Τις
προάλλες έφτασε στα χέρια μου ένα βιβλιαράκι, που με οδήγησε συνειρμικά σε
κάποιες σκέψεις για τη σχέση του ανθρώπου μ τη φύση και τον ιστορικό χαρακτήρα
της αντίθεσης μεταξύ πόλης και χωριού-υπαίθρου.
Σε μια προηγούμενη ανάρτηση για τις διακοπές και το κάμπινγκ (ελεύθερο και…
σκλαβωμένο) είχαμε πιάσει ξώφαλτσα το θέμα στα σχόλια, ανιχνεύοντας τα δυο άκρα
και τις μονομέρειες του καθενός. Αφενός γιατί η περιβόητη επιστροφή στη φύση
–που τα πάντα εν σοφία εποίησε- ενέχει ίσως ένα βαθμό υποκρισίας, εφόσον
συνοδεύεται με γκατζετάκια, συμπράγκαλα και τεχνολογικά επιτεύγματα που
διευκολύνουν τη ζωή, ‘νοθεύοντας’ την αδιαμεσολάβητη σχέση μας με το φυσικό
περιβάλλον. Αφετέρου γιατί το νόημα είναι να ζήσεις –έστω και για λίγες μέρες-
μες στη φύση κι όχι να εκδράμεις για κάνα τρίωρο σαν επισκέπτης, να πας κι ένα
κουτί σοκολατάκια, σε στιλ ‘χαίρω πολύ για τη γνωριμία’, και να πετάξεις το
περιτύλιγμα για να δεις αν θα το πετύχεις του χρόνου που θα ξαναπάς για τρεις
ώρες. Αθάνατο ελληνικό τοπίο, που έλεγε παλιά κι ο χαρούλης σε ένα δίσκο του (όχι ο τραγουδιστής, ο άλλος)…
Το
βασικό ζητούμενο παραμένει η ανάκτηση της επαφής του ανθρώπου με το ανόργανο
σώμα του, όπως χαρακτήριζε τη φύση ο κάρολος. Κι όπως συμπληρώνει ο ένγκελς στη
διαλεκτική της φύσης, τα γεγονότα μας
θυμίζουν σε κάθε βήμα πως δεν κυριαρχούμε καθόλου πάνω στη φύση όπως ένας
κατακτητής πάνω σε έναν ξένο λαό, όπως κάποιος που θα στεκόταν έξω από τη φύση,
αλλά πως ανήκουμε στη φύση με τη σάρκα, το αίμα και το μυαλό μας, πως είμαστε
μέσα της και πως όλη μας η εξουσία βρίσκεται στο πλεονέκτημα που έχουμε,
σχετικά με όλα τα άλλα όντα, να γνωρίζουμε τους νόμους της και να μπορέσουμε να
τους εφαρμόζουμε ορθά.
Βιάζοντας
τη φύση ο άνθρωπος δεν καταστρέφει κάτι εξωτερικό και αδιάφορο προς αυτόν· στην πράξη ασελγεί απέναντι στο είδος του και τον εαυτό του. Όσο κι αν
κάποιες τηλεοπτικές σειρές προσπαθούν να υμνήσουν τη μοναδική ατμόσφαιρα της
μεγαλούπολης και να μας κάνουν να νιώσουμε υπέροχα (πλάσματα) που είμαστε κι
εμείς κοινωνοί της, η εντεινόμενη αστικοποίηση είναι ένα πιάτο που δεν τρώγεται
με τίποτα ή τέλος πάντων αφήνει πολλά αγκάθια στο λαιμό κατά την κατάποση. Πώς
έχουμε αποξενωθεί έτσι, πώς χάνεται σταδιακά η έννοια της γειτονιάς, πώς ζούμε έτσι αδιάφορα, μες σε κλουβιά, χωρίς φυσικές μυρωδιές και ήχους, χωρίς να
βλέπουμε ουρανό, πιο τυποποιημένοι από ποτέ, με προκατασκευασμένες
προσωπικότητες βάση των like που θα πατήσουμε και των γκρουπ στα οποία θα
συμμετέχουμε. Σε μια κατάσταση οργανωμένης κατα-θλιψης, η οποία έκανε το μίσσιο
να βγάζει μια κραυγή αγωνίας στα έργα του, άσχετα από τα πολιτικά συμπεράσματα
στα οποία (δεν) κατέληξε.
