Ας ξεκινήσουμε με μερικές συμπτωματικές συμπτώσεις. Φέτος που το λονδίνο διοργανώνει τους ολυμπιακούς είδε την τσέλση να γίνεται η πρώτη λονδρέζικη ομάδα που καταφέρνει να πάρει το τσάμπιονς λιγκ (ή κύπελλο πρωταθλητριών στην παλιότερη εκδοχή του). Είκοσι χρόνια πριν η βαρκελώνη ήταν αυτή που φιλοξενούσε τη διοργάνωση των ολυμπιακών αγώνων και είδε το καμάρι της καταλονίας, τη μπαρτσελόνα, να σπάει μια κατάρα χρόνων και να παίρνει κι αυτή το πρώτο της κύπελλο πρωταθλητριών, σε μια μεταβατική χρονιά, που ήταν ο πειραματικός προθάλαμος του τσου λου κι ο τελικός κατά σύμπτωση έγινε στο ουέμπλεϊ του λονδίνου.
Τι άλλο είναι οι ολυμπιακοί
αγώνες; Οι ανυπέρβλητες τελετές έναρξης της δεκαετίας με τις βάτες –της
μόσχας σε αισθητική και του λος άντζελες σε καρακιτσαριό. Η άξια διάδοχος της φανής χαλκιά, που αν είχε προνοήσει να πάρει πρώτα ένα μετάλλιο πριν γράψει τα
δικά της τιτιβίσματα, τότε δε θα χαλούσε τη βιτρίνα και κανείς από τις επίσημες
αρχές δε θα τολμούσε να την κριτικάρει. Και μια σειρά άλλες μικρές
λεπτομέρειες, που δύσκολα μπορούν να χωρέσουν σε ένα μόνο κείμενο. Αλλά γι’
αυτό υπάρχουν και τα σχόλια.
Ενδιάμεσα το
2004 η αθήνα φιλοξένησε το μεγάλο φαγοπότι των ολυμπιακών, που επιστέγασαν το
κίβδηλο όραμα της ισχυρής ελλάδας. Μπορεί να μην υπήρχε πρακτικά καμία
πιθανότητα για να πάρει κάποια ελληνική ομάδα το τσάμπιονς λγικ, αλλά έγινε
κάτι εξίσου απίθανο σε επίπεδο εθνικών ομάδων, με την ελλάδα να κατακτά το
ευρωπαϊκό πρωτάθλημα (γιούρο) στο «καλοκαίρι
της ελλάδας» που συνεχίστηκε
μέχρι τη γιουροβίζιον (και το ευρωμπάσκετ) της άλλης χρονιάς (και για κάποιους
μέχρι το 09’ και το ξέσπασμα της κρίσης.
Όλα αυτά την
τελευταία εικοσαετία, μετά τις ανατροπές. Η προηγούμενη ευρωπαϊκή πόλη που
φιλοξένησε ολυμπιακούς ήταν η μόσχα, που δεν υπήρχε περίπτωση να της δώσουν
τίποτα πέρα από το μποϊκοτάζ των δυτικών για την «εισβολή» στο αφγανιστάν. Και πριν από αυτό η γερμανία πήρε και
αυτή στο ποδόσφαιρο το πρώτο της γιούρο, την ίδια χρονιά που το μόναχο
φιλοξενούσε τη διοργάνωση των ολυμπιακών, που ήταν αιματηροί κι επεισοδιακοί.
Μεταξύ άλλων επειδή σπάσαμε (εμείς οι σοβιετικοί) τα νεύρα και το αήττητο της
αμερικάνικης ομάδας μπάσκετ, με τα τρία δεύτερα που κράτησαν μια αιωνιότητα και
μια μέρα. Κανονικά θα έπρεπε να ξαναπαιχτούν και τα τρία τελευταία δεύτερα από
το τέλος της ιστορίας, για να επιστρέψουν οι αμερικάνοι τα μετάλλιά τους, των
νικητών του ψυχρού πολέμου.
