις φαίνεται να κάνει ακριβώς τα αντίθετα από αυτά που έγραφε λίγες μέρες πριν τον οκτώβρη, με πιο χαρακτηριστικό το παράδειγμα της μονοπρόσωπης διεύθυνσης στην παραγωγή, πριν καν αρχίσει ο εμφύλιος πόλεμος.
Ιδωμένα όλα αυτά από ένα πρίσμα θεωρητικής καθαρότητας και τυπικής λογικής αποτελούν μια αξεπέραστη αντίφαση, που μπορεί να εξηγηθεί μόνο μέσω της προδοσίας των ιδεών της επανάστασης. Για τους μαρξιστές όμως η εξήγηση βρίσκεται στη διαλεκτική σχέση μεταξύ θεωρίας και πράξης, με τη δεύτερη να είναι το μέτρο της πρώτης, το πεδίο στο οποίο φαίνονται τα όριά της, η ισχύς κι η ερμηνευτική της ικανότητα.
Η πραγματικότητα δεν αντιστοιχεί στις αφαιρέσεις της σκέψης μας και τις συνθήκες εργαστηρίου θεωρίας. Συν τοις άλλοις το «σοβιετικό πείραμα» έλαβε χώρα σε συνθήκες πολύ διαφορετικές απ’ αυτές που είχε υπόψη του ο λένιν, όταν έγραφε το βιβλίο. Κι αυτό έχει κυρίως να κάνει με την μη επικράτηση της επανάστασης στην υπόλοιπη ευρώπη και ειδικά στη γερμανία. Το αν οι μπολσεβίκοι θα αναγκάζονταν να κάνουν τις ίδιες υποχωρήσεις και επιλογές σε περίπτωση νίκης των σπαρτακιστών στη γερμανία, είναι ένα απ' τα πιο ενδιαφέροντα αντιδιαλεκτικά ερωτήματα της ιστορίας.
Ο τίτλος του βιβλίου είναι ένα κλασικό διαλεκτικό δίπολο: κράτος κι επανάσταση. Με βάση αυτό ο λένιν ανοίγει ένα διμέτωπο, αφενός στους σοσιαλδημοκράτες που περιμένουν να ωριμάσουν πρώτα οι συνθήκες κι ονειρεύονται να καταλάβουν το κράτος χωρίς επανάσταση (και δη το αστικό, για το οποίο ο λένιν λέει ότι πρέπει να το τσακίσουμε), κι αφετέρου στους αναρχικούς, για τους οποίους, όπου υπάρχει κράτος, δεν υπάρχει επανάσταση.
Το κράτος όμως σημαίνει επικράτηση, νίκη. Επομένως μια επανάσταση χωρίς κράτος, είναι μια επανάσταση που δε θέλει να νικήσει. Δε μιλάμε απλώς για την αρχική επικράτηση, αλλά για την τελική νίκη. Κι αυτό σε μια χώρα σαν τη ρωσία θα ‘ταν εγκληματικό. Γιατί όπως είχε πει ο βλαδίμηρος, εκεί –σε αντίθεση με την ανεπτυγμένη δύση- ήταν πιο εύκολο να ξεκινήσουμε, αλλά δύσκολο να συνεχίσουμε. Γιατί ο οκτώβρης έγινε σε μια χώρα πολιτικά και οικονομικά καθυστερημένη, με 80% αγροτικό πληθυσμό και το ένα πόδι στη φεουδαρχία.
Όλα αυτά έχουν να κάνουν με την περίφημη απονέκρωση, διαδικασία που αρχίζει μόνο μετά την κατάληψη της εξουσίας από το προλεταριάτο με επαναστατικό τρόπο. Κι όχι με τα γλυκά νανουρίσματα της σοσιαλδημοκρατίας για απονέκρωση εδώ και τώρα, όπου το μόνο που αποκοιμιέται κι απονεκρώνεται είναι η ταξική συνείδηση των εργατών.
Θα μου πεις όμως, είχαμε απονέκρωση στη σοβιετία με το υπερτροφικό κράτος που γιγαντώθηκε (και κατά μία λογοτεχνική, απλοϊκή ερμηνεία κατέρρευσε υπό το βάρος του); Έλα ντε. Μεγάλο ζήτημα.
Ίσως φανεί κάπως αιρετικό, αλλά η δική μου απάντηση είναι καταρχήν καταφατική: ναι, στη σοβιετία είχαμε απονέκρωση.
Αν πάρουμε υπόψη μας τον κλασικό ορισμό του ένγκελς για το μισοκράτος (που με την πρώτη κιόλας πράξη του, απαλλοτριώνει τα μέσα παραγωγής και παύει να υφίσταται ως καθαυτό κράτος) η σοβιετική ένωση ήταν πράγματι ένα μισοκράτος με μισο-εμπορεύματα και μισο-τάξεις -αφού καμιά τους δεν κατείχε μέσα παραγωγής κι υπήρχαν περισσότερο ως υπολείμματα, παρά ως τάξεις που αναπαρήγαγαν συνεχώς η μία την άλλη, με τον τρόπο που γίνεται αυτό στο καπιταλισμό πχ. Από εκεί και πέρα, όσοι περίμεναν απονέκρωση των μηχανισμών ελέγχου και καταστολής, σε συνθήκες ιμπεριαλιστικής περικύκλωσης, είναι αθεράπευτα ρομαντικοί κι έχουν την αμέριστη συμπάθειά μας.
Πώς προχωρά το προτσές της απονέκρωσης όμως; Περισσότερο κράτος για να μην υπάρχει κράτος, όπως έλεγε ο σφος με το μουστάκι; Να γίνουμε όλοι με τη σειρά γραφειοκράτες, για να μην είναι κανείς τέτοιος στο τέλος, όπως έλεγε ο λένιν στο κράτος κι επανάσταση; Πρέπει να αγκαλιάσει το κράτος όλους τους τομείς της κοινωνικής ζωής, για να καταστεί σταδιακά περιττό και να μην είναι μια δύναμη πάνω από την κοινωνία; Κι όλα αυτά είναι διαλεκτική ή μήπως μασκαρεμένη ομοιοπαθητική;
Εξάλλου, απονέκρωση από απονέκρωση, διαφέρει. Τα σοβιέτ είναι ο κορμός του νέου κράτους, αλλά αν απονεκρωθούν όπως στη σοβιετική ένωση, μπορεί να οδηγήσουν στην παλινόρθωση. Κι αφού απονεκρώθηκαν τα σοβιέτ στην ηρωική εσσδ άρχισαν να συζητούν και την εξάλειψη του άλλου σίγμα, του σοσιαλιστικού, και να έχουν απλά μια ένωση δημοκρατιών, χωρίς τα δύο σίγμα, αλλά με απογόνους των ες-ες. Ούτω πως προέκυψε κι η κοινοπολιτεία το 92’ που δε φτούρησε όμως –αν και τυπικά πρέπει να υφίσταται ακόμα- κι έτσι μας τελείωσε και το έψιλον της ηρωικής ένωσης. Για τη δημοκρατία, ας μην το συζητάμε καλύτερα.
Εξίσου σημαντικός με την απονέκρωση είναι κι ο ορισμός του λένιν για το κράτος, ως όργανο ταξικής κυριαρχίας (της εκάστοτε κυρίαρχης τάξης). Μπορεί να φαίνεται αυτονόητο;, αλλά τα διάφορα συνθήματα –στο όνομα του μαρξισμού- για κρατικοποίηση τραπεζών κι εργατικό έλεγχο εντός του συστήματος, δείχνουν ότι σήμερα τα αυτονόητα μάλλον αποτελούν το ζητούμενο.
Το ίδιο ισχύει απ’ την ανάποδη, για το λόγο των καναλιών και των κρατούντων. Όταν μιλάνε για εθνικούς στόχους ταυτίζουν το κράτος με το δημόσιο για να διοχετεύσουν το ταξικό μίσος στις υπηρεσίες και τους υπαλλήλους τους και καταλήγουν στο εμβριθές συμπέρασμα ότι δεν υπάρχει κράτος. Δηλαδή δεν υπάρχουν ούτε τάξεις, ζούμε στην αταξική, ακρατική κοινωνία κι επομένως έχουμε κομμουνισμό, πασοκικού τύπου κι αυτός, σαν το σοσιαλισμό του ανδρέα, στη δεκαετία με τις βάτες.
Το κράτος είναι όργανο κυριαρχίας μιας τάξης πάνω στις υπόλοιπες, μία δύναμη πάνω από την κοινωνία, που προκύπτει ως προϊόν ταξικών συγκρούσεων, όχι συνεργασίας. Βασικά χαρακτηριστικά του είναι ο στρατός κι η γραφειοκρατία. Δεν εμφανίστηκε μόνο εξαιτίας της τεχνολογικής προόδου, που έκανε τις κοινωνικές σχέσεις πολύπλοκες. Αν ήταν έτσι, λέει ο βλαδίμηρος, θα είχαμε τις ίδιες ομάδες που αντί για ρόπαλα θα κρατούσαν απλώς σύγχρονο εξοπλισμό. Πλαστικά γκλομπ κι ασύρματους δηλ, όπως γίνεται τώρα, με τους γορίλες της αστυνομίας με τα πρωτόγονα ένστικτα. Αυτοί οι γορίλες όμως είναι όργανα της (εκάστοτε κυρίαρχης) τάξης και του κράτους της, που γεννήθηκε κι αναπαράγεται από αξεδιάλυτες κοινωνικές αντιθέσεις.
Τρίτο σημαντικό σημείο είναι η κλασική επισήμανση του βλαδίμηρου για την δικτατορία του προλεταριάτου (δτπ). Την ταξική πάλη μπορεί να την αναγνωρίσει ακόμα κι ένας αστός. Μαρξιστής όμως είναι μόνο όποιος δέχεται την αναγκαιότητα της δτπ. Χωρίς καλλιτεχνικά ψευδώνυμα και στρογγυλέματα -θα προσθέταμε σήμερα.
Αν κάποιος ψάχνει θεωρητικές προεκτάσεις για εμβάθυνση, μπορεί να προβληματιστεί πάνω στο ρόλο και τη λειτουργία του κράτους στο σοσιαλισμό. Τι περιεχόμενο αποκτάει η δτπ, ως όργανο ταξικής κυριαρχίας, αφού ηττηθούν τα υπολείμματα της αστικής τάξης; Γίνεται μια δικτατορία ενάντια στη συνήθεια και την αυθόρμητη εκδήλωση των ανώριμων πλευρών της μεταβατικής κοινωνίας; Ποιες μορφές παίρνει η ταξική πάλη; Συνεχίζει να είναι η κινητήρια δύναμη της ιστορίας, όσο κινούμαστε προς την αταξική κοινωνία;
Θα κλείσω το κείμενο λίγο απότομα, με μια σημείωση για τον εκλαϊκευτικό λόγο του λένιν, που απευθυνόταν στο προλεταριάτο της εποχής του. Κατά παράδοξο τρόπο ωστόσο η σύγχρονη, μορφωμένη νεολαία φαίνεται πολλές φορές να μην έχει το υπόβαθρο για να έρθει σε επαφή με τις ιδέες και τα νοήματα του βιβλίου. Είχα την ευκαιρία να το διαπιστώσω από πρώτο χέρι, όταν δάνεισα το βιβλίο σε μια συμφοιτήτρια μου απ’ τα ηρωικά μμε, βέβαιος ότι θα βρει σε αυτό, όπως κι εγώ, όλες τις απαντήσεις που έψαχνε. Τελικά μου το επέστρεψε, έχοντας διαβάσει ελάχιστες σελίδες, και αντί για σχόλιο μου είπε ότι αυτή ήταν με τους μικροαστούς κουτεντέδες –κάπου αναφερόταν ο κάουτσκι ως τέτοιος, αν θυμάμαι καλά.
Οι σημειώσεις παραπάνω ξεκίνησαν με τη φιλοδοξία να γίνουν (κάτι σαν) παρουσίαση του βιβλίου, στα πλαίσια του ομίλου, ώσπου τελικά παραστράτησαν και κατέληξαν στη σημερινή τους μορφή για το μπλοκ.
Είναι χίλιες φορές προτιμότερο να κάνεις στην πράξη μία επανάσταση από το να γράφεις γι' αυτήν.
Ενώ τώρα ο κόσμος τη βγάζει μπροστά στα μπλοκ και τους υπολογιστές. Και δε νομίζω ότι θα χρειαστεί να διακόψω αυτό το κείμενο μέχρι να το τελειώσω.
Ο βλαδίμηρος ακροβατεί ανάμεσα στο παρελθόν και το μέλλον, την επαναστατική πείρα και πράξη, και τη θεωρία, ή μάλλον το δέον γενέσθαι στην επανάσταση που έρχεται, χωρίς ωστόσο να τα γεφυρώνει πάντα. Έτσι σε πολλές περιπτώσεις φαίνεται να κάνει ακριβώς τα αντίθετα από αυτά που έγραφε λίγες μέρες πριν τον οκτώβρη, με πιο χαρακτηριστικό το παράδειγμα της μονοπρόσωπης διεύθυνσης στην παραγωγή, πριν καν αρχίσει ο εμφύλιος πόλεμος.
Ιδωμένα όλα αυτά από ένα πρίσμα θεωρητικής καθαρότητας και τυπικής λογικής αποτελούν μια αξεπέραστη αντίφαση, που μπορεί να εξηγηθεί μόνο μέσω της προδοσίας των ιδεών της επανάστασης. Για τους μαρξιστές όμως η εξήγηση βρίσκεται στη διαλεκτική σχέση μεταξύ θεωρίας και πράξης, με τη δεύτερη να είναι το μέτρο της πρώτης, το πεδίο στο οποίο φαίνονται τα όριά της, η ισχύς κι η ερμηνευτική της ικανότητα.
Η πραγματικότητα δεν αντιστοιχεί στις αφαιρέσεις της σκέψης μας και τις συνθήκες εργαστηρίου θεωρίας. Συν τοις άλλοις το «σοβιετικό πείραμα» έλαβε χώρα σε συνθήκες πολύ διαφορετικές απ’ αυτές που είχε υπόψη του ο λένιν, όταν έγραφε το βιβλίο. Κι αυτό έχει κυρίως να κάνει με την μη επικράτηση της επανάστασης στην υπόλοιπη ευρώπη και ειδικά στη γερμανία. Το αν οι μπολσεβίκοι θα αναγκάζονταν να κάνουν τις ίδιες υποχωρήσεις και επιλογές σε περίπτωση νίκης των σπαρτακιστών στη γερμανία, είναι ένα απ' τα πιο ενδιαφέροντα αντιδιαλεκτικά ερωτήματα της ιστορίας.