Κι αφού
μιλάμε για κατάθλιψη, θυμάμαι τι… χαρές έκανα τον αύγουστο, όταν επέστρεψα στην
πόλη μετά από μια βδομάδα διακοπές σε οργανωμένο κάμπινγκ. Και δεν εννοώ τη
γνωστή… επιλόχειο κατάθλιψη που μας πιάνει στο τέλος των διακοπών, επειδή
ξαναρχίζει η δουλειά και το σχολείο –στη γενιά μου άλλωστε, οι μισοί απόε μέας έχουν διακοπές διαρκείας, μόνο οι καιρικές συνθήκες αλλάζουν. Αλλά τους
τοίχους, την κλεισούρα, τον θόρυβο της πόλης, κτλ.
Η
ερήμωση των φυσικών τοπίων –και της επαρχίας εν γένει σε μια άλλη κλίμακα- δεν
απειλεί με εξαφάνιση μόνο ένα μέρος της χλωρίδας και της πανίδας –όχι πως αυτό
είναι ασήμαντο- αλλά μια σειρά «ανθρώπινα είδη», τύπους και χαρακτήρες ανθρώπων
που εκλείπουν σταδιακά, παίρνοντας μαζί τους μια ολόκληρη εποχή, τον πολιτισμό
και τη σοφία της, ένα κομμάτι ανθρωπιάς. Χάνονται λέξεις, προφορές,
ντοπιολαλιές, τραγούδια και λαϊκά παραμύθια, με άλλα λόγια τα αποθέματα του
πλούτου της ανθρωπότητας.
Στο
βιβλιαράκι που ανέφερα εισαγωγικά, ο συγγραφέας κρίνει σκόπιμο να επεξηγήσει με
αστερίσκο κάποιες έννοιες από το λεξιλόγιο του χωριού, που θεωρεί πως ίσως να
μην τις γνωρίζει ο αναγνώστης της πόλης, κι ανάμεσά τους το «σουγιά» και τη
λέξη «κούτσικο» για τα μικρά παιδιά –την οποία όπως βλέπω αγνοεί κι ο
ορθογράφος του word. Και εγώ θυμήθηκα τη γιαγιά μου τη μαρίκα, που με έλεγε έτσι και
πόσο αστεία μου είχε φανεί η διαφήμιση του ομώνυμου λικέρ εξαιτίας του
ονόματος. Ενώ τώρα πιο πιθανό είναι να γελάσει κανείς αν ακούσει να φωνάζουν
μια κοπέλα μαρίκα, παρά με το λικέρ. Κι αν συνεχίσει να βαίνει μειούμενο με
τέτοιους ρυθμούς το είδος της παραμυθο-γιαγιάς από το χωριό (και τα χωριά εν
γένει), σε μερικές γενιές (όχι πολύ μακριά από τη δική μας), τα... κούτσικα θα
έχουν άγνωστες λέξεις και στα παιδικά τραγουδάκια ακόμα.
-Μαμά τι θα πει ‘κοκοράκι κίκι-ρίκι-κι’;
-Και τι είναι το ‘αχ κουνελάκι’;
Σε ένα
βάθος χρόνου –για να το δούμε κι από την κινηματική του σκοπιά το ζήτημα- οι
απόγονοί μας μπορεί να έχουν χάσει την ορειβατική τους ικανότητα και να έχουν
ξεχάσει πώς είναι να βγαίνεις στο βουνό –που μπορεί να μας ξαναχρειαστεί σε
κάποια φάση του αγώνα. Αν και σε αυτό τον τομέα τα πράγματα αντιστρέφονται
κάπως, γιατί ο δικός μας κόσμος (με την ευρύτερη έννοια κι ανεξαρτήτως απόχρωσης)
νιώθει –μαζί με τον ιμπεριαλισμό κι όχι εκτός από αυτόν- μια δυσβάσταχτη πολιτική μοναξιά
και μπορεί κάλλιστα να πέσει σε κινηματική κατάθλιψη, γιατί είναι μακριά από το
κέντρο των εξελίξεων. Γιατί είναι άλλη υπόθεση να ‘σαι σε μια μικρή πόλη και να
χαιρετάς κάθε πρωί το γείτονα κι εντελώς διαφορετικό να πηγαίνεις στην απεργία
και να τους χαιρετάς όλους, έναν προς έναν, γιατί είστε εκατό άτομα όλα μαζί
και γνωρίζεστε μεταξύ σας.