Οι ολυμπιακοί
της βαρκελώνης ήταν ένα ορόσημο, όχι μόνο για την απαρχή των συμπτωματικών
συμπτώσεων που αναφέραμε, αλλά κυρίως γιατί ήταν η πρώτη φορά που επιτράπηκε η συμμετοχή
επαγγελματιών αθλητών κι ήρθε στο προσκήνιο η ομάδα-όνειρο (ντριμ τιμ) από
επίλεκτους του ΝΒΑ, που εμφανίστηκε σε μια εποχή εφιάλτη για τους λαούς
(μάαστριχτ, ανατροπές) κι έτσι δε μπόρεσε να αντιμετωπίσει ποτέ ενιαίες τις
εθνικές της γιουγκοσλαβίας και της σοβιετικής ένωσης, που ήταν οι μεγάλες
δυνάμεις της εποχής στα ευρωπαϊκά καθ’ ημάς. Κι αυτή παραμένει μια από τις
μεγαλύτερες αντιδιαλεκτικές υποθέσεις του ιστορικού προτσές του αθλητισμού: τι
θα γινόταν αν…;
Μπορεί και
τίποτα διαφορετικό, γιατί η ντριμ τιμ της βαρκελώνης θεωρήθηκε ό,τι καλύτερο
παρουσιάστηκε ποτέ στην ιστορία των ολυμπιακών αγώνων και του αθλητισμού γενικώς.
Αν και ελάχιστοι αναφέρουν ότι ο βασικός όρος που μπήκε ως προϋπόθεση για τη
συμμετοχή της ήταν να μην υποβάλλονται οι παίκτες της σε έλεγχο για χρήση
αναβολικών (αντι-ντόπινγκ κοντρόλ). Ίσως αν ήταν ντεντεριανοί, και όχι
αμερικάνοι, να είχε καλύτερο μάρκετινγκ αυτή η είδηση, να τη γνώριζαν
περισσότεροι και να είχε θέση στα αφιερώματα για την εικοστή επέτειο από την
εμφάνιση της ομάδας όνειρο.
Ενώπιον των
ολυμπιακών, ο μέσος σύντροφος θυμάται εικόνες από το αστερίξ στους ολυμπιακούς
αγώνες και συμμερίζεται την αμηχανία των γαλατών στην αρχή της ιστορίας, που
ακούνε πανηγύρια από το ρωμαϊκό στρατόπεδο (όπου προετοιμάζεται ο ρωμαίος
πρωταθλητής για τη συμμετοχή του στους αγώνες) γεμάτος απορίες κι ερωτήματα.
Υπάρχει άραγε
ολυμπιακό ιδεώδες; Επέζησε κάτω από τους χορηγούς και τη ντόπα που το πλάκωσαν;
Μπορούν οι εκάστοτε δικοί μας να νικήσουν στα ίσια, με καθαρή τη συνείδηση και
τον οργανισμό τους, τους ντοπαρισμένους υπερπρωταθλητές των μεγάλων
ιμπεριαλιστικών δυνάμεων; Είναι σωστό να ενθουσιαζόμαστε ως φίλαθλοι, ή
επιβραβεύουμε αφελώς την τυπική λογική του συστήματος «άρτος και θεάματα»; Να κάνουμε σούπα τα μανιτάρια ή να τα
σωτάρουμε;
Γιατί στα
αφιερώματα των αστικών μμε θυμούνται πάντα την ανατολικογερμανίδα σφαιροβόλο
που έγινε άντρας και παντρεύτηκε με γυναίκα –αλλά πρέπει σίγουρα να είχε μια σεξουαλική προδιάθεση,
γιατί τα φάρμακα από μόνα τους δε μπορούν να σου αλλάξουν τα ερωτικά σου γούστα- κι όχι με την
αμερικανίδα τζόινερ που έκανε εξωπραγματικά ρεκόρ σε εκατό και διακόσια και
πέθανε πριν από λίγα χρόνια –ενώ ο μη αστικός μύθος λέει ότι τα
μεγάλα εντυπωσιακά νύχια της χρησίμευαν για να τρυπάει ένα σακουλάκι με καθαρό
δείγμα που έκρυβε στα απόκρυφά της, για να μη δώσει τα δικά της ούρα και
πιαστεί ντοπέ; Ρητορικό το τελευταίο ερώτημα θα μου πεις, αφού ο καθένας
διαβλέπει την πολιτική σκοπιμότητα που κρύβεται πίσω του.