Ο τίτλος του βιβλίου είναι ένα κλασικό διαλεκτικό δίπολο: κράτος κι επανάσταση. Με βάση αυτό ο λένιν ανοίγει ένα διμέτωπο, αφενός στους σοσιαλδημοκράτες που περιμένουν να ωριμάσουν πρώτα οι συνθήκες κι ονειρεύονται να καταλάβουν το κράτος χωρίς επανάσταση (και δη το αστικό, για το οποίο ο λένιν λέει ότι πρέπει να το τσακίσουμε), κι αφετέρου στους αναρχικούς, για τους οποίους, όπου υπάρχει κράτος, δεν υπάρχει επανάσταση.
Το κράτος όμως σημαίνει επικράτηση, νίκη. Επομένως μια επανάσταση χωρίς κράτος, είναι μια επανάσταση που δε θέλει να νικήσει. Δε μιλάμε απλώς για την αρχική επικράτηση, αλλά για την τελική νίκη. Κι αυτό σε μια χώρα σαν τη ρωσία θα ‘ταν εγκληματικό. Γιατί όπως είχε πει ο βλαδίμηρος, εκεί –σε αντίθεση με την ανεπτυγμένη δύση- ήταν πιο εύκολο να ξεκινήσουμε, αλλά δύσκολο να συνεχίσουμε. Γιατί ο οκτώβρης έγινε σε μια χώρα πολιτικά και οικονομικά καθυστερημένη, με 80% αγροτικό πληθυσμό και το ένα πόδι στη φεουδαρχία.
Όλα αυτά έχουν να κάνουν με την περίφημη απονέκρωση, διαδικασία που αρχίζει μόνο μετά την κατάληψη της εξουσίας από το προλεταριάτο με επαναστατικό τρόπο. Κι όχι με τα γλυκά νανουρίσματα της σοσιαλδημοκρατίας για απονέκρωση εδώ και τώρα, όπου το μόνο που αποκοιμιέται κι απονεκρώνεται είναι η ταξική συνείδηση των εργατών.
Θα μου πεις όμως, είχαμε απονέκρωση στη σοβιετία με το υπερτροφικό κράτος που γιγαντώθηκε (και κατά μία λογοτεχνική, απλοϊκή ερμηνεία κατέρρευσε υπό το βάρος του); Έλα ντε. Μεγάλο ζήτημα.
Ίσως φανεί κάπως αιρετικό, αλλά η δική μου απάντηση είναι καταρχήν καταφατική: ναι, στη σοβιετία είχαμε απονέκρωση.
Αν πάρουμε υπόψη μας τον κλασικό ορισμό του ένγκελς για το μισοκράτος (που με την πρώτη κιόλας πράξη του, απαλλοτριώνει τα μέσα παραγωγής και παύει να υφίσταται ως καθαυτό κράτος) η σοβιετική ένωση ήταν πράγματι ένα μισοκράτος με μισο-εμπορεύματα και μισο-τάξεις -αφού καμιά τους δεν κατείχε μέσα παραγωγής κι υπήρχαν περισσότερο ως υπολείμματα, παρά ως τάξεις που αναπαρήγαγαν συνεχώς η μία την άλλη, με τον τρόπο που γίνεται αυτό στο καπιταλισμό πχ. Από εκεί και πέρα, όσοι περίμεναν απονέκρωση των μηχανισμών ελέγχου και καταστολής, σε συνθήκες ιμπεριαλιστικής περικύκλωσης, είναι αθεράπευτα ρομαντικοί κι έχουν την αμέριστη συμπάθειά μας.
Πώς προχωρά το προτσές της απονέκρωσης όμως; Περισσότερο κράτος για να μην υπάρχει κράτος, όπως έλεγε ο σφος με το μουστάκι; Να γίνουμε όλοι με τη σειρά γραφειοκράτες, για να μην είναι κανείς τέτοιος στο τέλος, όπως έλεγε ο λένιν στο κράτος κι επανάσταση; Πρέπει να αγκαλιάσει το κράτος όλους τους τομείς της κοινωνικής ζωής, για να καταστεί σταδιακά περιττό και να μην είναι μια δύναμη πάνω από την κοινωνία; Κι όλα αυτά είναι διαλεκτική ή μήπως μασκαρεμένη ομοιοπαθητική;
Εξάλλου, απονέκρωση από απονέκρωση, διαφέρει. Τα σοβιέτ είναι ο κορμός του νέου κράτους, αλλά αν απονεκρωθούν όπως στη σοβιετική ένωση, μπορεί να οδηγήσουν στην παλινόρθωση. Κι αφού απονεκρώθηκαν τα σοβιέτ στην ηρωική εσσδ άρχισαν να συζητούν και την εξάλειψη του άλλου σίγμα, του σοσιαλιστικού, και να έχουν απλά μια ένωση δημοκρατιών, χωρίς τα δύο σίγμα, αλλά με απογόνους των ες-ες. Ούτω πως προέκυψε κι η κοινοπολιτεία το 92’ που δε φτούρησε όμως –αν και τυπικά πρέπει να υφίσταται ακόμα- κι έτσι μας τελείωσε και το έψιλον της ηρωικής ένωσης. Για τη δημοκρατία, ας μην το συζητάμε καλύτερα.
Εξίσου σημαντικός με την απονέκρωση είναι κι ο ορισμός του λένιν για το κράτος, ως όργανο ταξικής κυριαρχίας (της εκάστοτε κυρίαρχης τάξης). Μπορεί να φαίνεται αυτονόητο;, αλλά τα διάφορα συνθήματα –στο όνομα του μαρξισμού- για κρατικοποίηση τραπεζών κι εργατικό έλεγχο εντός του συστήματος, δείχνουν ότι σήμερα τα αυτονόητα μάλλον αποτελούν το ζητούμενο.
Το ίδιο ισχύει απ’ την ανάποδη, για το λόγο των καναλιών και των κρατούντων. Όταν μιλάνε για εθνικούς στόχους ταυτίζουν το κράτος με το δημόσιο για να διοχετεύσουν το ταξικό μίσος στις υπηρεσίες και τους υπαλλήλους τους και καταλήγουν στο εμβριθές συμπέρασμα ότι δεν υπάρχει κράτος. Δηλαδή δεν υπάρχουν ούτε τάξεις, ζούμε στην αταξική, ακρατική κοινωνία κι επομένως έχουμε κομμουνισμό, πασοκικού τύπου κι αυτός, σαν το σοσιαλισμό του ανδρέα, στη δεκαετία με τις βάτες.
Το κράτος είναι όργανο κυριαρχίας μιας τάξης πάνω στις υπόλοιπες, μία δύναμη πάνω από την κοινωνία, που προκύπτει ως προϊόν ταξικών συγκρούσεων, όχι συνεργασίας. Βασικά χαρακτηριστικά του είναι ο στρατός κι η γραφειοκρατία. Δεν εμφανίστηκε μόνο εξαιτίας της τεχνολογικής προόδου, που έκανε τις κοινωνικές σχέσεις πολύπλοκες. Αν ήταν έτσι, λέει ο βλαδίμηρος, θα είχαμε τις ίδιες ομάδες που αντί για ρόπαλα θα κρατούσαν απλώς σύγχρονο εξοπλισμό. Πλαστικά γκλομπ κι ασύρματους δηλ, όπως γίνεται τώρα, με τους γορίλες της αστυνομίας με τα πρωτόγονα ένστικτα. Αυτοί οι γορίλες όμως είναι όργανα της (εκάστοτε κυρίαρχης) τάξης και του κράτους της, που γεννήθηκε κι αναπαράγεται από αξεδιάλυτες κοινωνικές αντιθέσεις.
Τρίτο σημαντικό σημείο είναι η κλασική επισήμανση του βλαδίμηρου για την δικτατορία του προλεταριάτου (δτπ). Την ταξική πάλη μπορεί να την αναγνωρίσει ακόμα κι ένας αστός. Μαρξιστής όμως είναι μόνο όποιος δέχεται την αναγκαιότητα της δτπ. Χωρίς καλλιτεχνικά ψευδώνυμα και στρογγυλέματα -θα προσθέταμε σήμερα.
Αν κάποιος ψάχνει θεωρητικές προεκτάσεις για εμβάθυνση, μπορεί να προβληματιστεί πάνω στο ρόλο και τη λειτουργία του κράτους στο σοσιαλισμό. Τι περιεχόμενο αποκτάει η δτπ, ως όργανο ταξικής κυριαρχίας, αφού ηττηθούν τα υπολείμματα της αστικής τάξης; Γίνεται μια δικτατορία ενάντια στη συνήθεια και την αυθόρμητη εκδήλωση των ανώριμων πλευρών της μεταβατικής κοινωνίας; Ποιες μορφές παίρνει η ταξική πάλη; Συνεχίζει να είναι η κινητήρια δύναμη της ιστορίας, όσο κινούμαστε προς την αταξική κοινωνία;
Θα κλείσω το κείμενο λίγο απότομα, με μια σημείωση για τον εκλαϊκευτικό λόγο του λένιν, που απευθυνόταν στο προλεταριάτο της εποχής του. Κατά παράδοξο τρόπο ωστόσο η σύγχρονη, μορφωμένη νεολαία φαίνεται πολλές φορές να μην έχει το υπόβαθρο για να έρθει σε επαφή με τις ιδέες και τα νοήματα του βιβλίου. Είχα την ευκαιρία να το διαπιστώσω από πρώτο χέρι, όταν δάνεισα το βιβλίο σε μια συμφοιτήτρια μου απ’ τα ηρωικά μμε, βέβαιος ότι θα βρει σε αυτό, όπως κι εγώ, όλες τις απαντήσεις που έψαχνε. Τελικά μου το επέστρεψε, έχοντας διαβάσει ελάχιστες σελίδες, και αντί για σχόλιο μου είπε ότι αυτή ήταν με τους μικροαστούς κουτεντέδες –κάπου αναφερόταν ο κάουτσκι ως τέτοιος, αν θυμάμαι καλά.
Οι σημειώσεις παραπάνω ξεκίνησαν με τη φιλοδοξία να γίνουν (κάτι σαν) παρουσίαση του βιβλίου, στα πλαίσια του ομίλου, ώσπου τελικά παραστράτησαν και κατέληξαν στη σημερινή τους μορφή για το μπλοκ.
Τετάρτη 8 Ιουνίου 2011
Ανεργία& The City
Ένα φάντασμα πλανιέται πάνω από τις σύγχρονες δυτικές κοινωνίες. Το φάντασμα της αγαμίας και της ανεργίας.
Ο φροϋδισμός έχει στο επίκεντρο της ερμηνείας του για την ανθρώπινη κοινωνία την σεξουαλικότητα, σε αντίθεση με τον μαρξισμό που βάζει στο επίκεντρο την εργασία. Έρωτας κι εργασία, δύο στοιχεία τα οποία αλληλεπιδρούν μεταξύ τους και συμπλέκονται διαλεκτικά.
Οι φροϋδικοί λένε ότι η έλλειψη φυσιολογικής ζωής συσσωρεύει αδιοχέτευτη ενέργεια που ψάχνει διέξοδο και τη βρίσκει στον χώρο δουλειάς. Έτσι έχουμε παστρικές γεροντοκόρες και ανέραστους μικροαστούς (ακόμα και παντρεμένους) πειθήνιους κι υπερ-εργατικούς. Οι άγγλοι περιγράφουν τον εθισμό του εργασιομανή εισάγοντας την έννοια του αλκοολικού στη δουλειά (workaholic). Οι υπόλοιποι φέρονται φυσιολογικά και γίνονται αλκοολικοί εκτός οκταώρου, για να ξεχάσουν τα βάσανα της δουλειάς.
Σήμερα ο καπιταλισμός έχει ενσωματώσει (και φαινομενικά ικανοποιήσει) το αίτημα της σεξουαλικής απελευθέρωσης, αλλά είναι ζήτημα αν έχουμε πιο ομαλή σεξουαλική και κοινωνική λειτουργία. Το σύστημα διαστρέφει τη σεξουαλική επιθυμία και δημιουργεί βίτσια, φετίχ και διαστροφές, κατά αναλογία με τον φετιχισμό του εμπορεύματος στην παραγωγή που παραμένει δέσμια του κέρδους και της ιδιωτικής ιδιοκτησίας, διαστρέφοντας την κοινωνική αναγκαιότητα.
Υπάρχει επίσης η άποψη ότι ο κόσμος σήμερα έχει αποβάλει πολλά ταμπού και μιλάει ελεύθερα για το σεξ, αλλά αυτό δε σημαίνει απαραίτητα ότι έχει καλή σεξουαλική ζωή. Μιλά πολύ γι’ αυτό, ακριβώς επειδή δεν κάνει και κάπως πρέπει να το καλύψει. Γενικώς πολύ κόσμο τον τρώει η ανεργία κι η αγαμία. Κι αν καταφέρει να λύσει ένα από τα δύο είναι λογικό να πέσει με τα μούτρα, είτε στο σεξ είτε στη δουλειά, για να ισορροπήσει το κενό μέσα του.
Δεδομένου ότι πολύς κόσμος δεν την παλεύει κάστανο με τη δουλειά του, εξηγείται σε μεγάλο βαθμό και το γιατί οι πιο πολλοί γινόμαστε υστερικοί με τα ερωτικά μας, ψάχνοντας απεγνωσμένα έναν ερωτικό σύντροφο και δε μας περισσεύει πολύς χρόνος για πολιτικοποίηση κι όλα τα υπόλοιπα. Αλλά η αποξένωση της μισθωτής εργασίας δε μπορεί να εξαλειφθεί με τις υπόλοιπες κοινωνικές σχέσεις. Συνήθως μάλιστα μεταφέρεται εκεί κι έτσι καταλήγεις να νιώθεις μοναξιά μέσα στο πλήθος, με τον ίδιο τρόπο που νιώθεις ξένους τους συναδέλφους στη δουλειά.
Η σύνδεση αυτή βαθαίνει κα τεκμηριώνεται από μια σειρά στοιχεία. Οι μόνιμες, σταθερές εργασιακές σχέσεις του περασμένου αιώνα που συνοδεύονταν στο εποικοδόμημα από μια σχετικά αυστηρή ηθική περί μονογαμίας, έχουν δώσει τη θέση τους στις ελαστικές σχέσεις, την ανασφάλεια και την αβεβαιότητα, που έχει αντίκτυπο και στο ερωτικό πεδίο, όπου επικρατούν οι άστατες κι εφήμερες σχέσεις, που θυμίζουν εμπορικές συναλλαγές. Τόσα δίνω, πόσα θες. Κοινώς κανείς δε μπορεί να κάνει μακροπρόθεσμα όνειρα για τη ζωή του σε κάποιον τομέα.
Ο έρωτας κι η δουλειά μοιάζουν σα δυο σταγόνες. Στη δουλειά υπάρχει το στοιχείο του καταναγκασμού, που θυμίζει το γάμο με συνοικέσιο. Πολλές φορές μάλιστα χρειάζεται και μια προξενήτρα να μεσολαβήσει και να πει καλά λόγια για να σε προσλάβουν.