Όσοι
πηγαίνουν στρατό και έρχονται για πρώτη φορά σε επαφή με 18χρονους που δεν
έχουν φύγει ποτέ μακριά από το χωριό τους, παθαίνουν συνήθως τις πρώτες μέρες
ένα σοβαρό πολιτισμικό σοκ, που δεν ξεπερνιέται εύκολα. Η πνευματική
καθυστέρηση της επαρχίας, που βάδιζε με το ένα πόδι –αν όχι εξ ολοκλήρου- στο
μεσαίωνα, περιγράφεται πολύ καλά και σε ένα απόσπασμα του κραβαρίτη, του βιβλίου του κώστα μπόση, που μνημονεύσαμε και στην προηγούμενη ανάρτηση.
Εδώ και κάμποσα χρόνια η ζωή του
χωριού, σκληρή σαν τα πέτρινα βουνά του τόπου, έδειχνε να μη σαλεύει καθόλου.
Το σπίτι , το χωράφι, το μαντρί, και τα ζωντανά όλος ο κόσμος...Η φτώχεια ήταν
πράμα θεϊκό. Έπρεπε να υποφέρει ο δούλος του θεού σε τούτον τον «ψεύτικο»
κόσμο, για να κερδίσει τον αιώνιο...Κι αν ξεχώριζαν δυο-τρεις, ο Τσικνής, ο
δάσκαλος και ο παπάς... Με τον ιδρώτα του προσώπου τους κέρδιζαν κι αυτοί το
ψωμί τους. Άλλωστε, ο πάσα-ένας δεν μπορεί να γίνει πρόεδρος, δάσκαλος ή παπάς
και το χωριό χωρίς «κεφάλια» θα χάνονταν. Πάλευαν με τη γη, με τον καιρό, με
τους γειτόνους, αρχίζοντας απ’ τον αδερφό...ζούσαν « ήσυχοι», γιατί είχαν βρει
την «απόλυτη» αλήθεια: Έτσι ήταν ο κόσμος πάντοτε, έτσι είναι και σήμερα, έτσι
θα είναι κι αύριο. Έτσι τον έφτιαξε ο θεός.
Μα η ζωή ό,τι κι αν πεις είναι
ζωή. Στην πλατεία έφτιαξε πρώτα η εκκλησία ένα μικρό μαγαζί και σε λίγα χρόνια
φύτρωσαν κι άλλα τρία. Έβαλαν τηλέφωνο και στις αρχές όλοι τους ήταν σίγουροι
πως κάποια παγίδα τους είχαν στήσει, να τους μαζεύουν τους παράδες. Πώς
μπορούσε να μιλάς εδώ, και σιγά μάλιστα, και ν’ ακούγεται μακριά, στην πόλη και
πιο πέρα ακόμα; Ο Κατραμάς, ο μπακάλης, για να τραβήξει πελατεία, έφερε γραμμόφωνο
κι ο κόσμος κοίταζε μέσα στο χωνί κι έψαχνε κάτω απ’ τον πάγκο να βρει τον
τραγουδιστή.
Αυτή η
επαρχία όμως είδε το λαό της να μεταμορφώνεται στην κατοχή και να δίνει ένα απαράμιλλο
αντάρτικο κίνημα, που ‘χε πολύ έντονη γεύση χωριάτικης (της κατεξοχήν ελληνικής
σπεσιαλιτέ). Ενώ ο άλλος του πυλώνας, με το εργατικό εαμ και τον ελας των
μεγάλων αστικών κέντρων, βασιζόταν σε πόλεις σαν την αθήνα, που ήταν –όπως πολύ
εύστοχα την έχει αποκαλέσει ο ραφαηλίδης- ένα είδος συνομοσπονδίας ελληνικών
χωριών, χωρίς πολλά κοινά με τη σημερινή εικόνα της μεγαλούπολης, όπου ελάχιστα
πράγματα συνδέουν πραγματικά τους κατοίκους της και τις γειτονιές της.
