…εμπρός για μια πραγματική και ριζική αλλαγή.
Με κατεύθυνση το σοσιαλισμό. Ο σοσιαλισμός είναι σαν το βορρά, ένα σημείο του ορίζοντα, που όσο το πλησιάζουμε απομακρύνεται, όπως λέει ο πι-πι στο βιβλίο του επιστροφή στο μέλλον. Μα τι ποιητικός που είναι ο πι-πι! Γι’ αυτό πάρτε καλύτερα το βιβλίο του μπογιό, κι ας μην έχει τόσο λογοτεχνική εσάνς για τους εστέτ αναγνώστες. Τα λέει λαϊκά κι ωραία, για να καταλαβαίνουν οι απλοί ανθρώποι. Όχι επειδή τους θεωρεί ηλίθιους, ο τίτλος σε άλλους αναφέρεται. Είναι ο καπιταλισμός, όχι το χρέος ηλίθιε. Επειδή όμως οι ηλίθιοι είναι αήττητοι, η τελική νίκη θα είναι δική τους κι αυτό είναι αντικειμενικό. Ή μάλλον χαϊδεύει τις παρυφές της νομοτέλειας, για να γίνουμε κι εμείς πιο ποιητικοί.
Υπάρχουν λοιπόν οι διανοούμενοι που θεωρητικολογούν, δηλαδή θεωρούν την πραγματικότητα από ψηλά, αφ’ υψηλού, και χάνονται στον κόσμο των αφαιρέσεων. Υπάρχουν αυτοί που για να εκλαϊκεύσουν τα γεγονότα, τα φέρνουν στα μέτρα τους και τα φτωχαίνουν, τα αποξηραίνουν απ’ την ουσία και την πολυπλοκότητά τους. Κι υπάρχουν κι αυτοί που μιλάνε ανάλογα με το ακροατήριο που έχουν και του λένε αυτά που θέλει να ακούσει.
Πότε σαν ντούροι επαναστάτες και μαιτρ της τακτικής που κατηγορούν τους άλλους για ιδιότυπο αναχωρητισμό από τα πραγματικά επίδικα της πάλης που συναπαρτίζουν ένα σύγχρονο, επαναστατικό σχέδιο με μεταβατικά, «μπολσεβίκικα» αιτήματα, πλατιά και παλλαϊκά –σαν το εαμ- κατανοητά στον κόσμο. Και πότε σαν υπεύθυνοι και σοβαροί, αστοί αναλυτές που στηλιτεύουν την εθνικά επικίνδυνη και καταστροφική πολιτική του μνημονίου.
Απ’ τη μια πλευρά οι λαοί κι οι οικονομίες, δηλ τα κράτη κι από την άλλη οι τράπεζες, που λέει κι ο καζάκης (3.33). Από δω το κράτος, από εκεί οι τράπεζες. Κι η κοινή μαρξιστική λογική, πάει περίπατο. Αλλά τα δικά του μαργαριτάρια δεν έχουν το μάρκετινγκ της αλέκας κι έτσι μένουν στο απυρόβλητο.
Ο πι-πι λοιπόν μπορεί να ταξιδεύει για το βορρά, αλλά να μη φτάσει ποτέ. Ο βορράς είναι απλώς ένα σημείο του ορίζοντα, κατεύθυνση κι όχι τελικός προορισμός. Κι ο βόρειος πόλος είναι γεμάτος πάγους που δεν έσπασαν και δρόμους που δεν χαράχτηκαν. Γι’ αυτό προβάλλει η ανάγκη ενός τρίτου πόλου, για να βαδίσει στα χνάρια του τρίτου δρόμου, πάνω στα ερείπια της τρίτης διεθνούς που χρεοκόπησε, και του παπανδρέου του τρίτου, του μακρύτερου, που θα πέσει από τα κάτω κι αριστερά.
Αλλά αν εμείς σπρώχνουμε από κάτω κι αριστερά, το πράγμα θα πάει στην εντελώς αντίθετη κατεύθυνση, προς τα πάνω και δεξιά. Σε μια κυβέρνηση που θα λειτουργεί υπό μαζικό, λαϊκό εκβιασμό για να πάρει μέτρα υπέρ μας, και θα εφαρμόσει το μεταβατικό, αντικαπιταλιστικό μας πρόγραμμα, με το λαϊκό πιστόλι στον κρόταφο. Ρώσικη ρουλέτα είναι αυτή όμως και μπορεί να σκάσει στα μούτρα σου, σαν τη ρώσικη επανάσταση. Γιατί τα όπλα που έστελναν οι σοβιετικοί ήταν παμπάλαια και δυσλειτουργικά. Πουλούσαν απλώς διεθνισμό για να ξεφορτωθούν τις τσαρικές παλιατζούρες. Τέτοιοι ήσαν οι άτιμοι οι σταλινικοί και τέτοιοι παραμένουν μέχρι και σήμερα.
Μπορείς λοιπόν να ξεκινήσεις για το βορρά, ακολουθώντας τον πολικό αστέρα, στο δρόμο που δείχνει η μεγάλη σοβιετική άρκτος, που ανελήφθη εις τους ουρανούς, χωρίς να περιμένει τους πιστούς της να κάνουν μαζί της την επουράνια έφοδο. Και να φτάσεις σαν την τρόικα των μάγων με τα δώρα. Ο μπαλτάσαρ θα φέρει έξοδο από την ευρωζώνη, ο μέλχιοτ κρατικοποιήσεις τραπεζών κι ο κορέα ελέ και διαγραφή (μέρους) του χρέους. Θα αλλάξουν με μαγικό ραβδάκι τον καπιταλισμό και το χρηματοπιστωτικό σύστημα που είναι η καρδιά του και θα αρχίσει να χτυπά φιλολαϊκά. Στο μισά του ταξιδιού θα κάνουμε και μια στάση, πληρωμών κατά προτίμηση.
Να βγει κι ο πι-πι, ως κύκλος της χαριλάου τρικούπη –προσοχή στους συνειρμούς όμως, γιατί οι άλλοι με το θείο βρέφος μετακόμισαν στην ιπποκράτους- και να πει: δυστυχώς επτωχεύσαμεν ιδεολογικά κι ακολουθούμε παλιές χρεοκοπημένες συνταγές για τρίτους δρόμους, από τον τσελεμεντέ του αναρχικού, που πάλιωσαν οι σελίδες τους κι έγιναν κίτρινες σαν τη δεύτερη διεθνή του κάουτσκι.
Μια παραλλαγή της αλλαγής. Ή μάλλον αλλαγή της αλλαγής. Ο επαναπροσδιορισμός της αλλαγής της αλλαγής. Τσάκα την τσαπού οε-οε. Χρωστάμε κι ένα αφιέρωμα στο λεωνίδα που φυλούσε θερμοπύλες, πριν να κλείσει η χρονιά.
Αλλά ας επιστρέψουμε στα έργα των κλασικών. Χάρρυ κλυνν, δίσκος ραντεβού με την εισαγγελία. Έτος 1989, το σωτήριο και καθαρτήριο. Η οπτική γωνία ενός μικρού παιδιού της εποχής για την αλλαγή που έπνεε τα λοίσθια.
Αλλαγή; Αυτό το πλάμα, είναι ένα πλάμα που ένας παππούλης έρχεται με το αεροπλάνο και κάνει το χελάκι του έτσι, και μια κοπέλα με μεγάλα βυζιά, πηγαίνει δίπλα του και τον πιάνει για να μην πέσει. Η μαμά μου λέει πως αυτός ο παππούλης θέλει να παντλευτεί αυτή την κοπέλα με τα μεγάλα τα βυζιά, αλλά ο μπαμπάς μου λέει πως αυτή θα τον καταστλέψει, γιατί αυτός ο παππούλης που θέλει να παντλευτεί την κοπέλα με τα μεγάλα τα βυζιά, δεν κοιτάει τη δουλειά του. Κι αυτό το πλάμα είναι όλοι που κλέβουν και που λέει ο μπαμπάς μου πως όπου να ‘ναι θα φύγουνε νύχτα. Κι αυτό το πλάμα το βλίζει όλη μέρα ο μπαμπάς μου και μόλις το βλέπει στην τηλεόλαση, φωνάζει και λέει στη μαμά μου: κλείσ’ τη γαμώ το γονιό τους, γιατί θα τη σπάσω. Και τότε η μαμά μου την κλείνει, κι ο μπαμπάς μου βάζει ένα βίντεο, και βλέπει μια κοπέλα, με μεγάάλα βυζιά, που δεν είναι όμως η κοπέλα με τα μεγάλα τα βυζιά που θέλει να παντλευτεί ο παππούλης.
Τώρα που ενταφιάζεται η αλλαγή κι οι κατακτήσεις της μεταπολίτευσης, ο νεκρός δεδικαίωται στη συλλογική μνήμη. Που θέλουν να τη θάψουν κι αυτή μαζί, να μας πείσουν ότι όλοι μαζί τα φάγαμε και να ‘χουμε τύψεις για το μεγάλο πάρτι της μεταπολίτευσης, όπου φάγαμε πόρτα και δεν πατήσαμε ποτέ.
Τι εναλλακτική –λένε ότι- υπάρχει; Η νοσταλγία για το νεκρό κουφάρι της μεταπολίτευσης και μια εξιδανικευμένη εικόνα του παρελθόντος. Που την πλασάρουν ένα σωρό απο-κόμματα υπό διαμόρφωση, ζυμώνουν διεργασίες κι απλώνουν την εκλογική τους πραμάτεια: εδώ το καλό πασόκ. Το πραγματικό, το τιμιο πασοκ. Το σοσιαλιστικό, το ενωμένο και δυνατό.
Δε βάζεις κι ένα νέο εαμ, μπας και συγκινήσουμε τον κόσμο, όπως ο ανδρέας το 81’ που λεηλάτησε τις ψήφους των παλιών εαμιτών και τους έδωσε σύνταξη αντιστασιακού;
Ο κάρολος μας λέει ότι το κεφάλαιο δημιουργεί αντικειμενικά και το νεκροθάφτη του, δηλαδή το προλεταριάτο. Η σύγχρονη εργατική τάξη εκτός από το κεφάλαιο καλείται να θάψει και τις αυταπάτες της, που της καλλιεργούνται έντεχνα εντός του συστήματος.
Η αλλαγή είναι το όπιο του λαού. Όχι σε όλα τα πασόκ, σκληρά και μαλακά.
Σάββατο 29 Οκτωβρίου 2011
Τετάρτη 26 Οκτωβρίου 2011
Το Σύμφωνο της Βαρσοβίας
Σκόρπιες σκέψεις και συνειρμοί με αφορμή την –εντός κι εκτός εισαγωγικών- δραματική επικαιρότητα και την επικείμενη συμφωνία του γαλλο-γερμανικού άξονα.
Ένας προβληματισμός δεν αποτελεί σώνει και καλά διαφωνία. Ή μάλλον, μια διαφωνία είναι πιο πολύ προβληματισμός. Ίσως να ‘ναι κι έτσι, που έγραφε κι ο ρίτσος στη δεκαετία με τις βάτες. Ίσως κι όχι. Αν είναι όμως;
Ας δούμε ένα παράδειγμα. Έλεγε πχ το κόμμα παλιότερα για την εξάρτηση του ελληνικού καπιταλισμού, κι είχε βασικά δίκιο. Έμπαινε όμως ο προβληματισμός. Μήπως έχουν αλλάξει τα δεδομένα από τη δεκαετία του 90’, με την επέκταση στο σύγχρονο ελ ντοράντο των βαλκανίων;
Έρχεται λοιπόν σήμερα το κόμμα και μιλά για ενδιάμεση θέση του ελληνικού καπιταλισμού, αφαιρώντας τον προσδιορισμό εξαρτημένος από την ανάλυσή του. Αν το ‘χω καταλάβει σωστά δηλ. Οπότε μπαίνει ο προβληματισμός από την ανάποδη. Δεν είμαστε εξαρτημένη χώρα, όταν έχουμε τόσες εισαγωγές, μειωμένη παραγωγή σε βασικούς κλάδους κι έλλειψη βαριάς βιομηχανίας;
Αλλά αυτό πρέπει να το δούμε ξεχωριστά, σε άλλο κείμενο.
Η διαφωνία δεν είναι ακριβώς το αντίθετο της συμφωνίας. Δεν είναι αντι-φωνία, δηλ μια αντίθετη άποψη, αλλά πολυφωνία, διάλογος, όπως λέει κι η ίδια η λέξη. Χωρίς αυτήν υπάρχει α-φωνία, όπου απλά κουνάω καταφατικά το κεφάλι σε ό,τι λες για να συμφωνήσω. Το βάζει κι η εισήγηση.
Αλλά το ίδιο μπορώ να κάνω κι αν διαφωνώ-αντιφωνώ εξ αρχής, από άποψη, αν ετεροπροσδιορίζομαι από το κόμμα. Απλά αλλάζω τη φορά κίνησης του κεφαλιού και τα υπόλοιπα μένουν ίδια. Ενώ η φωνή είναι απλά ηχητικό εφέ, χωρίς ουσία σε ό,τι λέει, κάτι σαν άναρθρο επιφώνημα.
Οι άλλοι μας λένε κομματικά φερέφωνα, αλλά –κι ετυμολογικά να το δεις- το φερέφωνο φέρει δική του φωνή, και μπορεί να την αξιοποιήσει για να συμφωνήσει δημιουργικά, αντί να βάλει να παίζει η κασέτα. Η συμφωνία δεν είναι μια απλή, καταφατική αφωνία. Έχει ως πρώτο συνθετικό την πρόθεση συν, που σημαίνει προσθήκη, συμφωνώ κι επαυξάνω, με βάση τις παραστάσεις μου και τη δική μου οπτική γωνία. Κι ύστερα ενώνω τη φωνή μου στις άλλες που με βρίσκουν σύμφωνο, για να τη δυναμώσω και να φωνάξουμε όλοι μαζί για το δίκιο μας.
Η συμφωνία στο κόμμα πρέπει να είναι ορχηστρική, με διακριτούς ρόλους και συγκεκριμένες αρμοδιότητες για κάθε όργανο. Πρώτα βιολιά, ομάδες κρούσης (κρουστά), πνευστά, το όργανο της κε. Και φυσικά ένα μαέστρο να συντονίζει και να μην παίζει κάθε όργανο του κεφαλιού του. Αλλά χωρίς όργανα δε μπορεί να κάνει τίποτα. Θα μείνει με τη μπαγκέτα στο χέρι, να μιλάει μόνος του για αυτοδιεύθυνση.
Τα όργανα από την άλλη πρέπει να έχουν το ελεύθερο να αυτοσχεδιάζουν, αλλά αν κάνουν μόνο αυτό, θα είναι μια διαρκής παραφωνία, σαν το βάρδο κακοφωνίξ που χαλάει την αρμονία του συνόλου. Τα σόλα –πρέπει να- συνδυάζονται αρμονικά, να αναδεικνύουν το σύνολο και να αναδεικνύονται μέσα από αυτό. Ένας για όλους και όλοι για έναν, όπως λέει και το σύνθημα –του νταρτανιάν- στις πορείες.
Αλλά χωρίς διαφωνία δεν υπάρχει συμφωνία. Διαλεκτικό δίπολο, όπου το ένα δε νοείται χωρίς το αντίθετό του. Αν δεν υπάρξει διαπάλη, διαφωνία, διάλογος, αν με άλλα λόγια δεν υπάρχουν πολλές φωνές, πώς να καταλήξεις στη μία που θα σε εκφράζει;
Το θέμα είναι πώς τον χειρίζεσαι τον προβληματισμό –ή τη διαφωνία- και πού τον εκφράζεις. Εκτός οργάνων, οριζόντια, σε έμπιστους συντρόφους; Στην καθοδήγηση, ή τον προσυνεδριακό κάθε τέσσερα χρόνια; Ποτέ και πουθενά; Η σωστή απάντηση είναι το δεύτερο, αλλά δεν είναι πάντα τόσο απλό.
Ο κάθε σφος μαζεύει σωρευτικά απορίες, ντρέπεται γι’ αυτές και τις πνίγει μέσα του, μέχρι που να τον πνίξουνε αυτές και να ξεσπάσει απότομα, όπως κάθε κλειστό σύστημα –νόμος της θερμοδυναμικής που είχε ισχύ ακόμα και στον ψυχρό πόλεμο. Τότε η ποσότητα αλλάζει διαλεκτικά σε καινούρια ποιότητα, οι απορίες σε διαφωνίες, κι έχουμε μια κλασική κρίση υπερσυσσώρευσης αποριών, που είναι αρχικά μη ανταγωνιστικές –σαν τις αντιθέσεις του μάο- αλλά αν δεν προσεχτούν και σου απαντάν άλλα αντ’ άλλων, σε ωθούν έμμεσα να λουφάξεις και να τις κρατήσεις μέσα σου, ώσπου να ξεσπάσουν. Όχι πως ήταν κάτι σημαντικό, αλλά δεν τις διαχειρίστηκαν σωστά, κι έγινε η σπίθα πυρκαγιά και πέλαγος η στάλα.
Η νομοτέλεια αυτή είναι διπλής κατεύθυνσης. Ή καταστέλλεις τις διαφωνίες και ξεσπάνε σαν απωθημένο, οπότε γίνεσαι αντιδραστικός. Ή που υποκύπτεις εξ αρχής στη γοητεία της διαφωνίας και ωριμάζεις μετά στην πορεία, αναζητώντας τη συμφωνία κι άτομα που στην εξασφαλίζουν. Πολλές φορές βέβαια, μένεις στάσιμος, στα μισά της νομοτέλειας, χωρίς διαλεκτικές μεταστροφές.
Υπάρχει όμως κι η γενική προέκταση, πέραν του προσωπικού. Μερικά θέματα απαιτούν αυστηρή συμφωνία και δημοκρατικό συγκεντρωτισμό, σαν το σύμφωνο της βαρσοβίας. Κι άλλα είναι απ’ τη φύση τους πιο θεωρητικά, θέλουν συνεχές ψάξιμο, δεν είναι θέμα γραμμής, για να επιβάλεις στους διαφωνούντες να αφωνήσουν δημόσια.
Το θέμα είναι να μη συνηθίσουν οι φωνητικές χορδές κι ατροφήσουν. Ο γράψας το 89’ έλεγε για σιωπή νεκροταφείου. Αλλά το ρεύμα του στράβωσε το κλαδί απ’ την ανάποδη κι έμπλεξε στην πολυφωνία του πύργου της βαβέλ, που μένει πάντα μισός κι ανέσωτος, σαν την επαναθεμελίωση. Κι ας λεν ότι η δική μας οικοδόμηση κατέρρευσε. Κράτησε όμως τα θεμέλια και μπορεί να ξανασταθεί στα πόδια της. όπου ήταν τείχος θα ξαναγίνει τείχος.
Το –οπορτουνιστικά- τίμιο θα ήταν να συμφωνήσουμε ότι διαφωνούμε, αντί να κάνουμε ρηχές συμφωνίες εκλογικού χαρακτήρα, που ρίχνουν τις διαφωνίες κάτω από το χαλί και το στρώνουν στις διασπάσεις του μέλλοντος και τις –ιστορικά φορτισμένες- διαφωνίες της νέας εποχής. Όπου η συντροφική προσφώνηση θα μοιάζει υποκριτική και τα οργανωτικά με το κεφάλι της ζαν ντ’ αρκ, που είχε κι αυτό εσωτερικές φράξιες και πολυφωνία.
Η αποφώνηση θα γίνει στα σχόλια, εκτός κι αν επικρατήσει αφωνία. Με κάλυψες, τα βάζει και το κείμενο κτλ. Τιμή και δόξα στους ξεσκέπαστους που δεν καλύφτηκαν, κρυώνουν κι εκτίθενται.
Ένας προβληματισμός δεν αποτελεί σώνει και καλά διαφωνία. Ή μάλλον, μια διαφωνία είναι πιο πολύ προβληματισμός. Ίσως να ‘ναι κι έτσι, που έγραφε κι ο ρίτσος στη δεκαετία με τις βάτες. Ίσως κι όχι. Αν είναι όμως;
Ας δούμε ένα παράδειγμα. Έλεγε πχ το κόμμα παλιότερα για την εξάρτηση του ελληνικού καπιταλισμού, κι είχε βασικά δίκιο. Έμπαινε όμως ο προβληματισμός. Μήπως έχουν αλλάξει τα δεδομένα από τη δεκαετία του 90’, με την επέκταση στο σύγχρονο ελ ντοράντο των βαλκανίων;
Έρχεται λοιπόν σήμερα το κόμμα και μιλά για ενδιάμεση θέση του ελληνικού καπιταλισμού, αφαιρώντας τον προσδιορισμό εξαρτημένος από την ανάλυσή του. Αν το ‘χω καταλάβει σωστά δηλ. Οπότε μπαίνει ο προβληματισμός από την ανάποδη. Δεν είμαστε εξαρτημένη χώρα, όταν έχουμε τόσες εισαγωγές, μειωμένη παραγωγή σε βασικούς κλάδους κι έλλειψη βαριάς βιομηχανίας;
Αλλά αυτό πρέπει να το δούμε ξεχωριστά, σε άλλο κείμενο.
Η διαφωνία δεν είναι ακριβώς το αντίθετο της συμφωνίας. Δεν είναι αντι-φωνία, δηλ μια αντίθετη άποψη, αλλά πολυφωνία, διάλογος, όπως λέει κι η ίδια η λέξη. Χωρίς αυτήν υπάρχει α-φωνία, όπου απλά κουνάω καταφατικά το κεφάλι σε ό,τι λες για να συμφωνήσω. Το βάζει κι η εισήγηση.
Αλλά το ίδιο μπορώ να κάνω κι αν διαφωνώ-αντιφωνώ εξ αρχής, από άποψη, αν ετεροπροσδιορίζομαι από το κόμμα. Απλά αλλάζω τη φορά κίνησης του κεφαλιού και τα υπόλοιπα μένουν ίδια. Ενώ η φωνή είναι απλά ηχητικό εφέ, χωρίς ουσία σε ό,τι λέει, κάτι σαν άναρθρο επιφώνημα.
Οι άλλοι μας λένε κομματικά φερέφωνα, αλλά –κι ετυμολογικά να το δεις- το φερέφωνο φέρει δική του φωνή, και μπορεί να την αξιοποιήσει για να συμφωνήσει δημιουργικά, αντί να βάλει να παίζει η κασέτα. Η συμφωνία δεν είναι μια απλή, καταφατική αφωνία. Έχει ως πρώτο συνθετικό την πρόθεση συν, που σημαίνει προσθήκη, συμφωνώ κι επαυξάνω, με βάση τις παραστάσεις μου και τη δική μου οπτική γωνία. Κι ύστερα ενώνω τη φωνή μου στις άλλες που με βρίσκουν σύμφωνο, για να τη δυναμώσω και να φωνάξουμε όλοι μαζί για το δίκιο μας.
Η συμφωνία στο κόμμα πρέπει να είναι ορχηστρική, με διακριτούς ρόλους και συγκεκριμένες αρμοδιότητες για κάθε όργανο. Πρώτα βιολιά, ομάδες κρούσης (κρουστά), πνευστά, το όργανο της κε. Και φυσικά ένα μαέστρο να συντονίζει και να μην παίζει κάθε όργανο του κεφαλιού του. Αλλά χωρίς όργανα δε μπορεί να κάνει τίποτα. Θα μείνει με τη μπαγκέτα στο χέρι, να μιλάει μόνος του για αυτοδιεύθυνση.
Τα όργανα από την άλλη πρέπει να έχουν το ελεύθερο να αυτοσχεδιάζουν, αλλά αν κάνουν μόνο αυτό, θα είναι μια διαρκής παραφωνία, σαν το βάρδο κακοφωνίξ που χαλάει την αρμονία του συνόλου. Τα σόλα –πρέπει να- συνδυάζονται αρμονικά, να αναδεικνύουν το σύνολο και να αναδεικνύονται μέσα από αυτό. Ένας για όλους και όλοι για έναν, όπως λέει και το σύνθημα –του νταρτανιάν- στις πορείες.
Αλλά χωρίς διαφωνία δεν υπάρχει συμφωνία. Διαλεκτικό δίπολο, όπου το ένα δε νοείται χωρίς το αντίθετό του. Αν δεν υπάρξει διαπάλη, διαφωνία, διάλογος, αν με άλλα λόγια δεν υπάρχουν πολλές φωνές, πώς να καταλήξεις στη μία που θα σε εκφράζει;
Το θέμα είναι πώς τον χειρίζεσαι τον προβληματισμό –ή τη διαφωνία- και πού τον εκφράζεις. Εκτός οργάνων, οριζόντια, σε έμπιστους συντρόφους; Στην καθοδήγηση, ή τον προσυνεδριακό κάθε τέσσερα χρόνια; Ποτέ και πουθενά; Η σωστή απάντηση είναι το δεύτερο, αλλά δεν είναι πάντα τόσο απλό.
Ο κάθε σφος μαζεύει σωρευτικά απορίες, ντρέπεται γι’ αυτές και τις πνίγει μέσα του, μέχρι που να τον πνίξουνε αυτές και να ξεσπάσει απότομα, όπως κάθε κλειστό σύστημα –νόμος της θερμοδυναμικής που είχε ισχύ ακόμα και στον ψυχρό πόλεμο. Τότε η ποσότητα αλλάζει διαλεκτικά σε καινούρια ποιότητα, οι απορίες σε διαφωνίες, κι έχουμε μια κλασική κρίση υπερσυσσώρευσης αποριών, που είναι αρχικά μη ανταγωνιστικές –σαν τις αντιθέσεις του μάο- αλλά αν δεν προσεχτούν και σου απαντάν άλλα αντ’ άλλων, σε ωθούν έμμεσα να λουφάξεις και να τις κρατήσεις μέσα σου, ώσπου να ξεσπάσουν. Όχι πως ήταν κάτι σημαντικό, αλλά δεν τις διαχειρίστηκαν σωστά, κι έγινε η σπίθα πυρκαγιά και πέλαγος η στάλα.
Η νομοτέλεια αυτή είναι διπλής κατεύθυνσης. Ή καταστέλλεις τις διαφωνίες και ξεσπάνε σαν απωθημένο, οπότε γίνεσαι αντιδραστικός. Ή που υποκύπτεις εξ αρχής στη γοητεία της διαφωνίας και ωριμάζεις μετά στην πορεία, αναζητώντας τη συμφωνία κι άτομα που στην εξασφαλίζουν. Πολλές φορές βέβαια, μένεις στάσιμος, στα μισά της νομοτέλειας, χωρίς διαλεκτικές μεταστροφές.
Υπάρχει όμως κι η γενική προέκταση, πέραν του προσωπικού. Μερικά θέματα απαιτούν αυστηρή συμφωνία και δημοκρατικό συγκεντρωτισμό, σαν το σύμφωνο της βαρσοβίας. Κι άλλα είναι απ’ τη φύση τους πιο θεωρητικά, θέλουν συνεχές ψάξιμο, δεν είναι θέμα γραμμής, για να επιβάλεις στους διαφωνούντες να αφωνήσουν δημόσια.
Το θέμα είναι να μη συνηθίσουν οι φωνητικές χορδές κι ατροφήσουν. Ο γράψας το 89’ έλεγε για σιωπή νεκροταφείου. Αλλά το ρεύμα του στράβωσε το κλαδί απ’ την ανάποδη κι έμπλεξε στην πολυφωνία του πύργου της βαβέλ, που μένει πάντα μισός κι ανέσωτος, σαν την επαναθεμελίωση. Κι ας λεν ότι η δική μας οικοδόμηση κατέρρευσε. Κράτησε όμως τα θεμέλια και μπορεί να ξανασταθεί στα πόδια της. όπου ήταν τείχος θα ξαναγίνει τείχος.
Το –οπορτουνιστικά- τίμιο θα ήταν να συμφωνήσουμε ότι διαφωνούμε, αντί να κάνουμε ρηχές συμφωνίες εκλογικού χαρακτήρα, που ρίχνουν τις διαφωνίες κάτω από το χαλί και το στρώνουν στις διασπάσεις του μέλλοντος και τις –ιστορικά φορτισμένες- διαφωνίες της νέας εποχής. Όπου η συντροφική προσφώνηση θα μοιάζει υποκριτική και τα οργανωτικά με το κεφάλι της ζαν ντ’ αρκ, που είχε κι αυτό εσωτερικές φράξιες και πολυφωνία.