Η εμπορευματοποίηση της εργατικής δύναμης, των ιδιαίτερων κλίσεων και του ταλέντου του καθενός, θυμίζει κατ’ αναλογία την εκπόρνευση. Αντί για το ιερό δικαίωμα της δουλειάς καταλήγουμε ιερόδουλες της εργοδοσίας. Που πρέπει επιπλέον να φαίνονται ενθουσιασμένες με αυτό που θα τους συμβεί και τον λεγάμενο που τους έλαχε. Πρέπει να δείξουν ότι τους αρέσει και το διασκεδάζουν, να τρέξουν να βρουν το κελεπούρι, να βγουν στο πεζοδρόμιο για να επιλεχθεί η καλύτερη (ή η πιο φτηνή), να γράψουν motivation letters. Να δείξουν ότι είναι φιλοδοξία τους, ένα όνειρο ζωής να τις πηδήξουν κι ότι ανυπομονούν να συμβεί αυτό.
Υπάρχουν βέβαια κι αυτοί που βρίσκουν δουλειά πάνω σε αυτό που τους αρέσει. Σα να λέμε εκ-βιασμός από έρωτα, γιατί στον καπιταλισμό η δουλειά πάντα είναι μια μορφή εκβιασμού κι αν δεν πουλήσεις την εργατική σου δύναμη, είσαι ελεύθερος να πεθάνεις της πείνας. Είναι σαν εκείνα τα ζευγάρια που κάνουν υπέροχο σεξ, αλλά δεν ξέρουν στην πραγματικότητα τι θα πει να κάνεις έρωτα.
Εξάλλου, και σε αυτές τις περιπτώσεις ακόμα, ο καταναγκασμός παραμένει και φέρνει τη ρουτίνα και την υποχρέωση, που σε βάθος χρόνου σκοτώνουν τον έρωτα και την ευχαρίστηση.
Στον κομμουνισμό αντίθετα η δουλειά θα είναι προαιρετική κι ευχάριστη σαν –προκαταρκτικό- παιχνίδι. Για την ακρίβεια κάτι δημιουργικό κι όμορφο, σα να κάνεις έρωτα.
Ενώ τώρα απλώς μας πηδάνε καθημερινά οι καπιταλιστές, χωρίς σάλιο και προφυλάξεις (ασφάλιση κτλ). Κι οι προλετάριοι δεν έχουν να χάσουν παρά τις αλυσίδες τους και την παρθενιά τους. Και μετά να επανορθώσουν σφιχτά με ράμματα αυτήν της τσούλας της ιστορίας, που ξέβρασε ότι ξοφλήσαμε.
Υγ: Όλα αυτά, μαζί με το διαλεκτικό δίπολο έρωτα-εργασίας, βρίσκουν την ιδανική τους έκφραση στο σοσιαλιστικό ρεαλισμό της δεκαετίας με τις βάτες και το καλτ διαμάντι του γιάννη δαλιανίδη, όταν οι ρόδες χορεύουν:
Δούλεψε, δούλεψε, μόνο απ’ τον κόπο σου παίρνει η ζωή
Τίποτα, τίποτα δεν έγινε μόνο του πάνω στη γη
Πάλεψε, πάλεψε, τότε τα νιάτα σου θα τα χαρείς
Δούλεψε, δούλεψε, έτσι τον έρωτα μόνο θα βρεις
Έρωτα, έρωτα, πάρε το δρόμο σου για τη δουλειά
Δούλεψε, δούλεψε, να ‘χεις τον έρωτα στην αγκαλιά
http://www.youtube.com/watch?v=XZKEmDogz38
Ο φροϋδισμός έχει στο επίκεντρο της ερμηνείας του για την ανθρώπινη κοινωνία την σεξουαλικότητα, σε αντίθεση με τον μαρξισμό που βάζει στο επίκεντρο την εργασία. Έρωτας κι εργασία, δύο στοιχεία τα οποία αλληλεπιδρούν μεταξύ τους και συμπλέκονται διαλεκτικά.
Οι φροϋδικοί λένε ότι η έλλειψη φυσιολογικής ζωής συσσωρεύει αδιοχέτευτη ενέργεια που ψάχνει διέξοδο και τη βρίσκει στον χώρο δουλειάς. Έτσι έχουμε παστρικές γεροντοκόρες και ανέραστους μικροαστούς (ακόμα και παντρεμένους) πειθήνιους κι υπερ-εργατικούς. Οι άγγλοι περιγράφουν τον εθισμό του εργασιομανή εισάγοντας την έννοια του αλκοολικού στη δουλειά (workaholic). Οι υπόλοιποι φέρονται φυσιολογικά και γίνονται αλκοολικοί εκτός οκταώρου, για να ξεχάσουν τα βάσανα της δουλειάς.
Σήμερα ο καπιταλισμός έχει ενσωματώσει (και φαινομενικά ικανοποιήσει) το αίτημα της σεξουαλικής απελευθέρωσης, αλλά είναι ζήτημα αν έχουμε πιο ομαλή σεξουαλική και κοινωνική λειτουργία. Το σύστημα διαστρέφει τη σεξουαλική επιθυμία και δημιουργεί βίτσια, φετίχ και διαστροφές, κατά αναλογία με τον φετιχισμό του εμπορεύματος στην παραγωγή που παραμένει δέσμια του κέρδους και της ιδιωτικής ιδιοκτησίας, διαστρέφοντας την κοινωνική αναγκαιότητα.
Υπάρχει επίσης η άποψη ότι ο κόσμος σήμερα έχει αποβάλει πολλά ταμπού και μιλάει ελεύθερα για το σεξ, αλλά αυτό δε σημαίνει απαραίτητα ότι έχει καλή σεξουαλική ζωή. Μιλά πολύ γι’ αυτό, ακριβώς επειδή δεν κάνει και κάπως πρέπει να το καλύψει. Γενικώς πολύ κόσμο τον τρώει η ανεργία κι η αγαμία. Κι αν καταφέρει να λύσει ένα από τα δύο είναι λογικό να πέσει με τα μούτρα, είτε στο σεξ είτε στη δουλειά, για να ισορροπήσει το κενό μέσα του.
Δεδομένου ότι πολύς κόσμος δεν την παλεύει κάστανο με τη δουλειά του, εξηγείται σε μεγάλο βαθμό και το γιατί οι πιο πολλοί γινόμαστε υστερικοί με τα ερωτικά μας, ψάχνοντας απεγνωσμένα έναν ερωτικό σύντροφο και δε μας περισσεύει πολύς χρόνος για πολιτικοποίηση κι όλα τα υπόλοιπα. Αλλά η αποξένωση της μισθωτής εργασίας δε μπορεί να εξαλειφθεί με τις υπόλοιπες κοινωνικές σχέσεις. Συνήθως μάλιστα μεταφέρεται εκεί κι έτσι καταλήγεις να νιώθεις μοναξιά μέσα στο πλήθος, με τον ίδιο τρόπο που νιώθεις ξένους τους συναδέλφους στη δουλειά.
Η σύνδεση αυτή βαθαίνει κα τεκμηριώνεται από μια σειρά στοιχεία. Οι μόνιμες, σταθερές εργασιακές σχέσεις του περασμένου αιώνα που συνοδεύονταν στο εποικοδόμημα από μια σχετικά αυστηρή ηθική περί μονογαμίας, έχουν δώσει τη θέση τους στις ελαστικές σχέσεις, την ανασφάλεια και την αβεβαιότητα, που έχει αντίκτυπο και στο ερωτικό πεδίο, όπου επικρατούν οι άστατες κι εφήμερες σχέσεις, που θυμίζουν εμπορικές συναλλαγές. Τόσα δίνω, πόσα θες. Κοινώς κανείς δε μπορεί να κάνει μακροπρόθεσμα όνειρα για τη ζωή του σε κάποιον τομέα.
Ο έρωτας κι η δουλειά μοιάζουν σα δυο σταγόνες. Στη δουλειά υπάρχει το στοιχείο του καταναγκασμού, που θυμίζει το γάμο με συνοικέσιο. Πολλές φορές μάλιστα χρειάζεται και μια προξενήτρα να μεσολαβήσει και να πει καλά λόγια για να σε προσλάβουν.
Η εμπορευματοποίηση της εργατικής δύναμης, των ιδιαίτερων κλίσεων και του ταλέντου του καθενός, θυμίζει κατ’ αναλογία την εκπόρνευση. Αντί για το ιερό δικαίωμα της δουλειάς καταλήγουμε ιερόδουλες της εργοδοσίας. Που πρέπει επιπλέον να φαίνονται ενθουσιασμένες με αυτό που θα τους συμβεί και τον λεγάμενο που τους έλαχε. Πρέπει να δείξουν ότι τους αρέσει και το διασκεδάζουν, να τρέξουν να βρουν το κελεπούρι, να βγουν στο πεζοδρόμιο για να επιλεχθεί η καλύτερη (ή η πιο φτηνή), να γράψουν motivation letters. Να δείξουν ότι είναι φιλοδοξία τους, ένα όνειρο ζωής να τις πηδήξουν κι ότι ανυπομονούν να συμβεί αυτό.
Υπάρχουν βέβαια κι αυτοί που βρίσκουν δουλειά πάνω σε αυτό που τους αρέσει. Σα να λέμε εκ-βιασμός από έρωτα, γιατί στον καπιταλισμό η δουλειά πάντα είναι μια μορφή εκβιασμού κι αν δεν πουλήσεις την εργατική σου δύναμη, είσαι ελεύθερος να πεθάνεις της πείνας. Είναι σαν εκείνα τα ζευγάρια που κάνουν υπέροχο σεξ, αλλά δεν ξέρουν στην πραγματικότητα τι θα πει να κάνεις έρωτα.
Εξάλλου, και σε αυτές τις περιπτώσεις ακόμα, ο καταναγκασμός παραμένει και φέρνει τη ρουτίνα και την υποχρέωση, που σε βάθος χρόνου σκοτώνουν τον έρωτα και την ευχαρίστηση.
Στον κομμουνισμό αντίθετα η δουλειά θα είναι προαιρετική κι ευχάριστη σαν –προκαταρκτικό- παιχνίδι. Για την ακρίβεια κάτι δημιουργικό κι όμορφο, σα να κάνεις έρωτα.
Ενώ τώρα απλώς μας πηδάνε καθημερινά οι καπιταλιστές, χωρίς σάλιο και προφυλάξεις (ασφάλιση κτλ). Κι οι προλετάριοι δεν έχουν να χάσουν παρά τις αλυσίδες τους και την παρθενιά τους. Και μετά να επανορθώσουν σφιχτά με ράμματα αυτήν της τσούλας της ιστορίας, που ξέβρασε ότι ξοφλήσαμε.
Υγ: Όλα αυτά, μαζί με το διαλεκτικό δίπολο έρωτα-εργασίας, βρίσκουν την ιδανική τους έκφραση στο σοσιαλιστικό ρεαλισμό της δεκαετίας με τις βάτες και το καλτ διαμάντι του γιάννη δαλιανίδη, όταν οι ρόδες χορεύουν:
Δούλεψε, δούλεψε, μόνο απ’ τον κόπο σου παίρνει η ζωή
Τίποτα, τίποτα δεν έγινε μόνο του πάνω στη γη
Πάλεψε, πάλεψε, τότε τα νιάτα σου θα τα χαρείς
Δούλεψε, δούλεψε, έτσι τον έρωτα μόνο θα βρεις
Έρωτα, έρωτα, πάρε το δρόμο σου για τη δουλειά
Δούλεψε, δούλεψε, να ‘χεις τον έρωτα στην αγκαλιά
http://www.youtube.com/watch?v=XZKEmDogz38
Τρίτη 7 Ιουνίου 2011
Οι δέκα μέρες που συγκλόνισαν τον κόσμο
Αλλά τι είναι ο κόσμος τη σήμερον; Μην είναι οι κάμποι, τα βουνά κι η εγκαταλειμμένη ύπαιθρος; Μην είναι οι γκρίζες πόλεις που σε μαυρίζουν κάθε μέρα και τα πλημμυρισμένα με όνειρα υπόγεια; Μην είναι οι πλατείες κι οι ελεύθεροι χώροι που επανοικειοποιούμαστε; Μην είναι ο κόσμος του μόχθου, της δουλειάς, της μισθωτής εργασίας; Γιατί ο κάρολος λέει ότι η ουσία του ανθρώπου είναι το σύνολο των κοινωνικών του σχέσεων, και στην καρδιά αυτών των σχέσεων βρίσκεται η εργασία.
Τι γίνεται όμως όταν δε μπορείς να επιβεβαιώσεις την ουσία του είδους σου στον χώρο δουλειάς; Ψάχνεις να φωτίσεις τις αιτίες που σε αφήνουνε μισό, με ένα φορτίο αδιοχέτευτο, συσσωρευμένη δύναμη που ψάχνει διέξοδο, να εκφραστεί, να διαμορφώσει προσωπικότητα. Και βρίσκει τρόπο να το κάνει λαθραία, έξω από την ανθρώπινη ουσία, στο περιθώριο της πραγματικής ζωής, αναπαράγοντας την αρχική αλλοτρίωση που αποκόμισε στον χώρο εργασίας.
Ο αποξενωμένος –από τα μέσα παραγωγής, το σκοπό και το περιεχόμενο της εργασίας- άνθρωπος αποξενώνεται από το περιβάλλον του και συνάπτει σχέσεις τυπικές, σαν εμπορευματικές συναλλαγές, με δούναι και λαβείν, κουβαλώντας αυτούς τους περιορισμούς σε κάθε πτυχή της ζωής του. Μένει χωρίς προσωπικότητα, αλλά την αναπληρώνει με το προφίλ του στο διαδίκτυο.
Το «πλασματικό κεφάλαιο» στην παραγωγή βρίσκει διαλεκτικό συμπλήρωμα στο εποικοδόμημα, σε έναν πλασματικό διαδικτυακό κόσμο, που σταδιακά γίνεται κυρίαρχος και γεννάει εικονικές διεργασίες, χωρίς τη μαγεία και τη ρευστότητα των ζωντανών διαδικασιών. Διεργασίες με επίφαση κοινωνικότητας, αλλά όχι γνήσια κοινωνικές. Κι είναι ζήτημα αν θα μπορέσουν να γίνουν ποτέ. Οι ντομάτες του θερμοκηπίου δε μπορούν να αποκτήσουν τη γεύση των φυσικών και τα ρομπότ δε θα γίνουν ποτέ άνθρωποι, γιατί η τεχνητή νοημοσύνη αρκείται μόνο στις πληροφορίες που της δίνουν έτοιμες, δε μπορεί να το ψάξει παραπάνω.