Αν η
αντίθεση πόλης-χωριού καθρεφτίζει την αντίθεση μεταξύ του καπιταλισμού και των
υπολειμμάτων της φεουδαρχίας, το ζητούμενο δεν είναι μια ρομαντική (κι
ουτοπική) επιστροφή σε ένα εξιδανικευμένο παρελθόν (και τη φύση) ούτε η άκριτη αποδοχή του άλλου
πόλου, αλλά η διαλεκτική τους υπέρβαση, που θα συνδυάζει τα θετικά στοιχεία και
των δύο: τα τεχνολογικά επιτεύγματα με το κοινοτικό κεκτημένο (που χάνεται) και
την αλληλεγγύη. Που πρέπει να χτιστεί πλέον σε άλλο επίπεδο, και όχι στη βάση της φτώχιας και του πρωτόγονου κομμουνισμού, ως συνειδητή επιλογή κι όχι ως
αναγκαιότητα
Κι αν
θεωρήσουμε την αντίθεση πόλης-χωριού ως αντανάκλαση της σχέσης της αγροτιάς με
την εργατική τάξη, το ζητούμενο είναι η μεταξύ τους λαϊκή συμμαχία, με σαφή
εργατική ηγεμονία, αλλά και ορίζοντα που θα υπερβαίνει όλες τις κοινωνικές
τάξεις και την ταξική κοινωνία συνολικά.
Η
υπέρβαση αυτής της αντίθεσης θα είναι ένα από τα πιο σύνθετα προβλήματα που θα
‘χει μπροστά της να λύσει η σοσιαλιστική κοινωνία του μέλλοντος. Κι είναι θέμα
προς διερεύνηση και συζήτηση τι μέσα προσφέρονται περισσότερο για τον τελικό
σκοπό. Αν θα ενώσουμε μεταξύ τους μικρά χωριά, όπως θρυλείται ότι επιχείρησαν
στη ρουμανία, αν θα βάλουμε πληθυσμιακό όριο για κάποιες πόλεις, όπως λέγεται
ότι έκαναν στη σοβιετική περιφέρεια, ή αν θα χρειαστεί να γκρεμίσουμε απ’ τα
θεμέλια τις μεγαλουπόλεις και να τις χτίσουμε από την αρχή, με τις υποδείξεις
και τα σχέδια των μηχανικών και των αρχιτεκτόνων μας.
Αλλά η
πιο σημαντική παράμετρος είναι η παραγωγική. Κι η βασική διαφορά της αγροτικής
παραγωγής είναι ότι βρίσκεται στο έλεος αστάθμητων παραγόντων, όπως οι καιρικές
συνθήκες και δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι και να προβλέψουμε με ακρίβεια το
αποτέλεσμά της. Οπότε μπορεί να χρειαστεί να αναζητήσουμε λύσεις πέρα από την
παραδοσιακή γεωπονία, στην υδροπονία ή και την αεροπονία.
Αλλά ας
επιστρέψουμε στο παρόν, προς το παρόν, για να δούμε μία ακόμα πτυχή του
ζητήματος: την πολιτιστική. Η εντεινόμενη αστικοποίηση του σύγχρονου τρόπου
ζωής έχει αφήσει ανεξίτηλο το σημάδι της και στην επαρχία, καθώς και στον τρόπο
που την προσεγγίζουμε. Το είχε πιάσει αυτό με μοναδικό τρόπο ο χάρρυ κλυνν στο
τρίτο μέρος του αλαλούμ, την γκόλφω {όπου οι χριστιανοί του λέτσοβου κολάζονταν
με το κουτί του διαβόλου και τις άσεμνες τηλεοπτικές διαφημίσεις, οι γέροντες
στο καφενείο του παράγγελλαν σκατς ον δε ροκς και καμπάρντι, τα μπακάλικα
βαφτίζονταν σούπερ μάρκετ κι ο καουμπόης αμερικανο-τσολιάς έφτυνε ένα χιλιάρικο και το κολλούσε στο.. κούτελο του τζουκ μποξ για να χορέψει παραγγελιά το ρασπούτιν των boney m}, αποδίδοντας πολύ γλαφυρά την αμηχανία του μέσου
επαρχιώτη έλληνα μπροστά στις τόσες ραγδαίες αλλαγές που συντελούνταν στην
ελληνική κοινωνία.
Αυτή η
απομάκρυνση από το χωριό λοιπόν, γέννησε διαλεκτικά και το αντίθετό της. Ένα
κακέκτυπο επιστροφής στις ρίζες και μια αβάσταχτη φολκλόρ ελαφρότητα, με
αποκορύφωμα ίσως τα διαβόητα χουντογλέντια και τους κατοπινούς τους διαδόχους.