Η αποφώνηση θα γίνει στα σχόλια, εκτός κι αν επικρατήσει αφωνία. Με κάλυψες, τα βάζει και το κείμενο κτλ. Τιμή και δόξα στους ξεσκέπαστους που δεν καλύφτηκαν, κρυώνουν κι εκτίθενται.
Παρασκευή 21 Οκτωβρίου 2011
Βάρα μας Μαλάμη
Στο προηγούμενο κείμενο, ο ηλίας από το μελιγαλά άφησε ένα μεστό σχόλιο για τις απεργίες στα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης, όπου τις παρουσίαζε σα μια μικρογραφία του πολέμου με διοίκηση, τακτική και εφεδρείες. Συνέχεια της πολιτικής με άλλα μέσα, όπως θα έλεγαν ο βλαδίμηρος κι ο φον κλαούζεβιτς. Αμφιβάλλω όμως αν είχε φανταστεί ότι το σχόλιό του, θα 'ταν προφητικό. Κι ότι σε αυτόν τον πόλεμο θα θρηνούσαμε και νεκρό.
Σήμερα θα έπρεπε κανονικά να μιλάμε για το πλήθος των απεργών που διαδήλωσαν και τις προοπτικές που ανοίγει. Ή να σχολιάζουμε τα παραλειπόμενα και τα ευτράπελα της πορείας. Τον καντινιέρη με τα χοτ-ντογκ, που έμεινε ατάραχος και δεν το κούνησε ρούπι, όταν χόντρυνε το σκηνικό. Το κομμάτι της περιφρούρησης απέναντι απ’ τους απόστρατους των ειδικών δυνάμεων, που αν έκαναν ντου για να περάσουν, ίσως και να τις τρώγαμε. Μέχρι που μιλήσαμε στη διάλεκτό τους κι υποχώρησαν.
Τις διαρκείς αναφορές στα μεγάφωνα για τη λυκοσυμμαχία της εε και την πλουτοκρατία. Και τους απαραίτητους συνειρμούς με τον ντίσνεϊ. Κάτω ο κακός λύκος κι οι μουργόλυκοι. Κάτω η τρόικα των μικρών εξερευνητών κι η χούντα των χιούι-λιούι-ντιούι. Να εθνικοποιηθεί το θησαυροφυλάκιο του σκρουτζ μακ ντακ.
Και μια σπανιόλα, εδώ στο βορρά, που ρωτούσε ποια διαδήλωση είναι αυτή. Και της τα είπα σπαστά κι απλοϊκά, για να συνεννοηθούμε. Εδώ είναι οι comunistas.
Κι ίσως να τρόμαξε η κοπέλα. Μα τόσο πολλοί είναι αυτοί οι comunistas; Κι όλο αυτό το ποτάμι που συσπειρώνουν; Κάπως έτσι πρέπει να σκέφτηκαν και τα αστικά επιτελεία, κι έδρασαν αναλόγως, για να μη γίνουν οι φόβοι τους πραγματικότητα.
Η χτεσινή μέρα είχε εντελώς διαφορετικές προοπτικές. Πρώτα και κύρια, γιατί ήταν απ’ αυτές που ανοίγει το μάτι να πιάσει όλο τον κόσμο, τη λαοθάλασσα γύρω του, και ανοίγει μαζί κι η ψυχή σου, η περηφάνια για την τάξη σου και τον αγώνα της. Και πάντα μένει κάτι απ’ έξω. Αδύνατο να το χωρέσεις, να το υπολογίσεις, να το διατρέξεις πάνω-κάτω, με τα πόδια, ή με το βλέμμα.
Δεύτερον γιατί συνέβη κάτι πραγματικά σπουδαίο, ανεξάρτητα απ’ τις -μη- διαρροές του κομματικού λόχου που γαντζώθηκε απελπισμένα στις έδρες του και ψήφισε τα πάντα, γιατί –ξέρει πως- δε θα τις ξαναβρεί. Το παμε συγκρούστηκε με τους μηχανισμούς του παρακράτους, κατάφερε να περιφρουρήσει την πορεία του και να κρατήσει την πλατεία, κάνοντας αυτό που θα έπρεπε να είχε γίνει πολύ καιρό τώρα, από άλλους χώρους. Αλλά δεν το έκαναν.
Γιατί; Γιατί εμείς δεν είμαστε κνατ... γιατί τα παιδιά είναι κομμάτι του κινήματος, και συγκρούονται με το κράτος... κι άλλα τέτοια που ακούγονται κάθε φορά που τα παιδιά διαλύουν τις πορείες μετά το δεκέμβρη του 08’. Όμως τα παιδιά είναι βαθύ παρακράτος. Κι αν υποθέσουμε πως δεν είναι, τότε τους αξίζει ειδικός έπαινος, γιατί ούτε το κράτος δε θα τα κατάφερνε καλύτερα στη θέση τους.
Γενικά, η προβοκατορολογία δεν είναι ωραίο πράγμα. Άσε που μπορεί να γίνει ενίοτε εύκολο άλλοθι και να χαθεί η ουσία. Αλλά πώς αλλιώς να το ονομάσεις, όταν γίνεται κατά σύστημα σε κάθε απεργία; Τι άλλο να σκεφτείς, όταν βλέπεις διαδικτυακό συντονισμό και συμβουλές να μας βαράν στα πόδια και στα γεννητικά όργανα, γιατί εκεί δε φοράνε κράνη; Ή όταν μαθαίνεις ότι το ίδιο σκηνικό στήθηκε επί της ουσίας στα γιάννενα και σε άλλες πόλεις;
Όχι, δεν ήταν εμφύλιος μεταξύ διαδηλωτών, όπως έλεγαν κάποιοι. Αυτή η εκδοχή πήγε να γίνει στη θεσσαλονίκη, με τη διαφορά ότι λύθηκε γρήγορα, υπήρχε χώρος για όλους γύρω απ’ το υπουργείο κι οι πιο θερμόαιμοι έριξαν μόνο δυο-τρεις σακούλες με σκουπίδια, από κάδους που έστεκαν ξέχειλοι παραδίπλα. Στην αθήνα ξεκίνησε υποτίθεται έτσι, με τη διαφορά ότι στη συνέχεια έπεσαν μάρμαρα, μολότοφ και κρότου-λάμψης που βρέθηκαν όλως τυχαίως στα χέρια τους.
Εδώ λοιπόν δεν χωράνε μεσοβέζικα πράγματα. Ή θεωρείς τα «παιδιά» κομμάτι του κινήματος που συγκρούεται με το κράτος, οπότε τους δικαιολογείς και τους λούζεσαι. Ή τους θεωρείς κομμάτι του κράτους που συγκρούεται με το κίνημα, ή έστω το προβοκάρει αντικειμενικά, ανεξαρτήτως προθέσεων, και κάνεις κάτι για να ξεκόψεις. Και να κοπεί μαχαίρι αυτή η ιστορία των τελευταίων χρόνων, όπου έχεις χορτάσει χημικά και συγκρουσιακές εκτονώσεις που δεν τις διαλέγεις, δεν τις διεξάγεις με τους όρους σου, και πληρώνεις τα σπασμένα των «παιδιών».
Αντ’ αυτού οι πιο πολλοί χώροι έπαιξαν το παιχνίδι των ίσων αποστάσεων. Με πιο θλιβερή περίπτωση αυτή του μ-λ, που είχε μπει στο στόχαστρο των ίδιων μηχανισμών το καλοκαίρι, στην ίδια πλατεία. Εξίσου τρανταχτή κι η η στάση της ακ, που στους νεκρούς της μαρφίν είχε τελείως διαφορετικό κριτήριο κι έκανε κριτική στις –δολοφονικές- πρακτικές του χώρου, ενώ τώρα θεωρεί αποκλειστικά υπεύθυνο το κουκουέ(!). Και τιμητική εξαίρεση η ανακοίνωση της ανταρσύα, που είναι αξιέπαινη, όχι τόσο για τα αυτονόητα που γράφει, αλλά επειδή για αυτά τα αυτονόητα, θα ακούσει τα εξ αμάξης, απ’ τους συμπαθούντες πέριξ των παιδιών.
Το θέμα είναι αν η ανακοίνωση εκφράζει και τη βάση τους, κι έναν ευρύτερο κόσμο του χώρου, που έχει αναπτύξει σε ανησυχητικό βαθμό αντικομματικά αντανακλαστικά. Όταν μένει το κουκουέ, είναι δεκανίκι του συστήματος, αλλά όταν φεύγει είναι προδοτικό. Φταίει που δε μένει να περιφρουρήσει το σύνολο της πορείας, φταίει όμως κι όταν μένει, γιατί δεν αφήνει να εκδηλωθούν οι συγκρουσιακές διαθέσεις του κόσμου. Αντιφατικές κριτικές, χωρίς ειρμό και νόημα. Επίκριση για την επίκριση.
Δεν καταλαβαίνουν όμως ότι αυτό που προβοκάρεται σε τελική ανάλυση –μεταξύ άλλων- είναι οι όποιες προοπτικές κοινής δράσης –ή έστω ένα λιγότερο ψυχροπολεμικό κλίμα- που θεωρητικά επιδιώκουν. Ποιος θα τολμήσει πχ τώρα να ξαναβάλει θέμα παραμονής του παμε στο σύνταγμα; Και γιατί να μείνει στην τελική; Για να έχουμε πάλι τα ίδια;
Μένεις στο τέλος να αναρωτιέσαι τι ακριβώς θα έλεγαν αν οι ρόλοι ήταν μοιρασμένοι διαφορετικά. Και αν τελικά επιθυμούν πραγματικά κάποιας μορφής ενότητα (στη δράση ή στο περιεχόμενο) όταν η όποια δική τους συνοχή υπάρχει στη βάση του ετεροπροσδιορισμού και σε αυτό το πλην λακεδαιμονίων.
Κι έτσι στον τελικό απολογισμό μένει μια παγωμάρα. Για το νεκρό σύντροφο, και τους γνωστούς που τραυματίστηκαν. Παγωμάρα γιατί κρατήσαμε την πλατεία, αλλά το πληρώσαμε με πολύ ακριβό τίμημα. Ένα θάνατο, που θα πεισμώσει τους συντρόφους και το στενό μας κύκλο, αλλά μπορεί να παγώσει τον πολύ κόσμο, όπως οι θάνατοι στη μαρφίν (και το κίνημα έκανε πολύ καιρό να σηκώσει κεφάλι απ’ την 5η μάη). Και τέλος ένας κάποιος προβληματισμός για το επόμενο χρονικό διάστημα, όπου έχουμε το πολυτεχνείο και τα παιδιά μπορεί να επιδιώξουν βεντέτα.
Η ψυχραιμία αναδεικνύεται στο απόλυτο ζητούμενο των ημερών.
Σήμερα θα έπρεπε κανονικά να μιλάμε για το πλήθος των απεργών που διαδήλωσαν και τις προοπτικές που ανοίγει. Ή να σχολιάζουμε τα παραλειπόμενα και τα ευτράπελα της πορείας. Τον καντινιέρη με τα χοτ-ντογκ, που έμεινε ατάραχος και δεν το κούνησε ρούπι, όταν χόντρυνε το σκηνικό. Το κομμάτι της περιφρούρησης απέναντι απ’ τους απόστρατους των ειδικών δυνάμεων, που αν έκαναν ντου για να περάσουν, ίσως και να τις τρώγαμε. Μέχρι που μιλήσαμε στη διάλεκτό τους κι υποχώρησαν.
Τις διαρκείς αναφορές στα μεγάφωνα για τη λυκοσυμμαχία της εε και την πλουτοκρατία. Και τους απαραίτητους συνειρμούς με τον ντίσνεϊ. Κάτω ο κακός λύκος κι οι μουργόλυκοι. Κάτω η τρόικα των μικρών εξερευνητών κι η χούντα των χιούι-λιούι-ντιούι. Να εθνικοποιηθεί το θησαυροφυλάκιο του σκρουτζ μακ ντακ.
Και μια σπανιόλα, εδώ στο βορρά, που ρωτούσε ποια διαδήλωση είναι αυτή. Και της τα είπα σπαστά κι απλοϊκά, για να συνεννοηθούμε. Εδώ είναι οι comunistas.
Κι ίσως να τρόμαξε η κοπέλα. Μα τόσο πολλοί είναι αυτοί οι comunistas; Κι όλο αυτό το ποτάμι που συσπειρώνουν; Κάπως έτσι πρέπει να σκέφτηκαν και τα αστικά επιτελεία, κι έδρασαν αναλόγως, για να μη γίνουν οι φόβοι τους πραγματικότητα.
Η χτεσινή μέρα είχε εντελώς διαφορετικές προοπτικές. Πρώτα και κύρια, γιατί ήταν απ’ αυτές που ανοίγει το μάτι να πιάσει όλο τον κόσμο, τη λαοθάλασσα γύρω του, και ανοίγει μαζί κι η ψυχή σου, η περηφάνια για την τάξη σου και τον αγώνα της. Και πάντα μένει κάτι απ’ έξω. Αδύνατο να το χωρέσεις, να το υπολογίσεις, να το διατρέξεις πάνω-κάτω, με τα πόδια, ή με το βλέμμα.
Δεύτερον γιατί συνέβη κάτι πραγματικά σπουδαίο, ανεξάρτητα απ’ τις -μη- διαρροές του κομματικού λόχου που γαντζώθηκε απελπισμένα στις έδρες του και ψήφισε τα πάντα, γιατί –ξέρει πως- δε θα τις ξαναβρεί. Το παμε συγκρούστηκε με τους μηχανισμούς του παρακράτους, κατάφερε να περιφρουρήσει την πορεία του και να κρατήσει την πλατεία, κάνοντας αυτό που θα έπρεπε να είχε γίνει πολύ καιρό τώρα, από άλλους χώρους. Αλλά δεν το έκαναν.
Γιατί; Γιατί εμείς δεν είμαστε κνατ... γιατί τα παιδιά είναι κομμάτι του κινήματος, και συγκρούονται με το κράτος... κι άλλα τέτοια που ακούγονται κάθε φορά που τα παιδιά διαλύουν τις πορείες μετά το δεκέμβρη του 08’. Όμως τα παιδιά είναι βαθύ παρακράτος. Κι αν υποθέσουμε πως δεν είναι, τότε τους αξίζει ειδικός έπαινος, γιατί ούτε το κράτος δε θα τα κατάφερνε καλύτερα στη θέση τους.
Γενικά, η προβοκατορολογία δεν είναι ωραίο πράγμα. Άσε που μπορεί να γίνει ενίοτε εύκολο άλλοθι και να χαθεί η ουσία. Αλλά πώς αλλιώς να το ονομάσεις, όταν γίνεται κατά σύστημα σε κάθε απεργία; Τι άλλο να σκεφτείς, όταν βλέπεις διαδικτυακό συντονισμό και συμβουλές να μας βαράν στα πόδια και στα γεννητικά όργανα, γιατί εκεί δε φοράνε κράνη; Ή όταν μαθαίνεις ότι το ίδιο σκηνικό στήθηκε επί της ουσίας στα γιάννενα και σε άλλες πόλεις;
Όχι, δεν ήταν εμφύλιος μεταξύ διαδηλωτών, όπως έλεγαν κάποιοι. Αυτή η εκδοχή πήγε να γίνει στη θεσσαλονίκη, με τη διαφορά ότι λύθηκε γρήγορα, υπήρχε χώρος για όλους γύρω απ’ το υπουργείο κι οι πιο θερμόαιμοι έριξαν μόνο δυο-τρεις σακούλες με σκουπίδια, από κάδους που έστεκαν ξέχειλοι παραδίπλα. Στην αθήνα ξεκίνησε υποτίθεται έτσι, με τη διαφορά ότι στη συνέχεια έπεσαν μάρμαρα, μολότοφ και κρότου-λάμψης που βρέθηκαν όλως τυχαίως στα χέρια τους.
Εδώ λοιπόν δεν χωράνε μεσοβέζικα πράγματα. Ή θεωρείς τα «παιδιά» κομμάτι του κινήματος που συγκρούεται με το κράτος, οπότε τους δικαιολογείς και τους λούζεσαι. Ή τους θεωρείς κομμάτι του κράτους που συγκρούεται με το κίνημα, ή έστω το προβοκάρει αντικειμενικά, ανεξαρτήτως προθέσεων, και κάνεις κάτι για να ξεκόψεις. Και να κοπεί μαχαίρι αυτή η ιστορία των τελευταίων χρόνων, όπου έχεις χορτάσει χημικά και συγκρουσιακές εκτονώσεις που δεν τις διαλέγεις, δεν τις διεξάγεις με τους όρους σου, και πληρώνεις τα σπασμένα των «παιδιών».
Αντ’ αυτού οι πιο πολλοί χώροι έπαιξαν το παιχνίδι των ίσων αποστάσεων. Με πιο θλιβερή περίπτωση αυτή του μ-λ, που είχε μπει στο στόχαστρο των ίδιων μηχανισμών το καλοκαίρι, στην ίδια πλατεία. Εξίσου τρανταχτή κι η η στάση της ακ, που στους νεκρούς της μαρφίν είχε τελείως διαφορετικό κριτήριο κι έκανε κριτική στις –δολοφονικές- πρακτικές του χώρου, ενώ τώρα θεωρεί αποκλειστικά υπεύθυνο το κουκουέ(!). Και τιμητική εξαίρεση η ανακοίνωση της ανταρσύα, που είναι αξιέπαινη, όχι τόσο για τα αυτονόητα που γράφει, αλλά επειδή για αυτά τα αυτονόητα, θα ακούσει τα εξ αμάξης, απ’ τους συμπαθούντες πέριξ των παιδιών.
Το θέμα είναι αν η ανακοίνωση εκφράζει και τη βάση τους, κι έναν ευρύτερο κόσμο του χώρου, που έχει αναπτύξει σε ανησυχητικό βαθμό αντικομματικά αντανακλαστικά. Όταν μένει το κουκουέ, είναι δεκανίκι του συστήματος, αλλά όταν φεύγει είναι προδοτικό. Φταίει που δε μένει να περιφρουρήσει το σύνολο της πορείας, φταίει όμως κι όταν μένει, γιατί δεν αφήνει να εκδηλωθούν οι συγκρουσιακές διαθέσεις του κόσμου. Αντιφατικές κριτικές, χωρίς ειρμό και νόημα. Επίκριση για την επίκριση.
Δεν καταλαβαίνουν όμως ότι αυτό που προβοκάρεται σε τελική ανάλυση –μεταξύ άλλων- είναι οι όποιες προοπτικές κοινής δράσης –ή έστω ένα λιγότερο ψυχροπολεμικό κλίμα- που θεωρητικά επιδιώκουν. Ποιος θα τολμήσει πχ τώρα να ξαναβάλει θέμα παραμονής του παμε στο σύνταγμα; Και γιατί να μείνει στην τελική; Για να έχουμε πάλι τα ίδια;
Μένεις στο τέλος να αναρωτιέσαι τι ακριβώς θα έλεγαν αν οι ρόλοι ήταν μοιρασμένοι διαφορετικά. Και αν τελικά επιθυμούν πραγματικά κάποιας μορφής ενότητα (στη δράση ή στο περιεχόμενο) όταν η όποια δική τους συνοχή υπάρχει στη βάση του ετεροπροσδιορισμού και σε αυτό το πλην λακεδαιμονίων.
Κι έτσι στον τελικό απολογισμό μένει μια παγωμάρα. Για το νεκρό σύντροφο, και τους γνωστούς που τραυματίστηκαν. Παγωμάρα γιατί κρατήσαμε την πλατεία, αλλά το πληρώσαμε με πολύ ακριβό τίμημα. Ένα θάνατο, που θα πεισμώσει τους συντρόφους και το στενό μας κύκλο, αλλά μπορεί να παγώσει τον πολύ κόσμο, όπως οι θάνατοι στη μαρφίν (και το κίνημα έκανε πολύ καιρό να σηκώσει κεφάλι απ’ την 5η μάη). Και τέλος ένας κάποιος προβληματισμός για το επόμενο χρονικό διάστημα, όπου έχουμε το πολυτεχνείο και τα παιδιά μπορεί να επιδιώξουν βεντέτα.
Η ψυχραιμία αναδεικνύεται στο απόλυτο ζητούμενο των ημερών.
Τρίτη 18 Οκτωβρίου 2011
Στις 18 λαϊκή εξουσία
Η κε του μπλοκ είχε περίπου έτοιμο το κείμενο που χρωστά για την εκδήλωση με το μαργαρίτη, αλλά λέει να το κρατήσει για την επέτειο του όχι, στις 28 του μήνα. Οτιδήποτε μη απεργιακό αυτές τις μέρες, θα ήταν μάλλον τραγικά ανεπίκαιρο.
Το τελευταίο διάστημα υπήρχε η αίσθηση σε έναν κόσμο ότι η απεργία είχε γίνει κάτι σαν προσωπικό, ηθικό ζήτημα. Θέμα αντοχών κι αξιοπρέπειας, ή κομματικής πειθαρχίας. Που στοχοποιούσε τους αναξιοπρεπείς με τη ρετσινιά του απεργοσπάστη και μετρούσε τους συνεπείς συντρόφους (του οδυσσέα) που όλο και λιγόστευαν κάθε φορά. Όχι γιατί τους πλάνεψε η κίρκη του συστήματος και τους έκανε γουρούνια, αλλά γιατί τους έτρωγε ο κύκλωπας της απόλυσης και της ανεργίας. Κι οι μνηστήρες της πηνελόπης στην φτωχική ιθάκη, λένε ότι αυτά είναι αριστερισμοί του κερατά και δε μπορείς να εκθέτεις τους συντρόφους και να τους αφήνεις να απεργήσουν ακάλυπτοι, χωρίς απόφαση σωματείου. Αυτό δεν έχει να κάνει με τη 48ωρη που έρχεται, που τυπικά έχει την κάλυψη της γσεε. Αφορά όμως άλλες κινητοποιήσεις-σταθμούς της τελευταίας διετίας.
Οι συνθήκες έχουν αλλάξει ριζικά, κι αυτό δεν είναι κινηματική κορώνα, ή κάποια εγκεφαλική κατασκευή, αλλά αντικειμενικό. Ο πήχης ανέβηκε κι απαιτεί αντίστοιχα μέσα και δράση, απ’ τον καθένα ξεχωριστά κι από τους συντρόφους ακόμα παραπάνω. Αλλιώς δε θα ‘ταν πρωτοπόροι στον χώρο τους, παρά μόνο στα λόγια.
Εξάλλου οι απολύσεις έρχονται αδιακρίτως, ακόμα και μετά από απεργίες της γσεε. Δεν υπάρχει ασφαλής απεργία χωρίς ρίσκα. Η μεγαλύτερη ασφάλεια είναι η μαζικότητα, η αλληλεγγύη των συναδέλφων, ταξική και ανθρώπινη. Κι όπου δεν υπάρχει αυτό, υπάρχει κατά περίπτωση η προστασία του κόμματος.
Περιφρουρημένοι σύντροφοι, που δεν απεργούν αν δεν περάσει λίγος καιρός, μέχρι να γίνουν μόνιμοι, ή να αποκτήσουν έναν κύκλο επιρροής και κάποια στηρίγματα. Αλλά και περιφρούρηση σε χώρους, όπου η εργοδοτική αυθαιρεσία ξεπερνά το μέσο όρο κι απαιτούνται άλλα, πρακτικά μέτρα για την αντιμετώπισή της.
Το παμε είναι η μόνη δύναμη που σηκώνει επί της ουσίας τις απεργιακές φρουρές. Γιατί απεργία δεν είναι μόνο να την κηρύξεις, αλλά να την τρέξεις στην πράξη, με ζύμωση και περιφρούρηση, για να σπάσεις το κλίμα τρομοκρατίας. Κι ο κάθε σύντροφος που βρέθηκε σε μια τέτοια φρουρά, έχει να διηγηθεί ένα σωρό μοναδικά περιστατικά.
Οι βαλτοί και τα τσιράκια της εργοδοσίας, που έρχονται για να κάνουν ψευτοπαληκαριές και τσαμπουκάδες. Φοβισμένοι εργάτες που σκαρφίζονται οτιδήποτε για να σε ξεγελάσουν και να μπουν στο εργοστάσιο. Κάποιοι που περιμένουν μηχανικά να φύγεις για να μπουν στο λεπτό μέσα. Άλλοι που κοιτάζουν αμήχανα κι έχουν ένα κάρο καινούριες πληροφορίες στο μυαλό τους να επεξεργαστούν. Και μερικοί που έρχονται στα κρυφά και σου ζητάν να μη φύγεις, να καθίσεις εκεί όλη μέρα.
Συνειδήσεις που γεννιούνται, άλλες που κερδίζονται στην πορεία κι απεργούν την επόμενη φορά. Από τις στιγμές που μετράς τους ανθρώπους τους, το μπόι τους, από τι μέταλλο είναι φτιαγμένοι.
Σε πολλούς χώρους όμως, το ταβάνι που μπορούν να φτάσουν οι σύντροφοι, είναι το κεκτημένο να απεργούν μόνοι τους, με την ασυλία του μοναχικού ιππότη που είναι ακίνδυνος και κυνηγά ουτοπίες κι ανεμόμυλους. Μέχρι να αρχίσουν να πείθουν κι άλλο κόσμο, οπότε καθίστανται επικίνδυνοι και πέφτει τσεκούρι, ενίοτε σε αυτούς που πείθονται, για να παραδειγματιστούν οι υπόλοιποι και να απομονώσουν τον σύντροφο, μαζί με τις τύψεις και την εσωτερική του σύγκρουση, στην κορυφή της μοναξιάς, πρωτοπόρος χωρίς ακόλουθους. Και να συνεχίσει να βλέπει μόνο το δικό του όνομα στο απουσιολόγιο, χωρίς πρακτικό αντίκρισμα, γιατί κανείς δεν πέτυχε μόνος του να κερδίσει έναν αγώνα.
Τότε η απεργία αρχίζει να μοιάζει –φαινομενικά- ως ηθικό ζήτημα. Να μη λυγίσεις, να κρατήσεις αξιοπρέπεια, όπως τότε με τις δηλώσεις.
Κι αυτοί που λύγισαν; Δεν έχουν αυτοί αξιοπρέπεια; Έχουν, αλλά τους την κλέβουν κάθε μέρα, όταν γυρνάνε απ’ τη δουλειά και δε φέρνουν όσα χρειάζονται, για τις ανάγκες του σπιτιού και της οικογένειας, γιατί τους κόβουν από παντού. Κι είναι πρόθυμοι να υποστούν οτιδήποτε το αναξιοπρεπές, για να σβήσουν αυτή τη ντροπή. Να υποστούν οποιαδήποτε ατιμία, για να μην χάσουν την προσωπική τους τιμή. Κι ας μειώνεται συνεχώς αυτή της εργατικής τους δύναμης.
Αυτοί οι άνθρωποι δεν είναι ανάξιοι σεβασμού. Χρειάζονται πολλή κουβέντα κι έμπρακτη στήριξη, για να μη νιώθουν αδύναμοι. Κάποιες φορές δεν είναι καν θέμα συνείδησης. Είναι πεισμένοι, αλλά τους τραβάνε πίσω τα προβλήματα, η οικογένεια, η καθημερινή μιζέρια... Σαν το γνωμικό του βλαντά για τον επαναστάτη, που είναι καλύτερο να μην έχει οικογένεια, για να μην τραβάνε οι δικοί του τα βάσανά του και πληρώνουν αυτοί τα σπασμένα.
Κάποιοι βέβαια βαφτίζουν αδυναμία το βόλεμά τους, κι είναι πρόθυμοι να το κουρέψουν απ’ το να το χάσουνε ολότελα. Μικρόψυχοι μικροαστοί, όπου τα άψυχα κυριαρχούν πάνω στα έμψυχα και τα δεύτερα καταντούν λιπόψυχα, χωρίς τιμή και περηφάνια. Αλλά οι ψαλιδοχέρηδες αποθρασύνθηκαν και κόβουν πλέον κρέας, μαζί με το μαλλί. Οπότε το ζήτημα δεν είναι μια διαπραγμάτευση κι η επιστροφή στην προηγούμενη κατάσταση, αλλά να πάψουμε να είμαστε πρόβατα για σφαγή κι αγαθό ποίμνιο, που γυρίζει και το άλλο μάγουλο για να το χτυπήσουν.