Αυτές τις μέρες όλοι μιλάνε για παλλαϊκό ξεσηκωμό, ακόμα κι όσοι αποστρέφονταν με βδελυγμία τα διάφορα λαϊκά και παλλαϊκά συνθετικά (λαϊκή εξουσία, λαϊκό μέτωπο, παλλαϊκό κράτος κτλ). Ο μεγάλος κίνδυνος ωστόσο είναι να μείνουμε με το πρώτο συνθετικό και να χάσουμε το δεύτερο. Να μας μείνει (η κίνηση που είναι) το παν και να χαθούν όλα τα υπόλοιπα: ο λαϊκός χαρακτήρας και ο τελικός στόχος μαζί με τον ταξικό μπούσουλα. Να κατέβει δηλ ο κόσμος στις πλατείες, μια σύναξη μαζική, καθολική, αλλά χωρίς τίποτα λαϊκό και γνήσιο μέσα της.
Το θρησκευτικό αφιόνι δίνει σκυτάλη στα ηλεκτρονικά μέσα. Οι μάζες παρακολουθούν ευλαβικά τις νέες θεότητες, που είναι πανταχού παρούσες κι ελέγχουν απ’ την οθόνη τις πράξεις μας. Τα κανάλια και το ίντερνετ έδωσαν το σύνθημα για την έναρξη της αγανάκτησης. Φωνή θεού οργή λαού. Η λαϊκή θυμοσοφία αντιστρέφεται διαλεκτικά και ο λαϊκός θυμός εκδηλώνεται κατά παραγγελία. Στην τελευταία δημοσκόπηση της εταιρίας του αλαφούζου, υπήρχε μεταξύ άλλων και η ερώτηση: πόσο οργισμένοι είστε;
Ο κόσμος κατέβηκε, μούντζωσε, έβρισε, εκτονώθηκε, κι έμεινε αμήχανος να περιμένει οδηγίες για το κάτι παραπάνω. Κάποιοι άλλοι έστησαν πιο κάτω μια καρικατούρα λαϊκής συνέλευσης για να παρέμβουν και να τον εκφράσουν. Αν αυτά είναι τα όρια της αυθόρμητης λαϊκής αυτενέργειας και της συνειδητής παρέμβασης της πρωτοπορίας, τα πράγματα είναι πολύ πιο άσχημα απ’ όσο πιστεύαμε.
Κι εδώ μπαίνει το βασικό ερώτημα. Αυτό το κίνημα είναι κατά βάση δικό μας ή δικό τους; Έχουμε δυνατότητα παρέμβασης σε αυτό, ή οι όροι διαμόρφωσής του αποκλείουν εξ αρχής κάτι τέτοιο;
Τούτη η πλατεία είναι δική τους και δική μας, δε μπορεί κανείς να μας την πάρει. Πολλοί θεωρούν ότι τα χαρακτηριστικά του κινήματος είναι ρευστά κι η –απ’ έξω- παρέμβασή μας μπορεί να είναι καταλυτική. Μόνο που απέξω από απέξω διαφέρει.
Το απέξω του λένιν στην επαναστατική συνείδηση έρχεται έξω από τους αυθόρμητους εργατικούς αγώνες που μπορούν να φτάσουν μέχρι τον οικονομισμό. Αλλά εκεί το απέξω παρεμβαίνει σε κάτι υπαρκτό, που μπορεί να μετατραπεί σε κάτι άλλο και να γίνει πολιτική συνείδηση. Μια μετατροπή που προκύπτει διαλεκτικά κι όχι μεταφυσικά από το μηδέν.
Αυτές είναι εξάλλου κι οι δυο βασικές κατηγορίες σκέψης: η διαλεκτική κι η μεταφυσική. Άλλο αν κάποιοι επικαλούνται την πρώτη κι ακολουθούν τη δεύτερη. Σαν εκείνα τα διαλεκτικά που έλεγε ο πι-πι στις περσινές αναιρέσεις για το χρέος, αλλά δε μας έλεγε ποιος θα τα κάνει κι έρεπε σε έναν μαρξισμό μεταφυσικό, ου μην και παρά φύση.
Ενώ το άλλο είναι το κίνημα του σκέτου έξω. Έξω από τάξεις, σωματεία, κόμματα, από αγώνες εν γένει –οικονομικούς έστω. Χωρίς πάλη, με θολά αιτήματα, δίχως σημαίες και δίχως ιδέες, δίχως καβάτζα καμιά. Στο μαγκανοπήγαδο της ήττας μου περνώ. Venceremos.
Εξάλλου δεν είμαστε πια στην εποχή των μαζικών χώρων εργασίας και του πουτίλοφ (για λένιν και μπολσεβίκους, ούτε συζήτηση). Οι εργαζόμενοι δεν έχουν μαζικούς χώρους συνεύρεσης για να σπάσουν την αποξένωση. Ο μόνος χώρος όπου συναντιούνται μαζικά είναι το διαδίκτυο, κι οι χώροι κοινωνικής δικτύωσης. Οπότε πάρε κι ένα «κίνημα του φέις μπουκ» και τρέχα-γύρευε τώρα πώς έχασες την επαφή κι έμεινες στην απέξω, για να παρέμβεις απ' έξω.
Είναι γενικώς το κίνημα του έξω. Κόσμος που το ρίχνει έξω τα απογεύματα μετά τη δουλειά, ή μετά τον πρωινό καφέ του άνεργου. Έξω όλοι, να φύγουν, ουστ, όξω πούστη απ’ την παράγκα. Έξοδος για ποτό, που δένει διαλεκτικά με την έξοδο από το ευρώ και τον καπιταλισμό.
Θέλω να βγω από δω έξω. Θέλω να βγω, απ’ το αδιέξοδο αυτό θέλω να βγω. Μα τις πλατείες τις φοβάμαι κι είναι αλήθεια, την αγανάκτηση τη ζω, τη ζωγράφισα στα στήθια.
Κι όπως λέει ο κόκορας του αρκά, προσπαθώ να βγω, αλλά δε μπορώ να θυμηθώ από πού μπήκα. Πώς φτάσαμε ως εδώ; Τι μας έφερε, τι φταίει; Το 89’, η βάρκιζα, η εοκ; Ο καποδίστριας με τα πρώτα χρέη από τα δάνεια; Η επανάσταση του 21 που δεν είχε έγκριση απ’ τον σκάι;
Υπάρχει κι η άλλη άποψη που λέει ότι όλο αυτό μπορεί να ξεκίνησε από τα κανάλια που στόχευαν σε μια ανώδυνη εκτόνωση, αλλά ξέφυγε από τον έλεγχό τους και μπορεί να γυρίσει εναντίον τους. Όπως το 1905 με τον παπα-γκαπόν που ήταν πράκτορας της οχράνα και οδήγησε τους πιστούς στο στόμα του λύκου κρατώντας εικόνες του τσάρου στα χέρια. Αυτό όμως άναψε το φιτίλι της οργής κι η συνέχεια ήταν εκρηκτική.
Ή σαν αυτό που λένε πως έκανε ο διορατικός βενιζέλος με το εργατικό κίνημα, που το βοήθησε να ιδρύσει γενική συνομοσπονδία κι αμέσως μετά κόμμα, για να το έχει υπό τον έλεγχό του και να το ποδηγετεί. Τελικά όμως του γύρισε μπούμερανγκ. Το κουκουέ συνδέθηκε με την τρίτη διεθνή και με το προσφυγικό στοιχείο, αύξησε την επιρροή του κι ο βενιζέλος υποχρεώθηκε να αλλάξει τακτική και να το κυνηγήσει με το ιδιώνυμο.
Υπάρχουν βέβαια κι αυτοί που λένε ότι το κόμμα ήταν ήδη από τότε σταλινικό και προδοτικό κι ότι η κίνηση-προφητεία του βενιζέλου εξακολουθεί να επιβεβαιώνεται διαχρονικά. Γι’ αυτό πηγαίνουν στις πορείες της γενικής συνομοσπονδίας που ιδρύθηκε στα χρόνια του λευτεράκη.
Κάποιοι λοιπόν, βλέπουνε παπάδες στο πλήθος της πλατείας και τους βαφτίζουν με μικροαστική ανυπομονησία παπα-ανυπόμονους του νέου εαμ και νέους παπα-γκαπόν(τηδες). Ας προσέχουμε όμως, γιατί αντί για το πέτρογκραντ του 1905, μπορεί να μας προκύψει γερμανία του μεσοπολέμου λίγο μετά το κραχ του 29’. Κι ο αδόλφος «γραμμή μαζών» είχε και πολύ αποτελεσματική μάλιστα. Κι από σοσιαλφασίστες σήμερα, άλλο τίποτα...
Αντί επιλόγου ας επαναλάβουμε το επιμύθιο. Ο βασικός προβληματισμός δεν είναι αν πρέπει να παρέμβουμε σε αυτό το κίνημα, αλλά αν πραγματικά μπορούμε να το κάνουμε (ουσιαστικά, όχι κατά φαντασίαν) και με τι όρους θα μπορούσε να γίνει αυτό. Πέραν της απαισιόδοξης διαπίστωσης δεν υπάρχουν πολλά για να πει κανείς επί του πρακτέου. Αυτά τα θέματα δε λύνονται θεωρητικά από ένα μπλοκ.
Πόσο μάλλον που ούτε αυτό είναι λαϊκό ακριβώς. Μπορεί να είναι καλό, φιλολαϊκό ακόμα, σαν του λαϊκού στρώματος αλλά δεν είναι λαϊκή μορφή έκφρασης. Μάλλον υποκατάστατο και παραφθορά της αποτελεί. Μαζική ενδεχομένως, αλλά όχι γνήσια.
Υγ: The Revolution Will Not Be Televised
http://www.youtube.com/watch?v=qGaoXAwl9kw&feature=player_embedded
Τι γίνεται όμως όταν δε μπορείς να επιβεβαιώσεις την ουσία του είδους σου στον χώρο δουλειάς; Ψάχνεις να φωτίσεις τις αιτίες που σε αφήνουνε μισό, με ένα φορτίο αδιοχέτευτο, συσσωρευμένη δύναμη που ψάχνει διέξοδο, να εκφραστεί, να διαμορφώσει προσωπικότητα. Και βρίσκει τρόπο να το κάνει λαθραία, έξω από την ανθρώπινη ουσία, στο περιθώριο της πραγματικής ζωής, αναπαράγοντας την αρχική αλλοτρίωση που αποκόμισε στον χώρο εργασίας.
Ο αποξενωμένος –από τα μέσα παραγωγής, το σκοπό και το περιεχόμενο της εργασίας- άνθρωπος αποξενώνεται από το περιβάλλον του και συνάπτει σχέσεις τυπικές, σαν εμπορευματικές συναλλαγές, με δούναι και λαβείν, κουβαλώντας αυτούς τους περιορισμούς σε κάθε πτυχή της ζωής του. Μένει χωρίς προσωπικότητα, αλλά την αναπληρώνει με το προφίλ του στο διαδίκτυο.
Το «πλασματικό κεφάλαιο» στην παραγωγή βρίσκει διαλεκτικό συμπλήρωμα στο εποικοδόμημα, σε έναν πλασματικό διαδικτυακό κόσμο, που σταδιακά γίνεται κυρίαρχος και γεννάει εικονικές διεργασίες, χωρίς τη μαγεία και τη ρευστότητα των ζωντανών διαδικασιών. Διεργασίες με επίφαση κοινωνικότητας, αλλά όχι γνήσια κοινωνικές. Κι είναι ζήτημα αν θα μπορέσουν να γίνουν ποτέ. Οι ντομάτες του θερμοκηπίου δε μπορούν να αποκτήσουν τη γεύση των φυσικών και τα ρομπότ δε θα γίνουν ποτέ άνθρωποι, γιατί η τεχνητή νοημοσύνη αρκείται μόνο στις πληροφορίες που της δίνουν έτοιμες, δε μπορεί να το ψάξει παραπάνω.
Αυτές τις μέρες όλοι μιλάνε για παλλαϊκό ξεσηκωμό, ακόμα κι όσοι αποστρέφονταν με βδελυγμία τα διάφορα λαϊκά και παλλαϊκά συνθετικά (λαϊκή εξουσία, λαϊκό μέτωπο, παλλαϊκό κράτος κτλ). Ο μεγάλος κίνδυνος ωστόσο είναι να μείνουμε με το πρώτο συνθετικό και να χάσουμε το δεύτερο. Να μας μείνει (η κίνηση που είναι) το παν και να χαθούν όλα τα υπόλοιπα: ο λαϊκός χαρακτήρας και ο τελικός στόχος μαζί με τον ταξικό μπούσουλα. Να κατέβει δηλ ο κόσμος στις πλατείες, μια σύναξη μαζική, καθολική, αλλά χωρίς τίποτα λαϊκό και γνήσιο μέσα της.
Το θρησκευτικό αφιόνι δίνει σκυτάλη στα ηλεκτρονικά μέσα. Οι μάζες παρακολουθούν ευλαβικά τις νέες θεότητες, που είναι πανταχού παρούσες κι ελέγχουν απ’ την οθόνη τις πράξεις μας. Τα κανάλια και το ίντερνετ έδωσαν το σύνθημα για την έναρξη της αγανάκτησης. Φωνή θεού οργή λαού. Η λαϊκή θυμοσοφία αντιστρέφεται διαλεκτικά και ο λαϊκός θυμός εκδηλώνεται κατά παραγγελία. Στην τελευταία δημοσκόπηση της εταιρίας του αλαφούζου, υπήρχε μεταξύ άλλων και η ερώτηση: πόσο οργισμένοι είστε;
Ο κόσμος κατέβηκε, μούντζωσε, έβρισε, εκτονώθηκε, κι έμεινε αμήχανος να περιμένει οδηγίες για το κάτι παραπάνω. Κάποιοι άλλοι έστησαν πιο κάτω μια καρικατούρα λαϊκής συνέλευσης για να παρέμβουν και να τον εκφράσουν. Αν αυτά είναι τα όρια της αυθόρμητης λαϊκής αυτενέργειας και της συνειδητής παρέμβασης της πρωτοπορίας, τα πράγματα είναι πολύ πιο άσχημα απ’ όσο πιστεύαμε.
Κι εδώ μπαίνει το βασικό ερώτημα. Αυτό το κίνημα είναι κατά βάση δικό μας ή δικό τους; Έχουμε δυνατότητα παρέμβασης σε αυτό, ή οι όροι διαμόρφωσής του αποκλείουν εξ αρχής κάτι τέτοιο;
Τούτη η πλατεία είναι δική τους και δική μας, δε μπορεί κανείς να μας την πάρει. Πολλοί θεωρούν ότι τα χαρακτηριστικά του κινήματος είναι ρευστά κι η –απ’ έξω- παρέμβασή μας μπορεί να είναι καταλυτική. Μόνο που απέξω από απέξω διαφέρει.