Τα αναβολικά
στη λδγ ήταν κατά κάποιον τρόπο σαν το τείχος του βερολίνου. Δε δικαιολογούνται
από τη σκοπιά της κομμουνιστικής προοπτικής και χειραφέτησης, παρά μόνο
ερμηνεύονται –εν μέρει-
στο πλαίσιο της ιμπεριαλιστικής περικύκλωσης και του σκληρού ανταγωνισμού, ή
κατ’ ευφημισμόν ειρηνικής συνύπαρξης. Κι από μια καλτ οπτική έδειξαν την
ανωτερότητα του σοσιαλιστικού γερμανικού κράτους, και τα ιατρικά επιτεύγματα
της επιστημονικοτεχνικής επανάστασης, που έφτιαχνε αποτελεσματικά φάρμακα που
δεν ανιχνεύονταν ποτέ.
Η αλήθεια
είναι ότι οι ντεντεριανοί σύντροφοι ήταν μάλλον λίγο υπερβολικοί, καθώς στις
τελευταίες ολυμπιάδες της συνύπαρξης με τους δυτικούς, η μικρή και ταπεινή λδγ
έφτασε στο σημείο να ξεπερνά σε μετάλλια όχι μόνο τους δυτικογερμανούς (αυτό
ήταν το εύκολο) αλλά και αυτούς τους αμερικάνους. Από την άλλη βέβαια η
φαρμακοβιομηχανία από μόνη της δε θα κατάφερνε απολύτως τίποτα, αν δεν υπήρχε
πίσω ένα στέρεο υπόβαθρο με δομές πραγματικά μαζικού λαϊκού αθλητισμού, που
αγκάλιαζε όλες τις ηλικίες κι όλα τα αθλήματα.
Σύμφωνα βέβαια
με την ανερμάτιστη περιγραφή του πανούτσου, που βρέθηκε λέει το 70κάτι στη λδγ –μαζί με ένα φίλο του που είχε απελαθεί από τις ντεντεριανές αρχές (!)- ο λόγος για τον οποίο ασχολούνταν περίπου
άπαντες με τον αθλητισμό, είναι ότι δεν είχαν τίποτα καλύτερο να κάνουν σε μια
κοινωνία που δε σου έδινε πολλές ευκαιρίες κοινωνικής ανέλιξης, και βασικά
βαριόσουν. Ενώ στη δική μας κοινωνία που είναι γεμάτη τέτοιες ευκαιρίες, ο
ανελιγμένος αντώνης έχει καταντήσει αλκοολικός πολυτελείας, που πληρώνεται
ακριβά για τα διασκεδαστικά του μπρέιν-στόρμινγκ (τρικυμία εν κρανίω, επί το
ελληνικότερον) και για να γλείφει τα αφεντικά του.
Παρόμοια
υπονοούμενα αφήνονται ενίοτε και για τους κουβανούς αθλητές (αν κι ο μόνος που έπιασαν ήταν ο
σοτομαγιόρ στα γεράματα, που δεν είχε κι ανάγκη). Για τους οποίους το 04’ ο
ρίζος είχε πολλά και πολυσέλιδα αφιερώματα, που ξεπερνούσαν σε εγκώμια κι αυτά
για τους έλληνες αθλητές. Τότε ήταν που η οργάνωση είχε δώσει στους σφους
εισιτήρια για τον αγώνα βόλεϊ γυναικών μεταξύ ήπα και κούβας. Το αποτέλεσμα δεν
έχει τόση σημασία, γιατί χάσαμε, πιθανότατα για να πετύχουμε καλύτερο σταύρωμα
στη συνέχεια (επιλογή που τελικά δε μας βγήκε). Ήμασταν όμως νικητές στη μάχη
της κερκίδας, χάρη στο φίλαθλο πνεύμα που επιδείξαμε ειδικά απέναντι στην
αντίπαλη ομάδα κι έναν οπαδό της που έτρεχε κατά μήκος του γηπέδου με την
αστερόεσσα. Κάτσε κάτω ρε γιάνκη! Κούβα, σαντινίστας, βιετκόνγκ, κι εδώ θα την
πατήσετε γιάνκις γκόου χόουμ.