Να μην φέρνουμε στα μέτρα μας όσους αγωνίζονται και να θεωρούμε κοπάδια τις συλλογικότητες, κρίνοντας εξ ιδίων τα αλλότρια. Γιατί ο στόχος τους είναι να μας φέρουν έναν-έναν στο στόμα του λύκου για να μας καθαρίσουν πιο εύκολα. Ούτε να πέσουμε στις ίδιες πλάνες, με τις προβιές της CIA κι άλλες μεταμφιέσεις, και την πατήσουμε σαν τα επτά κατσικάκια στο παραμύθι. Γιατί ο λύκος κι αν εγέρασε κι άσπρισε το μαλλί του, μήτε τη γνώμη άλλαξε, μήτε την κεφαλή του. Πόσο μάλλον την πολιτική του.
Ο κόσμος έχει κι αυτός ευθύνη. Πρέπει να αντισταθεί και να κάνει θυσίες. Για να γλιτώσει τα χειρότερα και να βάλει πλώρη για τα καλύτερα. Κι η ευθύνη της πρωτοπορίας είναι πολλαπλάσια. Να μην αφήσει τις θυσίες χωρίς αντίκρισμα. Να οργανώσει τον αγώνα και να τον πάει μέχρι τέλους. Χωρίς να φετιχοποιεί τη σύγκρουση, ούτε και να την αποφεύγει.
Όχι ότι την παρασκευή θα έχουμε λαϊκή εξουσία, αλλά μπορεί να έχουμε καταφέρει μια μικρή νίκη στο σήμερα, να τονώσει το ηθικό και να μας δείξει το δρόμο για τις επόμενες μάχες που θα δοθούν από καλύτερες θέσεις. Γιατί ως τώρα οι αγώνες δεν πήγαιναν χαμένοι, αλλά τους πληρώναμε ακριβά, χωρίς να έχουν ανάλογες κατακτήσεις.
Μια πρωτοπορία με σχέδιο που να εξασφαλίσει ότι οι αγώνες θα έχουν αποτέλεσμα. Που να μη φαντασιώνεται ότι θα κάνει αύριο έφοδο στα χειμερινά ανάκτορα της βουλής και τη νέα οκτωβριανή επανάσταση. Αλλά να μη ρίξει το πλοίο στην ξέρα μιας νέας κόπιας της αλλαγής –που γιορτάζει σήμερα τα 30χρονά της- με ρηχό αντιεοκικό λόγο, και ρητορείες για εθνική ανεξαρτησία, λαϊκή κυριαρχία. Ούτε μιας άλλης σοσιαλμανούς κυβέρνησης, υπό 'λαϊκή πίεση', που θα κάνει κρατικοποιήσεις εντός του συστήματος, σαν αυτές που κάνει ο ομπάμα κι η ουγγαρία
Μια πρωτοπορία που να πατάει στο δυνατό, μαζικό κίνημα. Χωρίς αυτό, δε μπορεί να κάνει τίποτα. Ακόμα κι αν χρεοκοπήσει το πολιτικό προσωπικό των αστών κι έχουμε τους ευνοϊκότερους εκλογικούς συσχετισμούς στα χρονικά της μεταπολίτευσης. Οι εκλογές χρειάζονται για να δυσκολευτούν τακτικά οι αστοί και να κάψουν τις εφεδρείες τους, όχι για να αναδείξουν μια λαϊκή κυβέρνηση που θα δώσει επαναστατική λύση.
Το επόμενο διήμερο μπορεί να ανοίξει δρόμους. Αρκεί να μη μπλεχτούν με τρίτους δρόμους διαχειριστικούς και λοιπές αυταπάτες. Θα το δούμε στον απολογισμό..
Το τελευταίο διάστημα υπήρχε η αίσθηση σε έναν κόσμο ότι η απεργία είχε γίνει κάτι σαν προσωπικό, ηθικό ζήτημα. Θέμα αντοχών κι αξιοπρέπειας, ή κομματικής πειθαρχίας. Που στοχοποιούσε τους αναξιοπρεπείς με τη ρετσινιά του απεργοσπάστη και μετρούσε τους συνεπείς συντρόφους (του οδυσσέα) που όλο και λιγόστευαν κάθε φορά. Όχι γιατί τους πλάνεψε η κίρκη του συστήματος και τους έκανε γουρούνια, αλλά γιατί τους έτρωγε ο κύκλωπας της απόλυσης και της ανεργίας. Κι οι μνηστήρες της πηνελόπης στην φτωχική ιθάκη, λένε ότι αυτά είναι αριστερισμοί του κερατά και δε μπορείς να εκθέτεις τους συντρόφους και να τους αφήνεις να απεργήσουν ακάλυπτοι, χωρίς απόφαση σωματείου. Αυτό δεν έχει να κάνει με τη 48ωρη που έρχεται, που τυπικά έχει την κάλυψη της γσεε. Αφορά όμως άλλες κινητοποιήσεις-σταθμούς της τελευταίας διετίας.
Οι συνθήκες έχουν αλλάξει ριζικά, κι αυτό δεν είναι κινηματική κορώνα, ή κάποια εγκεφαλική κατασκευή, αλλά αντικειμενικό. Ο πήχης ανέβηκε κι απαιτεί αντίστοιχα μέσα και δράση, απ’ τον καθένα ξεχωριστά κι από τους συντρόφους ακόμα παραπάνω. Αλλιώς δε θα ‘ταν πρωτοπόροι στον χώρο τους, παρά μόνο στα λόγια.
Εξάλλου οι απολύσεις έρχονται αδιακρίτως, ακόμα και μετά από απεργίες της γσεε. Δεν υπάρχει ασφαλής απεργία χωρίς ρίσκα. Η μεγαλύτερη ασφάλεια είναι η μαζικότητα, η αλληλεγγύη των συναδέλφων, ταξική και ανθρώπινη. Κι όπου δεν υπάρχει αυτό, υπάρχει κατά περίπτωση η προστασία του κόμματος.
Περιφρουρημένοι σύντροφοι, που δεν απεργούν αν δεν περάσει λίγος καιρός, μέχρι να γίνουν μόνιμοι, ή να αποκτήσουν έναν κύκλο επιρροής και κάποια στηρίγματα. Αλλά και περιφρούρηση σε χώρους, όπου η εργοδοτική αυθαιρεσία ξεπερνά το μέσο όρο κι απαιτούνται άλλα, πρακτικά μέτρα για την αντιμετώπισή της.
Το παμε είναι η μόνη δύναμη που σηκώνει επί της ουσίας τις απεργιακές φρουρές. Γιατί απεργία δεν είναι μόνο να την κηρύξεις, αλλά να την τρέξεις στην πράξη, με ζύμωση και περιφρούρηση, για να σπάσεις το κλίμα τρομοκρατίας. Κι ο κάθε σύντροφος που βρέθηκε σε μια τέτοια φρουρά, έχει να διηγηθεί ένα σωρό μοναδικά περιστατικά.
Οι βαλτοί και τα τσιράκια της εργοδοσίας, που έρχονται για να κάνουν ψευτοπαληκαριές και τσαμπουκάδες. Φοβισμένοι εργάτες που σκαρφίζονται οτιδήποτε για να σε ξεγελάσουν και να μπουν στο εργοστάσιο. Κάποιοι που περιμένουν μηχανικά να φύγεις για να μπουν στο λεπτό μέσα. Άλλοι που κοιτάζουν αμήχανα κι έχουν ένα κάρο καινούριες πληροφορίες στο μυαλό τους να επεξεργαστούν. Και μερικοί που έρχονται στα κρυφά και σου ζητάν να μη φύγεις, να καθίσεις εκεί όλη μέρα.
Συνειδήσεις που γεννιούνται, άλλες που κερδίζονται στην πορεία κι απεργούν την επόμενη φορά. Από τις στιγμές που μετράς τους ανθρώπους τους, το μπόι τους, από τι μέταλλο είναι φτιαγμένοι.
Σε πολλούς χώρους όμως, το ταβάνι που μπορούν να φτάσουν οι σύντροφοι, είναι το κεκτημένο να απεργούν μόνοι τους, με την ασυλία του μοναχικού ιππότη που είναι ακίνδυνος και κυνηγά ουτοπίες κι ανεμόμυλους. Μέχρι να αρχίσουν να πείθουν κι άλλο κόσμο, οπότε καθίστανται επικίνδυνοι και πέφτει τσεκούρι, ενίοτε σε αυτούς που πείθονται, για να παραδειγματιστούν οι υπόλοιποι και να απομονώσουν τον σύντροφο, μαζί με τις τύψεις και την εσωτερική του σύγκρουση, στην κορυφή της μοναξιάς, πρωτοπόρος χωρίς ακόλουθους. Και να συνεχίσει να βλέπει μόνο το δικό του όνομα στο απουσιολόγιο, χωρίς πρακτικό αντίκρισμα, γιατί κανείς δεν πέτυχε μόνος του να κερδίσει έναν αγώνα.
Τότε η απεργία αρχίζει να μοιάζει –φαινομενικά- ως ηθικό ζήτημα. Να μη λυγίσεις, να κρατήσεις αξιοπρέπεια, όπως τότε με τις δηλώσεις.
Κι αυτοί που λύγισαν; Δεν έχουν αυτοί αξιοπρέπεια; Έχουν, αλλά τους την κλέβουν κάθε μέρα, όταν γυρνάνε απ’ τη δουλειά και δε φέρνουν όσα χρειάζονται, για τις ανάγκες του σπιτιού και της οικογένειας, γιατί τους κόβουν από παντού. Κι είναι πρόθυμοι να υποστούν οτιδήποτε το αναξιοπρεπές, για να σβήσουν αυτή τη ντροπή. Να υποστούν οποιαδήποτε ατιμία, για να μην χάσουν την προσωπική τους τιμή. Κι ας μειώνεται συνεχώς αυτή της εργατικής τους δύναμης.
Αυτοί οι άνθρωποι δεν είναι ανάξιοι σεβασμού. Χρειάζονται πολλή κουβέντα κι έμπρακτη στήριξη, για να μη νιώθουν αδύναμοι. Κάποιες φορές δεν είναι καν θέμα συνείδησης. Είναι πεισμένοι, αλλά τους τραβάνε πίσω τα προβλήματα, η οικογένεια, η καθημερινή μιζέρια... Σαν το γνωμικό του βλαντά για τον επαναστάτη, που είναι καλύτερο να μην έχει οικογένεια, για να μην τραβάνε οι δικοί του τα βάσανά του και πληρώνουν αυτοί τα σπασμένα.
Κάποιοι βέβαια βαφτίζουν αδυναμία το βόλεμά τους, κι είναι πρόθυμοι να το κουρέψουν απ’ το να το χάσουνε ολότελα. Μικρόψυχοι μικροαστοί, όπου τα άψυχα κυριαρχούν πάνω στα έμψυχα και τα δεύτερα καταντούν λιπόψυχα, χωρίς τιμή και περηφάνια. Αλλά οι ψαλιδοχέρηδες αποθρασύνθηκαν και κόβουν πλέον κρέας, μαζί με το μαλλί. Οπότε το ζήτημα δεν είναι μια διαπραγμάτευση κι η επιστροφή στην προηγούμενη κατάσταση, αλλά να πάψουμε να είμαστε πρόβατα για σφαγή κι αγαθό ποίμνιο, που γυρίζει και το άλλο μάγουλο για να το χτυπήσουν.
Να μην φέρνουμε στα μέτρα μας όσους αγωνίζονται και να θεωρούμε κοπάδια τις συλλογικότητες, κρίνοντας εξ ιδίων τα αλλότρια. Γιατί ο στόχος τους είναι να μας φέρουν έναν-έναν στο στόμα του λύκου για να μας καθαρίσουν πιο εύκολα. Ούτε να πέσουμε στις ίδιες πλάνες, με τις προβιές της CIA κι άλλες μεταμφιέσεις, και την πατήσουμε σαν τα επτά κατσικάκια στο παραμύθι. Γιατί ο λύκος κι αν εγέρασε κι άσπρισε το μαλλί του, μήτε τη γνώμη άλλαξε, μήτε την κεφαλή του. Πόσο μάλλον την πολιτική του.
Ο κόσμος έχει κι αυτός ευθύνη. Πρέπει να αντισταθεί και να κάνει θυσίες. Για να γλιτώσει τα χειρότερα και να βάλει πλώρη για τα καλύτερα. Κι η ευθύνη της πρωτοπορίας είναι πολλαπλάσια. Να μην αφήσει τις θυσίες χωρίς αντίκρισμα. Να οργανώσει τον αγώνα και να τον πάει μέχρι τέλους. Χωρίς να φετιχοποιεί τη σύγκρουση, ούτε και να την αποφεύγει.
Όχι ότι την παρασκευή θα έχουμε λαϊκή εξουσία, αλλά μπορεί να έχουμε καταφέρει μια μικρή νίκη στο σήμερα, να τονώσει το ηθικό και να μας δείξει το δρόμο για τις επόμενες μάχες που θα δοθούν από καλύτερες θέσεις. Γιατί ως τώρα οι αγώνες δεν πήγαιναν χαμένοι, αλλά τους πληρώναμε ακριβά, χωρίς να έχουν ανάλογες κατακτήσεις.
Μια πρωτοπορία με σχέδιο που να εξασφαλίσει ότι οι αγώνες θα έχουν αποτέλεσμα. Που να μη φαντασιώνεται ότι θα κάνει αύριο έφοδο στα χειμερινά ανάκτορα της βουλής και τη νέα οκτωβριανή επανάσταση. Αλλά να μη ρίξει το πλοίο στην ξέρα μιας νέας κόπιας της αλλαγής –που γιορτάζει σήμερα τα 30χρονά της- με ρηχό αντιεοκικό λόγο, και ρητορείες για εθνική ανεξαρτησία, λαϊκή κυριαρχία. Ούτε μιας άλλης σοσιαλμανούς κυβέρνησης, υπό 'λαϊκή πίεση', που θα κάνει κρατικοποιήσεις εντός του συστήματος, σαν αυτές που κάνει ο ομπάμα κι η ουγγαρία
Μια πρωτοπορία που να πατάει στο δυνατό, μαζικό κίνημα. Χωρίς αυτό, δε μπορεί να κάνει τίποτα. Ακόμα κι αν χρεοκοπήσει το πολιτικό προσωπικό των αστών κι έχουμε τους ευνοϊκότερους εκλογικούς συσχετισμούς στα χρονικά της μεταπολίτευσης. Οι εκλογές χρειάζονται για να δυσκολευτούν τακτικά οι αστοί και να κάψουν τις εφεδρείες τους, όχι για να αναδείξουν μια λαϊκή κυβέρνηση που θα δώσει επαναστατική λύση.
Το επόμενο διήμερο μπορεί να ανοίξει δρόμους. Αρκεί να μη μπλεχτούν με τρίτους δρόμους διαχειριστικούς και λοιπές αυταπάτες. Θα το δούμε στον απολογισμό..
Σάββατο 15 Οκτωβρίου 2011
Επικαιρικά (Οκτ 11')
Προκειμένου να μην ξεκοπεί τελείως απ’ τον πραγματικό κόσμο, η κε του μπλοκ προβαίνει για ξεκάρφωμα σε ένα μικρό σχόλιο για θέματα που άπτονται της επικαιρότητας. Ίσως να χρειαζόταν μια ξεχωριστή εισήγηση, αλλά αυτό δεν είναι κάτι που θα μπορούσε να κάνει, τουλάχιστον όχι συνεισφέροντας κάτι καινούριο στο δημόσιο λόγο των ημερών.
Ο σφος άβερελ στην πραγματική του ζωή είναι καλουπατζής, διατηρώντας τη σπάνια ιδιότητα του ναρίτη οικοδόμου –που η λαϊκή εξουσία, θα την ανακηρύξει προστατευόμενο είδος και θα την κλείσει στο μουσείο προϊστορίας του ανθρώπινου είδους. Γεννημένος την σωτήρια χρονιά του εικοστού συνεδρίου, διανύει την έκτη δεκαετία της ζωής του και παραμένει χρόνια άνεργος, καθώς στον χώρο των κατασκευών δεν κινείται σχεδόν τίποτα.
Αυτό που θα μπορούσε να κάνει, αν ήταν λίγα χρόνια μεγαλύτερος, με τα ένσημα που έχει –κι αυτά που αγοράζει, για να ‘χει ασφάλιση- θα ήταν να βγει στη σύνταξη. Όσο την προλαβαίνει ακόμα και με ό,τι ποσό την προλάβει δηλ. Αλλά αυτό δεν είναι και πολύ εύκολο. Γιατί σήμερα τα συνταξιοδοτικά όρια ανεβαίνουν συνεχώς κι η προσπάθεια του άβερελ να τα πιάσει, μοιάζει με εκείνο το παράδοξο του ζήνωνα, για τον αχιλλέα και την χελώνα.
Όταν ο άβερελ φτάσει τα 58, το όριο για τα βαρέα θα ‘χει πάει στα εξήντα –κι έχει πάει ήδη νομίζω. Και μέχρι να φτάσει τα εξήντα, θα ‘χει πάει στα 65. Και πάει λέγοντας. Έτσι ο άβερελ, όσο κι αν γερνάει, δε θα φτάσει ποτέ το όριο συνταξιοδότησης, και θα πρέπει να σκεφτεί κάτι άλλο, για να βγάλει τα προς το ζην.
Αλλά ο άβερελ είναι μόνο ένα παράδειγμα. Και το ασφαλιστικό μόνο μία πτυχή του μεσαίωνα που επιστρέφει δριμύτερος. Ο κόσμος τρώει απανωτά χτυπήματα, το ένα μετά το άλλο και δεν ξέρει πώς να αντιδράσει. Κάποιοι επιλέγουν το δρόμο της ιδιώτευσης, που είναι εύκολος, αλλά αδιέξοδος.
Πρώτα ήρθαν να πάρουν τα ρετιρέ. Δε μίλησα, γιατί εγώ ήμουν στο υπόγειο. Ύστερα ήρθαν να πάρουν τους αγρότες. Καλά τους έκαναν, γιατί ξεκοκάλισαν ευρωπαϊκές επιδοτήσεις και τις έτρωγαν στα μπουζούκια. Και τους ταρίφες καλά τους έκαναν. Κάθε φορά μου σπάνε τα νεύρα και βλαστημάω την ώρα και τη στιγμή που έπεσα στην ανάγκη τους.
Μετά ήρθαν να πάρουν τους μετανάστες. Δε μίλησα, γιατί δεν ήμουν μετανάστης. Αν και ήταν οι παππούδες κι οι συγχωριανοί μου. Αλλά δεν ήμουν ο παππούς μου, ούτε συχωριανός μου. Αυτά έγιναν πολύ παλιά.
Δεν ήμουν ελέφαντας, αλλά έπρεπε να μαζέψω αποδείξεις γι’ αυτό, και να πιάσω το αφορολόγητο. Δεν ήμουν φαρμακοποιός, σταζιέρ, συμβασιούχος, εργαζόμενος δέκο, ούτε καν εργαζόμενος στην τελική. Δε μίλησα ούτε γι’ αυτούς. Τελικά συνήθισα κι έπαθα αφωνία. Δεν ήμουν τίποτα. Ένα τίποτα χωρίς δουλειά και ταξική συνείδηση. Ένας ζωντανός-νεκρός σαν τις ελπίδες μου. Κι όταν ήρθαν να πάρουν και μένα, δεν είχε μείνει τίποτα ζωντανό ν’ αντιδράσει και να μιλήσει.
Όπως έλεγε τις προάλλες κι η αλέκα. Τους τα παίρνουν όλα, τι άλλο έχουν να φοβηθούν πια;
Κάποτε έλεγαν στον κοσμάκη ότι θα ‘ρθουν οι κομμουνιστές και θα τους πάρουν τις γυναίκες. Τώρα τους τα παίρνουνε όλα η πασοκάρα και οι τράπεζες. Κι ούτε οικογένεια δε μπορούν να φτιάξουν οι περισσότεροι. Δεν έχουν να χάσουν παρά μόνο τις αλυσίδες τους.
Τους τρομοκρατούν όμως με άλλους τρόπους. Να μη γίνουμε αλβανία, την ίδια ώρα που οι μισθοί κατεβαίνουν σε επίπεδα κίνας. Κι ενώ εμείς ούτε με τον χότζα ήμασταν, ούτε μαοϊκοί. Παρόλα αυτά μας τους χρεώνουν και τους λουζόμαστε.
Φοβού τους κομμουνιστές και δώρα φέροντες. Κι εμείς τους απαντάμε: μην ανέχεσαι να σε φοβίζουν, φόβισέ τους εσύ.
Τι μέλλει γενέσθαι από εδώ και πέρα λοιπόν; Ποιο είναι το επιτελικό σχέδιο για τη συγκυρία; Ας προσπαθήσουμε να το προσεγγίσουμε με όρους ετε (επιστημονικοτεχνικής επανάστασης).
Ο τζέφρυ είναι πολιτικό προσωπικό των ιών και των παράσιτων που καταστρέφουν τη μητρική μας κάρτα και τις ζωές μας. Ο σαμαράς το ίδιο, αλλά κοροϊδεύει τον κόσμο και κάνει λόγο για επανεκκίνηση (restart) της οικονομίας. Ο σύριζα θέλει επιστροφή (backspace) στο παρελθόν του κέινς και της μεταπολίτευσης, όπου το εκλογικό του κοινό ζούσε πιο άνετα. Οι μουλάδες να βάλουν φραγμό στα νέα μέτρα (αριστερό alt). Η ανταρσύα να διαγράψει (delete) το χρέος και να επιβάλει εργατικό κοντρόλ (Ctrl, δηλ έλεγχο) στις δεκο. Και να πετύχει την έξοδο από την εε και την ευρωζώνη (πατώντας escape).
Ενώ εμείς τα βάζουμε όλα μαζί (κοντρόλ, αλτ, ντιλίτ) και τα δένουμε με την προοπτική μιας άλλης εξουσίας κι ενός άλλου –λειτουργικού- συστήματος, όπως τα linux που να αναδεικνύει την κομμουνιστική προοπτική. Κοντρόλ-αλτ-ντιλίτ με λαϊκή εξουσία. Αυτό είναι το σύνθημα που μπορεί να συσπειρώσει στη σημερινή συγκυρία τις μάζες και να δώσει περιεχόμενο στον αγώνα τους.
Καλά τα λέμε. Πλέον όμως τα τακτικά αιτήματα μπαίνουν πιο εμφατικά. Η αλέκα έλεγε χτες στο άλτερ να πέσει η κυβέρνηση για να μην περάσουν τα μέτρα. Και το παμε έβαλε περικύκλωση της βουλής, τη μέρα ψήφισης των νέων μέτρων. Κι επειδή δε φετιχοποιεί τη σύγκρουση, ούτε λέει κάτι έτσι, για να το πει, έχει ενδιαφέρον να δούμε πώς θα πάει το πράγμα. Γιατί έχουν κι οι άλλοι απευθείας συγκέντρωση στο σύνταγμα. Και μπορεί να μπλέξουμε τα μπούτια μας, σαν τη ρωμαϊκή λεγεώνα στον αστερίξ –για να το δέσουμε και με το προηγούμενο κείμενο.
-Εδώ δεν είναι οι λαϊκές επιτροπές (παμε);
-Όχι! Εδώ είναι οι πρωτοβουλίες κατοίκων (σύριζα).
-Μα αφού σας λέω ότι εδώ είναι οι επιτροπές δεν πληρώνουμε, δεν πουλάμε, τους ανατρέπουμε (ανταρσύα).
-Όχι κύριε! Εδώ είμαστε αγανακτισμένοι, δεν έχουμε σχέση με κόμματα.
Το έλα να δεις...
Σε κάθε περίπτωση, οι επόμενες μέρες θα είναι ενδιαφέρουσες. Κι ίσως βγάλουν και κάτι σπουδαίο στο τέλος.
Ο σφος άβερελ στην πραγματική του ζωή είναι καλουπατζής, διατηρώντας τη σπάνια ιδιότητα του ναρίτη οικοδόμου –που η λαϊκή εξουσία, θα την ανακηρύξει προστατευόμενο είδος και θα την κλείσει στο μουσείο προϊστορίας του ανθρώπινου είδους. Γεννημένος την σωτήρια χρονιά του εικοστού συνεδρίου, διανύει την έκτη δεκαετία της ζωής του και παραμένει χρόνια άνεργος, καθώς στον χώρο των κατασκευών δεν κινείται σχεδόν τίποτα.
Αυτό που θα μπορούσε να κάνει, αν ήταν λίγα χρόνια μεγαλύτερος, με τα ένσημα που έχει –κι αυτά που αγοράζει, για να ‘χει ασφάλιση- θα ήταν να βγει στη σύνταξη. Όσο την προλαβαίνει ακόμα και με ό,τι ποσό την προλάβει δηλ. Αλλά αυτό δεν είναι και πολύ εύκολο. Γιατί σήμερα τα συνταξιοδοτικά όρια ανεβαίνουν συνεχώς κι η προσπάθεια του άβερελ να τα πιάσει, μοιάζει με εκείνο το παράδοξο του ζήνωνα, για τον αχιλλέα και την χελώνα.
Όταν ο άβερελ φτάσει τα 58, το όριο για τα βαρέα θα ‘χει πάει στα εξήντα –κι έχει πάει ήδη νομίζω. Και μέχρι να φτάσει τα εξήντα, θα ‘χει πάει στα 65. Και πάει λέγοντας. Έτσι ο άβερελ, όσο κι αν γερνάει, δε θα φτάσει ποτέ το όριο συνταξιοδότησης, και θα πρέπει να σκεφτεί κάτι άλλο, για να βγάλει τα προς το ζην.
Αλλά ο άβερελ είναι μόνο ένα παράδειγμα. Και το ασφαλιστικό μόνο μία πτυχή του μεσαίωνα που επιστρέφει δριμύτερος. Ο κόσμος τρώει απανωτά χτυπήματα, το ένα μετά το άλλο και δεν ξέρει πώς να αντιδράσει. Κάποιοι επιλέγουν το δρόμο της ιδιώτευσης, που είναι εύκολος, αλλά αδιέξοδος.
Πρώτα ήρθαν να πάρουν τα ρετιρέ. Δε μίλησα, γιατί εγώ ήμουν στο υπόγειο. Ύστερα ήρθαν να πάρουν τους αγρότες. Καλά τους έκαναν, γιατί ξεκοκάλισαν ευρωπαϊκές επιδοτήσεις και τις έτρωγαν στα μπουζούκια. Και τους ταρίφες καλά τους έκαναν. Κάθε φορά μου σπάνε τα νεύρα και βλαστημάω την ώρα και τη στιγμή που έπεσα στην ανάγκη τους.
Μετά ήρθαν να πάρουν τους μετανάστες. Δε μίλησα, γιατί δεν ήμουν μετανάστης. Αν και ήταν οι παππούδες κι οι συγχωριανοί μου. Αλλά δεν ήμουν ο παππούς μου, ούτε συχωριανός μου. Αυτά έγιναν πολύ παλιά.
Δεν ήμουν ελέφαντας, αλλά έπρεπε να μαζέψω αποδείξεις γι’ αυτό, και να πιάσω το αφορολόγητο. Δεν ήμουν φαρμακοποιός, σταζιέρ, συμβασιούχος, εργαζόμενος δέκο, ούτε καν εργαζόμενος στην τελική. Δε μίλησα ούτε γι’ αυτούς. Τελικά συνήθισα κι έπαθα αφωνία. Δεν ήμουν τίποτα. Ένα τίποτα χωρίς δουλειά και ταξική συνείδηση. Ένας ζωντανός-νεκρός σαν τις ελπίδες μου. Κι όταν ήρθαν να πάρουν και μένα, δεν είχε μείνει τίποτα ζωντανό ν’ αντιδράσει και να μιλήσει.
Όπως έλεγε τις προάλλες κι η αλέκα. Τους τα παίρνουν όλα, τι άλλο έχουν να φοβηθούν πια;
Κάποτε έλεγαν στον κοσμάκη ότι θα ‘ρθουν οι κομμουνιστές και θα τους πάρουν τις γυναίκες. Τώρα τους τα παίρνουνε όλα η πασοκάρα και οι τράπεζες. Κι ούτε οικογένεια δε μπορούν να φτιάξουν οι περισσότεροι. Δεν έχουν να χάσουν παρά μόνο τις αλυσίδες τους.
Τους τρομοκρατούν όμως με άλλους τρόπους. Να μη γίνουμε αλβανία, την ίδια ώρα που οι μισθοί κατεβαίνουν σε επίπεδα κίνας. Κι ενώ εμείς ούτε με τον χότζα ήμασταν, ούτε μαοϊκοί. Παρόλα αυτά μας τους χρεώνουν και τους λουζόμαστε.