Το απέξω του λένιν στην επαναστατική συνείδηση έρχεται έξω από τους αυθόρμητους εργατικούς αγώνες που μπορούν να φτάσουν μέχρι τον οικονομισμό. Αλλά εκεί το απέξω παρεμβαίνει σε κάτι υπαρκτό, που μπορεί να μετατραπεί σε κάτι άλλο και να γίνει πολιτική συνείδηση. Μια μετατροπή που προκύπτει διαλεκτικά κι όχι μεταφυσικά από το μηδέν.
Αυτές είναι εξάλλου κι οι δυο βασικές κατηγορίες σκέψης: η διαλεκτική κι η μεταφυσική. Άλλο αν κάποιοι επικαλούνται την πρώτη κι ακολουθούν τη δεύτερη. Σαν εκείνα τα διαλεκτικά που έλεγε ο πι-πι στις περσινές αναιρέσεις για το χρέος, αλλά δε μας έλεγε ποιος θα τα κάνει κι έρεπε σε έναν μαρξισμό μεταφυσικό, ου μην και παρά φύση.
Ενώ το άλλο είναι το κίνημα του σκέτου έξω. Έξω από τάξεις, σωματεία, κόμματα, από αγώνες εν γένει –οικονομικούς έστω. Χωρίς πάλη, με θολά αιτήματα, δίχως σημαίες και δίχως ιδέες, δίχως καβάτζα καμιά. Στο μαγκανοπήγαδο της ήττας μου περνώ. Venceremos.
Εξάλλου δεν είμαστε πια στην εποχή των μαζικών χώρων εργασίας και του πουτίλοφ (για λένιν και μπολσεβίκους, ούτε συζήτηση). Οι εργαζόμενοι δεν έχουν μαζικούς χώρους συνεύρεσης για να σπάσουν την αποξένωση. Ο μόνος χώρος όπου συναντιούνται μαζικά είναι το διαδίκτυο, κι οι χώροι κοινωνικής δικτύωσης. Οπότε πάρε κι ένα «κίνημα του φέις μπουκ» και τρέχα-γύρευε τώρα πώς έχασες την επαφή κι έμεινες στην απέξω, για να παρέμβεις απ' έξω.
Είναι γενικώς το κίνημα του έξω. Κόσμος που το ρίχνει έξω τα απογεύματα μετά τη δουλειά, ή μετά τον πρωινό καφέ του άνεργου. Έξω όλοι, να φύγουν, ουστ, όξω πούστη απ’ την παράγκα. Έξοδος για ποτό, που δένει διαλεκτικά με την έξοδο από το ευρώ και τον καπιταλισμό.
Θέλω να βγω από δω έξω. Θέλω να βγω, απ’ το αδιέξοδο αυτό θέλω να βγω. Μα τις πλατείες τις φοβάμαι κι είναι αλήθεια, την αγανάκτηση τη ζω, τη ζωγράφισα στα στήθια.
Κι όπως λέει ο κόκορας του αρκά, προσπαθώ να βγω, αλλά δε μπορώ να θυμηθώ από πού μπήκα. Πώς φτάσαμε ως εδώ; Τι μας έφερε, τι φταίει; Το 89’, η βάρκιζα, η εοκ; Ο καποδίστριας με τα πρώτα χρέη από τα δάνεια; Η επανάσταση του 21 που δεν είχε έγκριση απ’ τον σκάι;
Υπάρχει κι η άλλη άποψη που λέει ότι όλο αυτό μπορεί να ξεκίνησε από τα κανάλια που στόχευαν σε μια ανώδυνη εκτόνωση, αλλά ξέφυγε από τον έλεγχό τους και μπορεί να γυρίσει εναντίον τους. Όπως το 1905 με τον παπα-γκαπόν που ήταν πράκτορας της οχράνα και οδήγησε τους πιστούς στο στόμα του λύκου κρατώντας εικόνες του τσάρου στα χέρια. Αυτό όμως άναψε το φιτίλι της οργής κι η συνέχεια ήταν εκρηκτική.
Ή σαν αυτό που λένε πως έκανε ο διορατικός βενιζέλος με το εργατικό κίνημα, που το βοήθησε να ιδρύσει γενική συνομοσπονδία κι αμέσως μετά κόμμα, για να το έχει υπό τον έλεγχό του και να το ποδηγετεί. Τελικά όμως του γύρισε μπούμερανγκ. Το κουκουέ συνδέθηκε με την τρίτη διεθνή και με το προσφυγικό στοιχείο, αύξησε την επιρροή του κι ο βενιζέλος υποχρεώθηκε να αλλάξει τακτική και να το κυνηγήσει με το ιδιώνυμο.
Υπάρχουν βέβαια κι αυτοί που λένε ότι το κόμμα ήταν ήδη από τότε σταλινικό και προδοτικό κι ότι η κίνηση-προφητεία του βενιζέλου εξακολουθεί να επιβεβαιώνεται διαχρονικά. Γι’ αυτό πηγαίνουν στις πορείες της γενικής συνομοσπονδίας που ιδρύθηκε στα χρόνια του λευτεράκη.
Κάποιοι λοιπόν, βλέπουνε παπάδες στο πλήθος της πλατείας και τους βαφτίζουν με μικροαστική ανυπομονησία παπα-ανυπόμονους του νέου εαμ και νέους παπα-γκαπόν(τηδες). Ας προσέχουμε όμως, γιατί αντί για το πέτρογκραντ του 1905, μπορεί να μας προκύψει γερμανία του μεσοπολέμου λίγο μετά το κραχ του 29’. Κι ο αδόλφος «γραμμή μαζών» είχε και πολύ αποτελεσματική μάλιστα. Κι από σοσιαλφασίστες σήμερα, άλλο τίποτα...
Αντί επιλόγου ας επαναλάβουμε το επιμύθιο. Ο βασικός προβληματισμός δεν είναι αν πρέπει να παρέμβουμε σε αυτό το κίνημα, αλλά αν πραγματικά μπορούμε να το κάνουμε (ουσιαστικά, όχι κατά φαντασίαν) και με τι όρους θα μπορούσε να γίνει αυτό. Πέραν της απαισιόδοξης διαπίστωσης δεν υπάρχουν πολλά για να πει κανείς επί του πρακτέου. Αυτά τα θέματα δε λύνονται θεωρητικά από ένα μπλοκ.
Πόσο μάλλον που ούτε αυτό είναι λαϊκό ακριβώς. Μπορεί να είναι καλό, φιλολαϊκό ακόμα, σαν του λαϊκού στρώματος αλλά δεν είναι λαϊκή μορφή έκφρασης. Μάλλον υποκατάστατο και παραφθορά της αποτελεί. Μαζική ενδεχομένως, αλλά όχι γνήσια.
Υγ: The Revolution Will Not Be Televised
http://www.youtube.com/watch?v=qGaoXAwl9kw&feature=player_embedded
Σάββατο 4 Ιουνίου 2011
Φρηκ Άουτ
Κι εναλλακτικός τίτλος: Μ for Μιζέρια. Σαν το V for Vendeta που έδειχνε ψες το βράδυ το σταρ που είναι πρωτοπόρο τούτες τις μέρες.
Μιζέρια για να ισοφαρίσει λίγη από την χαζοχαρά που κυκλοφορεί τριγύρω. Αν θέλετε να διαβάσετε κάτι κομμουνιστικά αισιόδοξο, δόξα τω φέισ-μπουκ και τω ελ ες ντι, το δίκτυο είναι γεμάτο με τέτοια κείμενα. Γιατί ελ ες ντι; Γιατί όταν το πάρεις βγάζεις συσσωρευμένη ενέργεια κι ύστερα μένεις τέζα για πολύ καιρό, σαν το κίνημα ένα πράγμα, εκτός από κάτι τροτσκιστές που έπεσαν στην χύτρα όταν ήταν μικροί και φαντασιώνονται παντού νίκες, άλλο αν τους διώχνει ο κόσμος στις πλατείες.
Κάτι αλλάζει είπε ο ομιλητής (ο καιρός, τα πουλιά πετάνε χαμηλά). Κάτι αλλάζει κι ο κόσμος κατεβαίνει στο δρόμο. Κι οι αναιρέσεις είναι μια προσπάθεια να συναντηθούμε.
Α ναι; Λάθος ραντεβού δώσαμε, αλλά δεν πειράζει. Τις άλλες μέρες όμως, πηγαίναμε εκεί που πήγαιναν όλοι, να νιώσουμε μέλος της παρέας.
-Μα αυτόν τον ξέρει κανείς;
-Όχι, πρώτη φορά τον βλέπω. Ποιος τον κάλεσε;
Κι έτσι καταλήγεις στο σιντριβάνι, στην κάτω πλατεία, όπου όλα σου είναι οικεία, γνωστοί-άγνωστοι μεταξύ μας. Πας να δεις μια λαϊκή συνέλευση, να μεθύσεις από το εξεγερσιακό άρωμα της πλατείας και νιώθεις σαν την καρέζη μεθυσμένη: Μπα! Σκοντάψαμε σε γνωστές φυσιογνωμίες... Κι η δεσποινίς διευθυντής της συζήτησης (που έχει ένα μούσι να, σαν τράγος) να αρχίζει τις σαχλίτσες, τις κορδελίτσες. Οπότε παμε να φύγουμε: Αθηνά-ααα... Αθηνά-ααα...
Και γιατί δε συναντηθήκαμε με το αυθόρμητο ρε αλέκο; Γιατί αυτό ανέβαινε με το ασανσέρ, ενώ εμείς κατεβαίναμε από τις σκάλες. Κι εμείς πήγαμε στην κάτω έξοδο του μετρό, ενώ αυτό βγήκε από πανεπιστημίου και βρήκε τους τρακόσιους. Αλλά μας έμεινε ο αλέκος.
Γιατί να σε χαλάσει όμως; Αφού κι εσύ τα ίδια λες κατά καιρούς. Για ανεξάρτητο κι ακηδεμόνευτο, χωρίς κόμματα κι εργατοπατέρες. Με άμεσα προτάγματα, όχι προοπτικές που χρονίζουν και θέλουν ζύμωση στις μάζες. Οπότε δέκα μέρες κοσκινίζουμε στο σύνταγμα.
Λείπουνε λέει τα κομματόσκυλα και πάνε άλλα σκυλάκια, αδέσποτα. Μαζί και κάτι άλλα που έβγαλαν το κολάρο να μη φαίνεται, αλλά τους έχουν μείνει τα σημάδια στο λαιμό. Μα το σημάδι στο λαιμό μου απ’ το κολάρο, θα μαρτυράει πως με στείλανε στη γυάρο. Αλλά άμα σε πιάσουν με πλακάτ στην τσάντα, σε διαπομπεύουν και γίνεσαι ρεζίλι των σκυλιών.
Ενώθηκε λοιπόν το σκυλολόι κι έγινε ολόκληρο μια σκυλίσια ουρά του κινήματος, που το εξυμνεί και το γλείφει, και κουνιέται συνέχεια δεξιά-αριστερά από την χαρά του, σαν το εκκρεμές του οπορτουνισμού. Κι είναι σαν αυτό που λέει ο βλαδίμηρος για τον κάουτσκι, τυφλοκούταβα που πάνε από δω κι από εκεί, και πότε-πότε σκοντάφτουν και σε καμιά αλήθεια, αλλά τα κάνουν μούσκεμα με τη μουσούδα τους και με τα σάλια από το γλείψιμο στο ακηδεμόνευτο.
Το κόμμα λέει, είναι σα σταματημένο ρολόι, που σπάνια λέει την αλήθεια και δεν κρατά επαφή με την πραγματικότητα. Ενώ οι άλλοι είναι πάντα επίκαιροι κι όπου φυσάει ο άνεμος. Καμιά φορά και στο σωστό σημείο, αλλά ουδέποτε σταθεροί. Τα φτερά στον άνεμο πετάνε για λίγο, αλλά ποτέ δε θα ‘ναι ικανά για την έφοδο στον ουρανό.
Και γιατί είναι τυφλά τα κουτάβια; Γιατί ο έρωτας είναι τυφλός κι αυτά ερωτεύονται οτιδήποτε κινείται χωρίς να ενδιαφέρονται για τον τελικό στόχο. Βρίσκουν φανταστικούς συντρόφους (ερωτικούς), δίνονται με πάθος και τρώνε χυλόπιτα απ’ την πραγματικότητα. Η αγωνία να δείξεις ότι ζεις, υπάρχεις, πως δεν είσαι μαγκούφης.
Σαν το ξέσπασμα του σπύρου στους απαράδεκτους: δεν είμαι μαλάκα-ααας. Που είναι ο μεγαλύτερος, υπαρξιακός φόβος κάθε κομμουνιστή, γι’ αυτό προσπαθεί να αποδείξει το αντίθετο, στον εαυτό του κυρίως.
Τυφλά επίσης γιατί το δίκιο το ‘χουνε οι εξεγερμένοι κι η δικαιοσύνη είναι τυφλή και κατά βάση αταξική. Τάξη; Ποια τάξη; Ποιος μίλησε για τάξη; Μα τι τη θέλετε λοιπόν αυτή την τάξη; Αφού ηττήθηκε, πάει, έχασε, ας την ξεχάσουμε, μαζί με τις οργανώσεις της, πολιτικές ή συνδικαλιστικές. Κι εσύ ψάχνεις να δεις πώς να την κάνεις δι’ εαυτή, αντί να γίνουμε αρχηγοί των ατάκτων.
Κάποιοι θυμούνται το μάη του 68 και την κομμούνα, τη στιγμή που το ψήφισμα της λαϊκής συνέλευσης καλεί όλη την κοινωνία να παλέψει για ισότητα-δικαιοσύνη κι αξιοπρέπεια. Ήξερα ότι μετά τις ανατροπές η τάση είναι να επιστρέψουμε στον ουτοπικό σοσιαλισμό του 19ου αιώνα, τότε που όλα ήταν ακόμα αγνά κι ο μπακούνιν στην πρώτη διεθνή. Αλλά δεν ήξερα ότι θα φτάναμε τόσο πίσω, στη γαλλική επανάσταση, διακόσια χρόνια πριν το αξέχαστο 89 κι εκατό πριν την ίδρυση της σοσιαλιστικής διεθνούς. Τον κάουτσκι και τον μπερνστάιν ουδείς αγάπησε, αλλά τις ιδέες τους πάρα πολλοί. Και τις αναμασάνε ακόμα και σήμερα, τάχα ως κάτι φρέσκο και ριζοσπαστικό.
Εν τω μεταξύ στην κατάληψη του παμε στο υπουργείο σήμερα, ήρθε ένας χίπστερ γείτονας από το σύνταγμα για να πει να χαμηλώσουν λίγο τη μουσική, γιατί κοιμήθηκε κάπως αργά, ή τουλάχιστον να την αλλάξουνε, αν γίνεται. Όπως στους απαράδεκτους, στο επεισόδιο με την κατάληψη, αλλά με αντεστραμμένους ρόλους.