Αυτό προκάλεσε μεταπολιτευτικά μια φυσιολογική απέχθεια και μια στροφή σε άλλα
μουσικά ακούσματα και είδη. Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται ένα μουσικό ρεύμα
‘επαναπατρισμού’ στο χωριό και επανοικειοποίησης της μουσικής μας παράδοσης,
παντρεμένης με σύγχρονα στοιχεία (χαΐνηδες, χαρούλης, θ. παπακωνσταντίνου) που
για να είμαι ειλικρινής, καθαρά ως υποκειμενικό γούστο, δεν μπορώ να πω ότι με
αγγίζει ιδιαίτερα, πιθανότατα γιατί δεν ανήκει στην πατρίδα των δικών μου
παιδικών χρόνων. {Στην οποία αντιθέτως ανήκουν το μπάσο, οι ηλεκτρικές κιθάρες,
τα πλήκτρα και το σαξόφωνο, στίχοι και ήχοι με σειρήνες, γοητευτικοί σαν τις
σειρήνες του οδυσσέα -αλλά όχι σαν αυτές- και για την πολιτεία, που μου θυμίζει πάντα συνειρμικά τα
φεστιβάλ της οργάνωσης. Και ο στίχος για τα ‘κλαρίνα [που] μου τρυπούν τηφαντασία, σε αντίθεση με την ωδή 'για ένα κλαρίνο’, που γράφτηκε την ίδια περίπου
εποχή}.
Επειδή
όμως κι αυτό το θέμα για τα μουσικά γούστα και τις δεκαετίες το πιάσαμε
αναλυτικά στα σχόλια εκείνης της ανάρτησης για τις διακοπές –που βγήκε τελικά
τρία σε ένα- δε θα επεκταθώ περισσότερο, για να περάσω στον επίλογο του
κειμένου και τις απαραίτητες εξηγήσεις για το λόγο που γράφτηκε.
Η αφορμή
λοιπόν για τις παραπάνω σκέψεις κι αυτή την ανάρτηση στάθηκε το βιβλιαράκι του
μάκη σεβίλογλου, με τίτλο «παράθυρο ανοιχτό» -και με την ευκαιρία να τον
ευχαριστήσω και δημόσια που είχε την καλοσύνη να μου το στείλει. Ένα παράθυρο ανοιχτό
στο χωριό και την πατρίδα των δικών του παιδικών χρόνων, με τους αυθεντικούς
χαρακτήρες που μύριζαν.. ανθρωπίλα.
Το οποίο
συνοδεύεται από τον ομώνυμο δίσκο με 13 δημοτικά τραγούδια από την ήπειρο και τα γρεβενά, τους στίχους των τραγουδιών κι ένα σύντομο σημείωμα για καθένα από
αυτά. Μπορείτε να επισκεφτείτε εδώ την προσωπική ιστοσελίδα του μάκη σεβίλογλου
και να βρείτε περισσότερα στοιχεία για το δίσκο και το έργο του συνολικά.
Τα βολιοτικα λικερ Κουτσικος ηταν απο τα καλυτερα στην Ελλαδα ετσι μαλλον μαγεψε και τη γνωστη Μαριεττα ο κατασκευαστης
ΑπάντησηΔιαγραφήΕντάξει αυτό. Αλλά η μαριέττα πώς μάγεψε τον κατασκευαστή;
ΑπάντησηΔιαγραφήΣιγά μη μάγεψε τη γνωστή Μαριέττα ο κατασκευαστής λικέρ! Eίχε μαγευτεί με άλλον.
ΑπάντησηΔιαγραφήgdmn1973
Μπορείς αν σου είναι δυνατό να ανεβάσεις τους τίτλους των τραγουδιών;
ΑπάντησηΔιαγραφήρα
Βεβαίως.
ΑπάντησηΔιαγραφήΜαύρα μου χελιδόνια
Καπέσοβο
Μπαζαρκάνα
Αρχοντόπουλο
Κλέφτες οι Βελτσιστινοί
Χάιδω
Αρμένισσα
Σεβντάς
Αλεξάνδρα
Θέλω να στο πω
Σήμερα Δέσπωμ' Πασχαλιά
Τα ξεχωρίσματα
Αν ξεκινήσεις πχ από αυτό στο youtube
http://www.youtube.com/watch?v=3qX59UHj5VA
θα βρεις στις προτάσεις στο πλάι και μερικά ακόμα
Σε ευχαριστω πολυ, να εισαι καλα. Απο τα τραγουδια φαινεται οντως καλος. Οταν μπορεσω να συνδεθω με pc κι οχι με κινητο, θα εχω πολυ καλυτερη εικονα
ΑπάντησηΔιαγραφήρα