Φοβού τους κομμουνιστές και δώρα φέροντες. Κι εμείς τους απαντάμε: μην ανέχεσαι να σε φοβίζουν, φόβισέ τους εσύ.
Τι μέλλει γενέσθαι από εδώ και πέρα λοιπόν; Ποιο είναι το επιτελικό σχέδιο για τη συγκυρία; Ας προσπαθήσουμε να το προσεγγίσουμε με όρους ετε (επιστημονικοτεχνικής επανάστασης).
Ο τζέφρυ είναι πολιτικό προσωπικό των ιών και των παράσιτων που καταστρέφουν τη μητρική μας κάρτα και τις ζωές μας. Ο σαμαράς το ίδιο, αλλά κοροϊδεύει τον κόσμο και κάνει λόγο για επανεκκίνηση (restart) της οικονομίας. Ο σύριζα θέλει επιστροφή (backspace) στο παρελθόν του κέινς και της μεταπολίτευσης, όπου το εκλογικό του κοινό ζούσε πιο άνετα. Οι μουλάδες να βάλουν φραγμό στα νέα μέτρα (αριστερό alt). Η ανταρσύα να διαγράψει (delete) το χρέος και να επιβάλει εργατικό κοντρόλ (Ctrl, δηλ έλεγχο) στις δεκο. Και να πετύχει την έξοδο από την εε και την ευρωζώνη (πατώντας escape).
Ενώ εμείς τα βάζουμε όλα μαζί (κοντρόλ, αλτ, ντιλίτ) και τα δένουμε με την προοπτική μιας άλλης εξουσίας κι ενός άλλου –λειτουργικού- συστήματος, όπως τα linux που να αναδεικνύει την κομμουνιστική προοπτική. Κοντρόλ-αλτ-ντιλίτ με λαϊκή εξουσία. Αυτό είναι το σύνθημα που μπορεί να συσπειρώσει στη σημερινή συγκυρία τις μάζες και να δώσει περιεχόμενο στον αγώνα τους.
Καλά τα λέμε. Πλέον όμως τα τακτικά αιτήματα μπαίνουν πιο εμφατικά. Η αλέκα έλεγε χτες στο άλτερ να πέσει η κυβέρνηση για να μην περάσουν τα μέτρα. Και το παμε έβαλε περικύκλωση της βουλής, τη μέρα ψήφισης των νέων μέτρων. Κι επειδή δε φετιχοποιεί τη σύγκρουση, ούτε λέει κάτι έτσι, για να το πει, έχει ενδιαφέρον να δούμε πώς θα πάει το πράγμα. Γιατί έχουν κι οι άλλοι απευθείας συγκέντρωση στο σύνταγμα. Και μπορεί να μπλέξουμε τα μπούτια μας, σαν τη ρωμαϊκή λεγεώνα στον αστερίξ –για να το δέσουμε και με το προηγούμενο κείμενο.
-Εδώ δεν είναι οι λαϊκές επιτροπές (παμε);
-Όχι! Εδώ είναι οι πρωτοβουλίες κατοίκων (σύριζα).
-Μα αφού σας λέω ότι εδώ είναι οι επιτροπές δεν πληρώνουμε, δεν πουλάμε, τους ανατρέπουμε (ανταρσύα).
-Όχι κύριε! Εδώ είμαστε αγανακτισμένοι, δεν έχουμε σχέση με κόμματα.
Το έλα να δεις...
Σε κάθε περίπτωση, οι επόμενες μέρες θα είναι ενδιαφέρουσες. Κι ίσως βγάλουν και κάτι σπουδαίο στο τέλος.
Τετάρτη 12 Οκτωβρίου 2011
Οβελίξ και σία
Προϋπόθεση για να μελετήσουμε συστηματικά την τρέχουσα κρίση, είναι να καταφύγουμε στα κείμενα των κλασικών. Κι ένα τέτοιο κείμενο είναι το δεύτερο τεύχος από τις περιπέτειες του αστερίξ, με τίτλο οβελίξ και σία. Η διεισδυτική ματιά του γκοσινί αποδίδει με εκλαϊκευτικό τρόπο διαχρονικά νοήματα και φτάνει πολύ πιο βαθιά από διάφορες σύγχρονες αναλύσεις περί κρίσης χρέους.
Όσοι δεν είναι εξοικειωμένοι με τους ήρωες του κόμικ, μπορούν να σταματήσουν εδώ την ανάγνωση και να περιμένουν το επόμενο κείμενο. Όσοι απλώς δε γνωρίζουν την υπόθεση της συγκεκριμένης περιπέτειας, μπορούν να διαβάσουν εδώ μια περίληψη και να μπουν στο νόημα.
Ο γκοσινί βάζει τους ειρηνικούς κατοίκους του γαλατικού χωριού να παράγουν μενίρ αδιάκοπα, με ρυθμούς εντατικής ανάπτυξης. Ένα καυστικό σχόλιο πάνω στον φετιχισμό του εμπορεύματος και στην παραγωγή για την παραγωγή –κατ’ αντιστοιχία της τέχνης για την τέχνη- που αποσκοπεί στην ανταλλαγή –και κατά συνέπεια στο κέρδος- κι οδηγεί νομοτελειακά στην υπερπαραγωγή και την κρίση. Και το πιο ωραίο είναι ότι κανείς δεν έχει καταλάβει –ακόμα και σήμερα- σε τι ακριβώς χρησιμεύει ένα μενίρ. Ή με όρους μαρξιστικής πολιτικής οικονομίας, ποια είναι η αξία χρήσης του.
Η αλυσίδα χρήμα- εμπόρευμα-χρήμα σπάει στον κρίκο του εμπορεύματος κι οδηγεί στην απαλλοτρίωση των μικροπαραγωγών, την καταστροφή της βασικής παραγωγικής δύναμης που είναι ο άνθρωπος και την απαξίωση κεφαλαίων, με την επίθεση των αγανακτισμένων γαλατών στο ρωμαϊκό στρατόπεδο, όπου τα κάνουν όλα λίμπα, με συνείδηση λουδίτη μεν, καταδεικνύοντας δε ότι η διέξοδος βρίσκεται στο συλλογικό αγώνα κι είναι πάντοτε πολιτική, στο πεδίο της ταξικής πάλης κι όχι καθορισμένη ντετερμινιστικά από κάποιες επιστημονικές αυθεντίες.
Στο ενδιάμεσο οι γαλάτες είχαν φτάσει μέχρι του σημείου, να κυνηγάνε οι μισοί εξ αυτών αγριογούρουνα για να εξασφαλίσουν τροφή στους άλλους μισούς που έφτιαχναν μενίρ. Περίπου όπως σήμερα, που μόνο τα φαγάδικα έχουν τζίρο κι είναι βιώσιμα. Με τη διαφορά ότι οι άλλοι μισοί.. στην κίνα βρίσκονται, ή αμείβονται με μισθούς κίνας. Πολλές φορές και καθόλου. Ανεργία και χαρά..
Στο πρόσωπο του κάιους τεχνοκράτιους ο γάλλος σατιρίζει το σύγχρονο σινάφι των γκουρού της οικονομίας και τη δύσκολη έως ακατανόητη –στο ευρύ κοινό- ορολογία που χρησιμοποιούν, για να θολώσουν τα νερά. Σπρεντς, σι ντι ες, σελέκτιβ ντιφόλτ –που δεν είναι αυτό που νομίζετε, έγινε κάποιο λάθος στη μετάφραση- κοκ για να καταλήξει στο: εσύ πρέπει πληρώσει χρέος. Και στην πιο εκχυδαϊσμένη εκδοχή του: όλοι μαζί τα φάγαμε.
Στο τέλος βέβαια υπονοείται η κρατούσα αστική ερμηνεία της κρίσης: ότι φταίει ο χρυσοκάνθαρος, το golden boy, η λανθασμένη πολιτική διαχείρισης που ακολούθησε. Και κατά δεύτερο λόγο η κρατικοδίαιτη συντεχνία των κατασκευαστών μενίρ που αδειάζει το δημόσιο ταμείο της ρώμης.
Αλλά τα νοήματα του έργου πηγαίνουν πιο βαθιά από την επιφάνεια. Σε πολιτικό επίπεδο ο γκοσινί επεξηγεί το μηχανισμό ενσωμάτωσης των μικροαστών στις συστημικές αξίες και το όνειρο των γαλατών που ξεχνάνε την ταπεινή τους καταγωγή και μεγαλοπιάνονται.
Ενώ σε οικονομικό επίπεδο δίνει ένα παράδειγμα εφαρμογής του νόμου της που του μου που κου (πτωτική τάση του μέσου ποσοστού κέρδους), όπου αν ξεπηδήσει ένας κλάδος με δυναμική, πλακώνουν πολλά κεφάλαια, κερδίζουν για κάποιο διάστημα, αλλά προοπτικά χαντακώνουν την δυνατότητα διευρυμένης αναπαραγωγής του κεφαλαίου. Το αυτό και σε διακρατικό επίπεδο, με τους ρωμαίους παραγωγούς μενίρ -που δεν υπήρχαν καν ως κλάδος- να αντιδρούν ενάντια στην κοινή ρωμαϊκή αγορά της εποχής και τα ξένα προϊόντα που τους παίρνουν τη δουλειά.
Παράλληλα ο γκοσινί κάνει μία ενδιαφέρουσα νύξη σε μια αποστροφή των Grundrisse του Μαρξ –οικονομικά χειρόγραφα υπό μορφή σημειώσεων, προπαρασκευαστικά του Κεφαλαίου, που ήρθαν στη δημοσιότητα μόλις τη δεκαετία του 1930- για τη γενική διάνοια (general intellect) και την επιστήμη ως άμεση παραγωγική δύναμη –αν το μεταφέρω σωστά από μνήμης- στο πρόσωπο του πανοραμίξ που δίνει μαγικό ζωμό στους κατασκευαστές μενίρ, μειώνοντας τον μόχθο του χειρώνακτα στο ελάχιστο. Κι εφόσον η γνώση είναι κάτι που –σε αντίθεση με τα κοινά εμπορεύματα- μπορούμε να τη δώσουμε χωρίς να την αποστερηθούμε, τα καλούπια της ιδιωτικής ιδιοκτησίας που επιχειρούν να τη μεταχειριστούν ως εμπόρευμα, αποδεικνύονται στενά κι αναχρονιστικά.
Σε ένα γενικότερο επίπεδο, το γαλατικό χωριό ως σύλληψη –σε αντίθεση με το εξ αμερικής ορμώμενο ιδανικό του τυχερού, μοναχικού καουμπόι- προσφέρεται για μια σειρά κινηματικούς συνειρμούς.
Το κκ είναι ένα είδος συλλογικού διανοούμενου, που περικλείει στις γραμμές του το σπέρμα της λαϊκής συμμαχίας, και στο σήμα του την ένωση του σφυριού της εργατικής τάξης του σιδερά αυτοματίξ, με το δρεπάνι του διανοούμενου πανοραμίξ που είναι ο πνευματικός καθοδηγητής του χωριού και παίζει στα δάχτυλα τον μ-λ, τον οποίο και κωδικοποιεί σε διάφορες σοφές συνταγές και μαγικά μαντζούνια.
Όμως, παρά τη διαλεκτική άρση της διαφοράς πνευματικής-χειρωνακτικής εργασίας, ελλοχεύει ο κίνδυνος του καπελώματος των μεν απ’ τους δε. Η κοινωνία του μέλλοντος θα προκύψει ως μια ζωντανή διαδικασία, η οποία καταργεί την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων, κι όχι μέσα από έτοιμες συνταγές παρμένες από τον τσελεμεντέ του αναρχίξ. Μέσα από πάλη κι όχι μεταφυσικά με κάποιο μαγικό ζωμό. Ο πανοραμίξ έχει γενική εποπτεία της παραγωγής –βάση ονόματος μεταξύ άλλων- αλλά πρέπει να είναι αιρετός κι ανακλητός ανά πάσα στιγμή απ’ τη βάση του χωριού.
Κατά τα άλλα, ο ιντεφίξ είναι το κομματικό σκυλάκι που έρχεται στις μάχες με τους ρωμαίους και γαβγίζει τους μπάτσους. Ο οβελίξ είναι κάτι σαν την περιφρούρηση των οικοδόμων, κι απλώς θέλει να του εξηγήσουν για τι παλεύουμε, που είναι κι η βάση της συνειδητής πειθαρχίας κάθε κομμουνιστή. Ο μαζεστίξ έχει το κύρος του γγ, που κανείς αστός αρχηγός δε θα μπορέσει ποτέ να αποκτήσει. Είναι γενναίος, ατρόμητος και το μόνο που φοβάται είναι μη τυχόν μας πέσει ο ουρανός στο κεφάλι την ώρα που θα επιχειρούμε την έφοδο προς αυτόν –ό,τι περίπου πάθαμε με τη σοβιετική ένωση και τις λοιπές λδ.
Ο μαθουσαλίξ είναι ο βετεράνος με τις ιστορίες από το παρελθόν, σαν αυτούς τους ξεχασμένους παππούδες που συναντάς στα γραφεία στις συνοικιακές κόβες και σου διηγούνται ώρες ατέλειωτες, χωρίς ειρμό για τον περιφανή θρίαμβο του εαμ στη ζεγκόβια. Κι η αλεζία; (βάρκιζα).
-Ποια αλεζία; Τι τη θέλετε τέλος πάντων αυτή την αλεζία, ε; Μου λέτε;
Ο αλφαβητίξ είναι ένας οπορτουνιστής που τρώει ψάρια, αλλά υποτάσσεται στο δημοκρατικό συγκεντρωτισμό του χωριού και τα αγριογούρουνα. Οι αντιλήψεις του αποτέλεσαν τη βάση για τη ρεφορμιστική μετάλλαξη του γαλλικού κκ που τα ‘κανε θάλασσα και σήμερα είναι ένα θλιβερό απομεινάρι του ένδοξου παρελθόντος του. Τα αμφίβολης φρεσκάδας –σαν τα ψάρια του- επιχειρήματά του, για την ανανέωση της δίαιτας και των συνηθειών μας με πιο light θέσεις, γίνονται συχνά αφορμή για ασήμαντους καβγάδες στο εσωτερικό του χωριού, όσο δε μας παίρνει να τα βάλουμε με τους ρωμαίους, και παίζουμε αναμεταξύ μας.
Είναι τρελοί αυτοί οι κομμουνιστές.
Μαζί κι ο κακοφωνίξ, μια διαρκής παραφωνία στη σωστή γραμμή του κόμματος, που είναι αξιαγάπητος για παρέα όταν κρατάει κλειστό το στόμα του στις κόβες. Αλλά όταν αρχίζει τη γκρίνια, οι σύντροφοι τον κόβουν στεγνά, με συνοπτικές, σταλινικές διαδικασίες. Όχι δε θα τραγουδήσεις. Στην ουσία ενσαρκώνει έναν πρόδρομο του ρασούλη στο ρόλο του τροτσκιστή βάρδου.
Ο προφανής συνειρμός με το γαλατικό χωριό της κούβας, έχει αναλυθεί σε προηγούμενα κείμενα, και δε θα επεκταθώ περαιτέρω.
Όσο για τον ατσαλάκωτο αστερίξ, η κε του μπλοκ τον θεωρεί ντροπή του κόμικ κι αρνείται να σχολιάσει το παραμικρό.
Όσοι δεν είναι εξοικειωμένοι με τους ήρωες του κόμικ, μπορούν να σταματήσουν εδώ την ανάγνωση και να περιμένουν το επόμενο κείμενο. Όσοι απλώς δε γνωρίζουν την υπόθεση της συγκεκριμένης περιπέτειας, μπορούν να διαβάσουν εδώ μια περίληψη και να μπουν στο νόημα.
Ο γκοσινί βάζει τους ειρηνικούς κατοίκους του γαλατικού χωριού να παράγουν μενίρ αδιάκοπα, με ρυθμούς εντατικής ανάπτυξης. Ένα καυστικό σχόλιο πάνω στον φετιχισμό του εμπορεύματος και στην παραγωγή για την παραγωγή –κατ’ αντιστοιχία της τέχνης για την τέχνη- που αποσκοπεί στην ανταλλαγή –και κατά συνέπεια στο κέρδος- κι οδηγεί νομοτελειακά στην υπερπαραγωγή και την κρίση. Και το πιο ωραίο είναι ότι κανείς δεν έχει καταλάβει –ακόμα και σήμερα- σε τι ακριβώς χρησιμεύει ένα μενίρ. Ή με όρους μαρξιστικής πολιτικής οικονομίας, ποια είναι η αξία χρήσης του.
Η αλυσίδα χρήμα- εμπόρευμα-χρήμα σπάει στον κρίκο του εμπορεύματος κι οδηγεί στην απαλλοτρίωση των μικροπαραγωγών, την καταστροφή της βασικής παραγωγικής δύναμης που είναι ο άνθρωπος και την απαξίωση κεφαλαίων, με την επίθεση των αγανακτισμένων γαλατών στο ρωμαϊκό στρατόπεδο, όπου τα κάνουν όλα λίμπα, με συνείδηση λουδίτη μεν, καταδεικνύοντας δε ότι η διέξοδος βρίσκεται στο συλλογικό αγώνα κι είναι πάντοτε πολιτική, στο πεδίο της ταξικής πάλης κι όχι καθορισμένη ντετερμινιστικά από κάποιες επιστημονικές αυθεντίες.
Στο ενδιάμεσο οι γαλάτες είχαν φτάσει μέχρι του σημείου, να κυνηγάνε οι μισοί εξ αυτών αγριογούρουνα για να εξασφαλίσουν τροφή στους άλλους μισούς που έφτιαχναν μενίρ. Περίπου όπως σήμερα, που μόνο τα φαγάδικα έχουν τζίρο κι είναι βιώσιμα. Με τη διαφορά ότι οι άλλοι μισοί.. στην κίνα βρίσκονται, ή αμείβονται με μισθούς κίνας. Πολλές φορές και καθόλου. Ανεργία και χαρά..
Στο πρόσωπο του κάιους τεχνοκράτιους ο γάλλος σατιρίζει το σύγχρονο σινάφι των γκουρού της οικονομίας και τη δύσκολη έως ακατανόητη –στο ευρύ κοινό- ορολογία που χρησιμοποιούν, για να θολώσουν τα νερά. Σπρεντς, σι ντι ες, σελέκτιβ ντιφόλτ –που δεν είναι αυτό που νομίζετε, έγινε κάποιο λάθος στη μετάφραση- κοκ για να καταλήξει στο: εσύ πρέπει πληρώσει χρέος. Και στην πιο εκχυδαϊσμένη εκδοχή του: όλοι μαζί τα φάγαμε.
Στο τέλος βέβαια υπονοείται η κρατούσα αστική ερμηνεία της κρίσης: ότι φταίει ο χρυσοκάνθαρος, το golden boy, η λανθασμένη πολιτική διαχείρισης που ακολούθησε. Και κατά δεύτερο λόγο η κρατικοδίαιτη συντεχνία των κατασκευαστών μενίρ που αδειάζει το δημόσιο ταμείο της ρώμης.
Αλλά τα νοήματα του έργου πηγαίνουν πιο βαθιά από την επιφάνεια. Σε πολιτικό επίπεδο ο γκοσινί επεξηγεί το μηχανισμό ενσωμάτωσης των μικροαστών στις συστημικές αξίες και το όνειρο των γαλατών που ξεχνάνε την ταπεινή τους καταγωγή και μεγαλοπιάνονται.
Ενώ σε οικονομικό επίπεδο δίνει ένα παράδειγμα εφαρμογής του νόμου της που του μου που κου (πτωτική τάση του μέσου ποσοστού κέρδους), όπου αν ξεπηδήσει ένας κλάδος με δυναμική, πλακώνουν πολλά κεφάλαια, κερδίζουν για κάποιο διάστημα, αλλά προοπτικά χαντακώνουν την δυνατότητα διευρυμένης αναπαραγωγής του κεφαλαίου. Το αυτό και σε διακρατικό επίπεδο, με τους ρωμαίους παραγωγούς μενίρ -που δεν υπήρχαν καν ως κλάδος- να αντιδρούν ενάντια στην κοινή ρωμαϊκή αγορά της εποχής και τα ξένα προϊόντα που τους παίρνουν τη δουλειά.
Παράλληλα ο γκοσινί κάνει μία ενδιαφέρουσα νύξη σε μια αποστροφή των Grundrisse του Μαρξ –οικονομικά χειρόγραφα υπό μορφή σημειώσεων, προπαρασκευαστικά του Κεφαλαίου, που ήρθαν στη δημοσιότητα μόλις τη δεκαετία του 1930- για τη γενική διάνοια (general intellect) και την επιστήμη ως άμεση παραγωγική δύναμη –αν το μεταφέρω σωστά από μνήμης- στο πρόσωπο του πανοραμίξ που δίνει μαγικό ζωμό στους κατασκευαστές μενίρ, μειώνοντας τον μόχθο του χειρώνακτα στο ελάχιστο. Κι εφόσον η γνώση είναι κάτι που –σε αντίθεση με τα κοινά εμπορεύματα- μπορούμε να τη δώσουμε χωρίς να την αποστερηθούμε, τα καλούπια της ιδιωτικής ιδιοκτησίας που επιχειρούν να τη μεταχειριστούν ως εμπόρευμα, αποδεικνύονται στενά κι αναχρονιστικά.
Σε ένα γενικότερο επίπεδο, το γαλατικό χωριό ως σύλληψη –σε αντίθεση με το εξ αμερικής ορμώμενο ιδανικό του τυχερού, μοναχικού καουμπόι- προσφέρεται για μια σειρά κινηματικούς συνειρμούς.
Το κκ είναι ένα είδος συλλογικού διανοούμενου, που περικλείει στις γραμμές του το σπέρμα της λαϊκής συμμαχίας, και στο σήμα του την ένωση του σφυριού της εργατικής τάξης του σιδερά αυτοματίξ, με το δρεπάνι του διανοούμενου πανοραμίξ που είναι ο πνευματικός καθοδηγητής του χωριού και παίζει στα δάχτυλα τον μ-λ, τον οποίο και κωδικοποιεί σε διάφορες σοφές συνταγές και μαγικά μαντζούνια.
Όμως, παρά τη διαλεκτική άρση της διαφοράς πνευματικής-χειρωνακτικής εργασίας, ελλοχεύει ο κίνδυνος του καπελώματος των μεν απ’ τους δε. Η κοινωνία του μέλλοντος θα προκύψει ως μια ζωντανή διαδικασία, η οποία καταργεί την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων, κι όχι μέσα από έτοιμες συνταγές παρμένες από τον τσελεμεντέ του αναρχίξ. Μέσα από πάλη κι όχι μεταφυσικά με κάποιο μαγικό ζωμό. Ο πανοραμίξ έχει γενική εποπτεία της παραγωγής –βάση ονόματος μεταξύ άλλων- αλλά πρέπει να είναι αιρετός κι ανακλητός ανά πάσα στιγμή απ’ τη βάση του χωριού.
Κατά τα άλλα, ο ιντεφίξ είναι το κομματικό σκυλάκι που έρχεται στις μάχες με τους ρωμαίους και γαβγίζει τους μπάτσους. Ο οβελίξ είναι κάτι σαν την περιφρούρηση των οικοδόμων, κι απλώς θέλει να του εξηγήσουν για τι παλεύουμε, που είναι κι η βάση της συνειδητής πειθαρχίας κάθε κομμουνιστή. Ο μαζεστίξ έχει το κύρος του γγ, που κανείς αστός αρχηγός δε θα μπορέσει ποτέ να αποκτήσει. Είναι γενναίος, ατρόμητος και το μόνο που φοβάται είναι μη τυχόν μας πέσει ο ουρανός στο κεφάλι την ώρα που θα επιχειρούμε την έφοδο προς αυτόν –ό,τι περίπου πάθαμε με τη σοβιετική ένωση και τις λοιπές λδ.
Ο μαθουσαλίξ είναι ο βετεράνος με τις ιστορίες από το παρελθόν, σαν αυτούς τους ξεχασμένους παππούδες που συναντάς στα γραφεία στις συνοικιακές κόβες και σου διηγούνται ώρες ατέλειωτες, χωρίς ειρμό για τον περιφανή θρίαμβο του εαμ στη ζεγκόβια. Κι η αλεζία; (βάρκιζα).
-Ποια αλεζία; Τι τη θέλετε τέλος πάντων αυτή την αλεζία, ε; Μου λέτε;
Ο αλφαβητίξ είναι ένας οπορτουνιστής που τρώει ψάρια, αλλά υποτάσσεται στο δημοκρατικό συγκεντρωτισμό του χωριού και τα αγριογούρουνα. Οι αντιλήψεις του αποτέλεσαν τη βάση για τη ρεφορμιστική μετάλλαξη του γαλλικού κκ που τα ‘κανε θάλασσα και σήμερα είναι ένα θλιβερό απομεινάρι του ένδοξου παρελθόντος του. Τα αμφίβολης φρεσκάδας –σαν τα ψάρια του- επιχειρήματά του, για την ανανέωση της δίαιτας και των συνηθειών μας με πιο light θέσεις, γίνονται συχνά αφορμή για ασήμαντους καβγάδες στο εσωτερικό του χωριού, όσο δε μας παίρνει να τα βάλουμε με τους ρωμαίους, και παίζουμε αναμεταξύ μας.
Είναι τρελοί αυτοί οι κομμουνιστές.
Μαζί κι ο κακοφωνίξ, μια διαρκής παραφωνία στη σωστή γραμμή του κόμματος, που είναι αξιαγάπητος για παρέα όταν κρατάει κλειστό το στόμα του στις κόβες. Αλλά όταν αρχίζει τη γκρίνια, οι σύντροφοι τον κόβουν στεγνά, με συνοπτικές, σταλινικές διαδικασίες. Όχι δε θα τραγουδήσεις. Στην ουσία ενσαρκώνει έναν πρόδρομο του ρασούλη στο ρόλο του τροτσκιστή βάρδου.
Ο προφανής συνειρμός με το γαλατικό χωριό της κούβας, έχει αναλυθεί σε προηγούμενα κείμενα, και δε θα επεκταθώ περαιτέρω.
Όσο για τον ατσαλάκωτο αστερίξ, η κε του μπλοκ τον θεωρεί ντροπή του κόμικ κι αρνείται να σχολιάσει το παραμικρό.
Κυριακή 9 Οκτωβρίου 2011
Εδώ θα μείνουν για πάντα
Η συγκυρία κι η ζωή τα έφεραν έτσι που η σημερινή αποκατάσταση του άρη βελουχιώτη από το κόμμα να συμπέσει χρονικά με την επέτειο της δολοφονίας του ερνέστο γκεβάρα στη βολιβία. Άκρως σατανική σύμπτωση, για να περάσει απαρατήρητη.
Οι συνειρμοί είναι αναπόφευκτοι κι οι βίοι -των αγίων του κομμουνιστικού κινήματος- σχεδόν παράλληλοι. Οι σπουδές κι η μικροαστική ζωή που άφησαν κατά μέρος για να ζήσουν επικίνδυνα. Το ανήσυχο πνεύμα τους που συνάντησε τους κομμουνιστές κι απέκτησε στόχο ζωής και περιεχόμενο. Η γενειάδα που ξύριζαν και γίνονταν αγνώριστοι, όταν μεταμφιέζονταν. Ο θρυλικός μπερές του τσε με το αστέρι, και το καπέλο που έγινε σήμα κατατεθέν των μαυροσκούφηδων του άρη. Το ψευδώνυμο του γιου του πολέμου, κι η προσφώνηση «Τσε» -κάτι αντίστοιχο με το δικό μας ρε- για να δείχνει την αργεντίνικη εθνικότητα. Τα γενέθλια του ερνέστο που πέφτουν σχεδόν μαζί με την αυτοκτονία του άρη (14 και 15 ιούνη). Κι η πολιτική αποκατάσταση του τελευταίου τη μέρα της εκτέλεσης του τσε.
Ο ένδοξος θάνατος που τους βρήκε στο βουνό, μαχόμενους με το όπλο στο χέρι. Η μάταια προσπάθεια των εχθρών τους να τους ταπεινώσουν μετά θάνατον και να αφαιρέσουν κάτι από την αίγλη τους. Κι οι θρύλοι των χωρικών που τους έζησαν από κοντά και πιστεύουν πως είναι ακόμα ζωντανοί.