Όπου η μουσική ενοχλεί έως και φρικάρει τους γείτονες και πάει η δήμητρα, γίνεται ένα με την παρέα, αλλάζει τη μουσική και βάζει μια κασέτα με άντζελα δημητρίου. Ντάξει μωρέ, την πάμε την τύπισσα, νο πρόμπλεμ, αλλά όχι νταλάρα, γιατί θέλει να τα πει όλα και μας την σπάει.
Ενώ ο σπύρος που είναι κομμουνιστής δυσκολεύεται να καταλάβει τα νέα κινήματα (τι κίνημα; άμα δεν έχεις πουλήσει εφημερίδα στ’ αγιάζι...), παίρνει τηλέφωνο έναν παλιό του καθοδηγητή για να πάρει οδηγίες κι όταν τελικά πάει στις μάζες για να παρέμβει, αρχίζει να τους μιλάει για την εξέγερση του πολυτεχνείου και τρώει κατάμουτρα ένα γιαούρτι (να του ‘ρθει;).
Πάλι καλά, γιατί παλιά μας πετούσαν γιαούρτια με πρόκες, αποφαίνεται η εμπειρία του παλαιοκομμουνιστή. Και να φανταστείς ότι τους είπε για το πολυτεχνείο, που υπηρετεί τον εθνικό συλλογικό μύθο του ακομμάτιστου κι ακηδεμόνευτου. Πού να τους έπιανε και τα πιο βαριά.
Όσο είναι εκεί η δήμητρα αναρωτιέται μήπως τους άρχισε πάλι τα κομμουνιστικά. Γιατί ξέρει και κάτι άλλο να πει; της λέει ο γιάννης. Έλα ντε.
Στο τέλος, κι ενώ όλος ο κόσμος είναι στο δρόμο, ο σπύρος μένει μαζί με τον χαλακατεβάκη, που είναι φιλοχουντικός κι έχει καλέσει το εκατό, κίνηση με την οποία ο σπύρος διαφωνεί ιδεολογικά. Αλλά η ταύτιση στο τέλος παραμένει.
Λίγο πριν διυλίζει τον κώνωπα μαζί με τον καθοδηγητή του κι αναλύει μεταξύ άλλων πόσα λιπαρά είχε το γιαούρτι. Κρίνοντας από το κίνημα και τους στόχους του, μάλλον ήταν λάιτ. Μηδέν οξέα, μηδέν λιπαρά. Ακόμα και το όνομα του καθοδηγητή έχει τη σημασία του όμως. Στάθης παπασταύρου. Πρόκειται πιθανότατα για κάποιο συγγενή του κύριλλου...
Αυτό με το γιαούρτι πάντως μπορούμε να το καθιερώσουμε κι εδώ στο μπλοκ, ως μια λαογέννητη μορφή, που συνδυάζει διαλεκτικά την αμεσοδημοκρατία με το δημοκρατικό συγκεντρωτισμό. Ας πούμε την επόμενη φορά που θα τρολάρει κάποιος –ακόμα κι εγώ- θα ρωτάει ένας: να του ‘ρθει; Κι οι υπόλοιποι θα αποφασίζουν και θα γράφουν όποιο όνομα θέλουν πάνω στο όστρακο. Υπ’ αριθμόν ένα υποψήφιος ο βουρνούκιος, που τον τελευταίο καιρό περνάει μεγάλα ζόρια με τη δουλειά και ξεσπάει στο διαδίκτυο.
Εν τω μεταξύ ο βουρνούκιος κι οι σύντροφοί του για να μιλήσουν στη λαϊκή συνέλευση, αφήνουν στην είσοδο την κομματική τους ταυτότητα, μαζί με τα προσωπικά τους αντικείμενα, και συστήνονται στο σώμα με το όνομά τους.
Πχ, γεια χαρά, σπύρο παπαδόπουλο με λένε.
–Ε χεστήκαμε τώρα πώς σε λένε, τι θέλεις;
Αυτό δηλ είπαν στον σπύρο. Στην πλατεία δεν το λένε, αλλά καμιά φορά το εννοούν. Και δεν είναι τυχαίο ότι στο σίριαλ μπήκε το μέγκα στην κατάληψη για να την καλύψει (δεν τρέχει τίποτα, το μέγκα είναι κολλητάρια! Φιλάκια στον κ. χατζηνικολάου!).
Σήμερα μόνο τα ονόματα έχουν αλλάξει.
Αν θέλετε κάποια πιο σύγχρονη τηλεοπτική σημειολογία με το κίνημα της πλατείας, μπορείτε να την αναζητήσετε στο πολιτικό επεισόδιο της σειράς κινουμένων σχεδίων «ουκ αν λάβοις» και το πολιτικό κόμμα που ίδρυσε ο μένιππος με τα αρχικά μαλάκας (δεν είμαι μαλάκα-αααας...). Το οποίο κέρδισε τις εκλογές έχοντας στο πρόγραμμά του δύο βασικές θέσεις: παροχή δωρεάν ίντερνετ -το σύνταγμα έχει- και νομιμοποίηση της φούντας –που έχει ήδη κατέβει ως πρόταση σε κάποια λαϊκή συνέλευση.
Ένα διονυσιακό καρναβάλι όπου έχουμε ντυθεί όλοι ακομμάτιστοι κι αγανακτισμένοι. Δε θέλουμε θλιμμένους στη γιορτή μας. Απαγορεύονται τα κόμματα, τα συνδικάτα κι ο ντέιβιντ από το μπέβερλι χιλς.
Ποιο είναι το συμπέρασμα απ’ όλα αυτά; Ότι ο ράστα-μαν απ’ το σύνταγμα μας επισκέφτηκε, αλλά δεν σκέφτηκε για ποιο λόγο πρώτη φορά σήμερα τα ματ της πλατείας ανησύχησαν και κινητοποιήθηκαν τόσο έντονα. Τα άλλα ηθικά διδάγματα, ας τα κρατήσουμε για επόμενο κείμενο. Με την υπόμνηση ότι είναι τα συμπεράσματα ενός κουκουέ, με την ευρεία έννοια, αλλά όχι του Κουκουέ. Το λέω για όσους τα διαβάσουν με κεκτημένη ταχύτητα κι αγανάκτηση απ’ τις πλατείες.
Βοηθητικά βίντεο για την κατανόηση του κειμένου
http://www.youtube.com/watch?v=0DCsNiRLAs0
http://www.youtube.com/watch?v=ABQqtovlqWU&feature=related
Κι εδώ ολόκληρο το επεισόδιο για τους μερακλήδες
http://www.youtube.com/watch?v=ZKW8Gui5HBI&feature=related
http://www.youtube.com/watch?v=zmFsAmt4aaY&feature=related
http://www.youtube.com/watch?v=OUNjeMW1PYI&feature=related
Εδώ κι η δεύτερη σειρά που αναφέρεται στο κείμενο
http://www.youtube.com/watch?v=3ILEFyWkxLw
http://www.youtube.com/watch?v=Z7d2tRsJWv4
Και μια ιδέα από την ταινία δεσποινίς διευθυντής
http://www.youtube.com/watch?v=LY3Ob-4veJs
http://www.youtube.com/watch?v=XHyTJi56sRE&feature=related
Μιζέρια για να ισοφαρίσει λίγη από την χαζοχαρά που κυκλοφορεί τριγύρω. Αν θέλετε να διαβάσετε κάτι κομμουνιστικά αισιόδοξο, δόξα τω φέισ-μπουκ και τω ελ ες ντι, το δίκτυο είναι γεμάτο με τέτοια κείμενα. Γιατί ελ ες ντι; Γιατί όταν το πάρεις βγάζεις συσσωρευμένη ενέργεια κι ύστερα μένεις τέζα για πολύ καιρό, σαν το κίνημα ένα πράγμα, εκτός από κάτι τροτσκιστές που έπεσαν στην χύτρα όταν ήταν μικροί και φαντασιώνονται παντού νίκες, άλλο αν τους διώχνει ο κόσμος στις πλατείες.
Κάτι αλλάζει είπε ο ομιλητής (ο καιρός, τα πουλιά πετάνε χαμηλά). Κάτι αλλάζει κι ο κόσμος κατεβαίνει στο δρόμο. Κι οι αναιρέσεις είναι μια προσπάθεια να συναντηθούμε.
Α ναι; Λάθος ραντεβού δώσαμε, αλλά δεν πειράζει. Τις άλλες μέρες όμως, πηγαίναμε εκεί που πήγαιναν όλοι, να νιώσουμε μέλος της παρέας.
-Μα αυτόν τον ξέρει κανείς;
-Όχι, πρώτη φορά τον βλέπω. Ποιος τον κάλεσε;
Κι έτσι καταλήγεις στο σιντριβάνι, στην κάτω πλατεία, όπου όλα σου είναι οικεία, γνωστοί-άγνωστοι μεταξύ μας. Πας να δεις μια λαϊκή συνέλευση, να μεθύσεις από το εξεγερσιακό άρωμα της πλατείας και νιώθεις σαν την καρέζη μεθυσμένη: Μπα! Σκοντάψαμε σε γνωστές φυσιογνωμίες... Κι η δεσποινίς διευθυντής της συζήτησης (που έχει ένα μούσι να, σαν τράγος) να αρχίζει τις σαχλίτσες, τις κορδελίτσες. Οπότε παμε να φύγουμε: Αθηνά-ααα... Αθηνά-ααα...
Και γιατί δε συναντηθήκαμε με το αυθόρμητο ρε αλέκο; Γιατί αυτό ανέβαινε με το ασανσέρ, ενώ εμείς κατεβαίναμε από τις σκάλες. Κι εμείς πήγαμε στην κάτω έξοδο του μετρό, ενώ αυτό βγήκε από πανεπιστημίου και βρήκε τους τρακόσιους. Αλλά μας έμεινε ο αλέκος.
Γιατί να σε χαλάσει όμως; Αφού κι εσύ τα ίδια λες κατά καιρούς. Για ανεξάρτητο κι ακηδεμόνευτο, χωρίς κόμματα κι εργατοπατέρες. Με άμεσα προτάγματα, όχι προοπτικές που χρονίζουν και θέλουν ζύμωση στις μάζες. Οπότε δέκα μέρες κοσκινίζουμε στο σύνταγμα.
Λείπουνε λέει τα κομματόσκυλα και πάνε άλλα σκυλάκια, αδέσποτα. Μαζί και κάτι άλλα που έβγαλαν το κολάρο να μη φαίνεται, αλλά τους έχουν μείνει τα σημάδια στο λαιμό. Μα το σημάδι στο λαιμό μου απ’ το κολάρο, θα μαρτυράει πως με στείλανε στη γυάρο. Αλλά άμα σε πιάσουν με πλακάτ στην τσάντα, σε διαπομπεύουν και γίνεσαι ρεζίλι των σκυλιών.
Ενώθηκε λοιπόν το σκυλολόι κι έγινε ολόκληρο μια σκυλίσια ουρά του κινήματος, που το εξυμνεί και το γλείφει, και κουνιέται συνέχεια δεξιά-αριστερά από την χαρά του, σαν το εκκρεμές του οπορτουνισμού. Κι είναι σαν αυτό που λέει ο βλαδίμηρος για τον κάουτσκι, τυφλοκούταβα που πάνε από δω κι από εκεί, και πότε-πότε σκοντάφτουν και σε καμιά αλήθεια, αλλά τα κάνουν μούσκεμα με τη μουσούδα τους και με τα σάλια από το γλείψιμο στο ακηδεμόνευτο.
Το κόμμα λέει, είναι σα σταματημένο ρολόι, που σπάνια λέει την αλήθεια και δεν κρατά επαφή με την πραγματικότητα. Ενώ οι άλλοι είναι πάντα επίκαιροι κι όπου φυσάει ο άνεμος. Καμιά φορά και στο σωστό σημείο, αλλά ουδέποτε σταθεροί. Τα φτερά στον άνεμο πετάνε για λίγο, αλλά ποτέ δε θα ‘ναι ικανά για την έφοδο στον ουρανό.
Και γιατί είναι τυφλά τα κουτάβια; Γιατί ο έρωτας είναι τυφλός κι αυτά ερωτεύονται οτιδήποτε κινείται χωρίς να ενδιαφέρονται για τον τελικό στόχο. Βρίσκουν φανταστικούς συντρόφους (ερωτικούς), δίνονται με πάθος και τρώνε χυλόπιτα απ’ την πραγματικότητα. Η αγωνία να δείξεις ότι ζεις, υπάρχεις, πως δεν είσαι μαγκούφης.
Σαν το ξέσπασμα του σπύρου στους απαράδεκτους: δεν είμαι μαλάκα-ααας. Που είναι ο μεγαλύτερος, υπαρξιακός φόβος κάθε κομμουνιστή, γι’ αυτό προσπαθεί να αποδείξει το αντίθετο, στον εαυτό του κυρίως.
Τυφλά επίσης γιατί το δίκιο το ‘χουνε οι εξεγερμένοι κι η δικαιοσύνη είναι τυφλή και κατά βάση αταξική. Τάξη; Ποια τάξη; Ποιος μίλησε για τάξη; Μα τι τη θέλετε λοιπόν αυτή την τάξη; Αφού ηττήθηκε, πάει, έχασε, ας την ξεχάσουμε, μαζί με τις οργανώσεις της, πολιτικές ή συνδικαλιστικές. Κι εσύ ψάχνεις να δεις πώς να την κάνεις δι’ εαυτή, αντί να γίνουμε αρχηγοί των ατάκτων.
Κάποιοι θυμούνται το μάη του 68 και την κομμούνα, τη στιγμή που το ψήφισμα της λαϊκής συνέλευσης καλεί όλη την κοινωνία να παλέψει για ισότητα-δικαιοσύνη κι αξιοπρέπεια. Ήξερα ότι μετά τις ανατροπές η τάση είναι να επιστρέψουμε στον ουτοπικό σοσιαλισμό του 19ου αιώνα, τότε που όλα ήταν ακόμα αγνά κι ο μπακούνιν στην πρώτη διεθνή. Αλλά δεν ήξερα ότι θα φτάναμε τόσο πίσω, στη γαλλική επανάσταση, διακόσια χρόνια πριν το αξέχαστο 89 κι εκατό πριν την ίδρυση της σοσιαλιστικής διεθνούς. Τον κάουτσκι και τον μπερνστάιν ουδείς αγάπησε, αλλά τις ιδέες τους πάρα πολλοί. Και τις αναμασάνε ακόμα και σήμερα, τάχα ως κάτι φρέσκο και ριζοσπαστικό.
Εν τω μεταξύ στην κατάληψη του παμε στο υπουργείο σήμερα, ήρθε ένας χίπστερ γείτονας από το σύνταγμα για να πει να χαμηλώσουν λίγο τη μουσική, γιατί κοιμήθηκε κάπως αργά, ή τουλάχιστον να την αλλάξουνε, αν γίνεται. Όπως στους απαράδεκτους, στο επεισόδιο με την κατάληψη, αλλά με αντεστραμμένους ρόλους.
Όπου η μουσική ενοχλεί έως και φρικάρει τους γείτονες και πάει η δήμητρα, γίνεται ένα με την παρέα, αλλάζει τη μουσική και βάζει μια κασέτα με άντζελα δημητρίου. Ντάξει μωρέ, την πάμε την τύπισσα, νο πρόμπλεμ, αλλά όχι νταλάρα, γιατί θέλει να τα πει όλα και μας την σπάει.
Ενώ ο σπύρος που είναι κομμουνιστής δυσκολεύεται να καταλάβει τα νέα κινήματα (τι κίνημα; άμα δεν έχεις πουλήσει εφημερίδα στ’ αγιάζι...), παίρνει τηλέφωνο έναν παλιό του καθοδηγητή για να πάρει οδηγίες κι όταν τελικά πάει στις μάζες για να παρέμβει, αρχίζει να τους μιλάει για την εξέγερση του πολυτεχνείου και τρώει κατάμουτρα ένα γιαούρτι (να του ‘ρθει;).
Πάλι καλά, γιατί παλιά μας πετούσαν γιαούρτια με πρόκες, αποφαίνεται η εμπειρία του παλαιοκομμουνιστή. Και να φανταστείς ότι τους είπε για το πολυτεχνείο, που υπηρετεί τον εθνικό συλλογικό μύθο του ακομμάτιστου κι ακηδεμόνευτου. Πού να τους έπιανε και τα πιο βαριά.
Όσο είναι εκεί η δήμητρα αναρωτιέται μήπως τους άρχισε πάλι τα κομμουνιστικά. Γιατί ξέρει και κάτι άλλο να πει; της λέει ο γιάννης. Έλα ντε.
Στο τέλος, κι ενώ όλος ο κόσμος είναι στο δρόμο, ο σπύρος μένει μαζί με τον χαλακατεβάκη, που είναι φιλοχουντικός κι έχει καλέσει το εκατό, κίνηση με την οποία ο σπύρος διαφωνεί ιδεολογικά. Αλλά η ταύτιση στο τέλος παραμένει.
Λίγο πριν διυλίζει τον κώνωπα μαζί με τον καθοδηγητή του κι αναλύει μεταξύ άλλων πόσα λιπαρά είχε το γιαούρτι. Κρίνοντας από το κίνημα και τους στόχους του, μάλλον ήταν λάιτ. Μηδέν οξέα, μηδέν λιπαρά. Ακόμα και το όνομα του καθοδηγητή έχει τη σημασία του όμως. Στάθης παπασταύρου. Πρόκειται πιθανότατα για κάποιο συγγενή του κύριλλου...
Αυτό με το γιαούρτι πάντως μπορούμε να το καθιερώσουμε κι εδώ στο μπλοκ, ως μια λαογέννητη μορφή, που συνδυάζει διαλεκτικά την αμεσοδημοκρατία με το δημοκρατικό συγκεντρωτισμό. Ας πούμε την επόμενη φορά που θα τρολάρει κάποιος –ακόμα κι εγώ- θα ρωτάει ένας: να του ‘ρθει; Κι οι υπόλοιποι θα αποφασίζουν και θα γράφουν όποιο όνομα θέλουν πάνω στο όστρακο. Υπ’ αριθμόν ένα υποψήφιος ο βουρνούκιος, που τον τελευταίο καιρό περνάει μεγάλα ζόρια με τη δουλειά και ξεσπάει στο διαδίκτυο.
Εν τω μεταξύ ο βουρνούκιος κι οι σύντροφοί του για να μιλήσουν στη λαϊκή συνέλευση, αφήνουν στην είσοδο την κομματική τους ταυτότητα, μαζί με τα προσωπικά τους αντικείμενα, και συστήνονται στο σώμα με το όνομά τους.
Πχ, γεια χαρά, σπύρο παπαδόπουλο με λένε.
–Ε χεστήκαμε τώρα πώς σε λένε, τι θέλεις;
Αυτό δηλ είπαν στον σπύρο. Στην πλατεία δεν το λένε, αλλά καμιά φορά το εννοούν. Και δεν είναι τυχαίο ότι στο σίριαλ μπήκε το μέγκα στην κατάληψη για να την καλύψει (δεν τρέχει τίποτα, το μέγκα είναι κολλητάρια! Φιλάκια στον κ. χατζηνικολάου!).
Σήμερα μόνο τα ονόματα έχουν αλλάξει.
Αν θέλετε κάποια πιο σύγχρονη τηλεοπτική σημειολογία με το κίνημα της πλατείας, μπορείτε να την αναζητήσετε στο πολιτικό επεισόδιο της σειράς κινουμένων σχεδίων «ουκ αν λάβοις» και το πολιτικό κόμμα που ίδρυσε ο μένιππος με τα αρχικά μαλάκας (δεν είμαι μαλάκα-αααας...). Το οποίο κέρδισε τις εκλογές έχοντας στο πρόγραμμά του δύο βασικές θέσεις: παροχή δωρεάν ίντερνετ -το σύνταγμα έχει- και νομιμοποίηση της φούντας –που έχει ήδη κατέβει ως πρόταση σε κάποια λαϊκή συνέλευση.
Ένα διονυσιακό καρναβάλι όπου έχουμε ντυθεί όλοι ακομμάτιστοι κι αγανακτισμένοι. Δε θέλουμε θλιμμένους στη γιορτή μας. Απαγορεύονται τα κόμματα, τα συνδικάτα κι ο ντέιβιντ από το μπέβερλι χιλς.
Ποιο είναι το συμπέρασμα απ’ όλα αυτά; Ότι ο ράστα-μαν απ’ το σύνταγμα μας επισκέφτηκε, αλλά δεν σκέφτηκε για ποιο λόγο πρώτη φορά σήμερα τα ματ της πλατείας ανησύχησαν και κινητοποιήθηκαν τόσο έντονα. Τα άλλα ηθικά διδάγματα, ας τα κρατήσουμε για επόμενο κείμενο. Με την υπόμνηση ότι είναι τα συμπεράσματα ενός κουκουέ, με την ευρεία έννοια, αλλά όχι του Κουκουέ. Το λέω για όσους τα διαβάσουν με κεκτημένη ταχύτητα κι αγανάκτηση απ’ τις πλατείες.
Βοηθητικά βίντεο για την κατανόηση του κειμένου
http://www.youtube.com/watch?v=0DCsNiRLAs0
http://www.youtube.com/watch?v=ABQqtovlqWU&feature=related
Κι εδώ ολόκληρο το επεισόδιο για τους μερακλήδες
http://www.youtube.com/watch?v=ZKW8Gui5HBI&feature=related
http://www.youtube.com/watch?v=zmFsAmt4aaY&feature=related
http://www.youtube.com/watch?v=OUNjeMW1PYI&feature=related
Εδώ κι η δεύτερη σειρά που αναφέρεται στο κείμενο
http://www.youtube.com/watch?v=3ILEFyWkxLw
http://www.youtube.com/watch?v=Z7d2tRsJWv4
Και μια ιδέα από την ταινία δεσποινίς διευθυντής
http://www.youtube.com/watch?v=LY3Ob-4veJs
http://www.youtube.com/watch?v=XHyTJi56sRE&feature=related
Τετάρτη 1 Ιουνίου 2011
Μετά το πλακωτό έρχεται η λεύγα
Αυτές τις μέρες κυκλοφορεί το δεύτερο τεύχος της λεύγας, όπου μεταξύ άλλων μπορείτε να διαβάσετε και μια συντομευμένη εκδοχή του πιο κάτω κειμένου.
-Και γιατί το βγάλατε λεύγα;
-Χωρίς ιδιαίτερο λόγο. Μπορείς να πεις ότι παραπέμπει στο βιβλίο του βερν. Το πρώτο τεύχος θα είναι το λεύγα 01, κι άλλες 19.999 υπό τη θάλασσα. Το δεύτερο μία λεύγα λιγότερη (19.998) και πάει λέ(υ)γοντας.
Λεύγα 1, λεύγα 2... Σαν τους σπούτνικ, ας πούμε. Ωραία!
Και πόσο θέλει για να βγείτε στην επιφάνεια; Είκοσι χιλιάδες, επί δίμηνο, σαράντα χιλιάδες μήνες. Δια του δώδεκα, μας κάνει... τρεις χιλιάδες τρακόσια τόσα χρόνια! Ως τότε θα έχουμε κομμουνισμό!
Σα να λέμε, πέντε φορές η ποινή του ισοβίτη του αρκά. Ο οποίος κάθεται κι υπολογίζει ότι τα χρόνια της ποινής του αντιστοιχούν σε 330 εκατομμύρια λεπτά της ώρας!
-Μα είναι φοβερό! Τι μπορεί να κάνει κανείς σε τόσο χρόνο;
-Μπορεί να βράσει 33 εκατομμύρια αυγά σφιχτά, του λέει ο μοντεχρήστος.
Σε λεύγες πόσο μας κάνει;
Και ποιο είναι το στίγμα του περιοδικού;
Εσείς με ποιον είστε σύντροφε; Με την ανανέωση, με τη συντήρηση, με την κατάψυξη… η θέση μας είναι περίπου αυτή, που έλεγε κι ο χάρρυ κλυνν λίγο μετά το τέλος της ιστορίας.
Σε κάθε περίπτωση έχει το στίγμα του ερυθρισμού. Το ακριβώς αντίθετο απ’ αυτό της μεσογειακής αναιμίας, όπου πάσχεις από έλλειψη ερυθρών αιμοσφαιρίων.
Είναι και μαλλιαροί, δημοτικιστές. Όχι σαν κάτι «πνευματικούς» με φαλακρίτσα και μαλλιά στη γλώσσα. Που πουλάνε «ψιλό πνεύμα» και πολεμάν με δασείες την παρακμή της γλώσσας, αλλά χάνουν το δάσος. Τι διαφορά θα έχει αν αρχίσουμε να μιλάμε με ουγκ-ουγκ, αλλά ξέρουμε να τα γράφουμε με ψιλή;
-.-
Αλλά ας τους αφήσουμε αυτούς κι ας μιλήσουμε για πραγματική δημοσιογραφία.
Η δημοσιογραφία παλινδρομεί μεταξύ λογικής κι αισθητικής, συνειδητού κι αυθόρμητου. Στέκεται με αυταρέσκεια αναποφάσιστη ανάμεσα στην επιστήμη και την τέχνη, χωρίς να είναι ούτε το ένα, ούτε το άλλο. Πολύ εφήμερη για φτάσει τα διαχρονικά μηνύματα της λογοτεχνίας. Αλλά καθόλου συστηματική κι αυστηρή ώστε να θεωρηθεί επιστήμη. Έρχεται κι αυτή η διαρκής υπενθύμιση, κάτι μεταξύ απορίας και σπόντας από τον κόσμο που σε ρωτάει: τι ιεκ τελείωσες; Και σε αποτελειώνει.
Δεν είναι ιεκ, μαντάμ. Αει στο αριστοτέλειο είναι. Σε μια άκρη μακριά απ’ την πανεπιστημιούπολη, να μην κολλήσουν κι άλλοι τον ιό του ρουφ. Άραγε τον έχεις εκ γενετής, ή τον αναπτύσσεις στην πορεία; Και πώς μεταδίδεται; Με το σάλιο (απ’ το γλείψιμο στην κυβέρνηση) και τα ερωτικά υγρά (απ’ τη συνουσία με την εξουσία);
Δεν είναι όμως όλοι ρουφ στο σινάφι μας. Και δεν είναι όλοι οι ρουφ δημοσιογράφοι. Ούτε είναι όλοι οι άνθρωποι βολεμένοι. Αλλά όλοι σχεδόν οι βολεμένοι δεν είναι άνθρωποι. Είναι γαϊδούρια αναίσθητα, με εξωνημένη συνείδηση.
Ούτε όλοι οι απόφοιτοι της σχολής είναι δημοσιογράφοι. Αφού δεν είναι επιστήμη, μπορεί να την ασκήσει οποιοσδήποτε έχει ψώνιο να βγει στο γυαλί και μέσο να μπει σε κάποιο μέσο. Κι εμείς που το ‘χαμε όνειρο από μικροί, μένουμε στην απ’ έξω. Κι εκδικούμαστε κλέβοντας κι εμείς με τη σειρά μας τις θέσεις των άλλων. Γινόμαστε πλασιέ, πωλητές, γραμματείς και φαρισαίοι. Τα όνειρά μας να δούμε πότε θα πάρουν εκδίκηση.
Στη δημοσιογραφία λοιπόν οφείλουμε το ευ ζην. Αλλά αν περιμέναμε να βγάλουμε από αυτήν τα προς το ζην, το ζην θα ήταν εντελώς αμφίβολο. Τη βγάζεις δεν τη βγάζεις.
Σπουδάσαμε κάτι που δεν είναι επιστήμη, δεν είναι τίποτα. Και βρίσκουμε άλλα τίποτα και τα κάνουμε νούμερα της σόου μπιζ για να κάνουμε νούμερα στην (K)AGB. Το τίποτα που θέλει να γίνει κάτι. Το όνειρο του μικροαστού, που ζηλεύει τη δόξα του αστού.
Μπορεί να μην είναι επιστήμη, αλλά είναι λειτούργημα. Κι έτσι μπλέκεται διαλεκτικά με αυτό του δικαστή και του δασκάλου. Και βλέπεις τις μεγάλες περσόνες του χώρου να διδάσκουν μαθήματα αγωγής του πολίτη και να γίνονται τηλεοπτικοί εισαγγελείς, συνήθως όταν γίνονται απεργίες, (πείνας, διαρκείας, γενικές, χωρίς διάκριση).
Η κόλαση του δάντη έγραφε στην είσοδό της, αφήστε απ’ έξω κάθε ελπίδα. Ο μαρξ το παράφρασε για τον επιστήμονα που έπρεπε πριν αρχίσει να μελετά το αντικείμενό του να αφήσει έξω κάθε προκατάληψη. Εμείς επιστήμονες δεν είμαστε, αλλά είμαστε σατανάδες με κέρατα κι έχουμε θέση ρεζερβέ, πρώτο καζάνι πίστα, στην κόλαση. Αν κι ίσως μας ταίριαζε περισσότερο ο ρόλος του όφη του κατηραμένου, που ξεγελά τον κόσμο και δαγκώνει το μήλο. Αλλά εκείνο ήταν το μήλο της γνώσης, ενώ εμείς πασάρουμε το άλλο της χιονάτης και ρίχνουμε υπνωτικό στην ταξική συνείδηση του τηλεθεατή, μέχρι να έρθει ο πρίγκηπας (όχι ο κροπότκιν) να τον φιλήσει και να αφυπνιστεί. Κι η επιγραφή μας λέει, αφήστε στην είσοδο κάθε ίχνος αξιοπρέπειας, μαζί με τα άλλα προσωπικά σας αντικείμενα, πριν μπείτε στον χώρο. Κρατήστε και τη μύτη σας καλού-κακού. Το έξυπνο πουλί από τη μύτη πιάνεται.