Η επαφή με το λαό που τους λάτρεψε. Η τέχνη του αντάρτικου που απογείωσε τον πολιτικό αγώνα. Η επιλογή να μην επαναπαυτούν στις δόξες τους και βολευτούν, αλλά να πολεμήσουν ξανά στο βουνό. Και ο τραγικός επίλογος μιας θριαμβευτικής πορείας, που τα κκ τον είδαν από απόσταση.
Ίσως αυτός να είναι κι ο λόγος που ο βελουχιώτης κι ο γκεβάρα είναι οι μόνες παραδοσιακές μορφές που ερωτεύεται σφοδρά η παιδική αρρώστια του κομμουνισμού. Ανίκητοι στις μάχες, σαν τον έρωτα, ξενυχτούν στα κόκκινα, παθιασμένα μάγουλα των αριστεριστών και στις αφίσες πάνω απ’ το κρεβάτι τους, όπου ονειρεύονται ξύπνιοι και πλάθουν καινούριους κόσμους με το μυαλό τους.
Σαν εκείνη την αφίσα της σοβαρής συνιστώσας, με τον άρη καβάλα στο άλογο, που σου πάγωνε το αίμα με τα παράταιρα που συνέδεε. Και την πήρε για το δωμάτιό του ο κοντόχοντρος, αλλά έκοψε πρώτα με ψαλίδι την κεφαλίδα του ναρ, πριν την κρεμάσει στο φανοστάτη του τοίχου του. Όπως κάνουν περίπου απ’ την ανάποδη στον χώρο του με τις ηρωικές μορφές, που τις εξυμνούν και τις καθαγιάζουν, αφού κόψουν πρώτα την κεφαλίδα του κουκουέ από το ιστορικό πλαίσιο που τις ανέδειξε, για να μην τους χαλάει την πολιτική τους αισθητική.
Αλλά φροντίζουν να ξεχνάνε τον πατριωτικό λόγο του άρη στη λαμία.
Το κεφάλαιο δεν έχει πατρίδα και τρέχει να βρει κέρδη σε όποια χώρα υπάρχουνε τέτοια. Ενώ εμείς το μόνο που έχουμε είναι οι καλύβες και τα πεζούλια μας. Ποιος μπορεί λοιπόν να ενδιαφερθεί καλύτερα για την πατρίδα του;
Όπως και το patria o muerte (πατρίδα ή θάνατος) με το οποίο έκλεινε όλες τις επιστολές του ο γκεβάρα.
Στην ίδια λογική κι η προβολή του άρη, ως αρχηγού των ατάκτων. Ενώ ο άρης μπήκε επικεφαλής των τάξεων του εργαζόμενου λαού που τoν ανέδειξε, γέννημα-θρέμμα των αγώνων του, με τακτική ευφυΐα και διορατικότητα που δεν εισακούστηκε έγκαιρα. Οι ήρωες δεν έχουν ανάγκη από τέτοιους φόρους τιμής. Η προσωπολατρία τους παρουσιάζει σχεδόν ψεύτικους και καταλήγει να βλάπτει την υστεροφημία τους.
Οι αστοί στολίζουν με φωτοστέφανο τους επαναστάτες μετά θάνατον, για να τους αφαιρέσουν κάθε επαναστατικό περιεχόμενο. Κάνουν τη μορφή του ερνέστο γκεβάρα εμπόριο με μπλουζάκια για να την ενσωματώσουν, ως ενθύμιο από ένα μακρινό κόσμο, που ανήκει στο ηρωικό παρελθόν. Πονηρές αλεπούδες που μιλάνε για την κολοβή αποκατάσταση του άρη και τους έπιασε ο πόνος για τη στάση του κόμματος. Που είπε ούτε γη ούτε νερό στο μιζέρια, ίσως γιατί το ‘χε δώσει όλο στις συμφωνίες που υπέγραψε, και δεν του περίσσευε.
Ο άρης δεν έχει ανάγκη από μια απόφαση του κόμματος για να είναι κομμουνιστής στη συνείδηση του κόσμου. Η πολιτική αποκατάσταση που έγινε σήμερα στην πλατεία του λαού –που τον ανέδειξε μέσα απ’ τα σπλάχνα του- δεν είναι μισή, ούτε ασήμαντη. Με σκοτεινό, βαρύ ουρανό κι ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα, όπως ταίριαζε στην περίπτωση. Και μια βροχή, για να ξεπλύνει τα λάθη του παρελθόντος, και κυρίως την πολιτική μας αυτοκτονία, που έφερε ως επακόλουθο κι αυτήν του άρη.
Εδώ θα μείνει για πάντα, το ζεστό το πέρασμά του...
Οι συνειρμοί είναι αναπόφευκτοι κι οι βίοι -των αγίων του κομμουνιστικού κινήματος- σχεδόν παράλληλοι. Οι σπουδές κι η μικροαστική ζωή που άφησαν κατά μέρος για να ζήσουν επικίνδυνα. Το ανήσυχο πνεύμα τους που συνάντησε τους κομμουνιστές κι απέκτησε στόχο ζωής και περιεχόμενο. Η γενειάδα που ξύριζαν και γίνονταν αγνώριστοι, όταν μεταμφιέζονταν. Ο θρυλικός μπερές του τσε με το αστέρι, και το καπέλο που έγινε σήμα κατατεθέν των μαυροσκούφηδων του άρη. Το ψευδώνυμο του γιου του πολέμου, κι η προσφώνηση «Τσε» -κάτι αντίστοιχο με το δικό μας ρε- για να δείχνει την αργεντίνικη εθνικότητα. Τα γενέθλια του ερνέστο που πέφτουν σχεδόν μαζί με την αυτοκτονία του άρη (14 και 15 ιούνη). Κι η πολιτική αποκατάσταση του τελευταίου τη μέρα της εκτέλεσης του τσε.
Ο ένδοξος θάνατος που τους βρήκε στο βουνό, μαχόμενους με το όπλο στο χέρι. Η μάταια προσπάθεια των εχθρών τους να τους ταπεινώσουν μετά θάνατον και να αφαιρέσουν κάτι από την αίγλη τους. Κι οι θρύλοι των χωρικών που τους έζησαν από κοντά και πιστεύουν πως είναι ακόμα ζωντανοί.
Η επαφή με το λαό που τους λάτρεψε. Η τέχνη του αντάρτικου που απογείωσε τον πολιτικό αγώνα. Η επιλογή να μην επαναπαυτούν στις δόξες τους και βολευτούν, αλλά να πολεμήσουν ξανά στο βουνό. Και ο τραγικός επίλογος μιας θριαμβευτικής πορείας, που τα κκ τον είδαν από απόσταση.
Ίσως αυτός να είναι κι ο λόγος που ο βελουχιώτης κι ο γκεβάρα είναι οι μόνες παραδοσιακές μορφές που ερωτεύεται σφοδρά η παιδική αρρώστια του κομμουνισμού. Ανίκητοι στις μάχες, σαν τον έρωτα, ξενυχτούν στα κόκκινα, παθιασμένα μάγουλα των αριστεριστών και στις αφίσες πάνω απ’ το κρεβάτι τους, όπου ονειρεύονται ξύπνιοι και πλάθουν καινούριους κόσμους με το μυαλό τους.
Σαν εκείνη την αφίσα της σοβαρής συνιστώσας, με τον άρη καβάλα στο άλογο, που σου πάγωνε το αίμα με τα παράταιρα που συνέδεε. Και την πήρε για το δωμάτιό του ο κοντόχοντρος, αλλά έκοψε πρώτα με ψαλίδι την κεφαλίδα του ναρ, πριν την κρεμάσει στο φανοστάτη του τοίχου του. Όπως κάνουν περίπου απ’ την ανάποδη στον χώρο του με τις ηρωικές μορφές, που τις εξυμνούν και τις καθαγιάζουν, αφού κόψουν πρώτα την κεφαλίδα του κουκουέ από το ιστορικό πλαίσιο που τις ανέδειξε, για να μην τους χαλάει την πολιτική τους αισθητική.
Αλλά φροντίζουν να ξεχνάνε τον πατριωτικό λόγο του άρη στη λαμία.
Το κεφάλαιο δεν έχει πατρίδα και τρέχει να βρει κέρδη σε όποια χώρα υπάρχουνε τέτοια. Ενώ εμείς το μόνο που έχουμε είναι οι καλύβες και τα πεζούλια μας. Ποιος μπορεί λοιπόν να ενδιαφερθεί καλύτερα για την πατρίδα του;
Όπως και το patria o muerte (πατρίδα ή θάνατος) με το οποίο έκλεινε όλες τις επιστολές του ο γκεβάρα.
Στην ίδια λογική κι η προβολή του άρη, ως αρχηγού των ατάκτων. Ενώ ο άρης μπήκε επικεφαλής των τάξεων του εργαζόμενου λαού που τoν ανέδειξε, γέννημα-θρέμμα των αγώνων του, με τακτική ευφυΐα και διορατικότητα που δεν εισακούστηκε έγκαιρα. Οι ήρωες δεν έχουν ανάγκη από τέτοιους φόρους τιμής. Η προσωπολατρία τους παρουσιάζει σχεδόν ψεύτικους και καταλήγει να βλάπτει την υστεροφημία τους.
Οι αστοί στολίζουν με φωτοστέφανο τους επαναστάτες μετά θάνατον, για να τους αφαιρέσουν κάθε επαναστατικό περιεχόμενο. Κάνουν τη μορφή του ερνέστο γκεβάρα εμπόριο με μπλουζάκια για να την ενσωματώσουν, ως ενθύμιο από ένα μακρινό κόσμο, που ανήκει στο ηρωικό παρελθόν. Πονηρές αλεπούδες που μιλάνε για την κολοβή αποκατάσταση του άρη και τους έπιασε ο πόνος για τη στάση του κόμματος. Που είπε ούτε γη ούτε νερό στο μιζέρια, ίσως γιατί το ‘χε δώσει όλο στις συμφωνίες που υπέγραψε, και δεν του περίσσευε.
Ο άρης δεν έχει ανάγκη από μια απόφαση του κόμματος για να είναι κομμουνιστής στη συνείδηση του κόσμου. Η πολιτική αποκατάσταση που έγινε σήμερα στην πλατεία του λαού –που τον ανέδειξε μέσα απ’ τα σπλάχνα του- δεν είναι μισή, ούτε ασήμαντη. Με σκοτεινό, βαρύ ουρανό κι ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα, όπως ταίριαζε στην περίπτωση. Και μια βροχή, για να ξεπλύνει τα λάθη του παρελθόντος, και κυρίως την πολιτική μας αυτοκτονία, που έφερε ως επακόλουθο κι αυτήν του άρη.
Εδώ θα μείνει για πάντα, το ζεστό το πέρασμά του...
Σάββατο 8 Οκτωβρίου 2011
Μία εκδήλωση με το Mαργαρίτη για το EAM
Πριν από μία εβδομάδα, η σοβαρή συνιστώσα εγκαινίασε έναν κύκλο εκδηλώσεων, στα πλαίσια δημιουργίας μιας θεωρητικής λέσχης. Ποδαρικό έκανε ο μαργαρίτης, με μια εισήγηση για το εαμ και μια πολύ ενδιαφέρουσα εκδήλωση, κυρίως λόγω του ομιλητή, αλλά και της συζήτησης που ακολούθησε.
Σε πρώτη φάση η κε του μπλοκ θα προσπαθήσει να αναπαράγει βάσει σημειώσεων που κράτησε, την εισήγηση του μαργαρίτη, διατηρώντας το προφορικό στιλ. Τυχόν ελλείψεις κι ανακρίβειες, βαραίνουν αυτονόητα εμένα κι όχι τον εισηγητή.
Είναι δύσκολο να μιλήσεις για το εαμ και να ξεχωρίσεις τι είναι σημαντικό και τι όχι. Ίσως το πιο σημαντικό να είναι η περίφημη ελληνική ιδιαιτερότητα, που σε μεγάλο βαθμό απορρέει από εκείνη την περίοδο κι εξακολουθεί να τρέφει πολιτικά όσους προσδιορίζονται ως αριστερά υποκείμενα.
Για τη σχέση του εαμ με την κοινωνική διαστρωμάτωση της ελλάδας του μεσοπολέμου.
Σε αυτήν την περίοδο η χώρα έμαθε να παράγει. Το κουκουέ δε δημιούργησε εκ του μηδενός τους αγροτικούς συνεταιρισμούς, η ύπαρξή του όμως κατεύθυνε την οργάνωσή τους και τη δράση τους. Το ταξικό στοιχείο ουσιαστικά ταυτιζόταν με το λαϊκό και με το εθνικό εν γένει, που είχε ιδιαίτερη σημασία εξαιτίας του πλήγματος της μικρασιατικής καταστροφής. Αυτό είχε ως συνέπεια τη μικρή σχετικά ένταση των ταξικών αντιθέσεων και μια αδύναμη αστική τάξη. Ενδεικτικά στο πρώτο μισό της περιόδου την εξουσία την ασκούσε πρακτικά η ΚτΕ –κοινωνία των εθνών- και στο δεύτερο μισό ο βασιλιάς κι η μεταξική δικτατορία.
Συμπερασματικά τα δύο κύρια χαρακτηριστικά της περιόδου ήταν: παραγωγική χώρα και σχετικά ανίσχυρη αστική τάξη. Σε πλήρη αντίθεση με την ελλάδα του σήμερα, όπου καταστρέφεται ο ιστός παραγωγικός της χώρας κι η ελληνική αστική τάξη αναπτύσσει στενούς δεσμούς με τον ευρωπαϊκό καπιταλισμό –χωρίς να χρειάζεται καν το φασισμό για να επιβάλει ό,τι εξυπηρετεί το συμφέρον της. Η σύγκριση κι οι αναλογίες με το παρόν, μας απασχόλησαν και στο δεύτερο μέρος της εκδήλωσης, στο κομμάτι της συζήτησης με το κοινό και των τοποθετήσεων.
Η γραμμή που καθόρισε η Κομιντέρν για τα εθνικά της τμήματα μετά το 34’, ήταν μια τακτική ευρύτερης συμμαχίας ενάντια στο φασισμό. Οι γάλλοι κομμουνιστές, που ήταν το ισχυρότερο κκ της δυτικής ευρώπης, έφτιαξαν λαϊκό μέτωπο με τους σοσιαλιστές και στήριξαν την κυβέρνηση του λεόν μπλουμ –χωρίς να συμμετέχουν σε αυτήν. Χρειάστηκαν όμως οι εργατικές καταλήψεις του 36’ για να παρθούν τα πρώτα θετικά μέτρα.
Η ερμηνεία της διεθνούς γραμμής ήταν αφελής. Οι χτεσινοί σύμμαχοι μετατράπηκαν σε δυνάστες κι ουσιαστικά διέλυσαν το κκ. Μετά την υπογραφή του συμφώνου μη επίθεσης μεταξύ γερμανίας κι εσσδ, οι σοσιαλιστές έθεσαν το κκ εκτός νόμου και προχώρησαν στην υποχρεωτική στράτευση των βουλευτών του. Αναφέρθηκε και το παράδειγμα ενός ηγετικού στελέχους του κόμματος, που κατέληξε να πολεμά με τους ναζί στο ανατολικό μέτωπο, ενάντια στους σοβιετικούς.
Στα χρόνια της ναζιστικής κατοχής, οι γάλλοι κομμουνιστές συγκρότησαν το εθνικό μέτωπο, αλλά δεν το ονόμασαν εθνικο-απελευθερωτικό, για να μην υπάρξει εμπλοκή με το τεράστιο ζήτημα των αποικιών. Το εθνικό μέτωπο κατάφερε να γίνει όσο μαζικό ήταν και το στρατόπεδο των γκολικών, αλλά ο ντε γκολ το ενσωμάτωσε πολύ εύκολα, σε ένα σχήμα που θυμίζει τη λογική της δικής μας εαδε.
Αυτά ειπώθηκαν για να καταδειχθεί ότι η δημιουργία του εαμ στην ελλάδα δεν ήταν αυτονόητη. Εξαιρώντας την περίπτωση της γιουγκοσλαβίας, που είχε τις δικές της ιδιαιτερότητες, το εαμ ήταν ένα μοναδικό παράδειγμα, χωρίς αντίστοιχο σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, με ισχυρότερα κκ. Το κκε κατάφερε να διαβάσει πολύ σωστά τη συγκυρία και να εφαρμόσει τη γραμμή της κομιντέρν, στενά προσαρμοσμένη στην ελληνική πραγματικότητα. Κι αυτό μολονότι το 41’ ήταν σχεδόν διαλυμένο, χωρίς κε κι οργανικό ιστό, με ηγετικά στελέχη φυλακισμένα στην ακροναυπλία ή εξόριστους.
Εκείνη την εποχή η ιδέα ενός πατριωτικού μετώπου ήταν διάχυτη κι ευρέως αποδεκτή στο κόμμα –με εξαίρεση την κο έβρου, όπου η κατάσταση εκτροχιάστηκε (αν και δε μας είπε το γιατί). Δεν είναι τυχαίο ότι η πρώτη μικρή οργάνωση που συστάθηκε επί κατοχής ονομάστηκε εθνική αλληλεγγύη. Η οποία είχε σχετικά στενό στόχο δράσης –αλληλεγγύη στους εσώκλειστους της ακροναυπλίας- αλλά μεγάλη φαντασία γι’ αυτό που θα ακολουθούσε. Η επόμενη οργάνωση που συστάθηκε ήταν το εργατικό εαμ (εεαμ), το οποίο έβαλε στην άκρη τις διαφορές με τους ρεφορμιστές.
Δημιουργήθηκε μια εθνική ενότητα που δεν αφαιρούσε τίποτα από το ταξικό. Οι κοινωνικές τάξεις που σήκωσαν την αντιφασιστική πάλη ήταν των εργαζομένων. Οι άρχουσες τάξεις συντάχθηκαν σύσσωμες με το ναζισμό, καθώς ο πόλεμος ήταν μια άκρως επικερδής επιχείρηση.
Το εαμ έκανε προτάσεις ενότητας και στον αστικό πολιτικό κόσμο, εντάσσοντας στις γραμμές του ακόμα και βασιλόφρονες, όπως ο αξιωματικός δημάρατος, που διέπρεψε στις μάχες με τον ελάς, ενώ εξάντλησε τις δυνατότητες συνεργασίες με αστούς πολιτικούς, χωρίς ιδιαίτερα αποτελέσματα.
Αυτό σημαίνει ότι απέτυχε η απόπειρα του εαμ για εθνική ενότητα; Όχι. Γιατί η άρνηση των αστών πιστοποίησε το εθνικό της δικής του προσπάθειας.
Το εαμ πραγματοποίησε την ενότητα με αυτοκρατορικό τρόπο, χωρίς φόβο μη τυχόν προδοθεί από τους συμμάχους που αμφιταλαντεύονταν. Μπορεί να είσαι έξι ζωές ρεφορμιστής, αλλά στις νέες συνθήκες, να διαλέξεις τη ρήξη, κι αυτό είναι επαναστατικό.
Το 38' ο ζαχαριάδης γράφει μες στη φυλακή τον αληθινό παλαμά. Τι έγινε ξαφνικά και γράφει για τον εθνικό ποιητή, παρουσιάζοντάς τον ως επαναστάτη; Στην ουσία κλείνει το μάτι στο κίνημα του δημοτικισμού, επιδιώκοντας την ευρύτερη δυνατή ενότητα. Μπορεί στα κρίσιμα γεγονότα να ήταν απών, αλλά όλο το κόμμα συνολικά είχε διαπαιδαγωγηθεί με αυτό το πνεύμα. Τρεις νοματαίοι σε κάθε πόλη, αρκούσαν για να φτιάξουν μέτωπο και να οργανώσουν κόσμο στο εαμ.
Ένα δεύτερο ζήτημα είναι ότι η αλλαγή του ρου της ιστορίας δεν ήρθε ευθύς αμέσως. Τα πρώτα βήματα ήταν απογοητευτικά. Η πρώτη σοβαρή κινητοποίηση του εαμ έγινε στις 28 οκτώβρη –στην πρώτη επέτειο του όχι- κι η αμηχανία ήταν έκδηλη, τόσο στη δράση όσο και στο βασικό σύνθημα που επιλέχτηκε, που ήταν το: εαμ-τσαρούχι.
Στην αρχή το εαμ συσπειρώνει λίγο κόσμο, κυρίως ξέμπαρκους κι απελπισμένους. Το τελευταίο δεν αποτελεί σχήμα λόγου, αλλά κυριολεξία. Το εαμ έχει απήχηση στους ανάπηρους του μετώπου της αλβανίας και τους φαντάρους της κρήτης που διανυκτέρευαν σε γιαπιά και κατασκηνώσεις, περιμένοντας ένα πλοίο για να τους πάει στην πατρίδα τους, όπως τους είχε υποσχεθεί ο τσολάκογλου.
Παράλληλα δεν ξεχνά το ένοπλο κομμάτι της αντίστασης και στέλνει το βελουχιώτη στο βουνό. Ο οποίος τον πρώτο καιρό περιορίζεται σε μυστικά ταξίδια (σαν αποστολές μαυραγορίτη είπε αστειευόμενος ο μάργκαρετ) για να περάσει τρόφιμα στις οργανώσεις της πόλης. Ενώ οι ένοπλες ομάδες στο βουνό, περίπου αμπελοφιλοσοφούν για το αν θα πρέπει να αποζημιώνουν ή όχι τους βοσκούς των χωριών για την τροφοδοσία τους. Αποφάσισαν το πρώτο κι έχασαν έτσι περίπου το μισό τους δυναμικό, που είδε τις δυσκολίες κι έφυγε. Το νοέμβρη του 42 που γίνεται η επιχείρηση του γοργοπόταμου, το δυναμικό του ελάς δεν ξεπερνά τους πεντακόσιους περίπου αντάρτες. Αλλά από αυτό το δειλό ξεκίνημα, τους βγήκε ένας ολόκληρος στρατός, και μάλιστα απ’ τους πλέον αξιόμαχους.
Στη διαδήλωση στις 25 μάρτη (του 42) πρωταγωνιστής δεν είναι το εαμ, αλλά η κεντρώα πεαν. Το εαμ αρχίζει να αποκτά πρωταγωνιστικό ρόλο από το καλοκαίρι του 42’ και η πρώτη πολύ μεγάλη κινητοποίηση γίνεται από τους δημόσιους υπαλλήλους που απαιτούν συσσίτιο –ενώ θεωρούνταν λανθασμένα «χαμένη υπόθεση» για την αριστερά, όπως και σήμερα άλλωστε.
Το εαμ αντιμετωπίζει δυσκολίες, αλλά γίνεται ένα πολύτιμο εργαλείο, έτοιμο να υποδεχτεί κάθε αντιστασιακή διάθεση, να την οργανώσει και να την αξιοποιήσει. Η ημερομηνία σταθμός είναι η 5η μάρτη του 43 (δέκα χρόνια ακριβώς πριν το θάνατο του στάλιν). Μετά την ήττα των ναζί στο στάλινγκραντ, ο γκέμπελς εκφωνεί στις 18 φλεβάρη ένα λόγο, όπου ζητά επιστράτευση από τις κατεχόμενες περιοχές. Στην ελλάδα γίνεται μια παλλαϊκή κινητοποίηση για τη ματαίωση του μέτρου, που συμπίπτει χρονικά με έναν μαζικό αγροτικό ξεσηκωμό στη βορειοδυτική ελλάδα. Αλλά όλα αυτά λαμβάνουν χώρα μόλις 18 μήνες μετά το σεπτέμβρη του 41 και την ίδρυση του εαμ.
Γιατί έχασε; Τα πράγματα είναι εξαιρετικά σύνθετα και δεν επιδέχονται απλοϊκών ερμηνειών. Ακόμα και η έννοια της ήττας είναι σχετική, δεδομένης της παρακαταθήκης που άφησε πίσω του το εαμικό κίνημα. Πολλά είναι αυτά που μπορεί να σημειώσει κανείς, κι απ’ αυτά ο μαργαρίτης επέλεξε να σταθεί σε δύο παραμέτρους.
Η πρώτη παράμετρος είναι ότι η ελλάδα είναι μια παράξενη χώρα που το εαμ δεν τη διαχειρίζεται απόλυτα. Η πρωτεύουσά της, η αθήνα έχει 1,5 εκατομμύριο κατοίκους κι η οικονομική βάση του εαμ αδυνατούσε να τη θρέψει εξ ολοκλήρου. Αυτό θα μπορούσε να γίνει μόνο από τη θάλασσα, όπου κυριαρχούσε ο αγγλικός στόλος.
Οι εγγλέζοι αναφέρονταν συχνά στα διπλωματικά τους έγγραφα στην απειλή της πείνας που αντιμετώπιζε το εαμ κι επαίρονταν ότι αυτοί μπορούσαν να ταΐσουν την ελλάδα. Στην πραγματικότητα αυτό το έκανε ο ερυθρός σταυρός που υπαγόταν στις ηπα, αλλά αυτά θα τα ‘βρισκαν μεταξύ τους.
Από την πλευρά του εαμ έχουμε μόνο ντοκουμέντα με τις αποφάσεις, όχι όμως και πρακτικά από τις συζητήσεις, για να ξέρουμε πώς σκεφτόταν να αντιδράσει η ηγεσία του εαμ και τι διαπάλη υπήρχε στις τάξεις της. Τότε δεν υπήρχαν μαγνητόφωνα και δεν κρατούσαν πρακτικά για να μην περιπέσουν στα χέρια του κατακτητή. Οπότε αρκούμαστε στις διάφορες προφορικές μαρτυρίες των πρωταγωνιστών, που συνήθως είναι αντιφατικές.
Η δεύτερη παράμετρος είναι η ισχυροποίηση του ταξικού αντίπαλου, ο οποίος είχε πλουτίσει αρκετά ώστε να πληρώνει μηχανισμούς καταστολής, που εφόσον δε διαλύονταν, αποτελούσαν μια ισχυρή βάση για το στερέωμα της αστικής εξουσίας.
Ο συνδυασμός αυτών των δύο παραμέτρων δημιούργησε ένα σημαντικό πολιτικό πρόβλημα προς επίλυση. Το υποκείμενο απέναντι στις αντικειμενικές συνθήκες, μπορεί να κάνει ελάχιστα θαύματα. Για την ακρίβεια μπορεί να φτάσει μέχρι τα όρια του θαύματος. Πέρα από αυτό αρχίζει να υπάρχει θεολογικό ζήτημα που αφορά μεταφυσικές ανησυχίες κι όχι την ιστορία.
Το εαμ ήθελε, αλλά δε μπόρεσε. Συγκριτικά με την υπόλοιπη ευρώπη ήταν πολύ μπροστά από οτιδήποτε άλλο. Εκπροσωπούσε μια ηγεμονική άποψη και το ήξερε.
Και με αυτές τις επισημάνσεις ο μαργαρίτης έκανε ένα μάλλον απότομο κλείσιμο, για να δώσει τη σκυτάλη στο κοινό και στο κομμάτι της συζήτησης. Το οποίο θα ανέβει στο μπλοκ εν καιρώ, αν κι εφόσον υπάρξει αντίστοιχο ενδιαφέρον από τους αναγνώστες.
Σε πρώτη φάση η κε του μπλοκ θα προσπαθήσει να αναπαράγει βάσει σημειώσεων που κράτησε, την εισήγηση του μαργαρίτη, διατηρώντας το προφορικό στιλ. Τυχόν ελλείψεις κι ανακρίβειες, βαραίνουν αυτονόητα εμένα κι όχι τον εισηγητή.
Είναι δύσκολο να μιλήσεις για το εαμ και να ξεχωρίσεις τι είναι σημαντικό και τι όχι. Ίσως το πιο σημαντικό να είναι η περίφημη ελληνική ιδιαιτερότητα, που σε μεγάλο βαθμό απορρέει από εκείνη την περίοδο κι εξακολουθεί να τρέφει πολιτικά όσους προσδιορίζονται ως αριστερά υποκείμενα.
Για τη σχέση του εαμ με την κοινωνική διαστρωμάτωση της ελλάδας του μεσοπολέμου.