Φοιτητές-σπουδαστές, ενωμένοι νικητές. Και στη μέση οι δημοσιογράφοι με τα υπαρξιακά τους να καταγράφουν τη ζωή που κυλάει δίπλα τους, σαν ηδονοβλεψίες. Ένας χώρος για αποτυχημένους.
Οι αποτυχημένοι αθλητές γίνονται αθλητικογράφοι, προπονητές της κερκίδας και της εφημερίδας που πληρώνονται. Οι αποτυχημένοι σκηνοθέτες, κριτικοί κινηματογράφου (σαν το μεγάλο ράφα). Κι οι αποτυχημένοι πολιτικοί, αναλυτές, συντάκτες κι αρθρογράφοι. Έτσι κι αλλιώς ο δρόμος είναι διπλής κατεύθυνσης και τα μεταξύ τους όρια δυσδιάκριτα. Κάτι σαν σχέση αλληλεξάρτησης, σαν αυτές που είχε το άρθρο του λουκά στο ρίζο για τον σύγχρονο ιμπεριαλισμό. Εξάλλου οι καλύτεροι τηλεοπτικοί εκπρόσωποι του κόμματος είναι δημοσιογράφοι: ο μπογιό κι η κανέλλη.
Κατά βάθος όλοι κρύβουν ένα δημοσιογράφο μέσα τους. Όλη στην χώρα είναι δημοσιογράφοι, κατ’ εικόνα κι ομοίωση του θεού της τηλεόρασης. Ψώνια με μεγάλη ιδέα για τον εαυτό τους και την ίδια στιγμή ψοφοδεείς υποτελικοί που ποτέ δε σηκώνουν κεφάλι. Και κάθε βράδυ μπροστά στο κουτί, ή σε κάποια ταβέρνα, παίζουμε τους μοιραίους του βάρναλη.
Φταίει το ζαβό το ριζικό μας, φταίει ο θεός που μας μισεί
Φταίει το κεφάλι το κακό μας, μα πρώτα απ’ όλα η τι-βί!
Κι όμως στον κομμουνισμό η δημοσιογραφία θα ακολουθήσει τη μοίρα όλων των κατάλοιπων του παλιού κόσμου και θα απονεκρωθεί. Θα μάθουν όλοι να δημοσιογραφούν, να μη σωπαίνουν, να ερευνάν τα πράγματα και να τα φωτίζουν ως την τελική αιτία τους. Θα γίνουν όλοι δημοσιογράφοι με καλό λέγειν και συγκροτημένη άποψη και δε θα χρειάζονται ειδικοί, γιατί τέτοιοι θα ‘μαστε όλοι.
Κι ίσως αυτό να είναι τελικά που θα δώσει το έναυσμα στον πολύ κόσμο για την επανάσταση. Ας παλέψουμε όλοι για τον κομμουνισμό, όπου δε θα υπάρχουν πλέον δημοσιογράφοι. Ούτε πράβδα, ούτε ιζβέστια.
Χαράς ευαγγέλια...
Στα ηρωικά μμε του απθ εξάλλου ήταν που αποτυπώθηκε στην πράξη η σύνδεση με την κομμουνιστική προοπτική, χάρη στην εκλογική κάθοδο του γιούχου σχήματος με την επωνυμία εσσδ (ένωση κάτι σπουδαστών δημοσιογραφίας). Τελικά το λαϊκό κίνημα με μπροστάρισσα την πανσπουδαστική (τότε) παρενέβη δυναμικά κι ακύρωσε την προβοκάτσια.
Μπορείτε (ενθαρρύνεται κι επιβάλλεται) να επισκεφτείτε και την ιστοσελίδα του περιοδικού: http://www.levga.gr/
-Και γιατί το βγάλατε λεύγα;
-Χωρίς ιδιαίτερο λόγο. Μπορείς να πεις ότι παραπέμπει στο βιβλίο του βερν. Το πρώτο τεύχος θα είναι το λεύγα 01, κι άλλες 19.999 υπό τη θάλασσα. Το δεύτερο μία λεύγα λιγότερη (19.998) και πάει λέ(υ)γοντας.
Λεύγα 1, λεύγα 2... Σαν τους σπούτνικ, ας πούμε. Ωραία!
Και πόσο θέλει για να βγείτε στην επιφάνεια; Είκοσι χιλιάδες, επί δίμηνο, σαράντα χιλιάδες μήνες. Δια του δώδεκα, μας κάνει... τρεις χιλιάδες τρακόσια τόσα χρόνια! Ως τότε θα έχουμε κομμουνισμό!
Σα να λέμε, πέντε φορές η ποινή του ισοβίτη του αρκά. Ο οποίος κάθεται κι υπολογίζει ότι τα χρόνια της ποινής του αντιστοιχούν σε 330 εκατομμύρια λεπτά της ώρας!
-Μα είναι φοβερό! Τι μπορεί να κάνει κανείς σε τόσο χρόνο;
-Μπορεί να βράσει 33 εκατομμύρια αυγά σφιχτά, του λέει ο μοντεχρήστος.
Σε λεύγες πόσο μας κάνει;
Και ποιο είναι το στίγμα του περιοδικού;
Εσείς με ποιον είστε σύντροφε; Με την ανανέωση, με τη συντήρηση, με την κατάψυξη… η θέση μας είναι περίπου αυτή, που έλεγε κι ο χάρρυ κλυνν λίγο μετά το τέλος της ιστορίας.
Σε κάθε περίπτωση έχει το στίγμα του ερυθρισμού. Το ακριβώς αντίθετο απ’ αυτό της μεσογειακής αναιμίας, όπου πάσχεις από έλλειψη ερυθρών αιμοσφαιρίων.
Είναι και μαλλιαροί, δημοτικιστές. Όχι σαν κάτι «πνευματικούς» με φαλακρίτσα και μαλλιά στη γλώσσα. Που πουλάνε «ψιλό πνεύμα» και πολεμάν με δασείες την παρακμή της γλώσσας, αλλά χάνουν το δάσος. Τι διαφορά θα έχει αν αρχίσουμε να μιλάμε με ουγκ-ουγκ, αλλά ξέρουμε να τα γράφουμε με ψιλή;
-.-
Αλλά ας τους αφήσουμε αυτούς κι ας μιλήσουμε για πραγματική δημοσιογραφία.
Η δημοσιογραφία παλινδρομεί μεταξύ λογικής κι αισθητικής, συνειδητού κι αυθόρμητου. Στέκεται με αυταρέσκεια αναποφάσιστη ανάμεσα στην επιστήμη και την τέχνη, χωρίς να είναι ούτε το ένα, ούτε το άλλο. Πολύ εφήμερη για φτάσει τα διαχρονικά μηνύματα της λογοτεχνίας. Αλλά καθόλου συστηματική κι αυστηρή ώστε να θεωρηθεί επιστήμη. Έρχεται κι αυτή η διαρκής υπενθύμιση, κάτι μεταξύ απορίας και σπόντας από τον κόσμο που σε ρωτάει: τι ιεκ τελείωσες; Και σε αποτελειώνει.
Δεν είναι ιεκ, μαντάμ. Αει στο αριστοτέλειο είναι. Σε μια άκρη μακριά απ’ την πανεπιστημιούπολη, να μην κολλήσουν κι άλλοι τον ιό του ρουφ. Άραγε τον έχεις εκ γενετής, ή τον αναπτύσσεις στην πορεία; Και πώς μεταδίδεται; Με το σάλιο (απ’ το γλείψιμο στην κυβέρνηση) και τα ερωτικά υγρά (απ’ τη συνουσία με την εξουσία);
Δεν είναι όμως όλοι ρουφ στο σινάφι μας. Και δεν είναι όλοι οι ρουφ δημοσιογράφοι. Ούτε είναι όλοι οι άνθρωποι βολεμένοι. Αλλά όλοι σχεδόν οι βολεμένοι δεν είναι άνθρωποι. Είναι γαϊδούρια αναίσθητα, με εξωνημένη συνείδηση.
Ούτε όλοι οι απόφοιτοι της σχολής είναι δημοσιογράφοι. Αφού δεν είναι επιστήμη, μπορεί να την ασκήσει οποιοσδήποτε έχει ψώνιο να βγει στο γυαλί και μέσο να μπει σε κάποιο μέσο. Κι εμείς που το ‘χαμε όνειρο από μικροί, μένουμε στην απ’ έξω. Κι εκδικούμαστε κλέβοντας κι εμείς με τη σειρά μας τις θέσεις των άλλων. Γινόμαστε πλασιέ, πωλητές, γραμματείς και φαρισαίοι. Τα όνειρά μας να δούμε πότε θα πάρουν εκδίκηση.
Στη δημοσιογραφία λοιπόν οφείλουμε το ευ ζην. Αλλά αν περιμέναμε να βγάλουμε από αυτήν τα προς το ζην, το ζην θα ήταν εντελώς αμφίβολο. Τη βγάζεις δεν τη βγάζεις.
Σπουδάσαμε κάτι που δεν είναι επιστήμη, δεν είναι τίποτα. Και βρίσκουμε άλλα τίποτα και τα κάνουμε νούμερα της σόου μπιζ για να κάνουμε νούμερα στην (K)AGB. Το τίποτα που θέλει να γίνει κάτι. Το όνειρο του μικροαστού, που ζηλεύει τη δόξα του αστού.
Μπορεί να μην είναι επιστήμη, αλλά είναι λειτούργημα. Κι έτσι μπλέκεται διαλεκτικά με αυτό του δικαστή και του δασκάλου. Και βλέπεις τις μεγάλες περσόνες του χώρου να διδάσκουν μαθήματα αγωγής του πολίτη και να γίνονται τηλεοπτικοί εισαγγελείς, συνήθως όταν γίνονται απεργίες, (πείνας, διαρκείας, γενικές, χωρίς διάκριση).
Η κόλαση του δάντη έγραφε στην είσοδό της, αφήστε απ’ έξω κάθε ελπίδα. Ο μαρξ το παράφρασε για τον επιστήμονα που έπρεπε πριν αρχίσει να μελετά το αντικείμενό του να αφήσει έξω κάθε προκατάληψη. Εμείς επιστήμονες δεν είμαστε, αλλά είμαστε σατανάδες με κέρατα κι έχουμε θέση ρεζερβέ, πρώτο καζάνι πίστα, στην κόλαση. Αν κι ίσως μας ταίριαζε περισσότερο ο ρόλος του όφη του κατηραμένου, που ξεγελά τον κόσμο και δαγκώνει το μήλο. Αλλά εκείνο ήταν το μήλο της γνώσης, ενώ εμείς πασάρουμε το άλλο της χιονάτης και ρίχνουμε υπνωτικό στην ταξική συνείδηση του τηλεθεατή, μέχρι να έρθει ο πρίγκηπας (όχι ο κροπότκιν) να τον φιλήσει και να αφυπνιστεί. Κι η επιγραφή μας λέει, αφήστε στην είσοδο κάθε ίχνος αξιοπρέπειας, μαζί με τα άλλα προσωπικά σας αντικείμενα, πριν μπείτε στον χώρο. Κρατήστε και τη μύτη σας καλού-κακού. Το έξυπνο πουλί από τη μύτη πιάνεται.
Φοιτητές-σπουδαστές, ενωμένοι νικητές. Και στη μέση οι δημοσιογράφοι με τα υπαρξιακά τους να καταγράφουν τη ζωή που κυλάει δίπλα τους, σαν ηδονοβλεψίες. Ένας χώρος για αποτυχημένους.
Οι αποτυχημένοι αθλητές γίνονται αθλητικογράφοι, προπονητές της κερκίδας και της εφημερίδας που πληρώνονται. Οι αποτυχημένοι σκηνοθέτες, κριτικοί κινηματογράφου (σαν το μεγάλο ράφα). Κι οι αποτυχημένοι πολιτικοί, αναλυτές, συντάκτες κι αρθρογράφοι. Έτσι κι αλλιώς ο δρόμος είναι διπλής κατεύθυνσης και τα μεταξύ τους όρια δυσδιάκριτα. Κάτι σαν σχέση αλληλεξάρτησης, σαν αυτές που είχε το άρθρο του λουκά στο ρίζο για τον σύγχρονο ιμπεριαλισμό. Εξάλλου οι καλύτεροι τηλεοπτικοί εκπρόσωποι του κόμματος είναι δημοσιογράφοι: ο μπογιό κι η κανέλλη.
Κατά βάθος όλοι κρύβουν ένα δημοσιογράφο μέσα τους. Όλη στην χώρα είναι δημοσιογράφοι, κατ’ εικόνα κι ομοίωση του θεού της τηλεόρασης. Ψώνια με μεγάλη ιδέα για τον εαυτό τους και την ίδια στιγμή ψοφοδεείς υποτελικοί που ποτέ δε σηκώνουν κεφάλι. Και κάθε βράδυ μπροστά στο κουτί, ή σε κάποια ταβέρνα, παίζουμε τους μοιραίους του βάρναλη.
Φταίει το ζαβό το ριζικό μας, φταίει ο θεός που μας μισεί
Φταίει το κεφάλι το κακό μας, μα πρώτα απ’ όλα η τι-βί!
Κι όμως στον κομμουνισμό η δημοσιογραφία θα ακολουθήσει τη μοίρα όλων των κατάλοιπων του παλιού κόσμου και θα απονεκρωθεί. Θα μάθουν όλοι να δημοσιογραφούν, να μη σωπαίνουν, να ερευνάν τα πράγματα και να τα φωτίζουν ως την τελική αιτία τους. Θα γίνουν όλοι δημοσιογράφοι με καλό λέγειν και συγκροτημένη άποψη και δε θα χρειάζονται ειδικοί, γιατί τέτοιοι θα ‘μαστε όλοι.
Κι ίσως αυτό να είναι τελικά που θα δώσει το έναυσμα στον πολύ κόσμο για την επανάσταση. Ας παλέψουμε όλοι για τον κομμουνισμό, όπου δε θα υπάρχουν πλέον δημοσιογράφοι. Ούτε πράβδα, ούτε ιζβέστια.
Χαράς ευαγγέλια...
Στα ηρωικά μμε του απθ εξάλλου ήταν που αποτυπώθηκε στην πράξη η σύνδεση με την κομμουνιστική προοπτική, χάρη στην εκλογική κάθοδο του γιούχου σχήματος με την επωνυμία εσσδ (ένωση κάτι σπουδαστών δημοσιογραφίας). Τελικά το λαϊκό κίνημα με μπροστάρισσα την πανσπουδαστική (τότε) παρενέβη δυναμικά κι ακύρωσε την προβοκάτσια.
Μπορείτε (ενθαρρύνεται κι επιβάλλεται) να επισκεφτείτε και την ιστοσελίδα του περιοδικού: http://www.levga.gr/