Σε αυτήν την περίοδο η χώρα έμαθε να παράγει. Το κουκουέ δε δημιούργησε εκ του μηδενός τους αγροτικούς συνεταιρισμούς, η ύπαρξή του όμως κατεύθυνε την οργάνωσή τους και τη δράση τους. Το ταξικό στοιχείο ουσιαστικά ταυτιζόταν με το λαϊκό και με το εθνικό εν γένει, που είχε ιδιαίτερη σημασία εξαιτίας του πλήγματος της μικρασιατικής καταστροφής. Αυτό είχε ως συνέπεια τη μικρή σχετικά ένταση των ταξικών αντιθέσεων και μια αδύναμη αστική τάξη. Ενδεικτικά στο πρώτο μισό της περιόδου την εξουσία την ασκούσε πρακτικά η ΚτΕ –κοινωνία των εθνών- και στο δεύτερο μισό ο βασιλιάς κι η μεταξική δικτατορία.
Συμπερασματικά τα δύο κύρια χαρακτηριστικά της περιόδου ήταν: παραγωγική χώρα και σχετικά ανίσχυρη αστική τάξη. Σε πλήρη αντίθεση με την ελλάδα του σήμερα, όπου καταστρέφεται ο ιστός παραγωγικός της χώρας κι η ελληνική αστική τάξη αναπτύσσει στενούς δεσμούς με τον ευρωπαϊκό καπιταλισμό –χωρίς να χρειάζεται καν το φασισμό για να επιβάλει ό,τι εξυπηρετεί το συμφέρον της. Η σύγκριση κι οι αναλογίες με το παρόν, μας απασχόλησαν και στο δεύτερο μέρος της εκδήλωσης, στο κομμάτι της συζήτησης με το κοινό και των τοποθετήσεων.
Η γραμμή που καθόρισε η Κομιντέρν για τα εθνικά της τμήματα μετά το 34’, ήταν μια τακτική ευρύτερης συμμαχίας ενάντια στο φασισμό. Οι γάλλοι κομμουνιστές, που ήταν το ισχυρότερο κκ της δυτικής ευρώπης, έφτιαξαν λαϊκό μέτωπο με τους σοσιαλιστές και στήριξαν την κυβέρνηση του λεόν μπλουμ –χωρίς να συμμετέχουν σε αυτήν. Χρειάστηκαν όμως οι εργατικές καταλήψεις του 36’ για να παρθούν τα πρώτα θετικά μέτρα.
Η ερμηνεία της διεθνούς γραμμής ήταν αφελής. Οι χτεσινοί σύμμαχοι μετατράπηκαν σε δυνάστες κι ουσιαστικά διέλυσαν το κκ. Μετά την υπογραφή του συμφώνου μη επίθεσης μεταξύ γερμανίας κι εσσδ, οι σοσιαλιστές έθεσαν το κκ εκτός νόμου και προχώρησαν στην υποχρεωτική στράτευση των βουλευτών του. Αναφέρθηκε και το παράδειγμα ενός ηγετικού στελέχους του κόμματος, που κατέληξε να πολεμά με τους ναζί στο ανατολικό μέτωπο, ενάντια στους σοβιετικούς.
Στα χρόνια της ναζιστικής κατοχής, οι γάλλοι κομμουνιστές συγκρότησαν το εθνικό μέτωπο, αλλά δεν το ονόμασαν εθνικο-απελευθερωτικό, για να μην υπάρξει εμπλοκή με το τεράστιο ζήτημα των αποικιών. Το εθνικό μέτωπο κατάφερε να γίνει όσο μαζικό ήταν και το στρατόπεδο των γκολικών, αλλά ο ντε γκολ το ενσωμάτωσε πολύ εύκολα, σε ένα σχήμα που θυμίζει τη λογική της δικής μας εαδε.
Αυτά ειπώθηκαν για να καταδειχθεί ότι η δημιουργία του εαμ στην ελλάδα δεν ήταν αυτονόητη. Εξαιρώντας την περίπτωση της γιουγκοσλαβίας, που είχε τις δικές της ιδιαιτερότητες, το εαμ ήταν ένα μοναδικό παράδειγμα, χωρίς αντίστοιχο σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, με ισχυρότερα κκ. Το κκε κατάφερε να διαβάσει πολύ σωστά τη συγκυρία και να εφαρμόσει τη γραμμή της κομιντέρν, στενά προσαρμοσμένη στην ελληνική πραγματικότητα. Κι αυτό μολονότι το 41’ ήταν σχεδόν διαλυμένο, χωρίς κε κι οργανικό ιστό, με ηγετικά στελέχη φυλακισμένα στην ακροναυπλία ή εξόριστους.
Εκείνη την εποχή η ιδέα ενός πατριωτικού μετώπου ήταν διάχυτη κι ευρέως αποδεκτή στο κόμμα –με εξαίρεση την κο έβρου, όπου η κατάσταση εκτροχιάστηκε (αν και δε μας είπε το γιατί). Δεν είναι τυχαίο ότι η πρώτη μικρή οργάνωση που συστάθηκε επί κατοχής ονομάστηκε εθνική αλληλεγγύη. Η οποία είχε σχετικά στενό στόχο δράσης –αλληλεγγύη στους εσώκλειστους της ακροναυπλίας- αλλά μεγάλη φαντασία γι’ αυτό που θα ακολουθούσε. Η επόμενη οργάνωση που συστάθηκε ήταν το εργατικό εαμ (εεαμ), το οποίο έβαλε στην άκρη τις διαφορές με τους ρεφορμιστές.
Δημιουργήθηκε μια εθνική ενότητα που δεν αφαιρούσε τίποτα από το ταξικό. Οι κοινωνικές τάξεις που σήκωσαν την αντιφασιστική πάλη ήταν των εργαζομένων. Οι άρχουσες τάξεις συντάχθηκαν σύσσωμες με το ναζισμό, καθώς ο πόλεμος ήταν μια άκρως επικερδής επιχείρηση.
Το εαμ έκανε προτάσεις ενότητας και στον αστικό πολιτικό κόσμο, εντάσσοντας στις γραμμές του ακόμα και βασιλόφρονες, όπως ο αξιωματικός δημάρατος, που διέπρεψε στις μάχες με τον ελάς, ενώ εξάντλησε τις δυνατότητες συνεργασίες με αστούς πολιτικούς, χωρίς ιδιαίτερα αποτελέσματα.
Αυτό σημαίνει ότι απέτυχε η απόπειρα του εαμ για εθνική ενότητα; Όχι. Γιατί η άρνηση των αστών πιστοποίησε το εθνικό της δικής του προσπάθειας.
Το εαμ πραγματοποίησε την ενότητα με αυτοκρατορικό τρόπο, χωρίς φόβο μη τυχόν προδοθεί από τους συμμάχους που αμφιταλαντεύονταν. Μπορεί να είσαι έξι ζωές ρεφορμιστής, αλλά στις νέες συνθήκες, να διαλέξεις τη ρήξη, κι αυτό είναι επαναστατικό.
Το 38' ο ζαχαριάδης γράφει μες στη φυλακή τον αληθινό παλαμά. Τι έγινε ξαφνικά και γράφει για τον εθνικό ποιητή, παρουσιάζοντάς τον ως επαναστάτη; Στην ουσία κλείνει το μάτι στο κίνημα του δημοτικισμού, επιδιώκοντας την ευρύτερη δυνατή ενότητα. Μπορεί στα κρίσιμα γεγονότα να ήταν απών, αλλά όλο το κόμμα συνολικά είχε διαπαιδαγωγηθεί με αυτό το πνεύμα. Τρεις νοματαίοι σε κάθε πόλη, αρκούσαν για να φτιάξουν μέτωπο και να οργανώσουν κόσμο στο εαμ.
Ένα δεύτερο ζήτημα είναι ότι η αλλαγή του ρου της ιστορίας δεν ήρθε ευθύς αμέσως. Τα πρώτα βήματα ήταν απογοητευτικά. Η πρώτη σοβαρή κινητοποίηση του εαμ έγινε στις 28 οκτώβρη –στην πρώτη επέτειο του όχι- κι η αμηχανία ήταν έκδηλη, τόσο στη δράση όσο και στο βασικό σύνθημα που επιλέχτηκε, που ήταν το: εαμ-τσαρούχι.
Στην αρχή το εαμ συσπειρώνει λίγο κόσμο, κυρίως ξέμπαρκους κι απελπισμένους. Το τελευταίο δεν αποτελεί σχήμα λόγου, αλλά κυριολεξία. Το εαμ έχει απήχηση στους ανάπηρους του μετώπου της αλβανίας και τους φαντάρους της κρήτης που διανυκτέρευαν σε γιαπιά και κατασκηνώσεις, περιμένοντας ένα πλοίο για να τους πάει στην πατρίδα τους, όπως τους είχε υποσχεθεί ο τσολάκογλου.
Παράλληλα δεν ξεχνά το ένοπλο κομμάτι της αντίστασης και στέλνει το βελουχιώτη στο βουνό. Ο οποίος τον πρώτο καιρό περιορίζεται σε μυστικά ταξίδια (σαν αποστολές μαυραγορίτη είπε αστειευόμενος ο μάργκαρετ) για να περάσει τρόφιμα στις οργανώσεις της πόλης. Ενώ οι ένοπλες ομάδες στο βουνό, περίπου αμπελοφιλοσοφούν για το αν θα πρέπει να αποζημιώνουν ή όχι τους βοσκούς των χωριών για την τροφοδοσία τους. Αποφάσισαν το πρώτο κι έχασαν έτσι περίπου το μισό τους δυναμικό, που είδε τις δυσκολίες κι έφυγε. Το νοέμβρη του 42 που γίνεται η επιχείρηση του γοργοπόταμου, το δυναμικό του ελάς δεν ξεπερνά τους πεντακόσιους περίπου αντάρτες. Αλλά από αυτό το δειλό ξεκίνημα, τους βγήκε ένας ολόκληρος στρατός, και μάλιστα απ’ τους πλέον αξιόμαχους.
Στη διαδήλωση στις 25 μάρτη (του 42) πρωταγωνιστής δεν είναι το εαμ, αλλά η κεντρώα πεαν. Το εαμ αρχίζει να αποκτά πρωταγωνιστικό ρόλο από το καλοκαίρι του 42’ και η πρώτη πολύ μεγάλη κινητοποίηση γίνεται από τους δημόσιους υπαλλήλους που απαιτούν συσσίτιο –ενώ θεωρούνταν λανθασμένα «χαμένη υπόθεση» για την αριστερά, όπως και σήμερα άλλωστε.
Το εαμ αντιμετωπίζει δυσκολίες, αλλά γίνεται ένα πολύτιμο εργαλείο, έτοιμο να υποδεχτεί κάθε αντιστασιακή διάθεση, να την οργανώσει και να την αξιοποιήσει. Η ημερομηνία σταθμός είναι η 5η μάρτη του 43 (δέκα χρόνια ακριβώς πριν το θάνατο του στάλιν). Μετά την ήττα των ναζί στο στάλινγκραντ, ο γκέμπελς εκφωνεί στις 18 φλεβάρη ένα λόγο, όπου ζητά επιστράτευση από τις κατεχόμενες περιοχές. Στην ελλάδα γίνεται μια παλλαϊκή κινητοποίηση για τη ματαίωση του μέτρου, που συμπίπτει χρονικά με έναν μαζικό αγροτικό ξεσηκωμό στη βορειοδυτική ελλάδα. Αλλά όλα αυτά λαμβάνουν χώρα μόλις 18 μήνες μετά το σεπτέμβρη του 41 και την ίδρυση του εαμ.
Γιατί έχασε; Τα πράγματα είναι εξαιρετικά σύνθετα και δεν επιδέχονται απλοϊκών ερμηνειών. Ακόμα και η έννοια της ήττας είναι σχετική, δεδομένης της παρακαταθήκης που άφησε πίσω του το εαμικό κίνημα. Πολλά είναι αυτά που μπορεί να σημειώσει κανείς, κι απ’ αυτά ο μαργαρίτης επέλεξε να σταθεί σε δύο παραμέτρους.
Η πρώτη παράμετρος είναι ότι η ελλάδα είναι μια παράξενη χώρα που το εαμ δεν τη διαχειρίζεται απόλυτα. Η πρωτεύουσά της, η αθήνα έχει 1,5 εκατομμύριο κατοίκους κι η οικονομική βάση του εαμ αδυνατούσε να τη θρέψει εξ ολοκλήρου. Αυτό θα μπορούσε να γίνει μόνο από τη θάλασσα, όπου κυριαρχούσε ο αγγλικός στόλος.
Οι εγγλέζοι αναφέρονταν συχνά στα διπλωματικά τους έγγραφα στην απειλή της πείνας που αντιμετώπιζε το εαμ κι επαίρονταν ότι αυτοί μπορούσαν να ταΐσουν την ελλάδα. Στην πραγματικότητα αυτό το έκανε ο ερυθρός σταυρός που υπαγόταν στις ηπα, αλλά αυτά θα τα ‘βρισκαν μεταξύ τους.
Από την πλευρά του εαμ έχουμε μόνο ντοκουμέντα με τις αποφάσεις, όχι όμως και πρακτικά από τις συζητήσεις, για να ξέρουμε πώς σκεφτόταν να αντιδράσει η ηγεσία του εαμ και τι διαπάλη υπήρχε στις τάξεις της. Τότε δεν υπήρχαν μαγνητόφωνα και δεν κρατούσαν πρακτικά για να μην περιπέσουν στα χέρια του κατακτητή. Οπότε αρκούμαστε στις διάφορες προφορικές μαρτυρίες των πρωταγωνιστών, που συνήθως είναι αντιφατικές.
Η δεύτερη παράμετρος είναι η ισχυροποίηση του ταξικού αντίπαλου, ο οποίος είχε πλουτίσει αρκετά ώστε να πληρώνει μηχανισμούς καταστολής, που εφόσον δε διαλύονταν, αποτελούσαν μια ισχυρή βάση για το στερέωμα της αστικής εξουσίας.
Ο συνδυασμός αυτών των δύο παραμέτρων δημιούργησε ένα σημαντικό πολιτικό πρόβλημα προς επίλυση. Το υποκείμενο απέναντι στις αντικειμενικές συνθήκες, μπορεί να κάνει ελάχιστα θαύματα. Για την ακρίβεια μπορεί να φτάσει μέχρι τα όρια του θαύματος. Πέρα από αυτό αρχίζει να υπάρχει θεολογικό ζήτημα που αφορά μεταφυσικές ανησυχίες κι όχι την ιστορία.
Το εαμ ήθελε, αλλά δε μπόρεσε. Συγκριτικά με την υπόλοιπη ευρώπη ήταν πολύ μπροστά από οτιδήποτε άλλο. Εκπροσωπούσε μια ηγεμονική άποψη και το ήξερε.
Και με αυτές τις επισημάνσεις ο μαργαρίτης έκανε ένα μάλλον απότομο κλείσιμο, για να δώσει τη σκυτάλη στο κοινό και στο κομμάτι της συζήτησης. Το οποίο θα ανέβει στο μπλοκ εν καιρώ, αν κι εφόσον υπάρξει αντίστοιχο ενδιαφέρον από τους αναγνώστες.
Πέμπτη 6 Οκτωβρίου 2011
Αλλάζεις, αλλάζεις και με τρομάζεις
Ο περισσότερος κόσμος νιώθει την ανάγκη για μια αλλαγή στη ζωή του –και θα ήταν παράλογο να μην τη νιώθει, έτσι που έχουν γίνει τα πράγματα τελευταία. Μερικοί νιώθουν την ίδια ανάγκη για αλλαγή, ακόμα κι όταν περνάνε καλά, για να μην πέσουνε στη λούμπα της ρουτίνας –που είναι ο χειρότερος εχθρός του ενθουσιασμού.
Η ανάγκη αυτή καταγράφηκε στο συλλογικό φαντασιακό του λαού μας κι έγινε αντικείμενο εκμετάλλευσης –σε βαθμό λεηλασίας- από το πασόκ με το ψευδεπίγραφο σύνθημα της αλλαγής. Που αποδείχτηκε απλή παραλλαγή, σοσιαλδημοκρατικής κοπής, κι επέφερε φυσιολογικά ως αντίλογο το σύνθημα της απαλλαγής. Ενώ ο χαρίλαος με τα αποφθέγματα, είπε σε έναν πασόκο δημοσιογράφο: αλλαγές βλέπω, αλλαγή δεν βλέπω. Κι έβαλε τα πράγματα στη θέση τους.
Στη δεκαετία με τις βάτες, σε μία από τις ιστορίες του αρκά, ο απεγνωσμένος κόκορας κάνει την αυτοκριτική του (είμαι εραστής παλιάς μόδας, γι’ αυτό δε μπορώ να σταυρώσω γκόμενα) και ψάχνει τι μπορεί να αλλάξει για να τα καταφέρει. Κι αν το έβαφα πράσινο;
Η κε του μπλοκ απορρίπτει από θέση αρχής το πράσινο χρώμα για το σφυροδρέπανο, αλλά δε μπορεί παρά να συμμορφωθεί στις επιταγές των νέων καιρών και να ακολουθήσει το πνεύμα τους. Ποιο είναι αυτό;
Το περιγράφουν πολύ καλά οι κλασικοί στο μανιφέστο.
Η συνεχής ανατροπή της παραγωγής, ο αδιάκοπος κλονισμός όλων των κοινωνικών καταστάσεων η αιώνια αβεβαιότητα και κίνηση. Διαλύονται όλες οι στέρεες, σκουριασμένες σχέσεις (...) κι όλες οι καινούριες που διαμορφώνονται, παλιώνουν πριν προλάβουν να αποστεωθούν. Καθετί το κλειστό και στάσιμο εξατμίζεται, καθετί το ιερό βεβηλώνεται.
Και δυο παραγράφους πιο πάνω.
Όπου ήρθε η αστική τάξη στην εξουσία, κατέστρεψε όλες τις ειδυλλιακές σχέσεις. Έσπασε χωρίς οίκτο τα ποικίλα, φεουδαρχικά δεσμά και δεν άφησε κανέναν άλλο ανθρώπινο δεσμό, εκτός από το γυμνό συμφέρον, την αναίσθητη πληρωμή τοις μετρητοίς.
Το κεφάλαιο κινείται αδιάκοπα για την αναπαραγωγή του, σέρνοντας πίσω του ασθμαίνοντα τον εργάτη απ’ την ταινία του τσάπλιν, τα καλούπια και τις παραδόσεις της παλιάς εποχής που σπαν και διαλύονται. Κατέστρεψε, μαζί με τα φεουδαρχικά δεσμά, κάθε έννοια ανθρώπινου δεσμού και καλλιέργησε τον ατομισμό και την αλλοτρίωση.
Ταυτόχρονα ωστόσο επαναστατικοποιεί συνεχώς τα μέσα παραγωγής και δημιουργεί τις υλικές δυνατότητες, μέσω της αυτοματοποίησης, για την ουσιαστική κοινωνικοποίηση και την σύνδεση των παραγωγικών –κι όχι μόνο- δραστηριοτήτων σε ένα ανώτερο επίπεδο από το βιολογικό.
Η κε του μπλοκ θεωρητικά αναγνωρίζει τη μεγαλειώδη σημασία αυτού του προτσές. Στην πράξη όμως έχει χάσει αμετάκλητα το τρένο της επιστημονικοτεχνικής επανάστασης κι αντιμετωπίζει την ετε με το δέος του σφου τραμπάκουλα, μπροστά στο μαγικό κουτί της τηλεόρασης. Τέσσερα, πέντε, εβδομήντα τρία... τετράγωνα, τρίγωνα, ρόμβοι... τούτα τα πράγματα παιδάκι μου είναι εκ διαμέτρου αξιοθαύμαστα. Έχει και λατινικά, dum, spiro, spero, όλα μέσα.
Όπως λέει ο σοβιετικός κυριούλης στο βιβλίο του για τη γραφειοκρατία στη σοβιετία, η ηγεσία της γραφειοκρατίας γνωρίζει τον κόσμο μέσα από τις δομές και τις υπηρεσίες του μηχανισμού –εν προκειμένω του μπλοκ- γιατί μόνο αυτές εμπιστεύεται. Αλλά οι κατώτερες βαθμίδες ενημερώνουν τις ανώτερες για τα πράγματα βάση των αρχών και των επίσημων απόψεων που έχουν καθιερώσει οι δεύτερες. Κι όλα φαίνονται ακίνητα και ψεύτικα, σχεδόν αγγελικά (γραφειοκρατικά πλασμένα).
Φαύλος κύκλος με σημείο αναφοράς τον βάλτο του τέλματος. Η γραφειοκρατία αδυνατεί να συλλάβει τις αλλαγές –νοητικά και κυριολεκτικά- προσπαθεί να τις ελέγξει, να τις εμποδίσει και καταλήγει νομοτελειακά στη ρουτίνα και τη (μπρεζνιεφική) στασιμότητα. Στο τέλος αποδέχεται απρόθυμα τις αλλαγές, αλλά αποδεικνύεται ανίκανη να τις ακολουθήσει -όπως η μπρεζνιεφική φρουρά με την περεστρόικα.
Παρόλα αυτά το μοντέλο είναι δυσλειτουργικό και δεν επιδέχεται μεταρρυθμίσεων. Δεν παίρνει διορθώσεις, αλλά ανατροπή, όπως λέει και το σύνθημα. Και το υπόδειγμα (template) του μπλοκ είναι ασύμβατο με τις νεότερες τεχνολογικές προσθήκες. Γίνεται φανερό ότι η αλλαγή πρέπει να είναι καθολική. Κι ότι χρειάζεται κάποιος εξωτερικός παράγοντας, ένα απ’ έξω να την επιτελέσει.
Αυτουργός αυτής της πολιτισμικής μεταρρύθμισης (ως διαλεκτικό συμπλήρωμα της επανάστασης του μάο) είναι ο σφος blogger αλέξανδρος δελάρζ. Μπορεί να άλλαξε το ψευδώνυμό του σε ένα ρεβιζιονιστικής κοπής άλεξ ντι, που παραπέμπει στο ντούμπτσεκ και την άνοιξη της πράγας, αλλά στην πραγματικότητα είναι ένας μικρός μαγιακόφσκι των ρεντ μπλόγκερς.
Μέγας είσαι αλέξανδρε και θαυμαστά τα έργα σου
Επικεφαλής ενός πρωτοπόρου, καλλιτεχνικού ρεύματος που συνδυάζει το φουτουρισμό με την ρετροσπεκτίβα, δεν καταπιάστηκε με εφημερίδες τοίχου, ή με αφίσες, όπως ο βλαδίμηρος, αλλά με πράγματα της εποχής του, όπως τα ιστολόγια. Μπορείτε να δείτε μια δουλειά του με γαλαξιακά στοιχεία στο καινούριο σκηνικό του red fly -μικρός φόρος τιμής στα 50χρονα από την πρώτη διαστημική πτήση του γιούρι γκαγκάριν, που συμπληρώθηκαν φέτος.
Κάθε αλλαγή είναι μια απιστία, μια προδοσία των παραδόσεων. Αλλά διαλεκτική υπέρβαση είναι η ενότητα των αντιθέτων, τομή και συνέχεια σ’ ένα σύνολο. Όλα τριγύρω αλλάζουνε κι όλα τα ίδια μένουν.
Η κε του μπλοκ θέτει τη νέα αισθητική πρόταση στη διάθεση της βάσης –αν υποθέσουμε ότι την ενδιαφέρει κάτι τέτοιο- για κριτικές παρατηρήσεις, προτάσεις κι αναθέματα. Οι προτάσεις αυτές έχουν συμβουλευτικό, κι όχι δεσμευτικό χαρακτήρα. Δηλ κάτι σαν το δημοψήφισμα που ετοιμάζει ο τζέφρυ.
Υγ: θέτω επίσης υπ’ όψιν της βάσης του μπλοκ, μια σχετικά πρόσφατη ανακάλυψη. Ένα ιστολόγιο για τη διάδοση των κειμένων της κομεπ (κομμουνιστικής επιθεώρησης), που φαντάζομαι ότι θα το βρείτε αρκετά χρήσιμο και λειτουργικό. Αξίζει τον κόπο να το επισκεφτείτε.
Η ανάγκη αυτή καταγράφηκε στο συλλογικό φαντασιακό του λαού μας κι έγινε αντικείμενο εκμετάλλευσης –σε βαθμό λεηλασίας- από το πασόκ με το ψευδεπίγραφο σύνθημα της αλλαγής. Που αποδείχτηκε απλή παραλλαγή, σοσιαλδημοκρατικής κοπής, κι επέφερε φυσιολογικά ως αντίλογο το σύνθημα της απαλλαγής. Ενώ ο χαρίλαος με τα αποφθέγματα, είπε σε έναν πασόκο δημοσιογράφο: αλλαγές βλέπω, αλλαγή δεν βλέπω. Κι έβαλε τα πράγματα στη θέση τους.
Στη δεκαετία με τις βάτες, σε μία από τις ιστορίες του αρκά, ο απεγνωσμένος κόκορας κάνει την αυτοκριτική του (είμαι εραστής παλιάς μόδας, γι’ αυτό δε μπορώ να σταυρώσω γκόμενα) και ψάχνει τι μπορεί να αλλάξει για να τα καταφέρει. Κι αν το έβαφα πράσινο;
Η κε του μπλοκ απορρίπτει από θέση αρχής το πράσινο χρώμα για το σφυροδρέπανο, αλλά δε μπορεί παρά να συμμορφωθεί στις επιταγές των νέων καιρών και να ακολουθήσει το πνεύμα τους. Ποιο είναι αυτό;
Το περιγράφουν πολύ καλά οι κλασικοί στο μανιφέστο.
Η συνεχής ανατροπή της παραγωγής, ο αδιάκοπος κλονισμός όλων των κοινωνικών καταστάσεων η αιώνια αβεβαιότητα και κίνηση. Διαλύονται όλες οι στέρεες, σκουριασμένες σχέσεις (...) κι όλες οι καινούριες που διαμορφώνονται, παλιώνουν πριν προλάβουν να αποστεωθούν. Καθετί το κλειστό και στάσιμο εξατμίζεται, καθετί το ιερό βεβηλώνεται.
Και δυο παραγράφους πιο πάνω.
Όπου ήρθε η αστική τάξη στην εξουσία, κατέστρεψε όλες τις ειδυλλιακές σχέσεις. Έσπασε χωρίς οίκτο τα ποικίλα, φεουδαρχικά δεσμά και δεν άφησε κανέναν άλλο ανθρώπινο δεσμό, εκτός από το γυμνό συμφέρον, την αναίσθητη πληρωμή τοις μετρητοίς.
Το κεφάλαιο κινείται αδιάκοπα για την αναπαραγωγή του, σέρνοντας πίσω του ασθμαίνοντα τον εργάτη απ’ την ταινία του τσάπλιν, τα καλούπια και τις παραδόσεις της παλιάς εποχής που σπαν και διαλύονται. Κατέστρεψε, μαζί με τα φεουδαρχικά δεσμά, κάθε έννοια ανθρώπινου δεσμού και καλλιέργησε τον ατομισμό και την αλλοτρίωση.
Ταυτόχρονα ωστόσο επαναστατικοποιεί συνεχώς τα μέσα παραγωγής και δημιουργεί τις υλικές δυνατότητες, μέσω της αυτοματοποίησης, για την ουσιαστική κοινωνικοποίηση και την σύνδεση των παραγωγικών –κι όχι μόνο- δραστηριοτήτων σε ένα ανώτερο επίπεδο από το βιολογικό.
Η κε του μπλοκ θεωρητικά αναγνωρίζει τη μεγαλειώδη σημασία αυτού του προτσές. Στην πράξη όμως έχει χάσει αμετάκλητα το τρένο της επιστημονικοτεχνικής επανάστασης κι αντιμετωπίζει την ετε με το δέος του σφου τραμπάκουλα, μπροστά στο μαγικό κουτί της τηλεόρασης. Τέσσερα, πέντε, εβδομήντα τρία... τετράγωνα, τρίγωνα, ρόμβοι... τούτα τα πράγματα παιδάκι μου είναι εκ διαμέτρου αξιοθαύμαστα. Έχει και λατινικά, dum, spiro, spero, όλα μέσα.
Όπως λέει ο σοβιετικός κυριούλης στο βιβλίο του για τη γραφειοκρατία στη σοβιετία, η ηγεσία της γραφειοκρατίας γνωρίζει τον κόσμο μέσα από τις δομές και τις υπηρεσίες του μηχανισμού –εν προκειμένω του μπλοκ- γιατί μόνο αυτές εμπιστεύεται. Αλλά οι κατώτερες βαθμίδες ενημερώνουν τις ανώτερες για τα πράγματα βάση των αρχών και των επίσημων απόψεων που έχουν καθιερώσει οι δεύτερες. Κι όλα φαίνονται ακίνητα και ψεύτικα, σχεδόν αγγελικά (γραφειοκρατικά πλασμένα).
Φαύλος κύκλος με σημείο αναφοράς τον βάλτο του τέλματος. Η γραφειοκρατία αδυνατεί να συλλάβει τις αλλαγές –νοητικά και κυριολεκτικά- προσπαθεί να τις ελέγξει, να τις εμποδίσει και καταλήγει νομοτελειακά στη ρουτίνα και τη (μπρεζνιεφική) στασιμότητα. Στο τέλος αποδέχεται απρόθυμα τις αλλαγές, αλλά αποδεικνύεται ανίκανη να τις ακολουθήσει -όπως η μπρεζνιεφική φρουρά με την περεστρόικα.
Παρόλα αυτά το μοντέλο είναι δυσλειτουργικό και δεν επιδέχεται μεταρρυθμίσεων. Δεν παίρνει διορθώσεις, αλλά ανατροπή, όπως λέει και το σύνθημα. Και το υπόδειγμα (template) του μπλοκ είναι ασύμβατο με τις νεότερες τεχνολογικές προσθήκες. Γίνεται φανερό ότι η αλλαγή πρέπει να είναι καθολική. Κι ότι χρειάζεται κάποιος εξωτερικός παράγοντας, ένα απ’ έξω να την επιτελέσει.
Αυτουργός αυτής της πολιτισμικής μεταρρύθμισης (ως διαλεκτικό συμπλήρωμα της επανάστασης του μάο) είναι ο σφος blogger αλέξανδρος δελάρζ. Μπορεί να άλλαξε το ψευδώνυμό του σε ένα ρεβιζιονιστικής κοπής άλεξ ντι, που παραπέμπει στο ντούμπτσεκ και την άνοιξη της πράγας, αλλά στην πραγματικότητα είναι ένας μικρός μαγιακόφσκι των ρεντ μπλόγκερς.
Μέγας είσαι αλέξανδρε και θαυμαστά τα έργα σου
Επικεφαλής ενός πρωτοπόρου, καλλιτεχνικού ρεύματος που συνδυάζει το φουτουρισμό με την ρετροσπεκτίβα, δεν καταπιάστηκε με εφημερίδες τοίχου, ή με αφίσες, όπως ο βλαδίμηρος, αλλά με πράγματα της εποχής του, όπως τα ιστολόγια. Μπορείτε να δείτε μια δουλειά του με γαλαξιακά στοιχεία στο καινούριο σκηνικό του red fly -μικρός φόρος τιμής στα 50χρονα από την πρώτη διαστημική πτήση του γιούρι γκαγκάριν, που συμπληρώθηκαν φέτος.
Κάθε αλλαγή είναι μια απιστία, μια προδοσία των παραδόσεων. Αλλά διαλεκτική υπέρβαση είναι η ενότητα των αντιθέτων, τομή και συνέχεια σ’ ένα σύνολο. Όλα τριγύρω αλλάζουνε κι όλα τα ίδια μένουν.
Η κε του μπλοκ θέτει τη νέα αισθητική πρόταση στη διάθεση της βάσης –αν υποθέσουμε ότι την ενδιαφέρει κάτι τέτοιο- για κριτικές παρατηρήσεις, προτάσεις κι αναθέματα. Οι προτάσεις αυτές έχουν συμβουλευτικό, κι όχι δεσμευτικό χαρακτήρα. Δηλ κάτι σαν το δημοψήφισμα που ετοιμάζει ο τζέφρυ.
Υγ: θέτω επίσης υπ’ όψιν της βάσης του μπλοκ, μια σχετικά πρόσφατη ανακάλυψη. Ένα ιστολόγιο για τη διάδοση των κειμένων της κομεπ (κομμουνιστικής επιθεώρησης), που φαντάζομαι ότι θα το βρείτε αρκετά χρήσιμο και λειτουργικό. Αξίζει τον κόπο να το επισκεφτείτε.
Δευτέρα 3 Οκτωβρίου 2011
Η αποκατάσταση του ζαχαριάδη
Η κομματική αποκατάσταση του νίκου ζαχαριάδη έγινε με δόξα και τιμή ένα ωραίο κυριακάτικο πρωινό, στο πρώτο νεκροταφείο. Το οποίο ήταν γεμάτο από κόσμο και κόκκινες σημαίες. Κι αν περνούσε κανείς ανυποψίαστος απ’ έξω, θα αναρωτιόταν ποιος πέθανε και μαζεύτηκε τόσος κόσμος στην κηδεία του να τον αποχαιρετήσει. Κάποιος διάσημος, το δίχως άλλο.
Κι ούτε που θα φανταζόταν πόσο σπουδαία ήταν η ιστορική προσωπικότητα, για την οποία μαζεύτηκε τέτοιο πλήθος. Απ’ τις μεγαλύτερες που ανέδειξε ποτέ η χώρα και το κομμουνιστικό κίνημα. Και την ανέδειξε ο λαός, μέσα από τους αγώνες του, όχι το ντοκιμαντέρ του σκάι.
Στο νεκροταφείο ήταν όλοι οι μεγάλοι έλληνες του παπαχελά. Κάτι σαν μουσείο ιστορίας της αστικής τάξης. Κι ανάμεσά τους, ένας κόκκινος ηγέτης, με το σεμνό του τάφο, να τους χαλάει το σκηνικό. Όπως πήγε να τους το χαλάσει κι εν ζωή, επικεφαλής του δεύτερου αντάρτικου του δσε.
Οι μνήμες γυρίζουν στο –κάθε άλλο παρά σωτήριο- 91’, και τον επαναπατρισμό της σορού του ζαχαριάδη –λίγες μέρες μετά το συνέδριο της ανασυγκρότησης. Απ΄ τα κόκαλα βγαλμένη, των κουκουέδων τα ιερά. Επιτέλους, ξαναείμαστε με το στάλιν.
Λίγους μήνες πριν, είχε χωρίσει το στάρι απ’ τον ανανεωτικό χυλό, έτοιμο να ξαναδώσει καρπούς, παρά τη βαρυχειμωνιά που λίγο έλειψε να το καταστρέψει.
Με το ΚΚΕ δεν είχα ούτε έχω ανοιχτούς λογαριασμούς. Ούτε μπορούσα ποτέ νάχω. Απόλη μου την ψυχή εύχομαι σ’ αυτούς που φορτώθηκαν το πολύ δύσκολο έργο να ξαναστήσουν το κουκουέδικο στα πόδια του, να πετύχουν απόλυτα και ολοκληρωτικά, έγραφε ο ζαχαριάδης στο τελευταίο του γράμμα.
Οι ζευγάδες φεύγουν, αλλά η σπορά μένει. Και δεν είναι της τύχης, αλλά ώριμο τέκνο της οργής και της ανάγκης.
Εξίσου δραματική ήταν κι η διεθνής συγκυρία. Πέντε μόλις μέρες αφού κατέβηκε η κόκκινη σημαία απ’ το κρεμλίνο, σαν το τελευταίο σωληνάκι που κρατούσε στη ζωή ένα σώμα που ήταν από καιρό ήδη κλινικά νεκρό. Κι εμείς εδώ, παιδιά του σωλήνα, που νοσταλγούσαν το σωληνάκι μαζί με τους παππούδες –της κίνησης 18-55 κι άλλων ηρωικών και πένθιμων οργανώσεων του περιθωρίου- υποδεχόμασταν το φέρετρο του ζαχαριάδη, που έκλεινε μέσα του τον σοσιαλισμό που ξεψυχούσε. Και τους θάψαμε μαζί, με τις τιμές που τους αρμόζει.
Σε αυτό το φέρετρο ακουμπάν όλοι οι σύντροφοι.
Κι άλλοι λένε ότι ο υπαρκτός αυτοκτόνησε απ’ τα υπαρξιακά του αδιέξοδα και τις εσωτερικές του αντιφάσεις, σαν τον ζαχαριάδη. Ενώ άλλοι θεωρούν ατόπημα να γίνεται λόγος για αυτοκτονία, γιατί έτσι συγκαλύπτουμε την ουσία: δολοφονία κι αντεπανάσταση.
Αυτό έλεγε –μεταξύ άλλων- κι η εφημερίδα τοίχου (ντατζεμπάο) της οακκε, που γέμισε την αθήνα μες στον καύσωνα του αυγούστου, για την 38η επέτειο απ’ το θάνατο του νίκου ζαχαριάδη. Η οποία έλεγε ότι η διάλυση των παράνομων κομματικών οργανώσεων το 58’ στην ελλάδα, έγινε επειδή αρνούνταν να καταπιούν το χάπι της έβδομης ολομέλειας που διέγραψε τον ζαχαριάδη. Κι ίσως να ήταν κι αυτοί στην υποδοχή, ανάμεσα στους άλλους πιστούς.
Πόση φαντασία και δύναμη χρειάζεται για να χωρέσεις μέσα σου τέτοιες στιγμές. Με τα έφηβα γερ-οντ-άκια που αντιστάθηκαν μέχρι τέλους στα αρπακτικά του ιμπεριαλισμού, να φωνάζουνε συνθήματα για το στάλιν και τη σοβιετία που έχαναν. Στην πρώτη τους εξέγερση, πήραν φωτιά καήκαν.
Ίσως να έμοιαζε κάπως με όσα περιγράφει ο πάλαι ποτέ blogger σπαρίλας, σε μια σπάνια ανάρτηση για την υποδοχή του ιούδα γκόρμπι, δύο χρόνια αργότερα. Τι να σκέφτονταν, τι να φώναζαν, τι να ελπίζανε γι’ αυτά που θα ερχόντουσαν. Την ίδια απορία είχαμε και για τα συνθήματα στην εκδήλωση της κυριακής. Ενώ ο άθλιος φώναζε μέσα του: ο ζαχαριάδης ζει, έξω οι ανανεωτικοί.
Η μνήμη, η ζωή κι ο θάνατος, μπλέκουν σε ένα πολύπλοκο, διαλεκτικό παιχνίδι, με αξεδιάλυτες αντιφάσεις. Η ζωή δεν προχωράει με μελαγχολία και πολιτικά μνημόσυνα, αλλά χωρίς ιστορική μνήμη περπατά στα τυφλά. Το παρόν τακτοποιεί τους λογαριασμούς του με το παρελθόν, αντλεί διδάγματα κι έμπνευση, για να προχωρήσει στο μέλλον.
Οι κομμουνιστές δεν είναι νεκρόφιλοι που κυκλοφορούν στα νεκροταφεία της ιστορίας. Αλλά το φάντασμα που πλανάται ακόμα πάνω από την ευρώπη και τον αστικό κόσμο. Είναι η πρωτοπορία του κόσμου της ζωντανής εργασίας ενάντια στο βρικόλακα του κεφαλαίου, που ρουφάει άπληστα, σαν αίμα την υπεραξία, για να συνεχίσει να αναπαράγεται. Οι κομμουνιστές τιμούν τους νεκρούς που θυσιάστηκαν για ένα καλύτερο, συλλογικό αύριο, γιατί είχανε τη ζωή πάρα πολύ αγαπήσει. Κι αποκαθιστούν τους αλύγιστους της ταξικής πάλης, στέκοντας κριτικά στα τακτικά λάθη τους που, δεν ήταν αρκετά ευλύγιστοι για να τα αποφύγουν.
Κι άμα δεις βρικόλακες, κόκκινους φιλάθλους, ψήσ’ τους για να βάλουν σφυροδρέπανα στους τάφους.
Στο δεύτερο μέρος ακολουθεί η σύντομη μαρτυρία μιας συντρόφισσας, που έδωσε το παρόν στην εκδήλωση, και διηγείται τις εντυπώσεις της.
Κυριακή πρωί στο πρώτο λοιπόν, δηλ. στην πλατεία απ’ έξω και μέσα να γίνονται μνημόσυνα –όχι πολιτικά, γενικώς. Κόσμος όχι πολύς, κλειστό και το κέντρο. Γέροι που περίμεναν χρόνια αυτή την στιγμή, νέοι που τώρα τα μαθαίνουν, κι αριστεριστές που τιμάν την ιστορία του κόμματος –με τους περιορισμούς του χώρου τους: εντάξει, καλές οι αποκαταστάσεις, αλλά γιατί όχι και τον άρη; Που κι αυτό να γινόταν, θα έβρισκαν κάτι άλλο να γκρινιάξουν.
Η ομιλία της αλέκας λιτή, αυτοκριτική, στα πλαίσια της απόφασης, με αυθόρμητα χειροκροτήματα όπου αναφέρονταν οι άδικες κατηγορείς, ο λαϊκός ηγέτης κι η αποκατάσταση. Από τα βιογραφικά στοιχεία ξεχώρισα ότι ο ζαχαριάδης ήρθε για πρώτη φορά σε επαφή με το κίνημα μέσω μιας αναρχοσυνδικαλιστικής οργάνωσης, ως μέλος του κομμουνιστικού της τμήματος. Από την ομιλία, την αποστροφή της αλέκας για τους εκτός κόμματος κομμουνιστές που της ζητούσαν αυτή την αποκατάσταση, όποτε την έβλεπαν.
Αρχή καλλιτεχνικού προγράμματος. Ένας τενόρος α καπέλα, κατευθείαν από την χορωδία του κόκκινου στρατού, τραγουδούσε στα ρώσικα. Κι αν σκεφτείς ποιοι είναι θαμμένοι παραδίπλα, θα έτριζαν τα κόκαλά τους μέσα στους τάφους. Απαγγελία ποιήματος (του ρίτσου;) για το ζαχαριάδη, που ήταν κάπως υπερβολικό, για τον πατέρα μας που ήρθε σπίτι και τα κυπαρίσσια που περήφανα χαιρετούν, στα όρια της προσωπολατρίας σχεδόν. Αλλά είπαμε, άλλες εποχές (ηρωικές) άλλα ήθη.
Τελειώνει το πρόγραμμα, κι απ’ το βάθος ακούγεται παπάς να ψέλνει.
Και μετά η ώρα της βόλτας στο νεκροταφείο -πρώτη φορά πρέπει να ‘μπαιναν τόσοι ριζοσπάστες μέσα. Ψηλά, πάνω απ’ τα κεφάλια μας ένα πανό: εαμ-ελας-επον-όπλα-δσε. Κρεμασμένα σε ένα νεκροταφείο, αλλά πάντα ζωντανά κι επίκαιρα.
Πρώτη στάση χριστόδουλος κι άλλοι μακαριστοί ιεράρχες –κομμάρες στο στομάχι. Δεύτερη και καλύτερη, ανδρέας κι η ελλάδα στους έλληνες. Να σε πιάνει το εακίτικό σου, για το τι ακριβώς θες να κάνεις στον τάφο του. Μετά διάφοροι διάσημοι και μεγάλοι έλληνες, θαμμένοι κάτω απ’ τα πόδια μας. Μεγαλοπρεπή γλυπτά και τάφοι, όπου θα χωρούσε να ζήσει ολόκληρη οικογένεια. Και κάπου στην άκρη λοιπόν, σε ένα λοφάκι –για να ‘χει αγνάντιο που έλεγε κι ο χαρίλαος- στο πιο παρατημένο σημείο κι ο τάφος του νζ. Σχετικά απλός –συγκριτικά με τους υπόλοιπους- γεμάτος γαρίφαλα κι αφημένο ριζοσπάστη, λόγω της ημέρας. Γειτονεύει με συντρόφους και φίλους, παρτσαλίδη, κιτσίκη, λειβαδίτη..
Φεύγοντας κρατούσαμε, σήμα κατατεθέν, ριζοσπάστες στο χέρι. Τους είδε ένας τύπος και μας έπιασε κουβέντα. Κι εγώ σύντροφος είμαι, με την ευρεία έννοια. Από αυτούς που διαφώνησαν το 55’, αλλά ήθελαν κομματική αποκατάσταση του άρη. Κάπως αντιφατικό μου φάνηκε, αλλά δε βαριέσαι. Και μας έλεγε ότι μιλάει με κομματικούς και για τη διαπάλη μες στο κόμμα. Αυτό με το κουκουέ, που είναι κλειστό και δε βγάζει τίποτα παραέξω, αλλά όλοι έχουν πληροφορίες από μέσα κι επαφές, δεν το ‘χω καταλάβει πώς γίνεται, αλλά δεν πειράζει.
Κάπου εκεί η εκδήλωση τελειώνει. Επόμενη στάση λαμία για τον άρη. Κι η έφοδος στους ουρανούς.
Κι ούτε που θα φανταζόταν πόσο σπουδαία ήταν η ιστορική προσωπικότητα, για την οποία μαζεύτηκε τέτοιο πλήθος. Απ’ τις μεγαλύτερες που ανέδειξε ποτέ η χώρα και το κομμουνιστικό κίνημα. Και την ανέδειξε ο λαός, μέσα από τους αγώνες του, όχι το ντοκιμαντέρ του σκάι.
Στο νεκροταφείο ήταν όλοι οι μεγάλοι έλληνες του παπαχελά. Κάτι σαν μουσείο ιστορίας της αστικής τάξης. Κι ανάμεσά τους, ένας κόκκινος ηγέτης, με το σεμνό του τάφο, να τους χαλάει το σκηνικό. Όπως πήγε να τους το χαλάσει κι εν ζωή, επικεφαλής του δεύτερου αντάρτικου του δσε.
Οι μνήμες γυρίζουν στο –κάθε άλλο παρά σωτήριο- 91’, και τον επαναπατρισμό της σορού του ζαχαριάδη –λίγες μέρες μετά το συνέδριο της ανασυγκρότησης. Απ΄ τα κόκαλα βγαλμένη, των κουκουέδων τα ιερά. Επιτέλους, ξαναείμαστε με το στάλιν.
Λίγους μήνες πριν, είχε χωρίσει το στάρι απ’ τον ανανεωτικό χυλό, έτοιμο να ξαναδώσει καρπούς, παρά τη βαρυχειμωνιά που λίγο έλειψε να το καταστρέψει.
Με το ΚΚΕ δεν είχα ούτε έχω ανοιχτούς λογαριασμούς. Ούτε μπορούσα ποτέ νάχω. Απόλη μου την ψυχή εύχομαι σ’ αυτούς που φορτώθηκαν το πολύ δύσκολο έργο να ξαναστήσουν το κουκουέδικο στα πόδια του, να πετύχουν απόλυτα και ολοκληρωτικά, έγραφε ο ζαχαριάδης στο τελευταίο του γράμμα.
Οι ζευγάδες φεύγουν, αλλά η σπορά μένει. Και δεν είναι της τύχης, αλλά ώριμο τέκνο της οργής και της ανάγκης.
Εξίσου δραματική ήταν κι η διεθνής συγκυρία. Πέντε μόλις μέρες αφού κατέβηκε η κόκκινη σημαία απ’ το κρεμλίνο, σαν το τελευταίο σωληνάκι που κρατούσε στη ζωή ένα σώμα που ήταν από καιρό ήδη κλινικά νεκρό. Κι εμείς εδώ, παιδιά του σωλήνα, που νοσταλγούσαν το σωληνάκι μαζί με τους παππούδες –της κίνησης 18-55 κι άλλων ηρωικών και πένθιμων οργανώσεων του περιθωρίου- υποδεχόμασταν το φέρετρο του ζαχαριάδη, που έκλεινε μέσα του τον σοσιαλισμό που ξεψυχούσε. Και τους θάψαμε μαζί, με τις τιμές που τους αρμόζει.
Σε αυτό το φέρετρο ακουμπάν όλοι οι σύντροφοι.
Κι άλλοι λένε ότι ο υπαρκτός αυτοκτόνησε απ’ τα υπαρξιακά του αδιέξοδα και τις εσωτερικές του αντιφάσεις, σαν τον ζαχαριάδη. Ενώ άλλοι θεωρούν ατόπημα να γίνεται λόγος για αυτοκτονία, γιατί έτσι συγκαλύπτουμε την ουσία: δολοφονία κι αντεπανάσταση.
Αυτό έλεγε –μεταξύ άλλων- κι η εφημερίδα τοίχου (ντατζεμπάο) της οακκε, που γέμισε την αθήνα μες στον καύσωνα του αυγούστου, για την 38η επέτειο απ’ το θάνατο του νίκου ζαχαριάδη. Η οποία έλεγε ότι η διάλυση των παράνομων κομματικών οργανώσεων το 58’ στην ελλάδα, έγινε επειδή αρνούνταν να καταπιούν το χάπι της έβδομης ολομέλειας που διέγραψε τον ζαχαριάδη. Κι ίσως να ήταν κι αυτοί στην υποδοχή, ανάμεσα στους άλλους πιστούς.
Πόση φαντασία και δύναμη χρειάζεται για να χωρέσεις μέσα σου τέτοιες στιγμές. Με τα έφηβα γερ-οντ-άκια που αντιστάθηκαν μέχρι τέλους στα αρπακτικά του ιμπεριαλισμού, να φωνάζουνε συνθήματα για το στάλιν και τη σοβιετία που έχαναν. Στην πρώτη τους εξέγερση, πήραν φωτιά καήκαν.
Ίσως να έμοιαζε κάπως με όσα περιγράφει ο πάλαι ποτέ blogger σπαρίλας, σε μια σπάνια ανάρτηση για την υποδοχή του ιούδα γκόρμπι, δύο χρόνια αργότερα. Τι να σκέφτονταν, τι να φώναζαν, τι να ελπίζανε γι’ αυτά που θα ερχόντουσαν. Την ίδια απορία είχαμε και για τα συνθήματα στην εκδήλωση της κυριακής. Ενώ ο άθλιος φώναζε μέσα του: ο ζαχαριάδης ζει, έξω οι ανανεωτικοί.
Η μνήμη, η ζωή κι ο θάνατος, μπλέκουν σε ένα πολύπλοκο, διαλεκτικό παιχνίδι, με αξεδιάλυτες αντιφάσεις. Η ζωή δεν προχωράει με μελαγχολία και πολιτικά μνημόσυνα, αλλά χωρίς ιστορική μνήμη περπατά στα τυφλά. Το παρόν τακτοποιεί τους λογαριασμούς του με το παρελθόν, αντλεί διδάγματα κι έμπνευση, για να προχωρήσει στο μέλλον.
Οι κομμουνιστές δεν είναι νεκρόφιλοι που κυκλοφορούν στα νεκροταφεία της ιστορίας. Αλλά το φάντασμα που πλανάται ακόμα πάνω από την ευρώπη και τον αστικό κόσμο. Είναι η πρωτοπορία του κόσμου της ζωντανής εργασίας ενάντια στο βρικόλακα του κεφαλαίου, που ρουφάει άπληστα, σαν αίμα την υπεραξία, για να συνεχίσει να αναπαράγεται. Οι κομμουνιστές τιμούν τους νεκρούς που θυσιάστηκαν για ένα καλύτερο, συλλογικό αύριο, γιατί είχανε τη ζωή πάρα πολύ αγαπήσει. Κι αποκαθιστούν τους αλύγιστους της ταξικής πάλης, στέκοντας κριτικά στα τακτικά λάθη τους που, δεν ήταν αρκετά ευλύγιστοι για να τα αποφύγουν.
Κι άμα δεις βρικόλακες, κόκκινους φιλάθλους, ψήσ’ τους για να βάλουν σφυροδρέπανα στους τάφους.
Στο δεύτερο μέρος ακολουθεί η σύντομη μαρτυρία μιας συντρόφισσας, που έδωσε το παρόν στην εκδήλωση, και διηγείται τις εντυπώσεις της.
Κυριακή πρωί στο πρώτο λοιπόν, δηλ. στην πλατεία απ’ έξω και μέσα να γίνονται μνημόσυνα –όχι πολιτικά, γενικώς. Κόσμος όχι πολύς, κλειστό και το κέντρο. Γέροι που περίμεναν χρόνια αυτή την στιγμή, νέοι που τώρα τα μαθαίνουν, κι αριστεριστές που τιμάν την ιστορία του κόμματος –με τους περιορισμούς του χώρου τους: εντάξει, καλές οι αποκαταστάσεις, αλλά γιατί όχι και τον άρη; Που κι αυτό να γινόταν, θα έβρισκαν κάτι άλλο να γκρινιάξουν.
Η ομιλία της αλέκας λιτή, αυτοκριτική, στα πλαίσια της απόφασης, με αυθόρμητα χειροκροτήματα όπου αναφέρονταν οι άδικες κατηγορείς, ο λαϊκός ηγέτης κι η αποκατάσταση. Από τα βιογραφικά στοιχεία ξεχώρισα ότι ο ζαχαριάδης ήρθε για πρώτη φορά σε επαφή με το κίνημα μέσω μιας αναρχοσυνδικαλιστικής οργάνωσης, ως μέλος του κομμουνιστικού της τμήματος. Από την ομιλία, την αποστροφή της αλέκας για τους εκτός κόμματος κομμουνιστές που της ζητούσαν αυτή την αποκατάσταση, όποτε την έβλεπαν.
Αρχή καλλιτεχνικού προγράμματος. Ένας τενόρος α καπέλα, κατευθείαν από την χορωδία του κόκκινου στρατού, τραγουδούσε στα ρώσικα. Κι αν σκεφτείς ποιοι είναι θαμμένοι παραδίπλα, θα έτριζαν τα κόκαλά τους μέσα στους τάφους. Απαγγελία ποιήματος (του ρίτσου;) για το ζαχαριάδη, που ήταν κάπως υπερβολικό, για τον πατέρα μας που ήρθε σπίτι και τα κυπαρίσσια που περήφανα χαιρετούν, στα όρια της προσωπολατρίας σχεδόν. Αλλά είπαμε, άλλες εποχές (ηρωικές) άλλα ήθη.
Τελειώνει το πρόγραμμα, κι απ’ το βάθος ακούγεται παπάς να ψέλνει.
Και μετά η ώρα της βόλτας στο νεκροταφείο -πρώτη φορά πρέπει να ‘μπαιναν τόσοι ριζοσπάστες μέσα. Ψηλά, πάνω απ’ τα κεφάλια μας ένα πανό: εαμ-ελας-επον-όπλα-δσε. Κρεμασμένα σε ένα νεκροταφείο, αλλά πάντα ζωντανά κι επίκαιρα.
Πρώτη στάση χριστόδουλος κι άλλοι μακαριστοί ιεράρχες –κομμάρες στο στομάχι. Δεύτερη και καλύτερη, ανδρέας κι η ελλάδα στους έλληνες. Να σε πιάνει το εακίτικό σου, για το τι ακριβώς θες να κάνεις στον τάφο του. Μετά διάφοροι διάσημοι και μεγάλοι έλληνες, θαμμένοι κάτω απ’ τα πόδια μας. Μεγαλοπρεπή γλυπτά και τάφοι, όπου θα χωρούσε να ζήσει ολόκληρη οικογένεια. Και κάπου στην άκρη λοιπόν, σε ένα λοφάκι –για να ‘χει αγνάντιο που έλεγε κι ο χαρίλαος- στο πιο παρατημένο σημείο κι ο τάφος του νζ. Σχετικά απλός –συγκριτικά με τους υπόλοιπους- γεμάτος γαρίφαλα κι αφημένο ριζοσπάστη, λόγω της ημέρας. Γειτονεύει με συντρόφους και φίλους, παρτσαλίδη, κιτσίκη, λειβαδίτη..
Φεύγοντας κρατούσαμε, σήμα κατατεθέν, ριζοσπάστες στο χέρι. Τους είδε ένας τύπος και μας έπιασε κουβέντα. Κι εγώ σύντροφος είμαι, με την ευρεία έννοια. Από αυτούς που διαφώνησαν το 55’, αλλά ήθελαν κομματική αποκατάσταση του άρη. Κάπως αντιφατικό μου φάνηκε, αλλά δε βαριέσαι. Και μας έλεγε ότι μιλάει με κομματικούς και για τη διαπάλη μες στο κόμμα. Αυτό με το κουκουέ, που είναι κλειστό και δε βγάζει τίποτα παραέξω, αλλά όλοι έχουν πληροφορίες από μέσα κι επαφές, δεν το ‘χω καταλάβει πώς γίνεται, αλλά δεν πειράζει.
Κάπου εκεί η εκδήλωση τελειώνει. Επόμενη στάση λαμία για τον άρη. Κι η έφοδος στους ουρανούς.
Κυριακή 2 Οκτωβρίου 2011
Η μέρα που άλλαξε τον κόσμο
Καθώς αποχαιρετάμε το σεπτέμβρη –γιατί μέχρι να τελειώσω το κείμενο, θα ‘χουμε αλλάξει μήνα μάλλον- η κε του μπλοκ θέλει να σταθεί σε μια επέτειο, που την πέτυχε μακριά από μηχανήματα του διαβόλου, χωρίς άμεση δυνατότητα να καταγράψει πρόχειρα κάποιες σκέψεις.
Η 11η σεπτέμβρη πέρασε στην ιστορία και την κρατούσα ορολογία των μμε –που διαμορφώνουν την κοινή γνώμη και την κυρίαρχη ερμηνεία της ιστορίας- ως η μέρα που άλλαξε τον κόσμο. Και το σύνηθες ερώτημα της επετείου στο διαδίκτυο ήταν: εσείς θυμάστε τι κάνατε εκείνη τη μέρα;
Εμείς οι εαμοβούλγαροι εκείνη τη μέρα είχαμε ομιλία της αλέκας στα πλαίσια της δεθ κι ο μικρός απολίθωμας ετοίμαζε τον χώρο κι έστηνε πλαστικές καρέκλες –πιστός στο πνεύμα της ντίσκο και των καρεκλάδικων- στην αριστοτέλους. Την οποία δε γεμίζαμε ακόμα με άνεση, όπως τώρα. Αλλά τουλάχιστον δεν κάναμε τη σκηνοθεσία του σύριζα –δε μπορούσαμε κιόλας- που γέμιζε την πλατεία με ταμπλό από όλες τις συνιστώσες του, για να κόβει τη θέα και να μη φαίνονται τα κενά στις γωνίες. Πόσα άτομα έχει η ρόζα δηλ στη θεσσαλονίκη, για να στήσει και δικό της ταμπλό;
Στο ενδιάμεσο, φιλική κουβέντα με ένα μέλος της κε –όχι του μπλοκ, της κανονικής- που το 89 ήταν στο στρατό, έχασε το πανηγύρι της διάσπασης και παραδέχτηκε, τίμια κι ανθρώπινα, πως δεν θα μπορούσε να ξέρει τι θα γινόταν και που θα ‘τανε, αν τα ‘χε ζήσει από μέσα τα πράγματα. Γιατί το από μέσα τότε στη νεολαία, πολύ εύκολα γινόταν απ’ έξω –και δε θα ‘ταν κι αυτό του βλαδίμηρου. Ο σύντροφος ήταν ειλικρινής κι ανέβηκε αυτόματα στην εκτίμησή μου.
Και μετά, προ-συγκέντρωση με τη σπουδάζουσα, κι ερώτηση για τα γεγονότα στη σφισσα από την καθοδήγηση, που είπε να περιμένουμε να δούμε τι θα πει η αλέκα. Που δε θυμάμαι πια τι ακριβώς μας είπε, αλλά μου έχει μείνει εκείνη η περίφημη διαλεκτική άρνηση: «ούτε κλαίμε, ούτε γελάμε». Που ξεχώριζε από τον κλαυσίγελο των ημερών και τις αριστερές υπογραφές στην αμερικάνικη πρεσβεία, που ήταν για γέλια και για κλάματα μαζί. Δήλωση το κκε δεν υπογράφει. Ούτε συλλυπητήρια, ούτε και μετανοίας.
Μαζί κι οι πολιτικές προεκτάσεις, που πάνε συνειρμικά με τον χώρο.
-Εσείς δηλ θα χαιρόσασταν αν έμενε ο συνασπισμός εκτός βουλής;
-Τι να σου πω; Ούτε κλαίμε, ούτε γελάμε.
Έτσι ανάλγητοι ήσαν πάντοτε αυτοί οι σταλινικοί.
Αυτό που δε μπορεί να εκφράσει όμως η επίσημη γραμμή, μπορείς να το δεις πολλές φορές στη βάση και τον απλό λαό. Πχ στον ηχολήπτη του σταθμού μας που είχε μάθει όλα τα μακάβρια ανέκδοτα για τους πύργους και τα ‘λεγε γελώντας σε όλους τους σφους παραγωγούς με τη σειρά.
–Τι είπαν στον άλλο πύργο, όταν έπεσε ο πρώτος; κτλ
Εμένα δε μου φάνηκαν πολύ αστεία και κράτησα τη γραμμή του κόμματος. Ούτε κλαίμε, ούτε γελάμε.
Και μετά, βραδιά τσάμπιονς λιγκ. Το διπλό του παο στην πόλη όπου ξεκίνησαν οι μπητλς, με τους κατοίκους που λέγονται χάμπουργκερ, και τη σεντ πάουλι για τους εναλλακτικούς αριστερούς. Η ουέφα είπε να γίνουν τα παιχνίδια κανονικά, για να μην χάσει τα λεφτά των χορηγών. Αλλά όταν της απαιτήθηκε σε πολιτικό επίπεδο, επέδειξε επιλεκτική ευαισθησία κι ανέβαλε τους αγώνες της δεύτερης ημέρας. Και τότε μελαγχόλησε πραγματικά πολύς κόσμος ανά την υφήλιο.
Οι ποιητές της κερκίδας εκδικήθηκαν με στιχάκια, όπου η έμπνευση υπερέβαινε διαλεκτικά την καφρίλα. Ρε μπιν λάντεν, τι να κάνω, που δεν ξέρω να οδηγώ αεροπλάνο.. Κι εναλλακτικά, ρε μπιν λάντεν εμφανίσου, ρίξε βόμβα στους... κακούς κι εξαφανίσου. Όπου κακοί, μπορεί να είναι οτιδήποτε: στην επτά, στον πειραιά, στη βουλή, στους αστούς κοκ.
Τα επόμενα χρόνια οι ηπα έζησαν στον αθλητισμό μία ακόμα εκδοχή μαύρου σεπτέμβρη. Είδαν τη μπασκετική-ομάδα όνειρο να γίνεται εφιάλτης και να γκρεμίζεται από την κορυφή, ακολουθώντας πορεία παράλληλη με τους δίδυμους πύργους και το αμερικάνικο όνειρο εν γένει.
Η τελευταία τους ήττα ήταν το σεπτέμβρη του 06’ στην ιαπωνία απ’ την εθνική μας. Κι οι νεοσύλλεκτοι της 296 στο καμπάνη ψάχναμε τρόπο να δούμε τον ημιτελικό, που έπεφτε πρωινές ώρες προς μεσημέρι. Τελικά προκρίθηκε η λύση της συνδικαλιάς –διαπραγμάτευση με το λοχαγό- κι ο κλήρος έπεσε στους κομμουνιστές. Η συντονιστική επιτροπή πήρε ατύπως ακρόαση, κατέθεσε το λαϊκό αίτημα και πέτυχε μια μικρή νίκη στο σήμερα, βασικά επειδή ήρθε εντολή από πάνω, απ’ τα κεντρικά, να δουν τον αγώνα σε όλα τα στρατόπεδα της επικράτειας –ένεκα η εθνική υπερηφάνεια. Αλλά αυτό δεν το ήξεραν τα άλλα συφάνταρα, που ενθουσιάστηκαν με τους καρπούς της δράσης μας κι είδαν στην πράξη πώς παίρνονται οι κατακτήσεις στον καπιταλισμό.
Πριν απ’ το χτύπημα στους πύργους, στο επετειολόγιο της μέρας ξεχώριζε η πτώση κι ο θάνατος του αλιέντε. Αυτού του ηρωικού ιδεαλιστή, όπως είπε κι η αλέκα στο φεστιβάλ, που πέθανε με το όπλο στο χέρι, πληρώνοντας ακριβά τις αυταπάτες του για ειρηνική μετάβαση στο σοσιαλισμό. Τις οποίες πλήρωσε εξίσου ακριβά η χιλή, που έγινε προτεκτοράτο των ηπα, με δικτατορικό καθεστώς, κι ακολούθησε πρώτη στον κόσμο τη συνταγή θανάτου του δντ.
Κάποιοι λένε ότι η εποχή αυτή ανήκει στο παρελθόν, θαμμένη στα συντρίμμια των δίδυμων πύργων και του σημείου μηδέν. Στην ουσία όμως η ενδεκάτη σεπτέμβρη ήταν η μέρα που άλλαξε τον κόσμο, χωρίς ουσιαστικά να αλλάξει πολλά πράγματα από τη νέα τάξη πραγμάτων, όπως αυτή διαμορφώθηκε στο τέλος του αιώνα που μας πέρασε –και πέρασε κυριολεκτικά από πάνω μας, μαζί με το τέλος της ιστορίας.
Στο λυκαυγές του εικοστού πρώτου αιώνα, η πρόσφατη ιστορία επαναλήφθηκε σαν τραγωδία. Αμερικάνικη επέμβαση στο αφγανιστάν κι ένας ακόμα πόλεμος στον περσικό κόλπο και το ιράκ, με έναν μπους επικεφαλής. Το μόνο που άλλαξε ήταν το μεσαίο όνομα του προέδρου (ο περίφημος τάμπλογιου, όπως έγραφε ο αλήστου μνήμης τηλέπαθος) κι ο ρόλος των παλιών συμμάχων των ηπα –σαντάμ, ταλιμπάν- που αναγορεύτηκαν πλέον σε μέλη της αυτοκρατορίας του κακού.
Μία ακόμα ομοιότητα μπορούμε να βρούμε διαβάζοντας τα εξής.
Αρχές σεπτέμβρη, η ευρώπη ζούσε υπό το κράτος του φόβου μιας νέας αμερικάνικης επίθεσης κατά της λιβύης, καθώς τα αεροπλανοφόρα του έκτου στόλου μαζεύονταν και πάλι στη μεσόγειο (...). Ενώ το άρθρο δημοσιευόταν έχοντας σαν επίκεντρο τη λιβύη, άρχιζε κιόλας η αντισυριακή φάση της συνωμοσίας αυτής, προσθέτοντας νέο υλικό. Τα δημοσιεύματα του δυτικού τύπου άρχισαν να συνθέτουν ένα εκπληκτικό παζλ, καθώς αποκαλυπτόταν κομμάτι-κομμάτι, μια τεράστια συνωμοσία απροσδόκητα μεγάλης έκτασης, που αγκάλιαζε όλες τις χώρς της μεσογείου.
Όσο κι αν φαίνεται περίεργο, αυτά γράφτηκαν το δεκέμβρη του 86’ κι είναι παρμένα από το βιβλίο του δελαστίκ, συνωμοσία στη μεσόγειο –εκδόσεις σύγχρονη εποχή.
Στον πρόλογο ο δελαστίκ αναφερόμενος στο ρόλο του δυτικού τύπου στην εξέλιξη της συνωμοσίας λέει ότι δίνει ένα συγκεκριμένο, εξαιρετικό παράδειγμα για το σημαίνει «ιμπεριαλισμός πληροφόρησης». Αυτή τη φορά είχαμε όμως κι εθνική αστική τάξη, που συμμετείχε πρόθυμα με εγχώριους εκπροσώπους σε αυτή την επιχείρηση. Κι έναν τουλάχιστον εξ αυτών, μπορεί να τον συναντά στα γραφεία της εφημερίδας που διευθύνει και να ανταλλάσσουν συντροφικά γνώμες για θέματα της επικαιρότητας.
Ίσως κάποιοι κολλήσουν στον τίτλο του βιβλίου, για να επιβεβαιώσουν πόσο αρέσουν στους κομμουνιστές οι θεωρίες συνωμοσίας -ήδη πριν από την πτώση του υπαρκτού και των πύργων. Όπου το ένα εμπεριέχει το άλλο και διαπλέκονται διαλεκτικά. Η πτώση της μίας υπερδύναμης του ψυχρού πολέμου, του ενός πόλου της αντίθεσης, φέρνει νομοτελειακά τη διάλυση του άλλου. Που είναι αναγκασμένος να μετασχηματιστεί και να ανακαλύψει μια καινούρια αντίθεση για να τον τροφοδοτεί, ένα νέο εχθρό που να δικαιολογεί τη δική του ύπαρξη.
Και τώρα τι θα κάνουμε χωρίς βαρβάρους; Αν δεν υπήρχαν, θα έπρεπε κάπως να τους ανακαλύψουμε.
Οι θεωρίες συνωμοσίας είναι το αγαπημένο άθλημα των αστικού κόσμου, που προσπαθεί να συσκοτίσει την ουσία με φετιχισμούς, ψευδείς συνειδήσεις και μύθους για τους εβραίους, τη λέσχη μπίλντεμπεργκ, τον πράκτορα των γερμανών λένιν, το πραξικόπημα του κόκκινου οκτώβρη, την αμύθητη μυστική περιουσία των κομμουνιστών. Έλα τώρα που δεν τα ξέρεις..
Αφήνουν τον κάθε λιακόπουλο να αλωνίζει συνειδήσεις και να πλασάρει την πραμάτειά του ως αντίσταση στη νέα τάξη πραγμάτων. Κι έχουν αφήσει ισχυρά βιώματα στους παλιότερους σφους, που ξέρουν από πρώτο χέρι ότι οι 'πρακτόρικες μέθοδες' είναι ένα από τα βασικά μέσα του ταξικού εχθρού, για να μας διαβρώσει και να μας καταστήσει ακίνδυνους.
Αυτές οι μέθοδοι διαιωνίζουν το σύστημα, αλλά δεν του εξασφαλίζουν κάποιου είδους επανεκκίνηση για να το γλιτώσουν απ’ τις αντιφάσεις του. Οι αμερικάνοι ονόμασαν το σημείο της επίθεσης μηδέν, και το 89’ 'έτος 1', το πρώτο μετά το τέλος της ιστορίας. Αλλά η πτώση της σοβιετικής ένωσης, δεν ήταν παρά μια μικρή τονωτική ένεση στο γερασμένο κι άρρωστο κορμί του καπιταλισμού, που σπαράσσεται από τις εσωτερικές του αντιθέσεις και την κρίση που αγκαλιάζει όλα τα επίπεδα.
Ο καπιταλισμός σκίζει τις σάρκες του, μαζί με τις μικροαστικές αυταπάτες και τα ιδεολογήματα που νανούριζαν τη συνείδηση του εργαζόμενου λαού. Ο οποίος καταλαβαίνει πια ότι δεν αρκεί να θέλει κάτι πάρα πολύ και να περιμένει να συνωμοτήσει το σύμπαν, για να το αποκτήσει. Φτιάχνει τη δική του «συνωμοσία» κι οργανώνει τον αγώνα του, για να ‘ρθει ανάποδα ο ντουνιάς, κι η μέρα που θα αλλάξει πραγματικά τον κόσμο. Και θα τον κλονίσει συθέμελα, σαν τις δέκα πρώτες μέρες του οκτώβρη.
Η 11η σεπτέμβρη πέρασε στην ιστορία και την κρατούσα ορολογία των μμε –που διαμορφώνουν την κοινή γνώμη και την κυρίαρχη ερμηνεία της ιστορίας- ως η μέρα που άλλαξε τον κόσμο. Και το σύνηθες ερώτημα της επετείου στο διαδίκτυο ήταν: εσείς θυμάστε τι κάνατε εκείνη τη μέρα;
Εμείς οι εαμοβούλγαροι εκείνη τη μέρα είχαμε ομιλία της αλέκας στα πλαίσια της δεθ κι ο μικρός απολίθωμας ετοίμαζε τον χώρο κι έστηνε πλαστικές καρέκλες –πιστός στο πνεύμα της ντίσκο και των καρεκλάδικων- στην αριστοτέλους. Την οποία δε γεμίζαμε ακόμα με άνεση, όπως τώρα. Αλλά τουλάχιστον δεν κάναμε τη σκηνοθεσία του σύριζα –δε μπορούσαμε κιόλας- που γέμιζε την πλατεία με ταμπλό από όλες τις συνιστώσες του, για να κόβει τη θέα και να μη φαίνονται τα κενά στις γωνίες. Πόσα άτομα έχει η ρόζα δηλ στη θεσσαλονίκη, για να στήσει και δικό της ταμπλό;
Στο ενδιάμεσο, φιλική κουβέντα με ένα μέλος της κε –όχι του μπλοκ, της κανονικής- που το 89 ήταν στο στρατό, έχασε το πανηγύρι της διάσπασης και παραδέχτηκε, τίμια κι ανθρώπινα, πως δεν θα μπορούσε να ξέρει τι θα γινόταν και που θα ‘τανε, αν τα ‘χε ζήσει από μέσα τα πράγματα. Γιατί το από μέσα τότε στη νεολαία, πολύ εύκολα γινόταν απ’ έξω –και δε θα ‘ταν κι αυτό του βλαδίμηρου. Ο σύντροφος ήταν ειλικρινής κι ανέβηκε αυτόματα στην εκτίμησή μου.
Και μετά, προ-συγκέντρωση με τη σπουδάζουσα, κι ερώτηση για τα γεγονότα στη σφισσα από την καθοδήγηση, που είπε να περιμένουμε να δούμε τι θα πει η αλέκα. Που δε θυμάμαι πια τι ακριβώς μας είπε, αλλά μου έχει μείνει εκείνη η περίφημη διαλεκτική άρνηση: «ούτε κλαίμε, ούτε γελάμε». Που ξεχώριζε από τον κλαυσίγελο των ημερών και τις αριστερές υπογραφές στην αμερικάνικη πρεσβεία, που ήταν για γέλια και για κλάματα μαζί. Δήλωση το κκε δεν υπογράφει. Ούτε συλλυπητήρια, ούτε και μετανοίας.
Μαζί κι οι πολιτικές προεκτάσεις, που πάνε συνειρμικά με τον χώρο.
-Εσείς δηλ θα χαιρόσασταν αν έμενε ο συνασπισμός εκτός βουλής;
-Τι να σου πω; Ούτε κλαίμε, ούτε γελάμε.
Έτσι ανάλγητοι ήσαν πάντοτε αυτοί οι σταλινικοί.
Αυτό που δε μπορεί να εκφράσει όμως η επίσημη γραμμή, μπορείς να το δεις πολλές φορές στη βάση και τον απλό λαό. Πχ στον ηχολήπτη του σταθμού μας που είχε μάθει όλα τα μακάβρια ανέκδοτα για τους πύργους και τα ‘λεγε γελώντας σε όλους τους σφους παραγωγούς με τη σειρά.
–Τι είπαν στον άλλο πύργο, όταν έπεσε ο πρώτος; κτλ
Εμένα δε μου φάνηκαν πολύ αστεία και κράτησα τη γραμμή του κόμματος. Ούτε κλαίμε, ούτε γελάμε.
Και μετά, βραδιά τσάμπιονς λιγκ. Το διπλό του παο στην πόλη όπου ξεκίνησαν οι μπητλς, με τους κατοίκους που λέγονται χάμπουργκερ, και τη σεντ πάουλι για τους εναλλακτικούς αριστερούς. Η ουέφα είπε να γίνουν τα παιχνίδια κανονικά, για να μην χάσει τα λεφτά των χορηγών. Αλλά όταν της απαιτήθηκε σε πολιτικό επίπεδο, επέδειξε επιλεκτική ευαισθησία κι ανέβαλε τους αγώνες της δεύτερης ημέρας. Και τότε μελαγχόλησε πραγματικά πολύς κόσμος ανά την υφήλιο.
Οι ποιητές της κερκίδας εκδικήθηκαν με στιχάκια, όπου η έμπνευση υπερέβαινε διαλεκτικά την καφρίλα. Ρε μπιν λάντεν, τι να κάνω, που δεν ξέρω να οδηγώ αεροπλάνο.. Κι εναλλακτικά, ρε μπιν λάντεν εμφανίσου, ρίξε βόμβα στους... κακούς κι εξαφανίσου. Όπου κακοί, μπορεί να είναι οτιδήποτε: στην επτά, στον πειραιά, στη βουλή, στους αστούς κοκ.
Τα επόμενα χρόνια οι ηπα έζησαν στον αθλητισμό μία ακόμα εκδοχή μαύρου σεπτέμβρη. Είδαν τη μπασκετική-ομάδα όνειρο να γίνεται εφιάλτης και να γκρεμίζεται από την κορυφή, ακολουθώντας πορεία παράλληλη με τους δίδυμους πύργους και το αμερικάνικο όνειρο εν γένει.
Η τελευταία τους ήττα ήταν το σεπτέμβρη του 06’ στην ιαπωνία απ’ την εθνική μας. Κι οι νεοσύλλεκτοι της 296 στο καμπάνη ψάχναμε τρόπο να δούμε τον ημιτελικό, που έπεφτε πρωινές ώρες προς μεσημέρι. Τελικά προκρίθηκε η λύση της συνδικαλιάς –διαπραγμάτευση με το λοχαγό- κι ο κλήρος έπεσε στους κομμουνιστές. Η συντονιστική επιτροπή πήρε ατύπως ακρόαση, κατέθεσε το λαϊκό αίτημα και πέτυχε μια μικρή νίκη στο σήμερα, βασικά επειδή ήρθε εντολή από πάνω, απ’ τα κεντρικά, να δουν τον αγώνα σε όλα τα στρατόπεδα της επικράτειας –ένεκα η εθνική υπερηφάνεια. Αλλά αυτό δεν το ήξεραν τα άλλα συφάνταρα, που ενθουσιάστηκαν με τους καρπούς της δράσης μας κι είδαν στην πράξη πώς παίρνονται οι κατακτήσεις στον καπιταλισμό.
Πριν απ’ το χτύπημα στους πύργους, στο επετειολόγιο της μέρας ξεχώριζε η πτώση κι ο θάνατος του αλιέντε. Αυτού του ηρωικού ιδεαλιστή, όπως είπε κι η αλέκα στο φεστιβάλ, που πέθανε με το όπλο στο χέρι, πληρώνοντας ακριβά τις αυταπάτες του για ειρηνική μετάβαση στο σοσιαλισμό. Τις οποίες πλήρωσε εξίσου ακριβά η χιλή, που έγινε προτεκτοράτο των ηπα, με δικτατορικό καθεστώς, κι ακολούθησε πρώτη στον κόσμο τη συνταγή θανάτου του δντ.
Κάποιοι λένε ότι η εποχή αυτή ανήκει στο παρελθόν, θαμμένη στα συντρίμμια των δίδυμων πύργων και του σημείου μηδέν. Στην ουσία όμως η ενδεκάτη σεπτέμβρη ήταν η μέρα που άλλαξε τον κόσμο, χωρίς ουσιαστικά να αλλάξει πολλά πράγματα από τη νέα τάξη πραγμάτων, όπως αυτή διαμορφώθηκε στο τέλος του αιώνα που μας πέρασε –και πέρασε κυριολεκτικά από πάνω μας, μαζί με το τέλος της ιστορίας.
Στο λυκαυγές του εικοστού πρώτου αιώνα, η πρόσφατη ιστορία επαναλήφθηκε σαν τραγωδία. Αμερικάνικη επέμβαση στο αφγανιστάν κι ένας ακόμα πόλεμος στον περσικό κόλπο και το ιράκ, με έναν μπους επικεφαλής. Το μόνο που άλλαξε ήταν το μεσαίο όνομα του προέδρου (ο περίφημος τάμπλογιου, όπως έγραφε ο αλήστου μνήμης τηλέπαθος) κι ο ρόλος των παλιών συμμάχων των ηπα –σαντάμ, ταλιμπάν- που αναγορεύτηκαν πλέον σε μέλη της αυτοκρατορίας του κακού.
Μία ακόμα ομοιότητα μπορούμε να βρούμε διαβάζοντας τα εξής.
Αρχές σεπτέμβρη, η ευρώπη ζούσε υπό το κράτος του φόβου μιας νέας αμερικάνικης επίθεσης κατά της λιβύης, καθώς τα αεροπλανοφόρα του έκτου στόλου μαζεύονταν και πάλι στη μεσόγειο (...). Ενώ το άρθρο δημοσιευόταν έχοντας σαν επίκεντρο τη λιβύη, άρχιζε κιόλας η αντισυριακή φάση της συνωμοσίας αυτής, προσθέτοντας νέο υλικό. Τα δημοσιεύματα του δυτικού τύπου άρχισαν να συνθέτουν ένα εκπληκτικό παζλ, καθώς αποκαλυπτόταν κομμάτι-κομμάτι, μια τεράστια συνωμοσία απροσδόκητα μεγάλης έκτασης, που αγκάλιαζε όλες τις χώρς της μεσογείου.
Όσο κι αν φαίνεται περίεργο, αυτά γράφτηκαν το δεκέμβρη του 86’ κι είναι παρμένα από το βιβλίο του δελαστίκ, συνωμοσία στη μεσόγειο –εκδόσεις σύγχρονη εποχή.
Στον πρόλογο ο δελαστίκ αναφερόμενος στο ρόλο του δυτικού τύπου στην εξέλιξη της συνωμοσίας λέει ότι δίνει ένα συγκεκριμένο, εξαιρετικό παράδειγμα για το σημαίνει «ιμπεριαλισμός πληροφόρησης». Αυτή τη φορά είχαμε όμως κι εθνική αστική τάξη, που συμμετείχε πρόθυμα με εγχώριους εκπροσώπους σε αυτή την επιχείρηση. Κι έναν τουλάχιστον εξ αυτών, μπορεί να τον συναντά στα γραφεία της εφημερίδας που διευθύνει και να ανταλλάσσουν συντροφικά γνώμες για θέματα της επικαιρότητας.
Ίσως κάποιοι κολλήσουν στον τίτλο του βιβλίου, για να επιβεβαιώσουν πόσο αρέσουν στους κομμουνιστές οι θεωρίες συνωμοσίας -ήδη πριν από την πτώση του υπαρκτού και των πύργων. Όπου το ένα εμπεριέχει το άλλο και διαπλέκονται διαλεκτικά. Η πτώση της μίας υπερδύναμης του ψυχρού πολέμου, του ενός πόλου της αντίθεσης, φέρνει νομοτελειακά τη διάλυση του άλλου. Που είναι αναγκασμένος να μετασχηματιστεί και να ανακαλύψει μια καινούρια αντίθεση για να τον τροφοδοτεί, ένα νέο εχθρό που να δικαιολογεί τη δική του ύπαρξη.
Και τώρα τι θα κάνουμε χωρίς βαρβάρους; Αν δεν υπήρχαν, θα έπρεπε κάπως να τους ανακαλύψουμε.
Οι θεωρίες συνωμοσίας είναι το αγαπημένο άθλημα των αστικού κόσμου, που προσπαθεί να συσκοτίσει την ουσία με φετιχισμούς, ψευδείς συνειδήσεις και μύθους για τους εβραίους, τη λέσχη μπίλντεμπεργκ, τον πράκτορα των γερμανών λένιν, το πραξικόπημα του κόκκινου οκτώβρη, την αμύθητη μυστική περιουσία των κομμουνιστών. Έλα τώρα που δεν τα ξέρεις..
Αφήνουν τον κάθε λιακόπουλο να αλωνίζει συνειδήσεις και να πλασάρει την πραμάτειά του ως αντίσταση στη νέα τάξη πραγμάτων. Κι έχουν αφήσει ισχυρά βιώματα στους παλιότερους σφους, που ξέρουν από πρώτο χέρι ότι οι 'πρακτόρικες μέθοδες' είναι ένα από τα βασικά μέσα του ταξικού εχθρού, για να μας διαβρώσει και να μας καταστήσει ακίνδυνους.
Αυτές οι μέθοδοι διαιωνίζουν το σύστημα, αλλά δεν του εξασφαλίζουν κάποιου είδους επανεκκίνηση για να το γλιτώσουν απ’ τις αντιφάσεις του. Οι αμερικάνοι ονόμασαν το σημείο της επίθεσης μηδέν, και το 89’ 'έτος 1', το πρώτο μετά το τέλος της ιστορίας. Αλλά η πτώση της σοβιετικής ένωσης, δεν ήταν παρά μια μικρή τονωτική ένεση στο γερασμένο κι άρρωστο κορμί του καπιταλισμού, που σπαράσσεται από τις εσωτερικές του αντιθέσεις και την κρίση που αγκαλιάζει όλα τα επίπεδα.
Ο καπιταλισμός σκίζει τις σάρκες του, μαζί με τις μικροαστικές αυταπάτες και τα ιδεολογήματα που νανούριζαν τη συνείδηση του εργαζόμενου λαού. Ο οποίος καταλαβαίνει πια ότι δεν αρκεί να θέλει κάτι πάρα πολύ και να περιμένει να συνωμοτήσει το σύμπαν, για να το αποκτήσει. Φτιάχνει τη δική του «συνωμοσία» κι οργανώνει τον αγώνα του, για να ‘ρθει ανάποδα ο ντουνιάς, κι η μέρα που θα αλλάξει πραγματικά τον κόσμο. Και θα τον κλονίσει συθέμελα, σαν τις δέκα πρώτες μέρες του οκτώβρη.